Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
βασιλιᾶς Ροβοὰμ ἐπῆγε εἰς τὴν πόλιν Σικιμα (Συχέμ)· διότι εἰς τὴν πόλιν Σίκιμα ἐπῆγαν ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται διὰ νὰ τὸν ἀνακηρύξουν βασιλιᾶ ὅλου τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ.
2 Τότε συνέβη τοῦτο: Μόλις ὁ Ἱεροβοάμ, ὁ υἱὸς τοῦ Ναβάτ, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀκόμη εἰς τὴν Αἴγυπτον (διότι εἶχεν ἀποδράσει ἐκεῖ διὰ νὰ γλυτώσῃ ἀπὸ τὴν ὀργὴν τοῦ Σολομῶντος, ποὺ ἤθελε νὰ τὸν φονεύσῃ), ἐπληροφορήθη τὸ γεγονὸς αὐτό, ἐπέστρεψεν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον καὶ ἦλθεν εἰς τὴν πατρίδα του.
3 Τότε (ἀπεσταλμένοι τῶν δέκα φυλῶν τοῦ Ἰσραήλ) ἐπῆγαν καὶ τὸν ἐκάλεσαν εἰς τὰ Σίκιμα. Ὁ Ἱεροβοὰμ ἦλθεν ἐκεῖ, ποὺ ἦσαν συγκεντρωμένοι ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται. Καὶ οἱ ἀντιπρόσωποι τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ (ἰδιαιτέρως δὲ τῶν δέκα φυλῶν) ἐμίλησαν εἰς τὸν βασιλιᾶ Ροβοὰμ καὶ τοῦ εἶπαν:
4 <Ὁ πατέρας σου μᾶς μετεχειρίσθη με σκληρότητα καὶ ἔβαλεν εἰς τοὺς ὤμους μας βαριὰ καὶ δυσβάστακτα φορτία. Σὺ λοιπὸν τώρα ἀνακούφισέ μας ἀπὸ τὴν σκληρὴ δουλεία τοῦ πατέρα σου καὶ ἀπὸ τὸ βαρὺ φορτίον τῆς ἀγγαρείας καὶ τῆς δουλείας, τὸ ὁποῖον ἐφόρτωσεν εἰς τοὺς ὤμους μας, κάμε τὴν ζωήν μας εὐκολώτερη, καὶ τότε ἐμεῖς θὰ γίνωμεν εἰλικρινεῖς καὶ πιστοὶ δοῦλοι σου>.
5 Ὁ Ροβοὰμ τοὺς ἀπάντησε: <Πηγαίνετε τώρα καὶ ὕστερα ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες ἐλᾶτε πάλιν εἰς ἐμέ, διὰ νὰ σᾶς ἀπαντήσω>. Καὶ οἱ ἀντιπρόσωποι τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ ἔφυγαν.
6 Κατόπιν ὁ βασιλιᾶς Ροβοὰμ συνεσκέφθη μὲ τοὺς πρεσβυτέρους, οἱ ὁποῖοι ἦσαν σύμβουλοι τοῦ πατέρα του, τοῦ Σολομῶντος, ὅταν ἀκόμη ἐζοῦσε ἐκεῖνος, καὶ τοὺς εἶπε: <Πῶς (καὶ τί) μὲ συμβουλεύετε σεῖς νὰ δώσω ἀπάντησιν διὰ τὸ ζήτημα τοῦτο εἰς τὸν λαὸν αὐτόν;>
7 Οἱ πρεσβύτεροι ἀπάντησαν εἰς τὸν Ροβοὰμ καὶ τοῦ εἶπαν: <Ἐὰν κατὰ τὴν ἡμέραν αὐτὴν ὑποχωρήσῃς καὶ ἐξυπηρετήσῃς τὸν λαὸν αὐτὸν καὶ φανῇς ἀπέναντί τους ὑποχωρητικὸς καὶ ἀπαντήσῃς εἰς τὸ αἴτημά των μὲ λόγια ἐπιδέξια, λόγια καλωσύνης, σωτηρία καὶ εὐνοϊκά, τότε αὐτοὶ θὰ εἶναι εἰλικρινεῖς καὶ πιστοὶ δοῦλοι σου ὅλες τις ἡμέρες τῆς ζωῆς σου>.
8 Ὁ Ροβοὰμ ὅμως ἀγνόησε καὶ δὲν ἐδέχθη τὴν συμβουλὴν τῶν πρεσβυτέρων, τὴν ὁποίαν τοῦ ἔδωκαν, καὶ συνεσκέφθη μὲ τοὺς νεαρούς, ὁποῖοι ἐμεγάλωσαν μαζί του καὶ ἀποτελοῦσαν τώρα τὸ στενόν του περιβάλλον.
9 Καὶ εἶπεν εἰς αὐτούς: <Τί μὲ συμβουλεύετε σεῖς νὰ ἀπαντήσω εἰς τὸν λαὸν αὐτόν, οἱ ὁποῖοι μοῦ ἐμίλησαν καὶ μοῦ εἶπαν· <ἀνακούφισέ μας ἀπὸ τὸν βαρὺν καὶ δυσβάστακτον ζυγὸν τῶν ἀγγαρειῶν, τὸν ὁποῖον ὁ πατέρας σου ἐφόρτωσεν εἰς τοὺς ὤμους μας>;
10 Καὶ οἱ νεαροί, ποὺ ἐμεγάλωσαν μαζί του καὶ ἀποτελοῦσαν τώρα τὸ στενόν του περιβάλλον, τὸν ἐσυμβούλευσαν καὶ τοῦ εἶπαν: <Αὐτὰ νὰ εἰπῇς εἰς τοὺς ἀντιπροσώπους τοῦ λαοῦ τούτου, οἱ ὁποῖοι σοῦ ἐμίλησαν καὶ σοῦ εἶπαν· <ὁ πατέρας σου μᾶς μετεχειρίσθη μὲ σκληρότητα καὶ ἔβαλεν εἰς τοὺς ὤμους μας βαριὰ καὶ δυσβάστακτα φορτία, σὺ λοιπὸν τώρα ἀνακούφισέ μας ἀπὸ αὐτὸ τὸ βαρὺ φορτίον τῆς ἀγγαρείας καὶ τῆς δουλείας>· αὐτὰ λοιπὸν σὲ συμβουλεύομεν νὰ ἀπαντήσῃς καὶ νὰ τοὺς εἰπῇς: < Τὸ μικρόν μου δάκτυλον εἶναι παχύτερον ἀπὸ τὴν μέσην τοῦ πατέρα μου! (=αὐτὸ ποὺ ἠμποροῦσε νὰ κάμῃ ὁ πατέρας μου μὲ ὅλον τὸ σῶμα του, μὲ ὅλες τὶς δυνάμεις του, ἐγὼ ἠμπορῶ νὰ τὸ κάμω με τὸ δακτυλάκι μου!)>
11 Νὰ τοὺς εἰπῇς: <Καὶ τώρα, ἐνῷ ὁ πατέρας μου σᾶς ἐσαμάρωσε καὶ σᾶς ἐφόρτωσε μὲ βαρὺν καὶ δυσβάστακτον ζυγόν· ἐγὼ θὰ προσθέσω καὶ ἄλλο ἀκόμη βάρος εἰς τὸν ζυγόν σας ἐκεῖνον. Ὁ πατέρας μου σᾶς ἐτιμωροῦσε εἰς τὶς ἀγγαρεῖες μὲ ἁπλᾶ μαστίγια· ἐγὼ ὅμως θὰ σᾶς τιμωρῷ μὲ σκορπιούς, δηλαδὴ μὲ μαστίγια ὡπλισμένα μὲ μεταλλικὰ ἀγκίστρια, ποὺ προξενοῦν τρομερὲς πληγές>.
12 Καὶ οἱ ἀντιπρόσωποι (τῶν δέκα φυλῶν) τοῦ Ἰσραὴλ ἦλθαν εἰς τὸν βασιλιᾶ Ροβοὰμ κατὰ τὴν τρίτην ἡμέραν, ὅπως εἶχεν ὁρίσει εἰς αὐτοὺς ὁ βασιλιᾶς, ὅταν τοὺς εἶπε: <Νὰ ἐπιστρέψετε εἰς ἐμὲ τὴν τρίτην ἡμέραν>.
13 Ὁ βασιλιᾶς ἀπάντησε εἰς τοὺς ἀντιπροσώπους τοῦ λαοῦ μὲ τραχύτητα καὶ σκληρότητα· ὁ Ροβοὰμ ἁγνόησε καὶ δὲν ἐδέχθη τὴν συμβουλὴν τῶν πρεσβυτέρων, τὴν ὁποίαν τοῦ ἔδωκαν,
14 καὶ ἐμίλησε εἰς αὐτοὺς σύμφωνα μὲ τὴν συμβουλὴν τῶν νεαρῶν συμβούλων του. Τοὺς εἶπεν: <Ὁ πατέρας μου σᾶς μετεχειρίσθη μὲ σκληρότητα καὶ ἔβαλεν εἰς τοὺς ὤμους σας βαριὰ φορτία· ἐγὼ θὰ προσθέσω καὶ ἄλλο ἄκομη βάρος εἰς τὸν δυσβάστακτον ἐκεῖνον ζυγόν σας. Ὁ πατέρας μου σᾶς ἐτιμωροῦσε εἰς τὶς ἀγγαρεῖες μὲ ἁπλὰ μαστίγια· ἐγὼ θὰ σᾶς τιμωρῷ μὲ σκορπιούς, δηλαδὴ μὲ μαστίγια ὡπλισμένα μὲ μεταλλικὰ ἀγκίστρια, ποὺ προξενοῦν τρομερὲς πληγές>.
15 Ἔτσι ὁ βασιλιᾶς δὲν ἔδωκε προσοχὴν καὶ δὲν ἐδέχθη τὸ αἴτημα τῶν ἀντιπροσώπων τῶν δέκα φυλῶν τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ· αὐτὸ δὲ ἦταν παραχώρησις καὶ τροπὴ τῶν γεγονότων ἐκ μέρους τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος ἐγκατέλειψε καὶ ἐσκλήρυνε τὴν καρδιὰ τοῦ Ροβοάμ, ὥστε νὰ πραγματοποιήσῃ τὸν λόγον, τὸν ὁποῖον εἶπε (ὁ Κύριος) διὰ τοῦ προφήτου Ἀχιά, ποὺ κατήγετο ἀπὸ τὴν Σηλῶ, πρὸς τὸν Ἱεροβοάμ, τὸν υἱὸν τοῦ Ναβάτ.
16 Οἱ δέκα φυλὲς τῶν Ἰσραηλιτῶν ἔμαθαν, ὅτι ὁ βασιλιᾶς δὲν ἐδέχθη τὸ αἴτημά των τότε ὅλος ὁ λαὸς ἐφώναξεν εἰς τὸν βασιλιᾶ καὶ εἶπε: <Ποῖον μερίδιον, ποίαν σχέσιν ἔχομεν ἐμεῖς οἱ δέκα φυλὲς μὲ τὴν οἰκογένειαν τοῦ Δαβίδ; Ἀσφαλῶς δὲν ἔχομεν καμμίαν κοινὴν κληρονομίαν μὲ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Δαβίδ, τοῦ υἱοῦ τοῦ Ἰεσσαί! Ἐμπρός, πηγαίνετε σεῖς, οἱ δέκα φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ, εἰς τὶς κατοικίες σας· τώρα δέ, σὺ βασιλιᾶ Ροβοάμ, ἀπόγονε τοῦ Δαβίδ, κύτταξε καὶ φρόντισε μόνος σου τὸ σπίτι σου, τὴν φυλήν σου>! Ἔτσι οἱ δέκα φυλὲς τοῦ Ἰσραὴλ ἐχωρίσθησαν καὶ ἐπῆγαν εἰς τὰ σπίτια των.
18 Κατόπιν αὐτῶν ὁ βασιλιᾶς Ροβοὰμ ἔστειλε διὰ συμβιβασμὸν τὸν Ἀδωνιράμ, ὁ ὁποῖος ἦταν ἐπόπτης τῶν ἀγγαρειῶν (καταναγκαστικῶν ἔργων), οἱ Ἰσραηλῖται ὅμως τὸν ἐλιθοβόλησαν καὶ τὸν ἐσκότωσαν. Ὁ δὲ βασιλιᾶς Ροβοὰμ μόλις ἐπρόφθασε νὰ ἀνέβη εἰς τὸ ἅρμα του καὶ νὰ καταφύγῃ εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ διὰ νὰ σωθῇ.
19 Ἔτσι οἱ δέκα φυλὲς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ ἐπανεστάτησαν καὶ ἐχωρίσθησαν ἀπὸ τὴν οἰκογένειαν (φυλήν) τοῦ Δαβὶδ μέχρι τῆς ἡμέρας, ποὺ γράφονται οἱ γραμμὲς αὐτές.
20 Τότε δὲ συνέβη τοῦτο: Ὅταν οἰ δέκα φυλὲς τοῦ Ἰσραὴλ ἐπληροφορήθησαν ὅτι ὁ Ἱεροβοὰμ ἐπέστρεψεν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, ἔστειλαν ἀντιπροσώπους καὶ τὸν ἐκάλεσαν εἰς τὴν συγκέντρωσιν (εἰς τὴν Συχὲμ) καὶ τὸν ἀνεκήρυξαν βασιλιᾶ τῶν δέκα φυλῶν τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ. Ἔτσι μαζὶ μὲ τὴν οἰκογένειαν τοῦ Δαβίδ, ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν τοῦ βασιλιᾶ Ροβοάμ, δὲν ἔμειναν πλέον παρὰ μόνον ἡ φυλὴ τοῦ Ἰούδα καὶ ἡ φυλὴ τοῦ Βενιαμίν.
21 Ὅταν ὁ Ροβοὰμ ἔφθασεν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, συνεκέντρωσεν ὅλους, ὅσοι ἀνῆκαν εἰς τὴν φυλὴν τοῦ Ἰούδα καὶ τοῦ Βενιαμίν, ὅσους ἦσαν πολεμισταί, ποὺ ἠμποροῦσαν νὰ φέρουν ὅπλα καὶ οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἑκατὸν εἴκοσι χιλιάδες (120.000) ἄνδρες, διὰ νὰ πολεμήσουν ἐναντίον τῶν δέκα φυλῶν τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, ὥστε νὰ φέρουν καὶ πάλι τὶς δέκα φυλὲς τοῦ Βορρᾶ ὑπὸ τὴν βασιλείαν τοῦ Ροβοάμ, υἱοῦ τοῦ Σολομῶντος.
22 Τότε ὅμως κατέφθασε λόγος Κυρίου πρὸς τὸν Σαμαίαν, ποὺ ἦταν ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος (λόγος) ἔλεγε:
23 <Νὰ ὁμιλήσῃς εἰς τὸν Ροβοάμ, τὸν υἱὸν τοῦ Σολομῶντος, τὸν βασιλιᾶ τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα καὶ τῆς φυλῆς τοῦ Βενιαμίν, καὶ εἰς τὰ ὑπόλοιπα μέλη τῶν φυλῶν τοῦ Βορρᾶ, ποὺ εὑρίσκονται εἰς τὴν περιοχὴν τοῦ Ἰούδα καὶ τοῦ Βενιαμίν, καὶ νὰ τοὺς εἰπῇς:
24 <Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Δὲν θὰ προχωρήσετε οὔτε θὰ πολεμήσετε μὲ τοὺς ἀδελφούς σας, ποὺ ἀνήκουν εἰς τὶς δέκα φυλὲς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ. Ὁ καθένας σας ἂς ἐπιστρέψῃ εἰς τὸ σπίτι του, διότι ἡ πολιτικὴ διαίρεσις τοῦ βασιλείου τοῦ Σολομῶντος καὶ ὁ χωρισμὸς τῶν δέκα φυλῶν ἀπὸ σᾶς, τὶς δύο φυλές, ἔγινε μὲ ἔγκρισιν καὶ ἀπόφασιν ἰδικήν μου>. Οἱ πολεμισταὶ τῶν δύο φυλῶν ὑπήκουσαν εἰς τὸν λόγον τοῦ Κυρίου καὶ ἐσταμάτησαν ἀπὸ τοῦ νὰ βαδίσουν κατὰ τῶν δέκα φυλῶν, σύμφωνα μὲ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου.
24α Ὁ βασιλιᾶς Σολομὼν ἀπέθανε καὶ προσετέθη εἰς τοὺς ἀποθαμένους προγόνους του καὶ ἐτάφη μὲ τοὺς προπάτορές του εἰς τὴν πόλιν τοῦ Δαβίδ. Μετὰ δὲ ἀπὸ αὐτὸν ἐβασίλευσεν εἰς τὴν θέσιν τοῦ ὁ Ροβοάμ, ὁ υἱὸς του, εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ. Ὅταν (ὁ Ῥοβοάμ) ἔγινε βασιλιᾶς, ἦταν δεκαέξι (16) ἐτῶν, ἐβασίλευσε δὲ εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ ἐπὶ δώδεκα ἔτη. Τὸ ὄνομα τῆς μητέρας του ἦταν Ναανὰν αὐτὴ δὲ ἦταν κόρη τοῦ Ἀνάν, υἱοῦ τοῦ Ναάς, βασιλιᾶ τῶν Ἀμμωνιτῶν. Ὁ Ροβοὰμ παρεσύρθη εἰς παρεκτροπὲς καὶ ἁμαρτωλὲς πράξεις καὶ ἔκαμεν ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον εἶναι πονηρὸν εἰς τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ· κατήντησεν εἰς τὴν εἰδωλολατρίαν καὶ δὲν ἀκολούθησε τὸν δρόμον τῆς πίστεως καὶ εὐσεβείας, ποὺ ἐβάδισεν ὁ πάππος του Δαβίδ.
24β Ὑπῆρχε δὲ τότε κάποιος ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν ὀρεινὴν περιοχὴν τῆς φυλῆς τοῦ Ἐφραίμ, ὁ ὁποῖος ἦταν δοῦλος εἰς τὸν Σολομῶντα· τὸ ὄνομά του ἦταν Ἱεροβοάμ, τὸ δὲ ὄνομα τῆς μητέρας τοῦ ἦταν Σαριρά, ἡ ὁποία ἦταν γυναῖκα πόρνη. Ὁ Σολομὼν ὥρισε τὸν Ἱεροβοὰμ ἐπόπτην εἰς τὶς ἀγγαρεῖες (τὰ καταναγκαστικὰ ἔργα), ποὺ ἔκαμναν οἱ ἄνδρες τῆς φυλῆς τοῦ Ἰωσήφ. Κάτω ἀπὸ τὴν ἐποπτείαν του ἐκτίσθη μὲ ἐντολὴν τοῦ Σολομῶντος ἡ πόλις Σαριρὰ εἰς τὴν ὀρεινὴν περιοχὴν τοῦ Ἐφραίμ, διέθετε δὲ αὐτός (ὁ Ἱεροβοάμ) καὶ τριακόσια (300) πολεμικὰ ἅρματα. Κάτω ἀπὸ τὴν ἐποπτείαν του ἐπίσης ἐκτίσθη, μὲ τὴν ἐργασίαν τῶν ἀγγαρειῶν τῆς φυλῆς τοῦ Ἐφραίμ, τὸ φρούριον εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ. Κάτω ἀπὸ τὴν ἐποπτείαν του ἐκτίσθησαν καὶ ἐτελείωσαν καὶ τὰ ὀχυρωματικὰ ἔργα εἰς τὴν πόλιν τοῦ Δαβίδ. Δι' ὅλα αὐτὰ τὰ ἔργα ὁ Ἱεροβοὰμ ὑπερηφανεύετο καὶ ἀπαιτοῦσε νὰ γίνῃ βασιλιᾶς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ.
24γ Ἕνεκα τῆς ἀπαιτήσεως αὐτῆς τοῦ Ἱεροβοὰμ ὁ Σολομών (ποὺ ἐπληροφορήθη ἐν τῷ μεταξὺ τὴν φιλοδοξίαν του) ἐζητοῦσε νὰ τὸν συλλάβη καὶ νὰ τὸν θανατώσῃ. Αὐτὸς ἐφοβήθη καὶ ἐδραπέτευσε κρυφὰ καὶ κατέφυγεν εἰς τὸν Σουσακίμ, τὸν βασιλιᾶ τῆς Αἰγύπτου. Παρέμεινε δὲ κοντά του μέχρις ὅτου ἀπέθανεν ὁ Σολομών.
24δ Ὅταν ὁ Ἱεροβοὰμ ἐπληροφορήθη εἰς τὴν Αἴγυπτον ὅτι ἀπέθανεν ὁ Σολομών, παρουσιάσθη εἰς τὸν Σουσακίμ, τὸν βασιλιᾶ τῆς Αἰγύπτου, καὶ τοῦ εἶπε: <Δῶσε μου τὴν ἄδειαν νὰ ἀναχωρήσω καὶ νὰ μεταβῶ εἰς τὴν πατρίδα μου>. Ὁ Σουσακὶμ τοῦ ἀπάντησε: <Ζήτησέ μου, πρὶν ἀναχωρήσῃς, κάτι ὡς δῶρον, καὶ ἐγὼ θὰ σοῦ τὸ δώσω>.
24ε (Μετὰ ἀπὸ τὴν σχετικὴν αἴτησιν) ὁ Σουσακὶμ ἔδωκεν εἰς τὸν Ἱεροβοὰμ ὡς σύζυγον τὴν Ἀνώ, τὴν μεγαλυτέραν ἀδελφὴν τῆς βασιλίσσης Θεκεμίνας, τῆς γυναίκας του. Ἡ Ἀνὼ ἔχαιρε μεγάλης τιμῆς καὶ ὑπολήψεως μεταξὺ τῶν θυγατέρων τοῦ Φαραώ· αὐτὴ δὲ ἐγέννησεν εἰς τὸν Ἱεροβοὰμ τὸν Ἀβιά, τὸν υἱόν του.
24ζ Ὁ Ἱεροβοὰμ εἶπε πάλιν εἰς τὸν Σουσακίμ: <Πρέπει ἐξάπαντος νὰ μοῦ δώσῃς τὴν ἄδειαν νὰ ἀναχωρήσω>. Ἔτσι ἔφυγεν ὁ Ἱεροβοὰμ ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον καὶ ἦλθεν εἰς τὴν πόλιν Σαριρά, ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὴν ὀρεινὴν περιοχὴν τῆς φυλῆς Ἐφραίμ. Ἐκεῖ δὲ ἐμαζεύθη διὰ νὰ τὸν ὑποδεχθῇ ὅλος ὁ λαὸς τῆς φυλῆς Ἐφραίμ. Ἐκεῖ ἔκτισεν ὁ Ἱεροβοὰμ καὶ ὀχυρωματικὸν ἔργον.
24η Τότε ἀρρώστησε τὸ μικρὸ παιδί του μὲ πολὺ σοβαρὰν ἀρρώστιαν καὶ δι’ αὐτὸ ὁ Ἱεροβοὰμ ἐπῆγε νὰ ἐρωτήσῃ καὶ μάθῃ διὰ τὴν ὑγείαν τοῦ μικροῦ παιδιοῦ. Καὶ εἶπε πρὸς τὴν γυναῖκα του τὴν Ἀνώ: <Σήκω καὶ πήγαινε καὶ ἐρώτησε τὸν Θεὸν διὰ νὰ μάθῃς διὰ τὸ μικρὸν παιδί, ἐὰν θὰ ἐπιζήσῃ ἀπὸ τὴν ἐπικίνδυνον αὐτὴν ἀρρώστιαν του.
24θ Ἐζοῦσε δὲ τότε εἰς τὴν Σηλὼμ κάποιος ἄνθρωπος, τὸ ὄνομα τοῦ ὁποίου ἦταν ἈχιΆ· αὐτὸς ἦταν ἡλικίας ἑξῆντα ἐτῶν καὶ ὁ Κύριος συνωμιλοῦσε μαζί του. Ὁ Ἱεροβοὰμ εἶπεν εἰς τὴν γυναῖκα του: <Σήκω καὶ πάρε μαζί σου διὰ τὸν ἄνθρωπον τοῦ Θεοῦ ψωμιά, καὶ κουλούρια διὰ τὰ παιδιά του καὶ ξηρὴ σταφίδα καὶ ἕνα σταμνὶ μὲ μέλι>. Καὶ ἡ γυναῖκα ἐσηκώθη
24ι καὶ ἐπῆρε μαζί της ψωμιὰ καὶ δύο κουλούρια καὶ ξηρὴ σταφίδα καὶ ἕνα σταμνὶ μὲ μέλι διὰ τὸν Ἀχιά. Ὁ δὲ Ἀχιὰ ἦταν γέροντας, καὶ τὰ μάτια του δὲν ἠμποροῦσαν νὰ βλέπουν καθαρά.
24κ Ἡ γυναῖκα τοῦ Ἱεροβοὰμ ἐσηκώθη ἀπὸ τὴν πόλιν Σαριρὰ καὶ ἦλθεν εἰς τὸν ἄνθρωπον τοῦ Θεοῦ. Συνέβη δὲ τοῦτο  ὅταν αὐτὴ ἔφθασεν εἰς τὴν πόλιν (Σηλῶ) πρὸς τὸν Ἀχιά, ποὺ κατήγετο ἀπὸ τὴν Σηλῶ, ὁ Ἀχιὰ εἶπεν εἰς τὸν ὑπηρέτήν του: <Ἔβγα, σὲ παρακαλῶ, ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι διὰ νὰ συναντήσῃς τὴν γυναῖκα τοῦ Ἱεροβοὰμ καὶ νὰ τῆς πῇς· <Ἔμπα μέσα, πλησίασε τὸν Ἀχιὰ καὶ μὴ καθυστερήσῃς καθόλου, διότι αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Δυσάρεστα, θλιβερὰ γεγονότα ἐγὼ θὰ σοῦ ἀναγγείλω>,
24λ Ἡ Ἀνὼ ἐμπῆκε εἰς τὸ σπίτι καὶ παρουσιάσθη ἐμπρὸς εἰς τὸν ἄνθρωπον τοῦ Θεοῦ, καὶ ὁ Ἀχιὰ τῆς εἶπε: <Διατὶ μοῦ ἔφερες ψωμιὰ καὶ σταφίδα καὶ κουλούρια καὶ σταμνὶ μὲ μέλι; (Μήπως διὰ νὰ μὲ καλοπιάσῃς;) Λοιπόν, ἄκουσε· αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: <Νά· σὺ θὰ φύγῃς ἀπὸ κοντά μου καὶ ὅταν θὰ μπαίνῃς εἰς τὴν πόλιν Σαριρά, οἱ δοῦλες σου θὰ βγοῦν νὰ σὲ συναντήσουν καὶ θὰ σοῦ εἰποῦν· τὸ μικρὸ παιδὶ ἀπέθανε!>
24μ Διότι αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: <Νά· ἐγὼ θὰ καταστρέψω ἀπὸ τὴν οἰκογένειαν τοῦ Ἱεροβοὰμ ὅλα τὰ ἀρσενικὰ παιδιά. Ἐκεῖνοι δὲ ἀπὸ τὴν οἰκογένειαν τοῦ Ἱεροβοάμ, ποὺ θὰ ἀποθάνουν εἰς τὴν πόλιν, θὰ καταφαγωθοῦν ἀπὸ τὰ σκυλιά, ὅσοι δὲ ἀποθάνουν ἔξω εἰς τὰ χωράφια, θὰ καταφαγωθοῦν ἀπὸ τὰ ὅρνια. Καὶ διὰ τὸ μικρὸν παιδὶ θὰ θρηνήσουν καὶ ἐπάνω εἰς τὸν κοπετὸν καὶ τὸ μοιρολόγημά των θὰ εἴπουν: <Ἀλλοίμονον, Κύριε!>, διότι διὰ τὸ μικρὸν αὐτὸ παιδί, ἐπειδὴ ἦταν ἀθῶον, εὑρέθη εὐχάριστος προφητεία· θὰ πενθήσουν διὰ τὸ παιδὶ αὐτό, ἀλλὰ τὸ σῶμα τοῦ ἀθώου αὐτοῦ πλάσματος δὲν θὰ φαγωθῇ ἀπὸ τὰ σκυλιά!>.
24ν Ὅταν ἡ γυναῖκα ἄκουσε τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Ἀχιά, ἀνεχώρησε. Μόλις δὲ ἐμπῆκε εἰς τὴν πόλιν Σαριρά, τὸ μικρὸ παιδί της ἀπέθανε καὶ ἐβγῆκαν οἱ δοῦλες της μὲ φωνὲς καὶ θρήνους διὰ νὰ τὴν προϋπαντήσουν.
24ξ Ὁ Ἱεροβοὰμ ἐπῆγε εἰς τὴν πόλιν Σίκιμα (Συχέμ), ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὴν ὀρεινὴν περιοχὴν τοῦ Ἐφραίμ, καὶ συνεκέντρωσεν ἐκεῖ τὶς δέκα φυλὲς τῶν Ἰσραηλιτῶν· ἀνέβη ὅμως ἐκεῖ καὶ ὁ Ροβοάμ, ὁ υἱὸς τοῦ Σολομῶντος. Τότε ὅμως κατέφθασε λόγος Κυρίου πρὸς τὸν Σαμαίαν τὸν Ἐλαμίτην, ποὺ τὸν διέτασσε: <Πάρε μαζί σου ἕνα καινούργιο ἐξωτερικὸν φόρεμα, τὸ ὁποῖον δὲν ἔχει ἀκόμη βουτηχθῇ εἰς τὸ νερὸν διὰ νὰ πλυθῇ, καὶ σχίσε το εἰς δώδεκα κομμάτια. Ἀπὸ τὰ κομμάτια αὐτὰ θὰ δώσῃς (δέκα κομμάτια) εἰς τὸν Ἱεροβοὰμ καὶ θὰ τοῦ εἰπῇς: <Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος· πάρε διὰ τὸν ἑαυτόν σου δέκα κομμάτια καὶ μὲ αὐτὰ νὰ περιβάλῃς καὶ νὰ σκεπάσῃς τὸν ἑαυτόν σου>. Καὶ ὁ Ἱεροβοὰμ ἔλαβε τὰ δέκα κομμάτια. Τότε εἶπεν ὁ Σαμαίας: <Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος διὰ τὶς δέκα φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ>.
24ο Ἀπεσταλμένοι τοῦ λαοῦ τῶν δέκα φυλῶν τοῦ Ἰσραὴλ εἶπαν εἰς τὸν Ροβοάμ, τὸν υἱὸν τοῦ Σολομῶντος: <Ὁ πατέρας σου μᾶς μετεχειρίσθη μὲ σκληρότητα καὶ ἔβαλεν εἰς τοὺς ὤμους μας βαριὰ καὶ δυσβάστακτα φορτία, διότι ἐπλήθυνε τὶς τροφὲς τοῦ βασιλικοῦ τοῦ τραπεζιοῦ. Τώρα λοιπὸν σύ, ἐὰν μᾶς ἀνακουφίσῃς ἀπὸ τὰ βαριὰ αὐτὰ φορτία καὶ κάμῃς τὴν ζωήν μας εὐκολώτερη, ἐμεῖς θὰ γίνωμεν εἰλικρινεῖς καὶ πιστοὶ δοῦλοι σου>. Ὁ Ροβοὰμ ἀπάντησε πρὸς τοὺς ἐκπροσώπους τοῦ λαοῦ: <Μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες θὰ δώσω ἀπάντησιν εἰς τὸ αἴτημά σας>.
24π Κατόπιν διέταξεν ὁ Ροβοάμ: <Φέρτε μου ἐδῶ τοὺς πρεσβυτέρους, διὰ νὰ συσκεφθῶ μαζί των καὶ τοὺς συμβουλευθῶ τὶ θὰ ἀπαντήσω εἰς τὸν λαὸν κατὰ τὴν τρίτην ἡμέραν>. Ὅταν ἦλθαν οἱ πρεσβύτεροι, ὁ Ροβοὰμ τοὺς ἀνεκοίνωσε τὸ αἴτημα, τὸ ὁποῖον τοῦ ὑπέβαλεν ὁ λαός, καὶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ τοῦ ἀπάντησαν: <Σωστὰ ἐμίλησε ὁ λαὸς πρὸς σέ (διὰ τῶν ἐκπροσώπων του)>.
24ρ Ὅμως ὁ Ροβοὰμ ἀγνόησε καὶ ἀπέρριψε τὴν συμβουλήν των, διότι δὲν τοῦ ἄρεσε. Δι' αὐτὸ ἔστειλε καὶ ἐκάλεσαν ἐμπρός του τοὺς νεαρούς, μὲ τοὺς ὁποίους εἶχεν ἀνατραφῇ, καὶ τοὺς εἶπεν: <Αὐτὰ καὶ αὐτὰ μοῦ ἐζήτησε καὶ μοῦ εἶπεν ὁ λαὸς δι' ἀπεσταλμένων του>. Οἱ νεαροί, μὲ τοὺς ὁποίους εἶχεν ἀνατραφῇ ὁ Ροβοάμ, τοῦ εἶπαν: <Ἔτσι νὰ ἀπαντήσῃς εἰς τὸν λαὸν καὶ νὰ τοῦ εἰπῇς: <Τὸ μικρόν μου δάκτυλον εἶναι παχύτερον ἀπὸ τὴν μέσην τοῦ πατέρα μου! (=αὐτὸ ποὺ ἠμποροῦσε νὰ κάμῃ ὁ πατέρας μου μὲ ὅλον τὸ σῶμα του, μὲ ὅλες τὶς δυνάμεις του, ἐγὼ ἠμπορῶ να τὸ κάμω μὲ τὸ δακτυλάκι μου!) Ὁ πατέρας μου σᾶς ἐμαστίγωνε κατὰ τὶς ἀγγαρεῖες μὲ ἁπλᾶ μαστίγια· ἐγὼ ὅμως θὰ σᾶς ἐξουσιάζω τιμωρῶντας σας μὲ σκορπιούς, δηλαδὴ μὲ μαστίγια ὡπλισμένα μὲ μεταλλικὰ ἀγκίστρια, ποὺ προξενοῦν τρομερὲς πληγές>.
24σ Ἡ συμβουλὴ αὐτὴ ἄρεσε εἰς τὸν Ροβοάμ, καὶ διὰ τοῦτο ἀπάντησε εἰς τοὺς ἐκπροσώπους τοῦ λαοῦ, ὅπως τὸν εἶχαν συμβουλεύσει οἱ νεαροὶ ποὺ εἶχαν ἀνατραφῇ μαζί του.
24τ Ὅταν οἰ δέκα φυλὲς τῶν Ἰσραηλιτῶν ἔμαθαν τὴν ἀπάντησιν τοῦ Ροβοὰμ εἰς τὸ αἴτημά των, ὡς ἕνας ἄνθρωπος εἶπαν ὁ ἕνας πρὸς τὸν ἄλλον καὶ ὅλοι ἐφώναζαν δυνατὰ καὶ εἶπαν: <Ἐμεῖς οἱ δέκα φυλὲς δὲν ἔχομεν πλέον μερίδιον καὶ σχέσιν μὲ τὴν οἰκογένειαν τοῦ Δαβὶδ· οὔτε ἔχομεν καμμίαν κοινὴν κληρονομίαν μὲ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Δαβίδ, τοῦ υἱοῦ τοῦ Ἰεσσαί! Ἐμπρός, Ἰσραηλῖται, πηγαίνετε ὁ καθένας εἰς τὴν κατοικίαν σας· διότι ὁ ἄνθρωπος αὐτός (ὁ Ῥοβοάμ) δὲν ἀξίζει να εἶναι οὔτε βασιλιᾶς οὔτε ἀρχηγός μας>.
24υ Κατόπιν αὐτῶν ὅλος ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς τῶν δέκα φυλῶν διεσκορπίσθη ἀπὸ τὴν πόλιν Σίκιμα (ὅπου ἦταν συγκεντρωμένος) καὶ ὁ καθένας ἐπῆγε εἰς τὸ σπίτι του. Ὁ Ροβοὰμ κατώρθωσε νὰ ὑπερισχύσῃ καὶ ἐπρόλαβε νὰ φύγῃ· ἀνέβη εἰς τὸ ἅρμα του καὶ ἐμπῆκε εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ. Τὸν ἀκολούθησαν δὲ ὅλη ἡ φυλὴ τοῦ Ἰούδα καὶ ὅλη ἡ φυλὴ τοῦ Βενιαμίν.
24φ Συνέβη δὲ τοῦτο: Κατὰ τὴν διάρκειαν τοῦ ἰδίου ἐκείνου ἔτους ὁ Ροβοὰμ συνεκέντρωσεν ὅλους τοὺς ἄνδρες τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα καὶ τῆς φυλῆς τοῦ Βενιαμὶν καὶ ἐπροχώρησε διὰ νὰ πολεμήσῃ ἐναντίον τοῦ Ἱεροβοὰμ εἰς τὴν πόλιν Σίκιμα (Συχέμ).
24χ Τότε ὅμως κατέφθασε λόγος Κυρίου πρὸς τὸν Σαμαίαν, ποὺ ἦταν ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος (λόγος) ἔλεγε: <Νὰ ὁμιλήσῃς εἰς τὸν Ροβοάμ, τὸν βασιλιᾶ τοῦ Ἰούδα, καὶ εἰς ὅλην τὴν φυλὴν τοῦ Ἰούδα καὶ τοῦ Βενιαμὶν καὶ εἰς τὰ ὑπόλοιπα μέλη τῶν ἄλλων φυλῶν, ποὺ ἔμειναν μαζί των εἰς τὴν περιοχήν των, καὶ νὰ τοὺς εἰπῇς: <Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος· Δὲν θὰ προχωρήσετε οὔτε θὰ πολεμήσετε μὲ τοὺς ἀδελφούς σας, ποὺ ἀνήκουν εἰς τὶς δέκα φυλὲς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ. Ὁ καθένας σας ἂς ἐπιστρέψῃ εἰς τὸ σπίτι του, διότι ἡ πολιτικὴ διαίρεσις τοῦ βασιλείου τοῦ Σολομῶντος καὶ ὁ χωρισμὸς τῶν δέκα φυλῶν ἀπὸ σᾶς, τὶς δύο φυλές, ἔγινε μὲ ἔγκρισιν καὶ ἀπόφασιν ἰδικήν μου>.
24ψ Οἱ πολεμισταὶ τῶν δύο φυλῶν ὑπήκουσαν εἰς τὸν λόγον τοῦ Κυρίου καὶ ἐσταμάτησαν ἀπὸ τοῦ νὰ βαδίσουν κατὰ τῶν δέκα φυλῶν, σύμφωνα μὲ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου.
25 Τότε ὁ Ἱεροβοὰμ ἔκτισε καὶ ὠχύρωσε τὴν πόλιν Σίκιμα (Συχὲμ) εἰς τὴν ὀρεινὴν περιοχὴν τοῦ Ἐφραὶμ καὶ ἐκατοικοῦσε ἐκεῖ. Ἐβγῆκε δὲ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἔκτισε καὶ ὠχύρωσε τὴν πόλιν Φανουήλ.
26 Καὶ ὁ Ἱεροβοὰμ εἶπεν εἰς τὸ βάθος τοῦ ἐσωτερικοῦ του: <Νά· τώρα, ὅπως ἔχουν τὰ πράγματα, ὑπάρχει φόβος νὰ ἐπιστρέψῃ ἡ βασιλεία μου καὶ πάλιν εἰς τὴν οἰκογένειαν τοῦ Δαβίδ.
27 Τοῦτο θὰ συμβῇ, ἐὰν ὁ λαὸς αὐτὸς ἀνέβη διὰ νὰ προσφέρῃ θυσίαν εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου, εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ. Τότε ἡ καρδία τοῦ λαοῦ θὰ ἐπιστρέψῃ πάλιν πρὸς Κύριον τὸν Θεὸν καὶ πρὸς τὸν κύριόν των τὸν Ροβοάμ, τὸν βασιλιᾶ του βασιλείου τοῦ Ἰούδα, καὶ τότε ἐμὲ θὰ μὲ φονεύσουν>.
28 Ἐνώπιον τοῦ ἐνδεχομένου αὐτοῦ κινδύνου ὁ βασιλιᾶς Ἱεροβοὰμ ἐσκέφθη καὶ ἐνήργησεν ὡς ἐξῇς· κατεσκεύασε δύο χρυσὲς δαμαλίδες καὶ εἶπε πρὸς τὸν λαόν: <Ἀρκετὲς φορὲς ἔχετε ἀνέβη μέχρι τώρα εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, διὰ νὰ λατρεύσετε τὸν Θεόν. Νά, λοιπόν οἰ θεοί σου, Ἰσραηλιτικὲ λαέ, οἱ ὁποῖοι σὲ ἔβγαλαν ἀπὸ τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου!>
29 Ὁ Ἱεροβοὰμ ἔστησε τὴν μίαν χρυσὴν δαμαλίδα εἰς τὴν Βαιθὴλ καὶ τὴν ἄλλην ἔστησεν εἰς τὴν Δάν.
30 Τὰ λόγια αὐτὰ καὶ ἡ ἐνέργεια τοῦ Ἱεροβοὰμ ἔγιναν ἀφορμὴ τῆς μεγάλης ἁμαρτίας, δηλαδὴ τῆς εἰδωλολατρίας. Διότι ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἐπήγαινε καὶ ἐλάτρευε τὴν μίαν χρυσὴν δαμαλίδα, ποὺ εὑρίσκετο εἰς τὴν Βαιθήλ, καὶ τὴν ἄλλην ποὺ εὑρίσκετο εἰς τὴν Δάν. Ἔτσι ἐγκατέλειψαν τὴν λατρείαν εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου, ποὺ εὑρίσκετο εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα.
31 Ὁ Ἱεροβοὰμ ἔκτισεν ἐπίσης εὐκτηρίους οἴκους εἰς τόπους ὑψηλοὺς καὶ εἰς τὰ ἱερὰ αὐτὰ ἐγκατέστησεν ἱερεῖς ἀπὸ τὰ στρώματα τοῦ λαοῦ, οἱ ὁποῖοι δὲν προήρχοντο ἀπὸ τὴν ἱερατικὴν φυλὴν τοῦ Λευΐ.
32 Ἐπίσης ὁ Ἱεροβοὰμ καθιέρωσε θρησκευτικὴν ἑορτὴν κατὰ τὴν δεκάτην πέμπτην ἡμέραν τοῦ ὀγδόου μηνός, ὁμοίαν μὲ τὴν μεγάλην ἑορτὴν τῆς Σκηνοπηγίας, ποὺ ἐωρτάζετο εἰς τὴν περιοχὴν τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα. Καὶ ὁ Ἱεροβοὰμ ἀνέβη εἰς τὸ θυσιαστήριον, ποὺ ἔκτισεν εἰς τὴν Βαιθήλ, διὰ νὰ θυσιάσῃ εἰς τὶς χρυσὲς δαμαλίδες, ποὺ κατεσκεύασεν. Εἰς τὴν Βαιθὴλ ἐγκατέστησεν ἐπίσης τοὺς ἱερεῖς τῶν θυσιαστηρίων, ποὺ ἔκτισεν εἰς τοὺς ὑψηλοὺς τόπους.
33 Ἔτσι ὁ Ἱεροβοὰμ ἀνέβη εἰς τὸ θυσιαστήριον, τὸ ὁποῖον κατεσκεύασεν εἰς τὴν Βαιθήλ, κατὰ τὴν δεκάτην πέμπτην ἡμέραν τοῦ ὀγδόου μηνός, κατὰ τὴν ἑορτήν, τὴν ὁποίαν ἐπενόησε καὶ ὥρισε μόνος του. Ἀνέβη καὶ καθιέρωσεν ἑορτὴν διὰ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν, ἐνῷ δὲ ὁ ἴδιος δὲν ἦταν ἱερεὺς καὶ δὲν εἶχε τέτοιο δικαίωμα, ἐν τούτοις ἀνέβηκε εἰς τὸ θυσιαστήριον, διὰ νὰ προσφέρῃ θυσίαν!