Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
κτήνη πλῆθος ἦν τοῖς υἱοῖς
Ρουβὴν καὶ τοῖς υἱοῖς Γάδ,
πλῆθος σφόδρα· καὶ εἶδον τὴν
χώραν Ἰαζὴρ καὶ τὴν χώραν
Γαλαάδ, καὶ ἦν ὁ τόπος τόπος
κτήνεσι. |
ἰς
τὴν φυλὴν τοῦ Ρουβὴν καὶ τοῦ
Γὰδ ὑπῆρχε πολὺ μεγάλο πλῆθος
ζώων. Παρετήρησαν τὴν χώραν Ἰαζὴρ
καὶ Γαλαὰδ καὶ εἶδον, ὅτι ὁ
τόπος αὐτὸς ἦτο βοσκότοπος,
κατάλληλος διὰ τὰ ζῶα των.
|
ἱ
ἀπόγονοι τῆς φυλῆς τοῦ Ρουβὴν
καὶ τῆς φυλῆς τοῦ Γὰδ εἶχαν
πολλὰ ζῶα, πλῆθος πολὺ μεγάλο. Ὅταν
αὐτοὶ εἶδαν τὴν χώραν Ἰαζὴρ
καὶ τὴν χώραν Γαλαάδ, διεπιστωσαν ὅτι ἦσαν
περιοχὲς κατάλληλες διὰ βοσκὴν ζώων.
|
2
Καὶ προσελθόντες οἱ υἱοὶ Ρουβὴν
καὶ οἱ υἱοὶ Γὰδ εἶπαν
πρὸς Μωυσῆν καὶ πρὸς Ἐλεάζαρ
τὸν ἱερέα καὶ πρὸς τοὺς
ἄρχοντας τῆς συναγωγῆς λέγοντες·
|
2
Προσῆλθον λοιπὸν ἐκ τῆς φυλῆς
Ρουβὴν καὶ Γὰδ πρὸς τὸν Μωϋσῆν,
πρὸς τὸν ἀρχιερέα Ἐλεάζαρ
καὶ πρὸς τοὺς ἄρχοντας τοῦ λαοῦ
καὶ εἶπον· |
2
Καὶ οἱ ἀπόγονοι τῆς φυλῆς Ρουβὴν
καὶ τῆς φυλῆς Γάδ, ἀφοῦ ἦλθαν
εἰς τὸν Μωϋσῆν καὶ τὸν ἀρχιερέα
Ἐλεάζαρ καὶ τοὺς ἀρχηγοὺς
τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, τοὺς
εἶπαν: |
3
Ἀταρὼθ καὶ Δαιβὼν καὶ Ἰαζὴρ
καὶ Ναμρὰ καὶ Ἐσεβών, καὶ
Ἐλεαλὴ καὶ Σεβαμὰ καὶ Ναβαὺ
καὶ Βαιάν, |
3
<αἱ πόλεις Ἀταρώθ, Δαιβών,
Ἰαζήρ, Ναμρά, Ἐσεβών, Ἐλεαλή,
Σαβαμά, Ναβαὺ καὶ Βαιὰν |
3
<Οἱ πόλεις Ἀταρώθ, Ἀαιβών, Ἰαζήρ,
Ναμρά, Ἐσεβών, Ἐλεαλή, Σεβαμά, Ναβαῦ
καὶ Βαιὰν εἶναι πόλεις ποὺ ἀνήκουν
|
4
τὴν γῆν ἣν παραδέδωκε Κύριος
ἐνώπιον τῶν υἱῶν Ἰσραήλ,
γῆ κτηνοτρόφος ἐστί, καὶ τοῖς
παισί σου κτήνη ὑπάρχει.
|
4
εἶναι εἰς τὴν ἀνατολικῶς τοῦ
Ἰορδάνου χώραν, τὴν ὁποίαν
ἔχει παραδώσει ὁ Κύριος εἰς
τους Ἰσραηλίτας. Ἡ χώρα αὐτὴ
εἶναι κτηνοτροφική, ἔχει βοσκότοπους.
Εἰς ἡμᾶς δέ, τοὺς δούλους
σου, ὑπάρχουν ζῶα>.
|
4
εἰς τὴν περιοχήν, ποὺ εὑρίσκεται εἰς
τὰ ἀνατολικά τοῦ Ἰορδάνη, χώραν τὴν
ὁποίαν ὁ Κύριος ἐβοήθησε τοὺς Ἰσραηλῖτες
νὰ κατακτήσουν· ἡ χώρα αὐτὴ εἶναι
βοσκότοπος, καὶ ἡμεῖς, οἱ δοῦλοι
σου, ἔχομεν πολλὰ ζῶα>.
|
5
Καὶ ἔλεγον· εἰ εὕρομεν χάριν
ἐνώπιόν σου, δοθήτω ἡ γῆ
αὕτη τοῖς οἰκέταις σου ἐν κατασχέσει,
καὶ μὴ διαβιβάσῃς ἡμᾶς
τὸν Ἰορδάνην. |
5
Καὶ προσέθεσαν αὐτοὶ ἀπευθυνόμενοι
πρὸς τὸν Μωϋσῆν εἰδικώτερον·
<᾿Εὰν ἔχωμεν χάριν ἐνώπιόν
σου, ἂς δοθῇ αὐτὴ ἡ χώρα
ὡς ἰδιοκτησία εἰς ἡμᾶς
τοὺς δούλους σου καὶ μὴ θελήσῃς
νὰ μᾶς διαπεράσῃς ἐκεῖθεν
ἀπὸ τὸν Ἰορδάνην>.
|
5
Οἱ ἀπόγονοι τῶν φυλῶν Ρουβὴν
καὶ Γὰδ ἐπρόσθεσαν ἀκόμη εἰς
τὸν Μωϋσῆν: <Ἐὰν εὐαρεστῆσαι,
κάμε μας τὴν χάριν (ἐὰν ἔχωμεν τὴν
εὔνοιάν σου καὶ εὑρήκαμεν χάριν ἐνώπιόν
σου), σὲ παρακαλοῦμεν, νὰ δοθῇ ἡ
περιοχὴ αὐτὴ ὡς ἰδιοκτησία εἰς
ἠμᾶς τοὺς δούλους σου, καὶ μὴ
μᾶς περάσῃς εἰς τὸ ἀπέναντι
μέρος (τὸ δυτικὸν) τοῦ ποταμοῦ Ἰορδάνη>.
|
6
Καὶ εἶπε Μωυσῆς τοῖς υἱοῖς
Γὰδ καὶ τοῖς υἱοῖς Ρουβήν·
οἱ ἀδελφοὶ ὑμῶν πορεύονται
εἰς τὸν πόλεμον, καὶ ὑμεῖς
καθήσεσθε αὐτοῦ;
|
6
Ὁ Μωϋσῆς εἶπεν εἰς τους υἱοὺς
τῶν φυλῶν Γὰδ καὶ Ρουβήν. <Οἱ
ἀδελφοί σας πορεύονται εἰς τὸν
πόλεμον καὶ σεῖς θέλετε νὰ καθήσετε
ἥσυχοι ἐδῶ; |
6
Ἀλλὰ ὁ Μωυσῆς ἀπάντησε εἰς
τοὺς ἀπογόνους τῆς φυλῆς Γὰδ
καὶ Ρουβήν: <Οἱ ἀδελφοί σας Ἰσραηλῖται
πηγαίνουν εἰς πόλεμον διὰ νὰ κατακτήσουν
τὴν Χαναάν, καὶ σεῖς θὰ καθήσετε ἐδῶ
ἀμέριμνοι καὶ ἀσυγκίνητοι θεαταί;
|
7
Καὶ ἱνατί διαστρέφετε τὰς διανοίας
τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ μὴ διαβῆναι
εἰς τὴν γῆν, ἣν Κύριος δίδωσιν
αὐτοῖς; |
7
Διατὶ μὲ τὰς ἰδιοτελεῖς αὐτάς
προτάσεις σας διαστρέφετε τὰς διαθέσεις
τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ τοὺς ἀποθαρρύνετε,
ὥστε νὰ μὴ διαβοῦν εἰς τὴν
γῆν Χαναάν, τὴν ὁποίαν ὁ
Κύριος δίδει εἰς αὐτούς;
|
7
Καὶ διατὶ μὲ τὸ αἴτημά
σας αὐτὸ ἀπογοητεύετε τὸν Ἰσραηλιτικὸν
λαὸν ἀπὸ τοῦ νὰ περάσῃ
τὸν Ἰορδάνην καὶ νὰ φθάσῃ εἰς
τὴν γῆν Χαναάν, τὴν ὁποίαν ὁ
Κύριος τοὺς δίδει ὡς κληρονομίαν;
|
8
Οὐχ οὕτως ἐποίησαν οἱ πατέρες
ὑμῶν, ὅτε ἀπέστειλα αὐτοὺς
ἐκ Κάδης Βαρνὴ κατανοῆσαι τὴν
γῆν; |
8
Τὸ ἴδιο δὲν ἔκαναν καὶ οἱ
πατέρες σας, ὅταν ἐγὼ ἀπέστειλα
τοὺς κατασκόπους ἀπὸ τὴν περιοχὴν
Κάδης Βαρνή, διὰ νὰ κατασκοπεύσουν
τὴν χώραν καὶ νὰ μᾶς πληροφορήσουν
περὶ αὐτῆς; |
8
Μήπως τὸ ἴδιον δὲν ἔκαμαν καὶ
οἱ πατέρες σας, ὅταν τοὺς ἔστειλα
ἀπὸ τὴν Κάδης - Βαρνὴ νὰ ἐξερευνήσουν
τὴν Χαναὰν καὶ νὰ μᾶς πληροφορήσουν
σχετικῶς; |
9
Και ἀνέβησαν Φάραγγα βότρυος καὶ
κατενόησαν τὴν γῆν καὶ ἀπέστησαν
τὴν καρδίαν τῶν υἱῶν Ἰσραήλ,
ὅπως μὴ εἰσέλθωσιν εἰς τὴν
γῆν, ἣν ἔδωκε Κύριος αὐτοῖς.
|
9
Μετέβησαν αὐτοὶ εἰς τὴν <Κοιλάδα
τῆς σταφυλῆς>, εἶδον καὶ ἐπείσθησαν,
ὅτι ἡ χώρα ἦτο εὔφορος, ἀλλὰ
ἐπανελθόντες διέστρεψαν καὶ ἀπεμάκρυναν
τὰς καρδίας τῶν Ἰσραηλιτῶν ἀπὸ
τὸν Θεόν, ὥστε νὰ μὴ θέλουν
νὰ εἰσέλθουν εἰς τὴν γῆν,
τὴν ὁποίαν ὁ Κύριος εἶχεν
ἀποφασίσει νὰ τοὺς δώσῃ.
|
9
Ὅταν ὅμως ἐπῆγαν εἰς τὴν
κοιλάδα τοῦ σταφυλιοῦ καὶ ἐξέτασαν
τὴν χώραν, ἐγύρισαν πίσω καὶ ἀπεγοήτευσαν
τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν καὶ ἀπεμάκρυναν
τὴν καρδίαν του ἀπὸ τὸν Θεόν, ὥστε
νὰ μὴ θέλῃ νὰ προχωρήσῃ διὰ
νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὴν χώραν, τὴν
ὁποίαν ὁ Θεὸς ἔδωκεν ὡς κληρονομίαν
εἰς τοὺς Ἰσραηλῖτες.
|
10
Καὶ ὠργίσθη θυμῷ Κύριος ἐν
τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ
καὶ ὤμοσε λέγων·
|
10
Δι' αὐτὸ δὲ καὶ ὠργίσθη
πολὺ ὁ Κύριος κατὰ τὴν ἡμέραν
ἐκείνην καὶ ὡρκίσθη λέγων·
|
10
Δι' αὐτὸ τὴν ἡμέραν ἐκείνην
ὁ Κύριος ὠργίσθη ἐναντίον των πολὺ
καὶ ὡρκίσθη καὶ εἶπε:
|
11
εἰ ὄψονται οἱ ἄνθρωποι οὗτοι
οἱ ἀναβάντες ἐξ Αἰγύπτου
ἀπὸ εἰκοσαετοῦς καὶ ἐπάνω,
οἱ ἐπισταμένοι τὸ ἀγαθὸν
καὶ τὸ κακόν, τὴν γῆν ἣν
ὤμοσα τῷ Ἁβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ
καὶ Ἰακώβ, οὐ γὰρ συνεπηκολούθησαν
ὀπίσω μου, |
11
<Δὲν θὰ ἴδουν οἱ ἄνθρωποι
αὐτοί, ποὺ ἐξῆλθον ἐλεύθεροι
ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, ὅσοι εἶναι
ἡλικίας εἴκοσι ἐτῶν καὶ
ἄνω καὶ οἱ ὁποῖοι γνωρίζουν
τί εἶναι καλὸν καὶ τί κακόν,
τὴν γῆν τὴν ὁποίαν ὡρκίσθην
εἰς τὸν Ἁβραάμ, εἰς τὸν
Ἰσαὰκ καὶ τὸν Ἰακώβ. Ὄχι,
ποτὲ δὲν θὰ τὴν ἴδουν, διότι
δὲν συνεμορφώθησαν πρὸς τὰς ἐντολάς
μου, δὲν ἠκολούθησαν τὸν Κύριον.
|
11
Κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους αὐτούς,
ποὺ ἀνέβησαν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον
καὶ εἶναι ἡλικίας εἴκοσι ἐτῶν
καὶ ἄνω, οἱ ὁποῖοι γνωρίζουν
τὸ καλὸν καὶ τὸ κακόν, δὲν θὰ
ἴδῃ τὴν χώραν, διὰ τὴν ὁποίαν
ὠρκίσθηκα εἰς τὸν Ἀβραὰμ
καὶ τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν
Ἰακώβ· δὲν θὰ ἴδουν τὴν χώραν,
διότι δὲν ἔμειναν πιστοὶ εἰς ἐμὲ
καὶ δὲν μὲ ἀκολούθησαν μὲ
ὅλην τὴν ψυχήν των. |
12
πλὴν Χάλεβ υἱὸς Ἰεφοννὴ
ὁ διακεχωρισμένος καὶ Ἰησοῦς
ὁ τοῦ Ναυή, ὅτι συνεπηκολούθησαν
ὀπίσω Κυρίου. |
12
Κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς δὲν
θὰ εἰσέλθῃ, πλὴν τοῦ Χάλεβ,
τοῦ υἱοῦ Ἰεφοννή, ὁ ὁποῖος
ἐξεχώρισε τὸν ἑαυτόν του ἀπὸ
ἐκείνους, καὶ τοῦ Ἰησοῦ,
υἱοῦ τοῦ Ναυή, διότι οἱ
δύο αὐτοὶ μόνοι ὑπήκουσαν
καὶ ἠκολούθησαν τὸν Κύριον.
|
12
(Κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς δὲν
θὰ ἰδῇ καὶ δὲν θὰ εἰσέλθῃ
εἰς τὴν Χαναάν) ἐκτὸς ἀπὸ
τὸν Χάλεβ, τὸν υἱὸν τοῦ Ἰεφοννῆ,
ὁ ὁποῖος ἐχωρίσθη ἀπὸ
αὐτοὺς καὶ δὲν συνεφώνησε μαζί
των, καὶ τὸν Ἰησοῦν, τὸν υἱὸν
τοῦ Ναυῆ· διότι καὶ οἱ δύο αὐτοὶ
ἔμειναν πιστοὶ εἰς ἐμὲ καὶ
μὲ ἀκολούθησαν μὲ ὅλην τὴν
ψυχήν των. |
13
Καὶ ὠργίσθη θυμῷ Κύριος ἐπὶ
τὸν Ἰσραὴλ καὶ κατερρόμβευσεν
αὐτοὺς ἐν τῇ ἐρήμῳ
τεσσαράκοντα ἔτη, ἕως ἐξανηλώθη
πᾶσα ἡ γενεὰ οἱ ποιοῦντες τὰ
πονηρὰ ἔναντι Κυρίου.
|
13
Καὶ ὠργίσθη πολὺ ὁ Κύριος
ἐναντίον τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ
τοὺς περιέφερε πλάνητας μέσα εἰς
τὴν ἔρημον ἐπὶ τεσσαράκοντα
ἔτη, μέχρις ὅτου ἐξωλοθρεύθη
ὅλη ἐκείνη ἡ γενεά, ἡ
ὁποία εἶχε φερθῆ κατὰ ἕνα
τρόπον τόσον ἀσεβῆ καὶ κακὸν
πρὸς τὸν Κύριον! |
13
Ἔτσι ὁ Κύριος ὠργίσθη πολὺ τότε ἐναντίον
τῶν Ἰσραηλιτῶν, ποὺ δὲν ἐπειθάρχησαν
εἰς αὐτόν, καὶ τοὺς ἀνάγκασε
νὰ περιπλανῶνται καὶ νὰ στριφογυρίζουν
εἰς τὴν ἔρημον ἐπὶ σαράντα χρόνια,
μέχρις ὅτου ἐξωντώθη ἐντελῶς
ὅλη ἡ γενεά, ἡ ὁποία ἁμάρτησε
καὶ ἀσέβησε τόσον πολὺ εἰς τὸν
Κύριον. |
14
Ἰδοὺ ἀνέστητε ἀντὶ τῶν
πατέρων ὑμῶν, σύντριμμα ἀνθρώπων
ἁμαρτωλῶν, προσθεῖναι ἔτι ἐπὶ
τὸν θυμὸν τῆς ὀργῆς Κυρίου
ἐπὶ Ἰσραήλ,
|
14
Καὶ ἰδοὺ ὅτι τώρα ἀντὶ
τῶν πατέρων σας παρουσιασθήκατε σεῖς,
ἐλεεινὰ κατάλοιπα ἀνθρώπων ἁμαρτωλῶν,
διὰ νὰ αὐξήσετε ἀκόμη
περισσότερον τὴν ὀργὴν τοῦ Κυρίου
ἐναντίον τῶν Ἰσραηλιτῶν.
|
14
Καὶ τώρα, νά· ἀντὶ τῶν προγόνων
σας παρουσιασθήκατε σεῖς, νέοι ἀπόγονοι καὶ
ὑπόλοιπα ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων, διὰ
νὰ αὐξήσετε ἀκόμη περισσότερον τὴν
μεγάλην ὀργὴν τοῦ Κυρίου ἐναντίον
τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ·
|
15
ὅτι ἀποστραφήσεσθε ἀπ' αὐτοῦ
προσθεῖναι ἔτι καταλιπεῖν αὐτὸν
ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ ἀνομήσετε
εἰς ὅλην τὴν συναγωγὴν ταύτην.
|
15
Διότι σεῖς ἐὰν ἀπομακρυνθῆτε
τώρα ἀπὸ τὸν Θεόν, θὰ
γίνετε ἀφορμὴ νὰ ἐγκατάλειψη
πάλιν ὁ Θεὸς τὸν λαὸν εἰς
τὴν ἔρημον καὶ σεῖς θὰ εἶσθε
οἱ ἔνοχοι τῆς νέας αὐτῆς
παρανομίας καὶ τιμωρίας ὅλου αὐτοῦ
τοῦ λαοῦ>. |
15
διότι ἐὰν σεῖς ἀρνηθῆτε νὰ
ἀκολουθήσετε τώρα τὸν Κύριον, θὰ γίνετε
ἀφορμὴ νὰ ἐγκαταλείψῃ καὶ
αὐτὸς ἀκόμη μίαν φορὰν τὸν
Ἰσραηλιτικὸν λαὸν εἰς τὴν ἔρημον·
ἔτσι θὰ γίνετε ὑπεύθυνοι διὰ τὴν
τιμωρίαν καὶ τὴν καταστροφὴν ὅλου
αὐτοῦ τοῦ λαοῦ>.
|
16
Καὶ προσῆλθον αὐτῷ καὶ ἔλεγον·
ἐπαύλεις προβάτων οἰκοδομήσομεν
ὧδε τοῖς κτήνεσιν ἡμῶν καὶ
πόλεις ταῖς ἀποσκευαῖς ἡμῶν,
|
16
Ἐπλησίασαν μὲ ταπείνωσιν τὸν
Μωϋσῆν οἱ ἐκπρόσωποι τῶν φυλῶν
Γὰδ καὶ Ρουβὴν καὶ τοῦ εἶπον·
<δὲν θὰ παρακούσωμεν ἡμεῖς
τὴν ἐντολὴν τοῦ Κυρίου νὰ
εἰσέλθωμεν μαζῆ μὲ τοὺς ἄλλους
ἀδελφούς μας εἰς τὴν γῆν Χαναάν.
Ἀλλὰ ἁπλῶς ἐπιθυμοῦμεν
νὰ κτίσωμεν ἐδῶ μάνδρας διὰ
τὰ πρόβατα καὶ τὰ κτήνη μας
καὶ πόλεις διὰ τὰ παιδιά μας
καὶ τὸν ἄλλον ἄμαχον πληθυσμόν
μας. |
16
Ἀντιπρόσωποι τῶν φυλῶν Γὰδ καὶ
Ρουβὴν ἐπλησίασαν τὸν Μωϋσῆν καὶ
τοῦ εἶπαν: <Ὄχι· δὲν ἀρνούμεθα
νὰ σᾶς ἀκολουθήσωμεν. Ζητοῦμεν μόνον
νὰ κτίσωμεν ἐδῶ μάνδρες προβάτων διὰ
τὰ ζῶα μας καὶ νὰ ὀχυρώσωμεν
πόλεις διὰ τὰ μικρὰ παιδιά, τὶς γυναῖκες
καὶ τὶς ἀποσκευές μας.
|
17
καὶ ἡμεῖς ἐνοπλισάμενοι προφυλακὴν
πρότεροι τῶν υἱῶν Ἰσραήλ,
ἕως ἂν ἀγάγωμεν αὐτοὺς
εἰς τὸν ἑαυτῶν τόπον· καὶ
κατοικήσει ἡ ἀποσκευὴ ἡμῶν
ἐν πόλεσι τετειχισμέναις διὰ τοὺς
κατοικοῦντας τὴν γῆν.
|
17
Ἡμεῖς δὲ οἱ ἄνδρες, ὅταν
ἔλθῃ ἡ στιγμή, θὰ ὁπλισθῶμεν
καὶ θὰ προπορευθῶμεν ἀπὸ τοὺς
ἄλλους Ἰσραηλίτας εἰς τὸν πόλεμον,
μέχρις ὅτου κατακτήσωμεν τὴν γῆν
Χαναάν καὶ ἐγκαταστήσωμεν αὐτοὺς
εἰς τὰς περιοχάς των. Ὁ ἄμαχος
μόνον πληθυσμός μας θὰ κατοικήσῃ
εἰς τὰς ἐντεῦθεν τοῦ Ἰορδάνου
τειχισμένας πόλεις, διὰ νὰ εἶναι
ἀσφαλὴς ἀπὸ τοὺς κατοίκους
τῆς χώρας αὐτῆς.
|
17
Ἡμεῖς δέ, ἀφοῦ ἐξοπλισθῶμεν,
θὰ προχωρήσωμεν καὶ θὰ ριψοκινδυνεύσωμεν
πρῶτοι ἀπὸ τοὺς ἄλλους Ἰσραηλῖτες,
σὰν ἐμπροσθοφυλακή, μέχρις ὅτου τοὺς
φέρωμεν εἰς τὸν τόπον των, τὴν Χαναάν. Καὶ
τὰ μικρὰ παιδιά μας καὶ οἱ γυναῖκες
μας θὰ κατοικήσουν εἰς πόλεις ὠχυρωμένες
μὲ τείχη, διὰ νὰ προφυλάσσωνται, αὐτοὶ
καὶ τὰ ὑπάρχοντά μας, ἀπὸ
τὶς ἐπιθέσεις τῶν ἄλλων κατοίκων τῆς
περιοχῆς αὐτῆς. |
18
Οὐ μὴ ἀποστραφῶμεν εἰς τὰς
οἰκίας ἡμῶν, ἕως ἂν καταμερισθῶσιν
οἱ υἱοὶ Ἰσραήλ, ἕκαστος
εἰς τὴν κληρονομίαν αὐτοῦ·
|
18
Δὲν θὰ ἐπιστρέψωμεν εἰς τὰς
οἰκίας μας, μέχρις ὅτου νικηταὶ
οἱ Ἰσραηλῖται, καὶ κύριοι τῆς
Χαναάν διαμοιρασθοῦν αὐτὴν καὶ
ἐγκατασταθοῦν κύριοι εἰς τὴν
κληρονομίαν των. |
18
Ὄχι· δὲν θὰ ἐπιστρέψωμεν εἰς
τὰ σπίτια μας, μέχρις ὅτου μοιρασθοῦν καὶ
ἐγκατασταθοῦν εἰς τὴν χώραν οἱ
ὑπόλοιποι Ἰσραηλῖται, ὁ καθένας
εἰς τὸν τόπον, ποὺ θὰ τοῦ ὁρισθῇ
μὲ κλῆρον ὡς κληρονομία.
|
19
καὶ οὐκέτι κληρονομήσομεν ἐν
αὐτοῖς ἀπὸ τοῦ πέραν τοῦ
Ἰορδάνου καὶ ἐπέκεινα, ὅτι
ἀπέχομεν τοὺς κλήρους ἡμῶν
ἐν τῷ πέραν τοῦ Ἰορδάνου
ἐν ἀνατολαῖς. |
19
Ἡμεῖς δὲ καμμίαν ἀπολύτως
ἀξίωσιν δὲν θὰ ἔχωμεν νὰ
κληρονομήσωμεν κάτι μεταξὺ τῶν ἄλλων
Ἰσραηλιτῶν ἀπὸ τὴν πέραν
τοῦ Ἰορδάνου Χαναάν, διότι θὰ
ἔχωμεν λάβει ὡς κληρονομίαν μας τὰς
ἀνατολικῶς τοῦ Ἰορδάνου περιοχάς>.
|
19
Ἡμεῖς δὲ δὲν θὰ λάβωμεν πλέον
κληρονομίαν μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους Ἰσραηλῖτες
ἀπὸ τὴν περιοχὴν τῆς Χαναάν,
ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὰ δυτικὰ
τοῦ Ἰορδάνη, διότι ἐλάβαμε τὴν
κληρονομίαν μας εἰς τὴν περιοχὴν αὐτήν,
ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὰ ἀνατολικὰ
τοῦ Ἰορδάνη>. |
20
Καὶ εἶπε πρὸς αὐτοὺς Μωυσῆς·
ἐὰν ποιήσητε κατὰ τὸ ρῆμα
τοῦτο, ἐὰν ἐξοπλίσησθε ἔναντι
Κυρίου εἰς πόλεμον
|
20
Ὁ Μωϋσῆς εἶπε πρὸς αὐτούς·
<ἐὰν ἐκτελέσετε αὐτὸ
τὸ ὁποῖον ὑπόσχεσθε, ἐὰν
δηλαδὴ ὁπλισθῆτε διὰ τὸν πόλεμον
αὐτόν, τὸν ὁποῖον ὁ Κύριος
ἔχει διατάξει |
20
Ὁ Μωϋσῆς ἀπάντησε εἰς τοὺς ἀντιπροσώπους
τῶν φυλῶν Ρουβὴν καὶ Γάδ: <Ἐὰν
κάμετε πράγματι σύμφωνα μὲ τὰ ὅσα εἴπατε,
ἐὰν δηλαδὴ ἐξοπλισθῆτε καὶ
λάβετε μέρος εἰς τὸν πόλεμον αὐτόν, ποὺ
διέταξεν ὁ Κύριος, |
21
καὶ παρελεύσεται ὑμῶν πᾶς ὁπλίτης
τὸν Ἰορδάνην ἔναντι Κυρίου,
ἕως ἂν ἐκτριβῇ ὁ ἐχθρὸς
αὐτοῦ ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ
|
21
καὶ κάθε ἕνας ἀπὸ σᾶς
ποὺ ἠμπορεῖ νὰ φέρη ὅπλα
διαβῇ τὸν Ἰορδάνην σύμφωνα μὲ
τὴν ἐντολὴν τοῦ Κυρίου καὶ
λάβῃ μέρος εἰς τὸν πόλεμον,
ἕως ὅτου συντριβῇ ὁ ἐχθρὸς
τοῦ Θεοῦ ἀπὸ ἐμπρός του
|
21
καὶ ὅλοι οἰ πολεμισταί σας προχωρήσουν
καὶ διαβοῦν τὸν Ἰορδάνην σύμφωνα μὲ
τὴν ἐντολὴν τοῦ Κυρίου, μέχρις ὅτου
νικηθοῦν καὶ ἐξοντωθοῦν οἱ ἐχθροί
του ἀπὸ ἐμπρός του, |
22
καὶ κατακυριευθῇ ἡ γῆ ἔναντι
Κυρίου, καὶ μετὰ ταῦτα ἀποστραφήσεσθε,
καὶ ἔσεσθε ἀθῷοι ἔναντι Κυρίου
καὶ ἀπὸ Ἰσραήλ, καὶ ἔσται
ἡ γῆ αὕτη ὑμῖν ἐν κατασχέσει
ἔναντι Κυρίου. |
22
καὶ κατακτηθῇ ἡ πέραν τοῦ Ἰορδάνου
χώρα ὅπως ὁ Κύριος θέλει, ἔπειτα
δὲ ἐπιστρέψετε εἰς τὴν χώραν
ποὺ θέλετε νὰ κατοικήσετε, τότε
θὰ εἶσθε καθαροὶ καὶ ἀθῶοι
ἀπέναντι τοῦ Κυρίου καὶ τῶν
Ἰσραηλιτῶν, καὶ δικαιωματικῶς μὲ
τὴν εὐλογίαν τοῦ Κυρίου θὰ
εἶναι εἰς τὴν κυριότητά σας
ἡ γῆ αὐτή. |
22
καὶ ἡ χώρα Χαναὰν κατακτηθῇ μὲ
τὴν δύναμιν τοῦ Κυρίου, μετὰ δὲ ἀπὸ
ὅλα αὐτὰ ἐπιστρέψετε εἰς τὴν
περιοχὴν αὐτήν, τότε θὰ εἶσθε ἀνεύθυνοι
ἐνώπιον τοῦ Κυρίου καὶ ἐμπρὸς
εἰς τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν, διότι ἐξεπληρώσατε
τὶς ὑποσχέσεις σας· τότε καὶ ἡ
γῆ τῆς περιοχῆς αὐτῆς θὰ
εἶναι ἰδιοκτησία σας μὲ τὴν ἔγκρισιν
καὶ τὴν εὐλογίαν τοῦ Κυρίου.
|
23
Ἐὰν δὲ μὴ ποιήσητε οὕτως,
ἁμαρτήσεσθε ἔναντι Κυρίου καὶ
γνώσεσθε τὴν ἁμαρτίαν ὑμῶν,
ὅταν ὑμᾶς καταλάβῃ τὰ
κακά. |
23
Ἐὰν ὅμως τυχὸν καὶ δὲν
πράξετε ἔτσι, θὰ ἁμαρτήσετε
καὶ θὰ εἶσθε ἔνοχοι ἐνώπιον
τοῦ Κυρίου καὶ θὰ ἐννοήσετε
καλὰ τὸ μέγεθος τῆς ἁμαρτίας
σας, ὅταν ἐπιπέσουν ἐναντίον
σας αἱ συμφοραί, ὡς τιμωρία ἐκ
μέρους τοῦ Θεοῦ. |
23
Ἐὰν ὅμως δὲν κάμετε αὐτὰ
ποὺ ὑποσχεθήκατε, τότε σᾶς προειδοποιῶ
ὅτι θὰ εἶσθε ἔνοχοι ἐνώπιον
τοῦ Κυρίου· καὶ νὰ εἶσθε βέβαιοι
ὅτι θὰ σᾶς εὕρῃ ἡ ἁμαρτία
σας, ὅταν θὰ σᾶς κτυπήσουν οἱ συμφορὲς
ὡς τιμωρίες ἀπὸ τὸν Θεόν.
|
24
Καὶ οἰκοδομήσετε ὑμῖν αὐτοῖς
πόλεις τῇ ἀποσκευῇ ὑμῶν
καὶ ἐπαύλεις τοῖς κτήνεσιν ὑμῶν
καὶ τὸ ἐκπορευόμενον ἐκ τοῦ
στόματος ὑμῶν ποιήσετε.
|
24
Λοιπόν, οἰκοδομήσατε διὰ τοὺς
ἑαυτούς σας καὶ διὰ τὸν ἄμαχον
πληθυσμὸν πόλεις, μανδριὰ καὶ σταύλους
διὰ τὰ ζῶα σας καὶ ὅσα αὐτὴν
τὴν ὥραν ὑπεσχέθητε, αὐτὰ
καὶ θὰ κάμετε>. |
24
Λοιπόν· νὰ κτίσετε τὶς πόλεις σας διὰ
τὶς γυναῖκες, τὰ μικρὰ παιδιὰ
καὶ τὰ ὑπάρχοντά σας καὶ τὶς
μάνδρες διὰ τὰ ζῶα σας· ἀλλὰ
κάμετε καὶ αὐτά, ποὺ ἐδώσατε
ὑπόσχεσιν μὲ τὸ στόμα σας ὅτι
θὰ κάμετε>. |
25
Καὶ εἶπαν οἱ υἱοὶ Ρουβὴν
καὶ υἱοὶ Γὰδ πρὸς Μωυσῆν
λέγοντες· οἱ παῖδές σου ποιήσουσι
καθὰ ὁ Κύριος ἡμῶν ἐντέλλεται·
|
25
Ἀπήντησαν αἱ φυλαὶ τοῦ Ρουβὴν
καὶ τοῦ Γὰδ πρὸς τὸν Μωϋσῆν
καὶ εἶπον· <ἡμεῖς οἱ
δοῦλοι σου, θὰ κάμωμεν, ὅπως μᾶς
διατάσσει ὁ Κύριος·
|
25
Καὶ οἱ ἀπόγονοι τῆς φυλῆς Ρουβὴν
καὶ τῆς φυλῆς Γὰδ εἶπαν εἰς
τὸν Μωϋσῆν: <Οἱ δοῦλοι σου θὰ
ἐνεργήσουν σύμφωνα μὲ αὐτά, ποὺ
δίδει ἐντολὴν ὁ Κύριος·
|
26
ἡ ἀποσκευὴ ἡμῶν καὶ αἱ
γυναῖκες ἡμῶν καὶ πάντα τὰ
κτήνη ἡμῶν ἔσονται ἐν ταῖς
πόλεσι Γαλαάδ, |
26
τὰ μὲν παιδιά μας καὶ αἱ γυναῖκες
μας καὶ οἱ γέροντες καὶ ὅλα
τὰ κτήνη μας θὰ μείνουν εἰς
τὰς πόλεις Γαλαάδ, |
26
τὰ ὑπάρχοντά μας, οἱ γυναῖκες
μας καὶ τὰ μικρὰ παιδιά μας καὶ
ὅλα τὰ ζῶα μας θὰ μείνουν εἰς
τὶς πόλεις Γαλαάδ· |
27
οἱ δὲ παῖδές σου παρελεύσονται
πάντες ἐνωπλισμένοι καὶ ἐκτεταγμένοι
ἔναντι Κυρίου εἰς τὸν πόλεμον,
ὃν τρόπον ὁ Κύριος λέγει.
|
27
ἡμεῖς δὲ οἱ ἄνδρες, οἱ
δοῦλοι σου, θὰ περάσωμεν ὅλοι πάνοπλοι
καὶ συντεταγμένοι ἐνώπιον τοῦ
Κυρίου, διὰ νὰ λάβωμεν μέρος
εἰς τὸν πόλεμον, ὅπως ὁ Κύριος
λέγει>. |
27
ἡμεῖς δὲ οἱ πολεμισταί, οἱ δοῦλοι
σου, θὰ περάσωμεν ὅλοι ἀρματωμένοι
καὶ συντεταγμένοι ἐνώπιον τοῦ Κυρίου διὰ
νὰ πολεμήσωμεν, ὅπως ἀκριβῶς προστάζει
ὁ Κύριος>. |
28
Καὶ συνέστησεν αὐτοῖς Μωυσῆς
Ἐλεάζαρ τὸν ἱερέα καὶ
Ἰησοῦν υἱὸν Ναυὴ καὶ τοὺς
ἄρχοντας πατριῶν τῶν φυλῶν Ἰσραήλ,
|
28
Τότε ὁ Μωϋσῆς ἐνώπιον τῶν
ἐκπροσώπων τῆς φυλῆς Ρουβὴν
καὶ Γὰδ ἔδωκε σχετικῶς μὲ αὐτοὺς
ὁδηγίας εἰς τὸν Ἐλεάζαρ
τὸν ἀρχιερέα, εἰς τὸν Ἰησοῦν,
υἱὸν τοῦ Ναυὴ, καὶ εἰς
τοὺς ἄρχοντας τῶν φυλῶν τοῦ
Ἰσραὴλ |
28
Τότε ὁ Μωϋσῆς ἔδωκε ὁδηγίες
σχετικῶς μὲ τὸ ζήτημά των εἰς
τὸν ἀρχιερέα Ἐλεάζαρ καὶ εἰς
τὸν Ἰησοῦν τοῦ Ναυῆ καὶ
τοὺς ἄρχοντες τῶν φυλῶν τοῦ
Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ·
|
29
καὶ εἶπε πρὸς αὐτοὺς Μωυσῆς·
ἐὰν διαβῶσιν οἱ υἱοὶ Ρουβὴν
καὶ οἱ υἱοὶ Γὰδ μεθ' ὑμῶν
τὸν Ἰορδάνην, πᾶς ἐνωπλισμένος
εἰς πόλεμον ἔναντι Κυρίου, καὶ
κατακυριεύσητε τῆς γῆς ἀπέναντι
ὑμῶν, καὶ δώσετε αὐτοῖς
τὴν γῆν Γαλαὰδ ἐν κατασχέσει·
|
29
καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· <ἐὰν
μὲν οἱ ἄνδρες τῆς φυλῆς Ρουβὴν
καὶ Γὰδ διαβοῦν μαζῆ σας τὸν
Ἰορδάνην ὡπλισμένοι πρὸς πόλεμον
ἐνώπιον τοῦ Κυρίου καὶ κατακτήσετε
τὴν ἀπέναντί σας χώραν, θὰ
δώσετε εἰς τὴν κυριότητά των
τὴν περιοχὴν Γαλαάδ.
|
29
καὶ εἶπε πρὸς αὐτοὺς ὁ
Μωϋσῆς: <Ἐὰν οἱ ἀπόγονοι
τῆς φυλῆς Ρουβὴν καὶ τῆς φυλῆς
Γὰδ περάσουν τὸν Ἰορδάνην μαζί σας,
ὁ καθένας τους ἐξωπλισμένος καὶ
συντεταγμένος ἐνώπιον τοῦ Κυρίου καὶ κατακτήσετε
μὲ τὴν βοήθειάν των τὴν γῆν
Χαναάν, ποὺ εἶναι ἀπέναντί σας, τότε
νὰ δώσετε εἰς αὐτοὺς ὡς ἰδιοκτησίαν
τὴν γῆν τῆς περιοχῆς Γαλαάδ·
|
30
ἐὰν δὲ μὴ διαβῶσιν ἐνωπλισμένοι
μεθ' ὑμῶν εἰς τὸν πόλεμον ἔναντι
Κυρίου, καὶ διαβιβάσετε τὴν ἀποσκευὴν
αὐτῶν καὶ τὰς γυναῖκας αὐτῶν
καὶ τὰ κτήνη αὐτῶν πρότερα
ὑμῶν εἰς γῆν Χαναάν, καὶ
συγκατακληρονομηθήσονται ἐν ὑμῖν ἐν
τῇ γῇ Χαναάν. |
30
Ἐὰν ὅμως δὲν διαβοῦν μαζῆ
μὲ σᾶς ὡπλισμένοι εἰς πόλεμον
ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, θὰ μεταφέρετε
εἰς τὴν Χαναάν τὰ παιδιὰ καὶ
τὰς γυναῖκας των καὶ τὰ ζῶα
των, πρὶν ἀκόμα σεῖς περάσετε
καὶ θὰ λάβουν καὶ αὐτοὶ
κληρονομίαν μαζῆ μὲ σᾶς εἰς
τὴν Χαναάν καὶ ὄχι εἰς τὴν
Γαλαάδ>. |
30
Ἐὰν ὅμως δὲν περάσουν τὸν Ἰορδάνην
ἐξωπλισμένοι μαζί σας, ἕτοιμοι νὰ
πολεμήσουν ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, τότε θὰ περάσετε
τὶς γυναῖκες, τὰ μικρὰ παιδιὰ
καὶ τὰ ὑπάρχοντά των καὶ τὰ
ζῶα των πρὶν ἀπὸ σᾶς εἰς
τὴν γῆν Χαναάν! Καὶ θὰ πάρουν καὶ
αὐτοὶ κληρονομίαν μαζί σας εἰς τὴν
γῆν τῆς Χαναὰν (καὶ ὄχι εἰς
τὴν Γαλαάδ)>. |
31
Καὶ ἀπεκρίθησαν οἱ υἱοὶ
Ρουβὴν καὶ οἱ υἱοὶ Γὰδ
λέγοντες· ὅσα ὁ Κύριος λέγει
τοῖς θεράπουσιν, οὕτω ποιήσωμεν ἡμεῖς·
|
31
Οἱ ἐκπρόσωποι τῆς φυλῆς τοῦ
Ρουβὴν καὶ τοῦ Γάδ, ἀπεκρίθησαν
καὶ εἶπν· <ὅσα διατάσσει ὁ
Θεὸς τοὺς δούλους του, ἔτσι καὶ
θὰ κάνωμεν. |
31
Οἱ ἀντιπρόσωποι τῆς φυλῆς Ρουβὴν
καὶ τῆς φυλῆς Γὰδ ἀπάντησαν
καὶ εἶπαν: <Ὅσα ὁ Κύριος λέγει
εἰς τοὺς δούλους του, ἔτσι ἀκριβῶς
θὰ κάμωμεν ἡμεῖς. |
32
διαβησόμεθα ἐνωπλισμένοι ἔναντι Κυρίου
εἰς γῆν Χαναάν, καὶ δώσετε τὴν
κατάσχεσιν ἡμῖν ἐν τῷ πέραν
τοῦ Ἰορδάνου.
|
32
Θὰ διαβῶμεν ὡπλισμένοι ἐνώπιον
τοῦ Κυρίου εἰς τὴν χώραν Χαναάν,
καὶ θὰ δώσετε ἀπὸ τὴν
κατοχήν μας τὴν ἀνατολικῶς τοῦ
Ἰορδάνου περιοχήν, ποὺ σᾶς ἐζητήσαμεν>.
|
32
Θὰ περάσωμεν δηλαδὴ τὸν Ἰορδάνην
ἐξωπλισμένοι ἐνώπιον τοῦ Κυρίου εἰς
τὴν Χαναὰν καὶ θὰ δώσετε εἰς
ἡμᾶς ὡς κληρονομίαν καὶ ἰδιοκτησίαν
τὴν περιοχὴν αὐτήν, ποὺ εὑρίσκεται
εἰς τὰ ἀνατολικὰ τοῦ Ἰορδάνη>.
|
33
Καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς Μωυσῆς τοῖς
υἱοῖς Γὰδ καὶ τοῖς υἱοῖς
Ρουβὴν καὶ τῷ ἡμίσει φυλῆς
Μανασσῆ υἱῶν Ἰωσήφ, τὴν
βασιλείαν Σηών βασιλέως Ἀμορραίων
καὶ τὴν βασιλείαν Ὢγ βασιλέως
τῆς Βασάν, τὴν γῆν καὶ τὰς
πόλεις σὺν τοῖς ὁρίοις αὐτῆς,
πόλεις τῆς γῆς κύκλῳ.
|
33
Πράγματι ὁ Μωϋσῆς ἔδωκεν εἰς
αὐτούς, δηλαδὴ εἰς τὴν φυλὴν
Γὰδ καὶ εἰς τὴν φυλὴν Ρουβὴν
καὶ εἰς τὴν ἡμίσειαν φυλὴν
τοῦ Μανασσῆ, ἑνὸς ἀπὸ
τὰ παιδιὰ τοῦ ᾿Ιωσήφ, τὸ
βασίλειον τοῦ βασιλέως τῶν Ἀμορραίων
Σηὼν καὶ τὸ βασίλειον τοῦ Ὤγ,
βασιλέως τῆς χώρας Βασάν· ἔδωκεν
εἰς αὐτοὺς ὅλας αὐτάς
τὰς χώρας καὶ τὰς περιεχομένας
πόλεις μὲ τὰ περίχωρά των.
|
33
Ἔτσι ὁ Μωϋσῆς ἐξεχώρισε καὶ
ἔδωκεν εἰς αὐτούς, δηλαδὴ εἰς
τοὺς ἀπογόνους τῆς φυλῆς Γὰδ
καὶ τῆς φυλῆς Ρουβὴν καὶ εἰς
τὸ ἥμισυ τῆς φυλῆς Μανασσῆ,
υἱοῦ τοῦ Ἰωσήφ, τὸ βασίλειον
τοῦ Σηών, βασιλιᾶ τῶν Ἀμορραίων, καὶ
τὸ βασίλειον τοῦ Ὤγ, βασιλιᾶ τῆς
Βασάν, τὴν χώραν καί τὶς πόλεις, ποὺ εὑρίσκοντο
εἰς αὐτὴν μὲ ὅλα τὰ περίχωρά
τους. |
34
Καὶ ᾡκοδόμησαν οἱ υἱοὶ
Γὰδ τὴν Δαιβών καὶ τὴν Ἀταρὼθ
καὶ τὴν Ἀροὴρ
|
34
Οἱ ἄνθρωποι τῆς φυλῆς τοῦ Γὰδ
ἔκτισαν τὴν Δαιβών, τὴν Ἀταρώθ,
τὴν Ἀροήρ, |
34
Καὶ οἱ ἀπόγονοι τῆς φυλῆς τοῦ
Γὰδ ἐπιδιώρθωσαν καὶ ἔκτισαν τὶς
πόλεις Δαιβών, Ἀταρὼθ καὶ Ἀροὴρ
|
35
καὶ τὴν Σοφὰρ καὶ τὴν Ἰαζὴρ
καὶ ὕψωσαν αὐτάς,
|
35
τὴν Σοφὰρ καὶ τὴν Ἰαζήρ,
τὰς ὁποίας περιέβαλον μὲ ὑψηλὰ
τείχη· |
35
καὶ τὶς πόλεις Σοφὰρ καὶ Ἰαζὴρ
καὶ τὶς ὠχύρωσαν μὲ ὑψηλὰ
τείχη· |
36
καὶ τὴν Ναμρὰμ καὶ τὴν Βαιθαράν,
πόλις ὀχυρὰς καὶ ἐπαύλεις
προβάτων.
|
36
ἐπίσης οἰκοδόμησαν τὴν Ναμρὰμ
καὶ τὴν Βαιθαράν, πόλις ὀχυράς,
καὶ στάνες προβάτων.
|
36
ἔκτισαν ἐπίσης τὴν Ναμρὰμ καὶ
τὴν Βαιθαρὰν ὡς πόλεις ὀχυρὲς
καὶ ὡς μάνδρες προβάτων. |
37
Καὶ οἱ υἱοὶ Ρουβὴν ᾠκοδόμησαν
τὴν Ἐσεβὼν καὶ Ἐλεάλην
καὶ Καριαθὰμ |
37
Οἱ δὲ ἄνθρωποι τῆς φυλῆς Ρουβὴν
ἔκτισαν τὴν Ἐσεβών, τὴν Ἐλεάλην,
τὴν Καριαθάμ, |
37
Καὶ οἱ ἀπόγονοι τῆς φυλῆς Ρουβὴν
ἐπιδιώρθωσαν καὶ ἔκτισαν τὶς πόλεις
Ἐσεβών, Ἐλεάλην καὶ Καριαθὰμ
|
38
καὶ τὴν Βεελμεών, περικεκυκλωμένας,
καὶ τὴν Σεβαμὰ καὶ ἐπωνόμασαν
κατὰ τὰ ὀνόματα αὐτῶν
τὰ ὀνόματα τῶν πόλεων, ἃς
ᾠκοδόμησαν. |
38
καὶ τὴν Βεελμεών, περιτειχισμένας,
καὶ τὴν Σεβαμά. Ἔδωκαν δὲ εἰς
αὐτάς τὰς πόλεις, τὰς ὁποίας
ἔκτισαν, τὰ ὀνόματα τὰ ὁποία
καὶ προηγουμένως εἶχον.
|
38
καὶ Βεελμεών, ὡς πόλεις ὠχυρωμένες,
καὶ τὴν Σεβαμὰ καὶ ἔδωσαν εἰς
τὶς πόλεις αὐτές, ποὺ ἔκτισαν, τὰ
ὀνόματα ποὺ εἶχαν καὶ προηγουμένως.
|
39
Καὶ ἐπορεύθη υἱὸς Μαχὶρ
υἱοῦ Μανασσῆ εἰς Γαλαὰδ καὶ
ἔλαβεν αὐτὴν καὶ ἀπώλεσε
τὸν Ἀμορραῖον τὸν κατοικοῦντα
ἐν αὐτῇ. |
39
Οἱ ἀπόγονοι τοῦ Μαχίρ, υἱοῦ
τοῦ Μανασσῆ, ἐβάδισαν κατὰ τῆς
Γαλαάδ, τὴν κατέλαβον καὶ ἐξόντωσαν
τοὺς Ἀμορραίους, οἱ ὁποῖοι
κατοικοῦσαν ἐκεῖ. |
39
Καὶ οἱ ἀπόγονοι τοῦ Μαχίρ, υἱοῦ
τοῦ Μανασσῆ, ἐπῆγαν εἰς τὴν
Γαλαὰδ καὶ τὴν κατέλαβαν καὶ ἐξώντωσαν
τοὺς Ἀμορραίους, ποὺ κατοικοῦσαν εἰς
αὐτήν. |
40
Καὶ ἔδωκε Μωυσῆς τὴν Γαλαὰδ
τῷ Μαχὶρ υἱῷ Μανασσῆ, καὶ
κατῴκησεν ἐκεῖ.
|
40
Ὁ δὲ Μωϋσῆς ἔδωσε τὴν χώραν
Γαλαὰδ εἰς τους ἀπογόνους τοῦ
Μαχίρ, υἱοῦ τοῦ Μανασσῆ, οἱ
ὁποῖοι καὶ ἐγκατεστάθησαν ἐκεῖ.
|
40
Καὶ ὁ Μωϋσῆς ἔδωκε τὴν Γαλαὰδ
εἰς τοὺς ἀπογόνους τοῦ Μαχίρ, τοῦ
υἱοῦ τοῦ Μανασσῆ, καὶ αὐτοὶ
ἐγκατεστάθησαν ἐκεῖ.
|
41
Καὶ Ἰαῒρ ὁ τοῦ Μανασσῆ
ἐπορεύθη καὶ ἔλαβε τὰς ἐπαύλεις
αὐτῶν καὶ ἐπωνόμασεν αὐτάς
Ἐπαύλεις Ἰαΐρ.
|
41
Ὁ Ἰαΐρ, υἱὸς καὶ αὐτὸς
τοῦ Μανασσῆ ἐβάδισε καὶ κατέλαβε
τὰς ἀγροτικὰς καὶ κτηνοτροφικὰς
περιοχὰς τῶν ἀνθρωπων τῆς Γαλαὰδ
καὶ ὠνόμασεν αὐτάς, ἀγροτικὰς
κατοικίας τοῦ Ἰαΐρ. |
41
Καὶ ὁ Ἰαΐρ, ἄλλος υἱὸς
τοῦ Μανασσῆ, ἐπῆγε καὶ κατέλαβε
τὶς ἀγροικίες τῶν νομάδων τῆς
Γαλαὰδ καὶ ἔδωκεν εἰς αὐτὲς
τὸ ὄνομα <ἀγροικίες Ἰαΐρ>.
|
42
Καὶ Ναβαὺ ἐπορεύθη καὶ ἔλαβε
τὴν Καὰθ καὶ τὰς κώμας αὐτῆς
καὶ ἐπωνόμασεν αὐτάς Ναβὼθ
ἐκ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ.
|
42
Ὁ δὲ Ναβαὺ ἐβάδισε καὶ
κατέλαβε τὴν Καὰθ καὶ τὰς κώμας
της καὶ ὠνόμασεν αὐτάς μὲ
τὸ ὄνομά του, Ναβώθ. |
42
Ὁ Ναβαῦ δὲ ἐπῆγε καὶ κατέλαβε
τὴν Καὰθ καὶ τοὺς συνοικισμούς
της καὶ ἔδωκεν εἰς αὐτὰ τὸ
νέον ὄνομα Ναβώθ, δηλαδὴ τὸ ὄνομά
του. |