Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
πορεύεται βασιλεὺς Ροβοὰμ εἰς Σίκιμα,
ὅτι εἰς Σίκιμα ἤρχοντο πᾶς Ἰσραὴλ
βασιλεῦσαι αὐτόν.
2
Καὶ ἐγένετο ὡς ἤκουσεν Ἱεροβοὰμ
υἱὸς Ναβὰτ καὶ αὐτοῦ ἔτι
ὄντος ἐν Αἰγύπτῳ, καὶ
ἔφυγεν ἐκ προσώπου τοῦ βασιλέως
Σαλωμὼν καὶ ἐπέστρεψεν Ἱεροβοὰμ
ἐξ Αἰγύπτου, |
βασιλεὺς Ροβοὰμ μετέβη εἰς τὴν
πόλιν Σίκιμα, διότι ἐκεῖ εἶχον
ἔλθει ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται, διὰ
νὰ τὸν ἀνακηρύξουν ὡς βασιλέα
τῶν δώδεκα φυλῶν. |
βασιλιᾶς Ροβοὰμ ἐπῆγε εἰς τὴν
πόλιν Σικιμα (Συχέμ)· διότι εἰς τὴν πόλιν Σίκιμα
ἐπῆγαν ὅλοι οἰ Ἰσραηλῖται
διὰ νὰ τὸν ἀνακηρύξουν βασιλιᾶ
ὅλου τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ.
|
2
Καὶ ἐγένετο ὡς ἤκουσεν Ἱεροβοὰμ
υἱὸς Ναβὰτ καὶ αὐτοῦ ἔτι
ὄντος ἐν Αἰγύπτῳ, καὶ
ἔφυγεν ἐκ προσώπου τοῦ βασιλέως
Σαλωμὼν καὶ ἐπέστρεψεν Ἱεροβοὰμ
ἐξ Αἰγύπτου, |
2
Ὁ Ἱεροβοάμ, ὁ υἱὸς τοῦ
Ναβάτ, ὁ ὁποῖος ἦτο ἀκόμη
εἰς τὴν Αἴγυπτον, ὅπου εἶχε
καταφύγει διὰ νὰ διαφύγῃ τὴν
ὀργὴν τοῦ Σολομῶντος, ὅταν ἐπληροφορήθη
αὐτὰ τὰ γεγονότα, ἐπέστρεψεν
ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον καὶ ἦλθεν
εἰς τὴν πατρίδα του. |
2
Τότε συνέβη τοῦτο: Μόλις ὁ Ἱεροβοάμ,
ὁ υἱὸς τοῦ Ναβάτ, ὁ ὁποῖος
ἦταν ἀκόμη εἰς τὴν Αἴγυπτον
(διότι εἶχεν ἀποδράσει ἐκεῖ διὰ
νὰ γλυτώσῃ ἀπὸ τὴν ὀργὴν
τοῦ Σολομῶντος, ποὺ ἤθελε νὰ
τὸν φονεύσῃ), ἐπληροφορήθη τὸ γεγονὸς
αὐτό, ἐπέστρεψεν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον
καὶ ἦλθεν εἰς τὴν πατρίδα του.
|
3
καὶ ἀπέστειλαν καὶ ἐκάλεσαν
αὐτὸν καὶ ἦλθεν Ἱεροβοὰμ
καὶ πᾶσα ἡ ἐκκλησία Ἰσραήλ.
Καὶ ἐλάλησεν ὁ λαὸς πρὸς
τὸν βασιλέα Ροβοὰμ λέγοντες·
|
3
Ἔστειλαν δὲ οἱ Ἰσραηλῖται καὶ
προσεκάλεσαν αὐτὸν εἰς τὴν συγκέντρωσίν
των. Ὁ Ἱεροβοὰμ προσῆλθε πράγματι
ἐκεῖ, ὅπου ἦτο ἡ συγκέντρωσις
ὅλων τῶν Ἰσραηλιτῶν. Ἀντιπρόσωποι
δὲ ὅλου τοῦ λαοῦ, καὶ μάλιστα
τῶν δέκα φυλῶν, ὡμίλησαν πρὸς
τὸν Ροβοὰμ καὶ τοῦ εἶπαν·
|
3
Τότε (ἀπεσταλμένοι τῶν δέκα φυλῶν τοῦ
Ἰσραήλ) ἐπῆγαν καὶ τὸν
ἐκάλεσαν εἰς τὰ Σίκιμα. Ὁ Ἱεροβοὰμ
ἦλθεν ἐκεῖ, ποὺ ἦσαν συγκεντρωμένοι
ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται. Καὶ οἱ
ἀντιπρόσωποι τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ
(ἰδιαιτέρως δὲ τῶν δέκα φυλῶν) ἐμίλησαν
εἰς τὸν βασιλιᾶ Ροβοὰμ καὶ τοῦ
εἶπαν: |
4
ὁ πατήρ σου ἐβάρυνε τὸν κλοιὸν
ἡμῶν, καὶ σὺ νῦν κούφισον
ἀπὸ τῆς δουλείας τοῦ πατρός
σου τῆς σκληρᾶς, καὶ ἀπὸ τοῦ
κλοιοῦ αὐτοῦ τοῦ βαρέος, οὗ
ἔδωκεν ἐφ' ἡμᾶς, δουλεύσομέν
σοι. |
4
<ὁ πατήρ σου κατεβάρυνεν ἡμᾶς
μὲ σκληρὸν ζυγόν. Σύ, σὲ παρακαλοῦμεν,
ἀνακούφισέ μας τώρα ἀπὸ
τὴν σκληρὰν αὐτὴν δουλείαν,
ποὺ μᾶς εἶχεν ἐπιβάλει ὁ
πατήρ σου, καὶ ἀπὸ τὸν βαρὺν
αὐτὸν ζυγόν, τὸν ὁποῖον
ἐπέβαλεν εἰς ἡμᾶς. Ἡμεῖς
δὲ προθύμως θὰ γίνωμεν δοῦλοι
σου>. |
4
<Ὁ πατέρας σου μᾶς μετεχειρίσθη με σκληρότητα
καὶ ἔβαλεν εἰς τοὺς ὤμους μας
βαριὰ καὶ δυσβάστακτα φορτία. Σὺ λοιπὸν
τώρα ἀνακούφισέ μας ἀπὸ τὴν
σκληρὴ δουλεία τοῦ πατέρα σου καὶ ἀπὸ
τὸ βαρὺ φορτίον τῆς ἀγγαρείας καὶ
τῆς δουλείας, τὸ ὁποῖον ἐφόρτωσεν
εἰς τοὺς ὤμους μας, κάμε τὴν ζωήν
μας εὐκολώτερη, καὶ τότε ἐμεῖς
θὰ γίνωμεν εἰλικρινεῖς καὶ πιστοὶ
δοῦλοι σου>. |
5
Καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· ἀπέλθετε
ἕως ἡμερῶν τριῶν καὶ ἀναστρέψετε
πρός με· καὶ ἀπῆλθον.
|
5
Ὁ Ροβοὰμ ἀπάντησε πρὸς αὐτούς·
<πηγαίνετε τώρα καὶ μετὰ τρεῖς
ἡμέρας ἐπιστρέψατε πρὸς ἐμέ>.
Ἐκεῖνοι πράγματι ἀπῆλθον.
|
5
Ὁ Ροβοὰμ τοὺς ἀπάντησε: <Πηγαίνετε
τώρα καὶ ὕστερα ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες
ἐλᾶτε πάλιν εἰς ἐμέ, διὰ νὰ
σᾶς ἀπαντήσω>. Καὶ οἱ ἀντιπρόσωποι
τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ ἔφυγαν.
|
6
Καὶ ἀπήγγειλεν ὁ βασιλεὺς
πρεσβυτέροις, οἳ ἦσαν παρεστῶτες ἐνώπιον
Σαλωμὼν τοῦ πατρὸς αὐτοῦ ἔτι
ζῶντος αὐτοῦ λέγων· πῶς
ὑμεῖς βουλεύεσθε καὶ ἀποκριθῶ
τῷ λαῷ τοῦτῳ λόγον;
|
6
Ὁ βασιλεὺς ἡρώτησε τοὺς πρεσβυτέρους,
οἱ ὁποῖοι ἦσαν σύμβουλοι τοῦ
πατρός του, καθ' ὃν χρόνον ἀκόμη
ἐκεῖνος ἐζοῦσε, καὶ τοὺς
εἶπε· <πῶς καὶ τί μὲ
συμβουλεύετε σεῖς νὰ ἀπαντήσω
εἰς τὸν λαὸν αὐτὸν ἐπῖ
τοῦ ζητήματός των;> |
6
Κατόπιν ὁ βασιλιᾶς Ροβοὰμ συνεσκέφθη μὲ
τοὺς πρεσβυτέρους, οἱ ὁποῖοι ἦσαν
σύμβουλοι τοῦ πατέρα του, τοῦ Σολομῶντος,
ὅταν ἀκόμη ἐζοῦσε ἐκεῖνος,
καὶ τοὺς εἶπε: <Πῶς (καὶ
τί) μὲ συμβουλεύετε σεῖς νὰ δώσω ἀπάντησιν
διὰ τὸ ζήτημα τοῦτο εἰς τὸν
λαὸν αὐτόν;> |
7
Καὶ ἐλάλησαν πρὸς αὐτὸν
λέγοντες· εἰ ἐν τῇ ἡμέρᾳ
ταύτῃ ἔσῃ δοῦλος τῷ λαῷ
τούτῳ καὶ δουλεύσεις αὐτοῖς
καὶ λαλήσεις πρὸς αὐτοὺς λόγους
ἀγαθούς, καὶ ἔσονταί σοι δοῦλοι
πάσας τὰς ἡμέρας.
|
7
Οἱ πρεσβύτεροι τοῦ ἀπήντησαν
καὶ εἶπαν· <ἐὰν κατὰ
τὴν ἡμέραν αὐτὴν προσφέρῃς
αὐτὴν τὴν ἐκδούλευσιν εἰς
τὸν λαόν σου καὶ ἐξυπηρετήσῃς
αὐτοὺς καὶ ὁμιλήσῃς πρὸς
αὐτοὺς λόγους καλωσύνης, αὐτοὶ
θὰ εἶναι δοῦλοι σου εἰς ὅλας
τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου>.
|
7
Οἱ πρεσβύτεροι ἀπάντησαν εἰς τὸν
Ροβοὰμ καὶ τοῦ εἶπαν: <Ἐὰν
κατὰ τὴν ἡμέραν αὐτὴν ὑποχωρήσῃς
καὶ ἐξυπηρετήσῃς τὸν λαὸν
αὐτὸν καὶ φανῇς ἀπέναντί
τους ὑποχωρητικὸς καὶ ἀπαντήσῃς
εἰς τὸ αἴτημά των μὲ λόγια ἐπιδέξια,
λόγια καλωσύνης, σωτηρία καὶ εὐνοϊκά, τότε αὐτοὶ
θὰ εἶναι εἰλικρινεῖς καὶ πιστοὶ
δοῦλοι σου ὅλες τις ἡμέρες τῆς
ζωῆς σου>. |
8
Καὶ ἐγκατέλιπε τὴν βουλὴν τῶν
πρεσβυτέρων, ἃ συνεβουλεύσαντο αὐτῶ,
καὶ συνεβουλεύσατο μετὰ τῶν παιδαρίων
τῶν ἐκτραφέντων μετ' αὐτοῦ τῶν
παρεστηκότων πρὸ προσώπου αὐτοῦ
|
8
Ὁ Ροβοὰμ ὅμως ἐγκατέλιπε τὴν
συμβουλὴν τῶν πρεσβυτέρων καὶ δὲν
ἔδωσε καμμίαν σημασίαν εἰς αὐτά,
ποὺ ἐκεῖνοι τὸν εἶχαν συμβουλεύσει.
Ἐζήτησε δὲ τὴν συμβουλὴν μερικῶν
νεαρῶν, μὲ τοὺς ὁποίους εἶχεν
ἀνατραφῆ καὶ οἱ ὁποῖοι
συνεχῶς τὸν περιεστοίχιζον,
|
8
Ὁ Ροβοὰμ ὅμως ἀγνόησε καὶ
δὲν ἐδέχθη τὴν συμβουλὴν τῶν
πρεσβυτέρων, τὴν ὁποίαν τοῦ ἔδωκαν,
καὶ συνεσκέφθη μὲ τοὺς νεαρούς, ὁποῖοι
ἐμεγάλωσαν μαζί του καὶ ἀποτελοῦσαν
τώρα τὸ στενόν του περιβάλλον.
|
9
καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τί ὑμεῖς
συμβουλεύετε, καὶ τί ἀποκριθῶ
τῷ λαῷ τούτῳ τοῖς λέγουσι
πρός με λεγόντων κούφισον ἀπὸ
τοῦ κλοιοῦ, οὗ ἔδωκεν ὁ πατήρ
σου ἐφ' ἡμᾶς; |
9
καὶ τοὺς ἠρώτησε· <σεῖς
τί μὲ συμβουλεύετε νὰ ἀπαντήσω
εἰς τοὺς ἐκπροσώπους τοῦ λαοῦ,
οἱ ὁποῖοι εἰπὸν πρὸς ἐμέ·
Ἀνακούφισέ μας ἀπὸ τὸν
ζυγόν, τὸν ὁποῖον ἔχει ἐπιβάλει
ὁ πατήρ σου εἰς ἡμᾶς>.
|
9
Καὶ εἶπεν εἰς αὐτούς: <Τί μὲ
συμβουλεύετε σεῖς νὰ ἀπαντήσω εἰς
τὸν λαὸν αὐτόν, οἱ ὁποῖοι
μου ἐμίλησαν καὶ μοῦ εἶπαν·
<ἀνακούφισέ μας ἀπὸ τὸν βαρὺν
καὶ δυσβάστακτον ζυγὸν τῶν ἀγγαρειῶν,
τὸν ὁποῖον ὁ πατέρας σου ἐφόρτωσεν
εἰς τοὺς ὤμους μας>;
|
10
Και ἐλάλησαν πρὸς αὐτὸν τὰ
παιδάρια τὰ ἐκτραφέντα μετ' αὐτοῦ,
οἱ παρεστηκότες πρὸ προσώπου αὐτοῦ
λέγοντες· τάδε λαλήσεις τῷ λαῷ
τούτῳ τοῖς λαλήσασι πρός σε
λέγοντες· ὁ πατήρ σου ἐβάρυνε
τὸν κλοιὸν ἡμῶν καὶ σὺ
νῦν κούφισον ἀφ' ἡμῶν, τάδε
λαλήσεις πρὸς αὐτούς· ἡ
μικρότης μου παχυτέρα τῆς ὀσφύος
τοῦ πατρός μου·
|
10
Οἱ νεαροὶ ἐκεῖνοι, ποὺ εἶχαν
μεγαλώσει μαζῆ μὲ αὐτὸν καὶ
τὸν περιεστοίχιζαν συνεχῶς, τοῦ εἶπαν·
<Αὐτὰ θὰ ἀπαντήσῃς
εἰς τοὺς ἀντιπροσώπους αὐτοὺς
τοῦ λαοῦ, οἱ ὁποῖοι σοῦ
εἶπαν· Ὁ πατέρας σου κατεβάρυνεν
ἡμᾶς μὲ σκληρὸν ζυγὸν καὶ
τώρα σὲ παρακαλοῦμεν ἐλάφρωσέ
μας ἀπὸ αὐτόν. Αὐτά, λοιπόν,
θὰ ἀπαντήσῃς πρὸς ἐκείνους.
Τὸ μικρότερόν μου δάκτυλον εἶναι
παχύτερον καὶ ἰσχυρότερον ἀπὸ
τὴν μέσην τοῦ πατρός μου.
|
10
Καὶ οἱ νεαροί, ποὺ ἐμεγάλωσαν
μαζί του καὶ ἀποτελοῦσαν τώρα τὸ
στενόν του περιβάλλον, τὸν ἐσυμβούλευσαν
καὶ τοῦ εἶπαν: <Αὐτὰ νὰ
εἰπῇς εἰς τοὺς ἀντιπροσώπους
τοῦ λαοῦ τούτου, οἱ ὁποῖοι σοῦ
ἐμίλησαν καὶ σοῦ εἶπαν· <ὁ
πατέρας σου μᾶς μετεχειρίσθη μὲ σκληρότητα καὶ
ἔβαλεν εἰς τοὺς ὤμους μας βαριὰ
καὶ δυσβάστακτα φορτία, σὺ λοιπὸν τώρα ἀνακούφισέ
μας ἀπὸ αὐτὸ τὸ βαρὺ φορτίον
τῆς ἀγγαρείας καὶ τῆς δουλείας>·
αὐτὰ λοιπὸν σὲ συμβουλεύομεν νὰ
ἀπαντήσῃς καὶ νὰ τοὺς εἰπῇς:
< Τὸ μικρόν μου δάκτυλον εἶναι παχύτερον ἀπὸ
τὴν μέσην τοῦ πατέρα μου! (=αὐτὸ ποὺ
ἠμποροῦσε νὰ κάμῃ ὁ πατέρας
μου μὲ ὅλον τὸ σῶμα του, μὲ
ὅλες τὶς δυνάμεις του, ἐγὼ ἠμπορῶ
νὰ τὸ κάμω με τὸ δακτυλάκι μου!)>
|
11
καὶ νῦν ὁ πατήρ μου ἐπεσάσσετο
ὑμᾶς κλοιῷ βαρεῖ, κἀγὼ
προσθήσω ἐπὶ τὸν κλοιὸν ὑμῶν·
ὁ πατήρ μου ἐπαίδευσεν ὑμᾶς
ἐν μάστιξιν, ἐγὼ δὲ παιδεύσω
ὑμᾶς ἐν σκορπίοις.
|
11
Καὶ νὰ τὸ νόημα τῶν λόγων
μου· Ὁ πατήρ μου ἐπέβαλλεν ἐπάνω
σας, σὰν σαμάρι, βαρὺν ζυγόν. Ἐγὼ
θὰ προσθέσω καὶ θὰ κάμω βαρύτερον
τὸν ζυγόν σας. Ὁ πατήρ μου σᾶς
ἐτιμωροῦσε μὲ ἁπλᾶ μαστίγια,
ἐγὼ θὰ σᾶς τιμωρήσω μὲ
ἀγκαθωτὰ μαστίγια>.
|
11
Νὰ τοὺς εἰπῇς: <Καὶ τώρα,
ἐνῷ ὁ πατέρας μου σᾶς ἐσαμάρωσε
καὶ σᾶς ἐφόρτωσε μὲ βαρὺν
καὶ δυσβάστακτον ζυγόν· ἐγὼ θὰ προσθέσω
καὶ ἄλλο ἀκόμη βάρος εἰς τὸν
ζυγόν σας ἐκεῖνον. Ὁ πατέρας μου σᾶς
ἐτιμωροῦσε εἰς τὶς ἀγγαρεῖες
μὲ ἁπλᾶ μαστίγια· ἐγὼ ὅμως
θὰ σᾶς τιμωρῷ μὲ σκορπιούς,
δηλαδὴ μὲ μαστίγια ὡπλισμένα μὲ μεταλλικὰ
ἀγκίστρια, ποὺ προξενοῦν τρομερὲς
πληγές>. |
12
Καὶ παρεγένοντο πᾶς Ἰσραὴλ πρὸς
τὸν βασιλέα Ροβοὰμ ἐν τῇ ἡμέρᾳ
τῇ τρίτῃ, καθότι ἐλάλησεν
αὐτοῖς ὁ βασιλεὺς λέγων·
ἀναστράφητε πρός με τῇ ἡμέρᾳ
τῇ τρίτῃ. |
12
Κατὰ τὴν τρίτην ἡμέραν προσῆλθον
ἀντιπρόσωποι τῶν δέκα φυλῶν
πρὸς τὸν βασιλέα Ροβοάμ, ὅπως
εἶχε παραγγείλει εἰς αὐτοὺς
ὁ βασιλεὺς λέγων· Νὰ ἐπανέλθετε
εἰς ἐμὲ κατὰ τὴν τρίτην
ἡμέραν. |
12
Καὶ οἱ ἀντιπρόσωποι (τῶν δέκα φυλῶν)
τοῦ Ἰσραὴλ ἦλθαν εἰς τὸν
βασιλιᾶ Ροβοὰμ κατὰ τὴν τρίτην ἡμέραν,
ὅπως εἶχεν ὁρίσει εἰς αὐτοὺς
ὁ βασιλιᾶς, ὅταν τοὺς εἶπε:
<Νὰ ἐπιστρέψετε εἰς ἐμὲ τὴν
τρίτην ἡμέραν>. |
13
Καὶ ἀπεκρίθη ὁ βασιλεὺς πρὸς
τὸν λαὸν σκληρά, καὶ ἐγκατέλιπε
Ροβοὰμ τὴν βουλὴν τῶν πρεσβυτέρων,
ἃ συνεβουλεύσαντο αὐτῷ,
|
13
Ὁ βασιλεὺς Ροβοὰμ ἀπήντησε πρὸς
αὐτοὺς μὲ τρόπον σκληρόν. Κατεφρόνησεν
ὁ Ροβοὰμ τὴν συμβουλὴν τῶν πρεσβυτέρων,
ὅσα ἐκεῖνοι τὸν εἶχαν συμβουλεύσει,
|
13
Ὁ βασιλιᾶς ἀπάντησε εἰς τοὺς
ἀντιπροσώπους τοῦ λαοῦ μὲ τραχύτητα
καὶ σκληρότητα· ὁ Ροβοὰμ ἁγνόησε
καὶ δὲν ἐδέχθη τὴν συμβουλὴν
τῶν πρεσβυτέρων, τὴν ὁποίαν τοῦ ἔδωκαν,
|
14
καὶ ἐλάλησε πρὸς αὐτοὺς
κατὰ τὴν βουλὴν τῶν παιδαρίων
λέγων· ὁ πατήρ μου ἐβάρυνε
τὸν κλοιὸν ὑμῶν, κἀγὼ
προσθήσω ἐπὶ τὸν κλοιὸν ὑμῶν·
ὁ πατήρ μου ἐπαίδευσεν ὑμᾶς
ἐν μάστιξι, κἀγὼ παιδεύσω ὑμᾶς
ἐν σκορπίοις. |
14
καὶ ὡμίλησε πρὸς αὐτοὺς
σύμφωνα μὲ τὴν βουλὴν τῶν νεαρῶν
λέγων· <ὁ πατήρ μου σᾶς ἐβάρυνε
μὲ σκληρὸν ζυγόν, ἐγὼ θὰ
προσθέσω καὶ θὰ κάμω βαρύτερον
τὸν ζυγόν σας. Ὁ πατήρ μου σᾶς
ἐτιμωροῦσε μὲ μάστιγας, ἐγὼ
θὰ σᾶς τιμωρῶ μὲ μάστιγας ἀγκαθωτάς>.
|
14
καὶ ἐμίλησε εἰς αὐτοὺς
σύμφωνα μὲ τὴν συμβουλὴν τῶν νεαρῶν
συμβούλων του. Τοὺς εἶπεν: <Ὁ πατέρας
μου σᾶς μετεχειρίσθη μὲ σκληρότητα καὶ ἔβαλεν
εἰς τοὺς ὤμους σας βαριὰ φορτία· ἐγὼ
θὰ προσθέσω καὶ ἄλλο ἄκομη βάρος εἰς
τὸν δυσβάστακτον ἐκεῖνον ζυγόν σας.
Ὁ πατέρας μου σᾶς ἐτιμωροῦσε εἰς
τὶς ἀγγαρεῖες μὲ ἁπλὰ
μαστίγια· ἐγὼ θὰ σᾶς τιμωρῷ
μὲ σκορπιούς, δηλαδὴ μὲ μαστίγια ὡπλισμένα
μὲ μεταλλικὰ ἀγκίστρια, ποὺ προξενοῦν
τρομερὲς πληγές>. |
15
Καὶ οὐκ ἤκουσεν ὁ βασιλεὺς τοῦ
λαοῦ, ὅτι ἦν μεταστροφὴ παρὰ
Κυρίου, ὅπως στήσῃ τὸ ρῆμα
αὐτοῦ, ὃ ἐλάλησεν ἐν χειρὶ
Ἀχιὰ τοῦ Σηλωνίτου περὶ Ἱεροβοὰμ
υἱοῦ Ναβάτ, |
15
Ἔτσι δὲ ὁ βασιλεὺς δὲν ἔδωσε
προσοχήν, δὲν ἐδέχθη τὴν παράκλησιν
τοῦ λαοῦ, διότι τοῦτο ἦτο καὶ
τροπὴ τῶν πραγμάτων ὑπὸ τοῦ
Κυρίου, ὥστε νὰ ἐκπληρωθῇ ὁ
λόγος του, τὸν ὁποῖον εἶπεν
ὁ Κύριος διὰ τοῦ Ἀχιὰ
τοῦ Σηλωνίτου πρὸς τὸν Ἱεροβοάμ,
τὸν υἱὸν τοῦ Ναβάτ.
|
15
Ἔτσι ὁ βασιλιᾶς δὲν ἔδωκε προσοχὴν
καὶ δὲν ἐδέχθη τὸ αἴτημα τῶν
ἀντιπροσώπων τῶν δέκα φυλῶν τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ· αὐτὸ δὲ ἦταν παραχώρησις
καὶ τροπὴ τῶν γεγονότων ἐκ μέρους
τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος ἐγκατέλειψε
καὶ ἐσκλήρυνε τὴν καρδιὰ τοῦ
Ροβοάμ, ὥστε νὰ πραγματοποιήσῃ τὸν
λόγον, τὸν ὁποῖον εἶπε (ὁ Κύριος)
διὰ τοῦ προφήτου Ἀχιά, ποὺ κατήγετο
ἀπὸ τὴν Σηλῶ, πρὸς τὸν
Ἱεροβοάμ, τὸν υἱὸν τοῦ
Ναβάτ. |
16
Καὶ εἶδον πᾶς Ἰσραήλ,
ὅτι οὐκ ἤκουσεν ὁ βασιλεὺς αὐτῶν,
καὶ ἀπεκρίθη ὁ λαὸς τῷ
βασιλεῖ λέγων· τίς ἡμῖν
μερὶς ἐν Δαυίδ; Καὶ οὐκ ἔστιν
ἡμῖν κληρονομία ἐν υἱῷ
Ἰεσσαί· ἀπότρεχε, Ἰσραήλ,
εἰς τὰ σκηνώματά σου· νῦν
βόσκε τὸν οἶκόν σου, Δαυίδ.
Καὶ ἀπῆλθεν Ἰσραὴλ εἰς
τὰ σκηνώματα αὐτοῦ.
|
16
Αἱ δέκα φυλαὶ τοῦ Ἰσραήλ,
ὅταν ἐπληροφορήθησαν, ὅτι
ὁ βασιλεὺς δὲν ἐδέχθη
τὴν παράκλησίν των, ἀπήντησαν
πρὸς τὸν βασιλέα καὶ τοῦ εἶπον·
<τί μερίδιον καὶ ποῖαν σχέσιν
ἠμπορεῖ νὰ ἔχωμεν ἡμεῖς
μὲ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Δαυίδ;
Καμμίαν κοινὴν κληρονομίαν
δὲν ἔχομεν μὲ τοὺς
ἀπογόνους τοῦ Δαυίδ, τοῦ
υἱοῦ Ἰεσσαί. Καὶ τώρα
σεῖς, αἱ δέκα
φυλαὶ τοῦ Ἰσραήλ, ἐπανέλθετε
εἰς τὰς κατοικίας σας. Σὺ δὲ
Ροβοάμ, ἀπόγονε τοῦ Δαυίδ, ποίμαινε
μόνον τὴν φυλήν σου>. Αἱ δέκα
φυλαὶ τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ
ἐπέστρεψαν εἰς τὰς κατοικίας
των.
|
16
Οἱ δέκα φυλὲς τῶν Ἰσραηλιτῶν
ἔμαθαν, ὅτι ὁ βασιλιᾶς δὲν ἐδέχθη
τὸ αἴτημά των τότε ὅλος ὁ λαὸς
ἐφώναξεν εἰς τὸν βασιλιᾶ καὶ
εἶπε: <Ποῖον μερίδιον, ποίαν σχέσιν ἔχομεν
ἐμεῖς οἱ δέκα φυλὲς μὲ τὴν
οἰκογένειαν τοῦ Δαβίδ; Ἀσφαλῶς δὲν
ἔχομεν καμμίαν κοινὴν κληρονομίαν μὲ τοὺς
ἀπογόνους τοῦ Δαβίδ, τοῦ υἱοῦ
τοῦ Ἰεσσαί! Ἐμπρός, πηγαίνετε σεῖς,
οἱ δέκα φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ, εἰς
τὶς κατοικίες σας· τώρα δέ, σὺ βασιλιᾶ Ροβοάμ,
ἀπόγονε τοῦ Δαβίδ, κύτταξε καὶ φρόντισε
μόνος σου τὸ σπίτι σου, τὴν φυλήν σου>! Ἔτσι
οἱ δέκα φυλὲς τοῦ Ἰσραὴλ ἐχωρίσθησαν
καὶ ἐπῆγαν εἰς τὰ σπίτια των.
|
18
Καὶ ἀπέστειλεν ὁ βασιλεὺς τὸν
Ἀδωνιρὰμ τὸν ἐπὶ τοῦ φόρου,
καὶ ἐλιθοβόλησαν αὐτὸν ἐν
λίθοις καὶ ἀπέθανε καὶ ὁ
βασιλεὺς Ροβοὰμ ἔφθασεν ἀναβῆναι
τοῦ φυγεῖν εἰς Ἱερουσαλήμ.
|
18
Ἔπειτα ἀπὸ τὰ γεγονότα αὐτὰ
ὁ βασιλεὺς Ροβοὰμ ἔστειλε διὰ
συμβιβασμὸν πρὸς τὰς
δέκα φυλὰς τὸν Ἀδωνιράμ,
ὁ ὁποῖος ἦτο ἐπόπτης τῶν
ἀχθοφορικῶν ἔργων. Αὐτὸν ὅμως
οἱ Ἰσραηλῖται τὸν ἐλιθοβόλησαν
καὶ τὸν ἐφόνευσαν. Μόλις
δὲ ὁ ἴδιος ὁ
βασιλεὺς Ροβοὰμ ἐπρόλαβε νὰ
ἀνεβῇ εἰς τὸ ἅρμα του καὶ
νὰ καταφύγῃ εἰς Ἱερουσαλήμ.
|
18
Κατόπιν αὐτῶν ὁ βασιλιᾶς Ροβοὰμ
ἔστειλε διὰ συμβιβασμὸν τὸν Ἀδωνιράμ,
ὁ ὁποῖος ἦταν ἐπόπτης τῶν
ἀγγαρειῶν (καταναγκαστικῶν ἔργων),
οἱ Ἰσραηλῖται ὅμως τὸν ἐλιθοβόλησαν
καὶ τὸν ἐσκότωσαν. Ὁ δὲ
βασιλιᾶς Ροβοὰμ μόλις ἐπρόφθασε νὰ
ἀνέβη εἰς τὸ ἅρμα του καὶ νὰ
καταφύγῃ εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ
διὰ νὰ σωθῇ. |
19
Καὶ ἠθέτησεν Ἰσραὴλ εἰς
τὸν οἶκον Δαυὶδ ἕως τῆς ἡμέρας
ταύτης. |
19
Ἔτσι ἀπεστάτησαν αἱ δέκα φυλαὶ
τοῦ Ἰσραὴλ ἀπὸ τὸν βασιλικὸν
οἶκον τοῦ Δαυὶδ ἕως τὴν ἡμέραν
αὐτήν. |
19
Ἔτσι οἱ δέκα φυλὲς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ ἐπανεστάτησαν καὶ ἐχωρίσθησαν
ἀπὸ τὴν οἰκογένειαν (φυλήν)
τοῦ Δαβὶδ μέχρι τῆς ἡμέρας, ποὺ
γράφονται οἱ γραμμὲς αὐτές.
|
20
Καὶ ἐγένετο ὡς ἤκουσε πᾶς
Ἰσραὴλ ὅτι ἀνέκαμψεν Ἱεροβοὰμ
ἐξ Αἰγύπτου, καὶ ἀπέστειλαν
καὶ ἐκάλεσαν αὐτὸν εἰς
τὴν συναγωγὴν καὶ ἐβασίλευσαν
αὐτὸν ἐπὶ Ἰσραήλ·
καὶ οὐκ ἦν ὀπίσω οἴκου
Δαυὶδ πάρεξ σκήπτρου Ἰούδα καὶ
Βενιαμὶν μόνοι. |
20
Ὅταν δὲ αἱ δέκα φυλαὶ τοῦ
ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ ἐπληροφορήθησαν,
ὅτι ἐπανῆλθεν ἀπὸ τὴν
Αἴγυπτον ὁ Ἱεροβοάμ, ἔστειλαν
καὶ τὸν προσεκάλεσαν εἰς τὴν
συγκέντρωσίν των καὶ τὸν ἀνεκήρυξαν
βασιλέα ἐπὶ τῶν δέκα φυλῶν.
Ἔτσι δὲ δὲν ἀπέμειναν μὲ
τὴν οἰκογένειαν Δαυὶδ ὑπὸ
τὴν βασιλείαν τοῦ Ροβοάμ, εἰ
μὴ μόνον αἱ φυλαὶ τοῦ Ἰούδα
καὶ τοῦ Βενιαμίν.
|
20
Τότε δὲ συνέβη τοῦτο: Ὅταν οἰ δέκα
φυλὲς τοῦ Ἰσραὴλ ἐπληροφορήθησαν
ὅτι ὁ Ἱεροβοὰμ ἐπέστρεψεν ἀπὸ
τὴν Αἴγυπτον, ἔστειλαν ἀντιπροσώπους
καὶ τὸν ἐκάλεσαν εἰς τὴν συγκέντρωσιν
(εἰς τὴν Συχὲμ) καὶ τὸν ἀνεκήρυξαν
βασιλιᾶ τῶν δέκα φυλῶν τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ. Ἔτσι μαζὶ μὲ τὴν οἰκογένειαν
τοῦ Δαβίδ, ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν
τοῦ βασιλιᾶ Ροβοάμ, δὲν ἔμειναν πλέον
παρὰ μόνον ἡ φυλὴ τοῦ Ἰούδα
καὶ ἡ φυλὴ τοῦ Βενιαμίν.
|
21
Καὶ Ροβοὰμ εἰσῆλθεν εἰς Ἱερουσαλὴμ
καὶ ἐξεκκλησίασε τὴν συναγωγὴν
Ἰούδα καὶ σκῆπτρον Βενιαμὶν
ἑκατὸν καὶ εἴκοσι χιλιάδας νεανιῶν
ποιούντων πόλεμον, τοῦ πολεμεῖν πρὸς
οἶκον Ἰσραήλ, ἐπιστρέψαι τὴν
βασιλείαν Ροβοὰμ υἱῷ Σαλωμών.
|
21
Ὁ βασιλεὺς Ροβοὰμ εἰσῆλθε κατόπιν
αὐτῶν εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ
καὶ συνεκέντρωσε ὅλους τοὺς ἄνδρας
τῶν φυλῶν Ἰούδα καὶ Βενιαμίν,
οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἱκανοὶ
νὰ πολεμήσουν, ἑκατὸν
εἴκοσιν χιλιάδας ἄνδρας, διὰ νὰ
πολεμήσῃ ἐναντίον τῶν δέκα
φυλῶν τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ,
μὲ τὸν σκοπὸν νὰ ἐπιστραφῇ
καὶ ἀποδοθῇ
ἡ βασιλεία
εἰς τὸν Ροβοάμ, τὸν υἱὸν
τοῦ Σολομώντος.
|
21
Ὅταν ὁ Ροβοὰμ ἔφθασεν εἰς τὴν
Ἱερουσαλήμ, συνεκέντρωσεν ὅλους, ὅσοι ἀνῆκαν
εἰς τὴν φυλὴν τοῦ Ἰούδα καὶ
τοῦ Βενιαμίν, ὅσους ἦσαν πολεμισταί, ποὺ
ἠμποροῦσαν νὰ φέρουν ὅπλα καὶ
οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἑκατὸν
εἴκοσι χιλιάδες (120.000) ἄνδρες, διὰ νὰ
πολεμήσουν ἐναντίον τῶν δέκα φυλῶν
τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, ὥστε
νὰ φέρουν καὶ πάλι τὶς δέκα φυλὲς
τοῦ Βορρᾶ ὑπὸ τὴν βασιλείαν
τοῦ Ροβοάμ, υἱοῦ τοῦ Σολομῶντος.
|
22
Καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρὸς
Σαμαίαν ἄνθρωπον τοῦ Θεοῦ λέγων·
|
22
Τότε ὡμίλησεν ὁ Κύριος πρὸς
τὸν Σαμαίαν ἄνθρωπον τοῦ Θεοῦ
καὶ τοῦ εἶπε· |
22
Τότε ὅμως κατέφθασε λόγος Κυρίου πρὸς τὸν
Σαμαίαν, ποὺ ἦταν ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ,
ὁ ὁποῖος (λόγος) ἔλεγε:
|
23
εἰπὸν τῷ Ροβοὰμ υἱῷ Σαλωμὼν
βασιλεῖ Ἰούδα καὶ πρὸς πάντα
οἶκον Ἰούδα καὶ Βενιαμὶν καὶ
τῷ καταλοίπῳ τοῦ λαοῦ λέγων·
|
23
<Εἰπὲ εἰς τὸν
βασιλέα Ροβοάμ, τὸν υἱὸν τοῦ
Σολομῶντος, καὶ εἰς
ὅλην τὴν φυλὴν τοῦ Ἰούδα
καὶ τοῦ Βενιαμίν, ὅπως ἐπίσης
καὶ πρὸς ὅσους ἐκ τῶν ἄλλων
φυλῶν εὑρίσκονται μαζῆ των, τὰ
ἑξῆς·
|
23
<Νὰ ὁμιλήσῃς εἰς τὸν Ροβοάμ,
τὸν υἱὸν τοῦ Σολομῶντος, τὸν
βασιλιᾶ τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα
καὶ τῆς φυλῆς τοῦ Βενιαμίν, καὶ
εἰς τὰ ὑπόλοιπα μέλη τῶν φυλῶν
τοῦ Βορρᾶ, ποὺ εὑρίσκονται εἰς
τὴν περιοχὴν τοῦ Ἰούδα καὶ τοῦ
Βενιαμίν, καὶ νὰ τοὺς εἰπῇς:
|
24
τάδε λέγει Κύριος· οὐκ ἀναβήσεσθε
οὐδὲ πολεμήσετε μετὰ τῶν ἀδελφῶν
ὑμῶν υἱῶν Ἰσραήλ·
ἀποστρεφέτω ἕκαστος εἰς τὸν
οἶκον ἑαυτοῦ, ὅτι παρ' ἐμοῦ
γέγονε τὸ ρῆμα τοῦτο. Καὶ ἤκουσαν
τοῦ λόγου Κυρίου καὶ κατέπαυσαν
τοῦ πορευθῆναι κατὰ τὸ ρῆμα
Κυρίου. |
24
Αὐτὰ διατάσσει ὁ Κύριος. Δὲν
θὰ κάμετε ἐκστρατείαν
καὶ δὲν θὰ πολεμήσετε ἐναντίον
τῶν ἀδελφῶν σας, τῶν δέκα φυλῶν
τοῦ Ἰσραήλ. Ὁ καθένας
σας νὰ ἐπανέλθῃ
εἰς τὸν οἶκον του, διότι κατόπιν
ἰδικῆς μου ἀποφάσεως
ἐπραγματοποίηθη τὸ γεγονὸς
τῆς ἀποσπάσεως τῶν δέκα φυλῶν>.
Αἱ δύο φυλαὶ Ἰούδα καὶ
Βενιαμὶν ὑπήκουσαν
εἰς τὴν ἐντολήν τοῦ Κυρίου
καὶ σύμφωνα μὲ
αὐτὴν ἐματαίωσαν
τὴν ἐκστρατείαν των ἐναντίον
τῶν δέκα φυλῶν.
|
24
<Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Δὲν θὰ
προχωρήσετε οὔτε θὰ πολεμήσετε μὲ τοὺς
ἀδελφούς σας, ποὺ ἀνήκουν εἰς
τὶς δέκα φυλὲς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ. Ὁ καθένας σας ἂς ἐπιστρέψῃ
εἰς τὸ σπίτι του, διότι ἡ πολιτικὴ
διαίρεσις τοῦ βασιλείου τοῦ Σολομῶντος καὶ
ὁ χωρισμὸς τῶν δέκα φυλῶν ἀπὸ
σᾶς, τὶς δύο φυλές, ἔγινε μὲ ἔγκρισιν
καὶ ἀπόφασιν ἰδικήν μου>. Οἱ πολεμισταὶ
τῶν δύο φυλῶν ὑπήκουσαν εἰς τὸν
λόγον τοῦ Κυρίου καὶ ἐσταμάτησαν ἀπὸ
τοῦ νὰ βαδίσουν κατὰ τῶν δέκα φυλῶν,
σύμφωνα μὲ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου.
|
24α
Καὶ ὁ βασιλεὺς Σαλωμὼν κοιμᾶται
μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ καὶ
θάπτεται μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ
ἐν πόλει Δαυίδ. Καὶ ἐβασίλευσε
Ροβοὰμ υἱὸς αὐτοῦ ἀντ'
αὐτοῦ ἐν Ἱερουσαλὴμ υἱὸς
ὢν ἐκκαίδεκα ἐτῶν ἐν τῷ
βασιλεύειν αὐτόν, καὶ δώδεκα
ἔτη ἐβασίλευσεν ἐν Ἱερουσαλήμ.
Καὶ ὄνομα τῆς μητρὸς αὐτοῦ
Ναανάν, θυγάτηρ Ἀνὰν υἱοῦ
Ναὰς βασιλέως υἱῶν Ἀμμών·
καὶ ἐποίησε τὸ πονηρὸν ἐνώπιον
Κυρίου, καὶ οὐκ ἐπορεύθη ἐν
ὁδῷ Δαυὶδ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ.
|
24α
Ὁ βασιλεὺς Σολομὼν ἐκοιμήθη
μὲ τοὺς προπάτορας αὐτοῦ καὶ
ἐτάφη εἰς τοὺς προγονικοὺς τάφους
εἰς τὴν πόλιν Δαυίδ. Ἔγινε δὲ
ἀντ' αὐτοῦ βασιλεὺς τῆς Ἱερουσαλὴμ
ὁ υἱός του Ροβοὰμ εἰς ἡλικίαν
δέκα ἓξ ἐτῶν. Ἐπὶ δώδεκα
ἔτη ἐβασίλευσεν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
Ἡ μητέρα του ὠνομάζετο Ναανάν,
ἦτο θυγάτηρ τοῦ Ἀνάν, υἱοῦ
τοῦ Ναὰς βασιλέως τῶν Ἀμωνιτῶν.
Ὁ Ροβοὰμ διέπραξε πονηρίας ἐνώπιον
τοῦ Κυρίου καὶ δὲν ἐπορεύθη
κατὰ τὴν ὁδὸν τοῦ Δαυίδ,
τοῦ πατρός του. |
24α
Ὁ βασιλιᾶς Σολομὼν ἀπέθανε καὶ
προσετέθη εἰς τοὺς ἀποθαμένους προγόνους
του καὶ ἐτάφη μὲ τοὺς προπάτορές του
εἰς τὴν πόλιν τοῦ Δαβίδ. Μετὰ δὲ
ἀπὸ αὐτὸν ἐβασίλευσεν εἰς
τὴν θέσιν τοῦ ὁ Ροβοάμ, ὁ υἱὸς
του, εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ. Ὅταν (ὁ
Ῥοβοάμ) ἔγινε βασιλιᾶς, ἦταν
δεκαέξι (16) ἐτῶν, ἐβασίλευσε δὲ εἰς
τὴν Ἱερουσαλὴμ ἐπὶ δώδεκα ἔτη.
Τὸ ὄνομα τῆς μητέρας του ἦταν Ναανὰν
αὐτὴ δὲ ἦταν κόρη τοῦ Ἀνάν,
υἱοῦ τοῦ Ναάς, βασιλιᾶ τῶν Ἀμμωνιτῶν.
Ὁ Ροβοὰμ παρεσύρθη εἰς παρεκτροπὲς
καὶ ἁμαρτωλὲς πράξεις καὶ ἔκαμεν
ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον εἶναι
πονηρὸν εἰς τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ·
κατήντησεν εἰς τὴν εἰδωλολατρίαν καὶ
δὲν ἀκολούθησε τὸν δρόμον τῆς
πίστεως καὶ εὐσεβείας, ποὺ ἐβάδισεν
ὁ πάππος του Δαβίδ. |
24β
Καὶ ἦν ἄνθρωπος ἐξ ὄρους Ἐφραὶμ
δοῦλος τῷ Σαλωμών, καὶ ὄνομα
οὕτω Ἱεροβοάμ, καὶ ὄνομα τῆς
μητρὸς αὐτοῦ Σαριρά, γυνὴ πόρνη·
καὶ ἔδωκεν αὐτὸν Σαλωμὼν εἰς
ἄρχοντα σκυτάλης ἐπὶ ἄρσεις
οἴκου Ἰωσήφ. Καὶ ᾠκοδόμησε
τῷ Σαλωμὼν τὴν Σαριρὰ τὴν ἐν
ὅρει Ἐφραὶμ καὶ ἦσαν αὐτῷ
τριακόσια ἅρματα ἵππων· οὗτος
ᾠκοδόμησε τὴν ἄκραν ἐν ταῖς
ἄρσεσιν οἴκου Ἐφραίμ, οὗτος
συνέκλεισε τὴν πόλιν Δαυὶδ καὶ
ἦν ἐπαιρόμενος ἐπὶ τὴν
βασιλείαν. |
24β
Ἐζοῦσε τότε κάποιος ἄνθρωπος
καταγόμενος ἀπὸ τὴν ὀρεινὴν
περιοχὴν τῆς φυλῆς τοῦ Ἐφραίμ,
δοῦλος τοῦ Σολομῶντος. Αὐτὸς
ὠνομάζετο Ἱεροβοάμ, ἡ δὲ
μητέρα του ὠνομάζετο Σαριρὰ καὶ
ἦτο γυνὴ πόρνη. Αὐτὸν ὁ
Σολομὼν εἶχε διορίσει ἐπόπτην
ἐπὶ τῶν μεταφορῶν, διὰ νὰ
ἐπιβλέπη εἰς τὰς ἀγγαρείας
τῶν ἀνδρῶν τῆς φυλῆς τοῦ
Ἰωσήφ. Ἀνοικοδόμησεν αὐτὸς
τότε, τῇ ἐντολῇ τοῦ Σολομῶντος,
τὴν πόλιν Σαριρὰ εἰς τὴν ὀρεινὴν
περιοχὴν τῆς φυλῆς Ἐφραὶμ καὶ
εἶχεν ὑπὸ τὴν δικαιοδοσίαν του
τριακόσια πολεμικὰ ἅρματα. Αὐτὸς
ἐπίσης ἀνοικοδόμησε καὶ τὸ
φρούριον τῆς Ἱερουσαλὴμ μὲ ἀγγαρείας
τῶν ἀνδρῶν τῆς φυλῆς Ἐφραίμ.Ἐπέβλεψε
δὲ καὶ ἀπεπεράτωσε καὶ τὴν
ὀχύρωσιν τῆς πόλεως Δαυίδ. Αὐτός,
λοιπόν, ὑπερηφανεύετο διὰ τὰ
ἔργα του καὶ ἐφιλοδοξοῦσε νὰ
γίνῃ βασιλεὺς τοῦ ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ. |
24β
Ὑπῆρχε δὲ τότε κάποιος ἄνθρωπος ἀπὸ
τὴν ὀρεινὴν περιοχὴν τῆς φυλῆς
τοῦ Ἐφραίμ, ὁ ὁποῖος ἦταν
δοῦλος εἰς τὸν Σολομῶντα· τὸ
ὄνομά του ἦταν Ἱεροβοάμ, τὸ
δὲ ὄνομα τῆς μητέρας τοῦ ἦταν
Σαριρά, ἡ ὁποία ἦταν γυναῖκα πόρνη.
Ὁ Σολομὼν ὥρισε τὸν Ἱεροβοὰμ
ἐπόπτην εἰς τὶς ἀγγαρεῖες
(τὰ καταναγκαστικὰ ἔργα), ποὺ ἔκαμναν
οἱ ἄνδρες τῆς φυλῆς τοῦ Ἰωσήφ.
Κάτω ἀπὸ τὴν
ἐποπτείαν του ἐκτίσθη μὲ ἐντολὴν
τοῦ Σολομῶντος ἡ πόλις Σαριρὰ εἰς
τὴν ὀρεινὴν περιοχὴν τοῦ Ἐφραίμ,
διέθετε δὲ αὐτός (ὁ Ἱεροβοάμ)
καὶ τριακόσια (300) πολεμικὰ ἅρματα. Κάτω
ἀπὸ τὴν ἐποπτείαν του ἐπίσης
ἐκτίσθη, μὲ τὴν ἐργασίαν τῶν
ἀγγαρειῶν τῆς φυλῆς τοῦ Ἐφραίμ,
τὸ φρούριον εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ. Κάτω
ἀπὸ τὴν ἐποπτείαν του ἐκτίσθησαν
καὶ ἐτελείωσαν καὶ τὰ ὀχυρωματικὰ
ἔργα εἰς τὴν πόλιν τοῦ Δαβίδ. Δι'
ὅλα αὐτὰ τὰ ἔργα ὁ Ἱεροβοὰμ
ὑπερηφανεύετο καὶ ἀπαιτοῦσε νὰ
γίνῃ βασιλιᾶς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ. |
24γ
Καὶ ἐζήτει Σαλωμὼν θανατῶσαι
αὐτόν, καὶ ἐφοβήθη καὶ
ἀπέδρα αὐτὸς πρὸς Σουσακὶμ
βασιλέα Αἰγύπτου καὶ ἦν μετ'
αὐτοῦ ἕως ἀπέθανε Σαλωμών.
|
24γ
Ὁ Σολομών, ὅταν ἐπληροφορήθη
τὰς ἐπιδιώξεις καὶ φιλοδοξίας
αὐτὰς του Ἱεροβοάμ, ἐζήτησε
νὰ τὸν συλλάβῃ καὶ νὰ
τὸν θανατώσῃ. Αὐτὸς δὲ
φοβηθεὶς ἐδραπέτευσε καὶ κατέφυγεν
εἰς τὸν Σουσακὶμ βασιλέα τῆς
Αἰγύπτου, κοντὰ εἰς τὸν ὁποῖον
παρέμεινεν, ἕως ὅτου ἀπέθανεν
ὁ Σολομών. |
24γ
Ἕνεκα τῆς ἀπαιτήσεως αὐτῆς τοῦ
Ἱεροβοὰμ ὁ Σολομών (ποὺ ἐπληροφορήθη
ἐν τῷ μεταξὺ τὴν φιλοδοξίαν του) ἐζητοῦσε
νὰ τὸν συλλάβη καὶ νὰ τὸν
θανατώσῃ. Αὐτὸς ἐφοβήθη καὶ
ἐδραπέτευσε κρυφὰ καὶ κατέφυγεν εἰς
τὸν Σουσακίμ, τὸν βασιλιᾶ τῆς Αἰγύπτου.
Παρέμεινε δὲ κοντά του μέχρις ὅτου ἀπέθανεν
ὁ Σολομών. |
24δ
Καὶ ἤκουσεν Ἱεροβοὰμ ἐν Αἰγύπτῳ
ὅτι τέθνηκε Σαλωμών, καὶ ἐλάλησεν
εἰς τὰ ὦτα Σουσακὶμ βασιλέως
Αἰγύπτου λέγων· ἐξαπόστειλόν
με καὶ ἀπελεύσομαι ἐγὼ εἰς
τὴν γῆν μου· καὶ εἶπεν αὐτῷ
Σουσακίμ· αἴτησαί τι αἴτημα καὶ
δώσω σοι. |
24δ
Ὁ Ἱεροβοὰμ ἐπληροφορήθη εἰς
τὴν Αἴγυπτον, ὅπου παρέμενε, τὸν
θάνατον τοῦ Σολομῶντος. Ἦλθε τότε
καὶ ὡμίλησε πρὸς τὸν Σουσακὶμ
βασιλέα τῆς Αἰγύπτου λέγων·
<δός μου τὴν ἄδειαν νὰ φύγω,
διὰ νὰ ἐπανέλθω καὶ ἐγὼ
ἐκ τὴν πατρίδα μου>. Εἶπε πρὸς
αὐτὸν ὁ Σουσακίμ· <ζήτησέ
μου ὡς δῶρον κάτι, διὰ νὰ σοῦ
τὸ προσφέρω καὶ νὰ μὴ ἀναχωρήσῃς>.
|
24δ
Ὅταν ὁ Ἱεροβοὰμ ἐπληροφορήθη
εἰς τὴν Αἴγυπτον ὅτι ἀπέθανεν
ὁ Σολομών, παρουσιάσθη εἰς τὸν Σουσακίμ,
τὸν βασιλιᾶ τῆς Αἰγύπτου, καὶ
τοῦ εἶπε: <Δῶσε μου τὴν ἄδειαν
νὰ ἀναχωρήσω καὶ νὰ μεταβῶ εἰς
τὴν πατρίδα μου>. Ὁ Σουσακὶμ τοῦ
ἀπάντησε: <Ζήτησέ μου, πρὶν ἀναχωρήσῃς,
κάτι ὡς δῶρον, καὶ ἐγὼ θὰ
σοῦ τὸ δώσω>. |
24ε
Καὶ Σουσακὶμ ἔδωκε τῷ Ἱεροβοὰμ
τὴν Ἀνώ, ἀδελφὴν Θεκεμίνας
τὴν πρεσβυτέραν τῆς γυναικὸς αὐτοῦ
αὐτῷ εἰς γυναῖκα· αὕτη
ἦν μεγάλη ἐν μέσῳ τῶν
θυγατέρων τοῦ βασιλέως καὶ ἔτεκε
τῷ Ἱεροβοὰμ τὸν Ἀβιὰ υἱὸν
αὐτοῦ. |
24ε
Ὁ Σουσακὶμ ἐδωσε εἰς τὸν Ἱεροβοὰμ
ὡς σύζυγον τὴν Ἀνώ, ἀδελφὴν
πρεσβυτέραν τῆς Θεκεμίνας, συζύγου
τοῦ βασιλέως. Αὐτὴ ἐθεωρεῖτο
ἐπίσημος μεταξὺ τῶν θυγατέρων
τοῦ Φαραώ. Ἐγέννησε δὲ εἰς
τὸν Ἱεροβοὰμ υἱόν, ὁ ὁποῖος
ὠνομάσθη Ἀβιά.
|
24ε
(Μετὰ ἀπὸ τὴν σχετικὴν αἴτησιν)
ὁ Σουσακὶμ ἔδωκεν εἰς τὸν Ἱεροβοὰμ
ὡς σύζυγον τὴν Ἀνώ, τὴν μεγαλυτέραν
ἀδελφὴν τῆς βασιλίσσης Θεκεμίνας, τῆς
γυναίκας του. Ἡ Ἀνὼ ἔχαιρε μεγάλης
τιμῆς καὶ ὑπολήψεως μεταξὺ τῶν
θυγατέρων τοῦ Φαραώ· αὐτὴ δὲ
ἐγέννησεν εἰς τὸν Ἱεροβοὰμ τὸν
Ἀβιά, τὸν υἱόν του.
|
24ζ
Καὶ εἶπεν Ἱεροβοὰμ πρὸς Σουσακίμ·
ὄντως ἐξαπόστειλόν με καὶ ἠσελεύσομαι.
Καὶ ἐξῆλθεν Ἱεροβοὰμ ἐξ
Αἰγύπτου καὶ ἦλθεν εἰς γῆν
Σαριρὰ τὴν ἐν ὅρει Ἐφραίμ·
καὶ συνάγεται ἐκεῖ πᾶν σκῆπτρον
Ἐφραίμ· καὶ ᾠκοδόμησεν
ἐκεῖ Ἱεροβοὰμ χάρακα.
|
24ζ
Ὁ Ἱεροβοὰμ παρεκάλεσεν ἐπιμόνως
τὸν Σουσακὶμ λέγων· <εἶναι
ἀνάγκη ὀπωσδήποτε νὰ μοῦ
δώσῃς τὴν ἄδειαν νὰ φύγω>.
Ὁ Ἱεροβοὰμ ἀνεχώρησεν ἀπὸ
τὴν Αἴγυπτον, καὶ ἦλθεν εἰς
τὴν πόλιν Σαριρά, ἡ ὁποία
εὑρίσκετο εἰς τὸ ὄρος Ἐφραίμ.
Ἐκεῖ δὲ συνηθροίσθη πρὸς ὑποδοχήν
του ὅλη ἡ φυλὴ τοῦ Ἐφραίμ.
Ὁ Ἱεροβοὰμ κατεσκεύασεν ἐκεῖ
ἕνα ὀχυρωματικὸν ἔργον.
|
24ζ
Ὁ Ἱεροβοὰμ εἶπε πάλιν εἰς τὸν
Σουσακίμ: <Πρέπει ἐξάπαντος νὰ μοῦ δώσῃς
τὴν ἄδειαν νὰ ἀναχωρήσω>. Ἔτσι
ἔφυγεν ὁ Ἱεροβοὰμ ἀπὸ
τὴν Αἴγυπτον καὶ ἦλθεν εἰς τὴν
πόλιν Σαριρά, ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὴν
ὀρεινὴν περιοχὴν τῆς φυλῆς Ἐφραίμ.
Ἐκεῖ δὲ ἐμαζεύθη διὰ νὰ
τὸν ὑποδεχθῇ ὅλος ὁ λαὸς
τῆς φυλῆς Ἐφραίμ. Ἐκεῖ
ἔκτισεν ὁ Ἱεροβοὰμ καὶ ὀχυρωματικὸν
ἔργον. |
24η
Καὶ ἠρώστησε τὸ παιδάριον αὐτοῦ
ἀρρωστίαν κραταιὰν σφόδρα, καὶ
ἐπορεύθη Ἱεροβοὰμ περὶ τοῦ
παιδαρίου· καὶ εἶπε πρὸς Ἀνὼ
τὴν γυναῖκα αὐτοῦ· ἀνάστηθι
καὶ πορεύου, ἐπερώτησον τὸν
Θεὸν περὶ τοῦ παιδαρίου, εἰ
ζήσεται ἐκ τῆς ἀρρωστίας αὐτοῦ.
|
24η
Τὸ μικρὸ παιδὶ τοῦ Ἱεροβοὰμ
ἠσθένησεν ἀπὸ μίαν ἐπικίνδυνον
καὶ βαρεῖαν ἀσθένειαν. Ὁ Ἱεροβοὰμ
ἀπεφάσισε νὰ ἐρωτήσῃ τὸν
Θεὸν διὰ τὴν ὑγείαν τοῦ
παιδιοῦ του. Καὶ εἰπὲ πρὸς τὴν
Ἀνὼ τὴν γυναῖκα του· <σήκω,
πήγαινε καὶ ἐρώτησε τὸν Θεὸν
διὰ τὸ παιδί μας, ἐὰν θὰ
ζήσῃ ἀπὸ τὴν ἀσθένειάν
του αὐτήν>. |
24η
Τότε ἀρρώστησε τὸ μικρὸ παιδί
του μὲ πολὺ σοβαρὰν ἀρρώστιαν καὶ
δι αὐτὸ ὁ Ἱεροβοὰμ ἐπῆγε
νὰ ἐρωτήσῃ καὶ μάθῃ διὰ
τὴν ὑγείαν τοῦ μικροῦ παιδιοῦ.
Καὶ εἶπε πρὸς τὴν γυναῖκα του
τὴν Ἀνώ: <Σήκω καὶ πήγαινε καὶ
ἐρώτησε τὸν Θεὸν διὰ νὰ
μάθῃς διὰ τὸ μικρὸν παιδί, ἐὰν
θὰ ἐπιζήσῃ ἀπὸ τὴν ἐπικίνδυνον
αὐτὴν ἀρρώστιαν του.
|
24θ
Καὶ ἄνθρωπος ἦν ἐν Σηλὼμ καὶ
ὄνομα αὐτῷ Ἀχιά, καὶ οὗτος
ἦν υἱὸς ἑξήκοντα ἐτῶν,
καὶ ρῆμα Κυρίου μετ' αὐτοῦ.
Καὶ εἶπεν Ἱεροβοὰμ πρὸς τὴν
γυναῖκα αὐτοῦ· ἀνάστηθι
καὶ λαβὲ εἰς τὴν χεῖρά
σου τῷ ἀνθρώπῳ τοῦ Θεοῦ
ἄρτους καὶ κολλύρια τοῖς τέκνοις
αὐτοῦ καὶ σταφυλὴν καὶ στάμνον
μέλιτος. Καὶ ἀνέστη ἡ γυνὴ
|
24θ
Εἰς τὴν Σηλὼμ ἐζοῦσεν ἕνας
ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ὠνομάζετο
Ἀχιά. Ἦτο δὲ ἡλικίας ἑξήκοντα
ἐτῶν καὶ ὁ Θεὸς ὠμιλοῦσε
μαζῆ του. Εἶπεν ὁ Ἱεροβοὰμ εἰς
τὴν γυναῖκα του· <σήκω, πάρε
μαζῆ σου διὰ τὸν ἄνθρωπον αὐτὸν
τοῦ Θεοῦ ἄρτους καὶ κουλλούρια.
Διὰ δὲ τὰ τέκνα του πάρε ξηρὰν
σταφίδα καὶ μία στάμνα μέλι>.
|
24θ
Ἐζοῦσε δὲ τότε εἰς τὴν Σηλὼμ
κάποιος ἄνθρωπος, τὸ ὄνομα τοῦ ὁποίου
ἦταν ἈχιΆ· αὐτὸς ἦταν
ἡλικίας ἑξῆντα ἐτῶν καὶ
ὁ Κύριος συνωμιλοῦσε μαζί του. Ὁ Ἱεροβοὰμ
εἶπεν εἰς τὴν γυναῖκα του: <Σήκω
καὶ πάρε μαζί σου διὰ τὸν ἄνθρωπον
τοῦ Θεοῦ ψωμιά, καὶ κουλούρια διὰ
τὰ παιδιά του καὶ ξηρὴ σταφίδα καὶ
ἕνα σταμνὶ μὲ μέλι>. Καὶ ἡ
γυναῖκα ἐσηκώθη |
24ι
καὶ ἔλαβεν εἰς τὴν χεῖρα αὐτῆς
ἄρτους καὶ δύο κολλύρια καὶ
σταφυλὴν καὶ στάμνον μέλιτος τῷ
Ἀχιά· καὶ ὁ ἄνθρωπος πρεσβύτερος,
καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ
ἠμβλυώπουν τοῦ ἰδεῖν,
|
24ι
Ἡ σύζυγος ἐσηκώθη, ἐπῆρε
μαζῆ της ἄρτους, δύο κουλλοῦρες, σταφίδα
καὶ μίαν στάμναν μέλι διὰ τὸν
Ἀχιά. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς
ἦτο γέρων καὶ οἱ ὀφθαλμοί
του ἔβλεπαν θαμπά. |
24ι
καὶ ἐπῆρε μαζί της ψωμιὰ καὶ
δύο κουλούρια καὶ ξηρὴ σταφίδα καὶ ἕνα
σταμνὶ μὲ μέλι διὰ τὸν Ἀχιά.
Ὁ δὲ Ἀχιὰ ἦταν γέροντας, καὶ
τὰ μάτια του δὲν ἠμποροῦσαν νὰ
βλέπουν καθαρά. |
24κ
καὶ ἀνέστη ἐκ Σαριρὰ καὶ
πορεύεται, καὶ ἐγένετο ἐλθούσης
αὐτῆς εἰς τὴν πόλιν πρὸς
Ἀχιὰ τὸν Σηλωνίτην καὶ εἶπεν
Ἀχιὰ τῷ παιδαρίῳ αὐτοῦ·
ἔξελθε δὴ εἰς ἀπαντὴν Ἀνὼ
τῇ γυναικὶ Ἱεροβοὰμ καὶ ἐρεῖς
αὐτῇ· εἴσελθε καὶ μὴ στῇς,
ὅτι τάδε λέγει Κύριος· σκληρὰ
ἐγὼ ἐπαποστέλλω ἐπὶ σέ.
|
24κ
Ἡ γυνὴ τοῦ Ἱεροβοὰμ ἀνεχώρησεν
ἀπὸ τὴν Σαριρὰ καὶ ἦλθε
πρὸς αὐτόν. Ὅταν δὲ ἡ
γυνὴ αὐτὴ εἰσήρχετο εἰς
τὴν Σηλὼ πρὸς τὸν Ἀχιά,
αὐτὸς εἶπε πρὸς τὸν ὑπηρέτην
του· <ἔβγα ἀπὸ τὴν οἰκίαν
καὶ θὰ συναντήσῃς τὴν Ἀνώ,
τὴν σύζυγον τοῦ Ἱεροβοάμ, καὶ
εἰπὲ εἰς αὐτήν: Πήγαινε
εἰς τὸν Ἀχιὰ καὶ νὰ μὴ
χασομερήσῃς ἐκεῖ, διότι αὐτὰ
λέγει ὁ Κύριος· Θὰ στείλω
ἐναντίον σου σκληρὰς θλίψεις>.
|
24κ
Ἡ γυναῖκα τοῦ Ἱεροβοὰμ ἐσηκώθη
ἀπὸ τὴν πόλιν Σαριρὰ καὶ ἦλθεν
εἰς τὸν ἄνθρωπον τοῦ Θεοῦ. Συνέβη
δὲ τοῦτο ὅταν
αὐτὴ ἔφθασεν εἰς τὴν πόλιν (Σηλῶ)
πρὸς τὸν Ἀχιά, ποὺ κατήγετο
ἀπὸ τὴν Σηλῶ, ὁ Ἀχιὰ
εἶπεν εἰς τὸν ὑπηρέτήν του: <Ἔβγα,
σὲ παρακαλῶ, ἔξω ἀπὸ τὸ
σπίτι διὰ νὰ συναντήσῃς τὴν
γυναῖκα τοῦ Ἱεροβοὰμ καὶ νὰ
τῆς πῇς· <Ἔμπα μέσα, πλησίασε τὸν
Ἀχιὰ καὶ μὴ καθυστερήσῃς
καθόλου, διότι αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Δυσάρεστα,
θλιβερὰ γεγονότα ἐγὼ θὰ σοῦ
ἀναγγείλω>, |
24λ
Καὶ εἰσῆλθεν Ἀνὼ πρὸς
τὸν ἄνθρωπον τοῦ Θεοῦ, καὶ εἶπεν
αὐτῇ Ἀχιά· ἱνατὶ
ἐνήνοχάς μοι ἄρτους καὶ σταφυλὴν
καὶ κολλύρια καὶ στάμνον μέλιτος;
Τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ
σὺ ἀπελεύσῃ ἀπ' ἐμοῦ,
καὶ ἔσται εἰσελθούσης σου τὴν
πόλιν εἰς Σαριρὰ καὶ τὰ κοράσιά
σου ἐξελεύσονταί σοι εἰς συνάντησιν
καὶ ἐροῦσί σοι· τὸ παιδάριον
τέθνηκεν. |
24λ
Ἡ Ἀνὼ παρουσιάσθη ἐν τούτοις
εἰς τὸν ἄνθρωπον τοῦ Θεοῦ καὶ
ὁ Ἀχιὰ εἶπε πρὸς αὐτήν·
<πρὸς ποῖον σκοπὸν μοῦ ἔφερες
ἄρτους, σταφίδα, κουλλούρας καὶ στάμναν
μὲ μέλι; Αὐτὰ δὲν θὰ ἀλλάξουν
τὴν βουλὴν τοῦ Θεοῦ. Διότι αὐτὰ
λέγει ὁ Κύριος: Ἰδού, σὺ
θὰ φύγῃς ἀπὸ ἐμὲ
καὶ ὅταν θὰ εἰσέρχεσαι εἰς
τὴν πόλιν Σαριρά, αἱ δοῦλαι
σου θὰ ἐξέλθουν πρὸς συνάντησίν
σου καὶ θὰ σοῦ εἴπουν: Τὸ παιδὶ
ἀπέθανε. |
24λ
Ἡ Ἀνὼ ἐμπῆκε εἰς τὸ
σπίτι καὶ παρουσιάσθη ἐμπρὸς εἰς τὸν
ἄνθρωπον τοῦ Θεοῦ, καὶ ὁ Ἀχιὰ
τῆς εἶπε: <Διατὶ μοῦ ἔφερες
ψωμιὰ καὶ σταφίδα καὶ κουλούρια καὶ
σταμνὶ μὲ μέλι; (Μήπως διὰ νὰ μὲ
καλοπιάσῃς;) Λοιπόν, ἄκουσε· αὐτὰ
λέγει ὁ Κύριος: <Νά· σὺ θὰ φύγῃς
ἀπὸ κοντά μου καὶ ὅταν θὰ μπαίνῃς
εἰς τὴν πόλιν Σαριρά, οἱ δοῦλες σου
θὰ βγοῦν νὰ σὲ συναντήσουν καὶ
θὰ σοῦ εἰποῦν· τὸ μικρὸ
παιδὶ ἀπέθανε!> |
24μ
Ὅτι τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ
ἐγὼ ἐξολοθρεύσω τοῦ Ἱεροβοὰμ
οὐροῦντα πρὸς τοῖχον, καὶ ἔσονται
οἱ τεθνηκότες τοῦ Ἱεροβοὰμ ἐν
τῇ πόλει καταφάγονται οἱ κύνες,
καὶ τὸν τεθνηκότα ἐν τῷ ἀγρῷ
καταφάγεται τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ,
καὶ τὸ παιδάριον κόψονται· οὐαὶ
Κύριε· ὅτι εὑρέθη ἐν αὐτῷ
ρῆμα καλὸν περὶ τοῦ Κυρίου.
|
24μ
Διότι αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος:
Ἰδού, ἐγὼ θὰ ἐξολοθρεύσω
ἀπὸ τὴν οἰκογένειαν τοῦ
Ἱεροβοὰμ κάθε ἀρσενικόν. Ὅσοι
δὲ ἐκ τῆς οἰκογενείας τοῦ
Ἱεροβοὰμ θὰ ἀποθάνουν εἰς
τὴν πόλιν, θὰ φαγωθοῦν ἀπὸ
τὰ σκυλιά. Ὅσοι δὲ θὰ ἀποθάνουν
εἰς τοὺς ἀγρούς, θὰ φαγωθοῦν
ἀπὸ τὰ πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ.
Διὰ δὲ τὸ παιδίον θὰ πενθήσουν
καὶ θὰ ὁλολύξουν λέγοντες·
Ἀλλοίμονον, Κύριε. Διὰ τὸ παιδίον
ὅμως αὐτὸ κάτι καλὸν θὰ
γίνῃ ἐκ μέρους τοῦ Κυρίου,
ὅτι δηλαδὴ δὲν θὰ φαγωθῇ τὸ
σῶμα του ἀπὸ τὰ σκυλιά>.
|
24μ
Διότι αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: <Νά· ἐγὼ
θὰ καταστρέψω ἀπὸ τὴν οἰκογένειαν
τοῦ Ἱεροβοὰμ ὅλα τὰ ἀρσενικὰ
παιδιά. Ἐκεῖνοι δὲ ἀπὸ τὴν
οἰκογένειαν τοῦ Ἱεροβοάμ, ποὺ
θὰ ἀποθάνουν εἰς τὴν πόλιν, θὰ
καταφαγωθοῦν ἀπὸ τὰ σκυλιά, ὅσοι
δὲ ἀποθάνουν ἔξω εἰς τὰ χωράφια,
θὰ καταφαγωθοῦν ἀπὸ τὰ ὅρνια.
Καὶ διὰ τὸ μικρὸν παιδὶ θὰ
θρηνήσουν καὶ ἐπάνω εἰς τὸν
κοπετὸν καὶ τὸ μοιρολόγημά των θὰ
εἴπουν: <Ἀλλοίμονον, Κύριε!>, διότι
διὰ τὸ μικρὸν αὐτὸ παιδί, ἐπειδὴ
ἦταν ἀθῶον, εὑρέθη εὐχάριστος
προφητεία· θὰ πενθήσουν διὰ τὸ παιδὶ
αὐτό, ἀλλὰ τὸ σῶμα τοῦ
ἀθώου αὐτοῦ πλάσματος δὲν θὰ
φαγωθῇ ἀπὸ τὰ σκυλιά!>.
|
24ν
Καὶ ἀπῆλθεν ἡ γυνή, ὡς
ἤκουσε, καὶ ἐγένετο ὡς εἰσῆλθεν
εἰς τὴν Σαριρά, καὶ τὸ παιδάριον
ἀπέθανε, καὶ ἐξῆλθεν ἡ
κραυγὴ εἰς ἀπαντήν.
|
24ν
Ἡ γυναίκα ἀνεχώρησεν ἀπὸ
τὸν Ἀχιά, ὅταν ἤκουσεν αὐτά.
Μόλις δὲ εἰσῆλθεν εἰς Σαριρά,
τὸ παιδίον ἀπέθανε καὶ ἐξῆλθαν
αἱ δοῦλαι πρὸς προϋπάντησίν
της ὀλολύζουσαι μὲ μεγάλην φωνήν.
|
24ν
Ὅταν ἡ γυναῖκα ἄκουσε τὰ λόγια
αὐτὰ τοῦ Ἀχιά, ἀνεχώρησε.
Μόλις δὲ ἐμπῆκε εἰς τὴν πόλιν
Σαριρά, τὸ μικρὸ παιδί της ἀπέθανε
καὶ ἐβγῆκαν οἱ δοῦλες της μὲ
φωνὲς καὶ θρήνους διὰ νὰ τὴν
προϋπαντήσουν. |
24ξ
Καὶ ἐπορεύθη Ἱεροβοὰμ εἰς
Σίκιμα τὴν ἐν ὄρει Ἐφραὶμ
καὶ συνήθροισεν ἐκεῖ τὰς φυλὰς
τοῦ Ἰσραήλ, καὶ ἀνέβη
ἐκεῖ Ροβοὰμ υἱὸς Σαλωμών,
καὶ λόγος Κυρίου ἐγένετο πρὸς
Σαμαίαν τὸν Ἐλαμὶ λέγων·
λάβε σεαυτῷ ἱμάτιον καινὸν τὸ
οὐκ εἰσεληλυθὸς εἰς ὕδωρ καὶ
ρῆξον αὐτὸ δώδεκα ρήγματα καὶ
δώσεις τῷ Ἱεροβοὰμ καὶ ἐρεῖς
αὐτῷ· τάδε λέγει Κύριος·
λάβε σεαυτῷ δέκα ρήγματα τοῦ
περιβαλέσθαι σε. Καὶ ἔλαβεν Ἱεροβοάμ·
καὶ εἶπε Σαμαίας· τάδε λέγει
Κύριος ἐπὶ τὰς δέκα φυλὰς
τοῦ Ἰσραήλ. |
24ξ
Ὁ Ἱεροβοὰμ ἐπῆγεν εἰς
τὰ Σίκιμα εἰς τὸ ὄρος Ἐφραίμ.
Ἐκεῖ δὲ συνεκέντρωσε τὰς δέκα
φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ. Ἀλλὰ
ἐκεῖ ἐπορεύθη καὶ ὁ Ροβοάμ,
ὁ υἱὸς τοῦ Σολομῶντος. Ἐδόθη
ὅμως ἐκ μέρους τοῦ Κυρίου εἰς
τὸν Σαμαίαν τὸν Ἐλαμίτην ἡ
ἑξῆς ἐντολή: Πάρε μαζῆ
σου ἕνα καινούργιο ἱμάτιον, τὸ
ὁποῖον ἀκόμη δὲν ἔχει
μπῆ εἰς τὸ νερό, σχίσε το εἰς
δώδεκα κομμάτια καὶ θὰ δώσῃς
εἰς τὸν Ἱεροβοὰμ τὰ δέκα
κομμάτια καὶ θὰ τοῦ εἰπῇς·
Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος. Πάρε
διὰ τὸν ἑαυτόν σου δέκα κομμάτια,
διὰ νὰ τὰ φορέσης>. Ὁ Ἱεροβοὰμ
τὰ ἐπῆρε. Ὁ Σαμαίας προσέθεσε:
<Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος διὰ
τὰς δέκα φυλὰς τοῦ ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ>. |
24ξ
Ὁ Ἱεροβοὰμ ἐπῆγε εἰς τὴν
πόλιν Σίκιμα (Συχέμ), ποὺ εὑρίσκεται εἰς
τὴν ὀρεινὴν περιοχὴν τοῦ Ἐφραίμ,
καὶ συνεκέντρωσεν ἐκεῖ τὶς δέκα φυλὲς
τῶν Ἰσραηλιτῶν· ἀνέβη ὅμως ἐκεῖ
καὶ ὁ Ροβοάμ, ὁ υἱὸς τοῦ
Σολομῶντος. Τότε ὅμως κατέφθασε λόγος Κυρίου πρὸς
τὸν Σαμαίαν τὸν Ἐλαμίτην, ποὺ
τὸν διέτασσε: <Πάρε μαζί σου ἕνα καινούργιο
ἐξωτερικὸν φόρεμα, τὸ ὁποῖον
δὲν ἔχει ἀκόμη βουτηχθῇ εἰς
τὸ νερὸν διὰ νὰ πλυθῇ, καὶ
σχίσε το εἰς δώδεκα κομμάτια. Ἀπὸ τὰ
κομμάτια αὐτὰ θὰ δώσῃς (δέκα κομμάτια)
εἰς τὸν Ἱεροβοὰμ καὶ θὰ
τοῦ εἰπῇς: <Αὐτὰ λέγει ὁ
Κύριος· πάρε διὰ τὸν ἑαυτόν σου δέκα
κομμάτια καὶ μὲ αὐτὰ νὰ περιβάλῃς
καὶ νὰ σκεπάσῃς τὸν ἑαυτόν
σου>. Καὶ ὁ Ἱεροβοὰμ ἔλαβε
τὰ δέκα κομμάτια. Τότε εἶπεν ὁ Σαμαίας:
<Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος διὰ τὶς
δέκα φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ>.
|
24ο
Καὶ εἶπεν ὁ λαὸς πρὸς Ροβοὰμ
υἱὸν Σαλωμών· ὁ πατήρ σου
ἐβάρυνε τὸν κλοιον αὐτοῦ ἐφ'
ἡμᾶς καὶ ἐβάρυνε τὰ βρώματα
τῆς τραπέζης αὐτοῦ· καὶ
νῦν εἰ κουφιεῖς ἐφ' ἡμᾶς
καὶ δουλεύσομέν σοι. Καὶ εἶπε
Ροβοὰμ πρὸς τὸν λαόν· ἔτι
τριῶν ἡμερῶν καὶ ἀποκριθήσομαι
ὑμῖν ρῆμα. |
24ο
Αἱ δέκα φυλαὶ τοῦ ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ εἶπαν πρὸς τὸν Ροβοάμ,
τὸν υἱὸν τοῦ Σολομῶντος. Ὁ
πατέρας σου κατέστησε βαρὺν τὸν ζυγόν
του ἐπάνω μας, διότι ἐπλήθυνε
τὰς πολυδαπάνους τροφὰς τῆς τραπέζης
του. Τώρα ἐὰν σὺ ἐλαφρύνῃς
τὸν ζυγὸν αὐτὸν εἰς ἡμᾶς,
ἡμεῖς θὰ εἴμεθα δοῦλοι σου.
Ὁ Ροβοὰμ εἶπε πρὸς τὸν λαόν·
Ἔπειτα ἀπὸ τρεῖς ἡμέρας
θὰ σᾶς δώσω ἀπάντησιν.
|
24ο
Ἀπεσταλμένοι τοῦ λαοῦ τῶν δέκα φυλῶν
τοῦ Ἰσραὴλ εἶπαν εἰς τὸν
Ροβοάμ, τὸν υἱὸν τοῦ Σολομῶντος:
<Ὁ πατέρας σου μᾶς μετεχειρίσθη μὲ σκληρότητα
καὶ ἔβαλεν εἰς τοὺς ὤμους μας
βαριὰ καὶ δυσβάστακτα φορτία, διότι ἐπλήθυνε
τὶς τροφὲς τοῦ βασιλικοῦ τοῦ
τραπεζιοῦ. Τώρα λοιπὸν σύ, ἐὰν μᾶς
ἀνακουφίσῃς ἀπὸ τὰ βαριὰ
αὐτὰ φορτία καὶ κάμῃς τὴν ζωήν
μας εὐκολώτερη, ἐμεῖς θὰ γίνωμεν
εἰλικρινεῖς καὶ πιστοὶ δοῦλοι
σου>. Ὁ Ροβοὰμ ἀπάντησε πρὸς τοὺς
ἐκπροσώπους τοῦ λαοῦ: <Μετὰ
ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες θὰ δώσω
ἀπάντησιν εἰς τὸ αἴτημά σας>.
|
24π
Καὶ εἶπε Ροβοάμ· εἰσαγάγετέ
μοι τοὺς πρεσβυτέρους καὶ συμβουλεύσομαι
μετ' αὐτῶν τί ἀποκριθῶ τῷ
λαῷ ρῆμα ἐν τῇ ἡμέρᾳ
τῇ τρίτῃ. Καὶ ἐλάλησε
Ροβοὰμ εἰς τὰ ὦτα αὐτῶν
καθὼς ἀπέστειλεν ὁ λαὸς πρὸς
αὐτὸν καὶ εἶπον οἱ πρεσβύτεροι
τοῦ λαοῦ· οὕτως ἐλάλησε
πρός σε ὁ λαός.
|
24π
Ὁ Ροβοὰμ ἔστειλε τοὺς δούλους
του καὶ εἶπε· <φέρετε ἐνώπιόν
μου τοὺς πρεσβυτέρους, διὰ νὰ ζητήσω
τὴν γνώμην των, ὥστε νὰ γνωρίζω,
τί νὰ ἀποκριθῶ εἰς τὸν
λαὸν κατὰ τὴν τρίτην ἡμέραν>.
Οἱ πρεσβύτεροι ἦλθον, ὁ δὲ Ροβοὰμ
ἐγνωστοποίησεν εἰς αὐτούς, τί
τοῦ εἶχε προτείνει ὁ λαός. Οἱ
πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ τοῦ ἀπήντησαν·
<Ὀρθῶς ὡμίλησε πρὸς σὲ
ὁ λαός>. |
24π
Κατόπιν διέταξεν ὁ Ροβοάμ: <Φέρτε μου ἐδῶ
τοὺς πρεσβυτέρους, διὰ νὰ συσκεφθῶ
μαζί των καὶ τοὺς συμβουλευθῶ τὶ
θὰ ἀπαντήσω εἰς τὸν λαὸν κατὰ
τὴν τρίτην ἡμέραν>. Ὅταν ἦλθαν
οἱ πρεσβύτεροι, ὁ Ροβοὰμ τοὺς ἀνεκοίνωσε
τὸ αἴτημα, τὸ ὁποῖον τοῦ
ὑπέβαλεν ὁ λαός, καὶ οἱ πρεσβύτεροι
τοῦ λαοῦ τοῦ ἀπάντησαν: <Σωστὰ
ἐμίλησε ὁ λαὸς πρὸς σέ
(διὰ τῶν ἐκπροσώπων του)>.
|
24ρ
Καὶ διεσκέδασε Ροβοὰμ τὴν βουλὴν
αὐτῶν, καὶ οὐκ ἤρεσεν ἐνώπιον
αὐτοῦ· καὶ ἀπέστειλε καὶ
εἰσήγαγε τοὺς συντρόφους αὐτοῦ
καὶ ἐλάλησεν αὐτοῖς· ταῦτα
καὶ ταῦτα ἀπέσταλκεν ὁ λαὸς
πρός με λέγων· καὶ εἶπαν οἱ
σύντροφοι αὐτοῦ· οὕτως λαλήσεις
πρὸς τὸν λαὸν λέγων· ἡ
μικρότης μου παχυτέρα ὑπὲρ τὴν
ὀσφὺν τοῦ πατρός μου· ὁ
πατήρ μου ἐμαστίγου ὑμᾶς μάστιξιν,
ἐγὼ δὲ κατάρξω ὑμᾶς ἐν
σκορπίοις. |
24ρ
Ὁ Ροβοὰμ ὅμως ἀπέρριψε τὴν
συμβουλὴν τῶν πρεσβυτέρων, διότι δὲν
τοῦ ἐφάνη ἀρεστή, καὶ
ἔστειλεν ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι
ἔφεραν ἐνώπιόν του τοὺς νεαρούς,
ποὺ εἶχαν ἀνατραφῇ μαζῆ του,
καὶ τοὺς εἶπε· <Αὐτὰ
καὶ αὐτὰ μοῦ εἶπεν ὁ λαὸς
τῶν δέκα φυλῶν διὰ τῶν ἀπεσταλμένων
του>. Οἱ νεαροὶ σύντροφοί του τοῦ
εἶπαν: <Ἔτσι θὰ ἀπαντήσῃς
πρὸς τοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ
λαοῦ: Τὸ μικρό μου δάκτυλο εἶναι
παχύτερο ἀπὸ τὴν μέσην τοῦ
πατρός μου. Ὁ πατέρας μου σᾶς ἐμαστίγωνε
μὲ ἁπλᾶ μαστίγια, ἐγὼ
ὅμως θὰ κατεξουσιάσω ἐπάνω σας
μαστιγώνων μὲ μαστίγια, ποὺ θὰ
ἔχουν ἀγκάθια>. |
24ρ
Ὅμως ὁ Ροβοὰμ ἀγνόησε καὶ
ἀπέρριψε τὴν συμβουλήν των, διότι δὲν
τοῦ ἄρεσε. Δι' αὐτὸ ἔστειλε
καὶ ἐκάλεσαν ἐμπρός του τοὺς νεαρούς,
μὲ τοὺς ὁποίους εἶχεν ἀνατραφῇ,
καὶ τοὺς εἶπεν: <Αὐτὰ καὶ
αὐτὰ μοῦ ἐζήτησε καὶ μοῦ
εἶπεν ὁ λαὸς δι' ἀπεσταλμένων του>.
Οἱ νεαροί, μὲ τοὺς ὁποίους εἶχεν
ἀνατραφῇ ὁ Ροβοάμ, τοῦ εἶπαν:
<Ἔτσι νὰ ἀπαντήσῃς εἰς τὸν
λαὸν καὶ νὰ τοῦ εἰπῇς:
<Τὸ μικρόν μου δάκτυλον εἶναι παχύτερον ἀπὸ
τὴν μέσην τοῦ πατέρα μου! (=αὐτὸ ποὺ
ἠμποροῦσε νὰ κάμῃ ὁ πατέρας
μου μὲ ὅλον τὸ σῶμα του, μὲ
ὅλες τὶς δυνάμεις του, ἐγὼ ἠμπορῶ
να τὸ κάμω μὲ τὸ δακτυλάκι μου!) Ὁ
πατέρας μου σᾶς ἐμαστίγωνε κατὰ τὶς
ἀγγαρεῖες μὲ ἁπλᾶ μαστίγια·
ἐγὼ ὅμως θὰ σᾶς ἐξουσιάζω
τιμωρῶντας σας μὲ σκορπιούς, δηλαδὴ μὲ
μαστίγια ὡπλισμένα μὲ μεταλλικὰ ἀγκίστρια,
ποὺ προξενοῦν τρομερὲς πληγές>.
|
24σ
Καὶ ἤρεσε τὸ ρῆμα ἐνώπιον
Ροβοάμ, καὶ ἀπεκρίθη τῷ λαῷ
καθὼς συνεβούλευσαν αὐτῷ οἱ
σύντροφοι αὐτοῦ τὰ παιδάρια.
|
24σ
Αὐτὴ ἡ συμβουλὴ ἤρεσεν εἰς
τὸν Ροβοάμ, ὁ ὁποῖος ἔτσι
καὶ ἀπήντησεν εἰς τὸν λαόν,
ὅπως τὸν συνεβούλευσαν οἱ νεαροὶ
σύντροφοί του. |
24σ
Ἡ συμβουλὴ αὐτὴ ἄρεσε εἰς
τὸν Ροβοάμ, καὶ διὰ τοῦτο ἀπάντησε
εἰς τοὺς ἐκπροσώπους τοῦ λαοῦ,
ὅπως τὸν εἶχαν συμβουλεύσει οἱ νεαροὶ
ποὺ εἶχαν ἀνατραφῇ μαζί του.
|
24τ
Καὶ εἶπε πᾶς ὁ λαὸς ὡς
ἀνὴρ εἷς, ἕκαστος τῷ πλησίον
αὐτοῦ, καὶ ἀνέκραξαν ἅπαντες
λέγοντες οὐ μερὶς ἡμῖν ἐν
Δαυὶδ οὐδὲ κληρονομία ἐν υἱῷ
Ἰεσσαί· ἕκαστος εἰς τὰ
σκηνώματά σου Ἰσραήλ, ὅτι ὁ
ἄνθρωπος οὗτος οὐκ εἰς ἄρχοντα
οὐδὲ εἰς ἡγούμενον.
|
24τ
Τότε αἱ δέκα φυλαὶ τοῦ ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ, ὡσὰν νὰ ἦσαν ἐνας
ἄνθρωπος, εἶπαν ὁ ἔνας εἰς τὸν
ἄλλον μὲ κραυγὴν μεγάλην: <Δὲν
ὑπάρχει καμμία σχέσις καὶ κανένα
μερίδιον κληρονομίας μας μὲ τὸν Δαυίδ,
τὸν υἱὸν τοῦ Ἰεσσαί. Ἕκαστος,
λοιπόν, ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτας
ἂς ἐπανέλθῃ εἰς τὸ σπίτι
του, διότι ὁ ἄνθρωπος αὐτός,
ὁ Ροβοάμ, δὲν πρέπει νὰ εἶναι
οὔτε βασιλεὺς μας οὔτε ἀρχηγός
μας>. |
24τ
Ὅταν οἰ δέκα φυλὲς τῶν Ἰσραηλιτῶν
ἔμαθαν τὴν ἀπάντησιν τοῦ Ροβοὰμ
εἰς τὸ αἴτημά των, ὡς ἕνας
ἄνθρωπος εἶπαν ὁ ἕνας πρὸς τὸν
ἄλλον καὶ ὅλοι ἐφώναζαν δυνατὰ
καὶ εἶπαν: <Ἐμεῖς οἱ δέκα
φυλὲς δὲν ἔχομεν πλέον μερίδιον καὶ
σχέσιν μὲ τὴν οἰκογένειαν τοῦ Δαβὶδ·
οὔτε ἔχομεν καμμίαν κοινὴν κληρονομίαν μὲ
τοὺς ἀπογόνους τοῦ Δαβίδ, τοῦ υἱοῦ
τοῦ Ἰεσσαί! Ἐμπρός, Ἰσραηλῖται,
πηγαίνετε ὁ καθένας εἰς τὴν κατοικίαν
σας· διότι ὁ ἄνθρωπος αὐτός (ὁ
Ῥοβοάμ) δὲν ἀξίζει να εἶναι
οὔτε βασιλιᾶς οὔτε ἀρχηγός μας>.
|
24υ
Καὶ διεσπάρη πᾶς ὁ λαὸς ἐκ
Σικίμων, καὶ ἀπῆλθον ἕκαστος
εἰς τὸ σκήνωμα αὐτοῦ. Καὶ
κατεκράτησε Ροβοὰμ καὶ ἀπῆλθε
καὶ ἀνέβη ἐπὶ τὸ ἅρμα
αὐτοῦ καὶ εἰσῆλθεν εἰς
Ἱερουσαλὴμ, καὶ πορεύονται ὀπίσω
αὐτοῦ πᾶν σκῆπτρον Ἰούδα
καὶ πᾶν σκῆπτρον Βενιαμίν.
|
24υ
Ὁ λαὸς τῶν δέκα φυλῶν τοῦ
Ἰσραὴλ διεσκορπίσθη ἀπὸ τὰ
Σίκιμα καὶ ὁ καθένας ἦλθεν εἰς
τὸ σπίτι του. Ὁ δὲ Ροβοὰμ ἐπρόλαβε
καὶ ἀνεχώρησεν ἀπὸ ἐκεῖ,
ἀνέβη εἰς τὰ ἅρμα του καὶ
ἐπανῆλθεν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
Ἠκολούθησαν δὲ αὐτὸν ὅλη
ἡ φυλὴ τοῦ Ἰούδα καὶ ὅλη
ἡ φυλὴ τοῦ Βενιαμίν.
|
24υ
Κατόπιν αὐτῶν ὅλος ὁ Ἰσραηλιτικὸς
λαὸς τῶν δέκα φυλῶν διεσκορπίσθη ἀπὸ
τὴν πόλιν Σίκιμα (ὅπου ἦταν συγκεντρωμένος)
καὶ ὁ καθένας ἐπῆγε εἰς
τὸ σπίτι του. Ὁ Ροβοὰμ κατώρθωσε νὰ
ὑπερισχύσῃ καὶ ἐπρόλαβε νὰ φύγῃ·
ἀνέβη εἰς τὸ ἅρμα του καὶ ἐμπῆκε
εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ. Τὸν ἀκολούθησαν
δὲ ὅλη ἡ φυλὴ τοῦ Ἰούδα
καὶ ὅλη ἡ φυλὴ τοῦ Βενιαμίν.
|
24φ
Καὶ ἐγένετο ἐνισταμένου τοῦ
ἐνιαυτοῦ καὶ συνήθροισε Ροβοὰμ
πάντα ἄνδρα Ἰούδα καὶ Βενιαμὶν
καὶ ἀνέβη τοῦ πολεμεῖν πρὸς
Ἱεροβοὰμ εἰς Σίκιμα. |
24φ
Κατὰ τὸ ἔτος αὐτὸ ὁ Ροβοὰμ
συνεκέντρωσεν ὅλους τοὺς ἄνδρας πολεμιστὰς
τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα καὶ
τῆς φυλῆς τοῦ Βενιαμὶν καὶ ἀπεφάσισε
νὰ ἐκστρατεύσῃ ἐναντίον
τοῦ Ἱεροβοὰμ εἰς τὴν πόλιν
Σίκιμα. |
24φ
Συνέβη δὲ τοῦτο: Κατὰ τὴν διάρκειαν
τοῦ ἰδίου ἐκείνου ἔτους ὁ Ροβοὰμ
συνεκέντρωσεν ὅλους τοὺς ἄνδρες τῆς
φυλῆς τοῦ Ἰούδα καὶ τῆς φυλῆς
τοῦ Βενιαμὶν καὶ ἐπροχώρησε διὰ
νὰ πολεμήσῃ ἐναντίον τοῦ Ἱεροβοὰμ
εἰς τὴν πόλιν Σίκιμα (Συχέμ).
|
24χ
Καὶ ἐγένετο ρῆμα Κυρίου πρὸς
Σαμαίαν ἀνθρωπον τοῦ Θεοῦ λέγων·
εἰπὸν τῷ Ροβοὰμ βασιλεῖ Ἰούδα
καὶ πρὸς πάντα οἶκον Ἰούδα
καὶ Βενιαμὶν καὶ πρὸς τὸ κατάλειμμα
τοῦ λαοῦ λέγων· τάδε λέγει
Κύριος· οὐκ ἀναβήσεσθε οὐδὲ
πολεμήσετε πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς
ὑμῶν υἱοὺς Ἰσραήλ·
ἀναστρέφετε ἕκαστος εἰς τὸν
οἶκον αὐτοῦ, ὅτι παρ' ἐμοῦ
γέγονε τὸ ρῆμα τοῦτο.
|
24χ
Ἐδόθη ὅμως πρὸς τὸν Σαμαίαν,
τὸν ἄνθρωπον τοῦ Θεοῦ, ἐντολὴ
ἐκ μέρους τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος
τοῦ εἶπε· <εἰς τὸν Ροβοάμ,
τὸν βασιλέα τοῦ Ἰούδα, καὶ
πρὸς ὅλην τὴν φυλὴν τοῦ Ἰούδα
καὶ τὴν φυλὴν τοῦ Βενιαμὶν καὶ
πρὸς ὅσους ἄλλους ἀπὸ τὰς
δέκα φυλὰς ἔμειναν μαζῆ του εἰπὲ
τοῦτο· Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος·
δὲν θὰ ἐκστρατεύσετε καὶ δὲν
θὰ πολεμήσετε τοὺς ἀδελφούς
σας τοὺς Ἰσραηλίτας. Ὁ καθένας
νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὸ σπίτι
του. Διότι ἐγὼ ἐπέτρεψα νὰ
πραγματοποιηθῇ τὸ γεγονὸς αὐτό>.
|
24χ
Τότε ὅμως κατέφθασε λόγος Κυρίου πρὸς τὸν
Σαμαίαν, ποὺ ἦταν ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ,
ὁ ὁποῖος (λόγος) ἔλεγε: <Νὰ
ὁμιλήσῃς εἰς τὸν Ροβοάμ, τὸν
βασιλιᾶ τοῦ Ἰούδα, καὶ εἰς ὅλην
τὴν φυλὴν τοῦ Ἰούδα καὶ τοῦ
Βενιαμὶν καὶ εἰς τὰ ὑπόλοιπα
μέλη τῶν ἄλλων φυλῶν, ποὺ ἔμειναν
μαζί των εἰς τὴν περιοχήν των, καὶ
νὰ τοὺς εἰπῇς: <Αὐτὰ
λέγει ὁ Κύριος· Δὲν θὰ προχωρήσετε οὔτε
θὰ πολεμήσετε μὲ τοὺς ἀδελφούς
σας, ποὺ ἀνήκουν εἰς τὶς δέκα φυλὲς
τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ. Ὁ καθένας
σας ἂς ἐπιστρέψῃ εἰς τὸ σπίτι
του, διότι ἡ πολιτικὴ διαίρεσις τοῦ
βασιλείου τοῦ Σολομῶντος καὶ ὁ χωρισμὸς
τῶν δέκα φυλῶν ἀπὸ σᾶς, τὶς
δύο φυλές, ἔγινε μὲ ἔγκρισιν καὶ ἀπόφασιν
ἰδικήν μου>. |
24ψ
Καὶ ἤκουσαν τοῦ λόγου Κυρίου
καὶ ἀνέσχον μὴ πορευθῆναι κατὰ
τὸ ρῆμα Κυρίου.
|
24ψ
Αὐτοὶ ἤκουσαν καὶ ὑπήκουσαν
εἰς τὴν ἐντολήν τοῦ Κυρίου
καὶ συνεκρατήθησαν, ὥστε νὰ μὴ
ἐκστρατεύσουν, ὅπως τοὺς εἶχεν
εἴπει ὁ Κύριος, ἐναντίον τῶν
δέκα φυλῶν. |
24ψ
Οἱ πολεμισταὶ τῶν δύο φυλῶν ὑπήκουσαν
εἰς τὸν λόγον τοῦ Κυρίου καὶ ἐσταμάτησαν
ἀπὸ τοῦ νὰ βαδίσουν κατὰ
τῶν δέκα φυλῶν, σύμφωνα μὲ τὸν λόγον
τοῦ Κυρίου. |
25
Καὶ ᾠκοδόμησεν Ἱεροβοὰμ τὴν
Σίκιμα τὴν ἐν ὄρει Ἐφραὶμ
καὶ κατῴκει ἐν αὐτῇ· καὶ
ἐξῆλθεν ἐκεῖθεν καὶ ᾠκοδόμησε
τὴν Φανουήλ. |
25
Ὁ Ἱεροβοὰμ ὠχύρωσε τὴν
πόλιν Σίκιμα, ποὺ εὑρίσκετο
εἰς τὸ ὄρος Ἐφραίμ, καὶ
κατοικοῦσε εἰς αὐτήν. Ἀπὸ
ἐκεῖ ἐξῆλθε καὶ ὠχύρωσε
καὶ τὴν πόλιν Φανουήλ.
|
25
Τότε ὁ Ἱεροβοὰμ ἔκτισε καὶ ὠχύρωσε
τὴν πόλιν Σίκιμα (Συχὲμ) εἰς τὴν ὀρεινὴν
περιοχὴν τοῦ Ἐφραὶμ καὶ ἐκατοικοῦσε
ἐκεῖ. Ἐβγῆκε δὲ ἀπὸ
ἐκεῖ καὶ ἔκτισε καὶ ὠχύρωσε
τὴν πόλιν Φανουήλ. |
26
Καὶ εἶπεν Ἱεροβοὲμ ἐν τῇ
καρδίᾳ αὐτοῦ· ἰδοὺ
νῦν ἐπιστρέψει ἡ βασιλεία εἰς
οἶκον Δαυίδ· |
26
Ὁ Ἱεροβοὰμ ἐσκέφθη καὶ
εἶπε καθ' ἑαυτόν· <ἰδού,
ὑπάρχει τώρα φόβος νὰ ἐπανέλθῃ
ἡ βασιλεία εἰς τὴν οἰκογένειαν
τοῦ Δαυίδ. |
26
Καὶ ὁ Ἱεροβοὰμ εἶπεν εἰς
τὸ βάθος τοῦ ἐσωτερικοῦ του: <Νά·
τώρα, ὅπως ἔχουν τὰ πράγματα, ὑπάρχει
φόβος νὰ ἐπιστρέψῃ ἡ βασιλεία μου
καὶ πάλιν εἰς τὴν οἰκογένειαν τοῦ
Δαβίδ. |
27
ἐὰν ἀναβῇ ὁ λαὸς οὗτος
ἀναφέρειν θυσίαν ἐν οἴκῳ
Κυρίου εἰς Ἱερουσαλήμ, καὶ ἐπιστραφήσεται
καρδία τοῦ λαοῦ πρὸς Κύριον
καὶ κύριον αὐτῶν, πρὸς Ροβοὰμ
βασιλέα Ἰούδα, καὶ ἀποκτενοῦσί
με. |
27
Αὐτὸ θὰ γίνῃ, ἐὰν
μεταβῇ αὐτὸς ὁ λαὸς τῶν
Ἰσραηλιτῶν εἰς Ἱερουσαλήμ, διὰ
νὰ προσφέρῃ θυσίαν εἰς τὸν
ναὸν τοῦ Κυρίου. Ἐκεῖ ὑπάρχει
φόβος νὰ ἐπιστραφῇ ἡ καρδία
τοῦ λαοῦ πρὸς τὸν Κύριον τὸν
Θεὸν καὶ πρὸς τὸν βασιλέα αὐτῶν,
τὸν Ροβοάμ, βασιλέα Ἰούδα, ὁπότε
ἐμὲ θὰ θανατώσουν>.
|
27
Τοῦτο θὰ συμβῇ, ἐὰν ὁ
λαὸς αὐτὸς ἀνέβη διὰ νὰ
προσφέρῃ θυσίαν εἰς τὸν Ναὸν τοῦ
Κυρίου, εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ. Τότε ἡ
καρδία τοῦ λαοῦ θὰ ἐπιστρέψῃ
πάλιν πρὸς Κύριον τὸν Θεὸν καὶ πρὸς
τὸν κύριόν των τὸν Ροβοάμ, τὸν βασιλιᾶ
του βασιλείου τοῦ Ἰούδα, καὶ τότε ἐμὲ
θὰ μὲ φονεύσουν>. |
28
Καὶ ἐβουλεύσατο ὁ βασιλεὺς καὶ
ἐπορεύθη καὶ ἐποίησε δύο
δαμάλεις χρυσᾶς καὶ εἶπε πρὸς
τὸν λαόν· ἰκανούσθω ὑμῖν
ἀναβαίνειν εἰς Ἱερουσαλήμ·
ἰδοὺ θεοί σου, Ἰσραήλ, οἱ
ἀναγαγόντες σε ἐκ γῆς Αἰγύπτου.
|
28
Ὁ βασιλεὺς Ἱεροβοάμ, διὰ νὰ
προλάβῃ αὐτὸ τὸ ἐνδεχόμενον,
ἐπορεύθη καὶ κατεσκεύασε δύο
δαμάλεις χρυσᾶς καὶ εἶπε πρὸς
τὸν λαόν· <ἐπὶ ἀρκετὸν
χρόνον ἐπηγαίνατε ἕως τώρα εἰς
τὴν Ἱερουσαλήμ, διὰ νὰ λατρεύσετε
τὸν Θεόν. Ἰδοὺ ὅμως οἱ
θεοί σου, ἰσραηλιτικὲ λαέ, οἱ
ὁποῖοι σὲ ἔβγαλαν ἀπὸ
τὴν Αἴγυπτον>. |
28
Ἐνώπιον τοῦ ἐνδεχομένου αὐτοῦ
κινδύνου ὁ βασιλιᾶς Ἱεροβοὰμ ἐσκέφθη
καὶ ἐνήργησεν ὡς ἐξῇς·
κατεσκεύασε δύο χρυσὲς δαμαλίδες καὶ εἶπε
πρὸς τὸν λαόν: <Ἀρκετὲς φορὲς
ἔχετε ἀνέβη μέχρι τώρα εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ,
διὰ νὰ λατρεύσετε τὸν Θεόν. Νά, λοιπόν οἰ
θεοί σου, Ἰσραηλιτικὲ λαέ, οἱ ὁποῖοι
σὲ ἔβγαλαν ἀπὸ τὴν χώραν τῆς
Αἰγύπτου!> |
29
Καὶ ἔθετο τὴν μίαν ἐν Βαιθὴλ
καὶ τὴν μίαν ἔδωκεν ἐν Δάν.
|
29
Τὴν μίαν ἀπὸ τὰς χρυσᾶς
δαμάλεις ἔθεσεν εἰς τὴν πόλιν
Βαιθήλ, τὴν δὲ ἄλλην ἔδωσεν
εἰς πόλιν Δάν. |
29
Ὁ Ἱεροβοὰμ ἔστησε τὴν μίαν χρυσὴν
δαμαλίδα εἰς τὴν Βαιθὴλ καὶ τὴν
ἄλλην ἔστησεν εἰς τὴν Δάν. |
30
Καὶ ἐγένετο ὁ λόγος οὗτος
εἰς ἁμαρτίαν· καὶ ἐπορεύετο
ὁ λαὸς πρὸ προσώπου τῆς μιᾶς
ἕως Δάν. Καὶ εἴασαν τὸν οἶκον
Κυρίου. |
30
Ἡ πρᾶξις αὐτὴ τοῦ Ἱεροβοὰμ
ἔγινεν ἀφορμὴ νὰ παρασυρθῇ ὁ
λαὸς εἰς μεγάλην ἁμαρτίαν. Διότι
ὁ λαὸς μετέβαινε νὰ προσκυνήσῃ
τὴν μίαν χρυσῆν δάμαλιν, ἡ ὁποία
εὑρίσκετο εἰς τὴν Βαιθήλ, καὶ
τὴν ἄλλην, ἡ ὁποία εὑρίσκετο
εἰς Δάν. Ἔτσι δὲ ἐγκατέλειψαν
τὸν ναὸν τοῦ Κυρίου. |
30
Τὰ λόγια αὐτὰ καὶ ἡ ἐνέργεια
τοῦ Ἱεροβοὰμ ἔγιναν ἀφορμὴ
τῆς μεγάλης ἁμαρτίας, δηλαδὴ τῆς εἰδωλολατρίας.
Διότι ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἐπήγαινε
καὶ ἐλάτρευε τὴν μίαν χρυσὴν δαμαλίδα,
ποὺ εὑρίσκετο εἰς τὴν Βαιθήλ, καὶ
τὴν ἄλλην ποὺ εὑρίσκετο εἰς
τὴν Δάν. Ἔτσι ἐγκατέλειψαν τὴν λατρείαν
εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου, ποὺ
εὑρίσκετο εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα.
|
31
Καὶ ἐποίησεν οἴκους ἐφ' ὑψηλῶν
καὶ ἐποίησεν ἱερεῖς μέρος
τι ἐκ τοῦ λαοῦ, οἳ οὐκ ἦσαν
ἐκ τῶν υἱῶν Λευί.
|
31
Ὁ Ἱεροβοὰμ κατεσκεύασεν ἐπὶ
πλέον ναοὺς εἰς τοὺς ὑψηλοὺς
τόπους καὶ καθιέρωσεν ὡς ἱερεῖς
μερικοὺς ἀπὸ τὸν λαὸν, οἱ
ὁποῖοι δὲν κατήγοντο ἀπὸ
τὴν φυλὴν Λευΐ. |
31
Ὁ Ἱεροβοὰμ ἔκτισεν ἐπίσης εὐκτηρίους
οἴκους εἰς τόπους ὑψηλοὺς καὶ
εἰς τὰ ἱερὰ αὐτὰ ἐγκατέστησεν
ἱερεῖς ἀπὸ τὰ στρώματα τοῦ
λαοῦ, οἱ ὁποῖοι δὲν προήρχοντο
ἀπὸ τὴν ἱερατικὴν φυλὴν
τοῦ Λευΐ. |
32
Καὶ ἐποίησεν Ἱεροβοὰμ ἑορτὴν
ἐν τῷ μηνὶ τῷ ὀγδόῳ
ἐν τῇ πεντεκαιδεκάτῃ ἡμέρᾳ
τοῦ μηνὸς κατὰ τὴν ἑορτὴν
τὴν ἐν γῇ Ἰούδα καὶ ἀνέβη
ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον, ὃ ἐποίησεν
ἐν Βαιθήλ, τοῦ θύειν ταῖς δαμάλεσιν,
αἷς ἐποίησε, καὶ παρέστησεν
ἐν Βαιθὴλ τοὺς ἱερεῖς τῶν
ὑψηλῶν, ὧν ἐποίησε.
|
32
Ὁ Ἱεροβοὰμ καθιέρωσεν ἐπίσης
καὶ μίαν ἑορτὴν κατὰ τὴν
δεκάτην πέμπτην ἡμέραν τοῦ ὀγδόου
μηνός, ὁμοίαν μὲ τὴν ἑορτὴν
τῆς Σκηνοπηγίας, ποὺ ἐωρτάζετο
εἰς τὸ βασίλειον τοῦ Ἰούδα
εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ. Κατὰ τὴν
ἡμέραν αὐτὴν ὁ Ἱεροβοὰμ
ἀνέβη εἰς τὸ θυσιαστήριον, ποὺ
εἶχε κάμει εἰς τὴν Βαιθήλ, διὰ
νὰ προσφέρῃ θυσίαν εἰς τὰς
δαμάλεις, τὰς ὁποίας εἶχε κατασκευάσει.
Εἰς τοὺς εὐκτηρίους δὲ ἐκεῖ
οἴκους ἐγκατέστησε καὶ τοὺς
ἱερεῖς, τοὺς ὁποίους ὁ
ἴδιος εἶχεν ἀναδείξει.
|
32
Ἐπίσης ὁ Ἱεροβοὰμ καθιέρωσε θρησκευτικὴν
ἑορτὴν κατὰ τὴν δεκάτην πέμπτην ἡμέραν
τοῦ ὀγδόου μηνός, ὁμοίαν μὲ
τὴν μεγάλην ἑορτὴν τῆς Σκηνοπηγίας,
ποὺ ἐωρτάζετο εἰς τὴν περιοχὴν
τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα εἰς τὰ
Ἱεροσόλυμα. Καὶ ὁ Ἱεροβοὰμ ἀνέβη
εἰς τὸ θυσιαστήριον, ποὺ ἔκτισεν εἰς
τὴν Βαιθήλ, διὰ νὰ θυσιάσῃ εἰς
τὶς χρυσὲς δαμαλίδες, ποὺ κατεσκεύασεν.
Εἰς τὴν Βαιθὴλ ἐγκατέστησεν
ἐπίσης τοὺς ἱερεῖς τῶν θυσιαστηρίων,
ποὺ ἔκτισεν εἰς τοὺς ὑψηλοὺς
τόπους. |
33
Καὶ ἀνέβη ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον,
ὃ ἐποίησε, τῇ πεντεκαιδεκάτῃ
ἡμέρᾳ ἐν τῷ μηνὶ τῷ
ὀγδόῳ ἐν τῇ ἑορτῇ,
ᾗ ἐπλάσατο ἀπὸ καρδίας
αὐτοῦ, καὶ ἐποίησεν ἑορτὴν
τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ καὶ
ἀνέβη ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον
τοῦ ἐπιθῦσαι. |
33
Ὁ Ἱεροβοάμ, λοιπόν, ἀνέβη
εἰς τὸ θυσιαστήριον, ποὺ εἶχε
κατασκευάσει, κατὰ τὴν δεκάτην πέμπτην
ἡμέραν τοῦ ὀγδόου μηνός,
τὴν ἑορτὴν τῆς Σκηνοπηγίας,
τὴν ὁποίαν αὐτὸς διεμόρφωσεν,
ὅπως ἤθελε. Ὥρισε, λοιπόν, αὐτὴν
τὴν ἑορτὴν διὰ τοὺς Ἰσραηλίτας
καὶ ἐτόλμησε νὰ ἀνέλθῃ
ὁ ἴδιος εἰς τὸ θυσιαστήριον,
διὰ νὰ προσφέρῃ θυσίαν.
|
33
Ἔτσι ὁ Ἱεροβοὰμ ἀνέβη εἰς
τὸ θυσιαστήριον, τὸ ὁποῖον κατεσκεύασεν
εἰς τὴν Βαιθήλ, κατὰ τὴν δεκάτην πέμπτην
ἡμέραν τοῦ ὀγδόου μηνός, κατὰ τὴν
ἑορτήν, τὴν ὁποίαν ἐπενόησε καὶ
ὥρισε μόνος του. Ἀνέβη καὶ καθιέρωσεν ἑορτὴν
διὰ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν, ἐνῷ
δὲ ὁ ἴδιος δὲν ἦταν ἱερεὺς
καὶ δὲν εἶχε τέτοιο δικαίωμα, ἐν τούτοις
ἀνέβηκε εἰς τὸ θυσιαστήριον, διὰ νὰ
προσφέρῃ θυσίαν! |