Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἤκουσα μεγάλης φωνῆς ἐκ τοῦ
ναοῦ λεγούσης τοῖς ἑπτὰ ἀγγέλοις·
ὑπάγετε καὶ ἐκχέατε τὰς
ἑπτὰ φιάλας τοῦ θυμοῦ τοῦ
Θεοῦ εἰς τὴν γῆν.
|
αὶ
ἤκουσα φωνὴν μεγάλην ἀπὸ τὸν
ναὸν τοῦ Θεοῦ νὰ λέγῃ
πρὸς τοὺς ἑπτὰ ἀγγέλους·
<πηγαίνετε καὶ χύσετε ἐπάνω
εἰς τὴν γῆν τὰς ἑπτὰ φιάλας
τοῦ θυμοῦ τοῦ Θεοῦ. |
αὶ
ἤκουσα μεγάλην φωνὴν ἀπὸ τὸ
οὐράνιον κατοικητήριον τοῦ Θεοῦ, ἡ
ὁποία ἔλεγεν εἰς τοὺς ἑπτὰ
Ἀγγέλους· Πηγαίνετε καὶ χύσατε ἔξω
ἐπὶ τῆς γῆς τίς ἑπτὰ φιάλες
τοῦ θυμοῦ τοῦ Θεοῦ.
|
2
Καὶ ἀπῆλθεν ὁ πρῶτος καὶ
ἐξέχεε τὴν φιάλην αὐτοῦ
εἰς τὴν γῆν· καὶ ἐγένετο
ἕλκος κακὸν καὶ πονηρὸν ἐπὶ
τοὺς ἀνθρώπους τοὺς ἔχοντας
τὸ χάραγμα τοῦ θυρίου καὶ τοὺς
προσκυνοῦντας τῇ εἰκόνι αὐτοῦ.
|
2
Καὶ ἀπῆλθεν ὁ πρῶτος ἄγγελος
καὶ ἔχυσε τὸ περιεχόμενον τῆς
φιάλης τοῦ εἰς τὴν γῆν καὶ
(ὅπως ἐπὶ Μωϋσέως μὲ κάποιαν
ἀνάλογον πληγὴν ἐναντίον τῶν
ἀμετανοήτων Αἰγυπτίων, ἔτσι
καὶ τώρα) ἔγινε μία κακὴ πληγή,
γεμάτη πόνους εἰς τοὺς ἀνθρώπους,
οἱ ὁποῖοι εἶχαν τὸ χάραγμα
τῆς σφραγῖδος τοῦ θηρίου καὶ
εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι
ἐπροσκυνοῦσαν τὸ εἴδωλον αὐτοῦ.
(Τιμωρία φοβερὰ ἐκ μέρους τοῦ
Θεοῦ, ποὺ προκαλοῦσε σωματικοὺς καὶ
ψυχικοὺς πόνους). |
2
Καὶ ἀνεχώρησεν ὁ πρῶτος ἄγγελος
καὶ ἔχυσεν εἰς τὴν γῆν τὴν
φιάλην του· καὶ ὅπως ἔγινεν ἄλλοτε
εἰς τὴν ἕκτην πληγὴν τῆς Αἰγύπτου
καὶ ἔπειτα εἰς τὸ πρῶτον σάλπισμα
τοῦ ἀγγέλου, ἔτσι ἔγινε καὶ
τώρα πληγὴ κακὴ καὶ γεμάτη πόνους εἰς
τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ εἶχαν τὸ
χάραγμα καὶ τὴν σφραγῖδα τοῦ θηρίου
καὶ ἐπροσκύνουν τὴν εἰκόνα του. Ὄχι
μόνο πόνοι φυσικοὶ ἀπὸ πληγὰς καὶ
ἕλκη σωματικά, ἀλλὰ καὶ πόνοι ἠθικοὶ
ἀπὸ τὸ ἂνήσυχον ἐσωτερικόν των,
τὸ ὁποῖον συνταράσεται βιαίως ἀπὸ
πάθη ἁμαρτωλά. |
3
Καὶ ὁ δεύτερος ἄγγελος ἐξέχεε
τὴν φιάλην αὐτοῦ εἰς τὴν
θάλασσαν· καὶ ἐγένετο αἷμα
ὡς νεκροῦ, καὶ πᾶσα ψυχὴ ζῶσα
ἀπέθανεν ἐν τῇ θαλάσσῃ.
|
3
Καὶ ὁ δεύτερος ἄγγελος ἔχυσε
τὸ περιεχόμενον τῆς φιάλης του εἰς
τὴν θάλασσαν. Καὶ ἔγινεν ἡ θάλασσα
(ὅπως ἄλλοτε εἰς τὴν ἐποχὴν
τοῦ ἀμετανοήτου Φαραώ) αἷμα
σὰν ἀνθρώπου σκοτωμένου. Καὶ
κάθε ζωή, ποὺ ὑπῆρχε μέσα
εἰς τὴν θάλασσαν, ἀπέθανε.
|
3
Καὶ ὁ δεύτερος ἄγγελος ἄδειασε τὴν
φιάλην του εἰς τὴν θάλασσαν. Καὶ μετεβλήθη
ἡ θάλασσα εἰς αἷμα σὰν ἀνθρώπου
σκοτωμένου. Καὶ κάθε ζωή, ποὺ ζῇ μέσα εἰς
τὴν θάλασσαν ἀπέθανε. |
4
Καὶ ὁ τρίτος ἐξέχεε τὴν
φιάλην αὐτοῦ εἰς τοὺς ποταμοὺς
καὶ εἰς τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων·
καὶ ἐγένετο αἷμα.
|
4
Καὶ ὁ τρίτος ἄγγελος ἔχυσε τὸ
περιεχόμενον τῆς φιάλης του εἰς τὰ
ποτάμια καὶ εἰς τὰς πηγὰς τῶν
ὑδάτων. Καὶ ἔγιναν ὅλα αἷμα.
(Ποταμηδὸν ἔχυσαν οἱ ἀσεβεῖς
τὸ αἷμα τῶν μαρτύρων τῆς πίστεως.
Αἷμα τώρα, πρὸς τιμωρίαν των, γίνονται
τὰ νερὰ τῆς γῆς). |
4
Καὶ ὁ τρίτος ἄγγελος ἄδειασε τὴν
φιάλην του εἰς τοὺς ποταμοὺς καὶ εἰς
τὰς πηγὰς τῶν νερῶν. Καὶ ἔγινε
τὸ νερό τους αἷμα. |
5
Καὶ ἤκουσα τοῦ ἀγγέλου τῶν
ὑδάτων λέγοντος· δίκαιος εἶ,
ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν, ὁ ὅσιος
ὅτι ταῦτα ἔκρινας·
|
5
Καὶ ἤκουσα τὸν ἄγγελον, ποὺ
ἔχει ἐξουσίαν ἐπάνω εἰς
τὰ ὕδατα νὰ λέγῃ· <δίκαιος
εἶσαι σύ, ποὺ ὑπάρχεις πάντοτε
καὶ ὑπῆρχες προαιωνίως, σὺ ὁ
ὅσιος, σὺ ὁ ἀπολύτως
ἅγιος, διότι σύμφωνα μὲ τὴν
ἄπειρον δικαιοσύνην σου ἔκρινες, ἀπεφάσισες
καὶ ἔπραξες αὐτά.
|
5
Καὶ ἤκουσα τὸν ἄγγελον, ποὺ
ἐπιστάτει εἰς τὰ νερὰ νὰ λέγῃ·
Δίκαιος εἶσαι σύ, ὁ ὅσιος, ποὺ δὲν
ἐδημιουργήθης ἀπὸ κανένα, ἀλλ’ ὑπάρχεις
ἀπὸ τὸν ἑαυτόν σου καὶ ποὺ
ὑπῆρχες πάντοτε, διότι ἔκαμες τὴν
δικαίαν αὐτὴν κρίσιν καὶ τιμωρίαν.
|
6
ὅτι αἷμα ἁγίων καὶ προφητῶν
ἐξέχεαν, καὶ αἷμα αὐτοῖς
ἔδωκας πιεῖν· ἄξιοί εἰσι.
|
6
Διότι οἱ ἀσεβεῖς ἔχυσαν τὸ
αἷμα τῶν ἁγίων καὶ τῶν
προφητῶν σου καὶ τοὺς ἔδωσες σὺ
ἀντὶ νεροῦ νὰ πιοῦν αἷμα.
Εἶναι ἄξιοι διὰ τὴν τιμωρίαν
αὐτήν>. |
6
Ἐπειδὴ οἱ ἀσεβεῖς αὐτοὶ
ἔχυσαν τὸ αἷμα τῶν ἁγίων καὶ
τῶν προφητῶν, τοὺς ἔδωκες καὶ
σὺ νὰ πίνουν ἀντὶ νεροῦ αἷμα.
Εἶναι ἄξιοι τῆς τιμωρίας αὐτῆς.
|
7
Καὶ ἤκουσα τοῦ θυσιαστηρίου λέγοντος·
ναί, Κύριε ὁ Θεὸς ὁ παντοκράτωρ,
ἀληθιναὶ καὶ δίκαιαι αἱ κρίσεις
σου. |
7
Καὶ ἤκουσα ἀπὸ τὸ θυσιαστήριον,
(δηλαδὴ ἀπὸ τὰς ψυχὰς τῶν
ἐσφαγμένων διὰ τὸν λόγον τοῦ
Θεοῦ) φωνὴν νὰ λέγῃ· <ναί,
Κύριε ὁ Θεὸς ὁ παντοκράτωρ,
ἀληθιναὶ καὶ δίκαιαι εἶναι αἱ
κρίσεις καὶ ἀποφάσεις σου>.
|
7
Καὶ ἤκουσα τὸ θυσιαστήριον νὰ λέγῃ·
Ναί, Κύριε ὁ Θεὸς ὁ παντοκράτωρ· ὀρθαὶ
καὶ δίκαιαι εἶναι αἱ κρίσεις καὶ ἀποφάσεις
καὶ τιμωρίαι σου. |
8
Καὶ ὁ τέταρτος ἐξέχεε τὴν
φιάλην αὐτοῦ ἐπὶ τὸν ἥλιον·
καὶ ἐδόθη αὐτῷ καυματίσαι
ἐν πυρὶ τοὺς ἀνθρώπους.
|
8
Καὶ ὁ τέταρτος ἄγγελος ἄδειασε
τὸ περιεχόμενον τῆς φιάλης του ἐπάνω
εἰς τὸν ἥλιον. Καὶ ἐδόθη
εἰς τὸν ἥλιον ἡ δύναμις νὰ
ἐξαπολύσῃ μεγάλο καῦμα πυρὸς
ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων.
|
8
Καὶ ὁ τέταρτος ἄγγελος ἄδειασε τὴν
φιάλην του ἐπάνω εἰς τὸν ἥλιον καὶ
ὅπως ἔγινε κατὰ τὸ τέταρτον σάλπισμα,
ἔτσι καὶ τώρα ἐπετράπη εἰς τὸν
ἥλιον νὰ ζεματίσῃ μὲ φωτιὰ τοὺς
ἀνθρώπους. |
9
Καὶ ἐκαυματίσθησαν οἱ ἄνθρωποι
καῦμα μέγα, καὶ ἐβλασφήμησαν
οἱ ἄνθρωποι τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ
τοῦ ἔχοντος ἐξουσίαν ἐπὶ
τὰς πληγὰς ταύτας, καὶ οὐ μετενόησαν
δοῦναι αὐτῷ δόξαν.
|
9
Καὶ σὰν νὰ ἐψήθηκαν οἱ
ἄνθρωποι μέσα εἰς τὸ ἀνυπόφορον
αὐτὸ λιοπύρι, καί, ἀντὶ
μὲ μετάνοιαν νὰ ζητήσουν τὸ
ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἐβλασφήμησαν
τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔχει
τὴν δύναμιν καὶ τὴν ἐξουσίαν
ἐπάνω εἰς τὰς πληγὰς αὐτὰς
καὶ δὲν μετενόησαν, διὰ νὰ τὸν
δοξάσουν. |
9
Καὶ ἐζεματίσθησαν οἱ ἄνθρωποι μὲ
μοχλὸν καύσωνα καὶ ζεστὴν καὶ ἐβλασφήμησαν
οἱ ἄνθρωποι τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ,
ποὺ ἐξουσιάζει τὰς πληγὰς αὐτὰς
καὶ δὲν μετενόησαν, διὰ νὰ δοξάσουν
αὐτόν. |
10
Καὶ ὁ πέμπτος ἐξέχεε τὴν
φιάλην αὐτοῦ ἐπὶ τὸν θρόνον
τοῦ θυρίου· καὶ ἐγένετο
ἡ βασιλεία αὐτοῦ ἐσκοτωμένη,
καὶ ἐμασῶντο τὰς γλώσσας αὐτῶν
ἐκ τοῦ πόνου,
|
10
Καὶ ὁ πέμπτος ἄγγελος ἀδειασε
τὸ περιεχόμενον τῆς φιάλης του ἐπάνω
εἰς τὸν θρόνον τοῦ θηρίου. Καὶ
ἔγινε κατασκότεινη ἡ βασιλεία του
καὶ οἱ ἄνθρωποι, οἱ ὀπαδοὶ
καὶ δοῦλοι τοῦ θηρίου, ἐμασοῦσαν
τὰς γλώσσας των ἀπὸ τὸν δριμὺν
πόνον, ποὺ ᾐσθάνοντο μέσα εἰς
τὸ ἀδιαπέραστον ἐκεῖνο σκοτάδι.
|
10
Καὶ ὁ πέμπτος ἄγγελος ἔχυσε τὴν
φιάλην του ἐπάνω εἰς τὸν θρόνον τοῦ
θηρίου καὶ ἔπεσε σκοτάδι πυκνὸν εἰς
τὴν βασιλείαν αὐτοῦ καὶ ἀπὸ
τὸν πόνον, ποὺ ὑπέφεραν οἱ ἄνθρωποι
τοῦ ἀντιχρίστου, ἐμάσουσαν τὰς γλώσσας
των. |
11
καὶ ἐβλασφήμησαν τὸν Θεὸν τοῦ
οὐρανοῦ ἐκ τῶν πόνων αὐτῶν
καὶ ἐκ τῶν ἑλκῶν αὐτῶν,
καὶ οὐ μετενόησαν ἐκ τῶν ἔργων
αὐτῶν. |
11
Καὶ ἀντὶ συντετριμμένοι νὰ ζητήσουν
τὸ θεῖον ἔλεος, ἐβλασφήμησαν
τὸν Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ ἐξ
αἰτίας τοῦ πόνου των καὶ τῶν
πληγῶν των καὶ δὲν μετενόησαν καὶ
δὲν ἀπηρνήθησαν τὰ πονηρά των
ἔργα. |
11
Καὶ ἀντὶ νὰ σωφρονισθοῦν, ἐβλασφήμησαν
τὸν Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ ἐξ
αἰτίας τῶν πόνων καὶ τῶν πληγῶν,
ἀπὸ τὰς ὁποίας ὑπέφεραν καὶ
δὲν μετενόησαν, ὥστε νὰ ἀπομακρυνθοῦν
ἀπὸ τὰ πονηρὰ ἔργα των.
|
12
Καὶ ὁ ἕκτος ἐξέχεε τὴν
φιάλην αὐτοῦ ἐπὶ τὸν ποταμὸν
τὸν μέγαν τὸν Εὐφράτην·
καὶ ἐξηράνθη τὸ ὕδωρ αὐτοῦ,
ἵνα ἐτοιμασθῇ ἡ ὁδὸς τῶν
βασιλέων τῶν ἀπὸ ἀνατολῆς
ἡλίου. |
12
Καὶ ὁ ἕκτὸς ἄγγελος ἔχυσε
τὴν φιάλην αὐτοῦ εἰς τὸν
μεγάλον ποταμόν, τὸν Εὐφράτην.
Καὶ ἐξηράνθηκε τὸ νερὸ αὐτοῦ
καὶ ἔγινε βατὸς ὁ ποταμός, διὰ
νὰ εἶναι ἔτσι ἕτοιμος καὶ ἐλεύθερος
ὁ δρόμος τῶν βασιλέων, ποὺ θὰ
ἤρχοντο ἀπὸ τὰ μέρη τῆς
Ἀνατολῆς (διὰ νὰ πλημμυρίσουν
μὲ τὰ στρατεύματά των τὰς δυτικὰς
περιοχὰς καὶ τὰς ἐξολοθρεύσουν).
|
12
Καὶ ὁ ἕκτος ἄγγελος ἄδειασε
τὴν φιάλην του εἰς τὸν μεγάλον ποταμὸν
Εὐφράτην. Καὶ ἐξεράθη τὸ νερό του,
διὰ νὰ γίνῃ ἐλεύθερα ἡ διάβασις
τοῦ ποταμοῦ αὐτοῦ καὶ διὰ
νὰ ἀνοίξῃ ἔτσι ὁ δρόμος τῶν
βασιλέων, ποὺ ἀπὸ τὸ μέρος τῆς
Ἀνατολῆς ἤρχοντο μὲ τὰ στρατεύματά
τους νὰ εἰσβάλουν καὶ νὰ ἐρημώσουν
τὴν γῆν. |
13
Καὶ εἶδον ἐκ τοῦ στόματος τοῦ
δράκοντος καὶ ἐκ τοῦ στόματος
τοῦ θυρίου καὶ ἐκ τοῦ στόματος
τοῦ ψευδοπροφήτου πνεύματα τρία ἀκάθαρτα,
ὡς οἱ βάτραχοι·
|
13
Καὶ εἶδα ἀπὸ τὸ στόμα
τοῦ δράκοντος, τοῦ διαβόλου, καὶ
ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ θηρίου,
τοῦ ἀντίχριστου, καὶ ἀπὸ
τὸ στόμα τοῦ ψευδοπροφήτου νὰ
βγαίνουν τρία ἀκάθαρτα πνεύματα,
ποὺ ἐμοιαζαν μὲ ἀηδιαστικοὺς
βατράχους. |
13
Καὶ εἶδα ἀπὸ τὰ στόματα τῆς
ψευδοῦς καὶ πλαστογραφημένης καὶ σατανικῆς
τριάδος, δηλαδὴ ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ
δράκοντος καὶ ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ
θηρίου καὶ ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ
ψευδοπροφήτου νὰ βγαίνουν τρία ἀκάθαρτα πνεύματα,
ποὺ λόγῳ τῆς ἀηδοῦς ἀκαθαρσίας
των καὶ τῆς ματαιοδόξου καὶ ραδιουργοῦ
πολυλογίας των ὠμοιάζαν πρὸς βατράχους.
|
14
εἰσὶ γὰρ πνεύματα δαιμονίων
ποιοῦντα σημεῖα, ἃ ἐκπορεύεται
ἐπὶ τοὺς βασιλεῖς τῆς οἰκουμένης
ὅλης, συναγαγεῖν αὐτοὺς εἰς
τὸν πόλεμον τῆς ἡμέρας ἐκείνης
τῆς μεγάλης τοῦ Θεοῦ τοῦ παντοκράτορος.
|
14
Καὶ ἦσαν αὐτὰ δαιμονικὰ πνεύματα,
ποὺ ἔκαμναν ἀγυρτικὰ καὶ μαγικὰ
θαύματα. Καὶ τὰ δαιμονικὰ αὐτὰ
πνεύματα, ποὺ ἐξεπήδησαν ἀπὸ
τὰ στόματα ἐκείνων, ἔσπευσαν
εἰς τοὺς βασιλεῖς ὅλης τῆς οἰκουμένης,
διὰ νὰ τοὺς συγκεντρώσουν μὲ
τὰς δολιότητάς των εἰς τὸν πόλεμον,
ποὺ θὰ ἐγίνετο κατὰ τὴν
μεγάλην ἐκείνην ἡμέραν, τὴν
ὁποίαν εἶχεν ὁρίσει ὁ
Θεὸς ὁ Παντοκράτωρ, διὰ νὰ καταλύσῃ
καὶ συντρίψῃ τὸν ἀντίχριστον.
|
14
Δὲν ἦσαν ὅμως πραγματικοὶ βάτραχοι.
Διότι ἦσαν δαιμονικὰ πνεύματα, ποὺ ἔκαναν
ἀγυρτικὰ θαύματα. Καὶ τὰ δαιμόνια
αὐτὰ μὲ τὰ θαύματά των ἐβγῆκαν
διὰ νὰ πέσουν εἰς τοὺς βασιλεῖς
ὅλης τῆς οἰκουμένης καὶ μὲ τὴν
πονηρὰν ἔμπνευσιν καὶ ἐπίδρασίν τους
νὰ τοὺς μαζεύσουν διὰ τὸν πόλεμον,
ποὺ θὰ ἐγίνετο κατὰ τὴν ἡμέραν
ἐκείνην τὴν μεγάλην, κατὰ τὴν ὁποίαν
ὁ Θεὸς ὁ Παντοκράτωρ θὰ ἐφανέρωνεν
ἐξαιρετικὰ τὴν παρουσίαν καὶ δύναμίν
του πρὸς καταστροφὴν τοῦ ἀντιχρίστου.
|
15
Ἰδοὺ ἔρχομαι ὡς κλέπτῃς·
μακάριος ὁ γρηγορῶν καὶ τηρῶν
τὰ ἱμάτια αὐτοῦ, ἵνα μὴ
γυμνὸς περιπατῇ καὶ βλέπωσι τὴν
ἀσχημοσύνην αὐτοῦ.
|
15
<Ἰδοὺ ἔρχομαι ἔξαφνα σὰν
κλέπτης, λέγει ὁ Κύριος. Μακάριος
εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ μένει ἄγρυπνος
καὶ προσεκτικὸς καὶ φυλάσσει ἁγνὰ
καὶ καθαρὰ τὰ ἐνδύματα τῆς
ψυχῆς του, διὰ νὰ μὴ ζῇ καὶ
περιπατῇ γυμνὸς ἀπὸ ἀγαθὰ
ἔργα καὶ βλέπουν οἱ ἅγιοι καὶ
οἱ ἄγγελοι τοῦ οὐρανοῦ τὴν
ἀσχημίαν τῆς ἠθικῆς γυμνότητός
του>. |
15
Ἰδού, λέγει ὁ Κύριος, ἔρχομαι ἔξαφνα
σὰν κλέπτης. Μακάριος εἶναι ἐκεῖνος,
ποὺ ἀγρυπνεῖ καὶ μὲ προσοχὴν
καὶ νήψιν τῆς ψυχῆς φυλάττει τὰ πνευματικά
του ἐνδύματα καὶ τὴν φωτεινὴν στολὴν
τῆς ψυχῆς του, διὰ νὰ μὴ πολιτεύεται
καὶ περιπατῇ γυμνὸς ἀπὸ ἔργα
ἀρετῆς καὶ βλέπουν οἱ ἐν οὐρανοῖς
ἄγγελοι καὶ ἅγιοι τὴν ἀσχήμιαν
τῆς γυμνότητός του. |
16
Καὶ συνήγαγεν αὐτοὺς εἰς τὸν
τόπον τὸν καλούμενον Ἑβραϊστὶ
Ἀρμαγεδών. |
16
Καὶ τότε τὰ δαιμονικὰ ἐκεῖνα
πνεύματα ἐμάζεψαν τοὺς βασιλεῖς
μὲ τοὺς στρατούς των εἰς τόπον,
ὁ ὁποῖος λέγεται Ἐβραϊστὶ
Ἀρμαγεδών, εἰς τοὺς πρόποδας
τοῦ Καρμήλου, ὅπου ὁ Ἠλίας
εἶχε κατασφάξει τοὺς ἱερεῖς
τῆς αἰσχύνης. (Συμβολίζει δὲ
αὐτὸ τοὺς καταστρεπτικοὺς πολέμους
διὰ μέσου τῶν αἰώνων καὶ
μάλιστα τὸν φοβερώτερον ἀπ' ὅλους,
ὁ ὁποῖος θὰ συμβῇ ὀλίγον
πρὸ τῆς ὁριστικῆς ἐπικρατήσεως
τοῦ Εὐαγγελίου). |
16
Καὶ τὰ δαιμονικὰ πνεύματα ἐμάζευσαν
τοὺς βασιλεῖς εἰς τὸν τόπον, ποὺ
καλεῖται ἑβραϊστὶ Ἀρμαγεδῶν.
Καὶ ὁ τόπος αὐτὸς συμβολίζει τὰ
φονικὰ πεδία τῶν μαχῶν τῶν καταστρεπτικῶν
πολέμων ὅλων τῶν γενεῶν μέχρι τῆς
ἐποχῆς, ποὺ θὰ γίνῃ καὶ
ὁ καταστρεπτικώτερος ἐξ ὅλων, ὅστις
θὰ προηγηθῇ ὀλίγον πρὸ τῆς ὁριστικῆς
ἐπικρατήσεως τοῦ εὐαγγελίου.
|
17
Καὶ ὁ ἕβδομος ἐξέχεε τὴν
φιάλην αὐτοῦ ἐπὶ τὸν ἀέρα·
καὶ ἐξῆλθε φωνὴ μεγάλη ἐκ
τοῦ ναοῦ τοῦ οὐρανοῦ ἀπὸ
τοῦ θρόνου λέγουσα· γέγονε.
|
17
Καὶ ὁ ἕβδομος ἄγγελος ἔχυσε
τὸ περιεχόμενον τῆς φιάλης του εἰς
τὸν ἀέρα (διὰ νὰ ἐπακολουθήσουν
ἔτσι τρομερὰ ἀτμοσφαιρικὰ καὶ
γεωλογικὰ φαινόμενα). Καὶ ἐβγῆκε
μεγάλη φωνὴ ἀπὸ τὸν ἐπουράνιον
ναὸν καὶ ἀπὸ τὸν θρόνον
τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἔλεγε·
<ἔγινε· ἐπραγματοποιήθη ἐξ
ὁλοκλήρου ἡ βουλὴ τοῦ Θεοῦ
διὰ τὸν ἐξαφανισμὸν τοῦ ἀντιχρίστου>.
|
17
Καὶ ὁ ἕβδομος ἄγγελος ἄδειασε
τὴν φιάλην του εἰς τὸν ἀέρα. Καὶ
ἐβγῆκεν ἀπὸ τὸν ἐπουράνιον
ναὸν καὶ ἀπὸ τὸν θρόνον τοῦ
Θεοῦ φωνὴ μεγάλη, ποὺ ἔλεγεν·
Ἐτελείωσε. Συνετελέσθη ἡ βουλὴ τοῦ
Θεοῦ, ποὺ ἀποβλέπει εἰς τὴν
καταστροφὴν καὶ τὸν ἑξαφανισμὸν
τοῦ ἀντιχρίστου. |
18
Καὶ ἐγένοντο ἀστραπαὶ καὶ
φωναὶ καὶ βρονταί, καὶ σεισμὸς
ἐγένετο μέγας, οἷος οὐκ ἐγένετο
ἀφ' οὗ οἱ ἄνθρωποι ἐγένοντο
ἐπὶ τῆς γῆς, τηλικοῦτος σεισμὸς
οὕτω μέγας. |
18
Καὶ ἔγιναν ἀμέσως ἀστραπαὶ
καὶ φωναὶ καὶ βρονταὶ καὶ συνεκλόνισε
τὴν γῆν μεγάλος σεισμός, ὅμοιος
πρὸς τὸν ὁποῖον δὲν εἶχε
γίνει ἀπὸ τότε ποὺ οἱ
ἄνθρωποι ἐνεφανίσθησαν ἐπάνω
εἰς τὴν γῆν, τέτοιος φοβερὸς
καὶ τόσον μεγάλος σεισμός.
|
18
Καὶ ἔγιναν ἀστραπαὶ καὶ φωναὶ
καὶ βρονταὶ καὶ ἔγινε σεισμὸς
μεγάλος, ὅμοιος πρὸς τὸν ὁποῖον
δὲν εἶχε γίνει ποτέ, ἀφ’ ὅτου οἱ
ἄνθρωποι ἀνεφάνησαν ἐπὶ τῆς
γῆς, τέτοιος καταστρεπτικὸς καὶ τόσον μεγάλος
σεισμός. Καὶ συμβολίζουν αὐτὰ τὴν
δραστικὴν ἐπέμβασιν τοῦ Θεοῦ, ποὺ
σὰν ἄλλος κεραυνὸς καὶ σεισμὸς
θὰ πλήξῃ καὶ θὰ σωριάσῃ εἰς
ἐρείπια τὸ κράτος τοῦ ἀντιχρίστου.
|
19
Καὶ ἐγένετο ἡ πόλις ἡ
μεγάλη εἰς τρία μέρη, καὶ αἱ
πόλεις τῶν ἐθνῶν ἔπεσαν. Καὶ
ἡ Βαβυλὼν ἡ μεγάλη ἐμνήσθη
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ δοῦναι αὐτῇ
τὸ ποτήριον τοῦ οἴνου τοῦ θυμοῦ
τῆς ὀργῆς αὐτοῦ.
|
19
Καὶ ἐσχίσθη ἡ πόλις ἡ
μεγάλη (ἠ πολυάνθρωπος Ρώμη που ἐσυμβολίζετο
μὲ τὸ ὄνομα τῆς Βαβυλῶνος) εἰς
τρία μέρη καὶ ἔπεσαν εἰς ἐρείπεια
αἱ πόλεις τῶν ἐθνῶν. Καὶ
τὴν Ρώμην, τὴν νέαν αὐτὴν
μεγάλην Βαβυλῶνα, (ἔχει δὲ ἡ
κάθε ἐποχὴ μέχρι συντελείας
τὴν ἰδικὴν τῆς Βαβυλῶνα) τὴν
ἐνεθυμήθησαν καὶ τὴν ἐμνημόνευσαν
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, διὰ νὰ
τῆς δώσουν τὸ ποτήριον, τὸ γεμᾶτο
ἀπὸ τὸν δραστικὸν οἶνον τοῦ
θυμοῦ καὶ τῆς ὀργῆς τοῦ
Θεοῦ. |
19
Καὶ ἀπὸ τὸν σεισμὸν ἡ
πόλις ἡ μεγάλη, ποὺ ἀπετελεῖ τὸ
κέντρον τῆς δυνάμεως καὶ τῆς δράσεως τοῦ
ἀντιχρίστου ἐχωρίσθη εἰς τρία μέρη καὶ
αἱ πόλεις τῶν ἐθνῶν ἔπεσαν.
Καὶ ἡ νοητὴ Βαβυλών, ποὺ τότε μὲν
ἐξεικονίζετο ἀπὸ τὴν Ρώμην, ὕστερα
δὲ καὶ κάθε ἐποχὴ ἔχει τὴν
ἠθικὴν Βαβυλῶνα της, καὶ ὀλίγον
πρὸ τῆς ἐπικρατήσεως τοῦ εὐαγγελίου
θὰ ὑπάρξῃ ἡ κατ’ ἐξοχὴν
ἁμαρτωλὸς Βαβυλών, ἐμνημονεύθη ἐνώπιον
τοῦ Θεοῦ. Καὶ τὴν ἐνεθυμήθησαν
διὰ νὰ τῆς δώσουν τὸ ποτήριον τοῦ
οἴνου, τὸ ὁποῖον ἐγίνετο δυνατὸν
καὶ θυμωμένον ἀπὸ τὴν ὀργὴν
τοῦ Θεοῦ. |
20
Καὶ πᾶσα νῆσος ἔφυγε, καὶ ὅρη
οὐχ εὑρέθησαν.
|
20
Καὶ κάθε νησὶ ἔφυγε καὶ ἐχάθηκε
καὶ τὰ βουνὰ ἔγιναν ἄφαντα καὶ
δὲν εὑρέθησαν. (Κράτη ἀσεβῆ
καὶ ἀντίθεα διαλύονται καὶ θὰ
διαλύωνται διὰ μέσου τῶν αἰώνων,
πληττόμενα ἀπὸ τὴν δικαίαν ὀργὴν
τοῦ Θεοῦ). |
20
Καὶ κάθε νησὶ ἐχάθη καὶ τὰ βουνὰ
ἐξηφανίσθησαν καὶ δὲν εὑρέθησαν. Καὶ
συμβολίζει ἡ εἰκὼν αὐτὴ τοῦ
ὀλέθρου τὴν διὰ μέσου τῶν αἰώνων
πτῶσιν καὶ διάλυσιν τῶν ἀντιθέων κρατῶν
καὶ τοῦ χειροτέρου ἐκ τούτων, ποὺ
θὰ προηγηθῇ τῆς ὁριστικῆς ἐπικρατήσεως
τοῦ εὐαγγελίου. |
21
Καὶ χάλαζα μεγάλη ὡς ταλαντιαία
καταβαίνει ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐπὶ
τοὺς ἀνθρώπους· καὶ ἐβλασφήμησαν
οἱ ἄνθρωποι τὸν Θεὸν ἐκ τῆς
πληγῇς τῆς χαλάζης, ὅτι μεγάλη
ἐστὶν ἡ πληγὴ αὕτη σφόδρα.
|
21
Καὶ χάλαζα μεγάλη, τῆς ὁποίας
κάθε κόκκος εἶχε βάρος ἑνὸς
ταλάντου, (εἰκόσι πέντε περίπου
κιλά) ἔπεσε ἀπὸ τὸν οὐρανὸν
μὲ ὁρμὴν ἐπάνω εἰς τοὺς
ἀνθρώπους. Καὶ ἀντὶ αὐτοὶ
μετανοημένοι νὰ ζητήσουν τὸ θεῖον
ἔλεος, ἐβλασφήμησαν τὸν Θεὸν
ἕνεκα τῆς πληγῇς τῆς χαλάζης,
διότι ἡ πληγὴ αὐτὴ ἦτο
πάρα πολὺ μεγάλη.
|
21
Καὶ χάλαζα μεγάλη, ποὺ κάθε κόκκος τῆς εἶχε
βάρος ἑνὸς ταλάντου, δηλαδὴ περὶ τὰ
τριάκοντα τέσσαρα κιλά, ἔπεσεν ἀπὸ τὸν
οὐρανὸν ἐπὶ τῶν ἀνθρώπων.
Καὶ ἀντὶ νὰ μετανοήσουν, ἐβλασφήμησαν
οἱ ἄνθρωποι τὸν Θεὸν ἐξ αἰτίας
τῆς πληγῆς τῆς χαλάζης, διότι ἡ πληγὴ
αὐτὴ ἦτο πάρα πολὺ μεγάλη.
|