Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἐλάλησε Δαυὶδ τῷ Κυρίῳ
τοὺς λόγους τῆς ᾠδῆς ταύτης
ἐν ᾗ ἡμέρᾳ ἐξείλατο
αὐτὸν Κύριος ἐκ χειρὸς πάντων
τῶν ἐχθρῶν αὐτοῦ καὶ
ἐκ χειρὸς Σαούλ,
|
ψαλε
τότε ὁ Δαυὶδ πρὸς τὸν Κύριον
τὰ λόγια τῆς παρακάτω ὠδῆς,
ὅταν ὁ Κύριος ἐγλύτωσεν αὐτὸν
ἀπὸ ὅλους τοὺς ἐχθρούς
του, καὶ μάλιστα ἀπὸ τὰ χέρια
τοῦ Σαούλ. |
αὶ
ἔψαλεν ὁ Δαβὶδ πρὸς τὸν Κύριον
τὰ λόγια τοῦ ὕμνου ποὺ ἀκολουθεῖ,
ὅταν τὸν ἐλύτρωσε τελικῶς ὃ
Κύριος ἀπὸ τὰ φονικὰ χέρια ὅλων
τῶν ἐχθρῶν του καὶ ἀπὸ
τὸ χέρι τὸν φθονεροῦ Σαούλ.
|
2
καὶ εἶπεν· Κύριε, πέτρα μου καὶ
ὀχύρωμά μου καὶ ἑξαιρούμενός
με ἐμοί, |
2
Καὶ εἶπε· <Κύριε, σὺ εἶσαι
ὁ βράχος μου καὶ τὸ ὀχύρωμά
μου. Σὺ εἶσαι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος
μὲ ἐγλύτωσες ἀπὸ τοὺς
κινδύνους καὶ μοῦ ἐχάρισες σωτηρίαν.
|
2
Ἔψαλε καὶ εἶπε: <Κύριε,
σὺ εἶσαι ὁ βράχος, ὅπου στηρίζομαι,
καὶ τὸ φρούριον, ὅπου εὑρίσκω ἀσφάλειαν,
καὶ Ἐκεῖνος ποὺ μὲ γλυτώνεις
ἀπὸ κάθε κίνδυνον. |
3
ὁ Θεός μου φύλαξ μου ἔσται μοι, πεποιθὼς
ἔσομαι ἐπ' αὐτῷ, ὑπερασπιστής
μου καὶ κέρας σωτηρίας μου, ἀντιλήπτωρ
μου καὶ καταφυγή μου σωτηρίας μου, ἐξ
ἀδίκου σώσεις με.
|
3
Ὁ Θεός μου θὰ εἶναι καὶ εἰς
τὸ μέλλον ὁ φρουρὸς καὶ προστάτης
μου. Εἰς αὐτὸν θὰ ἔχω τὴν
πεποίθησίν μου. Αὐτὸς θὰ εἶναι
ὁ ὑπερασπιστής μου, ἡ δύναμις
τῆς σωτηρίας μου, ὁ προστάτης μου,
ἡ καταφυγὴ τῆς σωτηρίας μου. Σύ,
Κύριε, θὰ μὲ σώσῃς ἀπὸ
κάθε ἄδικον ἄνθρωπον.
|
3
Ὁ Θεός μου θὰ εἶναι καὶ πάλιν φύλαξ
καὶ προστάτης μου καὶ θὰ ἐμπιστευθῶ
ἀπολύτως εἰς Αὐτόν. Ὁ Κύριος εἶναι
ὁ ὑπερασπιστής μου καὶ ἡ δύναμις,
ποὺ μοῦ ἑξασφαλίζει τὴν σωτηρίαν.
Εἶναι ὁ βοηθός μου καὶ τὸ καταφύγιον,
ὅπου εὑρίσκω ἄσυλον καὶ σωτηρίαν.
Εἶμαι βέβαιος, Κύριε, ὅτι θὰ μὲ σώσῃς
ἀπὸ κάθε ἄδικον. |
4
Αἰνετὸν ἐπικαλέσομαι Κύριον
καὶ ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου σωθήσομαι.
|
4
Τὸν πανένδοξον καὶ ἀπειροΰμνητον Κύριον,
θὰ ἐπικαλεσθῶ διὰ τῆς προσευχῆς
μου καὶ μὲ τὴν βοήθειαν αὐτοῦ
θὰ σωθῶ ἀπὸ τὰ χέρια τῶν
ἐχθρῶν μου. |
4
Θὰ ζητήσω τὴν βοήθειαν τοῦ Κυρίου, ποὺ
εἶναι ἄξιος νὰ ὑμνῆται καὶ
νὰ εὐλογῆται, καὶ θὰ γλυτώσω
ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν
μου. |
5
Ὅτι περιέσχον με συντριμμοὶ θανάτου,
χειμάρροι ἀνομίας ἐθάμβησάν
με· |
5
Θὰ ἐπικαλεσθῶ τὸν Κύριον, διότι
θανάσιμοι συμφοραὶ μὲ ἔχουν περικυκλώσει,
ὁρμητικαὶ καὶ αἰφνίδιαι, σὰν
χειμάρροι, αἱ κακίαι τῶν ἀνθρώπων
μὲ κατεζάλισαν. |
5
Διότι μὲ ἔζωσαν ἀπὸ παντοῦ συμφοραί,
ποὺ μὲ ἔφεραν εἰς τὸ χεῖλος
τοῦ θανάτου, καὶ μὲ ἐζάλισαν
οἱ ὁρμητικοὶ χείμαρροι τῆς παρανομίας
τῶν ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων.
|
6
ὠδῖνες θανάτου ἐκύκλωσάν
με, προέφθασάν με σκληρότητες θανάτου.
|
6
Ὠδῖνες θανάτου μὲ περιεκύκλωσαν.
Σκληροὶ πόνοι, ποὺ προμηνύουν τὸν
θάνατον, μὲ ἔχουν προφθάσει.
|
6
Μὲ περικύκλωσαν πόνοι ὀδυνηροί, ποὺ ὁδηγοῦν
εἰς θάνατον, καὶ μὲ ἐκυρίευσαν σκληραὶ
συμφοραί, ποὺ ὁδηγοῦν εἰς τὸν
θάνατον. |
7
Ἐν τῷ θλίβεσθαί με ἐπικαλέσομαι
τὸν Κύριον καὶ πρὸς τὸν Θεόν
μου βοήσομαι· καὶ ἐπακούσεται
ἐκ ναοῦ αὐτοῦ φωνῆς μου, καὶ
ἡ κραυγή μου ἐν τοῖς ὠσὶν
αὐτοῦ. |
7
Εἰς τὴν συγκλονιστικὴν αὐτὴν
θλῖψιν κατέφυγον διὰ τῆς προσευχῆς
πρὸς τὸν Κύριον, καὶ πρὸς τὸν
Θεόν μου μὲ ὅλην μου τὴν φωνὴν
ἐφώναξα: Ὁ Κύριος ἀπὸ
τὸν ναὸν τὸν ἅγιον αὐτοῦ
μὲ ἤκουσε καὶ ἡ κραυγή μου ἔφθασεν
ἕως εἰς τὰ αὐτιά του.
|
7
Καὶ τώρα ὅμως, ὅπως καὶ ἄλλοτε,
θὰ ἐπικαλεσθῶ μὲ τὴν προσευχήν
μου τὴν βοήθειαν τοῦ Κυρίου εἰς τὸν
καιρὸν τῶν θλίψεών μου καὶ θὰ φωνάξω
μὲ πόνον καὶ πίστιν πρὸς τὸν
Θεόν μου. Καὶ εἶμαι βέβαιος ὅτι θὰ
ἀκούσῃ τὴν φωνήν μου ἀπὸ τὸν
ἅγιον Ναόν Του καὶ ἡ κραυγή μου θὰ
φθάσῃ εἰς τὰ αὐτιά Του.
|
8
Καὶ ἐταράχθη καὶ ἐσείσθη
ἡ γῆ, καὶ τὰ θεμέλια τοῦ
οὐρανοῦ συνεταράχθησαν καὶ ἐσπαράχθησαν,
ὅτι ἐθυμώθη Κύριος αὐτοῖς.
|
8
Ἐταράχθη ἡ γῆ καὶ ἐσείσθη,
καὶ αὐτὰ ἀκόμη τὰ θεμέλια
τοῦ οὐρανοῦ συνεταράχθησαν καὶ
διερράγησαν, διότι ἐθύμωσεν ὁ
Κύριος ἐναντίον τῶν ἀσεβῶν
ἀνθρώπων. |
8
Ἐταράχθη καὶ ἐσείσθη σὰν ἀπὸ
σεισμὸν ἢ γῆ· ἐταράχθησαν δὲ
μαζί της καὶ τὰ θεμέλια τοῦ οὐρανοῦ
καὶ συνετρίβησαν, διότι ὠργίσθη ἐναντίον
τῶν παρανόμων ὁ Κύριος. |
9
Ἀνέβη καπνὸς ἐν τῇ ὀργῇ
αὐτοῦ, καὶ πῦρ ἐκ στόματος
αὐτοῦ κατέδεται, ἄνθρακες ἐξεκαύθησαν
ἀπ' αὐτοῦ. |
9
Σὰν καπνὸς ἀνέβη ἡ ὀργὴ
τοῦ Κυρίου, καὶ καταστρεπτικὴ φωτιὰ
ἐβγῆκεν ἀπὸ τὸ στόμα του.
Κατακόκκινοι, πυρακτωμένοι ἄνθρακες ἐξεσφενδονίσθησαν
ἀπὸ αὐτόν. |
9
Κατὰ τὴν ὥραν τῆς δικαίας ὀργής
Του ἀνέβη καπνὸς ἀπὸ τὸ πρόσωπόν
Του. Ἐβγῆκε δὲ ἀπὸ τὸ
στόμα Του φωτιά, ποὺ κατατρώγει τὰ πάντα, καὶ
ἐκτινάχθηκαν ἀπὸ Αὐτὸν
ἀναμμένα κάρβουνα. |
10
Καὶ ἔκλινεν οὐρανοὺς καὶ κατέβη,
καὶ γνόφος ὑποκάτω τῶν ποδῶν
αὐτοῦ. |
10
Ἐχαμήλωσε τοὺς οὐρανοὺς καὶ
κατέβη εἰς τὴν γῆν. Κάτω δὲ
ἀπὸ τὰ πόδια του ὑπῆρχε
κατασκότεινον νέφος. |
10
Ἐχαμήλωσε δὲ τοὺς οὐρανοὺς
καὶ κατέβη εἰς τὴν γῆν μὲ τὰ
πόδια Του στηριγμένα εἰς ἕνα σκοτεινὸ σύννεφο,
σύμβολον τῆς μυστηριώδους καὶ ἀκαταλήπτου
φύσεώς Του. |
11
Καὶ ἐπεκάθισεν ἐπὶ Χερουβὶμ
καὶ ἐπετάσθη καὶ ὤφθη ἐπὶ
πτερύγων ἀνέμου.
|
11
Κατέβη εἰς τὴν γῆν καθήμενος
ἐπάνω εἰς χερουβικὸν θρόνον.
Παρουσιάσθη, σὰν νὰ πετοῦσε ἐπάνω
εἰς τὰς πτέρυγας τοῦ ἀνέμου.
|
11
Καὶ ἦτο καθισμένος σὰν εἰς ἄλλο
ἅρμα ἐπάνω εἰς τὰ Χερουβὶμ
καὶ ἐπετοῦσε καὶ ἐφαίνετο ἐπάνω
εἰς τὰ πτερὰ τοῦ ἀνέμου, ὡς
Κύριος τῶν πάντων. |
12
Καὶ ἔθετο σκότος ἀποκρυφὴν αὐτοῦ
κύκλῳ αὐτοῦ, ἡ σκηνὴ αὐτοῦ
σκότος ὑδάτων, ἐπάχυνεν ἐν
νεφέλαις ἀέρος.
|
12
Γύρω του, σὰν νὰ ἤθελε νὰ ἀποκρύψῃ
τὴν παρουσίαν του, ἐσκόρπισε σκοτάδι.
Καὶ ἡ σκηνὴ αὐτὴ ἀπετελεῖτο
ἀπὸ σκοτεινὰ σύννεφα, ἕτοιμα
νὰ ἀναλυθοῦν εἰς βροχήν. Καὶ
ὀλίγον κατ' ὀλίγον τὰ σύννεφα
τῆς θυέλλης ἐπυκνώνοντο.
|
12
Ἔβαλε δὲ ὁλόγυρά Του τὸ σκοτάδι, διὰ
νὰ κρύβεται τὸ ἀπλησίαστον μεγαλεῖον
Του. Σκηνὴν δὲ καὶ κατοικίαν Του εἶχε
τὰ σκοτεινὰ συννεφα, τὰ γεμᾶτα βροχήν,
τὰ ὁποῖα ἐσωρεύοντο τὸ
ἕνα ἐπάνω εἰς τὸ ἄλλο εἰς
τὸν ἀέρα. |
13
Ἀπὸ τοῦ φέγγους ἐναντίον
αὐτοῦ ἐξεκαύθησαν ἄνθρακες πυρός.
|
13
Ἀπὸ τὰς ἀστραπάς, ποὺ
ἐνώπιόν του ἐφεγγοβολοῦσαν,
ἐξετοξεύοντο κεραυνοί, σὰν πυρωμένα
κάρβουνα. |
13
Ἀπὸ τὴν λάμψιν, ποὺ ἐξεπέμπετο
ἐμπρός Του, ἄναψαν καὶ ἐκσφενδονίσθηκαν
παντοῦ κατακόκκινα κάρβουνα. |
14
Ἐβρόντησεν ἐξ οὐρανοῦ Κύριος,
καὶ ὁ ὕψιστος ἔδωκε φωνὴν αὐτοῦ
|
14
Ὁ Κύριος ἔστειλε βροντὰς ἀπὸ
τὸν οὐρανόν. Ὁ Ὕψιστος ἔδωκεν
αὐτὴν τὴν φωνήν του ἀπὸ
τὰ ὕψη τοῦ οὐρανοῦ.
|
14
Ἐβρόντησεν ὁ Κύριος ἀπὸ τὸν
οὐρανὸν καὶ ἔδωσεν ἔτσι ὁ
Ὕψιστος ἕνα δεῖγμα τῆς τρομερᾶς
φωνῆς Του. |
15
Καὶ ἀπέστειλε βέλη καὶ ἐσκόρπισεν
αὐτούς, καὶ ἤστραψεν ἀστραπὴν
καὶ ἐξέστησεν αὐτούς.
|
15
Ἔστειλε τοὺς κεραυνοὺς σὰν βέλη
καὶ διεσκόρπισε τοὺς ἐχθρούς.
Ἔστειλεν ἀστραπὰς καὶ τοὺς κατέπληξε
καὶ τοὺς ἐφόβησε.
|
15
Καὶ ἔρριξε τὰ βέλη Του ἀπὸ τὸν
οὐρανὸν καὶ διεσκόρπισε τοὺς ἀσεβεῖς.
Καὶ ἑξαπέλυσε τὴν ἀστραπὴν
καὶ τοὺς ἐγέμισε μὲ ταραχὴν
καὶ πανικόν. |
16
Καὶ ὤφθησαν ἀφέσεις θαλάσσης,
καὶ ἀπεκαλύφθη θεμέλια τῆς οἰκουμένης
ἐν τῇ ἐπιτιμήσει Κυρίου, ἀπὸ
πνοῆς πνεύματος θυμοῦ αὐτοῦ.
|
16
Ἀπὸ τὴν βιαίαν πνοὴν τῆς
ὀργῆς του, ἀπὸ τὴν ἐπιτίμησίν
του, ἐφάνησαν οἱ πυθμένες τῶν
θαλασσῶν, ἀπεκαλύφθησαν τὰ θεμέλια
τῆς γῆς. |
16
Ἀπὸ τὴν ὁρμητικὴν ἔκρηξιν
τῆς δικαίας ὀργῆς τοῦ Κυρίου καὶ
τὴν ἐπιτίμησίν Του ἐξεσηκώθη ἡ
θάλασσα, σὰν νὰ ἐφυσοῦσε ἰσχυρότατος
ἄνεμος, τόσον, ὥστε ἐφάνη ὁ πυθμήν
μὲ τὰς πηγὰς τῆς θαλάσσης καὶ
ἔγιναν ὁρατὰ τὰ θεμέλια τῆς
οἰκουμένης. |
17
Ἀπέστειλεν ἐξ ὕψους καὶ ἔλαβέ
με, εἵλκυσέ με ἐξ ὑδάτων πολλῶν·
|
17
Καὶ τὴν ὥραν ἐκείνην τῆς
φοβερᾶς ἀναστατώσεως μοῦ ἔστειλεν
ὁ Θεὸς βοήθειαν. Ἄπλωσε τὸ χέρι
του καὶ μὲ ἔπιασε. Μὲ ἀνέσυρεν
ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ πολλὰ ὕδατα,
ὅπου ἐκινδύνευα νὰ πνιγῶ.
|
17
Εἰς αὐτὰς δὲ τὰς στιγμὰς
τοῦ κοσμοχαλασμοῦ ἔστειλεν ὁ Κύριος
τὴν βοήθειάν Του καὶ μὲ ἔπιασε μὲ
τὸ χέρι Του. Μὲ ἐτράβηζε μέσα ἀπὸ
τὰ πολλὰ νερὰ τῶν συμφορῶν,
ποὺ μὲ ἀπειλοῦσαν μὲ καταποντισμόν.
|
18
ἐρρύσατό με ἐξ ἐχθρῶν
μου ἰσχύος, ἐκ τῶν μισούντων
με, ὅτι ἐκραταιώθησαν ὑπὲρ ἐμέ.
|
18
Ὁ Κύριος μὲ ἐγλύτωσεν ἀπὸ
τοὺς ἰσχυροὺς ἐχθρούς μου, οἱ
ὁποῖοι μὲ ἐμισοῦσαν, καὶ
εἶχαν γίνει πολὺ ἰσχυρότεροί
μου. |
18
Μὲ ἐγλύτωσεν ἀπὸ ἐχθρούς
μου δυνατούς, ποὺ μὲ ἐμισοῦσαν καὶ
ἦσαν πολὺ δυνατώτεροί μου. |
19
Προέφθασάν με ἡμέραι θλίψεώς
μου, καὶ ἐγένετο Κύριος ἐπιστήριγμά
μου |
19
Ἡμέραι θλίψεως μὲ ἐκυρίευσαν
ἐξ αἰτίας τῶν ἐχθρῶν μου,
ἀλλ' ὁ Κύριος ἔγινε τὸ μεγάλο
στήριγμά μου. |
19
Ἔτρεξαν εἰς τὸν δρόμον τῆς ζωῆς
μου καὶ μὲ ἐπρόλαβαν καὶ μὲ
ἐκυρίευσαν ἡμέραι γεμᾶται θλίψεις, ἀλλ’
ἔγινε τότε ὁ Κύριος δι’ ἐμὲ τὸ
ἀκλόνητον στήριγμά μου. |
20
καὶ ἐξήγαγέ με εἰς πλατυσμὸν
καὶ ἐξείλετό με, ὅτι ηὐδόκησεν
ἐν ἐμοί. |
20
Ὁ Κύριος μὲ ἔβγαλεν ἀπὸ
τοὺς ἐχθρούς μου καὶ μὲ ἐτοποθέτησεν
εἰς ἄνετον, εὐχάριστον περιοχήν,
διότι μὲ ἠγάπησε.
|
20
Καὶ ἐνῷ ἤμουν κλεισμένος ἀπὸ
παντοῦ μὲ ἔβγαλε εἰς εὐρυχωρίαν
καὶ μοῦ ἐχάρισεν ἄνεσιν καὶ
μὲ ἐγλύτωσε, διότι ἔδειξε εὔνοιαν
καὶ ἀγάπην ἀπέναντί μου.
|
21
Καὶ ἀνταπέδωκέ μοι Κύριος κατὰ
τὴν δικαιοσύνην μου, καὶ κατὰ τὴν
καθαριότητα τῶν χειρῶν μου ἀνταπέδωκέ
μοι. |
21
Ὁ Κύριος μοῦ ἀνταπέδωκε σύμφωνα
μὲ τὴν δικαιοσύνην μου, καὶ σύμφωνα
μὲ τὴν καθαριότητα τῶν χειρῶν
μου ἀπὸ κάθε ἀδικίαν μὲ
ἐβράβευσε. |
21
Ἔτσι μοῦ ἀνταπέδωσεν ὁ Κύριος τὴν
δικαιοσύνην καὶ ἀρετήν μου καὶ ἔτσι
μοῦ ἐπλήρωσε τὴν καθαρότητα τῶν χεριῶν
μου, τὸν ἀγῶνα μου δηλαδὴ νὰ
μείνω ἀθῶος καὶ καθαρὸς ἀπὸ
κακίας. |
22
Ὅτι ἐφύλαξα ὁδοὺς Κυρίου
καὶ οὐκ ἠσέβησα ἀπὸ τοῦ
Θεοῦ μου, |
22
Διότι ἐγὼ ἐφύλαξα ὅλας
τὰς ἐντολὰς τοῦ Κυρίου. Δὲν
ἐδείχθην ἀσεβὴς ἀπέναντι
τοῦ Θεοῦ. |
22
Μὲ ἐπροστάτευσε, διότι εἰς τὴν ζωήν
μου ἐφύλαξα τὰς ἐντολὰς τοῦ
Κυρίου καὶ ἀσέβησα ἀπέναντι τοῦ
Θεοῦ μου. |
23
ὅτι πάντα τὰ κρίματα αὐτοῦ
κατεναντίον μου, καὶ τὰ δικαιώματα
αὐτοῦ, οὐκ ἀπέστην ἀπ'
αὐτῶν. |
23
Διότι εἶχα πάντοτε ἐνώπιόν
μου ὅλας τὰς ἐντολάς του, καὶ
ὅλα τὰ δικαιώματά του. Ποτὲ
δὲν ἀπεμακρύνθην ἀπὸ αὐτά.
|
23
Εἶχα διαρκῶς ἐμπρός μου τὰ προστάγματά
Του καὶ τὰς ἐντολάς Του καὶ δὲν
ἐξέφυγα ποτὲ ἀπὸ αὐτά.
|
24
Καὶ ἔσομαι ἄμωμος αὐτῷ καὶ
προφυλάξομαι ἀπὸ τῆς ἀνομίας
μου. |
24
Ἤμην καὶ θὰ εἶμαι ἄμωμος ἐνώπιόν
του καὶ θὰ προφυλαχθῶ ἀπὸ κάθε
παρανομίαν μου. |
24
Ὅπως δὲ τότε, ἔτσι καὶ τώρα καὶ
πάντα θὰ εἶμαι ἀκατηγόρητος καὶ
ἄμεμπτος ἐνώπιον τοῦ Κυρίου καὶ θὰ
προφυλαχθῶ ἀπὸ ὀτιδήποτε μὲ
κάμνει νὰ εἶμαι παράνομος. |
25
Καὶ ἀποδώσει μοι Κύριος κατὰ
τὴν δικαιοσύνην μου καὶ κατὰ τὴν
καθαριότητα τῶν χειρῶν μου ἐνώπιον
τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ.
|
25
Ὁ Κύριος μὲ ἐβράβευσε καὶ
θὰ μὲ βραβεύῃ διὰ τὴν
δικαιοσύνην μου καὶ διὰ τὴν καθαρότητα
τῶν χειρῶν μου ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν
του. |
25
Καὶ θὰ μοῦ ἀνταποδώσῃ ὁ
Κύριος σνμφώνως πρὸς τὴν προσπάθειάν μου νὰ
εἶμαι δίκαιος καὶ ἐνάρετος καὶ σνμφώνως
πρὸς τὴν καθαρότητα τῶν χεριῶν μου
καὶ τὴν ἀθωότητά μου ἐνώπιον τῶν
ὀφθαλμῶν Του, ποὺ βλέπουν τὰ πάντα.
|
26
Μετὰ ὁσίου ὀσιωθήσῃ καὶ
μετὰ ἀνδρὸς τελείου τελειωθήσῃ
|
26
Ὁ Κύριος φέρεται μὲ ὀσιότητα
ἀπέναντι τοῦ ὁσίου ἀνθρώπου
καὶ ἀπέναντι τοῦ τελείου ἀνθρώπου
φέρεται μὲ τελειότητα.
|
26
Σύ, Κύριε, φέρεσαι πάντοτε μὲ ὁσιότητα καὶ
εὐσπλαγχνίαν πρὸς ἐκεῖνον ποὺ
εἶναι ὅσιος καὶ σπλαγχνικός, καὶ μὲ
τέλειον τρόπον ἀπέναντι εἰς τὸν ἄνθρωπον
ποὺ ἀγωνίζεται νὰ εἶναι τέλειος καθ’
ὅλα. |
27
καὶ μετὰ ἐκλεκτοῦ ἐκλεκτὸς
ἔσῃ καὶ μετὰ στρεβλοῦ στρεβλωθήσῃ.
|
27
Ἀπέναντι τῶν ἐκλεκτῶν σου θὰ
εἶσαι, Κύριε, ἐκλεκτός, ἀλλὰ
ἀπέναντι τῶν διεστραμμένων θὰ
φερθῇς μὲ ἀνάλογον πρὸς τὴν
κακότητά των τρόπον.
|
27
Μὲ τὸν ἐκλεκτὸν ἄνθρωπον ἤσουν
καὶ θὰ εἶσαι πάντα ἐκλεκτός,
ἐνῷ ἀντιθέτως μὲ τὸν στρεβλὸν
καὶ διεστραμμένον φέρεσαι ἀναλόγως.
|
28
Καὶ τὸν λαὸν τὸν πτωχὸν σώσεις
καὶ ὀφθαλμοὺς ἐπὶ μετεώρων
ταπεινώσεις. |
28
Σύ, Κύριε, λαὸν πτωχὸν καὶ θλιμμένον
θὰ σώσῃς, καὶ αὐτούς,
ποὺ ἔχουν ὑπερηφάνους τοὺς ὀφθαλμούς,
θὰ τοὺς ταπεινώσῃς.
|
28
Τὸν λαὸν τὸν πτωχὸν καὶ κατατρεγμένον,
ποὺ καταφεύγει εἰς Σέ, τὸν σώζεις
Σὺ μὲ τὴν δύναμίν Σου, ἐνῷ ἀντιθέτως
ταπεινώνεις καὶ ὑποχρεώνεις νὰ χαμηλώσουν
τὰ ὑπερήφανα μάτια τῶν ἀνθρώπων, ποὺ
ὀρθώνονται ἀγέρωχοι. |
29
Ὅτι σὺ ὁ λύχνος μου, Κύριε,
καὶ Κύριος ἔκλαμψει μοι τὸ σκότος
μου. |
29
Σύ, Κύριε, εἶσαι ὁ λύχνος καὶ
τὸ φῶς τῆς εὐτυχίας μου. Ναί,
ὁ Κύριος θὰ λάμψῃ ἐνώπιόν
μου καὶ θὰ διαλύσῃ τὰ σκοτάδια
τῆς θλίψεως καὶ τῆς δυστυχίας
μου. |
29
Διότι Σύ, Κύριε, εἶσαι ὁ λύχνος καὶ τὸ
φῶς μου καὶ Σύ, ὁ Κύριος, εἶσαι Ἐκεῖνος
ποὺ θὰ λάμψῃ μὲ τὸ φῶς
Του ἐμπρός μου καὶ θὰ φωτίσῃ τὸ
σκοτάδι τῆς συμφορᾶς μου. |
30
Ὅτι ἐν σοὶ δραμοῦμαι μονόζωνος
καὶ ἐν τῷ Θεῷ μου ὑπερβήσομαι
τεῖχος. |
30
Μὲ τὴν ἰδικήν σου δύναμιν θὰ
τρέξω σὰν ἐλαφρῶς ὡπλισμένος
καὶ μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ
μου ἐγὼ θὰ εἰσπηδήσω εἰς
ὑψηλὰ τείχη καὶ θὰ κυριεύσω
ὠχυρωμένας πόλεις. |
30
Μὲ τὴν ἰδικήν Σου βοήθειαν θὰ τρέξω
γρήγορα σὰν τὸν ἐλαφρὰ ὡπλισμένον
στρατιώτην καὶ μὲ τὴν συμπαράστασίν
Σου τοῦ Θεοῦ μου, θὰ ξεπεράσω ὁποιονδήποτε
ἐμπόδιον, ποὺ σὰν ἄλλο τεῖχος
φράσσει τὸν δρόμον μου. |
31
Ὁ ἰσχυρός, ἄμωμος ἡ ὁδὸς
αὐτοῦ, τὸ ρῆμα Κυρίου κραταιόν,
πεπυρωμένον, ὑπερασπιστής ἐστι πᾶσι
τοῖς πεποιθόσιν ἐπ' αὐτόν.
|
31
Ἰσχυρὸς εἶναι ὁ Θεός, ἄμωμος
ἡ ὁδός του. Ὁ τρόπος τῆς
ἐνεργείας του πανίσχυρος, καὶ πυρακτωμένος
ὁ λόγος του. Ὁ Θεὸς εἶναι πάντοτε
κραταιὸς ὑπερασπιστὴς ὅλων ἐκείνων,
οἱ ὁποῖοι ἔχουν πίστιν εἰς
αὐτόν. |
31
Σύ, Κύριε, εἶσαι ὁ ἰσχυρὸς καὶ
δυνατός. Κάθε μέθοδος καὶ ἐνέργεια τοῦ
Κυρίου εἶναι ἄψογος καὶ τελεία. Ὁ
λόγος τοῦ Κυρίου εἶναι κραταιὸς καὶ
παντοδύναμος. Εἶναι χρυσάφι, ποὺ καθαρίσθηκε εἰς
τὴν φωτιάν. Ὁ κραταιὸς Κύριος εἶναι
ὁ ὑπερασπιστὴς καὶ προστάτης ὅλων
ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἐμπιστεύονται
εἰς αὐτόν. |
32
Τίς ἰσχυρὸς πλὴν Κυρίου; Καὶ
τίς κτίστης ἔσται πλὴν τοῦ Θεοῦ
ἡμῶν; |
32
Ποιὸς ἄλλος εἶναι ἰσχυρότερος
ἀπὸ τὸν Κύριον; Καὶ ποιὸς
ἄλλος εἶναι δημιουργὸς τοῦ σύμπαντος,
πλὴν τοῦ Θεοῦ μας; |
32
Ποιὸς ἄλλος εἶναι τόσον ἰσχυρὸς
ἐκτὸς τοῦ Κυρίου; Καὶ ποιὸς
ἄλλος εἶναι ὁ Δημιουργὸς καὶ
Κτίστης τοῦ σύμπαντος πλὴν τοῦ Θεοῦ
μας; |
33
Ὁ ἰσχυρὸς ὁ κραταιῶν με δυνάμει,
καὶ ἐξετίναξεν ἄμωμον τὴν ὁδόν
μου· |
33
Αὐτὸς ὁ πανίσχυρος Θεὸς εἶναι
ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος μὲ ἐνίσχυσε
μὲ τὴν δύναμίν του. Αὐτὸς
ἄπλωσεν ἐμπρός μου καὶ κατέστησεν
ἄμωμον τὸν δρόμον τῆς ζωῆς μου.
|
33
Ὁ παντοδύναμος Κύριος εἶναι Ἐκεῖνος,
ποὺ μὲ τονώνει καὶ μὲ κάμνει δυνατὸν
καὶ ἔδωσε τέτοιαν ὤθησιν εἰς τὴν
ζωήν μου, ὥστε νὰ εἶναι ἄμωμος καὶ
ἄψογος ἡ συμπεριφορά μου. |
34
τιθεὶς τοὺς πόδας μου ὡς ἐλάφων
καὶ ἐπὶ τὰ ὕψη ἱστῶν
με |
34
Αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος, ὁ
ὁποῖος ἔκαμε τὰ πόδια μου ἐλαφρὰ
σὰν τῶν ἐλάφων καὶ μὲ
ἀνυψώνει μὲ τὴν δύναμίν
του ἐπάνω εἰς τὰ ὑψώματα,
ὑπεράνω ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς
μου. |
34
Ἐκεῖνος ἔκανε τὰ πόδια μου σὰν
τὰ πόδια τῶν ἐλαφιῶν, ποὺ τρέχουν
γρήγορα, καὶ μὲ ἀνύψωσε καὶ μὲ
ἀσφάλισε εἰς τὰ ὕψη.
|
35
διδάσκων χεῖράς μου εἰς πόλεμον
καὶ κατάξας τόξον χαλκοῦν ἐν
βραχίονί μου. |
35
Αὐτὸς εἶναι, ποὺ ἐδίδαξε
τὰ χέρια μου διὰ νικηφόρους πολέμους
καὶ κατέστησε τὸν βραχίονά μου
ἰσχυρόν, ὥστε νὰ κρατῇ χάλκινον
τόξον. |
35
Ὁ Κύριος εἶναι Αὐτὸς ποὺ διδάσκει
τὰ χέρια μου νὰ πολεμοῦν καὶ ὠδήγησε
καὶ κατεύθυνε τὸ χάλκινο τόξον εἰς τὸν
βραχίονα μου, ποὺ Ἐκεῖνος τὸν ἐδυνάμωσε
ἔτσι,ὥστε νὰ τοξεύω μὲ ἐπιτυχίαν.
|
36
Καὶ ἔδωκάς μοι ὑπερασπισμὸν
σωτηρίας μου, καὶ ἡ ὑπακοή σου
ἐπλήθυνέ με |
36
Σύ, Κύριε, μὲ ὑπερησπίσθης ἐνώπιον
τῶν ἐχθρῶν μου καὶ ἡ εὐμένειά
σου μὲ ἔκαμε μέγαν. |
36
Σύ, Κύριέ μου, μοῦ ἐχάρισες τὴν προστασίαν
Σου, ποὺ μὲ ἔσωσε, καὶ Σύ, ποὺ
συγκατέβης καὶ ἐπρόσεξες τὴν διάθεσιν τῆς
καρδίας μου, μὲ ἐμεγάλυνες καὶ μὲ
ἐδόξασες. |
37
εἰς πλατυσμὸν εἰς τὰ διαβήματά
μου ὑποκάτω μου, καὶ οὐκ ἐσαλεύθησαν
τὰ σκέλη μου. |
37
Ἡ συγκατάβασίς σου καὶ ἡ προθυμία
σου νὰ ἀκούῃς τὴν προσευχήν
μου ὑπῆρξε μεγάλη, ὥστε νὰ βαδίζω
μὲ ἀνοικτὰ βήματα καὶ τὰ
βήματα αὐτὰ νὰ εἶναι σταθερὰ
εἰς τὴν ζωήν μου. |
37
Σὺ ἐπίσης ἔβγαλες κάθε παγίδα ἀπὸ
τοὺς δρόμους μου διὰ νὰ βαδίζω μὲ
ἄνεσιν, καὶ ἐστερέωσες τὸ ἔδαφος
κάτω ἀπὸ τὰ πόδια μου καὶ ἔτσι
δὲν ἐσαλεύθηκαν τὰ σκέλη μου.
|
38
Διώξω ἐχθρούς μου καὶ ἀφανιῶ
αὐτοὺς καὶ οὐκ ἀναστρέψω
ἕως ἂν συντελέσω αὐτούς·
|
38
Μὲ τὴν ἰδικήν σου δύναμιν θὰ
καταδιώξω τοὺς ἐχθρούς μου καὶ
θὰ τοὺς ἐξαφανίσω καὶ δὲν
θὰ ἐπιστρέψω, ἐὰν δὲν
φέρω εἰς πέρας τὴν καταστροφήν
των. |
38
Μὲ τὴν βοήθειάν Σου θὰ καταδιώξω τοὺς
ἐχθρούς μου καὶ θὰ τοὺς ἐξαφανίσω
· καὶ δὲν θὰ γυρίσω πίσω, ἕως ὅτου
τοὺς ἐξοντώσω τελείως.
|
39
καὶ θλάσω αὐτοὺς καὶ οὐκ
ἀναστήσονται καὶ πεσοῦνται ὑπὸ
τοὺς πόδας μου. |
39
Θὰ τοὺς συντρίψω καὶ θὰ τοὺς
ποδοπατήσω καὶ δὲν θὰ ἐγερθοῦν·
θὰ πέσουν κάτω ἀπὸ τὰ
πόδια μου. |
39
Θὰ τοὺς τσακίσω καὶ δὲν θὰ ἠμποροῦν
νὰ σηκωθοῦν, ἀλλὰ θὰ πέσουν
ἀνίσχυροι κάτω ἀπὸ τὰ πόδια
μου. |
40
Καὶ ἐνισχύσεις με δυνάμει εἰς
πόλεμον, κάμψεις τοὺς ἐπανισταμένους
μοι ὑποκάτω μου·
|
40
Σύ, Κύριε, θὰ μὲ ἐνισχύσῃς
μὲ τὴν δύναμίν σου εἰς καιρὸν
πολέμου. Θὰ κάμψῃς καὶ θὰ
θέσῃς κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσίαν
μου ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἐπαναστατοῦν
ἐναντίον μου. |
40
Θὰ μὲ ἐνδυναμώσῃς Σύ, Κύριε,
καὶ θὰ μὲ τονώσῃς διὰ νὰ
ἠμπορῶ νὰ πολεμῶ καὶ θὰ
ἀναγκάσῃς νὰ λυγίσουν κάτω ἀπὸ
τὴν δύναμίν μου ὅσοι ξεσηκώνονται ἐναντίον
μου. |
41
καὶ τοὺς ἐχθρούς μου ἔδωκάς
μοι νῶτον, τοὺς μισοῦντάς με, καὶ
ἐθανάτωσας αὐτούς.
|
41
Τοὺς ἐχθρούς μου, οἱ ὁποῖοι
μὲ μισοῦν, τοὺς ἔτρεψες εἰς
φυγὴν καὶ σὺ ἐθανάτωσες αὐτούς.
|
41
Τοὺς ἐχθρούς μου, αὐτοὺς ποὺ
μὲ μισοῦν, τοὺς ἔτρεψες εἰς
φυγήν, ἔστρεψαν τὰ νῶτα των ἐμπρός
μου, καὶ τοὺς ἐθανάτωσες.
|
42
Βοήσονται, καὶ οὐκ ἔστι βοηθός,
πρὸς Κύριον, καὶ οὐκ ἐπήκουσεν
αὐτῶν. |
42
Οἱ ἐχθροί μου θὰ φωνάξουν πρὸς
τοὺς θεούς των ζητοῦντες βοήθειαν
καὶ δὲν θὰ ὑπάρχῃ κανεὶς
νὰ τοὺς βοηθήσῃ. Θὰ ἐπικαλεσθοῦν
τότε τὸν Κύριον ἡμῶν, ἀλλὰ
ὁ Κύριος δὲν θὰ ἀκούσῃ
τὴν προσευχήν των. |
42
Θὰ φωνάξουν καὶ θὰ ζητοῦν βοήθειαν,
ἀλλὰ δὲν θὰ εἶναι κανεὶς
κοντά των διὰ νὰ τοὺς βοηθήσῃ.
Θὰ καταφεύγουν εἰς τὸν Κύριον, ἀλλὰ
δὲν θὰ τοὺς ἀκούῃ, ὅπως
δὲν τοὺς ἄκουσε καὶ ἄλλοτε.
|
43
Καὶ ἐλέανα αὐτοὺς ὡς χοῦν
γῆς, ὡς πηλὸν ἐξόδων ἐλέπτυνα
αὐτούς. |
43
Τοὺς ἐκονιορτοποίησα, ὅπως εἶναι
τὸ χῶμα τῆς γῆς, καὶ ὅπως
εἶναι ἡ λάσπη τοὺς ἔκαμα λεπτοὺς
καὶ ἀδυνάτους. |
43
Συνέτριψα τοὺς ἐχθρούς μου, τοὺς ἔλειωσα
σὰν σκόνη. Τοὺς ἐλέπτυνα καὶ
τοὺς ἔκανα σὰν τὸ χῶμα καὶ
τὴν λάσπην τῶν δρόμων εἰς τὰς ἐξόδους
τῶν πόλεων, ὅπου περνοῦν καὶ πατοῦν
πολλοί. |
44
Καὶ ρύσῃ με ἐκ μάχης λαῶν,
φυλάξεις με εἰς κεφαλὴν ἐθνῶν,
λαός, ὃν οὐκ ἔγνω, ἐδούλευσάν
μοι, |
44
Σύ, Κύριε, θὰ μὲ περιφρουρήσῃς
ἀπὸ ἔριδας καὶ μάχας λαῶν.
Σὺ θὰ μὲ διαφυλάξῃς καὶ
θὰ μὲ ἀναδείξῃς ἐπὶ
κεφαλῆς ἐθνῶν. Λαός, τὸν ὁποῖον
δὲν ἐγνώριζα, αὐτὸς ὁ
λαὸς ἔγινε δοῦλος μου μὲ τὴν
ἰδικήν σου βοήθειαν.
|
44
Σύ, Κύριε, καὶ πάλιν θὰ μὲ σώσῃς ἀπὸ
διαμάχας καὶ φιλονικίας λαῶν καὶ φυλῶν.
Θὰ μὲ προστατέυσῃς καὶ θὰ μὲ
κάνῃς ἄρχοντα καὶ κύριον πολλῶν ἐθνῶν
καὶ πρῶτον ἀνάμεσα εἰς τὰ ἔθνη.
Ἄνθρωποι ποὺ ἀνῆκαν εἰς ἔθνος,
ποὺ δὲν τὸ ἐγνώριζα καὶ
δὲν εἶχα σχέσεις μαζί του, θὰ γίνουν
δοῦλοι μου. |
45
υἱοὶ ἀλλότριοι ἐψεύσαντό
μοι, εἰς ἀκοὴν ὠτίου ἤκουσάν
μου· |
45
Ξένοι λαοὶ ἐφέρθησαν μὲ ὑποκρισίαν
καὶ δολιότητα ἀπέναντί μου.
Ἀλλὰ ὑπετάχθησαν εἰς ἐμέ.
|
45
Ξένοι λαοὶ ἔδειξαν ἀρχικῶς ὑποκριτικὴν
συμπεριφορὰν ἀπέναντί μου. Τελικῶς
ὅμως ἐμπρὸς εἰς τὴν δύναμίν
μου, ποὺ ἐγνωστοποιήθη ἀμέσως, ὑπετάγησαν
εἰς ἐμὲ μὲ τὸ πρῶτον πρόσταγμά
μου. |
46
υἱοὶ ἀλλότριοι ἀπορριφήσονται
καὶ σφαλοῦσιν ἐκ τῶν συγκλεισμῶν
αὐτῶν. |
46
Ξένοι λαοὶ θὰ ἀπορριφθοῦν ἀπὸ
τὰς πόλεις των, θὰ παραπατήσουν καὶ
θὰ ἐξέλθουν ἀπὸ τὰς ὀχυρὰς
καὶ κλεισμένας πόλεις των.
|
46
Ξένοι λαοί, ποὺ δὲν συνεμάχησαν μαζί μου, θὰ
πεταχθοῦν ἀπὸ τὰς πόλεις των καὶ
θὰ ἐγκαταλείψουν μὲ ταραχὴν
καὶ τρόμον τὰ φρούρια των, ὅπου ἐνόμιζαν
ὅτι ἦσαν ἀσφαλισμένοι.
|
47
Ζῇ Κύριος, καὶ εὐλογητὸς ὁ
φύλαξ μου, καὶ ὑψωθήσεται ὁ
Θεός μου, ὁ φύλαξ τῆς σωτηρίας
μου. |
47
Ζῇ Κύριος ὁ Θεός μου. Ἂς εἶναι
εὐλογημένος ὁ φύλακάς μου αὐτός.
Θὰ μεγαλυνθῇ καὶ θὰ δοξασθῇ
ὁ Θεός μου, ὁ φρουρός μου καὶ
σωτήρ μου. |
47
Ζῇ ὁ Κύριός μου! Καὶ εἶναι ἄξιον
καὶ δίκαιον νὰ εὐλογῆται καὶ
νὰ ὑμνῆται ὁ προστάτης μου. Καὶ
θὰ ὑψωθῇ καὶ θὰ μεγαλυνθῇ
πράγματι ἀπὸ πλήθη λαοῦ ὁ Θεός
μου, ποὺ μὲ ἐφύλαξε καὶ μὲ ἔσωσε.
|
48
Ἰσχυρὸς Κύριος ὁ διδοὺς ἐκδικήσεις
ἐμοί, παιδεύων λαοὺς ὑποκάτω
μου |
48
Ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος τιμωρεῖ
τοὺς ἐχθρούς μου, εἶναι παντοδύναμος.
Αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ
παιδεύει τοὺς λαοὺς καὶ τοὺς
θέτει κάτω ἀπὸ τὴν ἰδικήν
μου τὴν ἐξουσίαν. |
48
Ὁ Κύριος, ποὺ μὲ ὑπερασπίζεται μὲ
τὸ νὰ ἐκδικῆται τὸ δίκαιόν μου,
εἶναι παντοδύναμος. Βάζει κάτω ἀπὸ τὴν
ἐξουσίαν μου λαούς, διὰ νὰ τοὺς τιμωρήσῃ
καὶ νὰ τοὺς παιδαγωγήσῃ.
|
49
καὶ ἐξάγων με ἐξ ἐχθρῶν
μου, καὶ ἐκ τῶν ἐπεγειρομένων
μοι ὑψώσεις με, ἐξ ἀνδρὸς ἀδικημάτων
ρύσῃ με. |
49
Ὁ Θεὸς εἶναι ἐκεῖνος, ὁ
ὁποῖος μὲ ἔβγαλεν ἐκ μέσου
τῶν ἐχθρῶν μου. Ὁ Θεός μὲ
ὕψωσε καὶ θὰ μὲ ὑψώσῃ
ὑπεράνω ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς
μου αὐτὸς ὁ ὁποῖος μὲ
ἀπήλλαξεν ἀπὸ τὸν ἄνδρα
ἐκεῖνον τῶν ἀδικιῶν (τὸν
Σαούλ). |
49
Σύ, Κύριε, μὲ βγάζεις σῶον καὶ ἀβλαβῆ
μέσα ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς μου. Καὶ
θὰ μὲ ὑψώσῃς καὶ τώρα,
ὅπως καὶ ἄλλοτε, ὑπεράνω ἐκείνων,
ποὺ σηκώνουν ἐναντίον μου τὸ ἀνάστημά
των. Θὰ μὲ γλυτώσῃς ἀπὸ τὸν
ἄνθρωπον τὸν ἄδικον καὶ παράνομον.
|
50
Διὰ τοῦτο ἐξομολογήσομαί σοι,
Κύριε, ἐν τοῖς ἔθνεσι καὶ ἐν
τῷ ὀνόματί σου ψαλῶ.
|
50
Διὰ τοῦτο ἐγώ, Κύριε, θὰ
σὲ δοξάζω ἐν μέσῳ ὅλων
τῶν ἐθνῶν καὶ θὰ ψάλλω
ὕμνους εἰς δόξαν καὶ τιμὴν τοῦ
ὀνόματός σου. |
50
Δι' ὅλας αὐτὰς τὰς εὐεργεσίας
Σου, Κύριε, θὰ Σὲ δοξάζω ἐν μέσῳ ὅλων
τῶν ἐθνῶν καὶ θὰ ψάλλω ὕμνους
εἰς τὸ Ὄνομά Σου. |
51
Μεγαλύνων τὰς σωτηρίας βασιλέως αὐτοῦ
καὶ ποιῶν ἔλεος τῷ χριστῷ αὐτοῦ,
τῷ Δαυὶδ καὶ τῷ σπέρματι αὐτοῦ
ἕως αἰῶνος. |
51
Θὰ ὑμνολογῶ καὶ θὰ διαλαλῶ
τὰς θαυμαστὰς σωτηρίας, τὰς ὁποίας
ὁ Θεὸς ἐπραγματοποίησεν εἰς
ἐμέ, τὸν βασιλέα του, εὐσπλαγχνιζόμενος
ἐμὲ τὸν Δαυίδ, τὸν ὁποῖον
αὐτὸς ἔχρισε βασιλέα, εὐσπλαγχνιζόμενος
ἀκόμη καὶ τοὺς ἀπογόνους
μου εἰς τοὺς αἰῶνας. |
51
Θὰ δοξολογῶ τὸν Κύριον καὶ θὰ
τονίζω τὰς μεγαλειώδεις καὶ θαυμαστὰς ἐπεμβάσεις
Του, μὲ τὰς ὁποίας ἔσωσε ἐκεῖνον
ποὺ ἐδιάλεξε ὡς βασιλέα Του, καὶ
εὐσπλαγχνίσθη αὐτόν, ποὺ ἐχρίσθη
ἀπὸ Ἐκεῖνον διὰ νὰ εἶναι
ἄρχων τοῦ λαοῦ Του, τὸν Δαβὶδ
δηλαδὴ καὶ τοὺς ἀπογόνους του εἰς
τοὺς αἰῶνας>. |