Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
εἶδον οὐρανὸν καινὸν καὶ γῆν
καινήν· ὁ γὰρ πρῶτος οὐρανὸς
καὶ ἡ πρώτη γῆ ἀπῆλθον,
καὶ ἡ θάλασσα οὐκ ἐστὶν
ἔτι. |
αὶ
εἶδα νέον οὐρανὸν καὶ νέαν
γῆν, διότι ὁ πρῶτος οὐρανὸς
καὶ ἡ πρώτη γῆ, μὲ τὴν
οὐσίαν καὶ τὴν μορφήν ποὺ
εἶχαν, σὰν φθαρτοὶ καὶ ἄστατοι
ποὺ ἦσαν, ἔφυγαν. Καὶ ἡ θάλασσα,
σύμβολον τῆς χαώδους καταστάσεως ποὺ
εἶχεν ἐπικρατήσει εἰς τὴν οἰκουμένην
ἐξ αἰτίας τῆς ἁμαρτίας,
δὲν ὑπάρχει πλέον.
|
αὶ
εἶδα οὐρανὸν νέον καὶ γῆν νέαν.
Διότι ὁ πρῶτος οὐρανὸς καὶ ἡ
πρώτη γῆ ἔφυγαν καὶ ἡ θάλασσα, ποὺ
ἦτο ἄστατος καὶ ταραχώδης καὶ ἐσυμβόλιζε
προτήτερα τὸν ἐθνικὸν κόσμον, ἀπὸ
τὸν ὁποῖον ἀνεπήδησε τὸ θηρίον,
δὲν ὑπάρχει πλέον. Ὅλα ἔχουν γίνει
καινούργια. |
2
Καὶ τὴν πόλιν τὴν ἁγίαν
Ἱερουσαλὴμ καινὴν εἶδον καταβαίνουσαν
ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἀπὸ τοῦ
Θεοῦ, ἡτοιμασμένην ὡς νύμφην
κεκοσμημένην τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς.
|
2
Καὶ εἶδα τὴν πόλιν τὴν ἁγίαν,
τὴν Ἱερουσαλήμ, τὴν θριαμβεύουσαν
καὶ ἔνδοξον Ἐκκλησίαν, νέαν
καὶ αὐτήν, νὰ κατεβαίνη ἀπὸ
τὸν οὐρανόν, ἀπὸ τὸν Θεόν,
ἐτοιμασμένη καὶ στολισμένη σὰν
νύμφη διὰ τὸν ἄνδρα της, τὸν
Χριστόν. |
2
Εἶδα καὶ τὴν πόλιν τὴν ἁγίαν
Ἱερουσαλήμ, νέαν καὶ αὐτήν, νὰ κατεβαίνῃ
ἀπὸ τὸν οὐρανόν, φτιαγμένην ἀπὸ
τὸν Θεόν, ἐτοιμασμένην σὰν νύμφη στολισμένη
διὰ τὸν ἄνδρα της, τὸν Ἰησοῦν
Χριστόν. |
3
Καὶ ἄκουσα φωνῆς μεγάλης ἐκ
τοῦ οὐρανοῦ λεγούσης· ἰδοὺ
ἡ σκηνὴ τοῦ Θεοῦ μετὰ τῶν
ἀνθρώπων, καὶ σκηνώσει μετ' αὐτῶν,
καὶ αὐτοὶ λαὸς αὐτοῦ ἔσονται,
καὶ αὐτὸς ὁ Θεὸς μετ' αὐτῶν
ἔσται, |
3
Καὶ ἤκουσα φωνὴν μεγάλην ἀπὸ
τὸν οὐρανὸν νὰ λέγῃ <ἰδού,
αὐτὴ εἶναι ἡ αἰωνία καὶ
ἀληθινὴ σκηνή, ὅπου θὰ συγκατοικῇ
ὁ Θεὸς μὲ τοὺς δικαίους ἀνθρώπους.
Καὶ θὰ κατοικήσῃ μαζῆ μὲ
αὐτούς, καὶ αὐτοὶ θὰ εἶναι
λαὸς ἰδικός του καὶ ὁ ἴδιος
ὁ Θεὸς θὰ εἶναι μαζῆ των.
|
3
Καὶ ἤκουσα φωνὴν μεγάλην, ποὺ ἔβγαινεν
ἀπὸ τὸν θρόνον τοῦ Θεοῦ καὶ
ἔλεγεν· Ἰδοὺ ἡ ἀληθὴς
καὶ ἄφθαρτος καὶ ἀχειροποίητος σκηνή,
εἰς τὴν ὁποίαν θὰ συγκατοικῇ
ὁ Θεὸς μαζὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους.
Καὶ θὰ κατοικήσῃ μαζὶ μὲ αὐτοὺς
καὶ αὐτοὶ θὰ εἶναι λαὸς
ἰδικός του καὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς
θὰ εἶναι μαζί τους. |
4
καὶ ἐξαλείψει ἀπ' αὐτῶν
ὁ Θεὸς πᾶν δάκρυον ἀπὸ
τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν, καὶ
ὁ θάνατος οὐκ ἔσται ἔτι, οὔτε
πένθος οὔτε κραυγὴ οὔτε πόνος
οὐκ ἔσται ἔτι· ὅτι τὰ πρῶτα
ἀπῆλθον. |
4
Καὶ θὰ ἐξαφανίσῃ ὁ Θεὸς
ἀπὸ τὰ μάτια των κάθε δάκρυ
(διότι δὲν θὰ ἔχουν πλέον καμμίαν
θλῖψιν καὶ κανένα πόνον) καὶ
ὁ θάνατος δὲν θὰ ὑπάρχῃ
πλέον, οὔτε πένθος οὔτε θρηνώδης
κραυγὴ οὔτε πόνος θὰ ὑπάρχῃ
πλέον. Διότι αἱ προηγούμεναι θλίψεις
καὶ κακοπάθειαι ἐπέρασαν πλέον
διὰ παντός). |
4
Καὶ θὰ ἑξαφανίσῃ κάθε δάκρυ ἀπὸ
τὰ μάτια τους καὶ ὁ θάνατος δὲν θὰ
ὑπάρχῃ πλέον, οὔτε πένθος, οὔτε κραυγὴ
σπαρακτικὴ καὶ λυπηρά, οὔτε πόνος θὰ
ὑπάρχῃ πλέον. Διότι ἡ προτητερινὴ
θλῖψις καὶ κακοπάθεια τῶν Ἁγίων ἐπέρασαν
γιὰ πάντα. |
5
Καὶ εἶπεν ὁ καθήμενος ἐπὶ
τῷ θρόνῳ· ἰδοὺ καινὰ
ποιῶ πάντα. Καὶ λέγει μοι· γράψον,
ὅτι οὗτοι οἱ λόγοι πιστοὶ καὶ
ἀληθηνοί εἰσι.
|
5
Καὶ εἶπεν ὁ Θεός, ποὺ κάθηται
ἐπάνω εἰς τὸν θρόνον· <ἰδού,
κάμνω τὰ πάντα νέα>. Καὶ
μοῦ εἶπε· <γράψε αὐτά
ποὺ ἤκουσες, διότι οἱ λόγοι
αὐτοὶ εἶναι ἀξιόπιστοι καὶ
ἀληθινοί>. |
5
Καὶ εἶπεν ὁ Θεός, ποὺ κάθηται ἐπὶ
τοῦ θρόνου· Ἰδοὺ ὅλα τὰ
κάνω νέα. Καὶ μοῦ εἶπε· Γράψε αὐτὸ
ποὺ εἶπα, διότι οἱ λόγοι αὐτοὶ
εἶναι ἀξιόπιστοι καὶ ἀληθεῖς.
|
6
Καὶ εἶπέ μοι· γέγονεν. Ἐγὼ
τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ
καὶ τὸ τέλος. Ἐγὼ τῷ διψῶντι
δώσω ἐκ τῆς πηγῆς τοῦ ὕδατος
τῆς ζωῆς δωρεάν. |
6
Καὶ μοῦ εἶπε· <ἔχουν γίνει
ὅλα νέα, ὅπως ὑπεσχέθην καὶ
διέταξα. Ἐγὼ εἶμαι τὸ Α καὶ
τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος,
ποὺ κλείω εἰς τὸν εὐατόν
μου ὅλην τὴν δημιουργίαν, τὴν αἰτίαν
καὶ τὸν σκοπόν της. Ἐγώ, εἰς
ἐκεῖνον ποὺ διψᾷ τὴν δικαιοσύνην,
τὴν εἰρήνη,
τὴν αἰωνίαν ζωήν, θὰ τοῦ
δώσω δωρεὰν ἀπὸ τὴν πηγὴν
τοῦ ὕδατος τῆς αἰωνίου ζωῆς.
|
6
Καὶ μοῦ εἶπεν· Ἔχουν γίνει ὅλα
νέα. Ἐγὼ εἶμαι τὸ ἄλφα καὶ
τὸ ὠμέγα, ἡ δημιουργικὴ ἀρχὴ
καὶ αἰτία τῆς κτίσεως καὶ ὁ
ἔσχατος καὶ ὕψιστος σκοπὸς ὅλων
τῶν κτισμάτων. Ἐγὼ εἰς ἐκεῖνον,
ποὺ ἐδιψοῦσε κατὰ τὸν ἐπίγειον
βίον του τὴν δικαιοσύνην καὶ τὴν εὐτυχίαν,
θὰ τοῦ δώσω δωρεὰν ἀπὸ τὴν
πηγὴν τοῦ νεροῦ τῆς ἁγίας καὶ
μακαρίας ζωῆς μου. |
7
Ὁ νικῶν, ἔσται αὐτῷ ταῦτα,
καὶ ἔσομαι αὐτῷ Θεὸς καὶ
αὐτὸς ἔσται μοι υἱός.
|
7
Ὁ νικητὴς εἰς τὸν ἀγῶνα
τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀρετῆς
θὰ ἀποκτήσῃ τὰ ἀγαθὰ
αὐτά, καὶ θὰ εἶμαι δι' αὐτὸν
Θεὸς καὶ αὐτὸς θὰ εἶναι
δι' ἐμὲ υἱός. |
7
Ὁ νικητὴς θὰ κληρονομήσῃ τὰ
ἀγαθά, ποὺ παρέχει τὸ νερὸν αὐτὸ
τῆς ζωῆς, καὶ ἐγὼ θὰ εἶμαι
δι’ αὐτὸν Θεὸς καὶ αὐτὸς
θὰ εἶναι δι’ ἐμὲ υἱός.
|
8
Τοῖς δὲ δειλοῖς καὶ ἀπίστοις
καὶ ἐβδελυγμένοις καὶ φονεῦσι
καὶ πόρνοις καὶ φαρμακοῖς καὶ
εἰδωλολάτραις καὶ πᾶσι τοῖς
ψευδέσι τὸ μέρος αὐτῶν ἐν
τῇ λίμνῃ τῇ καιομένῃ ἐν
πυρὶ καὶ θείῳ, ὅ ἐστιν
ὁ θάνατος ὁ δεύτερος.
|
8
Εἰς δὲ τοὺς δειλούς, ποὺ ὑπεδουλώθησαν
εἰς τὸν ἀντίχριστον καὶ τὴν
ἁμαρτίαν, καὶ εἰς τοὺς ἀπίστους
καὶ εἰς τοὺς βδελυροὺς καὶ ἀκαθάρτους
διὰ τὴν ἀποκρουστικὴν φαυλότητά
των, καὶ εἰς τοὺς φονεῖς καὶ
τοὺς πόρνους καὶ τοὺς μάγους
καὶ τοὺς εἰδωλολάτρας καὶ εἰς
ὅλους, ποὺ ὑπεδουλώθησαν θεληματικὰ
εἰς τὸ ψεῦδος καὶ τὴν κακίαν,
ἐπιφυλάσσεται αἰώνιος τόπος
καταδίκης των μέσα εἰς τὴν λίμνην,
ποὺ καίεται ἀκατάπαυστα μὲ φωτιὰ
καὶ θειάφι. Καὶ αὐτὸς εἶναι
ὁ δεύτερος θάνατος>, (ὁ ὁριστικὸς
δηλαδὴ καὶ ἀμετάκλητος χωρισμὸς
τῶν ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ἡ
αἰωνία των καταδίκη εἰς τὴν
κόλασιν). |
8
Δι’ αὐτοὺς δὲ ποὺ ἐδειλίασαν
εἰς τὸν κατὰ τοῦ θηρίου ἀγῶνα
καὶ διὰ τοὺς ἀπίστους καὶ δι’
ἐκείνους, ποὺ μὲ τὰ βδελυρὰ
καὶ ἀκάθαρτα καὶ παρὰ φύσιν ἁμαρτήματά
τοὺς ἔγιναν σιχαμένοι, καὶ διὰ τοὺς
φονεῖς καὶ τοὺς πόρνους καὶ τοὺς
μάγους καὶ τοὺς εἰδωλολάτρας καὶ δι’
ὅλους ἐν γένει, ποὺ ἠγάπησαν τὸ
ψεῦδος τῆς ἁμαρτίας, ἔχει ἐτοιμασθῆ
τὸ μέρος καὶ ὁ τόπος των μέσα εἰς
τὴν λίμνην, ποὺ βράζει καὶ καίεται μὲ
φωτιὰ καὶ μὲ θειάφι. Καὶ ὁ αἰώνιος
αὐτὸς χωρισμὸς ἀπὸ ἐμὲ
καὶ ἡ ἀτελεύτητος αὐτὴ τιμωρία
καὶ βάσανος εἶναι ὁ δεύτερος θάνατος.
|
9
Καὶ ἦλθεν εἷς τῶν ἑπτὰ
ἀγγέλων τῶν ἐχόντων τὰς
ἑπτὰ φιάλας τὰς γεμούσας τῶν
ἑπτὰ πληγῶν τῶν ἐσχάτων,
καὶ ἐλάλησε μετ' ἐμοῦ λέγων·
δεῦρο δείξω σοι τὴν νύμφην τὴν
γυναῖκα τοῦ ἀρνίου.
|
9
Καὶ ἦλθεν ἔνας ἀπὸ τοὺς
ἑπτὰ ἀγγέλους, ποὺ εἶχαν
τὰς ἑπτὰ φιάλας τὰς γεμάτας
ἀπὸ τὰς ἑπτὰ τελευταίας
πληγάς, καὶ ὡμίλησε μαζῆ μου,
λέγων. <ἔλα, νὰ σοῦ δείξω
τὴν νύμφην, τὴν γυναῖκα τοῦ
Ἀρνίου, τὴν θριαμβεύουσαν Ἐκκλησίαν>.
|
9
Καὶ ἦλθεν ἕνας ἀπὸ τοὺς
ἑπτὰ ἀγγέλους, ποὺ εἶχαν τίς
ἑπτὰ φιάλες τίς γεμᾶτες ἀπὸ
τὰς ἑπτὰ τελευταίας πληγάς, καὶ (ὁμίλησε
μαζί μου καί μου εἶπεν· Ἔλα νὰ σοῦ
δείξω τὴν Νύμφην, τὴν γυναῖκα τοῦ
Ἀρνίου, τὴν θριαμβεύουσαν Ἐκκλησίαν δηλαδή,
ποὺ θὰ ἑνωθῇ μὲ τὸν Χριστόν.
|
10
Καὶ ἀπήνεγκέ με ἐν πνεύματι
ἐπ' ὄρος μέγα καὶ ὑψηλόν.
Καὶ ἔδειξέ μοι τὴν πόλιν τὴν
ἁγίαν Ἱερουσαλὴμ καταβαίνουσαν
ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἀπὸ τοῦ
Θεοῦ, |
10
Μὲ ἐπῆρε καὶ μὲ μετέφερε
μὲ τὸ πνεῦμα μου ἐν ἐκστάσει
εἰς ὅρος μέγα καὶ ὑψηλὸν
καὶ ἀπὸ ἐκεῖ μοῦ ἔδειξε
τὴν πόλιν τὴν ἁγίαν Ἱερουσαλήμ,
τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ποὺ
εἶχεν ἑτοιμάσει ὁ Θεός, νὰ
κατεβαίνῃ ἀπὸ τὸν οὐρανόν.
|
10
Καὶ μὲ μετέφερε μὲ τὸ πνεῦμα
μου ἐν ἐκστάσει ὄχι εἰς ἔρημον,
ποὺ ἦτο ἄλλοτε ἡ Βαβυλών, ἀλλ’
εἰς ὅρος μεγάλο καὶ ὑψηλόν. Διότι
μόνον ἐκεῖνος, ποὺ θὰ ὑψωθῆ
πνευματικῶς, ἡμπορεῖ νὰ ἴδῃ
καὶ κατανοήσῃ τὰ ἐπουράνια. Καὶ
ἀπ’ ἐκεῖ μοῦ ἔδειξε τὴν
πόλιν τὴν ἁγίαν Ἱερουσαλὴμ νὰ
κατεβαίνῃ ἀπὸ τὸν οὐρανόν, κτισμένην
ἀπὸ αὐτὸν τὸν Θεόν.
|
11
ἔχουσαν τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ·
ὁ φωστὴρ αὐτῆς ὅμοιος λίθῳ
τιμιωτάτω, ὡς λίθῳ ἰάσπιδι
κρυσταλλίζοντι· |
11
Καὶ εἶχε τὴν ἀπερίγραπτον δόξαν
τοῦ Θεοῦ. Τὸ φῶς καὶ ἡ
λαμπρότης, ποὺ ἀπήστραπτε εἰς
αὐτήν, ὠμοίαζε μὲ πολυτιμότατον
λίθον· ἦτο σὰν διαμάντι κρυσταλλένιο.
|
11
Καὶ εἶχε τὴν λαμπρότητα καὶ τὴν
δόξαν, ποὺ τῆς ἔδιδεν ἡ ἐν αὐτῇ
παρουσία τοῦ Θεοῦ. Ἡ λάμψις της, ποὺ
ἐφώτιζε καὶ ἤστραπτεν, ἦτο ὅμοια
πρὸς λίθον πολυτιμότατον. Ἦτο σὰν διαμάντι
κρυσταλλένιο. |
12
ἔχουσα τεῖχος μέγα καὶ ὑψηλόν,
ἔχουσα πυλῶνας δώδεκα, καὶ ἐπὶ
τοῖς πυλῶσιν ἀγγέλους δώδεκα,
καὶ ὀνόματα ἐπιγεγραμμένα, ἅ
ἐστιν ὀνόματα τῶν δώδεκα φύλων
τῶν υἱῶν Ἰσραήλ.
|
12
Καὶ εἶχεν ὁλόγυρα μεγάλο καὶ
ὑψηλὸν τεῖχος (διὰ νὰ συμβολίζεται
ἡ ἀπόλυτος πλέον ἀσφάλειά
της), εὐρύχωρες καὶ μεγάλες πύλες
δώδεκα, κατὰ τὸν ἀριθμὸν τῶν
δώδεκα φύλων τοῦ νέου Ἰσραὴλ
τῆς χάριτος, καὶ δώδεκα ἄγγελοι
ἦσαν εἰς τὰς πύλας αὐτάς,
ἐπάνω εἰς τὰς ὁποίας εἶχαν
ἐπιγραφῆ ὀνόματα, τὰ ὀνόματα
τῶν δώδεκα φυλῶν, τῶν ἀπογόνων
τοῦ Ἰσραήλ. |
12
Καὶ εἶχε τριγύρω τεῖχος μεγάλο καὶ
ὑψηλόν, διὰ νὰ τὴν προφυλάττῃ
καὶ τὴν ἀσφαλίζῃ, καὶ πόρτες
δώδεκα, ὅσαι καὶ αἱ δώδεκα φυλαὶ τοῦ
νέου Ἰσραὴλ τῆς χάριτος, καὶ κοντὰ
εἰς τίς πόρτες αὐτὲς δώδεκα ἀγγέλους
φύλακας καὶ φρουρούς των. Καὶ εἶχαν ἐπιγραφὴ
εἰς αὐτὰς ὀνόματα, τὰ ὁποῖα
εἶναι τὰ ὀνόματα τῶν δώδεκα φυλῶν
τῶν πνευματικῶν ἀπογόνων τοῦ Ἰσραήλ.
|
13
Ἀπ' ἀνατολῶν πυλῶνες τρεῖς καὶ
ἀπὸ βορρᾶ πυλῶνες τρεῖς, καὶ
ἀπὸ νότου πυλῶνες τρεῖς, καὶ
ἀπὸ δυσμῶν πυλῶνες τρεῖς.
|
13
Καὶ ὑπῆρχαν τρεῖς μεγαλοπρεπεῖς
πύλες εἰς τὴν ἀνατολικὴν πλευρὰν
τοῦ τείχους καὶ τρεῖς εἰς τὴν
βορείαν καὶ τρεῖς μεγαλοπρεπεῖς πύλες
εἰς τὴν νοτίαν καὶ τρεῖς εἰς
τὴν δυτικὴν πλευράν. |
13
Καὶ ἦσαν τρεῖς πόρτες εἰς τὴν
ἀνατολικὴν πλευρὰν τοῦ τείχους, καὶ
τρεῖς πόρτες εἰς τὸ βόρειον μέρος αὐτοῦ,
καὶ τρεῖς πόρτες εἰς τὴν νοτίαν πλευράν,
καὶ τρεῖς ἀπὸ τὸ δυτικὸν
μέρος. |
14
Καὶ τὸ τεῖχος τῆς πόλεως ἔχον
θεμελίους δώδεκα, καὶ ἐπ' αὐτῶν
δώδεκα ὀνόματα τῶν δώδεκα ἀποστόλων
τοῦ ἀρνίου. |
14
Καὶ τὸ τεῖχος τῆς πόλεως εἶχε
δώδεκα θεμέλια, καὶ ἐπάνω εἰς
αὐτὰ ἦσαν δώδεκα ὀνόματα,
τῶν δώδεκα Ἀποστόλων τοῦ Ἀρνίου.
|
14
Καὶ εἶδα τὸ τεῖχος τῆς πόλεως
νὰ ἔχῃ θεμελίους λίθους δώδεκα καὶ
ἐπ’ αὐτῶν νὰ εἶναι γραμμένα
δώδεκα ὀνόματα, τὰ ὀνόματα τῶν δώδεκα
ἀποστόλων τοῦ Ἀρνίου.
|
15
Καὶ ὁ λαλῶν μετ' ἐμοῦ εἶχε
μέτρον κάλαμον χρυσοῦν, ἵνα μετρήσῃ
τὴν πόλιν καὶ τοὺς πυλῶνας αὐτῆς
καὶ τὸ τεῖχος αὐτῆς.
|
15
Καὶ ὁ ἄγγελος, ποὺ συνωμιλοῦσε
μαζῆ μου, εἶχε ὡς μέτρον ἕνα
χρυσὸ καλάμι (σύμβολον τῆς δόξης
αὐτοῦ καὶ τῆς πόλεως), διὰ
νὰ μετρήσῃ τὴν πόλιν καὶ
τὰς πύλας καὶ τὸ τεῖχος της.
|
15
Καὶ ὁ ἄγγελος ποὺ ὡμίλει μαζί
μου εἶχεν ὡς μέτρον χρυσὸν καλάμι, διὰ
νὰ μετρήσῃ μὲ αὐτὸ τὴν
πόλιν καὶ τίς πόρτες της καὶ τὸ τεῖχος
της. |
16
Καὶ ἡ πόλις τετράγωνος κεῖτε,
καὶ τὸ μῆκος αὐτῆς ἴσον
καὶ τὸ πλάτος. Καὶ ἐμέτρησε
τὴν πόλιν ἐν τῷ καλάμῳ
ἐπὶ σταδίους δώδεκα χιλιάδων·
τὸ μῆκος καὶ τὸ πλάτος καὶ
τὸ ὕψος αὐτῆς ἴσα ἐστί.
|
16
Καὶ ἡ πόλις εἶναι τετράγωνη
(σύμβολον τῆς στερεότητός της) καὶ
τὸ μῆκος της εἶναι ὅσον καὶ
τὸ πλάτος της. Καὶ ἐμέτρησε
τὴν πόλιν μὲ τὸ χρυσὸ καλάμι
καὶ τὴν εὑρῆκε νὰ ἐκτείνεται
εἰς δώδεκα χιλιάδες στάδια (δηλαδὴ
δύο χιλιάδες διακόσια καὶ πλέον
χιλιόμετρα). Καὶ τὸ μῆκος της καὶ
τὸ πλάτος της καὶ τὸ ὕψος της
εἶναι ἴσα. |
16
Καὶ ἡ πόλις εἶναι κτισμένη τετράγωνη, ποὺ
συμβολίζει τὴν στερεότητα, τελειότητα καὶ τὸ
ἀδιάσειστον αὐτῆς. Καὶ τὸ μάκρος
της εἶναι ὅσον καὶ τὸ πλάτος της.
Καὶ ἐμέτρησε τὴν πόλιν μὲ τὸ
χρυσὸ καλάμι καὶ ἐξετείνετο αὐτὴ
εἰς δώδεκα χιλιάδες στάδια, δηλαδὴ εἰς χίλια
πεντακόσια χιλιόμετρα, συμβολικὸς ἀριθμὸς
ποὺ σημαίνει τὸ ὑπερβολικὸν μέγεθος
καὶ τὴν εὐρυχωρίαν τῆς πόλεως. Καὶ
τὸ μάκρος της καὶ τὸ πλάτος της καὶ
τὸ ὕψος της εἶναι μεταξύ των ἴσα.
|
17
Καὶ ἐμέτρησε τὸ τεῖχος αὐτῆς
ἑκατὸν τεσσαράκοντα τεσσάρων πηχῶν,
μέτρον ἀνθρώπου, ὅ ἐστιν ἀγγέλου.
|
17
Καὶ ἐμέτρησε τὸ ὕψος τοῦ
τείχους αὐτῆς καὶ εὑρῆκε
τὸν συμβολικὸν ἀριθμὸν ἑκατὸν
σαράντα τέσσαρας πήχεις. Μέτρημα ποὺ
ἔκαμνε ὁ ἄγγελος μὲ τὸ συνιθισμένο
ἀνθρώπινον μέτρον. (Ἡ τεραστία
ἔκτασις τῆς λαμπροτάτης αὐτῆς
πόλεως μαρτυρεῖ τὴν ἄνεσιν καὶ
τὴν ἀνάπαυσιν, ποὺ θὰ ἔχουν
οἱ κάτοικοί της). |
17
Καὶ ἐμέτρησε τὸ τεῖχος αὐτῆς
καὶ εἶχεν ὕψος ἑκατὸν τεσσαράκοντα
τεσσάρων πήχεων. Δυσανάλογον βέβαια πρὸς τὸ ὕψος
τῆς πόλεως, ἀλλ’ ἦτο ἀρκετὸν
διὰ νὰ ἀσφαλίζεται ἡ πόλις, ἐξεπίτηδες
δὲ χαμηλὸν διὰ νὰ μὴ ἐμποδίζεται
ἡ θέα τῆς μεγαλοπρεπείας καὶ τοῦ ὅλου
μεγαλείου τῆς πόλεως. Ἐπὶ πλέον ὁ
συμβολικὸς καὶ σχηματικὸς αὐτὸς
ἀριθμὸς εἶναι ἀριθμός, ποὺ βγαίνει
ἀπὸ τὴν μέτρησιν, ποὺ κάνει ὁ
ἄγγελος μὲ μέτρον ἀνθρώπινον.
|
18
Καὶ ἦν ἡ ἐνδόμησις τοῦ
τείχους αὐτῆς ἴασπις, καὶ ἡ
πόλις χρυσίον καθαρόν, ὅμοιον ὑάλῳ
καθαρῷ. |
18
Καὶ τὸ οἰκοδομικὸν ὑλικὸν
τοῦ τείχους τῆς εἶναι διαμάντι,
καὶ ὁλόκληρος ἡ πόλις ἀπὸ
καθαρὸ χρυσάφι, ποὺ ἀκτινοβολεῖ
σὰν καθαρὸ γυαλί. |
18
Τὸ ὑλικὸν ἐξ ἄλλου, ἀπὸ
τὸ ὁποῖον ἐκτίσθη ἡ πόλις, εἶναι
πολυτιμότατον. Ἡ μέχρι τοῦ βάθους οἰκοδομὴ
τοῦ τείχους της εἶναι φτιαγμένη ἀπὸ
διαμάντι καὶ ἡ πόλις ἀπὸ χρυσὸν
καθαρόν, ποὺ λάμπει σὰν γυαλὶ καθαρόν.
|
19
Οἱ θεμέλιοι τοῦ τείχους τῆς
πόλεως παντὶ λίθῳ τιμίῳ
κεκοσμημένοι· ὁ θεμέλιος ὁ πρῶτος
ἴασπις, ὁ δεύτερος σάπφειρος, ὁ
τρίτος χαλκηδών, ὁ τέταρτος σμάραγδος,
|
19
Τὰ θεμέλια τοῦ τείχους τῆς πόλεως
εἶναι στολισμένα μὲ κάθε πολύτιμον
λίθον. Ὁ πρῶτος θεμέλιός της
εἶναι διαμάντι, ὁ δεύτερος ζαφείρι,
ὁ τρίτος χαλκηδών, ὁ τέταρτος
σμαράγδι, |
19
Καὶ τὰ θεμέλια τοῦ τείχους τῆς πόλεως
εἶναι στολισμένα μὲ κάθε πολύτιμον λίθον. Ὁ
πρῶτος θεμέλιος λίθος εἶναι διαμάντι, ὁ
δεύτερος εἶναι ζαφείρι, ὁ τρίτος εἶναι χαλκηδὼν
ἢ ἀχάτης, ὁ τέταρτος εἶναι σμαράγδι,
|
20
ὁ πέμπτος σαρδόνυξ, ὁ ἐκτὸς
σάρδιον, ὁ ἕβδομος χρυσόλιθος, ὁ
ὄγδοος βήρυλλος, ὁ ἔνατος τοπάζιον,
ὁ δέκατος χρυσόπρασος, ὁ ἑνδέκατος
ὑάκινθος, ὁ δωδέκατος ἀμέθυστος.
|
20
ὁ πέμπτος σαρδόνυξ (πολύτιμος λίθος
μὲ χρῶμα καστανοκόκκινον), ὁ ἕκτος
κοκκινόχρωμος πολύτιμος λίθος, ὁ ἕβδομος
χρυσόλιθος, ὁ ὄγδοος βήρυλλος (θαλασσόχρωμος
πολύτιμος λίθος), ὁ ἔνατος τοπάζιον
(πολύτιμος πρασινωπὸς λίθος), ὁ δέκατος
χρυσοπράσινος, ὁ ἑνδέκατος ὑάκινθος
(ὅμοιος μὲ ζαφείρι) καὶ ὁ δωδέκατος
κοκκινωπὸς πολύτιμος ἀμέθυστος. (Καὶ
συμβολίζουν οἱ πολυτιμότατοι αὐτοὶ
λίθοι τὰς ἐξαιρέτους ἀρετὰς
τῶν ἁγίων Ἀποστόλων).
|
20
ὁ πέμπτος εἶναι σαρδόνυξ, εἶδος πολυτίμου
ὅνυχος μὲ χρῶμα καστανάν, ὁ ἕκτος
εἶναι ὁ κοκκινωπὸς πολύτιμος λίθος ποὺ
ἔβγαινεν εἰς τὰς Σάρδεις, ὁ ἕβδομος
εἶναι χρυσολίθος, ὁ ὄγδοος εἶναι βήρυλλος,
λίθος πολύτιμος ἔχων τὸ χρῶμα τῆς
θαλάσσης, ὁ ἔνατος εἶναι τοπάζιον, πολύτιμος
λίθος πράσινος, ὁ δέκατος χρυσοπράσινος, ὁ ἑνδέκατος
ὑάκινθος, καὶ ὁ δωδέκατος ὁ κοκκινωπὸς
πολύτιμος λίθος ἀμέθυστος. Καὶ συμβολίζουν οἱ
πολύτιμοι αὐτοὶ λίθοι τὴν ποικίλην καὶ
πάσης ἀξίας ἀνωτέραν ἀρετήν, μὲ τὴν
ὁποίαν εἶναι στολισμένοι οἱ ἅγιοι
ἀπόστολοι, ποὺ μὲ τὴν διδασκαλίαν
τους ἐθεμελίωσαν τὴν Ἐκκλησίαν καὶ
ὡς ἄλλοι λίθοι ζωντανοὶ κατέλαβαν θέσιν
θεμελίων εἰς τὴν οὐράνιον Ἱερουσαλήμ.
|
21
Καὶ οἱ δώδεκα πυλῶνες δώδεκα
μαργαρῖται· ἀνὰ εἰς ἕκαστος
τῶν πυλώνων ἦν ἐξ ἑνὸς
μαργαρίτου. Καὶ ἡ πλατεῖα τῆς
πόλεως χρυσίον καθαρὸν ὡς ὕαλος
διαυγής. |
21
Καὶ οἱ δώδεκα πύλες τῆς πόλεως
ἦσαν δώδεκα τεράστια μαργαριτάρια.
Κάθε μία ἀπὸ τὰς πύλας
εἶχε κατασκευασθῆ ἀπὸ ἕνα τεράστιο
πολυτιμότατο μαργαριτάρι. Καὶ ἡ πλατεῖα
τῆς πόλεως ἦτο ὁλοκάθαρο χρυσάφι,
σὰν γυαλὶ διαφανὲς καὶ ἀκτινοβόλον.
|
21
Καὶ οἱ δώδεκα μεγαλοπρεπεῖς πόρτες ἦσαν
δώδεκα μαργαριτάρια. Καθεμία ἀπὸ τὶς πόρτες
ἦτο φτιαγμένη ἀπὸ ἕνα τεράστιον καὶ
πολυτιμότατον μαργαριτάρι. Καὶ ἡ πλατεῖα
τῆς πόλεως ἦτο ἀπὸ κατεργασμένον χρυσὸν
καθαρὸν σὰν τὸ γυαλὶ τὸ διαφανὲς
καὶ στιλπνόν. |
22
Καὶ ναὸν οὐκ εἶδον ἐν αὐτῇ·
ὁ γὰρ Κύριος ὁ Θεὸς ὁ
παντοκράτωρ ναὸς αὐτῆς ἐστι,
καὶ τὸ ἀρνίον.
|
22
Καὶ ναὸν δὲν εἶδα μέσα εἰς
τὴν πόλιν. Καὶ τοῦτο, διότι
ὁ Κύριος, ὁ Θεὸς ὁ παντοκράτωρ,
καὶ τὸ Ἀρνίον, εἶναι ὁ
ἀπειροτέλειος καὶ ζῶν ναὸς τῆς
πόλεως, ὥστε νὰ λατρεύωνται κατ' εὐθεῖαν
ἀπὸ τοὺς πιστούς.
|
22
Καὶ ναὸν δὲν εἶδα μέσα εἰς αὐτήν.
Διότι Κύριος ὁ Θεὸς ὁ παντοκράτωρ καὶ
τὸ Ἀρνίον εἶναι πάντοτε παρόντες καὶ
λατρεύονται κατ’ εὐθεῖαν ἀπὸ τοὺς
κατοίκους τῆς πόλεως. Καὶ ἡ παρουσία των
αὐτὴ εἶναι ὁ ναὸς τῆς
πόλεως. |
23
Καὶ ἡ πόλις οὐ χρείαν ἔχει
τοῦ ἡλίου οὐδὲ τῆς σελήνης
ἵνα φαίνωσιν αὐτῇ· ἡ γὰρ
δόξα τοῦ Θεοῦ ἐφώτισεν αὐτήν,
καὶ ὁ λύχνος αὐτῆς τὸ
ἀρνίον. |
23
Καὶ ἡ πόλις δὲν εἶχεν ἀνάγκην
ἀπὸ τὸν ἥλιον οὔτε ἀπὸ
τὴν σελήνην, διὰ νὰ τὴν φωτίζουν.
Διότι ἡ ἀποστράπτουσα δόξα τοῦ
Θεοῦ τὴν ἐπλημμύριζεν εἰς τὸ
φῶς, καὶ ἀκτινοβόλον λύχνον
της ἔχει τὸ Ἀρνίον.
|
23
Καὶ ἡ πόλις δὲν χρειάζεται τὸν ἥλιον
οὔτε τὴν σελήνην διὰ νὰ τὴν
φωτίζουν. Διότι ἡ ἔνδοξος λαμπρότης τοῦ
Θεοῦ, ποὺ εἶναι φῶς, τὴν ἔκαμε
φωτεινὴν καὶ ὡς λύχνον της ἔχει τὸ
Ἀρνίον, τὸν Χριστόν, ποὺ εἶναι τὸ
φῶς τὸ ἀληθινόν. |
24
Καὶ περιπατήσουσι τὰ ἔθνη διὰ
τοῦ φωτὸς αὐτῆς, καὶ οἱ
βασιλεῖς τῆς γῆς φέρουσι τὴν
δόξαν καὶ τὴν τιμὴν αὐτῶν
εἰς αὐτήν,
|
24
Καὶ τὰ ἔθνη, ποὺ ἦσαν ἄλλοτε
εἰδωλολατρικά, πολῖται τώρα τῆς
βασιλείας τοῦ Θεοῦ, θὰ περιπατήσουν
καὶ θὰ ζήσουν εἰς τὴν ἁγίαν
πόλιν, φωτιζόμενοι ἀπὸ τὸ θεῖον
της φῶς. Καὶ οἱ λυτρωμένοι βασιλεῖς
τῆς γῆς θὰ προσφέρουν εἰς τὴν
πόλιν τὴν δόξαν των καὶ τὸ μεγαλεῖον
των. |
24
Καὶ αὐτοί, ποὺ ἀνῆκαν ἄλλοτε
εἰς διάφορα ἔθνη τῆς γῆς καὶ
εἶναι τώρα σεσωσμένοι, θὰ περιπατήσουν φωτιζόμενοι
μὲ τὸ θεῖον φῶς τῆς πόλεως.
Καὶ οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς οἱ
κληρονομήσαντες τὴν σωτηρίαν φέρουν τὴν δόξαν
καὶ τὴν τιμήν τους εἰς αὐτήν.
|
25
καὶ οἱ πυλῶνες αὐτῆς οὐ
μὴ κλεισθῶσιν ἡμέρας· νὺξ
γὰρ οὐκ ἔσται ἐκεῖ·
|
25
Καὶ αἱ πύλαι αὐτῆς δὲν
θὰ κλεισθοῦν ποτὲ κατὰ τὴν ἀτελείωτον
ἡμέραν τῆς αἰωνιότητος, διότι
νύκτα καὶ σκότος δὲν θὰ ὑπάρχουν
πλέον εἰς αὐτήν.
|
25
Καὶ οἱ πόρτες της δὲν θὰ κλεισθοῦν
ποτὲ κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς ἀτελείωτου
ἡμέρας, διότι νύκτα ἐκεῖ δὲν θὰ
εἶναι πλέον. |
26
καὶ οἴσουσι τὴν δόξαν καὶ τὴν
τιμὴν τῶν ἐθνῶν εἰς αὐτήν.
|
26
Καὶ θὰ προσφέρουν εἰς αὐτὴν
τὴν δόξαν καὶ τὸ μεγαλεῖον τῶν
ἐθνῶν, ποὺ ἔχουν λυτρωθῆ διὰ
τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ. |
26
Καὶ θὰ φέρουν τὴν δόξαν καὶ τὴν
τιμὴν τῶν σωζομένων ἐθνῶν εἰς
αὐτήν. |
27
Καὶ οὐ μὴ εἰσέλθῃ εἰς
αὐτὴν πᾶν κοινὸν καὶ ὁ
ποιῶν βδέλυγμα καὶ ψεῦδος, εἰ
μὴ οἱ γεγραμμένοι ἐν τῷ βιβλίῳ
τῆς ζωῆς τοῦ ἀρνίου.
|
27
Καὶ δὲν θὰ εἰσέλθῃ ποτὲ
εἰς αὐτὴν τίποτε τὸ ἀκάθαρτον·
δὲν θὰ εἰσέλθῃ ἐκεῖνος
ποὺ ἔπραξε βδελυρὰς πράξεις ἢ
ὅ,τι ἄλλο ὑπαγορεύει τὸ ψεῦδος
τῆς πλάνης καὶ τῆς ἁμαρτίας.
Εἰς αὐτὴν θὰ εἰσέλθουν
μόνον ὅσοι εἶναι γραμμένοι εἰς
τὸ βιβλίον τῆς ζωῆς τοῦ Ἀρνίου.
|
27
Καὶ δὲν θὰ ἔμβῃ κατ’ οὐδένα
λόγον εἰς αὐτὴν κάθε ἀκάθαρτον, καθὼς
καὶ ἐκεῖνος, ποὺ ἔπραττεν οἰονδήποτε
βδελυρὸν ἔργον ἢ πρᾶξιν ἀντίθετον
πρὸς τὴν ἀλήθειαν. Κανένας ἁμαρτωλὸς
δὲν θὰ ἔμβῃ εἰς αὐτήν,
παρὰ μόνον ὅσοι ἔχουν γραφῆ εἰς
τὸ βιβλίον τῆς ζωῆς τοῦ Ἀρνίου.
|