Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων·
|
μίλησεν
ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν λέγων·
|
Κύριος
ἔμιλησε εἰς τὸν Μωϋσῆν καὶ εἶπε:
|
2
πρόσταξον τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ
καὶ ἐξαποστειλάτωσαν ἐκ τῆς
παρεμβολῆς πάντα λεπρὸν καὶ πάντα
γονορρυῆ καὶ πάντα ἀκάθαρτον
ἐπὶ ψυχῇ·
|
2
<διάταξε τος Ἰσραηλίτας νὰ ἀπομακρύνουν
ἔξω ἀπὸ τὴν κατασκήνωσίν
των κάθε λεπρόν, κάθε γονορρυῆ καὶ
καθένα, ὁ ὁποῖος ἐμιάνθη
διότι ἤγγισε νεκρόν.
|
2
<Δῶσε διαταγὴν εἰς τὸν Ἰσραηλιτικὸν
λαὸν νὰ ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὸ
στρατόπεδον κάθε λεπρόν, κάθε ἕνα ποὺ ἔπαθε
ἀκούσιον ρεῦσιν σπέρματος, καὶ κάθε ἕνα
ποὺ ἐμολύνθη, διότι ἔχει ἐγγίσει
νεκρόν· |
3
ἀπὸ ἀρσενικοῦ ἕως θηλυκοῦ
ἐξαποστείλατε ἔξω τῆς παρεμβολῆς,
καὶ οὐ μὴ μιανοῦσι τὰς παρεμβολὰς
αὐτῶν, ἐν οἷς ἐγὼ καταγίνομαι
ἐν αὐτοῖς. |
3
Κάθε ἀκάθαρτον, εἴτε ἄρρην εἴτε
θῆλυς εἶναι, ἀπομακρύνατε ἔξω
ἀπὸ τὸ στρατόπεδον, διὰ νὰ
μὴ μολύνουν τοὺς τόπους τούτους
τῶν κατασκηνώσεων, εἰς τοὺς ὁποίους
ἐγὼ παρίσταμαι>. |
3
κάθε ἀκάθαρτον νομικῶς πρόσωπον, εἴτε ἄνδρας
εἶναι αὐτὸς εἴτε γυναῖκα, νὰ
τοὺς ἀπομακρύνετε, διὰ νὰ μὴ
μολύνουν τὸ στρατόπεδόν σας, εἰς τὸ
ὁποῖον εὑρίσκομαι καὶ κατοικῶ
ἐγώ, ὁ Πανάγιος Θεός>. |
4
Καὶ ἐποίησαν οὕτως οἱ υἱοὶ
Ἰσραήλ καὶ ἐξαπέστειλαν αὐτοὺς
ἔξω τῆς παρεμβολῆς· καθὰ ἐλάλησε
Κύριος Μωυσῆ, οὕτως ἐποίησαν
οἱ υἱοὶ Ἰσραήλ,
|
4
Οἱ ᾿Ισραηλῖται ἔκαμαν, ὅπως
διέταξεν ὁ Θεός, καὶ ἀπεμάκρυναν
τοὺς ἀκαθάρτους ἔξω ἀπὸ
τὸ στρατόπεδον. Ὅπως ἔδωσεν ἐντολὴν
ὁ Κύριος εἰς τὸν Μωϋσῆν, ἔτσι
ἔκαμαν οἱ Ἰσραηλῖται.
|
4
Οἱ Ἰσραηλῖται ἔκαμαν ὅπως τοὺς
διέταξεν ὁ Θεὸς καὶ ἀπεμάκρυναν ὅλους
αὐτοὺς τοὺς νομικῶς ἀκαθάρτους
ἀπὸ τὸ στρατόπεδόν των ὅπως
ἀκριβῶς ἐμίλησεν ὁ Κύριος εἰς
τὸν Μωϋσῆν, ἔτσι ἔκαμαν οἱ Ἰσραηλῖται.
|
5
καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν
λέγων· |
5
Ὡμίλησεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν
Μωϋσῆν λέγων· |
5
Ὁ Κύριος ἐμίλησε εἰς τὸν Μωϋσῆν
καὶ εἶπε: |
6
λάλησον τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ
λέγων· ἀνήρ ἢ γυνή, ὅς
τις ἂν ποιήσῃ ἀπὸ πασῶν
τῶν ἁμαρτιῶν τῶν ἀνθρωπίνων,
καὶ παριδὼν παρίδῃ καὶ πλημμελήσῃ
ἡ ψυχὴ ἐκείνη,
|
6
<εἰπὲ πρὸς τοὺς Ἰσραηλίτας
τὰ ἑξῆς· ᾿Εὰν ἀνήρ
ἢ γυνὴ διαπράξουν κάποιο ἐκ
τῶν ἀνθρωπίνων ἁμαρτημάτων καὶ
ζημιώσουν τὸν πλησίον των καὶ διὰ
λόγους ἀγνοίας ἢ ἀμελείας
καταπατήσουν οὕτω τὸν θεῖον νόμον
καὶ ἁμαρτήσουν, εἶναι ὑπεύθυνοι
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
|
6
<Νὰ ὁμιλήσῃς εἰς τοὺς Ἰσραηλίτες
καὶ νὰ τοὺς εἰπῇς: Ὅταν
ἕνας ἄνδρας ἢ γυναῖκα κάμουν κάποιαν
συνηθισμένην ἁμαρτίαν καὶ βλάψουν ὑλικῶς
τὸν ἄλλον, καὶ εἴτε ἀπὸ
ἄγνοιαν εἴτε ἀπὸ ἀμέλειαν παραβοῦν
τὸν θεῖον νόμον, θὰ εἶναι ὑπεύθυνοι
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι
ὑπερασπιστὴς τῶν ἀδικουμένων.
|
7
ἐξαγορεύσει τὴν ἁμαρτίαν, ἣν
ἐποίησε, καὶ ἀποδώσει τὴν
πλημμέλειαν τὸ κεφάλαιον καὶ τὸ
ἐπίπεμπτον αὐτοῦ προσθήσει ἐπ'
αὐτό, καὶ ἀποδώσει, τίνι
ἐπλημμέλησεν αὐτῷ.
|
7
Ὁ ἁμαρτήσας θὰ ὁμολογήσῃ
πρὸς ἐξιλέωσίν του τὴν ἁμαρτίαν,
τὴν ὁποίαν ἔκαμε, θὰ πληρώσῃ
εἰς τὸν ἀδικηθέντα τὴν ζημίαν
ἐξ ὁλοκλήρου καὶ θὰ δώσῃ
ἐπὶ πλέον καὶ τὸ ἓν πέμπτον
τῆς ἀξίας. |
7
Αὐτὸς ποὺ ἔκαμε τέτοιαν ἁμαρτίαν,
διὰ νὰ συγχωρηθῇ πρέπει νὰ ὁμολογήσῃ
τὴν ἁμαρτίαν ποὺ ἔκαμε καὶ νὰ
ἀποκαταστήσῃ τὴν ὑλικὴν ζημίαν
ποὺ ἐπροξένησε· νὰ καταβάλῃ
ὅλην τὴν ἀρχικὴν ἀξίαν τῆς
ζημίας, ἀκόμη δὲ νὰ προσθέση εἰς
τὸ ποσὸν αὐτὸ καὶ τὸ 1/5
τῆς ἀξίας της· ὅλο αὐτὸ τὸ
ποσὸν να τὸ ἐπιστρέψῃ εἰς ἐκεῖνον
ποὺ ἔβλαψε. |
8
Ἐὰν δὲ μὴ ᾖ τῷ ἀνθρώπῳ
ὁ ἀγχιστεύων, ὥστε ἀποδοῦναι
αὐτῷ τὸ πλημμέλημα πρὸς αὐτόν,
τὸ πλημμέλημα τὸ ἀποδιδόμενον
Κυρίῳ τῷ ἱερεῖ ἔσται,
πλὴν τοῦ κριοῦ τοῦ ἱλασμοῦ,
δι' οὗ ἐξιλάσεται ἐν αὐτῷ
περὶ αὐτοῦ. |
8
Ἐὰν ὅμως δὲν ὑπάρχῃ
οὔτε ὁ ζημιωθεὶς οὔτε ἄλλος
τις συγγενής του, εἰς τὸν ὁποῖον
νὰ καταβληθῆ ἡ ἀποζημίωσις,
τότε αὐτὴ θὰ δοθῇ εἰς
τὸν Κύριον καὶ θὰ ἀνήκῃ
εἰς τὸν ἱερέα, εἰς τὸν
ὁποῖον ἐπίσης θὰ ἀνήκῃ
καὶ ὁ ἐξιλαστήριος κριός, διὰ
τοῦ ὁποίου θὰ ἐξιλεωθῇ
ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν του ὁ
διαπράξας τὴν ἀδικίαν.
|
8
Ἐὰν ὅμως ἀπέθανε ἐκεῖνος,
ποὺ ἐζημιώθη ἀπὸ τὴν ἀδικίαν,
καὶ δὲν ἔχῃ οὔτε κοντινὸν
συγγενῆ, εἰς τὸν ὁποῖον νὰ
ἐπιστραφῇ τὸ ποσόν, τότε τὸ ποσὸν
τῆς ἐξιλεώσεως θὰ ἐπιστραφῇ
εἰς τὸν Κύριον, διὰ τὸν ἱερέα.
Τοῦτο θὰ ἐπιστραφῇ μαζὶ μὸ
τὸ κριάρι, ποὺ θὰ θυσιασθῇ ὡς
ἐξιλαστήριος προσφορά, διὰ τοῦ ὁποίου
θὰ συγχωρηθῇ ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν
του ἐκεῖνος ποὺ ἔκαμε τὴν ὑλικὴν
ἀδικίαν. |
9
Καὶ πᾶσα ἀπαρχὴ κατὰ πάντα
τὰ ἁγιαζόμενα ἐν υἱοῖς
Ἰσραήλ, ὅσαι ἐὰν προσφέρωσι
Κυρίῳ, τῷ ἱερεῖ αὐτῷ
ἔσται. |
9
Ὅλα τὰ πρωτόλεια, οἱ πρῶτοι
ὥριμοι καρποί, ποὺ θὰ προσφέρουν
οἱ Ἰσραηλῖται εἰς τὸν Κύριον,
θὰ ἀνήκουν εἰς τὸν ἱερέα.
|
9
Ἐπίσης κάθε πρῶτος ὥριμος καρπὸς καὶ
κάθε ἁγία προσφορά, ποὺ ἀφιερώνονται
εἰς τὸν Κύριον, ποὺ θὰ προσφέρουν
οἱ Ἰσραηλῖται εἰς τὸν Ναόν,
θὰ ἀνήκουν εἰς τὸν ἱερέα.
|
10
Καὶ ἑκάστου τὰ ἡγιασμένα
αὐτοῦ ἔσται· καὶ ἀνήρ,
ὃς ἂν δῷ τῷ ἱερεῖ, αὐτῷ
ἔσται. |
10
Καὶ ὅ,τι ἄλλο οἰοσδήποτε ἀπὸ
τοὺς Ἰσραηλίτας προσφέρει εἰς
τὸν ναόν, θὰ ἀνήκῃ εἰς
τὸν ἱερέα. Καὶ γενικῶς εἰς
τὸν ἱερέα θὰ ἀνήκῃ
ὅ,τι θὰ δώσῃ κανεὶς εἰς
αὐτὸν δι' οἰανδήποτε αἰτίαν>.
|
10
Καὶ κάθε ἅγια προσφορά, ποὺ θὰ προσφερθῇ
ἀπὸ ἰδιῶτες εἰς τὸν Κύριον,
θὰ ἀνήκῃ εἰς τὸν ἱερέα·
γενικῶς ὀτιδήποτε προσφέρῃ κάποιος
εἰς τὸν ἱερέα δι' ἄλλον λόγον, θὰ
ἀνήκῃ καὶ αὐτὸ εἰς
τὸν ἱερέα>. |
11
Καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν
λέγων· |
11
Ὁ Κύριος ὡμίλησε πρὸς τὸν
Μωϋσῆν λέγων· |
11
Ὁ Κύριος ἐμίλησε εἰς τὸν Μωϋσῆν
καὶ εἶπε: |
12
λάλησον τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ,
καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτούς·
ἀνδρὸς ἀνδρός, ἐὰν παραβῇ
ἡ γυνὴ αὐτοῦ, καὶ ὑπεριδοῦσα
παρίδῃ αὐτὸν
|
12
<λάλησον καὶ εἰπὲ εἰς τοὺς
Ἰσραηλίτας· ἐὰν μία ὕπανδρος
γυνὴ καταφρονήσῃ τὸν ἄνδρα της,
καταπατήσῃ τὴν συζυγικὴν πίστιν
|
12
<Νὰ ὁμιλήσῃς εἰς τοὺς Ἰσραηλίτες
καὶ νὰ τοὺς εἰπῇς: Ἐὰν
ἡ σύζυγος κάποιου παραστρατήσῃ καὶ
περιφρονήσῃ τὸν σύζυγόν της, παραβῇ
τὴν συζυγικὴν πίστιν καὶ τὸν ἀπατήσῃ·
|
13
καὶ κοιμηθῇ τις μετ' αὐτῆς κοίτην
σπέρματος, καὶ λάθῃ ἐξ ὀφθαλμῶν
τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς καὶ κρύψῃ,
αὐτὴ δὲ ᾖ μεμιασμένη καὶ
μάρτυς μὴ ἦν μετ' αὐτῆς, καὶ
αὐτὴ μὴ ἦν ἀνειλημμένη,
|
13
καὶ κοιμηθῇ μὲ ἄλλον εἰς διάπραξιν
ἁμαρτίας καὶ διαφύγῃ τὴν
ἀντίληψιν τοῦ ἀνδρός της, κρύψῃ
δὲ ἡ ἰδία τὸ ἁμάρτημά
της, εἶναι αὐτὴ ὁπωσδήποτε μολυσμένη,
ἔστω καὶ ἂν
δὲν συνελήφθη ἐπ' αὐτοφώρῳ.
|
13
καὶ ἐὰν κοιμηθῇ μαζί της ἄλλος,
ξένος ἄνθρωπος καὶ ἔλθῃ εἰς
σαρκικὴν ἕνωσιν μὲ αὐτήν, τὸ
γεγονὸς δὲ τοῦτο διαφύγῃ ἀπὸ
τὴν προσοχὴν τοῦ συζύγου της, αὐτὴ
δὲ ἀποκρύψῃ τὴν ἁμαρτίαν της
ἀπὸ τὸν ἄνδρα της -ἐν τούτοις
αὐτὴ εἶναι πράγματι μολυσμένη καὶ
ἔνοχος, ἔστω καὶ ἂν δὲν ὑπάρχῃ
αὐτόπτης μάρτυρας, καὶ αὐτὴ δὲν
ἔχῃ συλληφθῇ ἐπ' αὐτοφώρῳ
- |
14
καὶ ἐπέλθῃ αὐτῷ πνεῦμα
ζηλώσεως καὶ ζηλώσῃ τὴν γυναῖκα
αὐτοῦ, αὐτὴ δὲ μεμίανται,
ἢ ἐπέλθῃ αὐτῷ πνεῦμα
ζηλώσεως καὶ ζηλώσῃ τὴν γυναῖκα
αὐτοῦ, αὐτὴ δὲ μη ᾖ μεμιασμένη,
|
14
Ἐὰν ὁ σύζυγός της τὴν
ὑποψιασθῇ καὶ τὴν ζηλοτυπήσῃ
ὄχι ἀδίκως, διότι αὐτὴ
ἔχει ἤδη μολυνθῆ,
ἐὰν ἀκόμη κάποιος σύζυγος
εἰς περίπτωσιν κατὰ τὴν ὁποίαν
ἡ σύζυγός του δὲν ἔχει μολυνθῆ,
ὑποψιασθῆ αὐτὴν ἀδίκως
καὶ τὴν ζηλοτυπήσῃ, εἰς τὰς
περιπτώσεις αὐτάς
|
14
καὶ ὁ σύζυγός της, ἐπειδὴ ὑπωψιάσθη
κάτι, ἐζηλοτύπησε ὄχι ἄδικα, διότι
αὐτὴ ἔχει ἤδη μολυνθῆ·
ἢ ὁ σύζυγός της τὴν ὑπωψιάσθη
καὶ τὴν ἐζηλοτύπησε ἄδικα, διότι
ἡ σύζυγός του δὲν ἔχει μολυνθῆ, τότε
καὶ εἰς τὶς δύο αὐτὲς περιπτώσεις
|
15
καὶ ἄξει ὁ ἄνθρωπος τὴν γυναῖκα
αὐτοῦ πρὸς τὸν ἱερέα καὶ
προσοίσει τὸ δῶρον περὶ αὐτῆς,
τὸ δέκατον τοῦ οἰφὶ ἄλευρον
κρίθινον, οὐκ ἐπιχεεῖ ἐπ'
αὐτὸ ἔλαιον, οὐδὲ ἐπιθήσει
ἐπ' αὐτὸ λίβανον· ἔστι
γὰρ θυσία ζηλοτυπίας, θυσία μνημοσύνου,
ἀναμιμνήσκουσα ἁμαρτίαν.
|
15
ὁ σύζυγος αὐτὸς θὰ ὁδηγήσῃ
τὴν σύζυγόν του εἰς
τὸν ἱερέα, θὰ προσφέρῃ
τὸ δῶρον του δι' αὐτήν, θὰ προσφέρῃ
ἓν δέκατον τοῦ οἰφί
(δύο περίπου χιλιόγραμμα) ἀλεῦρι
κρίθινον, χωρὶς νὰ χύσῃ ἐπάνω
εἰς αὐτὸ ἔλαιον καὶ χωρὶς
νὰ θέσῃ ἐπάνω εἰς αὐτὸ
λιβάνι, διότι πρόκειται περὶ θυσίας
ζηλοτυπίας, θυσίας ἡ ὁποία
ὑπενθυμίζει ἁμαρτίαν καταπατήσεως
συζυγικῆς πίστεως.
|
15
ὁ σύζυγος θὰ φέρῃ τὴν γυναῖκα
του καὶ θὰ τὴν παρουσιάσῃ εἰς
τὸν ἱερέα· θὰ προσφέρῃ τὸ ὡρισμένον
δῶρον του δι' αὐτὴν εἰς τὸν
ἱερέα, τὸ ὁποῖον εἶναι 126 δράμια
ἀλεύρι ἀπὸ κριθάρι. Εἰς τὸ
ἀλεύρι αὐτὸ δὲν θὰ χύσῃ
λάδι οὔτε θὰ προσθέσῃ λιβάνι· διότι
τὸ δῶρον τοῦτο δὲν εἶναι θυσία
ἁμαρτίας, ἀλλὰ θυσία ζηλοτυπίας· εἶναι
θυσία ποὺ ἐνθυμίζει ἁμαρτίαν· θυσία
ποὺ γίνεται διὰ νὰ φανερωθῇ ἐὰν
ἡ ὑποψία διὰ τὴν καταπάτησιν
τῆς συζυγικῆς πίστεως εἶναι ἀληθινὴ
ἢ ὄχι. |
16
Καὶ προσάξει αὐτὴν ὁ ἱερεὺς
καὶ στήσει αὐτὴν ἔναντι Κυρίου,
|
16
Ὁ ἱερεὺς θὰ
ὁδηγήσῃ καὶ θὰ στήσῃ
αὐτὴν ὀρθίαν ἐνώπιον τῆς
Σκηνῆς τοῦ Κυρίου,
|
16
Ὁ ἱερεὺς θὰ φέρῃ τὴν γυναῖκα,
διὰ τὴν ὁποίαν ὑπάρχει ἡ
καχυποψία, καὶ θὰ τὴν στήσῃ ἐμπρὸς
εἰς τὴν Σκηνήν, εἰς τὴν ὁποίαν
ὁ Κύριος δηλώνει τὴν παρουσίαν του μὲ τὸ
ὑπερφυσικὸν σύννεφον.
|
17
καὶ λήψεται ὁ ἱερεὺς ὕδωρ
καθαρὸν ζῶν ἐν ἀγγείῳ
ὀστρακίνῳ καὶ τῆς γῆς
τῆς οὔσης ἐπὶ τοῦ ἐδάφους
τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου, καὶ
λαβὼν ὁ ἱερεὺς ἐμβαλεῖ
εἰς τὸ ὕδωρ. |
17
θὰ λάβῃ ὕδωρ καθαρὸν ἀπὸ
πηγὴν μέσα εἰς πήλινον δοχεῖον,
θὰ πάρῃ χῶμα ἀπὸ
τὸ ἔδαφος, ὅπου
εὑρίσκεται ἡ Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου,
τὸ ὁποῖον θὰ ρίψῃ μέσα
εἰς τὸ δοχεῖον τοῦ ὕδατος.
|
17
Κατόπιν ὁ ἱερεὺς θὰ λάβῃ εἰς
πήλινον δοχεῖον (μικρὴν γαβάθαν) νερὸν καθαρόν,
πηγαῖον καὶ ὀλίγον χῶμα, ἀπὸ
αὐτὸ ποὺ ὑπάρχει εἰς τὸ
δάπεδον τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου, καὶ
εἶναι ἁγιασμένον ἕνεκα τῆς παρουσίας
τοῦ Θεοῦ· τὸ χῶμα αὐτὸ
θὰ τὸ ρίψῃ εἰς τὸ νερόν, ποὺ
ὑπάρχει εἰς τὴν μικρὴν γαβάθαν.
|
18
Καὶ στήσει ὁ ἱερεὺς τὴν
γυναῖκα ἔναντι Κυρίου καὶ ἀποκαλύψει
τὴν κεφαλὴν τῆς γυναικὸς καὶ
δώσει ἐπὶ τὰς χεῖρας αὐτῆς
τὴν θυσίαν τοῦ μνημόσυνου, τὴν
θυσίαν τῆς ζηλοτυπίας, ἐν δὲ
τῇ χειρὶ τοῦ ἱερέως ἔσται
τὸ ὕδωρ τοῦ ἐλεγμοῦ τοῦ
ἐπικαταρωμένου τούτου.
|
18
Ὁ ἱερεὺς θὰ τοποθετήσῃ
τὴν γυναῖκα ἐνώπιον τῆς Σκηνῆς
τοῦ Κυρίου, θὰ ξεσκεπάσῃ τὴν
κεφαλήν της καὶ θὰ δώσῃ εἰς
τὰ χέρια της τὴν θυσίαν, ποὺ
ὑπενθυμίζει τὴν ἁμαρτίαν της,
τὴν θυσίαν τῆς
ζηλοτυπίας. Ὁ δὲ ἱερεὺς
θὰ κρατῇ εἰς τὰ χέρια του τὸ
νερό, διὰ τῆς
κατάρας τοῦ ὁποίου θὰ ἐξακριβωθῇ
ἡ ἀθωότης ἢ ἐνοχὴ τῆς
γυναικός. |
18
Κατόπιν ὁ ἱερεὺς θὰ στήσῃ τὴν
γυναῖκα ἐμπρὸς εἰς τὴν Σκηνήν,
εἰς τὴν ὁποίαν ὁ Κύριος δηλώνει τὴν
παρουσίαν του μὲ τὸ ὑπερφυσικὸν συννεφον,
καὶ θὰ ξεσκεπάσῃ τὴν κεφαλὴν
τῆς γυναικός, διὰ νὰ δηλώσῃ ὅτι
ὅλα εἶναι γνωστὰ καὶ φανερὰ
εἰς τὸν Θεὸν· καὶ θὰ βάλῃ
εἰς τὰ χέρια της τὴν θυσίαν, ποὺ ἐνθυμίζει
τὴν ἁμαρτίαν της, τὴν θυσίαν τῆς ζηλοτυπίας·
ὁ δὲ ἱερεὺς θὰ κρατῇ εἰς
τὰ χέρια του τὴν μικρὴν γαβάθαν μὲ
τὸ νερόν, μὲ τὸ ὁποῖον θὰ
ἐλεγχθῇ μὲ κατᾶραν ἡ ἀθωότης
ἢ ἡ ἐνοχὴ τῆς γυναικός.
|
19
Καὶ ὁρκιεῖ αὐτὴν ὁ ἱερεύς,
καὶ ἐρεῖ τῇ γυναικί· εἰ
μὴ κεκοίμηταί τις μετὰ σοῦ,
εἰ μὴ παραβέβηκας μιανθῆναι ὑπὸ
τὸν ἄνδρα τὸν σεαυτῆς, ἀθῴα
ἴσθι ἀπὸ του ὕδατος τοῦ ἐλεγμοῦ
τοῦ ἐπικαταρωμένου τούτου·
|
19
Θὰ ὁρκίσῃ αὐτὴν ὁ
ἱερεὺς καὶ θὰ τῆς εἴπῃ·
᾿Εὰν δὲν ἐκοιμήθη κανεὶς
ἀνήρ μετὰ σοῦ,
ἐὰν δὲν κατεπάτησες τὴν συζυγικὴν
πίστιν τοῦ ἀνδρός σου, ὥστε
νὰ μολυνθῆς, θὰ εἶσαι ἀνέπαφος
ἀπό, τὸ κατηραμένον αὐτὸ
ὕδωρ τοῦ ἐλεγμοῦ.
|
19
Κατόπιν ὁ ἱερεὺς θὰ καλέσῃ τὴν
γυναῖκα νὰ ὁρκισθῇ καὶ θὰ
τῆς εἰπῇ: Ἐὰν δὲν ἐκοιμήθη
κανένας ἄνδρας μαζί σου καὶ ἐὰν δὲν
ἔχῃς μολυνθῆ μὲ τὸ νὰ
παραβῇς τὴν συζυγικὴν πίστιν μὲ ἄλλον
ἄνδρα, θὰ εἶσαι ἀθῳα καὶ
δὲν θὰ πάθῃς τίποτε ἀπὸ τὸ
ἐλεγκτικὸν αὐτὸ νερόν, τὸ ὁποῖον
προσφέρεται εὶς σὲ μὲ κατάραν.
|
20
εἰ δὲ σὺ παραβέβηκας ὕπανδρος
οὖσα, ἢ μεμίανσαι καὶ ἔδωκέ
τις τὴν κοίτην αὐτοῦ ἐν σοί,
πλὴν τοῦ ἀνδρός σου·
|
20
Ἐὰν ὅμως σὺ ἐξ
ἑαυτῆς παρέβης τὴν συζυγικὴν
πίστιν, καίτοι εἶσαι ὕπανδρος, ἢ
ὁπωσδήποτε ὑπεχώρησες
καὶ ἐμολύνθης
ἀπὸ ἄλλον ἄνδρα, ποὺ
δὲν εἶναι ἰδικός
σου, θὰ
σὲ ὑποβάλω εἰς τὸν ὅρκον
τοῦ ἐλεγμοῦ. |
20
Ἐὰν ὅμως ἔχῃς παραβῇ τὴν
συζυγικὴν πίστιν, ἐνῷ εἶσαι ὕπανδρος,
καὶ ἐὰν ἔχῃς μολυνθῇ μὲ
τὸ ἁμάρτημα τῆς μοιχείας, διότι κάποιος
ξένος ἄνδρας ἔχει κοιμηθῆ μαζί σου ἐκτὸς
ἀπὸ τὸν νόμιμον σύζυγόν σου, θὰ σὲ
ὁρκίσω μὲ τὸν ὅρκον τοῦ ἐλεγμοῦ
|
21
καὶ ὁρκιεῖ ὁ ἱερεὺς τὴν
γυναῖκα ἐν τοῖς ὅρκοις τῆς ἀρᾶς
ταύτης, καὶ ἐρεῖ ὁ ἱερεὺς
τῇ γυναικί· δώῃ σε Κύριος
ἐν ἀρᾷ καὶ ἐνόρκιον ἐν
μέσῳ του λαοῦ σου, ἐν τῷ δοῦναι
Κύριον τὸν μηρόν σου διαπεπτωκότα,
καὶ τὴν κοιλίαν σου πεπρησμένην,
|
21
Θὰ ὁρκίσῃ ὁ ἱερεὺς
τὴν γυναῖκα αὐτὴν
μὲ τοὺς ὅρκους
τῆς κατάρας καὶ θὰ
τῆς εἴπη· Ὁ Κύριος νὰ σὲ
καταρασθῆ, νὰ σὲ καταστήσῃ ἀποκρουστικὸν
παράδειγμα κατηραμένου ἀνθρώπου ἐν
μέσῳ τοῦ λαοῦ
σου, νὰ σαπίσῃ καὶ
πέσῃ ὁ μηρός σου, νὰ
πρησθῇ ἡ κοιλία
σου,
|
21
Θὰ ὁρκίσῃ λοιπὸν ὁ ἱερεὺς
τὴν γυναῖκα μὲ τοὺς ὅρκους τῆς
κατάρας αὐτῆς καὶ θὰ τῆς εἰπῇ:
Εἴθε ὁ Κύριος νὰ σὲ καταρασθῇ
καὶ νὰ σὲ καταστήσῃ παράδειγμα καταραμένου
ψευδόρκου μεταξὺ τοῦ λαοῦ σου, μὲ
τὸ νὰ σαπίσῃ καὶ πέσῃ ὁ
μηρός σου καὶ νὰ πρησθῇ ἡ κοιλία σου.
|
22
καὶ εἰσελεύσεται τὸ ὕδωρ τὸ
ἐπικαταρώμενον τοῦτο εἰς τὴν
κοιλίαν σου πρῆσαι γαστέρα καὶ διαπεσεῖν
μηρόν σου. Καὶ ἐρεῖ ἡ γυνή·
γένοιτο, γένοιτο. |
22
νὰ εἰσέλθῃ τὸ ὕδωρ τοῦτο
τῆς κατάρας εἰς
τὴν κοιλίαν σου, ὥστε αὐτὴ νὰ
πρησθῇ καὶ νὰ πέσῃ
σάπιος ὁ μηρός σου>. Ἡ γυνὴ
θὰ ἀπαντήσῃ· <Γένοιτο,
γένοιτο>.
|
22
Αὐτὸ τὸ καταράμενον νερὸν θὰ
εἰσέλθῃ εἰς τὰ σπλάγχνα σου, ὥστε
νὰ πρησθῇ ἡ κοιλιά σου καὶ νὰ
σαπίσῃ καὶ πέσῃ ὁ μηρός σου. Εἰς
τὸν ὅρκον αὐτὸν ἡ γυναῖκα
θὰ ἀπαντήσῃ: Βεβαίως· συμφωνῶ· ἂς
γίνῃ ἔτσι· ἂς γίνῃ ἔτσι.
|
23
Καὶ γράφει ὁ ἱερεὺς τὰς
ἀρὰς ταύτας εἰς βιβλίον, καὶ
ἐξαλείψει τὸ ὕδωρ τοῦ ἐλεγμοῦ
τοῦ ἐπικαταρωμένου.
|
23
Ὁ ἱερεὺς θὰ γράψῃ εἰς
ἕνα χαρτὶ τὰς κατάρας αὐτάς,
τὰς ὁποίας θὰ σβήσῃ βυθίζων
τὸ χαρτὶ εἰς τὸ κατηραμένον
ὕδωρ.
|
23
Ὁ ἱερεὺς θὰ καταγράψῃ τὶς
κατάρες αὐτὲς εἰς βιβλίον, καὶ θὰ
βυθίσῃ τοῦτο εἰς τὸ καταράμενον
νερόν, διὰ νὰ τὶς ξεπλύνῃ εἰς
αὐτό. |
24
Καὶ ποτιεῖ τὴν γυναῖκα τὸ ὕδωρ
τοῦ ἐλεγμοῦ τοῦ ἐπικαταρωμένου,
καὶ εἰσελεύσεται εἰς αὐτὴν
τὸ ὕδωρ τὸ ἐπικαταρώμενον τοῦ
ἐλεγμοῦ. |
24
Θὰ ποτίσῃ τὴν γυναῖκα μὲ
τὸ κατηραμένον ὕδωρ τοῦ ἐλεγμοῦ
καὶ θὰ εἰσέλθῃ εἰς αὐτὴν
τὸ ὕδωρ τοῦτο. |
24
Καὶ θὰ ποτίσῃ τὴν γυναῖκα μὲ
τὸ ἐλεγκτικὸν καὶ καταράμενον αὐτὸ
νερόν, καὶ τὸ νερὸν τοῦτο θὰ
εἰσέλθῃ εἰς τὰ σπλάγχνα της.
|
25
Καὶ λήψεται ὁ ἱερεὺς ἐκ
χειρὸς τῆς γυναικὸς τὴν θυσίαν
τῆς ζηλοτυπίας καὶ ἐπιθήσει
τὴν θυσίαν ἔναντι Κυρίου καὶ
προσοίσει αὐτὴν πρὸς τὸ θυσιαστήριον,
|
25
Θὰ λάβῃ ἔπειτα ὁ ἱερεὺς
ἀπὸ τὸ χέρι τῆς γυναικὸς
αὐτῆς τὴν θυσίαν τῆς ζηλοτυπίας,
θὰ παρουσιάσῃ αὐτὴν ἐνώπιον
τοῦ Κυρίου καὶ θὰ τὴν προσφέρῃ
εἰς τὸ θυσιαστήριον.
|
25
Προτοῦ ἡ γυναῖκα πιῇ τὸ νερόν,
ὁ ἱερεὺς θὰ πάψῃ ἀπὸ
τὰ χέρια της τὴν θυσίαν τῆς ζηλοτυπίας καὶ
θὰ βάλῃ τὴν θυσίαν αὐτὴν ἐμπρὸς
εἰς τὸν Κύριον καὶ θὰ τὴν προσφέρῃ
εἰς τὸ θυσιαστήριον. |
26
καὶ δράξεται ὁ ἱερεὺς ἀπὸ
τῆς θυσίας τὸ μνημόσυνον αὐτῆς
καὶ ἀνοίσει αὐτὸ ἐπὶ
τὸ θυσιαστήριον καὶ μετὰ ταῦτα
ποτιεῖ τὴν γυναῖκα τὸ ὕδωρ
|
26
Θὰ πάρῃ μίαν χούφταν ἀπὸ
τὴν θυσίαν τὴν ὑπενθυμίζουσαν
τὴν ἁμαρτίαν της, θὰ προσφέρῃ
τὸ περιεχόμενον τῆς χούφτας εἰς
τὸ θυσιαστήριον καὶ μετὰ ταῦτα
θὰ ποτίσῃ τὴν γυναῖκα μὲ
τὸ κατηραμένον ὕδωρ του ἐλεγμοῦ.
|
26
Καὶ ὁ ἱερεὺς θὰ πάρῃ
μίαν δράκα ἀπὸ τὴν θυσίαν αὐτήν,
ἡ ὁποία ὑπενθυμίζει τὴν ἁμαρτίαν
τῆς μοιχείας, καὶ θὰ προσφέρῃ τὴν
θυσίαν αὐτὴν εἰς τὸ θυσιαστήριον καὶ
κατόπιν θὰ ποτίσῃ τὴν γυναῖκα μὲ
τὸ καταράμενον καὶ ἐλεγκτικὸν νερόν.
|
27
καὶ ἔσται, ἐὰν ᾖ μεμιασμένη
καὶ λήθῃ λάθῃ τὸν ἄνδρα
αὐτῆς, καὶ εἰσελεύσεται εἰς
αὐτὴν τὸ ὕδωρ τοῦ ἐλεγμοῦ
τὸ ἐπικαταρώμενον, καὶ πρησθήσεται
τὴν κοιλίαν, καὶ διαπεσεῖται ὁ
μηρὸς αὐτῆς, καὶ ἔσται ἡ
γυνὴ εἰς ἀρὰν τῷ λαῷ αὐτῆς.
|
27
Τότε θὰ συμβῇ ἓν ἐκ τῶν
δύο. Ἐὰν ἡ γυνὴ εἶναι
ὅντως μολυσμένη καὶ ἔχῃ διαφύγει
τὴν προσοχὴν τοῦ ἀνδρός της,
θὰ εἰσέλθῃ τὸ κατηραμένον
ὕδωρ τοῦ ἐλεγμοῦ εἰς αὐτήν,
θὰ πρησθῇ ἡ κοιλία της, θὰ σαπίσῃ
καὶ θὰ πέσῃ ὁ μηρός της,
καὶ αὐτὴ θὰ εἶναι κατηραμένη
ἐν μέσω του λαοῦ. |
27
Ὅταν ἡ γυναῖκα πιῇ τὸ νερὸν
αὐτό, θὰ συμβῇ τοῦτο: Ἐὰν
εἶναι πράγματι μολυσμένη ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν
τῆς μοιχείας καὶ ὑπῆρξεν ἄπιστη
εἰς τὸν ἄνδρα της, τὸ γεγονὸς
δὲ αὐτὸ διέφυγε τὴν προσοχήν
του, θὰ εἰσέλθῃ εἰς τὰ σπλάγχνα
της τὸ ἐλεγκτικὸν καὶ καταράμενον
νερὸν καὶ θὰ πρησθῇ ἡ κοιλιά
της καὶ θὰ σαπίσῃ καὶ θὰ πέσῃ
ὁ μηρός της καὶ θὰ εἶναι ἡ
γυναῖκα παράδειγμα καταραμένου προσώπου μεταξὺ
τοῦ λαοῦ της. |
28
Ἐὰν δὲ μὴ μιανθῇ ἡ γυνὴ
καὶ καθαρὰ ᾖ, καὶ ἀθῴα
ἔσται καὶ ἐκσπερματιεῖ σπέρμα.
|
28
Ἐὰν ὅμως δὲν ἔχῃ μολυνθῆ
καὶ εἶναι καθαρὰ καὶ ἀθώα,
δὲν θὰ πάθη τίποτε καὶ θὰ
ἀποκτήσῃ τέκνα.
|
28
Ἐὰν ὅμως ἡ γυναῖκα δεν ἔχῃ
μολυνθῆ μὲ τὴν ἁμαρτίαν τῆς
μοιχείας καὶ εἶναι καθαρὴ καὶ ἀθώα,
δὲν θὰ πάθῃ τίποτε· ἡ ἀθωότητά
της θὰ ἀποδειχθῇ, διότι θὰ εἶναι
ἱκανὴ νὰ συλλάβῃ καὶ νὰ
γεννήσῃ τέκνα. |
29
Οὗτος ὁ νόμος τῆς ζηλοτυπίας,
ᾧ ἂν παραβῇ ἡ γυνὴ ὕπανδρος
οὖσα καὶ μιανθῇ·
|
29
Αὐτὸς εἶναι ὁ νόμος τῆς
ζηλοτυπίας διὰ τὴν περίπτωσιν, κατὰ
τὴν ὁποίαν ἡ ὕπανδρος γυνὴ
θὰ καταπατήσῃ τὴν συζυγικὴν
πίστιν καὶ θὰ μολυνθῇ,
|
29
Αὐτὸς εἶναι ὁ νόμος τῆς ζηλοτυπίας,
εἰς περίπτωσιν κατὰ τὴν ὁποίαν μία
γυναῖκα θὰ ἀπατήσῃ τὸν σύζυγόν
της, καὶ ἐνῷ εἶναι ὕπανδρος
παραβῇ τὴν συζυγικὴν πίστιν καὶ
μολυνθῇ μὲ τὴν ἁμαρτίαν τῆς
μοιχείας· |
30
ἢ ἄνθρωπος, ᾧ ἐὰν ἐπέλθῃ
ἐπ' αὐτὸν πνεῦμα ζηλώσεως καὶ
ζηλώσῃ τὴν γυναίκα αὐτοῦ,
καὶ στήσῃ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ
ἔναντι Κυρίου, καὶ ποιήσῃ αὐτῇ
ὁ ἱερεὺς πάντα τὸν νόμον
τοῦτον· |
30
ἢ ἐὰν ὁ σύζυγός της καταληφθῇ
ὑπὸ ἀδικαιολογήτου ζηλοτυπίας
καὶ ὑποψιασθῇ ἀναιτίως τὴν
γυναῖκα του, αὐτὸς θὰ τὴν παρουσιάσῃ
ἐνώπιον τοῦ Κυρίου καὶ ὁ
ἱερεὺς θὰ κάμῃ ὅλα ὅσα
ὁ νόμος τῆς ζηλοτυπίας ὁρίζει.
|
30
ἢ ὅταν ἕνας ἄνδρας κυριευθῇ
ἀπὸ ἀδικαιολόγητον ζηλοτυπίαν εἰς
βάρος τῆς γυναίκας του, διότι τὴν ὑποψιάζεται
ὅτι τὸν ἀπατᾷ· εἰς τὴν
περίπτωσιν αὐτὴν τῆς καχυποψίας θὰ
στήσῃ τὴν γυναῖκα του ἐμπρὸς
εις τὴν Σκηνήν, εἰς τὴν ὁποίαν ὁ
Κύριος δηλώνει τὴν παρουσίαν του μὲ τὸ ὑπερφυσικὸν
σύννεφον, καὶ ὁ ἱερεὺς θὰ
ἐκτελέσῃ ὅλα αὐτά, τὰ
ὁποῖα ὁρίζει ὁ νόμος.
|
31
καὶ ἀθῷος ἔσται ὁ ἄνθρωπος
ἀπὸ ἁμαρτίας, καὶ ἡ γυνὴ
ἐκείνη λήψεται τὴν ἁμαρτίαν
αὐτῆς. |
31
Ἐὰν ἡ γυνὴ ἀποδειχθῇ ἔνοχος
θὰ λάβῃ τὴν ποινὴν τῆς
ἁμαρτίας της, ὁ δὲ σύζυγός
της θὰ εἶναι ἀπηλλαγμένος ἀπὸ
κάθε εὐθύνην>. |
31
Τότε ὁ μὲν σύζυγος θὰ εἶναι ἀθῶος
ἀπὸ τὸ ἁμάρτημα τῆς καχυποψίας
καὶ τῆς ζηλοτυπίας, ἢ δὲ γυναῖκα
ἐκείνη θὰ λάβῃ τὴν ποινὴν τῆς
ἁμαρτίας της καὶ θὰ ὑποστῇ τὶς
συνέπειες τῆς ἐνοχῆς της>. |