Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἐλάλησε Μωυσῆς τοῖς υἱοῖς
Ἰσραὴλ κατὰ πάντα, ὅσα
ἐνετείλατο Κύριος τῷ Μωυσῇ.
|
Μωϋσῆς
ἀνεκοίνωσεν εἰς τους Ἰσραηλίτας
ὅλα ὅσα τὸν εἶχε διατάξει ὁ
Θεός. |
Μωϋσῆς
ἐμίλησε πρὸς τοὺς Ἰσραηλῖτες
καὶ τοὺς ἀνεκοίνωσε ὅλα, ὅσα
τὸν διέταξεν ὁ Θεός. |
2
Καὶ ἐλάλησε Μωυσῆς πρὸς τοὺς
ἄρχοντας τῶν φυλῶν υἱῶν Ἰσραὴλ
λέγων· τοῦτο τὸ ρῆμα, ὃ
συνέταξε Κύριος·
|
2
Καὶ ὡμίλησε πρὸς τοὺς ἄρχοντας
τῶν φυλῶν τοῦ Ἰσραήλ, λέγων:
<Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐντολή,
τὴν ὁποίαν διέταξεν ὁ Κύριος
σχετικῶς μὲ τὰ ταξίματα.
|
2
Καὶ ὁ Μωϋσῆς ἐμίλησε πρὸς
τοὺς ἄρχοντες τῶν φυλῶν τοῦ
Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ καὶ τοὺς εἶπε:
<Αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο, ποὺ
διέταξεν ὁ Θεὸς σχετικὰ μὲ τὰ
ταξίματα. |
3
ἄνθρωπος ἄνθρωπος, ὃς ἂν εὔξηται
εὐχὴν Κυρίῳ ἢ ὀμόσῃ
ὅρκον ἢ ὁρίσηται ὁρισμῷ
περὶ τῆς ψυχῆς αὐτοῦ, οὐ
βεβηλώσει τὸ ρῆμα αὐτοῦ·
πάντα ὅσα ἂν ἐξέλθῃ ἐκ
τοῦ στόματος αὐτοῦ, ποιήσει·
|
3
Ἕνας ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἔκανε
τάξιμο πρὸς τὸν Κύριον ἢ, ὡρκίσθη
ὅτι θὰ στερηθῇ κάτι διὰ τὸν
Κύριον, δὲν πρέπει νὰ παραβῇ
τὸν λόγον του καὶ νὰ μολύνῃ
τὸ τάξιμό του. Ὅλα ὅσα ἔχει
ὑποσχεθῇ πρέπει νὰ τὰ ἐκτελέσῃ.
|
3
Ἐὰν ἕνας ἄνδρας κάμῃ κάποιο
τάξιμον εἰς τὸν Κύριον ἢ ὁρκισθῇ
κάποιον δεσμευτικὸν ὅρκον, ὅτι θὰ
στερηθῇ κάτι διὰ τὸν Θεὸν (π.χ. ἀποχὴν
ἀπὸ τροφὲς ἢ ξύρισμα τῶν τριχῶν
κλπ.), δὲν πρέπει νὰ παραβῇ τὸν λόγον
του. Πρέπει νὰ πραγματοποιήσῃ ὅ,τι
ὑπεσχέθη καὶ ὅσα ὑπεσχέθη
μὲ τὸ στόμα του. |
4
ἐὰν δὲ εὔξηται γυνὴ εὐχήν
Κυρίῳ ἢ ὁρίσηται ὁρισμὸν
ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ πατρὸς
αὐτῆς ἐν τῇ νεότητι αὐτῆς
καὶ ἀκούσῃ ὁ πατὴρ αὐτῆς
τὰς εὐχὰς αὐτῆς καὶ τοὺς
ὁρισμοὺς αὐτῆς, οὓς ὡρίσατο
κατὰ τῆς ψυχῆς αὐτῆς, καὶ
παρασιωπήσῃ αὐτῆς ὁ πατήρ,
καὶ στήσονται πᾶσαι αἱ εὐχαὶ
αὐτῆς, |
4
Ἐὰν δὲ μία γυναῖκα ἔκαμε
τάξιμο πρὸς τὸν Κύριον ἢ διὰ
λόγους εὐλαβείας ὥρισε νὰ στερηθῇ
κάτι, ὅταν νέα ἀκόμη εὑρίσκετο
εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός της,
ἤκουσε δὲ ὁ πατήρ της τὸ τάξιμο
της ἢ τὴν ἀπόφασίν της νὰ
στερηθῇ κάτι διὰ τὸν Κύριον,
δὲν ἔφερε δὲ ἀντίρρησιν ὁ
πατήρ, ἀλλὰ ἐσιώπησε καὶ
διὰ τῆς σιωπῆς του ἔδειξε ὅτι
συγκατατίθεται εἰς τὸ τάξιμο, τότε
τὸ τάξιμον εἶναι ἔγκυρον καὶ
πρέπει νὰ ἐκπληρωθῇ.
|
4
Ἐὰν δὲ μία γυναῖκα κάμῃ κάποιο
τάξιμον εἰς τὸν Κύριον ἢ δεσμευθῇ
μὲ ὑπόσχεσιν ὅτι θὰ στερηθῇ
κάτι διὰ τὸν Θεόν, ὅταν ἦταν ἀκόμη
νέα καὶ εὑρίσκετο (ἀνύπανδρος) εἰς
τὸ σπίτι τοῦ πατέρα της, ὁ δὲ πατέρας
τῆς ἄκουσε τὰ ταξίματα καὶ τὶς
ὑποσχέσεις της, μὲ τὰ ὁποῖα
εἶχε δεσμευθῆ, καὶ (ὁ πατέρας της)
ἐσιώπησε χωρὶς νὰ φέρῃ ἀντίρρησιν,
τότε ὅλα τὰ ταξίματα τῆς (τῆς κόρης
του) εἶναι ἔγκυρα, |
5
καὶ πάντες οἱ ὁρισμοί, οὓς
ὡρίσατο κατὰ τῆς ψυχῆς αὐτῆς,
μενοῦσιν αὐτῇ.
|
5
Ὅσα ὥρισεν ἡ γυνὴ νὰ στερηθῇ
διὰ τὸν ἐαυτόν της πρὸς χάριν
τοῦ Κυρίου, μένουν ἔγκυρα καὶ
πρέπει νὰ ἐκτελεθοῦν.
|
5
καὶ ὅλες οἱ ἱερὲς ὑποσχέσεις,
μὲ τὶς ὁποῖες ἐδεσμεύθη
χάριν τοῦ Κυρίου, πρέπει νὰ πραγματοποιηθοῦν
ἀπὸ αὐτήν. |
6
Ἐὰν δὲ ἀνανεύων ἀνανεύσῃ
ὁ πατὴρ αὐτῆς, ᾖ ἄν ἡμέρᾳ
ἀκούσῃ πάσας τὰς εὐχὰς
αὐτῆς καὶ τοὺς ὁρισμούς,
οὓς ὡρίσατο κατὰ τῆς ψυχῆς
αὐτῆς, οὐ στήσονται· καὶ
Κύριος καθαριεῖ αὐτήν, ὅτι ἀνένευσεν
ὁ πατὴρ αὐτῆς.
|
6
Ἐὰν ὅμως ὁ πατὴρ ἀρνηθῇ
νὰ ἐγκρίνῃ τὰ ταξίματα
τῆς κόρης του, τὴν ἡμέραν ποὺ
θὰ τὰ ἀκούσῃ, ὅπως ἐπίσης
καὶ τὰς ἀποφάσεις της περὶ στερήσεως
της ἀπὸ κάποιον πράγμα, τὰς
ὁποίας αὐτὴ ἀνεκοίνωσε,
τὸ τάξιμό της καὶ αἱ ἀποφάσεις
της δὲν εἶναι ἔγκυροι. Ὁ δὲ
Κύριος θεωρεῖ αὐτὴν καθαρὰν
καὶ άπηλλαγμένην ἀπὸ τὰς
σχετικὰς ὑποχρεώσεις, διότι ὁ
πατήρ της δὲν τὰς ἐνέκρινεν.
|
6
Ἐὰν ὅμως ὁ πατέρας της ἀπορρίψῃ
καὶ ἀρνηθῇ τὰ ταξίματα τῆς κόρης
του, τὴν ἡμέραν ποὺ θὰ ἀκούσῃ
ὅλα τὰ ταξίματά της καὶ τὶς
ὑποσχέσεις της, μὲ τὰ ὁποῖα
εἶχε δεσμευθῆ ὅτι θὰ στερηθῇ
κάτι διὰ τὸν Κύριον, τότε ὅλα αὐτὰ
εἶναι ἄκυρα. Καὶ ὁ Κύριος Θὰ
τὴν συγχωρήσῃ καὶ θὰ τὴν θεωρῇ
ἁπαλλαγμένην, διότι ὁ πατέρας της δεν ἔχει
ἐγκρίνει τὰ ταξίματά της.
|
7
Ἐὰν δὲ γενομένη γένηται ἀνδρὶ
καὶ αἱ εὐχαὶ αὐτῆς ἐπ'
αὐτῇ κατὰ τὴν διαστολὴν τῶν
χειλέων αὐτῆς, οὓς ὡρίσατο
κατὰ τῆς ψυχῆς αὐτῆς,
|
7
Ἐὰν δὲ αὐτὴ ὑπανδρευθῇ,
καὶ μὲ τὸ ἴδιο της τὸ στόμα
εἶχε κάμει, πρὶν ἢ ἔλθῃ
εἰς γάμον, τάξιμον πρὸς τὸν
Κύριον ἢ εἶχεν ἐκφράσει τὴν
ἀπόφασιν νὰ ὑποβληθῇ ὑπὲρ
τῆς ψυχῆς της εἰς ὡρισμένας
στερήσεις,
|
7
Ἐὰν δὲ ἡ γυναῖκα ἔχῃ
ὑπανδρευθῆ καὶ τὰ ταξίματα καὶ
οἱ ὑποσχέσεις της, ποὺ ἔκαμε μὲ
τὸ ἴδιον τὸ στόμα της, ἔγιναν πρὶν
ἀκόμη ὑπανδρευθῆ, καὶ ἔτσι
ἔχῃ δεσμεύσει μόνη της τὸν ἑαυτόν
της, |
8
καὶ ἀκούσῃ ὁ ἀνήρ
αὐτῆς καὶ παρασιωπήσῃ αὐτῇ,
ᾖ ἂν ἡμέρᾳ ἀκούσῃ,
καὶ οὕτω στήσονται πᾶσαι αἱ
εὐχαὶ αὐτῆς καὶ οἱ ὁρισμοὶ
αὐτῆς, οὓς ὥρίσατο κατὰ
τῆς ψυχῆς αὐτῆς, στήσονται.
|
8
μετὰ δὲ τὸν γάμον της ὁ σύζυγός
της πληροφορηθῇ τὸ τάμα της καὶ σιωπηρῶς
συγκατατεθῇ, τὸ τάξιμό της καὶ
αἱ ἄλλαι εὐχαί της περὶ στερήσεώς
της ἐκ πραγμάτων τινῶν, εἶναι
ἔγκυρα καὶ πρέπει νὰ ἐκπληρωθοῦν.
|
8
καὶ ὁ σύζυγός της ἀκούσῃ (μετὰ
τὸν γάμον των) διὰ τὰ ταξίματά της
καὶ σιωπήσῃ καὶ δὲν τῆς εἰπῇ
τίποτε, ὅταν τὰ πληροφορηθῇ, τότε ὅλα
τὰ ταξίματα καὶ οἱ ἱερὲς ὑποσχέσεις
της καὶ οἱ δεσμεύσεις, ποὺ ἀνέλαβε
διὰ τὸν Κύριον, ἰσχύουν καὶ πρέπει
νὰ πραγματοποιηθοῦν ἀπὸ αὐτήν.
|
9
Ἐὰν δὲ ἀνανεύων ἀνανεύσῃ
ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, ᾖ ἐὰν
ἡμέρᾳ ἀκούσῃ, πᾶσαι
αἱ εὐχαὶ αὐτῆς καὶ οἱ
ὁρισμοὶ αὐτῆς, οὓς ὡρίσατο
κατὰ τῆς ψυχῆς αὐτῆς, οὐ
μενοῦσιν, ὅτι ὁ ἀνήρ ἀνένευσεν
ἀπ' αὐτῆς, καὶ Κύριος καθαριεῖ
αὐτήν. |
9
Ἐὰν ὅμως ὁ σύζυγός της,
ὅταν πληροφορηθῇ τὸ τάξιμόν
της, τὰς εὐχάς της καὶ τὰς ἀποφάσεις
της διὰ τὴν στέρησίν της ἀπὸ
κάποιον πρᾶγμα, καὶ ἀρνηθῇ νὰ
τὰς ἀναγνωρίσῃ, τότε αὐταὶ
δὲν εἶναι ἔγκυροι· διότι ὁ
σύζυγός της τὰς ἠρνήθη καὶ
ὁ Κύριος θεωρεῖ
αὐτὴν καθαρὰν ἀπὸ τὴν
ὑποχρέωσιν τῆς ἐκπληρώσεως τοῦ
τάματος ἢ τῆς εὐχῆς της.
|
9
Ἐὰν ὅμως ὁ ἄνδρας της ἀπορρίψῃ
καὶ ἀρνηθῇ τὰ ταξίματα τῆς συζύγου
του, τὴν ἡμέραν ποὺ θὰ πληροφορηθῇ
σχετικῶς, τότε ὅλα τὰ ταξίματά της
καὶ οἱ ὑποσχέσεις, μὲ τὰ ὁποῖα
εἶχε δεσμευθῆ νὰ στερηθῇ κάτι διὰ
τὸν Κύριον, θὰ εἶναι ἄκυρα. Διότι
ὁ ἄνδρας της δὲν τὰ ἐδέχθη καὶ
ὁ Κύριος θὰ τὴν συγχωρήσῃ καὶ
θὰ τὴν θεωρῇ ἁπαλλαγμένην ἀπὸ
τὰ ταξίματά της. |
10
Καὶ εὐχὴ χήρας καὶ ἐκβεβλημένης
ὅσα ἐὰν εὔξηται κατὰ τῆς
ψυχῆς αὐτῆς, μενοῦσιν αὐτῇ.
|
10
Τὸ τάξιμο ὅμως τῆς χήρας καὶ
τῆς διεζευγμένης καὶ
ὅσα αὐτὴ θὰ εἶχεν εὐχηθῆ
πρὸς τὸν Κύριον διὰ τὸν ἑαυτόν
της, μένουν ἔγκυρα καὶ πρέπει νὰ
ἐκπληρωθοῦν. |
10
Ὅμως τὸ τάξιμον τῆς χήρας καὶ τῆς
διαζευγμένης ποὺ ἔκαμε καὶ ὅσα αὐτὴ
ἔταξε καὶ ἐδέσμευσε τὸν ἑαυτόν
της, θὰ εἶναι ἔγκυρα καὶ πρέπει νὰ
πραγματοποιηθοῦν καὶ ἐκπληρωθοῦν ἀπὸ
αὐτήν. |
11
Ἐὰν δὲ ἐν τῷ οἴκῳ
τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς ἡ εὐχὴ
αὐτῆς ἢ ὁ ὁρισμὸς κατὰ
τῆς ψυχῆς αὐτῆς μεθ' ὄρκου
|
11
Ἐὰν ὅμως τὸ τάξιμον καὶ
ἡ ἔνορκος ὑπόσχεσις περὶ στερήσεως
πράγματός τινος ἔγινε μετὰ τὸν
γάμον της, |
11
Ἐὰν ἔκαμε τὸ τάξιμον καὶ ἐδέσμευσε
τὸν ἑαυτὸν τῆς μὲ ὅρκον,
δτι θὰ στερηθῇ κάτι διὰ τὸν Κύριον,
εἰς τὸ σπίτι τοῦ συζύγου της μετὰ
τὸν γάμον, |
12
καὶ ἀκούσῃ ὁ ἀνὴρ
αὐτῆς καὶ παρασιωπήσῃ αὐτῇ
καὶ μὴ ἀνανεύσῃ αὐτῇ,
καὶ στήσονται πᾶσαι αἱ εὐχαὶ
αὐτῆς, καὶ πάντες οἱ ὁρισμοὶ
αὐτῆς, οὓς ὡρίσατο κατὰ
τῆς ψυχῆς αὐτῆς, στήσονται κατ'
αὐτῆς. |
12
ὁ δὲ ἀνὴρ ἤκουσεν αὐτὰ
καὶ δὲν τὰ ἠρνήθη, ἀλλὰ
σιωπηρῶς τὰ παρεδέχθη, ὅλα τὰ
ταξίματά της καὶ ὅσα ἄλλα εἶχεν
ὁρίσει διὰ τὸν Κύριον εἶναι
ἔγκυρα καὶ πρέπει νὰ ἐκπληρωθοῦν.
|
12
καὶ ὁ σύζυγός της (πρὶν ἀπὸ
τὸν θάνατόν του) ἀκούσῃ διὰ τὰ
ταξίματά της καὶ σιωπήσῃ καὶ δὲν
προβάλῃ ἄρνησιν, τότε ὅλα τὰ ταξίματά
της καὶ ὅλες οἱ ἱερὲς ὑποσχέσεις,
μὲ τὶς ὁποῖες ἐδέσμευσε
τὸν ἑαυτόν της, θὰ εἶναι ἔγκυρα
καὶ πρέπει νὰ πραγματοποιηθοῦν ἀπὸ
αὐτήν. |
13
Ἐὰν δὲ περιελὼν περιέλῃ
ὁ ἀνήρ αὐτῆς, ᾗ ἂν
ἡμέρᾳ ἀκούσῃ, πάντα
ὅσα ἐὰν ἐξέλθῃ ἐκ
τῶν χειλέων αὐτῆς κατὰ τὰς
εὐχὰς αὐτῆς καὶ κατὰ τοὺς
ὁρισμοὺς τοὺς κατὰ τῆς ψυχῆς
αὐτῆς, οὐ μενεῖ αὐτῇ·
ὁ ἀνήρ αὐτῆς περιεῖλε,
καὶ Κύριος καθαριεῖ αὐτήν.
|
13
Ἐὰν ὅμως ὁ σύζυγός της
ἀρνηθῇ ὅλα, ὅσα κατὰ τὴν
ἡμέραν ἐκείνην ἤθελεν ἀκούσει
νὰ ἐξέρχωνται ἀπὸ τὰ χείλη
τῆς συζύγου του ὡς ταξίματα διὰ
τὸν Κύριον ἢ εὐλαβεῖς ἀποφάσεις
της περὶ στερήσεως πράγματός τινος,
αὐτὰ δὲν θὰ ἔχουν κύρος,
διότι ὁ σύζυγός της τὰ ἠρνήθη
καὶ ὁ Θεὸς θεωρεῖ αὐτὴν
ἀπηλλαγμένην ἀπὸ τὰς σχετικὰς
ὑποχρεώσεις.
|
13
Ἐὰν ὅμως ὁ ἄνδρας της (ὅταν
ἐζοῦσε) ἀρνηθῇ τὴν ἡμέραν
ποὺ θὰ ἀκούσῃ, ὅλα ὅσα
βγοῦν ἀπὸ τὰ χείλη της ὡς ταξίματα
καὶ ὑποσχέσεις, μὲ τὰ ὁποῖα
ἐδέσμευσε τὸν ἑαυτόν της χάριν
τοῦ Κυρίου, τότε ὅλα αὐτὰ θὰ
εἶναι ἄκυρα. Διότι ὁ σύζυγός της δὲν
ἔδωσε συγκατάθεσιν, ἀρνήθηκε, δι αὐτὸ
καὶ ὁ Κύριος θὰ τὴν συγχωρήσῃ
καὶ θὰ τὴν θεωρῇ ἁπαλλαγμένην
ἀπὸ τὰ ταξίματά της.
|
14
Πᾶσα εὐχὴ καὶ πᾶς ὅρκος
δεσμοῦ κακῶσαι ψυχήν, ὁ ἀνήρ
αὐτῆς στήσει αὐτῇ καὶ
ὁ ἀνήρ αὐτῆς περιελεῖ.
|
14
Κάθε τάξιμον τῆς συζύγου καὶ
κάθε ἔνορκον δέσμευσιν καὶ εὐλαβῆ
ἀπόφασιν περὶ στερήσεως ἀπὸ
κάποιο πρᾶγμα καὶ σχετικῆς ταλαιπωρίας
της, ὁ σύζυγός της θὰ καταστήσῃ
αὐτὰς ἐγκύρους καὶ ὑποχρεωτικὰς
διὰ τὴν σύζυγόν του ἢ ἀκύρους
καὶ ἀνεκτελέστους.
|
14
Κάθε τάξιμον καὶ κάθε δεσμευτικὸν ὅρκον
διὰ τὴν στέρησιν τῆς ψυχῆς της ἀπὸ
κάτι, ὁ σύζυγός της τὸν καθιστᾷ ἔγκυρον
καὶ ὑποχρεωτικὸν ἢ τὸν ἀρνεῖται
καὶ τὸν καθιστᾷ ἄκυρον.
|
15
Ἐὰν δὲ σιωπῶν παρασιωπήσῃ
αὐτῇ ἡμέραν ἐξ ἡμέρας,
καὶ στήσει αὐτῇ πάσας τὰς
εὐχὰς αὐτῆς, καὶ τοὺς
ὁρισμοὺς τοὺς ἐπ' αὐτῆς
στήσει αὐτῇ, ὅτι ἐσιώπησεν
αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ, ᾗ
ἤκουσεν. |
15
Ἐὰν ὁ σύζυγος
ἀκούων τὸ τάξιμον σιωπήσῃ
ἐπὶ ἀρκετὰς ἡμέρας, διὰ
τῆς σιωπῆς του αὐτῆς θὰ καταστήσῃ
ἀποδεκτὰς καὶ ἐγκύρους τὰς
ἱερὰς εὐχὰς καὶ τὰς ὑποσχέσεις
τῆς γυναικός του, διότι ἐνῶ
τὰς ἤκουσεν ἐσιώπησε καὶ δὲν
διεμαρτυρήθη κατὰ τὴν ἡμέραν,
ποὺ ἐλέχθησαν.
|
15
Ἐὰν ὁ σύζυγός της (ὅταν ἐζοῦσε)
σιωπήσῃ ὁλωσδιόλου καὶ ἐπὶ ἀρκετὲς
ἡμέρες χωρὶς νὰ εἰπῇ τίποτε
εἰς τὴν σύζυγόν του διὰ τὰ ταξίματά
της, τότε καθιστᾷ (μὲ τὴν σιωπήν του)
ἔγκυρα ὅλα τὰ ταξίματά της καὶ
τὶς ὑποσχέσεις, μὲ τὶς ὁποῖες
ἐδέσμευσε τὸν ἑαυτόν της, διότι
ἐσιώπησε καὶ δὲν τὰ ἀρνήθηκε
τὴν ἡμέραν, ποὺ ἄκουσε τὰ ταξίματά
της. |
16
Ἐὰν δὲ περιελὼν πιριέλῃ
ὁ ἀνήρ αὐτῆς μετὰ τὴν
ἡμέραν, ἣν ἤκουσε, καὶ λήψεται
τὴν ἁμαρτίαν αὐτοῦ.
|
16
Ἐὰν ὅμως ὁ ἀνήρ ἀρνηθῇ
τὸ τάξιμο τῆς γυναικός του μετὰ
τὴν ἡμέραν, ποὺ τὸ ἤκουσεν,
θὰ εἶναι αὐτὸς ὑπεύθυνος
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ διὰ τὴν
μὴ ἐκπλήρωσιν>. |
16
Ἐὰν ὅμως ὁ σύζυγός της (ὅταν
ἐζοῦσε) ἀρνηθῇ τὰ ταξίματα τῆς
συζύγου του μετὰ τὴν ἡμέραν, ποὺ τὰ
ἄκουσε, τότε θὰ εἶναι ὁ ἴδιος
ὑπεύθυνος ἐμπρὸς εἰς τὸν Θεὸν
διὰ τὴν πραγματοποίησίν των>.
|
17
Ταῦτα τὸ δικαιώματα, ὅσα ἐνετείλατο
Κύριος τῷ Μωυσῇ, ἀνὰ μέσον
ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς αὐτοῦ
καὶ ἀνὰ μέσον πατρὸς καὶ
θυγατρὸς ἐν νεότητι ἐν οἴκῳ
πατρός. |
17
Αὐταὶ εἶναι αἱ ἐντολαί,
τὰς ὁποίας ὁ Θεὸς ἔδωσεν
εἰς τὸν Μωϋσῆν ἀναφορικῶς μὲ
τὰ ταξίματα καὶ τὰς ἄλλας εὐχὰς
σχετικῶς μὲ τὸν σύζυγον καὶ
τὴν σύζυγον, σχετικῶς μὲ τὸν
πατέρα καὶ τὴν θυγατέρα, ὅταν
αὐτὴ εἶναι νέα καὶ ἀνύπανδρος
εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός της.
|
17
Αὐτοὶ εἶναι οἱ νόμοι, τοὺς ὁποίους
ἔδωσεν ὁ Θεὸς εἰς τὸν Μωϋσῆν,
καὶ οἱ ὁποῖοι ἀφοροῦν
τὰ ταξίματα, τοὺς ὅρκους καὶ τὶς
ἱερὲς ὑποσχέσεις γυναικὸς (ὑπανδρευμένης)
ἐμπρὸς εἰς τὸν ἄνδρα της καὶ
θυγατρὸς ἐμπρὸς εἰς τὸν πατέρα
της, ὅταν ἀκόμη αὐτὴ εἶναι
νέα (ἀνύπανδρος) εἰς τὸ σπίτι τοῦ
πατέρα της. |