Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
τῷ ἀγγέλῳ τῆς ἐν Σάρδεσιν
ἐκκλησίας γράψον· τάδε λέγει
ὁ ἔχων τὰ ἑπτὰ πνεύματα
τοῦ Θεοῦ καὶ τοὺς ἑπτὰ
ἀστέρας· οἶδά σου τὰ ἔργα,
ὅτι ὄνομα ἔχεις ὅτι ζῇς, καὶ
νεκρὸς εἶ. |
αὶ
εἰς τὸν ἐπίσκοπον τῆς ᾿Εκκλησίας
τῶν Σάρδεων γράψε τὰ ἐξῆς·
Αὐτὰ λέγει ἐκεῖνος ποὺ
ἔχει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα μὲ τὰ
ἀναρίθμητα αὐτοῦ χαρίσματα καὶ
τοὺς ἑπτὰ ἀστέρας, τοὺς
ἑπτὰ δηλαδὴ ἐπισκόπους τῆς
Ἐκκλησίας. Γνωρίζω καλὰ τὰ ἔργα
σου καὶ ἐξ αἰτίας αὐτῶν
τῶν ἀτελῶν ἔργων σου σοῦ λέγω,
ὅτι ὄνομα μόνον ἔχεις ποὺ δηλώνει
ὅτι ζῇς, καὶ ὅμως εἷσαι νεκρός.
|
αὶ
εἰς τὸν ἐπίσκοπον τῆς Ἐκκλησίας
ποὺ εἶναι εἰς τὰς Σάρδεις γράψε·
Αὐτὰ λέγει ἐκεῖνος, ποὺ ἔχει
τὸ Ἅγιον Πνεῦμα μὲ ὅλα τὰ
χαρίσματά του καὶ τοὺς ἑπτὰ ἀστέρας,
τοὺς ἐπισκόπους δηλαδὴ καὶ ἀνωτάτους
εἰς τὰς Ἐκκλησίας λειτουργούς· γνωρίζω τὰ
ἔργα σου, ἄλλα δὲν εἶμαι ἰκανοποιημένος
ἀπὸ αὐτά. Διότι ἔχεις ὄνομα,
ποὺ σημαίνει ὅτι ζῇς, καὶ ὅμως
εἶσαι νεκρός. |
2
Γίνου γρηγορῶν, καὶ στήρισον τὰ
λοιπὰ ἃ ἔμελλον ἀποθνῄσκειν·
οὐ γὰρ εὕρηκά σου τὰ ἔργα
πεπληρωμένα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ
μου. |
2
Γίνε ἄγρυπνος καὶ προσεκτικός, καὶ
στήριζε τοὺς ὑπολοίπους πιστούς,
οἱ ὁποῖοι ὀλίγον ἔλειψε
νὰ ἀποθάνουν· διότι μέχρι
σήμερα δὲν εὑρῆκα τὰ ἔργα
σου ὡς ἐπισκόπου πλήρη καὶ τέλεια
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος
κατὰ τὸ ἀνθρώπινον εἶναι καὶ
ἰδικός μου Θεός. |
2
Γίνε ἄγρυπνος καὶ προσεκτικός. Καὶ στήριξε
τὰ ὑπόλοιπα μέλη τῆς Ἐκκλησίας, τὰ
ὁποῖα ἐκινδύνευσαν νὰ ἀποθάνουν.
Σοῦ γράφω αὐτά, διότι δὲν ἔχω εὔρει
τὰ ἔργα σου καὶ τὴν ἐπισκοπικὴν
συμπεριφοράν σου τέλεια ἐνώπιον τοῦ Πατρός μου,
ὁ ὁποῖος κατὰ τὴν ἀνθρωπίνην
φύσιν μου εἶναι καὶ Θεός μου.
|
3
Μνημόνευε οὖν πῶς εἴληφας καὶ
ἤκουσας, καὶ τήρει καὶ μετανόησον.
Ἐὰν οὖν μὴ γρηγορήσῃς,
ἥξω ἐπὶ σὲ ὡς κλέπτῃς,
καὶ οὐ μὴ γνώσῃ ποίαν
ὥραν ἥξω ἐπὶ σέ.
|
3
Νὰ ἐνθυμῆσαι λοιπόν, μὲ ποῖον
ζῆλον ἔχεις παραλάβει καὶ ἤκουσες
τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου καὶ
φύλαττε αὐτό ποὺ ἤκουσες, καὶ
μετανόησε διὰ τὴν μέχρι σήμερον
ραθυμίαν καὶ ἀμέλειάν σου. Ἐὰν
ὅμως δὲν ἐξυπνήσῃς καὶ
δὲν γίνῃς προσεκτικὸς ἀπ' ἐδῶ
καὶ πέρα, θὰ ἔλθω εἰς σὲ
ἔξαφνα, εἰς ὥραν ποὺ δὲν περιμένεις,
ὅπως ἔρχεται ὁ κλέπτης, καὶ
δὲν θὰ γνωρίσῃς ποίαν ὥραν
θὰ ἔλθω νὰ σὲ παραλάβω διὰ
τοῦ θανάτου. |
3
Ἐνθυμοῦ λοιπὸν τὸν ζῆλον, μὲ
τὸν ὁποῖον ἔχεις παραλάβει καὶ
ἤκουσες τὸ εὐαγγέλιον καὶ μετανόησε
καὶ φυλάττε αὐτό, ποὺ ἤκουσες καὶ
παρέλαβες. Ἐὰν λοιπὸν δὲν ἐξυπνήσῃς
καὶ δὲν γίνῃς προσεκτικός, θὰ ἔλθω
διὰ τοῦ θανάτου σου εἰς σὲ ἔξαφνα,
ὅπως ἔρχεται καὶ ὁ κλέπτῃς κατὰ
τὴν νύκτα. Καὶ δὲν θὰ γνωρίσῃς
ποίαν ὥραν θὰ ἔλθω εἰς σὲ διὰ
νὰ ζητήσω λόγον τῶν πράξεών σου. |
4
Ἀλλὰ ἔχεις ὀλίγα ὀνόματα
ἐν Σάρδεσιν, ἃ οὐκ ἐμόλυναν
τὰ ἱμάτια αὐτῶν, καὶ περιπατήσουσι
μετ' ἐμοῦ ἐν λευκοῖς, ὅτι ἄξιοί
εἰσιν. |
4
῎Εχεις ὅμως μερικοὺς πιστοὺς εἰς
τὰς Σάρδεις, οἱ ὁποῖοι δὲν
ἐμόλυναν τὰ ἐνδύματά των
μὲ τὸν ρύπον τῆς ἁμαρτίας.
Καὶ θὰ περιπατήσουν μαζῆ μου ντυμένοι
ὁλόλευκα (εἰς συμβολισμὸν τῆς
ἁγνότητός των) διότι τοὺς ἀξίζει
νὰ εἶναι μαζῆ μου. |
4
Ἔχεις ὅμως εἰς τὰς Σάρδεις ὀλίγα
πρόσωπα, ποὺ δὲν ἐμόλυναν τὰ ἐνδύματά
τους μὲ ἁμαρτίας. Καὶ αὐτοὶ
θὰ περιπατήσουν καὶ θὰ ζήσουν μαζί μου ντυμένοι
εἰς τὰ ἄσπρα, διότι τοὺς ἀξίζει
νὰ εἶναι μαζί μου ντυμένοι μὲ πνευματικὸν
χιτῶνα φωτεινὸν καὶ λαμπρόν.
|
5
Ὁ νικῶν οὕτω περιβαλεῖται ἐν
ἱματίοις λευκοῖς, καὶ οὐ μὴ
ἐξαλείψω τὸ ὄνομα αὐτοῦ
ἐκ τῆς βίβλου τῆς ζωῆς, καὶ
ὁμολογήσω τὸ ὄνομα αὐτοῦ
ἐνώπιον τοῦ πατρός μου καὶ ἐνώπιον
τῶν ἀγγέλων αὐτοῦ.
|
5
Ὁποιοσδήποτε, ποὺ διὰ μέσου
τῶν αἰώνων θὰ νικᾷ, θὰ
περιβάλλεται ἔτσι ὁλόλευκα λαμπρὰ
ἐνδύματα, καὶ δὲν θὰ σβήσω
ποτὲ τὸ ὄνομά του ἀπὸ
τὸ βιβλίον τῆς ζωῆς καὶ θὰ
διαλαλήσω τὸ ὄνομά του ἐμπρὸς
εἰς τὸν Πατέρα μου καὶ ἐμπρὸς
εἰς τοὺς ἀγγέλους, διακυρήσσων
τὰς ἀρετὰς του καὶ τὴν πίστιν
του πρὸς ἐμέ. |
5
Ἐκεῖνος, ποὺ θὰ νικᾷ πάντοτε,
θὰ περιβληθῇ ἔτσι μὲ ἐνδύματα
ἄσπρα καὶ φωτεινά. Καὶ δὲν θὰ
σβήσω ποτὲ τὸ ὅνομά του ἀπὸ
τὸ βιβλίον τῆς αἰωνίου καὶ οὐρανίας
ζωῆς. Καὶ θὰ ὁμολογήσω τὸ ὄνομά
του ἐμπρὸς εἰς τὸν Πατέρα μου καὶ
ἐμπρὸς εἰς τοὺς ἀγγέλους του
συσταίνων αὐτὸν ὡς πρόσωπον ἰδικόν
μου καὶ ἀγαπητόν μου. |
6
Ὁ ἔχων οὖς ἀκουσάτω τί
τὸ Πνεῦμα λέγει ταῖς ἐκκλησίαις.
|
6
Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τὰ αὐτιὰ
τῆς ψυχῆς του ἀνοικτά, ἂς ἀκούσῃ
τί λέγει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον
εἰς τὰς Ἐκκλησίας.
|
6
Ἐκεῖνος, ποὺ ἔχει πνευματικὸν
ἐνδιαφέρον καὶ αὐτί, ἂς ἀκούσῃ,
τί λέγει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἰς τὰς
Ἐκκλησίας. |
7
Καὶ τῷ ἀγγέλῳ τῆς ἐν
Φιλαδελφείᾳ ἐκκλησίας γράψον·
τάδε λέγει ὁ ἅγιος, ὁ ἀληθινός,
ὁ ἔχων τὴν κλεῖν τοῦ Δαυΐδ,
ὁ ἀνοίγων καὶ οὐδεὶς κλείσει,
καὶ κλείων καὶ οὐδεὶς ἀνοίξει·
|
7
Καὶ εἰς τὸν ἐπίσκοπον τῆς
Ἐκκλησίας, ποὺ εἶναι εἰς τὴν
Φιλαδέλφειαν, γράψε· Αὐτὰ λέγει
ὁ ἀπολύτως ἅγιος, ὁ ἀπολύτως
ἀληθινὸς Κύριος, ὁ ὁποῖος
ἔχει τὴν μεσσιανικὴν ἐξουσίαν
καὶ βασιλείαν, ὅπως προεικονίσθη καὶ
προανηγγέλθη διὰ τοῦ κατὰ σάρκα
προγόνου του Δαυΐδ. Καὶ μὲ τὴν
ἐξουσίαν αὐτήν, σὰν μὲ
ἄλλο κλειδί, ἀνοίγει τὴν θύραν
τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν καὶ
κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ τὴν
κλείσῃ· τὴν κλείει καὶ
κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ τὴν
ἀνοίξῃ. |
7
Καὶ εἰς τὸν ἐπίσκοπον τῆς Ἐκκλησίας,
ποὺ εἶναι εἰς τὴν Φιλαδέλφειαν, γράψε·
Αὐτὰ λέγει ὁ ἅγιος, ὁ πραγματικὸς
καὶ ἀληθινὸς Κύριος, ὁ ὁποῖος
ἔχει τὴν μεσσιανικὴν ἐξουσίαν καὶ
βασιλείαν τοῦ Δαβίδ. Αὐτὸς ποὺ ἀνοίγει
τὴν θύραν τῶν οὐρανῶν καὶ κανεὶς
δὲν ἠμπορεῖ νὰ τὴν κλείσῃ
καὶ τὴν κλείει καὶ κανεὶς δὲν
ἠμπορεῖ νὰ τὴν ἀνοίξῃ.
|
8
οἶδά σου τὰ ἔργα·- ἰδοὺ
δέδωκα ἐνώπιόν σου θύραν ἀνεῳγμένην,
ἣν οὐδεὶς δύναται κλεῖσαι αὐτήν·-
ὅτι μικρὰν ἔχεις δύναμιν, καὶ
ἐτήρησάς μου τὸν λόγον καὶ
οὐκ ἠρνήσω τὸ ὄνομά μου.
|
8
Γνωρίζω τὰ ἔργα σου· ἰδοὺ
ἔχω δώσει ἐμπρός σου θύραν ἀνοικτήν,
(ἐλευθερίαν καὶ τὰ μέσα νὰ
ἐργασθῇς χωρὶς ἐμπόδια). Καὶ
αὐτὴν τὴν θύραν κανεὶς δὲν
ἠμπορεῖ νὰ τὴν κλείσῃ.
Ἐγώ σοῦ ἄνοιξα τὴν θύραν,
διότι σὺ ἔχεις μικρὰν δύναμιν,
καὶ ἐν τούτοις ἐτήρησες τὸ
θέλημά μου καὶ δὲν ἠρνήθης
τὴν πίστιν εἰς τὸ ὄνομά
μου κατὰ τὸν καιρὸν τοῦ διωγμοῦ.
|
8
Γνωρίζω τὰ ἔργα σου τὰ ἐπισκοπικά.
Ἰδοὺ ἔχω δώσει ἐμπρός σου ἀνοικτὴν
θύραν πρὸς ἀνεμπόδιστον ἱεραποστολικὴν
δρᾶσιν, τὴν ὁποίαν κανεὶς δὲν
ἠμπορεῖ νὰ τὴν κλείσῃ. Σοῦ
τὴν ἤνοιξα ἐγώ, διότι σὺ ἔχεις
μικρὰν δύναμιν καὶ ὀλίγα μέσα διὰ
τὴν δρᾶσιν αὐτήν. Ἐφύλαξες ὅμως
τὸν λόγον μου καὶ δὲν ἠρνήθης τὸ
ὄνομά μου ἐν μέσῳ τοῦ διωγμοῦ,
ποὺ σὲ ηὗρε. |
9
Ἰδοὺ δίδωμι ἐκ τῆς συναγωγῆς
τοῦ σατανᾶ τῶν λεγόντων ἑαυτοὺς
Ἰουδαίους εἶναι, καὶ οὐκ εἰσίν,
ἀλλὰ ψεύδονται· ἰδοὺ ποιήσω
αὐτοὺς ἵνα ἥξουσι καὶ προσκυνήσουσι
ἐνώπιον τῶν ποδῶν σου, καὶ γνῶσιν
ὅτι ἐγὼ ἠγάπησά σε.
|
9
Ἰδού, σοῦ δίδω τώρα μερικοὺς
ἀπὸ τὴν συναγωγὴν τοῦ σατανᾶ,
ἀπὸ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι
λέγουν μὲ κομπασμὸν διὰ τὸν
εὐατόν των ὅτι εἶναι Ἰουδαῖοι,
ἐνῶ εἰς τὴν πραγματικότητα δὲν
εἶναι, ἀλλὰ ψεύδονται. Ἰδού,
θὰ τοὺς κατευθύνω καὶ θὰ τοὺς
κάμω νὰ ἔλθουν καὶ νὰ προσκυνήσουν
ἐμπρὸς εἰς τὰ πόδια σου, ὡς
πρὸς ἄξιον ἐπίσκοπον τῆς Ἐκκλησίας
μου καὶ νὰ μάθουν ὅτι ἐγὼ
σὲ ἔχω ἀγαπήσει. |
9
Ἰδοὺ θὰ δώσω εἰς τὸ ποίμνιόν
σου μερικοὺς ἀπὸ τὴν συναγωγὴν
τοῦ σατανᾶ, ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ
ὀνομάζουν τοὺς ἑαυτούς των Ἰουδαίους,
δὲν εἶναι ὅμως καὶ πραγματικοὶ
τοιοῦτοι, ἄλλα ψεύδονται. Ἰδοὺ θὰ
τοὺς κάμω νὰ ἔλθουν καὶ νὰ προσκυνήσουν
ἐμπρὸς εἰς τὰ πόδια σου καὶ
νὰ μάθουν, ὅτι ἐγὼ σὲ ἠγάπησα.
|
10
Ὅτι ἐτήρησας τὸν λόγον τῆς
ὑπομονῆς μου, κἀγὼ σὲ τηρήσω
ἐκ τῆς ὥρας τοῦ πειρασμοῦ τῆς
μελλούσης ἔρχεσθαι ἐπὶ τῆς οἰκουμένης
ὅλης, πειράσαι τοὺς κατοικοῦντας ἐπὶ
τῆς γῆς. |
10
Καὶ τοῦτο, διότι σὺ ἐτήρησες
τὸν λόγον μου, ποὺ ὁμιλεῖ περὶ
τῆς ὑπομονῆς εἰς τὰς θλίψεις
καὶ τοὺς διωγμούς. Καὶ ἐγὼ
θὰ σὲ προφυλάξω ἀπὸ τὴν
ὥραν τοῦ πειρασμοῦ καὶ τῆς ταλαιπωρίας,
ποὺ μέλλει νὰ ἔλθῃ καὶ
νὰ ἀπλωθῇ εἰς ὅλην τὴν
οἰκουμένην, διὰ νὰ θέσῃ
εἰς δοκιμασίαν αὐτούς, ποὺ κατοικοῦν
εἰς τὴν γῆν. |
10
Ἐπειδὴ δὲ ἐφύλαξες τὸν λόγον
τῆς ὑπομονῆς εἰς τὰς διὰ
τὸ ὄνομά μου θλίψεις, καὶ ἐγὼ
θὰ σὲ φυλάξω ἀπὸ τὴν ὥραν
τοῦ πειρασμοῦ καὶ τῶν θλίψεων, ποὺ
μέλλουν νὰ ἔρχωνται εἰς ὅλην τὴν
οἰκουμένην, διὰ νὰ θέσουν εἰς δοκιμασίαν
ἐκείνους, ποὺ κατοικοῦν ἐπὶ
τῆς γῆς. |
11
Ἔρχομαι ταχύ· κράτει ὃ ἔχεις,
ἵνα μηδεὶς λάβῃ τὸν στέφανόν
σου. |
11
῎Ερχομαι γρήγορα· κράτει καλὰ
καὶ σταθερὰ τὸν θησαυρὸν τῆς
ἀληθείας καὶ τῆς πίστεως, ποὺ
ἔχεις, διὰ νὰ μὴ πάρῃ
κανεὶς τὸν στέφανον τῆς νίκης
σου. |
11
Ἔρχομαι γρήγορα. Κράτει καλὰ τὴν πίστιν,
ποὺ ἔχεις, διὰ νὰ μὴ πάρῃ
κανεὶς τὸν στέφανόν σου καὶ τὴν ἀνταμοιβὴν
τῶν ἀγώνων σου. |
12
Ὁ νικῶν, ποιήσω αὐτὸν στῦλον
ἐν τῷ ναῷ τοῦ Θεοῦ μου, καὶ
ἔξω οὐ μὴ ἐξέλθῃ ἔτι,
καὶ γράψω ἐπ' αὐτὸν τὸ
ὄνομα τοῦ Θεοῦ μου καὶ τὸ ὄνομα
τῆς πόλεως τοῦ Θεοῦ μου, τῆς
καινῆς Ἱερουσαλήμ, ἣ καταβαίνει
ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἀπὸ τοῦ
Θεοῦ μου, καὶ τὸ ὄνομά μου τὸ
καινόν. |
12
Ἐκεῖνον ποὺ νικᾷ τοὺς πειρασμοὺς
τῆς ἁμαρτίας καὶ τὰς θλίψεις
τῶν διωγμῶν, θὰ τὸν κάμω στῦλον
εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ποὺ εἶναι
ναὸς τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν θὰ
βγῇ ποτὲ πλέον ἔξω ἀπὸ
τὴν μακαρίαν αὐτὴν περιοχήν.
Καὶ θὰ γράψω ἐπάνω εἰς
αὐτὸν τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ
μου καὶ τὸ ὄνομα τῆς πόλεως
τοῦ Θεοῦ μου, τῆς νέας Ἱερουσαλήμ,
ἡ ὁποία ὁλόλαμπρος κατεβαίνει
ἀπὸ τὸν οὐρανὸν τοῦ Θεοῦ
μου. Καὶ θὰ γράψω ἀκόμη εἰς
αὐτὸν τὸ νέον μου ὄνομα (τοῦ
Θεανθρώπου λυτρωτοῦ καὶ Μεσσίου, διὰ
νὰ φαίνεται εἰς τοὺς αἰῶνας
τῶν αἰώνων ὅτι αὐτὸς εἶναι
ἰδικός μου). |
12
Ἐκεῖνον, ποὺ πάντοτε θὰ νικᾷ,
θὰ τὸν κάμω στῦλον τῆς Ἐκκλησίας
μου, ἡ ὁποία εἶναι ὁ πραγματικὸς
ναὸς τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἀπὸ
τὴν τιμητικὴν αὐτὴν θέσιν, ποὺ
θὰ τοῦ δώσω, δὲν θὰ βγῇ πλέον
ἔξω ποτέ. Καὶ θὰ γράψω ἐπ’ αὐτοῦ
τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ μου, διὰ νὰ
εἶναι αἰωνίως ἰδικός του· καθὼς
καὶ τὸ ὄνομα τῆς πόλεως τοῦ
Θεοῦ μου, τῆς νέας Ἱερουσαλήμ, ἡ ὁποία
δὲν ἔχει κτισθῇ ἀπὸ ἀνθρώπους,
ἀλλὰ καταβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανόν,
ἀπὸ τὸν Θεόν μου· καὶ τῆς
πόλεως αὐτῆς θὰ γίνῃ οὗτος αἰώνιος
πολίτης. Θὰ γράψω ἀκόμη ἐπ’ αὐτοῦ
καὶ τὸ νέον ὄνομά μου, Λόγος τοῦ Πατρὸς
ἐνανθρωπήσας, διὰ νὰ εἶναι λυτρωμένος
καὶ σωσμένος μὲ τὸ αἷμα μου αἰωνίως.
|
13
Ὁ ἔχων οὖς ἀκουσάτω τί
τὸ Πνεῦμα λέγει ταῖς ἐκκλησίαις.
|
13
Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τὰ αὐτιὰ
τῆς ψυχῆς του ἀνοικτά, ἂς ἀκούσῃ
τί λέγει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον
εἰς τὰς Ἐκκλησίας.
|
13
Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει πνευματικὸν
ἐνδιαφέρον καὶ αὐτί, ἂς ἀκούσῃ
τί λέγει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἰς τὰς
Ἐκκλησίας. |
14
Καὶ τῷ ἀγγέλῳ τῆς ἐν
Λαοδικείᾳ ἐκκλησίας γράψον·
τάδε λέγει ὁ ἀμήν, ὁ μάρτυς
ὁ πιστὸς καὶ ἀληθινός, ἡ
ἀρχὴ τῆς κτίσεως τοῦ Θεοῦ·
|
14
Καὶ εἰς τὸν ἐπίσκοπον τῆς
Ἐκκλησίας τῆς Λαοδικείας γράψε·
Αὐτὰ λέγει ὁ Ἀμήν, ὁ
ἀπολύτως ἀξιόπιστος καὶ ἀληθινὸς
μάρτυς, ἡ ἄναρχος καὶ δημιουργικὴ
αἰτία καὶ ἀρχὴ τῆς ὀρατῆς
καὶ ἀοράτου δημιουργίας τοῦ
Θεοῦ. |
14
Καὶ εἰς τὸν ἐπίσκοπον τῆς Ἐκκλησίας,
ποὺ εἶναι εἰς τὴν Λαοδίκειαν, γράψε·
Αὐτὰ λέγει ἐκεῖνος ποὺ εἶναι
ἡ αὐτοαλήθεια καὶ ὁ Ἀμήν, ὁ
ἀληθὴς καὶ ἀξιόπιστος μάρτυς, ἡ
δημιουργικὴ ἀρχὴ τῶν κτισμάτων τοῦ
Θεοῦ. |
15
οἶδά σου τὰ ἔργα, ὅτι οὔτε
ψυχρὸς εἶ οὔτε ζεστός· ὄφελον
ψυχρὸς ἧς ἢ ζεστός. |
15
Γνωρίζω καλὰ τὰ ἔργα σου, τὰ
ὀλίγα, τὰ ἀτελῆ καὶ χλιαρά.
Αὐτὰ καὶ μαρτυροῦν, ὅτι οὔτε
ψυχρὸς εἷσαι ὡς πρὸς τὴν πίστιν,
οὔτε θερμός. Εἴθε νὰ ἤσουν ψυχρὸς
(διότι ὑπῆρχεν ἐλπὶς νὰ
μετανοήσῃς καὶ θερμανθῇς) ἢ
νὰ ἤσουν ζεστὸς καὶ θερμός.
|
15
Γνωρίζω καλὰ τὰ ἔργα σου, ὅτι δηλαδὴ
οὔτε ψυχρὸς εἶσαι εἰς τὴν πίστιν
καὶ τὸν ζῆλον, οὔτε ζεστὸς καὶ
θερμός. Εἴθε νὰ ἤσουν ἢ ψυχρός, διότι
τότε θὰ ὑπῆρχε μεγαλυτέρα ἐλπὶς
νὰ μετανοήσῃς κάποτε καὶ νὰ γίνης
ζηλωτής· ἢ νὰ ἤσουν θερμὸς καὶ
ζεστός. |
16
Οὕτως ὅτι χλιαρὸς εἶ, καὶ οὔτε
ζεστὸς οὔτε ψυχρός, μέλλω σὲ
ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματός
μου. |
16
῎Ετσι ἐπειδὴ εἷσαι χλιαρὸς καὶ
δὲν εἷσαι οὔτε ζεστὸς οὔτε ψυχρός,
πρόκειται νὰ σὲ ἐμέσω ἀπὸ
τὸ στόμα μου, (νὰ σὲ ἀποδοκιμάσω
καὶ σὲ ἀποκόψω ἀπὸ τὴν
Ἐκκλησίαν μου). |
16
Ἔτσι, ἐπειδὴ εἶσαι χλιαρὸς καὶ
δὲν εἶσαι οὔτε ζεστὸς οὔτε ψυχρός,
θὰ σὲ ξεράσω ἀπὸ τὸ στόμα μου.
|
17
Ὅτι λέγεις ὅτι πλούσιός εἰμι
καὶ πεπλούτηκα καὶ οὐδενὸς χρείαν
ἔχω,- καὶ οὐκ οἶδᾳς ὅτι
σὺ εἶ ὁ ταλαίπωρος καὶ ὁ
ἐλεεινὸς καὶ πτωχὸς καὶ τυφλὸς
καὶ γυμνός,- |
17
Διότι παρὰ τὴν πνευματικήν σου πτωχείαν,
λέγεις ὅτι εἷμαι πλούσιος εἰς
ἀρετὰς καὶ ἔχω πλουτήσει εἰς
πνευματικοὺς θησαυροὺς καὶ δὲν ἔχω
ἀνάγκην ἀπὸ τίποτε. Καὶ
δὲν γνωρίζεις ὅτι εἰς τὴν πραγματικότητα
σὺ εἷσαι ὁ ταλαίπωρος καὶ ὁ
ἐλεεινὸς καὶ ὁ πτωχὸς εἰς
πνευματικότητα καὶ ὁ τυφλὸς εἰς
τὴν ἐπίγνωσιν τῆς ἀληθείας
καὶ ὁ γυμνὸς εἰς τὰ ἔργα
τῆς ἀρετῆς. |
17
Λέγεις ἐξ αἰτίας τῆς οἰήσεώς σου καὶ
αὐταρεσκείας σου, ὅτι εἶμαι πλούσιος εἰς
ἀρετὰς καὶ ἔχω πλουτήσει καὶ
δὲν μοῦ χρειάζεται τίποτε. Καὶ δὲν
ἠξεύρεις, ὅτι σὺ εἶσαι ὁ πράγματι
ταλαίπωρος καὶ ἐλεεινὸς καὶ πτωχὸς
εἰς ἀρετὴν καὶ τυφλός, ὥστε
νὰ μὴ βλέπῃς τὴν πραγματικὴν
πνευματικήν σου κατάστασιν, καὶ γυμνός. |
18
συμβουλεύω σοι ἀγοράσαι παρ' ἐμοῦ
χρυσίον πεπυρωμένον ἐκ πυρὸς ἵνα
πλουτήσῃς, καὶ ἱμάτια λευκὰ
ἵνα περιβάλῃ καὶ μὴ φανερωθῇ
ἡ αἰσχύνη τῆς γυμνότητός
σου, καὶ κολλύριον ἵνα ἐγχρίσῃ
τοὺς ὀφθαλμούς σου ἵνα βλέπῃς.
|
18
Σὲ συμβουλεύω νὰ προμηθευθῇς ἀπὸ
ἐμὲ ὁλοκάθαρον χρυσίον, ποὺ
ἔχει λυώσει καὶ καθαρισθῆ εἰς
τὸ καμίνι τῆς φωτιάς, τὸν πνευματικὸν
δηλαδὴ πλοῦτον, διὰ νὰ γίνῃς
ἔτσι πλούσιος εἰς τὴν ἀρετήν.
Νὰ προμηθευθῇς ἀκόμη ἀπὸ
ἐμὲ ἁγνότητα καὶ καθαρότητα
ψυχῆς, ποὺ σὰν ὁλόλευκα ἐνδύματα
νὰ περιβληθῇς, ὥστε νὰ μὴ γίνῃ
φανερὰ ἡ ἐντροπὴ τῆς πνευματικῆς
σου γυμνότητος. Νὰ προμηθευθῇς καὶ
τὸ φῶς τῆς διδασκαλίας μου, διὰ
νὰ χρίσῃς, σὰν μὲ κολλύριον,
τὰ μάτια τῆς ψυχῆς σου, ὥστε
νὰ βλέπῃς τὴν κατάστασίν
σου καὶ τὸν δρόμον, ποὺ πρέπει
νὰ ἀκολουθήσῃς.
|
18
Διότι λοιπὸν λέγεις, ὅτι ἔχω πλουτήσει,
σὲ συμβουλεύω νὰ ἀγοράσῃς ἀπὸ
ἐμὲ διὰ ταπεινόφρονος συντριβῆς καὶ
προσευχῆς ἀρετὴν πραγματικὴν καὶ
γνησίαν σὰν τὸν χρυσόν, ποὺ ἔχει λυώσει
καὶ καθαρισθῇ μέσα εἰς τὴν φωτιάν,
διὰ νὰ γίνῃς πλούσιος εἰς ἀρετὴν
καὶ ἀγαθὰ ἔργα. Νὰ προμηθευθῇς
ἀκόμη καὶ ἁγιότητα καὶ ἁγνότητα
βίου, ὥστε μὲ αὐτὰ νὰ περιβληθῇς
σὰν μὲ ἄλλα λευκὰ ἐνδύματα καὶ
ἔτσι νὰ μὴ γίνῃ φανερὰ εἰς
ὅλους ἡ ἐντροπὴ τῆς πνευματικῆς
σου γυμνότητος. Νὰ προμηθευθῇς καὶ φωτισμὸν
ἀληθείας, διὰ νὰ χρίσῃς σὰν
μὲ ἄλλο κολλύριον τὰ μάτια τῆς ψυχῆς
σου, ὥστε νὰ βλέπῃς τὴν κατάστασίν
σου καὶ μὴ πλανᾶσαι νομίζων, ὅτι εἶσαι
πλούσιος. |
19
Ἐγὼ ὅσους ἐὰν φιλῶ, ἐλέγχω
καὶ παιδεύω· ζήλευε οὖν καὶ
μετανόησον. |
19
Σοῦ ἀπευθύνω αὐτοὺς τοὺς
ἐλέγχους ἀπὸ ἀγάπην, διότι
ἐγὼ ὅσους ἀγαπῶ τοὺς ἐλέγχω
διὰ τὰ σφάλματα των καὶ τοὺς
παιδαγωγῶ διὰ τὴν πνευματικήν των
μόρφωσιν. Προσπάθησε, λοιπόν, νὰ ἔχῃς
ζῆλον καὶ μετανόησε. |
19
Σοῦ λέγω αὐτὰ ἐξ ἀγάπης. Ἐγὼ
ὀσουσδηποτε ἀγαπῶ, τοὺς ἐλέγχω,
δεικνύων εἰς αὐτοὺς τὰ σφάλματά των,
καὶ τοὺς παιδαγωγῶ. Δείκνυε λοιπὸν
ζῆλον καὶ μετανόησε. |
20
Ἰδοὺ ἕστηκα ἐπὶ τὴν θύραν
καὶ κρούω· ἐάν τις ἀκούσῃ
τῆς φωνῆς μου καὶ ἀνοίξῃ
τὴν θύραν, καὶ εἰσελεύσομαι
πρὸς αὐτὸν καὶ δειπνήσω μετ'
αὐτοῦ καὶ αὐτὸς μετ' ἐμοῦ.
|
20
Ἰδού, ἔχω σταθῇ ἔξω ἀπὸ
τὴν θύραν καὶ κτυπῶ δυνατά.
Ἐὰν κανεὶς ἀκούσῃ τὴν
φωνήν μου καὶ ἀνοίξῃ τὴν
θύραν τῆς καρδίας του, τότε ἐγὼ
θὰ εἰσέλθω εἰς αὐτὸν καὶ
μὲ πολλὴν ἀγάπην καὶ οἰκειότητα
θὰ φάγω μαζῆ του καὶ ἐκεῖνος
θὰ φάγῃ μαζῆ μου (καὶ θὰ
χαρῶμεν καὶ οἱ δύο διὰ τὴν
ἐπιστροφὴν καὶ σωτηρίαν του).
|
20
Ἰδοὺ στέκομαι ἔξω ἀπὸ τὴν
θύραν καὶ κτυπῶ δυνατά. Ἐὰν κανεὶς
ἀκούσῃ τὴν φωνήν μου καὶ ἀνοίξῃ
τὴν θύραν τῆς καρδίας του, θὰ ἔμβω
εἰς αὐτόν, θὰ συνδεθῶ μὲ αὐτὸν
στενῶς καὶ μὲ πολλὴν οἰκειότητα
καὶ θὰ συμφάγω μαζί του χαίρων καὶ ἀγαλλόμενος
διὰ τὴν σωτηρίαν του. Καὶ αὐτὸς
θὰ συμφάγῃ μαζί μου ἀπολαμβάνων τὴν
εὐφροσύνην καὶ τὴν χαρὰν τῆς
μακαρίας μου ζωῆς. |
21
Ὁ
νικῶν, δώσω αὐτῷ καθίσαι μετ'
ἐμοῦ ἐν τῷ θρόνῳ μου,
ὡς κἀγὼ ἐνίκησα καὶ ἐκάθισα
μετὰ τοῦ πατρός μου ἐν τῷ θρόνῳ
αὐτοῦ.
|
21
Εἰς ἐκεῖνον ποὺ νικᾷ, θὰ
τοῦ δώσω τὸ ἀνεκτίμητον δικαίωμα
καὶ δῶρον νὰ καθίσῃ μαζῆ
μου εἰς τὸν ὁλόλαμπρον θρόνον
μου, ὅπως καὶ ἐγώ, ὅταν σὰν
ἄνθρωπος ἐνίκησα τὸν πονηρόν,
ἐκάθισα μετὰ τὴν ἀνάληψίν
μου μαζῆ μὲ τὸν Πατέρα μου εἰς
τὸν ἔνδοξον θρόνον του.
|
21
Εἰς ἐκεῖνον, ποὺ θὰ νικᾷ
πάντοτε, θὰ τοῦ δώσω ὡς ἀνταμοιβὴν
νὰ καθίσῃ μαζί μου εἰς τὸν ἔνδοξον
θρόνον μου, ὅπως καὶ ἐγώ, ὅταν ἔγινα
ἄνθρωπος, ἐνίκησα καὶ μετὰ τὴν
Ἀνάληψίν μου ἐκάθισα μαζὶ μὲ τὸν
Πατέρα μου εἰς τὸν θρόνον αὐτοῦ.
|
22
Ὁ
ἔχων οὖς ἀκουσάτω τί τὸ
Πνεῦμα λέγει ταῖς ἐκκλησίαις.
|
22
Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἀνοικτὰ
τὰ αὐτιὰ τῆς ψυχῆς του, ἂς
ἀκούσῃ τί λέγει τὸ Πνεῦμα
τὸ Ἅγιον εἰς τὰς Ἐκκλησίας.
|
22
Ἐκεῖνος, ποὺ ἔχει πνευματικὸν
ἐνδιαφέρον καὶ αὐτί, ἂς ἀκούσῃ
τί λέγει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἰς τὰς
Ἐκκλησίας. |