Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
εἶδον ἄλλον ἄγγελον ἰσχυρὸν
καταβαίνοντα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ,
περιβεβλημένον νεφέλην, καὶ ἡ ἶρις
ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ,
καὶ τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς
ὁ ἥλιος, καὶ οἱ πόδες αὐτοῦ
ὡς στῦλοι πυρός,
|
αὶ
εἶδα ἄλλον ἄγγελον ἰσχυρὸν νὰ
κατεβαίνῃ ἀπὸ τὸν οὐρανόν.
Καὶ ὅπως ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου,
εἶχε καὶ αὐτὸς ὁλόγυρά
του σύννεφον καὶ τὸ οὐράνιον
τόξον ἐπάνω εἰς τὴν κεφαλήν
του, καὶ τὸ πρόσωπόν του ἦτο
λαμπρὸν καὶ ἀκτινοβολοῦσεν ὡς
ὁ ἥλιος, καὶ τὰ πόδια του ἦσαν
σὰν στῦλοι πυρός, |
αὶ
εἶδα ἄλλον ἄγγελον δυνατόν, ποὺ κατέβαινεν
ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ὡς ἀντιπρόσωπος
τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Δι’ αὐτὸ
ὅπως ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου,
ἔτσι καὶ ὁ ἄγγελος αὐτὸς
εἶχε τριγύρω του σύννεφον καὶ τὸ οὐράνιον
τόξον ὑπῆρχεν ἐπάνω εἰς τὴν
κεφαλήν του, καὶ τὸ πρόσωπόν του ἦτο
λαμπρὸν σὰν τὸν ἥλιον καὶ τὰ
πόδια του σὰν στῦλοι ἀπὸ φωτιά.
|
2
καὶ ἔχων ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ
βιβλίον ἀνεῳγμένον. Καὶ ἔθηκε
τὸν πόδα αὐτοῦ τὸν δεξιὸν
ἐπὶ τῆς θαλάσσης, τὸν δὲ
εὐώνυμον ἐπὶ τῆς γῆς,
|
2
καὶ ἐκρατοῦσεν εἰς τὰ χέρια
του βιβλίον ἀνοιγμένον. Καὶ ἔβαλε
τὸ ἕνα του πόδι, τὸ δεξιόν,
ἐπάνω εἰς τὴν θάλασσαν, τὸ
δὲ ἀριστερὸν ἐπάνω εἰς
τὴν γῆν. |
2
Καὶ εἶχεν εἰς τὸ χέρι του μικρὸν
βιβλίον ἀνοιγμένον. Καὶ ἔβαλε τὸ δεξιό
του πόδι ἐπάνω εἰς τὴν θάλασσαν,
τὸ ἀριστερόν του δὲ ἐπάνω
εἰς τὴν ξηράν. |
3
καὶ ἔκραξε φωνῇ μεγάλῃ ὥσπερ
λέων μυκᾶται. Καὶ ὅτε ἔκραξεν,
ἐλάλησαν αἱ ἑπτὰ βρονταὶ
τὰς ἑαυτῶν φωνάς. |
3
Καὶ ἔκραξε μὲ βροντερὴν φωνήν,
σὰν τὸν λέοντα ποὺ βρυχᾶται.
Καὶ ὅταν ἔκραξε, ὡμίλησαν οἱ
ἑπτὰ ἔγγελοι μὲ τὰς ἰσχυρὰς
φωνάς των, ποὺ ἦσαν ὡσὰν βρονταί.
|
3
Καὶ ἐφώναξε μὲ μεγάλην φωνήν, σὰν
λεοντάρι ποὺ μουγκρίζει. Καὶ ὅταν ἐφώναξεν,
ἑπτὰ ἄλλοι ἄγγελοι ὡμίλησαν
μὲ τὰς φωνάς των, ποὺ ἦσαν δυναταὶ
σὰν βρονταί. |
4
Καὶ ὅτε ἐλάλησαν αἱ ἑπτὰ
βρονταί, ἔμελλον γράφειν· καὶ
ἤκουσα φωνὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ
λέγουσαν· σφράγισαν ἃ ἐλάλησαν
αἱ ἑπτὰ βρονταί, καὶ μὴ
αὐτὰ γράψῃς. |
4
Καὶ ὅταν ἐλάλησαν οἱ ἑπτὰ
αὐτοὶ μεγαλόφωνοι ἄγγελοι, ἐτοιμαζόμουν
ἐγὼ νὰ γράψω τοὺς λόγους
των. Καὶ ἤκουσα τότε φωνὴν ἀπὸ
τὸν οὐρανὸν νὰ λέγῃ·
<σφράγισε καὶ κρύψε αὐτά,
ποὺ εἶπαν οἱ ἑπτὰ μεγαλόφωνοι
ἄγγελοι καὶ μὴ τὰ γράψῃς>.
|
4
Καὶ ὅταν ὡμίλησαν οἱ ἑπτὰ
βροντόφωνοι ἄγγελοι, ἐγὼ ἐκατάλαβα
τί εἶπαν καὶ ἐτοιμαζόμην να
γράψω τοὺς λόγους των. Καὶ τότε ἤκουσα φωνὴν
ἀπὸ τὸν οὐρανόν, ἡ ὁποία
ἔλεγε· Σφράγισε καὶ ἀπόκρυψε
αὐτά, ποὺ εἶπον οἱ ἑπτὰ
βροντόφωνοι ἄγγελοι καὶ μὴ τὰ γράψῃς.
|
5
Καὶ ὁ ἄγγελος, ὃν εἶδον ἑστῶτα
ἐπὶ τῆς θαλάσσης καὶ ἐπὶ
τῆς γῆς, ἦρε τὴν χεῖρα αὐτοῦ
τὴν δεξιὰν εἰς τὸν οὐρανὸν
|
5
Καὶ ὁ ἄγγελος ὁ ἰσχυρὸς
καὶ μέγας, τὸν ὁποῖον εἶδα
νὰ στέκεται ἐπάνω εἰς τὴν
θάλασσαν καὶ ἐπάνω εἰς τὴν
γῆν, ὕψωσε πρὸς τὸν οὐρανὸν
τὸ δεξί του χέρι |
5
Καὶ ὁ δυνατὸς ἄγγελος, τὸν ὁποῖον
εἶδα νὰ στέκεται ἐπάνω εἰς τὴν
θάλασσαν καὶ εἰς τὴν ξηράν, ἐσήκωσεν
εἰς τὸν οὐρανὸν τὸ δεξιόν
του χέρι, |
6
καὶ ὤμοσεν ἐν τῷ ζῶντι εἰς
τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων,
ὃς ἔκτισε τὸν οὐρανὸν καὶ
τὰ ἐν αὐτῷ καὶ τὴν γῆν
καὶ τὰ ἐν αὐτῇ καὶ τὴν
θάλασσαν καὶ τὰ ἐν αὐτῇ,
ὅτι χρόνος οὐκέτι ἔσται,
|
6
καὶ μὲ τὸν ἐπίσημον αὐτὸν
τρόπον ὡρκίσθη εἰς Ἐκεῖνον,
τὸν αἰώνιον καὶ ἀναλλοίωτον,
ποὺ ζῇ εἰς τοὺς αἰῶνας
τῶν αἰώνων, εἰς τὸν Θεόν,
ὁ ὁποῖος ἔκτισε τὸν οὐρανὸν
καὶ ὅσα ὑπάρχουν εἰς αὐτὸν
καὶ τὴν γῆν καὶ ὅσα ὑπάρχουν
εἰς αὐτὴν καὶ τὴν θάλασσαν
καὶ ὅσα ὑπάρχουν εἰς αὐτήν.
Ὡρκίσθη καὶ ἐπισήμως διεβεβαίωσεν,
ὅτι δὲν ὑπολείπεται πλέον καιρός
(διὰ τὴν πραγματοποίησιν τῆς τελικῆς
βουλῆς τοῦ Θεοῦ περὶ τοῦ κόσμου).
|
6
καὶ ὡρκίσθη εἰς τὸν Θεόν, ποὺ
ζῇ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν
αἰώνων καὶ ὁ ὁποῖος ἔκτισε
τὸν οὐρανὸν καὶ ὅσα ὑπάρχουν
εἰς αὐτόν, καὶ τὴν γῆν καὶ
ὅσα ὑπάρχουν εἰς αὐτήν, καὶ
τὴν θάλασσαν καὶ ὅσα ὑπάρχουν εἰς
αὐτήν. Καὶ ἔτσι ἐβεβαίωσεν ἐνόρκως,
ὅτι δὲν ὑπολείπεται πλέον καιρός,
|
7
ἀλλ' ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς
φωνῆς τοῦ ἑβδόμου ἀγγέλου,
ὅταν μέλλῃ σαλπίζειν, καὶ ἐτελέσθη
τὸ μυστήριον τοῦ Θεοῦ, ὡς εὐηγγέλισε
τοὺς δούλους αὐτοῦ τοὺς προφήτας.
|
7
Ἀλλὰ κατὰ τὰς ἡμέρας,
ποὺ θὰ ἀκουσθῇ ἡ φωνὴ
τοῦ ἑβδόμου ἀγγέλου, ὅταν
αὐτὸς θὰ σαλπίσῃ, θὰ ἐκτελεσθῇ
ἡ μυστηριώδης τελικὴ βουλὴ τοῦ
Θεοῦ περὶ τοῦ κόσμου, ὅπως ὁ
ἴδιος ὁ Θεός, σὰν ἐξαιρετικῶς
χαρμόσυνον ἀγγελίαν, τὴν προεῖπεν
εἰς τοὺς δούλους του, τοὺς προφήτας
τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης.
|
7
ἀλλὰ πολὺ σύντομα κατὰ τὰς ἡμέρας,
ποὺ θὰ ἀκουσθῇ ἡ φωνὴ
τοῦ ἑβδόμου ἀγγέλου, ὅταν θὰ
σαλπίσῃ τὸ ἕβδομον σάλπισμα, θὰ ἀρχίσῃ
νὰ πραγματοποιῆται τὸ μυστηριῶδες
τελικὸν σχέδιον τοῦ Θεοῦ περὶ τοῦ
κόσμου, ὅπως ὁ Θεὸς τὸ προεῖπε
καὶ μὲ αὐτὸ ἐχαροποίησε
τοὺς δούλους του τοὺς προφήτας τόσον τῆς
Παλαιᾶς, ὅσον καὶ τῆς Νέας Διαθήκης.
|
8
Καὶ φωνὴ ἣν ἤκουσα ἐκ τοῦ
οὐρανοῦ, πάλιν λαλοῦσα μετ' ἐμοῦ
καὶ λέγουσα· ὕπαγε λάβε τὸ
βιβλιδάριον τὸ ἀνεῳγμένον ἐν
τῇ χειρὶ τοῦ ἀγγέλου τοῦ
ἑστῶτος ἐπὶ τῆς θαλάσσης
καὶ ἐπὶ τῆς γῆς.
|
8
Καὶ ἡ φωνή, τὴν ὁποίαν
προηγουμένως ἤκουσα ἀπὸ τὸν
οὐρανόν, ἐλάλησε πάλιν πρὸς
ἐμὲ καὶ εἶπε· <πήγαινε,
πάρε τὸ βιβλιαράκι τὸ ἀνοιγμένον,
ποὺ εἶναι εἰς τὸ χέρι τοῦ
ἀγγέλου, ὁ ὁποῖος στέκεται
ἐπάνω εἰς τὴν θάλασσαν καὶ
ἐπάνω εἰς τὴν γῆν>.
|
8
Καὶ ἡ φωνή, τὴν ὁποίαν ἤκουσα
προτήτερα ἀπὸ τὸν οὐρανόν, μοῦ
ὡμίλησε πάλιν καὶ μοῦ εἶπε· Πήγαινε
καὶ πάρε τὸ βιβλιαράκι τὸ ἀνοικτόν,
ποὺ εἶναι εἰς τὸ χέρι τοῦ ἀγγέλου,
ὁ ὁποῖος στέκεται ἐπὶ τῆς
θαλάσσης καὶ ἐπὶ τῆς ξηρᾶς.
|
9
Καὶ ἀπῆλθα πρὸς τὸν ἄγγελον,
λέγων αὐτῷ δοῦναί μοι τὸ
βιβλιδάριον. Καὶ λέγει μοι· λάβε
καὶ κατάφαγε αὐτό, καὶ πικρανεῖ
σου τὴν κοιλίαν, ἀλλ' ἐν τῷ
στόματί σου ἔσται γλυκὺ ὡς μέλι.
|
9
Καὶ ἐπῆγα πρὸς τὸν ἄγγελον
καὶ τοῦ εἶπα· νὰ μοῦ δώσῃ
τὸ βιβλιαράκι. Καὶ ἐκεῖνος μοῦ
εἶπε· <πάρε το καὶ φάγε το
ὁλόκληρο (Κατενόησε καλά, ἀφομοίωσε
καὶ βάλε μέσα εἰς τὸν νοῦν
καὶ τὴν καρδιά σου τὴν προφητείαν,
ποὺ περιέχει τὸ βιβλιαράκι). Καὶ
θὰ σοῦ πικράνῃ τὴν κοιλίαν,
ἀλλὰ εἰς τὸ στόμα σου θὰ
εἶναι γλυκὸ σὰν τὸ μέλι>.
(Θὰ εἶναι γλυκὸ καὶ εὐχάριστον
τὸ ἄγγελμα τῆς προσεχοῦς ὁλοκληρώσεως
τοῦ θείου σχεδίου καὶ τῆς βεβαίας
ἀπολυτρώσεως, θὰ γεννᾷ ὅμως
καὶ τὸ αἴσθημα τῆς πικρίας καὶ
τῆς θλίψεως ἐξ αἰτίας τῶν
δοκιμασιῶν, ποὺ θὰ τὸ συνοδεύουν).
|
9
Καὶ ἐπῆγα πρὸς τὸν ἄγγελον
καὶ τοῦ εἶπα νὰ μοῦ δώσῃ
τὸ βιβλιαράκι. Καὶ ἐκεῖνος μοῦ
εἶπε· Πάρε το καὶ κατάφαγέ το.
Τὴν προφητείαν δηλαδή, ποὺ περιέχει τὸ βιβλιαράκι
αὐτό, κατανόησέ την, μάθε την καλὰ
καὶ χώνεψέ την. Καὶ θὰ πικράνῃ
τὴν κοιλίαν σου, ἀλλ’ εἰς τὸ στόμα
σου θὰ εἶναι γλυκειὰ σὰν τὸ
μέλι. Θὰ σὲ χαροποιήσῃ δηλαδὴ πολὺ
τὸ εὐφρόσυνον γεγονός, ποὺ προαναγγέλλεται
ἀπὸ τὴν προφητείαν αὐτήν, ἀλλὰ
γεμᾶτος πικρίαν θὰ εἶναι ὁ δρόμος,
ποὺ θὰ ὁδηγήσῃ εἰς τὴν
τελικὴν πραγματοποίησιν καὶ στερέωσίν του.
|
10
Καὶ ἔλαβον τὸ βιβλίον ἐκ τῆς
χειρὸς τοῦ ἀγγέλου καὶ κατέφαγον
αὐτό, καὶ ἦν ἐν τῷ στόματί
μου ὡς μέλι γλυκύ· καὶ ὅτε
ἔφαγον αὐτό, ἐπικράνθη ἡ
κοιλία μου. |
10
Καὶ ἐπῆρα τὸ βιβλίον ἀπὸ
τὸ χέρι τοῦ ἀγγέλου καὶ
τὸ κατέφαγα. Καὶ ἦτο πράγματι
εἰς τὸ στόμα γλυκὸ σὰν μέλι.
Ὅταν ὅμως τὸ ἔφαγα, ἐγέμισε
πικρίαν ἡ κοιλία μου.
|
10
Καὶ ἐπῆρα τὸ βιβλίον ἀπὸ
τὸ χέρι τοῦ ἀγγέλου καὶ τὸ κατέφαγα.
Καὶ ἦτο εἰς τὸ στόμα μου σὰν
μέλι γλυκό, καὶ ὅταν τὸ ἔφαγα, ἐγέμισε
πικρίαν ἡ κοιλία μου. |
11
Καὶ λέγουσί μοι· δεῖ σὲ
πάλιν προφητεῦσαι ἐπὶ λαοῖς
καὶ ἔθνεσι καὶ γλώσσαις καὶ
βασιλεῦσι πολλοῖς. |
11
Καὶ μοῦ εἶπαν τότε ὁ ἰσχυρὸς
ἄγγελος καὶ οἱ ἄλλοι ἑπτά·
<τώρα ποὺ κατενόησες πλέον τὴν
προφητείαν, πρέπει νὰ τὴν ἀναγγείλῃς
πάλιν εἰς τοὺς λαοὺς καὶ εἰς
τὰ ἔθνη καὶ εἰς τὰς γλώσσας
τῆς οἰκουμένης καὶ εἰς πολλοὺς
βασιλεῖς>. |
11
Καὶ μοῦ εἶπαν τότε· Τώρα ποὺ
ἔνοιωσες καὶ ἐχώνεψες τὴν προφητείαν
αὐτήν, πρέπει σύμφωνα μὲ τὴν βουλὴν
τοῦ Θεοῦ νὰ προφητεύσῃς πάλιν εἰς
λαοὺς καὶ εἰς ἔθνη καὶ εἰς
ξενογλώσσους καὶ εἰς βασιλεῖς πολλούς.
|