Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἰδὼν Βαλαὰμ ὅτι καλὸν ἐστιν
ἐναντίον Κυρίου εὐλογεῖν τὸν
Ἰσραήλ, οὐκ ἐπορεύθη κατὰ
τὸ εἰωθὸς εἰς συνάντησιν τοῖς
οἰωνοῖς καὶ ἀπέστρεψε τὸ
πρόσωπον αὐτοῦ εἰς τὴν ἔρημον.
|
Βαλαὰμ
ἐπειδὴ εἶδεν ὅτι εἶναι εὐάρεστον
εἰς τὸν Θεὸν νὰ εὐλογῇ
τὸν ἰσραηλιτικὸν λαόν, δὲν ἐπῆγεν,
ὅπως ἐσυνήθιζε προηγουμένως, νὰ
συμβουλευθῇ τοὺς οἰωνούς, ἀλλὰ
ἔστρεψε κατ' εὐθείαν τὸ πρόσωπόν
του εἰς τὴν ἔρημον, ὅπου ἦσαν
στρατοπεδευμένοι οἱ Ἰσραηλῖται.
|
ταν
ὁ Βαλαὰμ διεπίστωσεν ὅτι ἦταν εὐάρεστον
εἰς τὸν Κύριον νὰ εὐλογῇ τὸν
Ἰσραηλιτικὸν λαόν, δὲν ἐπῆγε,
ὅπως ἐσυνήθιζε ἄλλες φορές, νὰ
σνμβουλευθῇ τοὺς οἰωνοὺς (τὰ
συνήθη μαγικὰ σύμβολα καὶ σημεῖα), ἀλλὰ
ἔστρεψε τὸ πρόσωπόν του καὶ προσήλωσε τὸ
βλέμμα του πρὸς τὴν ἔρημον τῆς Μωάβ,
εἰς τοὺς πρόποδες τοῦ ὅρους Φογώρ.
|
2
Καὶ ἐξάρας Βαλαὰμ τοὺς ὀφθαλμοὺς
αὐτοῦ καθορᾷ τὸν Ἰσραὴλ
ἐστρατοπεδευκότα κατὰ φυλάς, καὶ
ἐγένετο πνεῦμα Θεοῦ ἐν αὐτῷ,
|
2
Ἐσήκωσε τὰ μάτια του καὶ εἶδε
τοὺς Ἰσραηλίτας νὰ ἔχουν στρατοπεδεύσει
κατὰ φυλάς. Πνεῦμα δὲ Θεοῦ ἦλθεν
εἰς αὐτόν. |
2
Ἀφοῦ δὲ ὁ Βαλαὰμ ἐσήκωσε
ὑψηλὰ τὸ βλέμμα του, εἶδε τὸν
Ἰσραηλιτικὸν λαὸν νὰ εἶναι στρατοπεδευμένος
μὲ τάξιν κατὰ φυλές· τότε ἐκυρίευσε ὅλην
τὴν ὑπαρξιν τοῦ Βαλαὰμ τὸ Πνεῦμα
τοῦ Θεοῦ! |
3
καὶ ἀναλαβὼν τὴν παραβολὴν αὐτοῦ
εἶπε· φησὶ Βαλαὰμ υἱὸς
Βεώρ, φησὶν ὁ ἄνθρωπος ὁ ἀληθινῶς
ὁρῶν, |
3
Ἤρχισε τὸν ἀλληγορικόν αὐτοῦ
λόγον καὶ εἶπεν· <ἐγὼ
ὁ Βαλαάμ, ὁ υἱὸς τοῦ Βεώρ,
ὁμιλῶ ὠσὰν ἄνθρωπος, ὁ
ὁποῖος βλέπει πραγματικὰ τὸ
μέλλον. |
3
Εὑρισκόμενος κάτω ἀπὸ τὴν ὁλοκληρωτικὴν
κυριαρχίαν τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ, ἄρχισε
τὸν λόγον του μὲ μορφὴν ἀποφθεγματικὴν
καὶ παραβολικήν, ποὺ κρύπτει σωτήρια μαθήματα,
καὶ εἶπε: <Ὁμιλεῖ ὁ Βαλαάμ,
ὁ υἱὸς τοῦ Βεώρ· λέγει ὁ ἄνθρωπος,
τοῦ ὁποίου τὰ πνευματικὰ μάτια, χάρις
εἰς τὸν φωτισμὸν τοῦ Θεοῦ, βλέπουν
καθαρὰ καὶ πραγματικὰ ὅσα θὰ
γίνουν εἰς τὸ μέλλον |
4
φησὶν ἀκούων λόγια ἰσχυροῦ,
ὅστις ὅρασιν Θεοῦ εἶδεν ἐν ὕπνῳ,
ἀποκεκαλυμμένοι οἱ ὀφθαλμοὶ
αὐτοῦ· |
4
Ὁμιλεῖ αὐτός, ποὺ ἀκούει
τὰ λόγια τοῦ παντοδυνάμου Θεοῦ,
αὐτὸς ποὺ βλέπει κατὰ τὸν
ὕπνον του ὁράματα Θεοῦ. Ὁμιλεῖ
ἐκεῖνος, τοῦ ὁποίου τὰ
μάτια εἶναι ἀνοικτά, ὥστε νὰ
βλέπῃ τὸ μέλλον. Ὁμιλεῖ
καὶ λέγει· |
4
ὁμιλεῖ αὐτὸς ποὺ ἀκούει
μὲ τὰ πνευματικά του αὐτιὰ τὰ
λόγια, τὰ ὁποῖα τοῦ ὑπαγορεύει
ὁ παντοδύναμος Θεός· ὁμιλεῖ αὐτός,
ποὺ εἶδε θεία ὁράματα εἰς τὸν
ὕπνον του καὶ τοῦ ὁποίου τὰ
πνευματικὰ μάτια εἶναι ἀνοικτὰ καὶ
βλέπουν τὸ μέλλον. |
5
ὡς καλοὶ οἱ οἶκοί σου Ἰακώβ,
αἱ σκηναί σου Ἰσραήλ!
|
5
Πόσον ὡραῖοι εἶναι οἱ οἴκοι
σου, Ἰακώβ, αἱ σκηναί σου, Ἰσραηλιτικὲ
λαέ! |
5
Ὁμιλεῖ καὶ λέγει τὰ ἀκόλουθα:
Πόσον ὡραῖα εἶναι τὰ καταλύματά σου,
Ἰακώβ, οἱ σκηνές σου, Ἰσραηλιτικὲ
λαέ! |
6
Ὡσεὶ νάπαι σκιάζουσαι καὶ ὡσεὶ
παράδεισοι ἐπὶ ποταμῷ καὶ ὡσεὶ
σκηναί, ἂς ἔπηξε Κύριος, καὶ
ὡσεὶ κέδροι παρ' ὕδατα.
|
6
Εἶναι ὠσὰν κοιλάδες μὲ βαθύσκια
δένδρα, ὠσὰν κῆποι πλησίον ποταμοῦ,
ὠσὰν σκηναί, τὰς ὁποίας
ἔστησεν ὁ Κύριος, ὠσὰν κέδροι
πλησίον εἰς νερά! |
6
Εἶναι σὰν τὶς βαθύσκιες καὶ
κατάφυτες κοιλάδες, σὰν ὡραιότατοι
δενδροφυτευμένοι κῆποι κοντὰ εἰς ποταμὸν
καὶ σὰν σκηνές, τὶς ὁποῖες ἔστησεν
ὁ παντοδύναμος Κύριος καὶ ὄχι κάποιος ἀδύνατος
ἄνθρωπος, καὶ σὰν κέδροι, ποὺ εἶναι
φυτευμένοι κοντὰ εἰς πλούσια νερὰ καὶ
ποτίζονται
ἀπὸ αὐτά! |
7
Ἐξελεύσεται ἄνθρωπος ἐκ τοῦ
σπέρματος αὐτοῦ καὶ κυριεύσει
ἐθνῶν πολλῶν, καὶ ὑψωθήσεται
ἢ Γὼγ βασιλεία αὐτοῦ, καὶ
αὐξηθήσεται βασιλεία αὐτοῦ.
|
7
Ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ
λαοῦ αὐτοῦ θὰ προέλθῃ
ἕνας ἀνήρ, ὁ ὁποῖος θὰ
γίνῃ κύριος εἰς πολλὰ ἔθνη
καὶ τοῦ ὁποίου ἡ βασιλεία
θὰ ὑψωθῇ περισσότερον ἀπὸ
τὴν βασιλείαν τοῦ Γώγ. Ἡ βασιλεία
του θὰ μεγαλυνθῇ! |
7
Ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ εὐλογημένου
αὐτοῦ λαοῦ θὰ γεννηθῇ ἕνας
ἄνθρωπος καὶ αὐτὸς θὰ νικήσῃ
καὶ θὰ γίνῃ κύριος πολλῶν ἐθνῶν,
καὶ ἡ βασιλεία του θὰ γίνῃ ἰσχυρότερη
περισσότερον ἀπὸ τὴν βασιλείαν τοῦ
Γώγ (= Ἀγάγ), τοῦ περιφήμου καὶ
ὁρμητικοῦ βασιλιᾶ τῶν Ἀμαληκιτῶν·
ἡ βασιλεία του θὰ αὐξηθῇ εἰς
ἔκτασιν καὶ εἰς δύναμιν.
|
8
Θεὸς ὡδήγησεν αὐτὸν ἐξ
Αἰγύπτου, ὡς δόξα μονοκέρωτος
αὐτῷ· ἔδεται ἔθνη ἐχθρῶν
αὐτοῦ καὶ τὰ πάχη αὐτῶν
ἐκμυελιεῖ καὶ ταῖς βολίσιν αὐτοῦ
κατατοξεύσει ἐχθρόν.
|
8
Ὁ Θεὸς ὡδήγησε τὸν λαὸν
αὐτὸν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον,
καὶ ἡ δύναμίς του εἶναι ὠσὰν
τὴν δύναμιν τοῦ ρινοκέρωτος. Θὰ
καταβροχθίσῃ τὰ ἐχθρικὰ πρὸς
αὐτὸν ἔθνη, θὰ σπάσῃ τὰ
κόκκαλά των καὶ θὰ ἀπομυζήσῃ
τὸ μεδούλι των, μὲ τὰ βέλη του
θὰ κατατοξεύσῃ καὶ
θὰ ἐξοντώσῃ τοὺς ἐχθρούς
του!
|
8
Ὁ παντοδύναμος Θεὸς ὡδήγησε τὸν
λαὸν τοῦτον ἀπὸ τὴν δουλείαν
τῆς Αἰγύπτου καὶ ἡ δύναμίς του εἶναι
σὰν τοῦ ἀγρίου ἐκείνου ζώου, τοῦ
ὁποίου ὅλη ἡ δύναμις συγκεντρώνεται εἰς
ἕνα καὶ μόνον κέρας· θὰ καταβροχθίσῃ
κυριολεκτικὰ τὰ ἔθνη, ποὺ εἶναι
ἐχθροί του, καὶ θὰ τσακίσῃ τὰ
κόκκαλά τους καὶ θὰ ρουφήξῃ τὸ
μεδούλι τους καὶ μὲ τὰ βέλη του θὰ
κτυπήσῃ καὶ θὰ διαπεράσῃ τοὺς
ἐχθρούς του. |
9
Κατακλιθεὶς ἀνεπαύσατο ὡς λέων
καὶ ὡς σκύμνος· τίς ἀναστήσει
αὐτόν; Οἱ εὐλογοῦντές
σε εὐλόγηνται, καὶ οἱ καταρώμενοί
σε κεκατήρανται. |
9
Κατακλιθεὶς θὰ ἀναπαυθῇ ὠσὰν
λέων καὶ ὠσὰν νεαρὸ λιοντάρι
γεμᾶτο δύναμιν! Ποιὸς θὰ τολμήσῃ
νὰ ἐξυπνήσῃ αὐτόν; Λαὲ
τοῦ Ἰσραήλ, ἐκεῖνοι ποὺ
θὰ σὲ εὐλογοῦν, θὰ
εἶναι εὐλογημένοι
καὶ ὅσοι σὲ καταρῶνται, θὰ εἶναι
κατηραμένοι>. |
9
Ὁ λαὸς αὐτός, ὅταν κατακλιθῇ,
θὰ κοιμηθῇ ὅπως κοιμᾶται τὸ
λιοντάρι καὶ ἰδιαίτερα τὸ δυνατὸ μικρὸ
λιονταράκι· ποιὸς θὰ τολμήσῃ νὰ ταράξῃ
τὸν ὕπνον του καὶ νὰ τὸν ξυπνήση;
Ὅσοι θὰ σὲ εὐλογοῦν, Ἰσραηλιτικὲ
λαέ, θὰ εἶναι εὐλογημένοι, καὶ ὅσοι
θὰ σὲ καταρῶνται, θὰ εἶναι καταραμένοι>.
|
10
Καὶ ἐθυμώθη Βαλὰκ ἐπὶ
Βαλαὰμ καὶ συνεκρότησε ταῖς χερσὶν
αὐτοῦ, καὶ εἶπε Βαλὰκ πρὸς
Βαλαάμ· καταρᾶσθαι τὸν ἐχθρόν
μου κέκληκά σε, καὶ ἰδοὺ εὐλογῶν
εὐλόγησας τρίτον τοῦτο·
|
10
Ἐθύμωσεν ὁ Βαλὰκ ἐναντίον
τοῦ Βαλαάμ, ἐκτύπησε μὲ ὀργὴν
τὰ χέρια του καὶ τοῦ εἶπε·
<σὲ ἐκάλεσα νὰ καταρασθῇς
τὸν ἐχθρόν μου καὶ ἰδοὺ
ὅτι σὺ τρίτην αὐτὴν φορὰν
τὸν εὐλόγησες.
|
10
Καὶ ὁ βασιλιᾶς Βαλὰκ ἐθύμωσε
ἐναντίον τοῦ Βαλαὰμ τόσον πολύ, ὥστε
ἀπὸ τὴν μεγάλην ἀγανάκτησίν του ἐχειρονομοῦσε
καὶ ἐκτυποῦσε δυνατὰ τὰ χέρια
του. Καὶ ὁ Βαλὰκ εἶπε πρὸς τὸν
Βαλαάμ: <Ἐγὼ σὲ ἐκάλεσα νὰ
καταρασθῇς τὸν ἐχθρόν μου καὶ νά·
ἐσὺ ἀντὶ νὰ τὸν καταρασθῇς,
τὸν ἔχεις εὐλογήσει τώρα διὰ τρίτην
φοράν. |
11
νῦν οὖν φεῦγε εἰς τὸν τόπον
σου· εἶπα, τιμήσω σε, καὶ νῦν
ἐστέρησέ σε Κύριος τῆς δόξης.
|
11
Τώρα λοιπὸν φύγε καὶ πήγαινε
εἰς τὸν τόπον σου. Εἶπα ὅτι
θὰ σὲ ἀμείψω· ἀλλὰ
τώρα ὁ Θεὸς σὲ ἐστέρησεν
ἀπὸ τὴν ἀμοιβήν αὐτήν,
τὴν ὁποίαν εἶχα προορίσει διὰ
σέ>.
|
11
Διὰ τοῦτο φύγε τώρα ἀμέσως καὶ πήγαινε
εἰς τὴν πατρίδα σου. Ὑποσχέθηκα ὅτι
θὰ σὲ τιμήσω, τώρα ὅμως ὁ Κύριος,
τὸν ὁποῖον ἐπέμενες νὰ ἀκούῃς,
σὲ ἐστέρησε ἀπὸ τὴν τιμὴν
καὶ τὴν δόξαν, μὲ τὶς ὁποῖες
ἐλογάριαζα νὰ σὲ ἀμείψω>.
|
12
Καὶ εἶπε Βαλαὰμ πρὸς Βαλάκ·
οὐχὶ καὶ τοῖς ἀγγέλοις
σου, οὓς ἀπέστειλας πρὸς μέ,
ἐλάλησα λέγων·
|
12
Εἶπε ὁ Βαλαὰμ πρὸς
τὸν Βαλαάκ· <ἐγὼ καὶ
πρὸς τοὺς ἀγγελιαφόρους, ποὺ
μοῦ ἔστειλες, δὲν τοὺς
εἶπα ρητῶς·
|
12
Ὁ Βαλαὰμ ἀπάντησε εἰς τὸν Βαλάκ:
<Μήπως καὶ εἰς τοὺς ἀπεσταλμένους
σου, τοὺς ὁποίους ἔστειλες νὰ μὲ
καλέσουν, δὲν ἐμίλησα καὶ δὲν
εἶπα καθαρά· |
13
ἐάν μοι δῷ Βαλὰκ πλήρη τὸν
οἶκον αὐτοῦ ἀργυρίου καὶ
χρυσίου, οὐ δυνήσομαι παραβῆναι τὸ
ρῆμα Κυρίου ποιῆσαι αὐτὸ καλὸν
ἢ πονηρὸν παρ' ἐμαυτοῦ· ὅσα
ἐὰν εἴπῃ ὁ Θεός, ταῦτα
ἐρῶ. |
13
Ἐὰν ὁ Βαλὰκ μοῦ δώσῃ
τὸν οἶκον του γεμᾶτον ἀργύριον
καὶ χρυσίον, δὲν θὰ ἠμπορέσω
νὰ παραβῶ αὐθαιρέτως
τὴν ἐντολὴν τοῦ Κυρίου, ὥστε
νὰ μεταβάλω τὴν καλὴν προφητείαν
εἰς κακὴν ἢ τὴν κακὴν εἰς
καλήν; Ὅσα θὰ
μοῦ ἀποκαλύψῃ ὁ Θεός,
αὐτὰ ἐγὼ θὰ εἴπω.
|
13
καὶ ἂν ἀκόμη ὁ Βαλὰκ μοῦ
δώσῃ ὅλο τὸ παλάτι του γεμᾶτο ἀπὸ
ἀσήμι καὶ χρυσάφι, ἐγὼ δὲν
θὰ ἠμπορέσω νὰ παραβῶ τὸν
λόγον τοῦ Κυρίου καὶ νὰ σκεφθῶ καὶ
νὰ εἰπῶ μὲ τρόπον αὐθαίρετον
λόγια περισσότερον εὐχάριστα ἀπὸ ἐκεῖνα,
ποὺ πρέπει νὰ εἰπῶ, ἢ περισσότερον
δυσάρεστα ἀπὸ ἐκεῖνα, ποὺ πρέπει
νὰ εἰπῶ· δὲν τοὺς εἶπα
καθαρὰ ὅτι ὅσα καὶ ὅ,τι θὰ
μοῦ εἰπῇ ὁ Κύριος, αὐτὰ
μόνον θὰ εἰπῶ; |
14
Καὶ νῦν ἰδοὺ ἀποτρέχω
εἰς τὸν τόπον μου· δεῦρο συμβουλεύσω
σοι, τί ποιήσει ὁ λαὸς οὗτος
τὸν λαόν σου ἐπ' ἐσχάτου τῶν
ἡμερῶν. |
14
Λοιπόν, ἰδοὺ ἐγὼ τώρα
ἐπιστρέφω εἰς τὸν
τόπον μου. Ἔλα ὅμως νὰ σοῦ φανερώσω,
τί θὰ κάμῃ
ὁ λαὸς αὐτὸς εἰς τὸν λαόν
σου κατὰ τοὺς ἑπομένους
καιρούς>. |
14
Καὶ τώρα νά· φεύγω καὶ ἐπιστρέφω
εἰς τὴν πατρίδα μου. Πρὶν ὅμως φύγω,
ἔλα νὰ σοῦ ἀνακοινώσω καθαρώτερα καὶ
νὰ σὲ προειδοποιήσω τί θὰ κάμῃ
ὁ Ἰσραηλιτικὸς αὐτὸς λαὸς
εἰς τὸν λαόν σου, κατὰ τὶς γενεὲς
ποὺ θὰ ἀκολουθήσουν>.
|
15
Καὶ ἀναλαβὼν τὴν παραβολὴν αὐτοῦ
εἶπε· φησὶ Βαλαὰμ υἱὸς
Βεώρ, φησὶν ὁ ἄνθρωπος ὁ ἀληθινῶς
ὁρῶν, |
15
Ἤρχισεν ὁ Βαλαὰμ τὸν ἀλληγορικόν
λόγον καὶ εἶπεν· <ὁμιλεῖ
ὁ Βαλαάμ, ὁ υἱὸς τοῦ
Βεώρ· ὁμιλεῖ ὁ ἄνθρωπος,
ὁ ὁποῖος πράγματι βλέπει τὸ
μέλλον·
|
15
Ὁ Βαλαὰμ ἄρχισε τὸν λόγον του μὲ
μορφὴν ἀποφθεγματικὴν καὶ παραβολικήν,
ποὺ κρύπτει σωτήρια μαθήματα, καὶ εἶπε:
<Ὁμιλεῖ ὁ Βαλαάμ, ὁ υἱὸς
τοῦ Βεώρ· λέγει ὁ ἄνθρωπος, τοῦ
ὁποίου τὰ πνευματικὰ μάτια, χάρις εἰς
τὸν φωτισμὸν τοῦ Θεοῦ, βλέπουν καθαρὰ
καὶ πραγματικὰ ὅσα θὰ γίνουν εἰς
τὸ μέλλον· |
16
ἀκούων λόγια Θεοῦ, ἐπιστάμενος
ἐπιστήμην παρὰ ὑψίστου καὶ
ὅρασιν Θεοῦ ἰδὼν ἐν ὕπνῳ,
ἀποκεκαλυμμένοι οἱ ὀφθαλμοὶ
αὐτοῦ· |
16
αὐτὸς ποὺ ἀκούει τὰ λόγια
τοῦ Θεοῦ, ποὺ κατέχει τὴν ἀληθινὴν
γνῶσιν ἀπὸ τὸν Θεόν· αὐτὸς
ποὺ κατὰ τὸν ὕπνον του βλέπει
ὁράσεις Θεοῦ καὶ τοῦ ὁποίου
τὰ μάτια εἶναι ἀνοικτά, ὥστε
νὰ εἰσδύουν εἰς τὸ
μέλλον. |
16
ὁμιλεῖ αὐτὸς ποὺ ἀκούει
μὲ τὰ πνευματικά του αὐτιὰ τὰ
λόγια τοῦ Θεοῦ, αὐτὸς ποὺ ἔχει
τὴν ἀκριβῆ γνῶσιν τῶν γεγονότων
ἀπὸ τὸν Θεόν· αὐτὸς
ποὺ εἶδε θεία ὁράματα εἰς τὸν
ὕπνον του καὶ τοῦ ὁποίου τὰ
πνευματικὰ μάτια εἶναι ἀνοικτὰ καὶ
βλέπουν τὸ μέλλον· |
17
δείξω αὐτῷ, καὶ οὐχὶ νῦν·
μακαρίζω, καὶ οὐκ ἐγγίζει ἀνατελεῖ
ἄστρον ἐξ Ἰακώβ, ἀναστήσεται
ἄνθρωπος ἐξ Ἰσραὴλ καὶ θραύσει
τοὺς ἀρχηγοὺς Μωὰβ καὶ προνομεύσει
πάντας υἱοὺς Σήθ.
|
17
Θὰ τὸν ἴδω καὶ θὰ τὸν
δείξω τὸν Μεσσίαν, ὄχι ὅμως
τώρα. Μακαρίζω αὐτόν, ἀλλὰ
δὲν εἶναι πλησίον. Ἀργότερα
θὰ ἀνατείλῃ ἄστρον ἀπὸ
τοὺς ἀπογόνους του Ἰακώβ, θὰ
ἀναδειχθῇ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν
ἰσραηλιτικὸν λαὸν καὶ θὰ συντρίψῃ
τοὺς ἀρχηγοὺς τῶν Μωαβιτῶν καὶ
θὰ λαφυραγωγήσῃ ὅλους τους ἀπογόνους
τοῦ Σήθ.
|
17
βλέπω αὐτόν, τὸν Μεσσίαν, καὶ ἀναγγέλλω
τὸν ἐρχομόν του· θὰ ἔλθῃ,
ὄχι ὅμως τώρα. Τὸν μακαρίζω, τὸν καλοτυχίζω,
ἀλλὰ ἀκόμη δὲν εἶναι κοντά.
Μετὰ ἀπὸ χρόνια θὰ ἀνατείλῃ
ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰακὼβ
λαμπερὸν Ἀστέρι, θὰ παρουσιασθῇ ἀπὸ
τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν ἄνθρωπος
λαμπρός, ἔνδοξος καὶ ἀκατάβλητος, ὁ
ὁποῖος θὰ συντρίψῃ τοὺς ἀρχηγοὺς
τῶν Μωαβιτῶν, θὰ καταστρέψῃ καὶ
θὰ λεηλατήσῃ ὅλους τοὺς ἀπογόνους
τοῦ Σήθ. |
18
Καὶ ἔσται Ἐδώμ κληρονομία, καὶ
ἔσται κληρονομία Ἡσαῦ ὁ ἐχθρὸς
αὐτοῦ· καὶ Ἰσραὴλ ἐποίησεν
ἐν ἰσχύϊ. |
18
Αὐτὸς θὰ κληρονομήσῃ
τὴν Ἰδουμαίαν. Κληρονομία του θὰ
εἶναι οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἡσαῦ,
οἱ ἐχθροί του. Ὁ ἰσραηλιτικὸς
λαὸς ἐπραγματοποίησεν ὅλα αὐτὰ
μὲ τὴν δύναμίν του.
|
18
Θὰ κατακτήσῃ καὶ θὰ κάμῃ ἰδικήν
του κληρονομίαν τὴν Ἰδουμαίαν, καὶ ὅλους
τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἡσαῦ, τοῦ
ἐχθροῦ του, ποὺ κατοικοῦν εἰς
αὐτήν. Καὶ ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς
θὰ πραγματοποιήσῃ τὴν νικηφόρον αὐτὴν
κατάκτησιν μὲ γενναιότητα. |
19
Καὶ ἐξεγερθήσεται ἐξ ᾿Ιακὼβ
καὶ ἀπολεῖ σωζόμενον ἐκ πόλεως.
|
19
Καὶ θὰ προέλθῃ ἀπὸ τὴν
φυλὴν Ἰακὼβ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς
καὶ θὰ ἐξολοθρεύσῃ κάθε
ἐχθρόν του, ὁ ὁποῖος θὰ
θελήσῃ νὰ σωθῇ φεύγων ἀπὸ
τὴν πόλιν>.
|
19
Ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ὁ Μεσσίας, θὰ
εἶναι ἀπόγονος τοῦ Ἰακὼβ καὶ
θὰ ἑξαφανίσῃ κάθε ἐχθρόν του,
ὀ ὁποῖος θὰ φεύγῃ διὰ
νὰ σωθῇ ἀπὸ τὴν πόλιν, ποὺ
Ἐκεῖνος ἐκυρίευσε μὲ τὴν δύναμίν
του>. |
20
Καὶ ἰδὼν τὸν Ἀμαλὴκ καὶ
ἀναλαβὼν τὴν παραβολὴν αὐτοῦ
εἶπεν· ἀρχὴ ἐθνῶν Ἀμαλήκ,
καὶ τὸ σπέρμα αὐτῶν ἀπολεῖται.
|
20
Στρέψας δὲ τὸ βλέμμα του ὁ Βαλαὰμ
πρὸς τοὺς Ἀμαληκίτας, εἶπεν
ἄλλον ἀλληγορικόν λόγον· <πρῶτοι
μεταξὺ τῶν ἐθνῶν, ποὺ ἐπολέμησαν
τοὺς Ἰσραηλίτας, εἶναι οἱ Ἀμαληκῖται.
Διὰ τοῦτο οἱ ἀπόγονοί
των θὰ καταστραφοῦν>. |
20
Ἀκόμη ὁ Βαλαὰμ εἶδεν εἰς ὀπτασίαν
τοὺς Ἀμαληκῖτες· καὶ ἀφοῦ
ἄρχισε τὸν λόγον του μὲ μορφὴν ἀποφθεγματικὴν
καὶ παραβολικήν, ποὺ κρύπτει σωτήρια μαθήματα,
εἶπε: <Οἱ Ἀμαληκῖτες εἶναι
οἱ πρῶτοι ἀπὸ τοὺς ἐθνικούς,
ποὺ ἐπολέμησαν τὸν Ἰσραηλιτικὸν
λαόν· διὰ τοῦτο ὅλοι οἰ ἀπόγονοί
τους θὰ καταστραφοῦν καὶ θὰ ἐξαφανισθοῦν
γιὰ πάντα>. |
21
Καὶ ἰδὼν τὸν Κεναῖον καὶ
ἀναλαβὼν τὴν παραβολὴν αὐτοῦ
εἶπεν· ἰσχυρὰ ἡ κατοικία
σου· καὶ ἐὰν θῇς ἐν πέτρᾳ
τὴν νοσσιάν σου, |
21
Ἰδὼν δὲ τοὺς Κεναίους, εἶπε
νέον χρησμόν· <ἰσχυρὰ εἶναι
ἡ κατοικία σας. Ἀλλὰ ἐὰν
κτίσετε τὴν φωλεάν σας εἰς τὸν
βράχον, |
21
Ἀκόμη ὁ Βαλαὰμ εἶδεν εἰς ὀπτασίαν
τοὺς Κεναίους· καὶ ἀφοῦ ἄρχισε
τὸν λόγον του μὲ μορφὴν ἀποφθεγματικὴν
καὶ παραβολικήν, ποὺ κρύπτει σωτήρια μαθήματα,
εἶπε: <Εἶναι ἰσχυρὴ καὶ ἀσφαλισμένη
ἡ κατοικία σας, διότι κατοικεῖτε εἰς ἀπόκρημνα,
ἀπρόσιτα καὶ βραχώδη μέρη. Ἀλλὰ καὶ
ἂν ἀκόμη κτίσετε τὴν φωλιά σας
εἰς τὴν τρύπαν τῶν βράχων,
|
22
καὶ ἐὰν γένηται τῷ Βεὼρ
νοσσιὰ πανουργίας, Ἀσσύριοι αἰχμαλωτεύσουσί
σε. |
22
καὶ ἐὰν ἀκόμη κτισθῇ ἡ
φωλεά σας μὲ τὴν ἐπιτηδειότητα
τοῦ Βεώρ, οἱ Ἀσσύριοι θὰ
σᾶς αἰχμαλωτίσουν>.
|
22
καὶ ἐὰν ἀκόμη κτίσετε τὴν
φωλιά σας μὲ τὴν δεξιοτεχνίαν καὶ
πανουργίαν τοῦ Βεώρ, οἱ Ἀσσύριοι θὰ
σᾶς νικήσουν καὶ θὰ σᾶς αἰχμαλωτίσουν>.
|
23
Καὶ ἰδὼν τὸν Ὢγ καὶ ἀναλαβὼν
τὴν παραβολὴν αὐτοῦ εἶπεν·
ὦ ὦ, τίς ζήσεται, ὅταν θῇ
ταῦτα ὁ Θεός; |
23
Ἰδὼν τὸν Ὤγ, εἶπε νέον
παραβολικὸν λόγον· <Ὦ! Ὦ!
Ποῖος θὰ ζήσῃ, ὅταν θὰ
στείλῃ ὁ Θεὸς τὴν τιμωρίαν
ἐναντίον σου; |
23
Ἀκόμη ὁ Βαλαὰμ εἶδεν εἰς
ὀπτασίαν τὸν Ὤγ, δηλαδὴ τὸν
βασιλιᾶ τῶν Ἀμαληκιτῶν, καὶ
εἰς τὸ πρόσωπόν του ὅλους τοὺς Ἀμαληκῖτες·
καὶ ἀφοῦ ἄρχισε τὸν λόγον του
μὲ μορφὴν ἀποφθεγματικὴν καὶ
παραβολικήν, ποὺ κρύπτει σωτήρια μαθήματα, εἶπε:
«Ὦ! Ὦ! Ἀλλοίμονον καὶ τρὶς
ἀλλοίμονον! Ποιὸς θὰ ἐπιζήσῃ,
ὅταν ὁ Θεὸς θὰ πραγματοποιῇ
τὴν μεγάλην τιμωρίαν καὶ καταστροφὴν τῶν
Ἀσσυρίων; |
24
Καὶ ἐξελεύσεται ἐκ χειρῶν Κιτιαίων
καὶ κακώσουσιν Ἀσσοὺρ καὶ κακώσουσιν
Ἑβραίους, καὶ αὐτοὶ ὁμοθυμαδὸν
ἀπολοῦνται. |
24
Στρατιωτικαὶ δυνάμεις θὰ ἐξέλθουν
ἀπὸ τὴν Κύπρον, θὰ ταλαιπωρήσουν
καὶ θὰ ταπεινώσουν τοὺς Ἀσσυρίους
καὶ τοὺς Ἑβραίους. Ἀλλὰ
ὅλοι αὐτοὶ οἱ λαοὶ καὶ
οἱ καταστρέψαντες αὐτούς, θὰ
καταστραφοῦν μαζῆ!> |
24
Στόλος καὶ στρατὸς Κιτιαίων θὰ ξεκινήσουν
καὶ θὰ ἔλθουν ἀπὸ τὶς
ἀκτὲς τῆς Κύπρου καὶ θὰ βασανίσουν
καὶ ταπεινώσουν τοὺς Ἀσσυρίους καὶ
τοὺς Ἑβραίους. Ὅμως τόσον αὐτοὶ
ποὺ ἐδέχθησαν τὴν ἐπίθεσιν (Ἀσσύριοι
καὶ Ἑβραῖοι), ὅσον καὶ αὐτοὶ
ποὺ ἐπραγματοποίησαν τὴν εἰσβολήν
(Κύπριοι, ἄλλοι Ἕλληνες τῆς Μεσογείου καὶ
Ρωμαῖοι), θὰ καταστραφοῦν ὅλοι μαζὶ
γιὰ πάντα. Θὰ ἐπιζήσῃ μόνον ὁ
ἐκλεκτὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ
Ἰσραήλ>. |
25
Καὶ ἀναστὰς Βαλαὰμ ἀπῆλθεν
ἀποστραφεὶς εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ,
καὶ Βαλὰκ ἀπῆλθε πρὸς ἑαυτόν.
|
25
Ὁ Βαλαὰμ ἐξεκίνησε καὶ ἐπέστρεψεν
εἰς τὸν τόπον του, ὁ δὲ Βαλὰκ
ἐπανῆλθεν εἰς τὸν οἶκον του.
|
25
Μετὰ τὶς προφητεῖες αὐτὲς ὁ
Βαλαὰμ ἀνεχώρησε καὶ ἐπέστρεψε εἰς
τὴν πατρίδα του· ἐπίσης καὶ ὁ βασιλιᾶς
Βαλὰκ ἐπῆρε τὸν δρόμον καὶ ἐπέστρεψε
εἰς τὸ σπίτι του. |