Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
κούσατε
τὸν λόγον τοῦτον, δαμάλεις τῆς
Βασανίτιδος, αἱ ἐν τῷ ὄρει τῆς
Σαμαρείας, αἱ καταδυναστεύουσαι πτωχοὺς
καὶ καταπατοῦσαι πένητας, αἱ λέγουσαι
τοῖς κυρίοις αὐτῶν· ἐπίδοτε
ἡμῖν ὅπως πίωμεν.
|
κοῦστε
τὸν λόγον αὐτὸν τοῦ Κυρίου,
σεῖς αἱ γυναῖκες τῆς Σαμαρείας,
ποὺ εἶσθε εὐτραφεῖς ὡσὰν
τὰς δαμάλεις τῆς Βασανίτιδος·
σεῖς, ποὺ καταδυναστεύετε τοὺς πτωχοὺς
καὶ καταπατεῖτε τοὺς πένητας καί
λέγετε εἰς τοὺς συζύγους σας·
<δῶστε μας χρήματα, διὰ νὰ πίωμεν
οἶνον>. |
κοῦστε
τὸν λόγον αὐτόν, πλούσιες καὶ ἁβροδίαιτες
γυναῖκες τῆς ὀρεινῆς Σαμαρείας, ποὺ
ὁμοιάζετε πρὸς τὶς ὀνομαστὲς
εὐτραφεῖς ἀγελάδες τῆς Βασάν·
σεῖς, ποὺ καταπιέζετε τοὺς πτωχοὺς
καὶ καταπατεῖτε τοὺς ἀδυνάτους, σφετεριζόμενες
τὰ δίκαιά των σεῖς, ποὺ λέγετε μὲ
τόνον προστακτικὸν καὶ ἀγέρωχον εἰς
τοὺς συζύγους σας: <δῶστε μας καὶ ἄλλα
χρήματα διὰ νὰ <πιοῦμε κρασί>!
|
2
Ὀμνύει Κύριος κατὰ τῶν ἁγίων
αὐτοῦ, διότι ἰδοὺ ἡμέραι
ἔρχονται ἐφ' ὑμᾶς, καὶ λήψονται
ὑμᾶς ἐν ὅπλοις, καὶ τοὺς
μεθ' ὑμῶν εἰς λέβητας ὑποκαιομένους
ἐμβαλοῦσιν ἔμπυροι λοιμοί,
|
2
Ὁ Κύριος ὡρκίσθη εἰς τὴν
ἁγιότητά του· καὶ ἰδού,
ὅτι ἔρχονται ἐναντίον σας τρομεραὶ
ἡμέραι. <Ἐχθροὶ πάνοπλοι
θὰ σᾶς καταλάβουν, ξαναμμένοι ἀπὸ
τὴν ὀργήν, ἀδίστακτοι λυμεῶνες
θὰ ρίψουν τοὺς συζύγους σας εἰς
βράζοντας λέβητας.
|
2
Ὁ Κύριος ὁρκίζεται εἰς τὴν ἁγιότητά
του καὶ εἰς τὴν ἀποστρεφομένην τὸ
ψεῦδος φύσιν του, γεγονὸς ποὺ σημαίνει ὅτι
αὐτὰ θὰ γίνουν ὁπωσδήποτε. <Νά·
ἔρχονται ἐναντίον σας ἡμέρες φοβερές, κατὰ
τὶς ὅποιες ἐχθροὶ ἄνθρωποι πυρωμένοι
ἀπὸ θυμόν, ἀδίστακτοι καταστροφεῖς
θὰ σᾶς συλλάβουν διὰ τῶν ὅπλων
καὶ θὰ ρίψουν τοὺς συζύγους σας μέσα εἰς
καζάνια ποὺ κοχλάζουν. |
3
καὶ ἐξενεχθήσεσθε γυμναὶ κατέναντι
ἀλλήλων καὶ ἀπορριφήσεσθε εἰς
τὸ ὄρος τὸ Ρεμμάν, λέγει Κύριος.
|
3
Σεῖς δὲ θὰ ἐκδιωχθῆτε ἀπὸ
τὴν πόλιν καὶ τὴν χώραν σας
γυμναὶ ἡ μία ἀπέναντι τῆς
ἄλλης καὶ θὰ ἀπορριφθῆτε εἰς
τὸ ὅρος Ρεμμάν> λέγει ὁ Κύριος.
|
3
Καὶ θὰ βγῆτε ἔξω, θὰ ὁδηγηθῆτε
ἔξω ἀπὸ τὴν χώραν σας γυμνές, ἡ
μία ἀπέναντι τῆς ἄλλης, καὶ θὰ
ριφθῆτε ὡς ἄχρηστον πρᾶγμα, καταφρονημένες,
εἰς τὸ ὄρος Ρεμμάν>, λέγει ὁ Κύριος.
|
-4
Εἰσήλθατε εἰς Βαιθὴλ καὶ ἠνομήσατε
καὶ εἰς Γάλγαλα ἐπληθύνατε τοῦ
ἀσεβῆσαι καὶ ἠνέγκατε εἰς
τὸ πρωῒ θυσίας ὑμῶν, εἰς
τὴν τριημερίαν τὰ ἐπιδέκατα
ὑμῶν· |
4
<Εἰσήλθατε εἰς τὴν εἰδωλολατρικὴν
Βαιθὴλ καὶ ἐκεῖ περιεπέσατε
εἰς παρανομίας, εἰς δὲ τὰ Γάλγαλα
ἐπληθύνατε τὰς ἀσεβείας σας.
Προσεφέρατε κατὰ τὰς πρωϊνὰς ὥρας
θυσίας εἰς τὰ εἴδωλα καὶ κατὰ
τὴν τρίτην ἡμέραν τὸ δέκατον
ἀπὸ τὰ γεννήματά σας.
|
4
<Εἰσήλθατε εἰς τὸ εἰδωλολατρικὸν
κέντρον, τὴν Βαιθήλ, καὶ ἐκεῖ ἁμαρτήσατε,
εἰς δὲ τὸ ἄλλο εἰδωλολατρικὸν
κέντρον, τὰ Γάλγαλα, ἐπολλαπλασιάσατε τὶς
ἀσέβειες καὶ τὶς παρανομίες. Εἴχατε
κυριευθῇ ἀπὸ τόσον εἰδωλολατρικὸν
ζῆλον, ὥστε ἐπροσφέρατε πρόθυμα τὶς
θυσίες σας τὸ πρωΐ, καὶ κατὰ τριετίαν <ἢ
κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Κατὰ τὴν τρίτην
ἡμέραν· ἢ κατ’ ἄλλην: Τρεῖς φορὲς
τὸ ἔτος, τὸ Πάσχα, τὴν Σκηνοπηγίαν,
τὴν Πεντηκοστήν> τὸ δέκατον ἀπὸ
τὰ γεννήματά σας. |
5
καὶ ἀνέγνωσαν ἔξω νόμον καὶ
ἐπεκαλέσαντο ὁμολογίας. Ἀπαγγείλατε
ὅτι ταῦτα ἠγάπησαν οἱ υἱοὶ
Ἰσραήλ, λέγει Κύριος. |
5
Οἱ ἱερεῖς σᾶς ἀνέγνωσαν
ἔξω τὸν νόμον καὶ προεκάλεσαν
τὰς ὁμολογίας τῆς πίστεώς
σας εἰς τὰ εἴδωλα. Σεῖς, οἱ
προφῆται, διαλαλήσατε, ὅτι αὐτὰς
τὰς ἀσεβείας ἠγάπησαν οἱ
Ἰσραηλῖται>, λέγει ὁ Κύριος.
|
5
Καὶ οἱ ἱερεῖς σας ἀνέγνωσαν
ὄχι τὸν θεῖον, ἀλλὰ τὸν
εἰδωλολατρικὸν νόμον, καὶ ἐπροκάλεσαν
τὶς σύμφωνα μὲ τὸν νόμον αὐτὸν
συνθῆκες πρὸς τὰ εἴδωλα. Λοιπὸν
σεῖς, οἱ Προφῆται, ἀναγγείλατε εὐρύτερα,
ὥστε νὰ γίνῃ γνωστὸν καὶ φανερὸν
εἰς ὅλους, ὅτι τέτοιαν ὁλόψυχον
σπουδὴν καὶ τέτοιον θερμὸν ζῆλον πρὸς
τὰ εἴδωλα ἔδειξαν οἱ Ἰσραηλῖται>,
λέγει ὁ Κύριος. |
6
Καὶ ἐγὼ δώσω ὑμῖν γομφιασμὸν
ὀδόντων ἐν πάσαις ταῖς πόλεσιν
ὑμῶν καὶ ἔνδειαν ἄρτων ἐν
πᾶσι τοῖς τόποις ὑμῶν·
καὶ οὐκ ἐπεστρέψατε πρός με,
λέγει Κύριος. |
6
Δι' αὐτὸ καὶ ἐγὼ θὰ σᾶς
τιμωρήσω· εἰς τοὺς κατοίκους
ὅλων τῶν πόλεών σας θὰ στείλω
μούδιασμα τῶν ὀδόντων διὰ τὴν
ἔλλειψιν ἄρτων ἀπὸ ὅλους τοὺς
τόπους σας. Καὶ ὅμως σεῖς δὲν
ἐπεστρέψατε ἐν μετανοίᾳ πρὸς
ἐμέ, λέγει ὁ Κύριος.
|
6
<Καὶ ἐγὼ θὰ σᾶς τιμωρήσω
μὲ μούδιασμα τῶν δοντιῶν τῶν
κατοίκων ὅλων τῶν πόλεών σας, ἕνεκα
τῆς πεῖνας, τῆς ἐλλείψεως ψωμιοῦ
εἰς ὅλους τοὺς τόπους σας. Δηλαδὴ
θὰ σᾶς τιμωρήσω μὲ μεγάλην συντριβήν. Παρ’
ὅλα αὐτὰ δὲν ἐσωφρονισθήκατε,
ὥστε νὰ ἐπιστρέψετε μὲ μετάνοιαν εἰς
Ἐμέ, λέγει ὁ Κύριος. |
7
Καὶ ἐγὼ ἀνέσχον ἐξ ὑμῶν
τὸν ὑετὸν πρὸ τριῶν μηνῶν
τοῦ τρυγητοῦ· καὶ βρέξω ἐπὶ
πόλιν μίαν, ἐπὶ δὲ πόλιν
μίαν οὐ βρέξω· μερὶς μία
βραχήσεται, καὶ μερίς, ἐφ' ἣν
οὐ βρέξω ἐπ' αὐτήν, ξηρανθήσεται·
|
7
Διὰ τοῦτο ἐγὼ ἐκράτησα
καὶ ἀπεμάκρυνα τὴν βροχὴν ἀπὸ
τὴν χῶραν σας τρεῖς μῆνας πρὸ
τοῦ τρυγητοῦ. Θὰ στείλω βροχὴν
εἰς τὴν μίαν πόλιν καὶ εἰς
τὴν ἄλλην δὲν θὰ στείλω. Ὁ
ἕνας τόπος θὰ βρέχεται καὶ ὁ
ἄλλος τόπος, ποὺ δὲν θὰ βρέχεται,
θὰ μείνῃ ἐντελῶς ξηρός.
|
7
<Ἀκόμη Ἐγὼ ἐκράτησα καὶ ἐστέρησα
ἀπὸ σᾶς τὴν βροχὴν τρεῖς
μῆνες πρὶν ἀπὸ τὴν συγκομιδὴν
τῶν γεννημάτων, ὥστε νὰ φθάσετε εἰς
μεγάλην ἀφορίαν καὶ ἀκαρπίαν. Καὶ
εἰς τὴν μίαν πόλιν θὰ βρέξω, εἰς δὲ
τὴν ἄλλην δὲν θὰ στείλω βροχήν. Ὁ
ἕνας τόπος θὰ βρέχεται καὶ θὰ ποτίζεται,
ὁ δὲ ἄλλος, εἰς τὸν ὁποῖον
δὲν θὰ στείλω βροχήν, θὰ στεγνώσῃ
καὶ θὰ ξεραθῇ ἀπὸ τὴν
ἀνομβρίαν. |
8
καὶ συναθροισθήσονται δύο καὶ τρεῖς
πόλεις εἰς πόλιν μίαν τοῦ πιεῖν
ὕδωρ καὶ οὐ μὴ ἐμπλησθώσι·
καὶ οὐκ ἐπεστράφητε πρός με,
λέγει Κύριος. |
8
Οἱ κάτοικοι δύο καὶ τριῶν πόλεων
θὰ συγκεντρωθοῦν εἰς μίαν πόλιν,
διὰ νὰ πίουν ὕδωρ καὶ δὲν
θὰ χορτάσουν. Καὶ παρ' ὅλην τὴν
τιμωρίαν αὐτὴν δὲν ἐπεστρέψατε
ἐν μετάνοίᾳ πρὸς ἐμέ,
λέγει ὁ Κύριος. |
8
Τότε οἱ κάτοικοι δύο καὶ τριῶν πόλεων θὰ
συναθροισθοῦν εἰς μίαν πόλιν, διὰ νὰ
πιοῦν νερό, ἀλλὰ δὲν θὰ χορτάσουν
θὰ ἰκανοποιηθοῦν προσωρινῶς μόνον.
Ἀλλὰ καὶ πάλιν δὲν ἐσωφρονισθήκατε
καὶ δὲν ἐπεστρέψατε μὲ μετάνοιαν εἰς
Ἐμέ, λέγει ὁ Κύριος. |
9
Ἐπάταξα ὑμᾶς ἐν πυρώσει
καὶ ἐν ἰκτέρω· ἐπληθύνατε
κήπους ὑμῶν, Ἀμπελῶνας ὑμῶν
καὶ συκεῶνας ὑμῶν καὶ ἐλαιῶνας
ὑμῶν κατέφαγεν ἡ κάμπη·
καὶ οὐδ' ὧς ἐπεστρέψατε πρός
με, λέγει Κύριος. |
9
Ἐκτύπησα μὲ καυστικὸν ἄνεμον
καὶ μὲ κιτρίνισμα τὰ σιτηρά
σας. Σεῖς ἐπληθύνατε τοὺς κήπους
σας, τὰ ἀμπέλια σας, τὰ περιβόλια
μὲ τὶς συκιὲς καὶ τοὺς ἐλαιῶνας
σας, ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ τὰ
κατέφαγεν ἡ κάμπη. Καὶ ὅμως
οὔτε τότε δὲν ἐπεστρέψατε ἐν
μετανοίᾳ πρὸς ἐμέ, λέγει
ὁ Κύριος.
|
9
<Σᾶς ἐκτύπησα μὲ τὸ νὰ
προσβληθοῦν τὰ σπαρτά σας ἀπὸ
ἀνεμοφθορίαν <καυστικὸν ἄνεμον> καὶ
ἴκτερον <κιτρίνισμα τῶν φύλλων>. Ἐπολλαπλασιάσατε
τοὺς κήπους σας, τοὺς ἀμπελῶνες σας,
τὰ συκοπερίβολά σας, τοὺς ἐλαιῶνες
σας, ὅλα ὅμως αὐτὰ τὰ κατέφαγεν
ἡ κάμπη. Καὶ πάλιν ὅμως δὲν ἐσωφρονισθήκατε
καὶ δὲν ἐπεστρέψατε μὲ μετάνοιαν εἰς
Ἐμέ, λέγει ὁ Κύριος. |
10
Ἐξαπέστειλα εἰς ὑμᾶς θάνατον
ἐν ὁδῷ Αἰγύπτου καὶ ἀπέκτεινα
ἐν ρομφαίᾳ τοὺς νεανίσκους ὑμῶν
μετὰ αἰχμαλωσίας ἵππων σου καὶ
ἀνήγαγον ἐν πυρὶ τὰς παρεμβολὰς
ἐν τῇ ὀργῇ μου· καὶ οὐδ'
ὧς ἐπεστρέψατε πρός με, λέγει
Κύριος. |
10
Ἔστειλα ἐναντίον σας θανατηφόρον νόσον
ὡσὰν ἐκείνην, ποὺ εἶχα
στείλει τότε εἰς τὴν Αἴγυπτον,
ἐθανάτωσα μὲ ρομφαίαν τοὺς νέους
ἄνδρας σας, οἱ ἵπποι σας καὶ οἱ
ἱππεῖς ᾐχμαλωτίσθησαν καὶ ἐπάνω
εἰς τὴν δικαίαν μου ὀργὴν ἔστειλα
καταστρεπτικὸν πῦρ εἰς τὰ στρατόπεδά
σας. Ἀλλὰ καὶ τότε δὲν ἐπεστρέψατε
ἐν μετανοίᾳ πρὸς ἐμέ,
λέγει ὁ Κύριος.
|
10
<Ἐπίσης ἐξαπέστειλα ἐναντίον σας θανατηφόρον
πληγήν, παρομοίαν μὲ ἐκείνην ποὺ ἔστειλα
ἄλλοτε εἰς τὴν Αἴγυπτον· ἐφόνευσα
μὲ πλατὺ καὶ μεγάλ,ὁ ἀμφίστομο
σπαθὶ τοὺς νεαροὺς ἄνδρες σας, τὸ
ἱππικόν σου ὠδηγήθη εἰς αἰχμαλωσίαν,
καὶ ἐπάνω εἰς τὴν δικαίαν ὀργήν
μου ἔβαλα φωτιὰ καὶ ἐπυρπόλησα τὰ
στρατόπεδά σας. Καὶ ὅμως δὲν ἐσωφρονισθήκατε
καὶ δὲν ἐπεστρέψατε μὲ μετάνοιαν εἰς
Ἐμέ, λέγει ὁ Κύριος. |
11
Κατέστρεψα ὑμᾶς, καθὼς κατέστρεψεν
ὁ Θεὸς Σόδομα καὶ Γόμορρα, καὶ
ἐγένεσθε ὡς δαλὸς ἐξεσπασμένος
ἐκ πυρός· καὶ οὐδ· ὧς
ἐπεστρέψατε πρός με, λέγει Κύριος.
|
11
Σᾶς ἐξωλόθρευσα, ὅπως ἐγὼ
ὁ Θεός ἐξολόθρευσα τὰ Σόδομα
καὶ τὰ Γόμορρα. Ἐγίνατε ὡσὰν
δαυλί, ποὺ ἀπεσπάσθη ἀπὸ
τὸ πῦρ καὶ καπνίζει. Καὶ παρ'
ὅλον τοῦτο δὲν ἐπεστρέψατε πρὸς
ἐμὲ ἐν μετανοίᾳ, λέγει
ὁ Κύριος.
|
11
<Σᾶς κατέστρεψα, ὅπως ἄλλοτε Ἐγώ,
ὁ ἴδιος Θεός, κατέστρεψα τὰ Σόδομα καὶ
τὰ Γόμορρα, καὶ ἐγίνατε ὅπως
τὸ μισοκαμένο δαυλί, ποὺ τὸ ἅρπαξαν
καὶ τὸ ἔσυραν ἔξω ἀπὸ
τὴν φωτιὰ καὶ τὸ ὁποῖον
εἶναι πλέον ἐντελῶς ἄχρηστον δι’ ὀτιδήποτε.
Ἀλλὰ καὶ πάλιν δὲν ἐσωφρονισθήκατε
καὶ δὲν ἐπεστρέψατε μὲ μετάνοιαν εἰς
Ἐμέ, λέγει ὁ Κύριος. |
12
Διὰ τοῦτο οὕτως ποιήσω σοι, Ἰσραήλ·
πλὴν ὅτι οὕτως ποιήσω σοι, ἐτοιμάζου
τοῦ ἐπικαλεῖσθαι τὸν Θεόν σου,
Ἰσραήλ. |
12
Διὰ τὴν πώρωσιν τῆς καρδίας
σας, ὦ Ἰσραηλῖται, τέτοιες τιμωρίες
θὰ ἀποστείλω ἐναντίον σας. Καὶ
ὅταν θὰ ἐπέρχωνται ἀλλεπάλληλοι
αἱ τιμωρίαι ἐναντίον σου, ἐτοιμάσου,
Ἰσραηλιτικὲ λαέ, νὰ ἐπικαλεσθῇς
Κύριον τὸν Θεόν σου.
|
12
<Δι’ ὅλην αὐτὴν τὴν πεισματικήν
σου συμπεριφοράν, Ἰσραηλιτικὲ λαέ, θὰ σὲ
τιμωρήσω πολὺ αὐστηρά. Ὅταν ὅμως θὰ
σὲ τιμωρήσω μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον,
ἐτοιμάσου, Ἰσραηλιτικὲ λαέ, νὰ ἀπευθυνθῇς
διὰ βοήθειαν εἰς τὸν Θεόν σου.
|
13
Διότι ἰδοὺ ἐγὼ στερεῶν
βροντὴν καὶ κτίζων πνεῦμα καὶ
ἀπαγγέλλων εἰς ἀνθρώπους τὸν
χριστὸν αὐτοῦ, ποιῶν ὄρθρον
καὶ ὁμίχλην καὶ ἐπιβαίνων
ἐπὶ τὰ ὑψηλὰ τῆς γῆς·
Κύριος ὁ Θεὸς ὁ παντοκράτωρ
ὄνομα αὐτῷ. |
13
Διότι ἐγὼ εἶμαι ἐκεῖνος,
ὁ ὁποῖος ἐνισχύω ἰσχυρὰν
τὴν βροντὴν ἀνάμεσα εἰς τὸν
ἀέρα, δημιουργῶ ἀνέμους καὶ
ἀναγγέλλω εἰς τοὺς ἀνθρώπους
ἄρχοντα χρισθέντα ἀπὸ ἐμέ.
Ἐγὼ εἶμαι ἐκεῖνος, ποὺ
φέρω τὴν ἀνατολὴν καὶ στέλλω
τὴν ὁμίχλην. Ἐγὼ ἐπιβαίνω
εἰς τὰς ὑψηλὰς κορυφὰς τῶν
ὀρέων τῆς γῆς. Τὸ ὄνομά
μου εἶναι Κύριος, ὁ Θεός, ὁ
Παντοκράτωρ>. |
13
Διότι, νά· Ἐγώ εἶμαι Ἐκεῖνος,
ὁ Ὁποῖος ἐνισχύω καὶ μεταβάλλω
τὸ ἀραιὸν καὶ ἄτονον τοῦ
ἀέρος εἰς τὸν τρομερὸν κρότον τῆς
βροντῆς. Ἐκεῖνος, ὁ Ὁποῖος
δημιουργῶ τὸν ἀέρα καὶ ἀναγγέλλω
καὶ ἐγκαθιστῶ μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων
αὐτόν, ποὺ ἔχει χρισθῇ ὡς ἄρχων
καὶ βασιλιᾶς. Ἐγὼ εἶμαι Ἐκεῖνος,
ὁ Ὁποῖος μετὰ τὸ βαθὺ
σκοτάδι τῆς νύκτας φέρω τὸ φῶς τῆς
ἀνατολῆς καὶ προκαλῶ τὴν ὁμίχλην.
Ἐκεῖνος, ὁ Ὁποῖος ὑπέρκειται
ὅλων· ὁ ὑψηλότατος ὅλων·
πατῶ καὶ βαδίζω μὲ γιγάντιον βῆμα
ἐπάνω εἰς τὶς ὑψηλὲς κορυφὲς
τῶν βουνῶν τῆς γῆς. Τὸ ὄνομά
μου εἶναι: Κύριος ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος
ἐξουσιάζω καὶ κυβερνῶ τὰ πάντα μὲ
τὴν παντοκρατορικὴν δύναμίν μου>. |