Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ὐαὶ
τοῖς ἐξουθενοῦσι Σιὼν καὶ τοῖς
πεποιθόσιν ἐπὶ τὸ ὅρος Σαμαρείας·
ἀπετρύγησαν ἀρχὰς ἐθνῶν,
καὶ εἰσῆλθον αὐτοί. Οἶκος
τοῦ Ἰσραήλ, |
λλοίμονον
εἰς ἐκείνους ἀπὸ τοὺς
Ἰσραηλίτας, οἱ ὁποῖοι ἐξουθενώνουν
τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἔχουν πεποίθησιν
εἰς τὴν ὀρεινὴν Σαμάρειαν. Λησμονοῦν,
ὅτι διὰ τοῦ Θεοῦ ἐξωλόθρευσαν
εἰς τοὺς ἀρχαίους χρόνους τὰ
βασίλεια τῶν ἐθνῶν τῆς Παλαιστίνης
καὶ ἐγκατεστάθησαν εἰς τὰς περιοχάς
των. |
λλοίμονον
εἰς τοὺς Ἰσραηλῖτες ἐκείνους,
οἱ ὁποῖοι καταφρονοῦν τὴν Σιὼν
καὶ παραβλέπουν τὸν ἀληθινὸν Θεόν,
ὁ Ὁποῖος λατρεύεται ἐκεῖ·
ἔχουν δὲ πεποίθησιν εἰς τὴν ὀρεινὴν
Σαμάρειαν καὶ προσέχουν τὰ ἐκεῖ εὑρισκόμενα
εἴδωλα. Ὅλοι αὐτοὶ λησμονοῦν
τοῦτο: Ὅτι ὁ Θεός, ποὺ λατρεύεται
εἰς τὴν Σιών, Αὐτὸς εἶναι Ἐκεῖνος,
ὁ Ὁποῖος τοὺς ἐβοήθησεν, ὥστε
νὰ ἐξολοθρεύσουν τὰ βασίλεια τῶν
ἐθνῶν, ποὺ ἦσὰν ἐγκατεστημένα
εἰς τὴν Χαναάν, καὶ κατόπιν εἰσῆλθαν
καὶ ἐκατοίκησαν μὲ πᾶσαν ἄνεσιν
αὐτοί. Ἰσραηλῖται, |
2
διάβητε πάντες καὶ ἴδετε καὶ
διέλθατε ἐκεῖθεν εἰς Ἐμαθραββὰ
καὶ κατάβητε ἐκεῖθεν εἰς Γὲθ
ἀλλοφύλων, τὰς κρατίστας ἐκ
πασῶν τῶν βασιλειῶν τούτων, εἰ
πλείονα τὰ ὅρια αὐτῶν ἐστι
τῶν ὑμετέρων ὁρίων.
|
2
Ὅλοι, εἰ δυνατόν, οἱ Ἰσραηλῖται
περιέλθετε καὶ μεταβῆτε μέχρι τῆς
μεγάλης Ἐμάθ, πέραν τοῦ Ὀρόντου
ποταμοῦ. Ἀπὸ ἐκεῖ καταβῆτε
εἰς τὴν πόλιν τῶν Φιλισταίων,
τὴν Γέθ. Ἴδετε τὰς πλουσιωτάτας
καὶ ἰσχυρότατος ἀπὸ ὅλας
αὐτὰς τὰς βασιλείας καὶ ἴδετε,
ἐὰν τὰ ὅρια τῶν μεγάλων
αὐτῶν βασιλειῶν εἶναι σήμερον
μεγαλύτερα ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς
χώρας σας. |
2
πηγαίνετε ὅλοι καὶ παρατηρήσατε μὲ προσοχὴν
καὶ διέλθετε πρὸς βορρᾶν εἰς τὴν
μεγάλην πόλιν Ἐμὰθ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ
κατεβῆτε εἰς τὴν πόλιν Γὲθ τῶν
Φιλισταίων καὶ εἰς τὶς ἄλλες, τὶς
πλέον ἰσχυρὲς καὶ τὶς πλέον πλούσιες
πόλεις ὅλων αὐτῶν τῶν βασιλειῶν.
Ἐξετάσατε λοιπὸν τοῦτο: Τὰ σύνορα
τῶν ἄλλοτε μεγάλων αὐτῶν πόλεων εἶναι
μεγαλύτερα τῶν συνόρων τῆς χώρας σας; Ἀσφαλῶς
ὄχι! |
3
Οἱ ἐρχόμενοι εἰς ἡμέραν
κακήν, οἱ ἐγγίζοντες καὶ ἐφαπτόμενοι
σαββάτων ψευδῶν, |
3
Ἀλλὰ σεῖς προχωρεῖτε ἀμετανόητοι
καὶ ἀναίσθητοι εἰς τὴν ἡμέραν
τῆς ὀργῆς τοῦ Κυρίου· σεῖς,
οἱ ὁποῖοι μὲ μεγάλην εὐλάβειαν
ἐγγίζετε καὶ κατατρίβεσθε μὲ
τὰ ψευδῆ σάββατα τῶν εἰδώλων.
|
3
Ἀλλοίμονον σεῖς, οἱ ὁποῖοι
μένετε ἀμετανόητοι καὶ δεικνύεσθε ἀχάριστοι
εἰς τὸν εὐεργέτην σας Κύριον, βαδίζετε πρὸς
τὴν ἡμέραν τῆς ὀργῆς καὶ
τιμωρίας τοῦ Κυρίου· σεῖς, οἱ ὁποῖοι
νομίζετε ὅτι τιμᾶτε δῆθεν τὰ Σάββατα,
καὶ ὅμως πράττετε εἰς αὐτὰ παράνομα,
εἰδωλολατρικα ἔργα· |
4
οἱ καθεύδοντες ἐπὶ κλινῶν ἐλεφαντίνων
καὶ κατασπαταλῶντες ἐπὶ ταῖς
στρωμναῖς αὐτῶν καὶ ἔσθοντες
ἐρίφους ἐκ ποιμνίων καὶ μοσχάρια
ἐκ μέσου βουκολίων γαλαθηνά,
|
4
Σεῖς, οἱ ὁποῖοι κοιμᾶσθε ἐπάνω
εἰς κλίνας πολυτελεῖς, ἐλεφαντίνας
καὶ κατασπαταλᾶτε χρήματα διὰ στρωμνὰς
καὶ πολυτελῆ σκεπάσματα· σεῖς,
οἱ ὁποῖοι τρώγετε ἐκλεκτὰ
ἐρίφια ἀπὸ τὰ ποίμνια
καὶ μοσχάρια γάλακτος ἀπὸ τὰς
ἀγέλας τῶν βοῶν.
|
4
σεῖς, οἱ ὁποῖοι κοιμᾶσθε ἐπάνω
εἰς πολυτελεῖς ἐλεφάντινες <φιλντισένιες>
κλίνες καὶ κατασπαταλᾶτε διὰ τὸν στολισμόν
των χρήματα καὶ ζῆτε ἐπάνω εἰς αὐτὲς
βίον ἀμέριμνον καὶ τρυφηλὸν ἀπὸ
τὰ χρήματα τῶν πτωχῶν· σεῖς,
οἱ ὁποῖοι τρώγετε μικρὰ καὶ
ἐκλεκτὰ ἐρίφια ἀπὸ τὰ
ποίμνια καὶ μικρὰ μοσχάρια γάλακτος ἀπὸ
τὶς ἀγέλες τῶν βοδιῶν·
|
5
οἱ ἐπικρατοῦντες πρὸς τὴν φωνὴν
τῶν ὀργάνων, ὡς ἐστηκότα
ἐλογίσαντο καὶ οὐχ ὡς φεύγοντα·
|
5
Συνοδεύετε μὲ ρυθμικὰ χειροκροτήματα
τὸν ἦχον τῶν μουσικῶν ὀργάνων,
διότι ἐθεωρήσατε τὰς διασκεδάσεις
σας καὶ ὅλα αὐτὰ ὅτι εἶναι
μόνιμα καὶ ὄχι παροδικά.
|
5
σεῖς, οἱ ὁποῖοι κατὰ τὶς
διασκεδάσεις σας συνοδεύετε μὲ τραγούδια, κραυγὲς
καὶ κρότους τῶν χεριῶν τὸν ἦχον
τῶν μουσικῶν ὀργάνων, διότι ἐθεωρήσατε
ὅτι ὅλα αὐτὰ εἶναι μόνιμα καὶ
ὄχι πρόσκαιρα καὶ φεύγοντα·
|
6
οἱ πίνοντες τὸν διυλισμένον οἶνον
καὶ τὰ πρῶτα μῦρα χριόμενοι
καὶ οὐκ ἔπασχον οὐδὲν ἐπὶ
τῇ συντριβῇ Ἰωσήφ. |
6
Σεῖς, πίνετε ἐκλεκτὸν διϋλισμένον
οἶνον, χρίεσθε μὲ τὰ πανάκριβα
μύρα καὶ δὲν πονεῖτε καθόλου
διὰ τὴν ἐπικειμένην καταστροφὴν
τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ ἐξ αἰτίας
τῆς διαφθορᾶς του.
|
6
σεῖς, οἱ ὁποῖοι πίνετε ἐκλεκτόν,
διυλισμένον, μοσχάτο κρασί καὶ χρίεσθε μὲ τὰ
εὐωδέστερα καὶ τὰ πιὸ ἀκριβὰ
μύρα· ἐνῷ δὲ τολμᾶτε νὰ
ἐργάζεσθε τόσες παρανομίες, δὲν συγκινεῖσθε
καὶ δὲν φέρνετε καθόλου εἰς νοῦν τὴν
καταστροφὴν τοῦ Ἰωσήφ, δηλαδὴ τοῦ
Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, ἡ ὁποία ἔρχεται
λόγῳ τῆς ἀποστασίας καὶ τῆς
διαφθορᾶς σας. |
7
Διὰ τοῦτο νῦν αἰχμάλωτοι ἔσονται
ἀπ' ἀρχῆς δυναστῶν, καὶ ἐξαρθήσεται
χρεμετισμὸς ἵππων ἐξ Ἐφραίμ.
|
7
Καὶ ἰδοὺ τώρα θὰ αἰχμαλωτισθοῦν
οἱ Ἰσραηλῖται, αὐτοὶ καὶ
οἱ ἄρχοντές των· τὰ ζῶα
των θὰ ἐξαφανισθοῦν λάφυρα τῶν
ἐχθρῶν των, καὶ κανεὶς χρεμετισμὸς
ἵππων Ἰσραηλιτικῶν δὲν θὰ ἀκούεται
πλέον.
|
7
Ἐπειδὴ συμπεριφέρεσθε μὲ αὐτὸν
τὸν τρυφηλὸν καὶ ἀνάλγητον τρόπον,
διὰ τοῦτο πάρα πολὺ γρήγορά οἱ Ἰσραηλῖται
θὰ αἰχμαλωτισθοῦν, ἡ δὲ αἰχμαλωσία
θὰ ἀρχίσῃ ἀπὸ τοὺς
ἄρχοντας, τοὺς ἐπισήμους καὶ τοὺς
ἰσχυρούς. Ἐπίσης θὰ ἀπομακρυνθῇ
ἐντελῶς ὁ χρεμετισμὸς τῶν ἵππων
ἀπὸ τὸν Ἐφραίμ <τὸν
Ἰσραηλιτικὸν λαόν>, ἀφοῦ θὰ
ἀφανισθοῦν παντελῶς καὶ οἱ ἵπποι.
|
8
Ὅτι ὤμοσε Κύριος καθ' ἑαυτοῦ·
διότι βδελύσσομαι ἐγὼ πᾶσαν
τὴν ὕβριν Ἰακὼβ καὶ τὰς
χώρας αὐτοῦ μεμίσηκα, καὶ ἐξαρῶ
πόλιν σὺν πᾶσι τοῖς κατοικοῦσιν
αὐτήν· |
8
Ὁ Κύριος ὡρκίσθη εἰς τὸν
ἑαυτόν του, ὅτι θὰ γίνῃ
τοῦτο, διότι εἶπε· <βδελύσσομαι
τὴν ὑπερηφάνειαν τῶν Ἰσραηλιτῶν,
ἔχω ἀποστραφῇ καὶ μισήσει τὰς
χώρας των καὶ θὰ καταστρέψω τὴν
πόλιν μαζῆ μὲ ὅλους ὅσοι κατοικοῦν
εἰς αὐτήν. |
8
Θὰ συμβοῦν ὅλα αὐτά, διότι ὁ
Κύριος ὡρκίσθη εἰς τὸν ἑαυτόν
του· ὡρκίσθη εἰς τὴν ἄπειρόν
του τελειότητα, εἰς τὴν μακαρίαν ζωήν του,
γεγονὸς ποὺ σημαίνει τὴν ἀμετάθετον
ἀπόφασίν του. Εἶπεν: <Ἀηδιάζω ὅλην
τὴν ἑωσφορικὴν ὑπερηφάνειαν τοῦ
Ἰακὼβ <τῶν Ἰσραηλιτῶν>
καὶ ἔχω μισήσει τὴν χώραν των· θὰ
καταστρέψω καὶ θὰ ἀφανίσω κάθε πόλιν των
μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς κατοίκους της.
|
9
καὶ ἔσται ἐὰν ὑπολειφθῶσι
δέκα ἄνδρες ἐν οἰκίᾳ μιᾷ,
καὶ ἀποθανοῦνται, |
9
Καὶ ἐὰν τυχὸν ἀπομείνουν
ἀπὸ τὴν καταστροφὴν δέκα ἄνδρες
εἰς μίαν οἰκίαν, δὲν θὰ
διαφύγουν ἐν τέλει τὸν ὄλεθρον,
διότι καὶ
αὐτοὶ
θὰ ἀποθάνουν.
|
9
Θὰ συμβῇ δὲ τοῦτο: Ἐὰν
ἀπὸ τὴν μεγάλην καταστροφήν, ποὺ θὰ
ἐπακολουθήσῃ, ἀπομείνουν δέκα ἄνδρες
μαζὶ εἰς ἕνα σπίτι, θὰ ἀποθάνουν
καὶ αὐτοί. |
10
καὶ ὑπολειφθήσονται οἱ κατάλοιποι,
καὶ λήψονται οἱ οἰκεῖοι αὐτῶν
καὶ παραβιῶνται τοῦ ἐξενέγκαι
τὰ ὀστᾶ αὐτῶν ἐκ τοῦ
οἴκου· καὶ ἐρεῖ τοῖς προεστηκόσι
τῆς οἰκίας· εἰ ἔτι ὑπάρχει
παρά σοι; |
10
Θὰ ἀπομείνουν ὅμως κάτι ὀλίγοι
συγγενεῖς, οἱ ὁποῖοι θὰ ἔλθουν
νὰ παραλάβουν αὐτοὺς καὶ νὰ
τοὺς θάψουν. Βιάζοντες τοὺς ἑαυτούς
των θὰ μεταφέρουν τὰ ὀστᾶ ἀπὸ
τὸν οἶκον πρὸς ἐνταφιασμόν.
Καὶ ἐὰν κανεὶς ἐρωτήσῃ
αὐτούς, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκονται
μέσα εἰς τὸ σπίτι, μήπως ὑπάρχει
κανεὶς ἄλλος ἢ τίποτε ἄλλο μαζῆ
σου; |
10
Τότε θὰ ἔλθουν ὅσοι ἐπιζήσουν ἀπὸ
τοὺς συγγενεῖς <ἢ τοὺς γείτονας>
καὶ θὰ τοὺς παραλάβουν διὰ νὰ
τοὺς ἐνταφιάσουν. Καὶ μὲ πολλὴν
δυσκολίαν θὰ παραλάβουν τὰ ὀστᾶ, τὰ
λείψανα, λόγῳ τοῦ ὅτι ἄρχισαν νὰ
λειώνουν, νὰ διαλύωνται τὰ νεκρὰ σώματα
καὶ νὰ ἀποπνέουν δυσοσμίαν, διὰ νὰ
τὰ μεταφέρουν ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι
πρὸς ταφήν. Ἐκεῖνοι δέ, ποὺ θὰ
ἔλθουν νὰ ἐρευνήσουν τὸ σπίτι
διὰ νὰ παραλάβουν τὰ νεκρὰ σώματα,
θὰ ἐρωτήσουν ἐκεῖνον ποὺ
γνωρίζει τὸ ἐσωτερικὸν τοῦ σπιτιοῦ:
<Μήπως ὑπάρχει ἀκόμη κάποιος ἄταφος
νεκρὸς κοντά σου;>. |
11
Καὶ ἐρεῖ· οὐκέτι·
καὶ ἐρεῖ· σίγα, ἕνεκα τοῦ
μὴ ὀνομάσαι τὸ ὄνομα Κυρίου.
|
11
Καὶ ἐκεῖνος θὰ ἀπαντήσῃ·
δὲν ὑπάρχει πλέον· καὶ
θὰ πῇ ὁ ἕνας εἰς τὸν ἄλλον
μετὰ φόβου· σιωπή, μὴ ἀναφέρῃς
τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου.
|
11
Καὶ αὐτὸς θὰ ἀπαντήση: <Ὄχι·
δὲν ὑπάρχει πλέον>. Ἐκεῖνος δὲ
ποὺ ἀπάντησε, θὰ ἀκούσῃ ἀπὸ
ἐκεῖνον ποὺ ἐρώτησε: <Σιώπα·
μὴ ἐπικαλῆσαι τὸν Κύριον διότι ἐσώθης,
ἐπειδὴ ἡ τιμωρία προέρχεται ἀπὸ
τὸν Θεόν, ἕνεκα τῆς ἀποστασίας>.
|
12
Διότι ἰδοὺ Κύριος ἐντέλλεται
καὶ πατάξει τὸν οἶκον τὸν μέγαν
θλάσμασι καὶ τὸν οἶκον τὸν μικρὸν
ράγμασιν. |
12
Διότι ἰδού, ὁ Κύριος ἔχει
πάρει ὁριστικὴν ἀπόφασιν, ἔχει
δώσει ἐντολὴν καὶ θὰ καταστρέψῃ
τοὺς πλουσίους οἴκους τῶν ἀρχόντων
καὶ θὰ διαρρήξῃ τὰ μικρὰ
σπίτια τῶν πτωχῶν.
|
12
Διότι, νά· ὁ Κύριος ἔχει ἀμετάκλητον
ἀπόφασιν καὶ ἔδωκεν ὁριστικὴν
ἐντολήν <εἰς τὸν ἐχθρόν>
καὶ θὰ καταστρέψῃ ἐντελῶς τὶς
πολυτελεῖς κατοικίες τῶν πλουσίων, θὰ προξενήσῃ
δὲ ραγίσματα εἰς τὶς κατοικίες τῶν
πτωχῶν <ἢ κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν:
Θὰ καταστρέψῃ ἐντελῶς τὸ πολυάνθρωπον
καὶ πλούσιον βασιλείον τοῦ Ἰσραήλ, καὶ
εἰς τὸ ὀλιγάνθρωπον βασίλειον τοῦ
Ἰούδα θὰ προξενήσῃ μικρότερες συμφορές>.
|
13
Εἰ διώξονται ἐν πέτραις ἵπποι;
Εἰ πορασιωπήσονται ἐν θηλείαις; Ὅτι
ἐξεστρέψατε εἰς θυμὸν κρίμα
καὶ καρπὸν δικαιοσύνης εἰς πικρίαν.
|
13
Εἶναι δυνατὸν ποτὲ οἱ ἵπποι
νὰ τρέχουν ἐπάνω εἰς βράχους;
Εἶναι δυνατὸν οἱ ἄρρενες ἵπποι
νὰ μείνουν ἀπαθεῖς καὶ σιωπηλοὶ
ἐνώπιον τῶν θηλυκῶν ἵππων; Ὄχι.
Ἔτσι καὶ ἡ ἰδική σας καταστροφὴ
εἶναι βεβαία, διότι ἐξετρέψατε
τὴν δικαιοσύνην τοῦ Θεοῦ εἰς
ὀργὴν ἐναντίον σας· ἐπεσύρατε
ἐπάνω σας ὡς ἔργον δικαιοσύνης
πλέον τὴν πικρίαν καὶ τὴν καταστροφήν.
|
13
Εἶναι ποτὲ δυνατὸν νὰ τρέξουν ἐπάνω
εἰς πέτρες καὶ βράχους οἱ ἵπποι; Ἀσφαλῶς
ὄχι! Εἶναι ποτὲ δυνατὸν οἱ θηλυμανεῖς
ἵπποι νὰ σιωποῦν καὶ νὰ μὴ
χρεμετίζουν εἰς τὸ ἀντίκρυσμα τῶν
θηλυκῶν ἵππων; Ἀσφαλῶς ὄχι!
Ἔτσι καὶ οἱ ἐχθροὶ θὰ
ἐπιτεθοῦν ὁπωσδήποτε ἐναντίον σας
διὰ νὰ σᾶς ἐξολοθρεύσουν, διότι
ἐξωργίσατε τὸν δίκαιον Κριτὴν καὶ
τὸν ἐστρέψατε ἐναντίον σας· τὸν
ἐξηναγκάσατε δὲ μὲ τὶς ἀδικίες
σας νὰ ἐκδώσῃ δικαίαν καὶ πικρὰν
ἀπόφασιν ἐναντίον σας. |
14
Οἱ εὐφραινόμενοι ἐπ' οὐδενὶ
λόγῳ, οἱ λέγοντες· οὐκ
ἐν τῇ ἰσχύϊ ἡμῶν ἔσχομεν
κέρατα; |
14
Σεῖς οἱ ὁποῖοι εὐφραίνεσθε
εἰς τὸ πονηρὸν καὶ ὄχι εἰς
τὸ ἀγαθόν, καὶ κομπαστικῶς λέγετε·
<μὲ τὴν ἰδικήν μας ἱκανότητα
δὲν ἀπεκτήσαμεν δύναμιν καὶ
κυριότητα ἐπάνω εἰς τοὺς ἄλλους;>
|
14
Ἐφερθήκατε ἔτσι σεῖς, οἱ ὁποῖοι
δὲν εὐφραίνεσθε διὰ κανένα ἀγαθὸν
πρᾶγμα, ἀλλ’ εὐχαριστεῖσθε μὲ
τὴν φευγαλέαν ἡδονὴν καὶ λέγετε ἀλαζονικῶς:
<Δὲν εἶναι μήπως μὲ τὴν ἰδικήν
μας δύναμιν, ποὺ ἐνικήσαμεν τοὺς ἐχθρούς
μας καὶ ἐστερεώσαμεν τὸ ἀνεξάρτητον,
κυρίαρχον καὶ ἰσχυρὸν βασίλειόν
μας;> |
15
Διότι ἰδοὺ ἐγὼ ἐπεγερῶ
ἐφ' ὑμᾶς, οἶκος Ἰσραήλ,
ἔθνος, λέγει Κύριος τῶν δυνάμεων,
καὶ ἐκθλίψουσιν ὑμᾶς τοῦ
μὴ εἰσελθεῖν εἰς Ἐμὰθ
καὶ ὡς τοῦ χειμάρρου τῶν δυσμῶν.
|
15
Διότι, λέγει ὁ Κύριος τῶν δυνάμεων·
<ἰδοὺ ἐγὼ θὰ ἐπιφέρω
ἐναντίον σας, ὦ Ἰσραηλῖται,
ἐχθρικὸν ἔθνος· καὶ οἱ
ἐχθροί σας θὰ σᾶς καταθλίψουν
καὶ θὰ σᾶς περιορίσουν, ὥστε
νὰ μὴ ἠμπορῆτε νὰ κυκλοφορήσετε
πρὸς βορρᾶν μέχρις Ἐμάθ καὶ
πρὸς δυσμὰς μέχρι τοῦ χειμάρρου.
|
15
<Ἕνεκα λοιπὸν τῆς ἀλαζονικῆς
αὐτῆς στάσεως Ἐγὼ θὰ παρακινήσω
καὶ θὰ φέρω ἐναντίον σας, λαὲ τοῦ
Ἰσραήλ, ἔθνος δυνατὸν καὶ ἐχθρικόν>,
λέγει ὁ Κύριος ὅλων τῶν οὐρανίων στρατιῶν
καὶ δυνάμεων <οἱ ἐχθροὶ αὐτοὶ
θὰ σᾶς καταπιέσουν καὶ περιορίσουν ἀπὸ
παντοῦ καὶ θὰ σᾶς ἐμποδίσουν
ἀπὸ τοῦ νὰ εἰσέλθετε πρὸς
βορρᾶν εἰς τὴν πόλιν Ἐμὰθ καὶ
πρὸς τὰ δυτικὰ μέχρι τοῦ χειμάρρου>.
|