Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ν
τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἠρρώστησεν
Ἀβιὰ υἱὸς Ἱεροβοάμ.
|
ατὰ
τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ἀρρώστησεν
ὁ Ἀβιά, ὁ υἱὸς τοῦ
Ἱεροβοάμ. |
ατὰ
τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ἀρρώστησε
ὁ Ἀβιά, ὁ υἱὸς τοῦ
Ἱεροβοάμ, |
2
Καὶ εἶπεν ὁ Ἱεροβοὰμ πρὸς
τὴν γυναῖκα αὐτοῦ· ἀνάστηθι
καὶ ἀλλοιωθήσῃ, καὶ οὐ
γνώσονται ὅτι σὺ γυνὴ Ἱεροβοάμ,
καὶ πορευθήσῃ εἰς Σηλώ·
καὶ ἰδοὺ ἐκεῖ Ἀχιὰ
ὁ προφήτης, αὐτὸς ἐλάλησεν
ἐμὲ τοῦ βασιλεῦσαι ἐπὶ
τὸν λαὸν τοῦτον.
|
2
Ὁ Ἱεροβοὰμ εἶπεν εἰς τὴν
γυναῖκα του· <σήκω, ἄλλαξε ἐνδύματα,
ὥστε νὰ μή σὲ ἀναγνωρίσουν
ὅτι εἶσαι ἡ σύζυγος τοῦ Ἱεροβοάμ,
καὶ πήγαινε εἰς τὴν Σηλώ. Ἰδοὺ
ἐκεῖ εὑρίσκεται ὁ προφήτης
Ἀχιά. Αὐτὸς ὡμίλησεν εἰς
ἐμὲ ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ,
ὅτι θὰ γίνω βασιλεὺς τῶν δέκα
τούτων φυλῶν. |
2
καὶ ὁ Ἱεροβοὰμ εἶπε πρὸς
τὴν γυναῖκα του: <Σήκω, σὲ παρακαλῶ,
καὶ μεταμφίεσε τὸν ἑαυτόν σου, ὥστε
νὰ μὴ ἀναγνωρίζεσαι ὅτι σὺ εἶσαι
ἡ βασίλισσα, ἡ γυναῖκα τοῦ Ἱεροβοάμ,
καὶ πήγαινε εἰς τὴν πόλιν Σηλῶ. Καὶ
νά· ἐκεῖ εὑρίσκεται ὁ
προφήτης Ἀχιά, ὁ ὁποῖος μὲ
εἶχε διαβεβαιώσει ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ,
ὅτι θὰ βασιλεύσω εἰς τὸν λαὸν
αὐτὸν τὸν Ἰσραηλιτικόν.
|
3
Καὶ λαβὲ εἰς τὴν χεῖρά
σου τῷ ἀνθρώπῳ τοῦ Θεοῦ
ἄρτους καὶ κολλυρίδα τοῖς τέκνοις
αὐτοῦ καὶ σταφίδας καὶ στάμνον
μέλιτος, καὶ ἐλεύσῃ πρὸς
αὐτόν. Αὐτὸς ἀναγγείλῃ
σοι τί ἔσται τῷ παιδί.
|
3
Πάρε μαζῆ σου διὰ τὸν ἄνθρωπον
αὐτὸν τοῦ Θεοῦ ὡς δῶρον
ἄρτους καὶ κουλλούρια διὰ τὰ
τέκνα του καὶ σταφίδες καὶ μίαν
στάμναν μέλι, καὶ θὰ μεταβῇς
πρὸς αὐτόν. Αὐτὸς δὲ θὰ
σοῦ ἀναγγείλῃ, τί θὰ συμβῇ
σχετικῶς μὲ τὴν ἀσθένειαν τοῦ
παιδιοῦ μας>. |
3
Σήκω καὶ πάρε μαζί σου διὰ τὸν ἄνθρωπον
τοῦ Θεοῦ ψωμιὰ καὶ κουλούρια διὰ
τὰ παιδιά του καὶ ξηρὴ σταφίδα καὶ
ἕνα σταμνὶ μέλι· καὶ πήγαινε εἰς αὐτὸν
μὲ τὰ δῶρα αὐτά. Αὐτὸς
δὲ θὰ σοῦ εἰπῇ τί θὰ
ἀπογίνῃ μὲ τὴν ἀρρώστιαν
τοῦ παιδιοῦ μας Ἀβιά>.
|
4
Καὶ ἐποίησεν οὕτως γυνὴ Ἱεροβοάμ·
καὶ ἀνέστη καὶ ἐπορεύθη
εἰς Σηλώ, καὶ εἰσῆλθεν ἐν
οἴκῳ Ἀχιά· καὶ ὁ
ἄνθρωπος πρεσβύτερος τοῦ ἰδεῖν,
καὶ ἠμβλυώπουν οἱ ὀφθαλμοὶ
αὐτοῦ ἀπὸ γήρους αὐτοῦ.
|
4
Ἡ γυναίκα τοῦ Ἱεροβοὰμ ἔκαμε,
ὅπως ἐκεῖνος τῆς εἶχε πῆ.
Ἐσηκώθη, ἡτοιμάσθη καὶ ἐπορεύθη
εἰς Σηλώ. Εἰσῆλθεν εἰς τὸν
οἶκον τοῦ Ἀχιά. Ὁ ἄνθρωπος
αὐτὸς ἦτο γέρων καὶ θαμπὰ
ἔβλεπαν τὰ μάτια του ἐξ αἰτίας
τοῦ γήρατός του. |
4
Ἡ γυναῖκα τοῦ Ἱεροβοὰμ ἔκαμεν
ἔτσι, ὅπως τῆς εἶπεν ὁ σύζυγός
της. Ἐσηκώθη, ἄλλαξε, ὥστε νὰ
μὴ ἀναγνωρίζεται ὡς βασίλισσα, καὶ
ἐπῆγε εἰς τὴν Σηλῶ καὶ
ἐμπῆκε εἰς τὸ σπίτι τουῦπροφήτου
Ἀχιά. Ὁ Ἀχιὰ ἦταν γέροντας κατὰ
τὴν ὅρασιν· τὰ μάτια του δὲν ἠμποροῦσαν
νὰ βλέπουν καθαρὰ ἕνεκα τοῦ γήρατός
του. |
5
Καὶ Κύριος εἶπε πρὸς Ἀχιά·
ἰδοὺ γυνὴ τοῦ Ἱεροβοὰμ
εἰσέρχεται τοῦ ἐκζητῆσαι ρῆμα
παρὰ σοῦ περὶ υἱοῦ αὐτῆς,
ὅτι ἄρρωστός ἐστι· κατὰ
τοῦτο καὶ κατὰ τοῦτο λαλήσεις
πρὸς αὐτήν. Καὶ ἐγένετο
ἐν τῷ εἰσέρχεσθαι αὐτὴν
καὶ αὐτὴ ἀπεξενοῦτο.
|
5
Ὁ Κύριος εἶπε πρὸς τὸν Ἀχιά·
<ἰδού, ἔρχεται ἡ γυνὴ τοῦ
Ἱεροβοάμ, διὰ νὰ ζητήσῃ
τὴν γνώμην σου σχετικῶς μὲ τὸ
παιδί της, ποὺ εἶναι ἄρρωστο. Ἔτσι
καὶ ἔτσι θὰ ὁμιλήσῃς πρὸς
αὐτήν, ὅπως ἐγὼ θὰ σοῦ
ἀποκαλύψω>. Ὅταν ἡ γυνὴ τοῦ
Ἱεροβοὰμ εἰσῆλθεν εἰς τὸν
οἶκον τοῦ Ἀχιά, προσεποιεῖτο
ὅτι δὲν εἶναι σύζυγος τοῦ Ἱεροβοάμ.
|
5
Ὁ Κύριος ὅμως εἶπε πρὸς τὸν
Ἀχιά: <Νά· ἡ γυναῖκα τοῦ
Ἱεροβοὰμ ἔρχεται διὰ νὰ ζητήσῃ
ἀπὸ σὲ κάποιον λόγον σχετικὰ μὲ
τὸν υἱόν της, διότι εἶναι ἄρρωστος.
Σὺ λοιπὸν θὰ τῆς εἰπῇς
ἔτσι καὶ ἔτσι, δηλαδὴ αὐτὰ
ποὺ θὰ σοῦ ἀποκαλύψω>. Καὶ
ὅταν ἡ γυναῖκα τοῦ Ἱεροβοὰμ
ἔμπαινε εἰς τὸ σπίτι τοῦ Ἀχιά,
ἐπροσποιεῖτο ὅτι δὲν ἦταν σύζυγος
τοῦ Ἱεροβοάμ, ἀλλὰ κάποια ἄλλη
γυναῖκα. |
6
Καὶ ἐγένετο ὡς ἤκουσεν Ἀχιὰ
τὴν φωνὴν ποδῶν αὐτῆς, εἰσερχομένης
αὐτῆς ἐν τῷ ἀνοίγματι,
καὶ εἶπεν· εἴσελθε, γυνὴ Ἱεροβοάμ·
ἱνατί σὺ τοῦτο ἀποξενοῦσαι;
Καὶ ἐγώ εἰμι ἀπόστολος
πρός σε σκληρός. |
6
Ὁ Ἀχιά, ὅταν ἤκουσε τὸν
θόρυβον τῶν βημάτων της καὶ καθ' ἣν
στιγμὴν ἐκείνη εἰσήρχετο διὰ
τῆς θύρας τοῦ οἴκου, εἶπε πρὸς
αὐτήν· <εἴσελθε, γυνὴ τοῦ
Ἱεροβοάμ· διατὶ προσπαθεῖς νὰ
παρουσιασθῇς ὡς ἄλλη γυναῖκα; Ἐγὼ
εἶμαι διὰ σὲ ἀγγελιαφόρος σκληρῶν
εἰδήσεων. |
6
Συνέβη ὅμως τοῦτο: Ὅταν ὁ Ἀχιὰ
ἄκουσε τὸν θόρυβον ἀπὸ τὰ βήματά
της, καθὼς αὐτὴ ἔμπαινε εἰς
τὴν εἴσοδον, τῆς εἶπεν: <Ἔλα
μέσα, γυναῖκα τοῦ Ἱεροβοάμ! Διατὶ
σὺ προσποιεῖσαι ἔτσι, ὥστε νὰ
φαίνεσαι ὡς κάποια ἄλλη γυναῖκα; Ἐγὼ
εἶμαι ἀπεσταλμένος νὰ σοῦ ἀναγγείλω
δυσάρεστα, θλιβερὰ γεγονότα>. |
7
Πορευθεῖσα εἰπὸν τῷ Ἱεροβοάμ·
τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραήλ,
ἀνθ' οὖ ὅσον ὕψωσά σε ἀπὸ
μέσου λαοῦ καὶ ἔδωκά σε ἡγούμενον
ἐπὶ τὸν λαόν μου Ἰσραήλ,
|
7
Πήγαινε καὶ εἰπὲ εἰς τὸν
Ἱεροβοάμ: Αὐτὰ λέγει Κύριος
ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ· ἐγὼ
σὲ ὕψωσα καὶ σὲ ἀνέδειξα
ἐκ μέσου τοῦ λαοῦ αὐτοῦ
καὶ σὲ κατέστησα βασιλέα ἐπὶ
τὸν λαόν μου τοῦτον τῶν δέκα
φυλῶν τοῦ Ἰσραήλ.
|
7
(Καὶ ὁ προφήτης Ἀχιὰ συνέχισε:) <Πήγαινε
καὶ εἰπὲ εἰς τὸν Ἱεροβοάμ:
<Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος, ὁ Θεὸς
τοῦ Ἰσραήλ. Ἀντὶ τῶν μεγάλων
εὐεργεσιῶν, ποὺ σοῦ ἔκαμα, ὥστε
νὰ σὲ ἐκλέξω μέσα ἀπὸ τὸν
λαόν σου καὶ νὰ σὲ ἀνεβάσω καὶ
νὰ σὲ ἀναδείξω βασιλιᾶ (τῶν
δέκα φυλῶν) τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ
μου· |
8
Καὶ ἔρρηξα σὺν τὸ βασίλειον
ἀπὸ τοῦ οἴκου Δαυὶδ καὶ
ἔδωκα αὐτό σοι καὶ οὐκ ἐγένου
ὡς ὁ δοῦλός μου Δαυίδ, ὃς
ἐφύλαξε τὰς ἐντολάς μου καὶ
ὃς ἐπορεύθη ὀπίσω μου ἐν
πάσῃ καρδίᾳ αὐτοῦ ποιῆσαι
ἕκαστος τὸ εὐθὲς ἐν ὄψθαλμοῖς
μου. |
8
Διέρρηξα τὸ βασίλειον τοῦ οἴκου
Δαυὶδ καὶ ἔδωσα αὐτὸ εἰς
σέ. Σὺ ὅμως δὲν ἀνεδείχθης,
ὅπως ὁ δοῦλος μου ὁ Δαυίδ, ὁ
ὁποῖος ἐτήρησε τὰς ἐντολάς
μου καὶ μὲ ἠκολούθησε μὲ ὅλην
του τὴν καρδίαν, ὥστε νὰ πράττῃ
τὸ ὀρθὸν πάντοτε ἐνώπιόν
μου. |
8
διὰ τὸν λόγον δὲ αὐτὸν ἔσχισα
καὶ διῄρεσα τὸ βασίλειον τοῦ
οἴκου τοῦ Δαβίδ (καὶ τὸ ἐπῆρα
ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους του) καὶ
τὸ ἔδωκα εἰς σέ· σὺ δὲν ἀπεδείχθης
πιστὸς ὅπως ὁ δοῦλος μου ὁ Δαβίδ,
ὁ ὁποῖος ἐτήρησε τὶς ἐντολές
μου καὶ μὲ ἀκολούθησε μὲ ὅλην
τὴν καρδιά του, ὥστε νὰ συμπεριφερθῇ
μὲ εἰλικρίνειαν, πιστότητα καὶ ἀφοσίωσιν
πρὸς ἐμέ, νὰ κάμῃ καὶ αὐτὸς
καὶ κάθε ὑπήκοός του τὸ πρέπον ἀπέναντί
μου· |
9
Καὶ ἐπονηρεύσω τοῦ ποιῆσαι παρὰ
παντός, ὅσοι ἐγένοντο εἰς πρόσωπόν
σου καὶ ἐπορεύθης καὶ ἐποίησας
σεαυτῷ θεοὺς ἑτέρους χωνευτὰ
τοῦ παροργίσαι με καὶ ἐμὲ ἔρριψας
ὀπίσω σώματός σου·
|
9
Σὺ ὅμως διέπραξες πονηρίας μεγαλυτέρας
ἀπὸ ὅλους τοὺς Ἰσραηλίτας,
οἱ ὁποῖοι εἶχαν ζήσει προηγουμένως
ἀπὸ σέ. Ἐπορεύθης καὶ
κατεσκεύασες ἄλλους θεοὺς ἀπὸ
μέταλλον, ποὺ ἐχύθη εἰς εἰδικὸν
καλούπι, ὥστε νὰ μὲ ἐξοργίσῃς
ἐναντίον σου, ἐπειδὴ μὲ ἐπέταξες
ἔτσι ὄπισθέν σου. |
9
καὶ ἐπὶ πλέον σὺ ἀσέβησες
περισσότερον ἀπὸ ὅλους, ὅσοι ἔζησαν
πρὶν ἀπὸ σέ, καὶ ἐπροχώρησες
τόσον, ὥστε νὰ κατασκευάσῃς διὰ τὸν
ἑαυτόν σου ἄλλους θεοὺς καὶ
εἴδωλα ἀπὸ χωνευτὰ μέταλλα καὶ
νὰ προκαλέσῃς ἔτσι τὴν ὀργήν
μου, καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον
ὕβρισες καὶ ἐπεριφρόνησες ἐμέ, τὸν
μόνον ἀληθινὸν Θεόν, μὲ τὸ νὰ
μοῦ γυρίσῃς τὴν πλάτην σου!
|
10
διὰ τοῦτο ἐγὼ ἄγω κακίαν
πρός σε εἰς οἶκον Ἱεροβοάμ·
ἐξολοθρεύσω τοῦ Ἱεροβοὰμ οὐροῦντα
πρὸς τοῖχον ἐχόμενον καὶ ἐγκαταλελειμμένον
ἐν Ἰσραὴλ καὶ ἐπιλέξω
οἴκου Ἱεροβοάμ, καθὼς ἐπιλέγεται
ἡ κόπρος, ὡς τελειωθῆναι αὐτόν·
|
10
Διὰ τοῦτο ἐγὼ ἀποστέλλω
τιμωρίαν ἐναντίον σου καὶ ἐναντίον
τοῦ οἴκου Ἱεροβοάμ. Θὰ ἐξολοθρεύσω
ἀπὸ τὴν οἰκογένειαν τοῦ
Ἱεροβοὰμ κάθε ἀρσενικόν, δοῦλον
ἢ ἐλεύθερον. Θὰ σαρώσω τὴν
οἰκογένειαν τοῦ Ἱεροβοάμ, ὅπως
σαρώνεται ἡ κόπρος, ἕως ὅτου
θὰ ὁλοκληρωθῇ ἡ καταστροφή της.
|
10
Διὰ τοὺς λόγους αὐτοὺς ἐγώ,
νά· θὰ καταφέρω τιμωρίαν (θὰ προξενήσω καταστροφὴν)
εἰς τὴν οἰκογένειαν τοῦ Ἱεροβοάμ.
Θὰ ἐζολοθρεύσω ἀπὸ τὴν
δυναστείαν τοῦ Ἱεροβοὰμ ὅλους τοὺς
ἀρσενικοὺς ἀπογόνους, ὅλους, ὅσοι
εἶναι δοῦλοι ἢ ἐλεύθεροι καὶ
κατοικοῦν μεταξὺ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ. Θὰ καθαρίσω δὲ καὶ θὰ
σαρώσω ὁλοσχερῶς τὴν οἰκογένειαν τοῦ
Ἱεροβοάμ, ὅπως καθαρίζεται καὶ σαρώνεται
ἡ κοπριά, μέχρις ὅτου δὲν θὰ
μείνῃ κανένας ἀπολύτως ἀπὸ τοὺς
ἀπογόνους τῆς δυναστείας του.
|
11
οἱ τεθνηκότες τοῦ Ἱεροβοὰμ ἐν
τῇ πόλει, καταφάγονται οἱ κύνες,
καὶ τὸν τεθνηκότα ἐν τῷ ἀγρῷ
καταφάγονται τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ,
ὅτι Κύριος ἐλάλησε.
|
11
Ὅσοι ἐκ τῆς οἰκογενείας τοῦ
Ἱεροβοὰμ ἀποθνήσκουν μέσα εἰς
τὴν πόλιν, θὰ κατατρώγωνται ἀπὸ
τοὺς κύνας. Ἐκεῖνος δὲ ὁ
ὁποῖος πεθαίνει εἰς τὸν ἀγρόν,
θὰ κατατρώγεται ἀπὸ τὰ πετεινὰ
τοῦ οὐρανοῦ. Αὐτὰ θὰ γίνουν,
διότι ὁ Κύριος τὰ προανήγγειλε.
|
11
Ὅσοι ἀποθνήσκουν ἀπὸ τὴν οἰκογένειαν
τοῦ Ἱεροβοὰμ μέσα εἰς τὴν πόλιν,
(δὲν θὰ τοὺς ἐνταφιάζῃ
κανείς, ἀλλὰ) θὰ κατατρώγωνται ἀπὸ
τὰ σκυλιά· καὶ ὅσοι ἀποθνήσκουν
ἔξω εἰς τὰ χωράφια, θὰ κατατρώγωνται
ἀπὸ τὰ ὄρνια>. Αὐτὰ
ὅλα θὰ γίνουν, διότι τὸ εἶπεν ὁ
Κύριος. |
12
Καὶ σὺ ἀναστᾶσα πορεύθητι εἰς
τὸν οἶκον σου· ἐν τῷ εἰσέρχεσθαι
πόδα σου τὴν πόλιν, ἀποθανεῖται
τὸ παιδάριον· |
12
Σύ, λοιπόν, σήκω τώρα καὶ πήγαινε
εἰς τὸν οἶκον σου. Τὴν ὥραν,
δὲ κατὰ τὴν ὁποίαν τὸ
πόδι σου θὰ πατήσῃ εἰς τὴν
πόλιν, τὸ παιδί σου θὰ ἀποθάνῃ.
|
12
Σὺ δέ, γυναῖκα τοῦ Ἱεροβοάμ,
σήκω τώρα καὶ πήγαινε πίσω εἰς τὸ σπίτι
σου. Καὶ μόλις πατήσῃς τὸ πόδι σου
εἰς τὴν πόλιν (Σαριρά), θὰ ἀποθάνῃ
τὸ μικρὸ παιδί σας. |
13
καὶ κόψονται αὐτὸν πᾶς Ἰσραὴλ
καὶ θάψουσιν αὐτόν, ὅτι οὗτος
μόνος εἰσελεύσεται τῷ Ἱεροβοὰμ
πρὸς τάφον, ὅτι εὑρέθη ἐν
αὐτῷ ρῆμα καλὸν περὶ τοῦ
Κυρίου Θεοῦ Ἰσραὴλ ἐν οἴκῳ
Ἱεροβοάμ. |
13
Θὰ θρηνήσουν αὐτὸ ὅλοι οἱ
Ἰσραηλῖται καὶ θὰ τὸ θάψουν,
διότι αὐτὸ μόνον ἀπὸ τὴν
οἰκογένειαν τοῦ Ἱεροβοὰμ θὰ
ταφῇ κανονικὰ εἰς τὸν τάφον,
ἐπειδὴ δι' αὐτὸ εὑρέθη
κάποιος καλὸς λόγος παρὰ Κυρίου
τοῦ Θεοῦ τοῦ Ἰσραὴλ μεταξὺ
ὅλης τῆς οἰκογενείας Ἱεροβοάμ.
|
13 Καὶ θὰ τὸν
θρηνήσουν ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται καὶ
θὰ τὸν ἐνταφιάσουν. Διότι ἀπὸ
ὅλην τὴν οἰκογένειαν τοῦ Ἱεροβοὰμ
μόνον αὐτὸς θὰ ἐνταφιασθῇ ὅπως
πρέπει, ἐπειδὴ τὸ μικρὸν αὐτὸ
παιδὶ ἦταν τὸ μόνον ἀθῶον καὶ
εὑρέθη περὶ αὐτοῦ εὐχάριστος
προφητεία ἐκ μέρους τοῦ Κυρίου, τοῦ Θεοῦ
τοῦ Ἰσραήλ, μεταξὺ ὅλης τῆς
οἰκογενείας τοῦ Ἱεροβοάμ.
|
14
Καὶ ἀναστήσει Κύριος ἑαυτῷ
βασιλέα ἐπὶ Ἰσραήλ, ὃς
πλήξει τὸν οἶκον Ἱεροβοὰμ ταύτῃ
τῇ ἡμέρᾳ· καὶ τί
καὶ νῦν; |
14
Ὁ ἴδιος δὲ ὁ Κύριος θὰ
ἀναδείξῃ ἄλλο
βασιλέα εἰς τὰς δέκα φυλὰς
τοῦ Ἰσραήλ, ὁ ὁποῖος θὰ
κτυπήσῃ ἀποφασιστικὰ τὸν οἶκον
τοῦ Ἱεροβοὰμ κατὰ τὴν ἡμέραν
ἐκείνην. Ἀλλὰ τί λέγω;
Ἔχει ἤδη ἀρχίσει ἡ τιμωρία
αὐτή. |
14
Ἐπὶ πλέον ὁ ἴδιος ὁ Κύριος θὰ
ἀναδείξῃ καὶ θὰ ἐγκαθιδρύσῃ
βασιλιᾶ διὰ τὸν Ἰσραηλιτικὸν
λαόν (τὶς δέκα φυλές), ὁ ὁποῖος θὰ
κτυπήσῃ καὶ θὰ ἀποκληρώσῃ τὴν
οἰκογένειαν τοῦ Ἱεροβοάμ, ὅταν ἔλθῃ
ἡ ἡμέρα τῆς ἐκδικήσεως ἐκ μέρους
τοῦ Κυρίου. Ἀλλὰ τί εἶναι αὐτὰ
ποὺ λέγω; Ἤδη τὸ πρᾶγμα αὐτό,
ἡ τιμωρία, ἄρχισε! |
15
Κύριος πλήξει τὸν Ἰσραήλ,
καθὰ κινεῖται ὁ ἄνεμος ἐν τῷ
ὕδατι, καὶ ἐκτελεῖ τὸν Ἰσραὴλ
ἀπὸ ἄνω τῆς χθονὸς τῆς
ἀγαθῆς ταύτης, ἧς ἔδωκε τοὺς
πατράσιν αὐτῶν, καὶ λικμήσει
αὐτοὺς ἀπὸ πέραν τοῦ ποταμοῦ·
ἀνθ' οὖ ὅσον ἐποίησαν τὰ
ἄλση αὐτῶν παροργίζοντες τὸν
Κύριον· |
15
Ὁ Κύριος θὰ πλήξῃ τὸν
ἰσραηλιτικὸν λαόν, ὅπως ἀναταράσσει
ἡ θύελλα τὰ ὕδατα, καὶ θὰ
ξερριζώσῃ τὸ βασίλειον τοῦ Ἰσραὴλ
ἀπὸ αὐτὴν τὴν γῆν τὴν
εὔφορον καὶ γόνιμον, τὴν ὁποίαν
ἔδωκεν εἰς τοὺς προπάτοράς του,
καὶ θὰ τοὺς διασκορπίσῃ πέραν
ἀπὸ τὸν ποταμὸν Εὐφράτην.
Τοῦτο δέ, διότι οἰκοδόμησαν
εἰδωλικοὺς ναοὺς καὶ κατεσκεύασαν
εἴδωλα μέσα εἰς ἱερὰ ἄλση
καὶ παρώργισαν ἔτσι τὸν Κύριον.
|
15
Διότι ὁ Κύριος θὰ κτυπήσῃ καὶ θὰ
τιμωρήσῃ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν
τόσον βίαια, ὅσον φυσᾷ καὶ σινταράσσει ἡ
θύελλα τὰ ὕδατα, καὶ θὰ ξερριζώσῃ
τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν ἀπὸ
τὴν εὔφορον αὐτὴν (βόρειον καὶ
κεντρικήν) περιοχὴν τῆς Παλαιστίνης, τὴν
ὁποίαν ἔδωκεν εἰς τοὺς προπάτορές
των, καὶ θὰ τοὺς διασκορπίσῃ ὡς
αἰχμαλώτους πέραν τοῦ Εὐφράτη ποταμοῦ.
Τοῦτο θὰ γίνῃ, ἐπειδὴ κατεσκεύασαν
εἴδωλα καὶ θυσιαστήρια εἰς ἱερὰ
ἄλση καὶ ἔτσι ἐπροκάλεσαν τὴν
ὀργὴν τοῦ Κυρίου. |
16
καὶ παραδώσει Κύριος τὸν Ἰσραὴλ
χάριν ἁμαρτιῶν Ἱεροβοάμ, ὃς
ἥμαρτε καὶ ὃς ἐξήμαρτε
τὸν Ἰσραήλ.
|
16
Θὰ παραδώσῃ δὲ ὁ Κύριος
τὸν ἰσραηλιτικὸν λαόν εἰς αὐτὰς
τὰς τιμωρίας ἐξ αἰτίας τῶν
ἁμαρτιῶν τοῦ Ἱεροβοάμ, ὁ
ὁποῖος ἡμάρτησεν ὁ ἴδιος,
ἀλλὰ καὶ τὸν ἰσραηλιτικὸν
λαὸν παρέσυρεν εἰς ἁμαρτίαν>.
|
16
Καὶ ὁ Κύριος θὰ παραδώσῃ εἰς
τὴν τιμωρίαν αὐτὴν τὸν Ἰσραηλιτικὸν
λαὸν ἕνεκα τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ
Ἱεροβοάμ, ὁ ὁποῖος καὶ ὁ
ἴδιος ἁμάρτησε, ὠδήγησε δὲ
ταυτοχρόνως καὶ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν
εἰς τὴν μεγάλην ἁμαρτίαν τῆς εἰδωλολατρίας>.
|
17
Καὶ ἀνέστη ἡ γυνὴ Ἱεροβοὰμ
καὶ ἐπορεύθη εἰς γῆν Σαριρά·
καὶ ἐγένετο ὡς εἰσῆλθεν
ἐν τῷ προθύρῳ τοῦ οἴκου
καὶ τὸ παιδάριον ἀπέθανε.
|
17
Ἡ γυνὴ τοῦ Ἱεροβοὰμ ἐσηκώθη
καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὴν πόλιν
Σαριρά. Ὅταν δὲ εἰσῆλθον εἰς
τὸ κατώφλι τοῦ σπιτιοῦ της, τὸ
παιδὶ ἀπέθανε. |
17
Κατόπιν αὐτῶν ἡ γυναῖκα τοῦ
Ἱεροβοὰμ ἐσηκώθη, ἀνεχώρησε
καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὴν πόλιν Σαριρά.
Συνέβη δὲ τοῦτο· εὐθὺς μόλις ἐπάτησε
τὸ πόδι της εἰς τὸ κατώφλι τοῦ
σπιτιοῦ της, τὸ μικρὸν παιδί της ἀπέθανε.
|
18
Καὶ ἔθαψαν αὐτὸν καὶ ἐκόψαντο
αὐτὸν πᾶς Ἰσραήλ, κατὰ
τὸ ρῆμα Κυρίου, ὃ ἐλάλησεν
ἐν χειρὶ δούλου αὐτοῦ Ἀχιὰ
τοῦ προφήτου.
|
18
Ἔθαψαν αὐτὸ καὶ τὸ ἐθρήνησαν
ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται σύμφωνα μὲ
τὸν λόγον, τὸν ὁποῖον εἶπεν
ὁ Κύριος διὰ τοῦ δούλου αὐτοῦ
τοῦ προφήτου Ἀχιά.
|
18
Καὶ ἔθαψαν τὸ παιδὶ τοῦ Ἱεροβοὰμ
καὶ τὸ ἐθρήνησεν ὅλος ὁ
Ἰσραηλιτικὸς λαός, σύμφωνα μὲ τὸν
λόγον τοῦ Κυρίου, τὸν ὁποῖον εἶπε
διὰ τοῦ δούλου του, τοῦ προφήτου Ἀχιά.
|
19
Καὶ περισσὸν ρημάτων Ἱεροβοάμ,
ὅσα ἐπολέμησε καὶ ὅσα ἐβασίλευσεν,
ἰδοὺ αὐτὰ γεγραμμένα ἐπὶ
βιβλίου ρημάτων τῶν ἡμερῶν τῶν
βασιλέων Ἰσραήλ.
|
19
Τὰ δὲ ἄλλα ἔργα τοῦ Ἱεροβοάμ,
τὰ πολεμικά του ἔργα καὶ ὅσα
ἄλλα ἔργα ἔκαμε κατὰ τὸ διάστημα
τῆς βασιλείας του, ὅλα αὐτὰ
εἶναι γραμμένα εἰς τὸ βιβλίον,
ποὺ ἐπιγράφεται <ἔργα καὶ
ἡμέραι τῶν βασιλέων τοῦ Ἰσραήλ>.
|
19
Τὰ δὲ ὑπόλοιπα ἔργα τοῦ βασιλιᾶ
Ἱεροβοάμ, οἱ πόλεμοι ποὺ ἐπολέμησε
καὶ τὰ ἄλλα ἔργα, ποὺ ἔκαμεν
ὡς βασιλιᾶς, ἰδοὺ ὅλα αὐτὰ
εἶναι γραμμένα εἰς τὸ βιβλίον τῶν
<Χρονικῶν (ἢ Ἔργα καὶ Ἡμέραι)
τῶν βασιλέων (τοῦ βασιλείου) τοῦ Ἰσραήλ>.
|
20
Καὶ αἱ ἡμέραι, ἃς ἐβασίλευσεν
Ἱεροβοὰμ εἴκοσι δύο ἔτη·
καὶ ἐκοιμήθη μετὰ τῶν πατέρων
αὐτοῦ καὶ ἐβασίλευσε Ναβὰτ
υἱὸς αὐτοῦ ἀντ' αὐτοῦ.
|
20
Τὰ ἔτη δέ, κατὰ τὰ ὁποῖα
ἐβασίλευσεν ὁ Ἱεροβοάμ, ἀνῆλθαν
εἰς εἴκοσι δύο. Ἀπέθανε καὶ
ἐτάφη μὲ τοὺς πατέρας αὐτοῦ
καὶ τὸν διεδέχθη εἰς τὸν βασιλικὸν
θρόνον ὁ υἱός του, ὁ Ναβάτ.
|
20
Ὅλα δὲ τὰ ἔτη, ποὺ ἐβασίλευσεν
ὁ Ἱεροβοάμ, ἦσαν εἴκοσι δύο
χρόνια. Καὶ ὁ Ἱεροβοὰμ ἀπέθανε
καὶ προσετέθη εἰς τοὺς ἀποθαμένους
προγόνους του. Ἐβασίλευσε δὲ ὡς διάδοχός
του ὁ Ναβάτ, ὁ υἱός του.
|
21
Καὶ Ροβοὰμ υἱὸς Σαλωμὼν ἐβασίλευσεν
ἐπὶ Ἰούδαν· υἱὸς
τεσσαράκοντα καὶ ἑνὸς ἐνιαυτῶν
Ροβοὰμ ἐν τῷ βασιλεύειν αὐτὸν
καὶ ἐπτακαίδεκα ἔτη ἐβασίλευσεν
ἐν Ἱερουσαλὴμ τῇ πόλει, ἣν
ἐξελέξατο Κύριος θέαθαι τὸ ὄνομα
αὐτοῦ ἐκεῖ ἐκ πασῶν φύλων
τοῦ Ἰσραήλ· καὶ τὸ ὄνομα
τῆς μητρὸς αὐτοῦ Νααμὰ ἡ
Ἀμμωνῖτις. |
21
Βασιλεὺς εἰς τὸ βασίλειον τοῦ
Ἰούδα ἦτο τότε ὁ Ροβοάμ,
ὁ υἱὸς τοῦ Σολομῶντος. Τεσσαράκοντα
καὶ ἑνὸς ἐτῶν ἦτο, ὅταν
αὐτὸς ἀνῆλθεν εἰς τὸν
βασιλικὸν θρόνον. Ἐβασίλευσε δεκαεπτὰ
ἔτη εἰς τὴν πόλιν Ἱερουσαλήμ,
τὴν ὁποίαν ὁ Κύριος ἐξέλεξεν
ἀπὸ ὅλας τὰς ἰσραηλιτικὰς
πόλεις, διὰ νὰ δοξάζεται καὶ
λατρεύεται ἐκεῖ τὸ Ὄνομά
του. Τὸ ὄνομα τῆς μητρὸς τοῦ
Ροβοὰμ ἦτο Νααμά. Αὐτὴ δὲ
κατήγετο ἀπὸ τὴν φυλὴν τῶν
Ἀμμωνιτῶν. |
21
Ὁ δὲ Ροβοάμ, ὁ υἱὸς τοῦ
Σολομῶντος, ἐβασίλευσεν εἰς τό (νότιον)
βασίλειον τοῦ Ἰούδα. Ὁ Ροβοὰμ ἦταν
σαράντα ἑνός (41) ἐτῶν, ὅταν
ἀνέβη εἰς τὸν θρόνον, ἐβασίλευσε δὲ
δεκαεπτά (17) χρόνια εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ,
τὴν ὁποῖαν ὁ Κύριος ἐδιάλεξε
ἀπὸ ὅλες τὶς πόλεις τῶν δώδεκα
φυλῶν τοῦ Ἰσραήλ, διὰ νὰ κτισθῇ
ἐκεῖ ὁ Ναός του καὶ νὰ
λατρεύεται τὸ Ὄνομά του. Τὸ ὄνομα
τῆς μητέρας τοῦ Ροβοὰμ ἦταν Νααμά,
αὐτὴ δὲ ἦταν Ἀμμωνίτισσα.
|
22
Καὶ ἐποίησε Ροβοὰμ τὸ πονηρὸν
ἐνώπιον Κυρίου καὶ παρεζήλωσεν
αὐτὸν ἐν πᾶσιν, οἷς ἐποίησαν
οἱ πατέρες αὐτῶν ἐν ταῖς
ἁμαρτίαις αὐτῶν, αἷς ἥμαρτον,
|
22
Καὶ ὁ Ροβοὰμ διέπραξεν ἐπίσης
πονηρὰ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου καὶ
ἐξώργισε τὸν Θεὸν ἐναντίον
του περισότερον, ἀπὸ ὅσον τὸν
εἶχαν ἐξοργίσει οἱ προπάτορές
του μὲ τὰς ἰδικάς των ἁμαρτίας,
τὰς ὁποίας εἶχαν διαπράξει.
|
22
Καὶ ὁ Ροβοάμ (κατ' ἄλλην γραφήν: Ὁ
Ἰούδας = ὁ λαὸς τοῦ βασιλείου τοῦ
Ἰούδα) παρεσύρθη εἰς παρεκτροπὲς καὶ
ἁμαρτωλὲς πράξεις καὶ ἔκαμεν ἐκεῖνο,
τὸ ὁποῖον εἶναι πονηρὸν εἰς
τὰ μάτια τοῦ Κυρίου· κατήντησεν εἰς τὴν
εἰδωλολατρίαν. Μὲ τὴν εἰδωλολατρίαν
αὐτὴν ἐκίνησε τὴν ζηλοτυπίαν τοῦ
μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ τὸν
ἐρέθισε περισσότερον ἀπὸ ὅ,τι
τὸν εἶχαν ἐξοργίσει οἱ προπάτορές
του μὲ τὶς ἰδικές των ἁμαρτίες,
ποὺ διέπραξαν. |
23
καὶ ᾠκοδόμησαν ἑαυτοῖς ὑψηλὰ
καὶ στήλας καὶ ἄλση ἐπὶ
πάντα βουνὸν ὑψηλὸν καὶ ὑποκάτω
παντὸς ξύλου συσκίου,
|
23
Αὐτοὶ ἐξέλεξαν ὑψώματα,
ὅπου ἔστησαν εἰδωλικὰς στήλας
καὶ ἀγάλματα εἰδωλικῶν θεῶν
εἰς κάθε ὑψηλὸν λόφον καὶ
κάτω ἀπὸ εὐσκιόφυλλα δένδρα.
|
23
Διότι ἔκτισαν διὰ τοὺς ἑαυτούς
των θυσιαστήρια καὶ εἰδωλολατρικὲς στῆλες
(ὀβελίσκους) καὶ ἔστησαν ἀγάλματα
(λίθινες στῆλες) τῆς βδελυκτῆς θεᾶς
Ἀστάρτης εἰς κάθε ὑψηλὸν λόφον καὶ
κάτω ἀπὸ κάθε βαθύσκιον δένδρον.
|
24
καὶ σύνδεσμος ἐγενήθη ἐν τῇ
γῇ, ἐποίησαν ἀπὸ πάντων
τῶν βδελυγμάτων τῶν ἐθνῶν, ὧν
ἐξῇρε Κύριος ἀπὸ προσώπου
υἱῶν Ἰσραήλ.
|
24
Ἔτσι ὁλόκληρος ἡ χώρα παρεσύρθη
εἰς τὴν εἰδωλολατρείαν καὶ ἀποστασίαν,
διότι κατεσκεύασαν συχαμερὰ εἴδωλα
ὅλων τῶν εἰδωλικῶν θεοτήτων,
ποὺ εἶχαν τὰ ἄλλα ἔθνη, καὶ
τὰ ὁποῖα εἴδωλα ὁ Κύριος
εἶχεν ἐξαφανίσει ἐκ μέσου τῶν
Ἰσροηλιτῶν. |
24
Μὲ ὅλα αὐτὰ ἡ χώρα τοῦ
βασιλείου τοῦ Ἰούδα ἀπεστάτησεν, ἔγινε
εἰδωλολατρική, διότι κατεσκεύασαν εἴδωλα
ὅλων τῶν βδελυρῶν καὶ σιχαμερῶν
θεοτήτων τῶν ἄλλων εἰδωλολατρικῶν
λαῶν, τὰ ὁποῖα (εἴδωλα) ὁ
Κύριος καὶ Θεὸς εἶχεν ἑξαφανίσει,
καθὼς οἱ Ἰσραηλῖται εἰσέβαλαν
εἰς τὴν Παλαιστίνην. |
25
Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἐνιαυτῷ
τῷ πέμπτῳ βασιλεύοντος Ροβοάμ,
ἀνέβη Σουσακὶμ βασιλεὺς Αἰγύπτου
ἐπὶ Ἱερουσαλὴμ
|
25
Κατὰ τὸ πέμπτον ἔτος τῆς βασιλείας
τοῦ Ροβοὰμ ἀνέβη ἀπὸ τὴν
Αἴγυπτον ὁ βασιλεὺς Σουσακὶμ καὶ
εἰσῆλθεν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
|
25
Συνέβη δὲ τοῦτο: Κατὰ τὸ πέμπτον ἔτος
τῆς βασιλείας τοῦ Ροβοὰμ ἐβάδισεν
ὁ Σουσακίμ, ὁ βασιλιᾶς τῆς Αἰγύπτου,
ἐνάντιον τῆς Ἱερουσαλήμ. |
26
καὶ ἔλαβε πάντας τοὺς θησαυροὺς
οἴκου Κυρίου καὶ τοὺς θησαυροὺς
οἴκου τοῦ βασιλέως καὶ τὰ δόρατα
τὰ χρυσᾶ, ἃ ἔλαβε Δαυὶδ ἐκ
χειρὸς τῶν παίδων Ἀδραζάρ βασιλέως
Σουβά, καὶ εἰσήνεγκεν αὐτὰ
εἰς Ἱερουσαλὴμ τὰ πάντα, ἃ
ἔλαβεν, ὅπλα τὰ χρυσᾶ, ὅσα ἐποίησε
Σαλωμών, καὶ ἀπήνεγκεν αὐτὰ
εἰς Αἴγυπτον. |
26
Νικητὴς δὲ καθὼς ἦτο, ἐπῆρεν
ὅλους τοὺς θησαυροὺς ἀπὸ τὸν
ναὸν τοῦ Κυρίου καὶ τοὺς θησαυροὺς
ἀπὸ τὸ ἀνάκτορον τοῦ βασιλέως
καὶ τὰ χρυσᾶ δόρατα, τὰ ὁποῖα
ὁ Δαυὶδ εἶχε πάρει ἀπὸ
τὰ χέρια τῶν δούλων τοῦ Ἀδραζάρ,
βασιλέως Σουβά, καὶ τὰ ὁποῖα
εἶχε φέρει εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
Ὅλα αὐτὰ τὰ ἐπῆρεν ὁ
Σουσακίμ, ὅπλα χρυσᾶ ὅσα ἔκαμεν
ὁ Σολομών, καὶ τὰ ἔφερεν εἰς
τὴν Αἴγυπτον. |
26
Ὁ Σουσακὶμ ὡς νικητὴς ἅρπαξε
ὅλους τοὺς θησαυροὺς τοῦ Ναοῦ
τοῦ Θεοῦ καὶ ὅλους τοὺς θησαυροὺς
τοῦ βασιλικοῦ παλατιοῦ· ἐπίσης ἅρπαξε
καὶ τὰ χρυσᾶ δόρατα, τὰ ὁποῖα
ἐπῆρε ὁ Δαβὶδ ἀπὸ τὰ
χέρια τῶν δούλων τοῦ Ἀδραζάρ, βασιλιᾶ
τῆς Σουβά, καὶ τὰ ὁποῖα ἔφερεν
εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ. Ὁ Σουσακὶμ
ὅλα αὐτὰ καὶ τὰ χρυσὰ
ὅπλα, ὅσα κατεσκεύασεν ὁ Σολομών, τὰ
ἐπῆρε καὶ τὰ μετέφερεν εἰς τὴν
Αἴγυπτον. |
27
Καὶ ἐποίησε Ροβοὰμ ὁ βασιλεὺς
ὅπλα χαλκᾶ ἀντ' αὐτῶν. Καὶ
ἐπέθεντο ἐπ' αὐτὸν οἱ
ἡγούμενοι τῶν παρατρεχόντων οἱ
φυλάσσοντες τὸν πυλῶνα οἴκου βασιλέως.
|
27
Ὁ Ροβοὰμ κατεσκεύασεν ἀντὶ αὐτῶν
τῶν χρυσῶν ὅπλων χάλκινα ὅπλα.
Αὐτὰ δὲ οἱ ἀρχηγοὶ τῆς
βασιλικῆς σωματοφυλακῆς, οἱ ὁποῖοι
ἐφρουροῦσαν τὴν πύλην τοῦ βασιλικοῦ
ἀνακτόρου, τὰ ἐτοποθέτησαν εἰς
τὴν θέσιν, ὅπου προηγουμένως ὑπῆρχον
τὰ χρυσᾶ ὅπλα. |
27
Ὁ βασιλιᾶς Ροβοὰμ εἰς ἀντικατάστασιν
τῶν χρυσῶν αὐτῶν ὅπλων κατεσκεύασεν
ὅπλα χάλκινα. Αὐτὰ δὲ τὰ ἐτοποθέτησαν
οἱ ἀρχηγοὶ τῆς βασιλικῆς σωματοφυλακῆς,
ποὺ ἐφρουροῦσαν τὴν εἴσοδον
τοῦ βασιλικοῦ παλατιοῦ, εἰς τὴν
θέσιν τῶν χρυσῶν ὅπλων (ἢ κατ' ἄλλην
ἑρμηνείαν: Αὐτὰ δὲ τὰ ὅπλα
τὰ παρέδωσεν (ἀνέθεσεν) εἰς τὰ
χέρια τῶν ἀρχηγῶν τῆς φρουρᾶς,
ποὺ ἐφρουροῦσαν τὴν εἴσοδον
τοῦ βασιλικοῦ παλατιοῦ).
|
28
Καὶ ἐγένετο ὅτε εἰσεπορεύετο
ὁ βασιλεὺς εἰς οἶκον Κυρίου,
καὶ ᾖρον αὐτὰ οἱ παρατρέχοντες
καὶ ἀπηρείδοντο αὐτὰ εἰς
τὸ θεὲ τῶν παρατρεχόντων.
|
28
Κάθε φορὰν δὲ ποὺ ὁ βασιλεὺς
ἐν ἐπισήμῳ πομπῇ εἰσήρχετο
εἰς τὸν ναὸν τοῦ Κυρίου, οἱ
σωματοφύλακες οἱ συνοδεύοντες αὐτὸν
ἐλάμβανον τὰ ὅπλα. Μετὰ δὲ
τὴν ἐπίσημον πομπήν, τὰ ἐτοποθετοῦσαν
πάλιν εἰς τὴν αἴθουσαν τῶν φρουρῶν.
|
28
Καὶ κάθε φοράν, ποὺ ὁ βασιλιᾶς ἔμπαινε
ἐπισήμως εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Θεοῦ,
ἔπαιρναν τὰ χάλκινα αὐτὰ ὅπλα
οἱ σωματοφύλακές του· μετὰ δὲ τὴν
πομπὴν τὰ ἐπέστρεφαν πάλιν εἰς τὰ
δωμάτια τῶν φρουρῶν. |
29
Καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων Ροβοὰμ
καὶ πάντα, ἃ ἐποίησεν, οὐκ
ἰδοὺ ταῦτα γεγραμμένα ἐν βιβλίῳ
λόγων τῶν ἡμερῶν τοῖς βασιλεῦσιν
Ἰούδα; |
29
Τὰ ὑπόλοιπα ἔργα τοῦ Ροβοὰμ
καὶ ὅλα ὅσα ἔκαμεν, αὐτὰ
δὲν περιέχονται εἰς τὰ χρονικὰ
τῶν βασιλέων τοῦ βασιλείου Ἰούδα;
|
29
Τὰ δὲ ὑπόλοιπα ἔργα τοῦ βασιλιᾶ
Ροβοάμ, καὶ ὅλα ὅσα ἄλλα ἔκαμε,
δὲν εἶναι μήπως αὐτὰ γραμμένα εἰς
τὸ βιβλίον τῶν <Χρονικῶν (ἢ Ἔργα
καὶ Ἡμέραι) τῶν βασιλέων (τοῦ βασιλείου)
τοῦ Ἰούδα>; |
30
Καὶ πόλεμος ἦν ἀνὰ μέσον
Ροβοὰμ καὶ ἀνὰ μέσον Ἱεροβοὰμ
πάσας τὰς ἡμέρας.
|
30
Πόλεμος δὲ ὑπῆρχε μεταξὺ τοῦ
Ροβοὰμ καὶ τοῦ Ἱεροβοὰμ ὅλας
τὰς ἡμέρας τῆς βασιλείας των.
|
30
Ὑπῆρχε δὲ πόλεμος μεταξὺ τοῦ
Ροβοὰμ καὶ τοῦ Ἱεροβοὰμ συνεχῶς
ὅλες τὶς ἡμέρες τῆς βασιλείας
των. |
31
Καὶ ἐκοιμήθη Ροβοὰμ μετὰ τῶν
πατέρων αὐτοῦ καὶ θάπτεται μετὰ
τῶν πατέρων αὐτοῦ ἐν πόλει
Δαυίδ. Καὶ ἐβασίλευσεν Ἀβιοὺ
ὁ υἱὸς αὐτοῦ ἀντ' αὐτοῦ.
|
31
Ἀπέθανεν ὁ Ροβοὰμ καὶ ἐτάφη,
ὅπου εἶχον ταφῆ οἱ πατέρες του,
εἰς τὴν πόλιν Δαυίδ. Ἀντ' αὐτοῦ
δὲ ἔγινε βασιλεὺς ὁ υἱός
του, ὁ Ἀβιού. |
31
Καὶ ὁ Ροβοὰμ ἀπέθανε καὶ προσετέθη
εἰς τοὺς ἀποθαμένους προγόνους του καὶ
ἐτάφη μὲ τοὺς προπάτορές του εἰς τὴν
πόλιν τοῦ Δαβίδ. Ἐβασίλευσε δὲ ὡς
διάδοχός του ὁ Ἀβιού, ὁ υἱός
του. |