Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ὁ πέμπτος ἄγγελος ἐσάλπισε·
καὶ εἶδον ἀστέρα ἐκ τοῦ
οὐρανοῦ πεπτωκότα εἰς τὴν γῆν,
καὶ ἐδόθη αὐτῷ ἡ κλεὶς
τοῦ φρέατος τῆς ἀβύσσου,
|
αὶ
ὁ πέμπτος ἄγγελος ἐσάλπισε·
καὶ εἶδα ἕνα ἀστέρι νὰ
ἔχῃ πέσει ἀπὸ τὸν οὐρανὸν
εἰς τὴν γῆν, τὸν σατανᾶν τὸν
ἐπαναστάτην ἐναντίον τοῦ Θεοῦ,
καὶ ἐδόθη εἰς αὐτὸν τὸ
κλειδὶ καὶ τοῦ παρεχωρήθη ἡ
ἄδεια νὰ ἀνοίξῃ τὸ πηγάδι
τῆς κατασκότεινης ἀβύσσου.
|
αὶ
ὁ πέμπτος ἄγγελος ἐσάλπισε. Καὶ εἶδα
τὸν σατανᾶν σὰν ἄλλον ἀστέρα
νὰ ἔχῃ πέσει ἀπὸ τὸν οὐρανὸν
εἰς τὴν γῆν, καὶ ἐδόθη εἰς
αὐτὸν τὸ κλειδὶ καὶ ἡ
ἄδεια να ἀνοίξῃ τὸ πηγάδι τοῦ
σκοτεινοῦ τόπου, εἰς τὸν ὁποῖον
ἦσαν κλειδωμένοι οἱ δαίμονες.
|
2
καὶ ἤνοιξε τὸ φρέαρ τῆς ἀβύσσου,
καὶ ἀνέβη καπνὸς ἐκ τοῦ
φρέατος ὡς καπνὸς καμίνου καιομένης,
καὶ ἐσκοτίσθη ὁ ἥλιος καὶ
ὁ ἀὴρ ἐκ τοῦ καπνοῦ τοῦ
φρέατος. |
2
Καὶ ἤνοιξε πράγματι τὸ πηγάδι
τῆς φρικτῆς ἀβύσσου καὶ ἀναρίθμητον
πλῆθος πονηρῶν πνευμάτων, ποὺ ἦσαν
ἐκεῖ φυλακισμένα, ξεπετάχθησαν καὶ
ἀνέβηκαν σὰν πυκνὸς καπνὸς καιομένης
καμίνου καὶ ἐσκοτίσθη ὁ ἥλιος
καὶ ὁ ἀέρας ἀπὸ τὸν
καπνὸν τοῦ πηγαδιοῦ.
|
2
Καὶ ἤνοιξε τὸ πηγάδι τῆς ἀβύσσου.
Καὶ ἐβγῆκαν ἀπὸ τὸ πηγάδι
πλῆθος πολὺ πνευμάτων πονηρῶν, ποὺ
ἦτο σὰν καπνὸς μεγάλης καμίνου, καὶ
ἐσκοτίσθη ὁ ἥλιος καὶ ὁ ἀέρας
ἀπὸ τὸν καπνὸν τοῦ πηγαδιοῦ.
Τόσον πολλοὶ καὶ πυκνοὶ εἰς πλῆθος
ἦσαν οἱ ἐξορμήσαντες ἀπὸ τὴν
ἄβυσσον δαίμονες. |
3
Καὶ ἐκ τοῦ καπνοῦ ἐξῆλθον
ἀκρίδες εἰς τὴν γῆν, καὶ
ἐδόθη αὐταῖς ἐξουσία ὡς
ἔχουσιν ἐξουσίαν οἱ σκορπίοι
τῆς γῆς· |
3
Καὶ ἀπὸ τὸν καπνὸν αὐτῶν,
τῶν δαιμονικῶν πνευμάτων, ἐξεχώρισαν
καὶ ἐβγῆκαν πρὸς τὰ διάφορα
μέρη τῆς γῆς ἀκρίδες, κακοποιὰ
δηλαδὴ πνεύματα, καὶ παρεχωρήθη εἰς
αὐτὰ τυραννικὴ καὶ κακοποιὸς
ἐξουσία, σὰν αὐτήν ποὺ
ἔχουν οἱ σκορπιοὶ εἰς τὴν γῆν,
νὰ βασανίζουν τοὺς ἀνθρώπους
μὲ τὰ δηλητηριώδη κεντριά των.
|
3
Καὶ ὅταν τὸ σύννεφον αὐτοῦ τοῦ
καπνοῦ ἤρχισε νὰ ἀπλώνῃ, ἐβγῆκαν
εἰς τὴν γῆν ἀκρίδες, ὄχι αἰσθηταὶ
καὶ ὑλικαί, καὶ τοὺς ἐδόθη κατὰ
θείαν παραχώρησιν ἐξουσία κακοποιός, σὰν αὐτὴ
ποὺ ἔχουν οἱ σκορπιοὶ τῆς γῆς,
φύσεως ὅμως πνευματικῆς, ὅπως πνευματικὰ
ὄντα ἦσαν καὶ αἱ ἀκρίδες αὐταί.
|
4
καὶ ἐρρέθη αὐταῖς ἵνα
μὴ ἀδικήσωσι τὸν χόρτον τῆς
γῆς οὐδὲ πᾶν χλωρὸν οὐδὲ
πᾶν δένδρον, εἰ μὴ τοὺς ἀνθρώπους
οἵτινες οὐκ ἔχουσι τὴν σφραγῖδα
τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τῶν μετώπων
αὐτῶν. |
4
Καὶ ἐλέχθη εἰς αὐτὰ νὰ
μὴ βλάψουν τὸ χορτάρι τῆς γῆς,
οὔτε κάθε πράσινον φυτὸν οὔτε
κανένα δένδρον, παρὰ μόνον τοὺς
ἀνθρώπους, ποὺ δὲν ἔχουν εἰς
τὰ μέτωπά των τὴν σφραγῖδα τοῦ
Θεοῦ. |
4
Καὶ ἐλέχθη εἰς αὐτὰς νὰ
μὴ βλάψουν τὸν χόρτον τῆς γῆς, οὔτε
κάθε πράσινον φυτόν, οὔτε κάθε δένδρον, παρὰ μόνον
τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ δὲν ἔχουν
εἰς τὰ μέτωπά των τὴν σφραγῖδα τοῦ
Θεοῦ. |
5
Καὶ ἐδόθη αὐταῖς ἵνα μὴ
ἀποκτείνωσιν αὐτούς, ἀλλ' ἵνα
βασανισθῶσι μῆνας πέντε· καὶ
ὁ βασανισμὸς αὐτῶν ὡς βασανισμὸς
σκορπίου, ὅταν παίσῃ ἄνθρωπον.
|
5
Καὶ ἐδόθη εἰς αὐτὰ ἡ
διαταγὴ νὰ μὴ φονεύσουν τοὺς
ἀνθρώπους, ἀλλὰ νὰ τοὺς
βασανίσουν ἐπὶ ὡρισμένον χρονικὸν
διάστημα, ποὺ συμβολίζεται μὲ τὸν
ἀριθμὸν τῶν πέντε μηνῶν. Καὶ
ὁ ψυχικὸς καὶ σωματικὸς αὐτὸς
βασανισμὸς καὶ πόνος θὰ εἶναι
σὰν τὸν φρικτὸν πόνον, ποὺ φέρνει
ὁ σκορπιός, ὅταν κεντρίση τὸν
ἄνθρωπον. |
5
Καὶ δὲν ἐδόθη εἰς αὐτὰς
ἡ ἄδεια νὰ τοὺς φονεύσουν, ἀλλὰ
μόνον νὰ τοὺς βασανίσουν μήνας πέντε, δηλαδὴ
εἰς περιωρισμένον χρονικὸν διάστημα. Καὶ
ὁ βασανισμὸς καὶ ἡ ψυχικὴ ταλαιπωρία
καὶ ὀδύνη τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν
θὰ εἶναι σὰν τὸν σωματικὸν πόνον,
ποὺ προκαλεῖ ὁ σκορπιός, ὅταν κτυπήσῃ
ἄνθρωπον μὲ τὸ δηλητηριῶδες κεντρί
του. |
6
Καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις
ζητήσουσιν οἱ ἄνθρωποι τὸν θάνατον
καὶ οὐ μὴ εὑρήσουσιν αὐτόν,
καὶ ἐπιθυμήσουσιν ἀποθανεῖν,
καὶ φεύξεται ἀπ' αὐτῶν ὁ
θάνατος. |
6
Καὶ κατὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας
οἱ ἄνθρωποι, ἐξ αἰτίας τῶν
φρικτῶν ψυχικῶν καὶ σωματικῶν ὀδυνῶν
καὶ ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι δὲν
θὰ ἔχουν ἐλπίδα θεραπείας, θὰ
ζητήσουν ἐπάνω εἰς τὴν ἀπόγνωσίν
των τὸν θάνατον καὶ δὲν θὰ τὸν
εὔρουν, καὶ θὰ ἐπιθυμήσουν νὰ
πεθάνουν, καὶ ὁ θάνατος θὰ φεύγῃ
ἀπὸ αὐτούς. |
6
Καὶ κατὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας
θὰ ζητήσουν λόγῳ τῆς ψυχικῆς των ἀγωνίας
καὶ ἀπογνώσεως οἱ μακρὰν τοῦ
Θεοῦ ἄνθρωποι τὸν θάνατον καὶ δὲν
θὰ τὸν εὕρουν καὶ θὰ ἐπιθυμήσουν
νὰ ἀποθάνουν καὶ θὰ φύγῃ ἀπὸ
αὐτοὺς ὁ θάνατος. Τοῦτο δὲν
ἀποκλείει, ὅτι θὰ αὐτοκτονήσουν ἀρκετοί.
|
7
Καὶ τὰ ὁμοιώματα τῶν ἀκρίδων
ὅμοια ἵπποις ἡτοιμασμένοις εἰς
πόλεμον, καὶ ἐπὶ τὰς κεφαλὰς
αὐτῶν ὡς στέφανοι ὅμοιοι χρυσίῳ,
καὶ τὰ πρόσωπα αὐτῶν ὡς
πρόσωπα ἀνθρώπων,
|
7
Καὶ αἱ μορφαὶ τῶν δαιμονικῶν
αὐτῶν ἀκρίδων εἶναι καὶ
τρομακτικαὶ καὶ δελεαστικαί. Ὁμοιάζουν
μὲ ἄλογα ἐτοιμασμένα διὰ τὸν
πόλεμον. Καὶ ἐπάνω εἰς τὰ
κεφάλια των ἔχουν στεφάνους σὰν ἀπὸ
χρυσάφι, καὶ τὰ πρόσωπά των
εἶναι σὰν πρόσωπα ἀνθρώπων.
|
7Καί
ἡ φοβερὰ μορφὴ τῶν δαιμονικῶν
καὶ κακοποιῶν αὐτῶν ὄντων καὶ
ὁ τρομερὸς πνευματικὸς ὁπλισμός των
εἶναι ὅχι μόνον τρομακτικὰ καὶ ἐπιβλητικά,
ἀλλὰ καὶ δελεαστικά. Ὁμοιάζουν πρὸς
ἄλογα ποὺ ἔχουν ἐτοιμασθῇ διὰ
πόλεμον, καὶ ἐπάνω εἰς τὰς κεφαλὰς
αὐτῶν σὰν στέφανοι ποὺ ὁμοιάζουν
μὲ χρυσίον, καὶ τὰ πρόσωπά των εἶναι
σὰν πρόσωπα ἀνθρώπων. |
8
καὶ εἶχον τρίχας ὡς τρίχας γυναικῶν,
καὶ οἱ ὀδόντες αὐτῶν ὡς
λεόντων ἦσαν,
|
8
Καὶ εἶχαν τρίχας, σὰν τρίχας
γυναικῶν· καὶ τὰ δόντια των ἦσαν
σὰν δόντια λεόντων (διὰ νὰ συμβολίζουν
τὴν θηριωδίαν των καὶ τὸ καταστρεπτικόν
των ἔργον). |
8
Καὶ εἶχαν τρίχας σὰν τρίχας γυναικῶν.
Καὶ τὰ δόντια των ἦσαν σὰν δόντια
λεόντων. |
9
καὶ εἶχον θώρακας ὡς θώρακας
σιδηροῦς, καὶ ἡ φωνὴ τῶν πτερύγων
αὐτῶν ὡς φωνὴ ἁρμάτων
ἵππων πολλῶν τρεχόντων εἰς πόλεμον.
|
9
Καὶ εἶχαν στήθη σὰν σιδερένιους
θώρακας. Καὶ ὁ θόρυβος ἀπό
τὶς πτέρυγές των, σὰν θόρυβος
καὶ βοὴ πολλῶν ἁρμάτων, ποὺ
τὰ σέρνουν ἵπποι καὶ τρέχουν
εἰς τὴν μάχην. |
9
Καὶ εἶχαν στήθη, ποὺ ὠμοιάζαν πρὸς
σιδερένιους θώρακας καὶ ὁ κρότος τῶν πτερῶν
των σὰν κρότος πολλῶν πολεμικῶν ἁμαξῶν
μὲ πολλὰ ἄλογα, ποὺ τρέχουν διὰ
νὰ λάβουν μέρος εἰς μάχην. |
10
Καὶ ἔχουσιν οὐρὰς ὁμοίας
σκορπίοις καὶ κέντρα, καὶ ἐν
ταῖς οὐραῖς αὐτῶν ἐξουσίαν
ἔχουσι τοῦ ἀδικῆσαι τοὺς ἀνθρώπους
μῆνας πέντε. |
10
Καὶ ἔχουν οὐρές, σάν τὶς
οὐρὲς τῶν σκορπιῶν, καὶ κεντριὰ
εἰς τὶς οὐρές των. Καὶ τοὺς
παρεχωρήθη ἡ ἄδεια νὰ βασανίζουν
μὲ τὶς δηλητηριώδεις οὐρές των
τοὺς ἀνθρώπους ἐπὶ πέντε
μῆνες, εἰς περιωρισμένον δηλαδὴ χρονικὸν
διάστημα. |
10
Καὶ ἔχουν οὐρὰς ὁμοίας πρὸς
τὰς οὐρὰς καὶ τὰ κεντριὰ
τῶν σκορπιῶν. Καὶ εἰς τὰς φαρμακερὰς
οὐράς των ἐδόθη κατὰ θείαν παραχώρησιν ἡ
ἄδεια νὰ βασανίζουν τοὺς ἀνθρώπους
ἐπὶ μήνας πέντε, δηλαδὴ εἰς περιωρισμένον
χρονικὸν διάστημα. |
11
῎Εχουσι βασιλέα ἐπ' αὐτῶν τὸν
ἄγγελον τῆς ἀβύσσου· ὄνομα
αὐτῷ Ἐβραϊστὶ Ἀβαδδών,
ἐν δὲ τῇ Ἑλληνικῇ ὄνομα
ἔχει Ἀπολλύων.
|
11
Ἔχουν δὲ βασιλέα καὶ ἀρχηγὸν
τῆς πονηρᾶς παρατάξεώς των τὸν
ἄγγελον τῆς ἀβύσσου. Τὸ ὄνομα
αὐτοῦ εἰς τὴν Ἐβραϊκὴν
εἶναι Ἀβαδδών, εἰς δὲ τὴν
Ἑλληνικὴν ὀνομάζεται Ἀπολλύων,
δηλαδὴ ἐξολοθρευτής.
|
11
Ἔχουν δὲ βασιλέα καὶ ἀρχηγὸν
ἐπὶ κεφαλῆς των τὸν πονηρὸν
ἄγγελον τῆς ἀβύσσου, τοῦ ὁποίου
τὸ ὄνομα εἶναι Ἀβαδδὼν εἰς
τὴν ἑβραϊκὴν γλῶσσαν, εἰς τὴν
ἑλληνικὴν δὲ γλῶσσαν σημαίνει τὸ
ὅνομα αὐτὸ Ἀπολλύων, καταστροφεύς.
|
12
Ἡ οὐαῖ ἡ μία ἀπῆλθεν·
ἰδοὺ ἔρχονται ἔτι δύο οὐαῖ
μετὰ ταῦτα. |
12
Καὶ ἀφοῦ τὰ δαιμονικὰ αὐτὰ
πνεύματα ἐβασάνιζαν φρικτὰ τοὺς
ἀνθρώπους κατὰ τοὺς πέντε αὐτοὺς
μῆνας, ἡ πρώτη οὐαί, δηλαδὴ
ἡ πρώτη πληγή, ἐπέρασε. Ἰδοὺ
ἔρχονται δύο ἀκόμη οὐαί,
δύο πληγαί, ὕστερα ἀπὸ αὐτά.
|
12
Μετὰ τὴν δρᾶσιν τῶν δαιμονικῶν
αὐτῶν ὄντων, ἡ βασανιστικὴ πληγὴ
ἡ πρώτη, ποὺ λέγεται πρώτη οὐαί, ἐπέρασεν.
Ἰδοὺ ἔρχονται ὕστερα ἀκόμη δύο
οὐαί. |
13
Καὶ ὁ ἕκτος ἄγγελος ἐσάλπισε·
καὶ ἤκουσα φωνὴν μίαν ἐκ τῶν
τεσσάρων κεράτων τοῦ θυσιαστηρίου
τοῦ χρυσοῦ τοῦ ἐνώπιον τοῦ
Θεοῦ, |
13
Καὶ ὁ ἕκτος ἄγγελος, ἐσάλπισε.
Καὶ ἤκουσα μίαν φωνήν, ποὺ ἔβγαινε
ἀπὸ τὰ τέσσαρα κέρατα τοῦ
χρυσοῦ θυσιαστηρίου, τὸ ὁποῖον
εὑρίσκεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ,
|
13
Καὶ ὁ ἕκτος ἄγγελος ἐσάλπισε.
Καὶ ἤκουσα μίαν φωνήν, ποὺ ἐβγῆκεν
ἀπὸ τὰ τέσσαρα κέρατα τοῦ χρυσοῦ
θυσιαστηρίου, ποὺ εἶναι ἐνώπιον τοῦ
Θεοῦ, |
14
λέγοντος τῷ ἕκτῳ ἀγγέλῳ·
ὁ ἔχων τὴν σάλπιγγα, λῦσον τοὺς
τέσσαρας ἀγγέλους τοὺς δεδεμένους
ἐπὶ τῷ ποταμῷ τῷ μεγάλῳ
Εὐφράτῃ. |
14
νὰ λέγῃ εἰς τὸν ἕκτον
ἄγγελον· <σύ ποὺ ἔχεις τὴν
σάλπιγγα, λῦσε τοὺς τέσσαρας ἀγγέλους,
ποὺ εἶναι δεμένοι κοντὰ εἰς
τὸν μεγάλον ποταμόν, τὸν Εὐφράτην>.
|
14
νὰ λέγῃ εἱς τὸν ἕκτον ἄγγελον·
Σύ, ποὺ ἔχεις τὴν σάλπιγγα, λύσε τοὺς
τέσσαρας κακοποιοὺς ἀγγέλους, ποὺ εἶναι
δεμένοι πλησίον τοῦ μεγάλου ποταμοῦ Εὐφράτου.
|
15
Καὶ ἐλύθησαν οἱ τέσσαρες ἄγγελοι
οἱ ἡτοιμασμένοι εἰς τὴν ὥραν
καὶ εἰς τὴν ἡμέραν καὶ
μῆνα καὶ ἐνιαυτόν, ἵνα ἀποκτείνωσι
τὸ τρίτον τῶν ἀνθρώπων.
|
15
Καὶ ἐλύθησαν οἱ τέσσαρες ἄγγελοι,
οἱ ὁποῖοι σύμφωνα μὲ τὴν
βουλὴν τοῦ Θεοῦ ἦσαν προετοιμασμένοι
διὰ τὴν ὡρισμένην
ὥραν καὶ ἡμέραν καὶ τὸν
μῆνα καὶ τὸ ἔτος, ὡς ἐκδικητικὰ
ὄργανα τῆς θείας δικαιοσύνης, διὰ
νὰ φονεύσουν τὸ ἕνα τρίτον τῶν
ἀνθρώπων. |
15
Καὶ ἐλύθησαν οἱ τέσσαρες ἄγγελοι,
ποὺ σύμφωνα μὲ τὸ
σχέδιον
τοῦ Θεοῦ εἶχαν προετοιμασθῇ διὰ
νὰ δράσουν εἰς ὡρισμένην ὤραν καὶ
ἡμέραν καὶ μῆνα καὶ ἔτος καὶ
διὰ νὰ φονεύσουν τὸ ἓν τρίτον τῶν
ἀνθρώπων. |
16
Καὶ ὁ ἀριθμὸς τῶν στρατευμάτων
τοῦ ἵππου δύο μυριάδες μυριάδων·
ἤκουσα τὸν ἀριθμὸν αὐτῶν.
|
16
Καὶ τὰ στρατεύματά των ἀποτελοῦντο
ἀπὸ ἀναρίθμητον ἱππικόν.
Ἤκουσα, ὅτι ὁ ἀριθμός των ἦτο
δύο μυριάδες μυριάδων, δηλαδὴ διακόσια
ἑκατομμύρια. |
16
Καὶ εἶδα ἀναρίθμητον πλῆθος ἰππικοῦ.
Καὶ ὁ ἀριθμὸς τῶν στρατευμάτων
τοῦ ἰππικοῦ ποὺ ἐξεχύθη ἦσαν
δύο μυριάδες μυριάδων, διακόσια ἑκατομμύρια δηλαδή.
Ἠτο ἀδύνατον νὰ τοὺς μετρήσω, ἀλλ’
ἤκουσα τὸν ἀριθμόν τους.
|
17
Καὶ οὕτως εἶδον τοὺς ἵππους
ἐν τῇ ὁράσει καὶ τοὺς
καθημένους ἐπ' αὐτῶν, ἔχοντας
θώρακας πυρίνους καὶ ὑακινθίους
καὶ θειώδεις· καὶ αἱ κεφαλαὶ
τῶν ἵππων ὡς κεφαλαὶ λεόντων,
καὶ ἐκ τῶν στομάτων αὐτῶν
ἐκπορεύεται πῦρ καὶ καπνὸς καὶ
θεῖον. |
17
Καὶ ἔτσι εἶδα εἰς τὴν ὀπτασίαν
αὐτὴν τὰ ἀναρίθμητα ἄλογα
καὶ τοὺς πολεμιστάς, ποὺ ἐκάθηντο
ἐπάνω εἰς αὐτὰ καὶ οἱ
ὁποῖοι εἶχαν πυρίνους θώρακας,
ἐνῷ ἀπὸ τὰ στόματα τῶν
ἵππων ἔβγαινε καπνός, ποὺ εἶχε
σὰν χρῶμα ὑακίνθου καὶ ἦταν
καπνὸς θειαφιοῦ. Αἱ δὲ κεφαλαὶ
τῶν ἵππων ἦσαν σὰν κεφαλαὶ λεόντων
καὶ ἀπὸ τὰ στόματα αὐτῶν
βγαίνει πρὸς τὰ ἔξω μὲ ὁρμὴ
φωτιὰ καὶ καπνὸς καὶ θειάφι
(Τὰ ἀναρίθμητα αὐτὰ κακοποιὰ
στρατεύματα συμβολίζουν τοὺς τρομεροὺς
βαρβάρους ἐπιδρομεῖς, ποὺ θὰ
ἐπήρχοντο μὲ καταστρεπτικὴν μανίαν
ἐναντίον διαφόρων λαῶν).
|
17
Καὶ τὰ στρατεύματα αὐτά, ποὺ σημαίνουν
καταστρεπτικὰς εἰσβολὰς καὶ ἐπιδρομὰς
βαρβάρων, διευθύνονται ἀοράτως ἀπὸ τὰς
ὠργανωμένας σατανικὰς δυνάμεις. Καὶ ἔτσι
εἶδα εἰς αὐτὴν τὴν δρᾶσιν
καὶ ὀπτασίαν τὰ ἄλογα καὶ τοὺς
ἱππεῖς, ποὺ ἐκάθηντο ἐπ’ αὐτῶν.
Καὶ εἶχαν θώρακας πυρίνους καὶ ἡ φλόγα,
ποὺ ἔβγαινεν ἀπὸ τὰ στόματα
τῶν ἀλόγων, εἶχε χρῶμα ὑακίνθου
καὶ ὁ καπνὸς ἦτο καπνὸς θειαφιοῦ.
Καὶ αἱ κεφαλαὶ τῶν ἀλόγων ἦσαν
σὰν κεφαλαὶ λεόντων. Καὶ ἀπὸ
τὰ στόματά τους ἔβγαινε φωτιὰ καὶ
καπνὸς καὶ θειάφι. |
18
᾿Απὸ τῶν τριῶν πληγῶν τούτων
ἀπεκτάνθησαν τὸ τρίτον τῶν ἀνθρώπων,
ἐκ τοῦ πυρὸς καὶ τοῦ καπνοῦ
καὶ τοῦ θείου τοῦ ἐκπορευομένου
ἐκ τῶν στομάτων αὐτῶν.
|
18
Καὶ ἀπὸ τὰς τρεῖς αὐτὰς
πληγάς, ἀπὸ τὴν φωτιά, τὸν
καπνὸ καὶ τὸ θειάφι, ποὺ ἔβγαινε
ἀπὸ τὰ στόματα τῶν βαρβάρων
ἐπιδρομέων, ἐφονεύθησαν τὸ ἓν
τρίτον ἐκ τῶν ἀνθρώπων.
|
18
Καὶ ἀπὸ τὰς τρεῖς αὐτὰς
πληγάς, ἀπὸ τὴ φωτιὰ δηλαδὴ
καὶ ἀπὸ τὸν καπνὸν καὶ
τὸ θειάφι, ποὺ ἔβγαινεν ἀπὸ
τὰ στόματά τους, ἐφονεύθησαν τὸ ἓν
τρίτον τῶν ἀνθρώπων. |
19
῾Η γὰρ ἐξουσία τῶν ἵππων
ἐν τῷ στόματι αὐτῶν ἐστι
καὶ ἐν ταῖς οὐραῖς αὐτῶν·
αἱ γὰρ οὐραὶ αὐτῶν ὅμοιαι
ὄφεσιν, ἔχουσαι κεφαλάς, καὶ ἐν
αὐταῖς ἀδικοῦσι.
|
19
Διότι ἡ καταστρεπτικὴ δύναμις τῶν
ἴπππων αὐτῶν ὑπῆρχε εἰς
τὸ στόμα των, ἀλλὰ καὶ εἰς
τὰς οὐράς των. Διότι αἱ οὐραί
των ὠμοίαζον μὲ φείδια, ποὺ
εἶχαν κεφάλια, καὶ μὲ τὸ δηλητήριον
αὐτῶν ἐβασάνιζαν καὶ ἔβλαπταν
τοὺς ἀνθρώπους. |
19
Καὶ ἔφεραν τὴν καταστροφὴν αὐτήν,
διότι ἡ φθοροποιὸς δύναμις τῶν ἀλόγων
αὐτῶν ἦτο ὅχι μόνον εἰς τὸ
στόμα των, ἀλλὰ καὶ εἰς τὰς
οὐράς των. Διότι αἱ οὐραί των ἦσαν
ὅμοιαι πρὸς φίδια, ποὺ εἶχαν κεφαλὰς
καὶ μὲ τὸ δηλητήριον τοὺς ἔβλαπταν.
|
20
Καὶ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων,
οἳ οὐκ ἀπεκτάνθησαν ἐν ταῖς
πληγαῖς ταύταις, οὐ μετενόησαν ἐκ
τῶν ἔργων τῶν χειρῶν αὐτῶν,
ἵνα μὴ προσκυνήσωσι τὰ δαιμόνια
καὶ τὰ εἴδωλα τὰ χρυσᾶ καὶ
τὰ ἀργυρᾶ καὶ τὰ χαλκᾶ
καὶ τὰ λίθινα καὶ τὰ ξύλινα,
ἃ οὔτε βλέπειν δύναται οὔτε
ἀκούειν οὔτε περιπατεῖν,
|
20
Καὶ ἐν τούτοις παρὰ τὴν σκληρὰν
αὐτὴν τιμωρίαν, οἱ ὑπόλοιποι
ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀνθρώπους,
οἱ ὁποῖοι δὲν ἐφονεύθησαν
ἀπὸ τὰ θανατηφόρα κτυπήματα
τῶν ἵππων, δὲν συνῃσθάνθησαν
τὴν ἐνοχήν των καὶ δὲν μετενόησαν
καὶ δὲν ἀπηρνήθησαν τὴν λατρείαν
τῶν εἰδώλων, ποὺ τὰ κατεσκεύαζαν
οἱ ἴδιοι μὲ τὰ χέρια των, ὥστε
νὰ μὴ προσκυνήσουν πλέον τὰ
δαιμόνια καὶ τὰ χρυσᾶ καὶ τὰ
ἀργυρᾶ καὶ τὰ χαλκᾶ καὶ
τὰ λίθινα καὶ τὰ ξύλινα εἴδωλα
καὶ τὰ ὁποῖα οὔτε νὰ βλέπουν
ἠμποροῦν, οὔτε ν' ἀκούουν, οὔτε
νὰ περιπατοῦν.
|
20
Καὶ ὅμως παρὰ τὴν αὐστηρὰν
ταύτην παιδαγωγικὴν τιμωρίαν τοῦ Θεοῦ οἱ
ὑπόλοιποι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους,
ὅσοι δὲν ἐφονεύθησαν ἀπὸ τὰ
κτυπήματα καὶ τοὺς τραυματισμοὺς αὐτῶν
τῶν ἀλόγων, δὲν μετενόησαν ἀπὸ
τὴν λατρείαν τῶν θεῶν, ποὺ ἔφτιαναν
μὲ τὰ χέρια των, ὥστε νὰ μὴ
προσκυνήσουν εἰς τὸ μέλλον τὰ δαιμόνια καὶ
τὰ εἴδωλα τὰ χρυσᾶ καὶ τὰ
ἀργυρᾶ καὶ τὰ χάλκινα καὶ τὰ
λιθαρένια καὶ τὰ ξύλινα, τὰ ὁποῖα
δὲν ἔχουν τὴν δύναμιν οὔτε νὰ
βλέπουν, οὔτε νὰ ἀκούουν, οὔτε νὰ
περιπατοῦν, ἀλλ’ εἶναι ἄψυχα, ἀναίσθητα
καὶ νεκρά. |
21
καὶ οὐ μετενόησαν ἐκ τῶν φόνων
αὐτῶν οὔτε ἐκ τῶν φαρμακειῶν
αὐτῶν οὔτε ἐκ τῆς πορνείας
αὐτῶν οὔτε ἐκ τῶν κλεμμάτων
αὐτῶν. |
21
Καὶ δὲν μετενόησαν οἱ ἄνθρωποι
αὐτοὶ καὶ δὲν ξέκοψαν ἀπὸ
τοὺς φόνους των, οὔτε ἀπὸ τὰς
μαγείας των, οὔτε ἀπὸ τὰς πορνείας
των, οὔτε ἀπὸ τὰς κλοπάς των.
(Ἔμειναν σκληροὶ καὶ ἀμετανόητοι
μέσα εἰς τὴν διαστροφὴν καὶ
φαυλότητά των). |
21
Καὶ δεν μετενόησαν οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ
καὶ δὲν ἀπεμακρύνθησαν ἀπὸ τοὺς
φόνους των, οὔτε ἀπὸ τὰς μαγείας των,
οὔτε ἀπὸ τὴν πορνείαν των, οὔτε
ἀπὸ τὰς κλοπάς των. Καὶ ἐὰν
πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἔφεραν
τὸ ὅνομα τοῦ Χριστιανοῦ, εἰς
τὸ βάθος των ἔμειναν εἰδωλολάτραι, ἔχοντες
ὡς εἴδωλόν των τὸ χρῆμα, τὴν
σάρκα καὶ τὸν κόσμον. |