Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ιὰ
τοῦτο δεῖ περισσοτέρως ἡμᾶς
προσέχειν τοῖς ἀκουσθεῖσι, μὴ
ποτὲ παραρρυῶμεν. |
πειδὴ
ἀκριβῶς τόσον ἀσύγκριτα ἀνώτερος
εἶναι ὁ Υἱός, διὰ τοῦτο
πρέπει πολὺ περισσότερον νὰ προσέχωμεν
εἰς ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα ἠκούσαμεν
ἀπὸ τὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων,
ποὺ εἶναι ἰδικόν του κήρυγμα,
μήπως τυχὸν ποτὲ παρεκκλίνωμεν ἀπὸ
τὸν δρόμον τῆς σωτηρίας.
|
φοῦ
λοιπὸν τόσον ὑπέροχος εἶναι ὁ Υἱός,
δι’ αὐτὸ πρέπει καὶ ἡμεῖς περισσότερον
νὰ προσέχωμεν εἰς ἐκεῖνα, ποὺ
ἠκούσαμεν διὰ τοῦ κηρύγματος καὶ τὰ
ὁποῖα εἶναι λόγοι τοῦ Υἱοῦ
καὶ τῶν Ἀποστόλων του. Εἶναι ἐπείγουσα
ἀνάγκη νὰ προσέχωμεν, μήπως ἐξ ἀπροσεξίας
μᾶς συμβῇ νὰ παρασυρθῶμεν καὶ
πέσωμεν ἔξω. |
2
Εἰ γὰρ ὁ δι' ἀγγέλων λαληθεὶς
λόγος ἐγένετο βέβαιος, καὶ πᾶσα
παράβασις καὶ παρακοὴ ἔλαβεν ἔνδικον
μισθαποδοσίαν, |
2
Διότι ἐὰν ὁ παλαιὸς νόμος,
ποὺ ἐλέχθη εἰς τὸν Μωϋσὴν
διὰ μέσου τῶν ἀγγέλων, ἀπεδείχθη
ἔγκυρος καὶ ἰσχυρὸς καὶ κάθε
παράβασις αὐτοῦ καὶ παρακοὴ
ἔλαβε σὰν μισθόν της τὴν δικαίαν
τιμωρίαν, |
2
Ἀλλοίμονον δέ, ἐὰν πέσωμεν ἔξω. Διότι,
ἐὰν ὁ νόμος,
ποὺ ἐλέχθη εἰς τὸν Μωϋσῆν διὰ
μέσου ἀγγέλων, ἀπεδείχθη βέβαιος καὶ ἰσχυρὸς
καὶ πᾶσα παράβασίς του καὶ παρακοὴ
ἔλαβε δικαίαν ἀνταπόδοσιν καὶ τιμωρίαν,
|
3
πῶς ἡμεῖς ἐκφευξόμεθα τηλικαύτης
ἀμελήσαντες σωτηρίας; Ἥτις ἀρχὴν
λαβοῦσα λαλεῖσθαι διὰ τοῦ Κυρίου,
ὑπὸ τῶν ἀκουσάντων εἰς
ἡμᾶς ἐβεβαιώθη,
|
3
πῶς ἡμεῖς θὰ διαφύγωμεν τὴν
τιμωρίαν, ἐὰν παραμελήσωμεν μίαν
τόσον μεγάλην καὶ ἀνεκτίμητον
σωτηρίαν; Ἡ σωτηρία δὲ αὐτὴ
ἤρχισε νὰ διδάσκεται ἀπὸ αὐτὸν
τοῦτον τὸν Κύριον, παρεδόθη δὲ
εἰς ἡμᾶς ὡς κατὰ πάντα
βεβαία καὶ ἀξιόπιστος ἀπὸ
ἐκείνους, ποὺ τὴν ἤκουσαν κατ'
εὐθεῖαν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ
Κυρίου, δηλαδὴ ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους.
|
3
πῶς ἠμεῖς θὰ διαφύγωμεν τὴν
τιμωρίαν, ἐὰν ἀμελήσωμεν μίαν τόσον μεγάλην
καὶ σπουδαίαν σωτηρίαν; Ἡ σωτηρία αὐτὴ
δὲν ἐλέχθη δι’ ἀγγέλων, ὅπως
ὁ νόμος, ἀλλ’ ἀφοῦ ἤρχισε νὰ
κηρύττεται ἀπὸ αὐτὸν τὸν Κύριον,
μᾶς παρεδόθη ὡς βεβαία καὶ ἀξιόπιστος
ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους, ποὺ τὴν
ἤκουσαν ἀμέσως ἀπὸ τὸ στόμα
τοῦ Κυρίου. |
4
συνεπιμαρτυροῦντος τοῦ Θεοῦ σημείοις
τε καὶ τέρασι καὶ ποικίλαις δυνάμεσι
καὶ Πνεύματος Ἁγίου μερισμοῖς
κατὰ τὴν αὐτοῦ θέλησιν.
|
4
Ἐπεβεβαίωνε δὲ τὸ κήρυγμα τῶν
Ἀποστόλων καὶ αὐτὸς ὁ
Θεὸς μὲ θαύματα, μὲ καταπληκτικὰ
γεγονότα καὶ μὲ ποικίλας ὑπερφυσικὰς
δυνάμεις καὶ μὲ θεία χαρίσματα,
τὰ ὁποῖα τὸ Πνεῦμα τὸ
Ἅγιον ἐμοίραζεν εἰς τοὺς πιστοὺς
κατὰ τὴν θέλησιν τοῦ Θεοῦ.
|
4
Μαζὶ δὲ μὲ τὴν μαρτυρίαν τῶν
Ἀποστόλων ἐμαρτύρει καὶ ἐπεβεβαίωνε
τὸ κήρυγμα καὶ ὁ Θεὸς μὲ θαύματα
καὶ καταπληκτικὰ ἔργα καὶ ποικίλας
ὑπερφυσικὰς δυνάμεις καὶ θεία χαρίσματα,
τὰ ὁποῖα τὸ Ἅγιον Πνεῦμα
διεμοίραζεν εἲς τοὺς πιστοὺς σύμφωνα μὲ
τὴν θέλησιν τοῦ Θεοῦ.
|
5
Οὐ γὰρ ἀγγέλοις ὑπέταξε
τὴν οἰκουμένην τὴν μέλλουσαν,
περὶ ἧς λαλοῦμεν,
|
5
Ἡ ὑπεροχὴ τοῦ Χριστοῦ φαίνεται
καὶ ἐκ τοῦ γεγονότος, ὅτι ὁ
Θεὸς δὲν ὑπέταξεν εἰς τοὺς
ἀγγέλους τὸν μέλλοντα κόσμον,
ποὺ θὰ ἐγκαθιδρύετο ἀπὸ
τὸν Μεσσίαν καὶ περὶ τοῦ ὁποίου
κόσμου κάμνομεν τώρα λόγον, ἀλλὰ
τὸν ὑπέταξεν εἰς τὸν Χριστόν.
|
5
Πρέπει δὲ νὰ προσέξωμεν πολύ, ποῖος εἶναι
αὐτός, ποὺ μᾶς ἐκήρυξε τὴν σωτηρίαν
αὐτήν. Διότι ὁ Θεὸς δὲν ὑπέταξεν
εἰς ἀγγέλους τὸν νέον κόσμον, ὁ ὁποῖος
ἔμελλε νὰ ἐγκαθιδρυθῇ ὑπὸ
τοῦ Μεσσίου καὶ περὶ τοῦ ὁποίου
ὁμιλοῦμεν, ἀλλὰ τὸν ὑπέταξεν
εἰς αὐτόν. |
6
διεμερτύρατο δὲ πού τις λέγων·
τί ἐστιν ἄνθρωπος ὅτι μιμνήσκῃ
αὐτοῦ, ἢ υἱὸς ἀνθρώπου
ὅτι ἐπισκέπτῃ αὐτόν;
|
6
Παραστατικὰ δὲ κάποιος ἐμαρτύρυσεν
εἰς ἕνα χωρίον τῆς Γραφῆς, λέγων·
<Τί ἀξίαν ἔχει ὁ ἄνθρωπος,
ὥστε νὰ τὸν ἐνθυμῆσαι ἢ
τὸ τέκνον τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε
νὰ τὸν ἐπισκέπτεσαι μὲ τὴν
πατρικήν σου φροντίδα; |
6
Ἐμαρτύρησε δὲ κάποιος εἰς κάποιο μέρος τῆς
Γραφῆς καὶ εἶπε Κύριε, ποίαν ἀξίαν
ἔχει ὁ ἄνθρωπος, ὥστε νὰ τὸν
ἐνθυμῆσαι ἢ ὁ ἀπόγονος τοῦ
ἀνθρώπου, ὥστε νὰ τὸν ἐπισκέπτεσαι
καὶ νὰ φροντίζῃς δι’ αὐτόν;
|
7
Ἠλάττωσας αὐτὸν βραχύ τι παρ' ἀγγέλους,
δόξῃ καὶ τιμῇ ἐστεφάνωσας
αὐτόν, |
7
Τὸν ἔκαμες κατά τι κατώτερον ἀπὸ
τοὺς ἀγγέλους, μὲ δόξαν καὶ
τιμὴν ὡς βασιλέα τῆς κτίσεως
τὸν ἐστεφάνωσες. |
7
Τὸν ἔκαμες ὀλίγον τι κατώτερον ἀπὸ
τοὺς ἀγγέλους, μὲ δόξαν καὶ τιμὴν
τὸν ἐστεφάνωσες ὡς βασιλέα τῆς
φύσεως. |
8
πάντας ὑπέταξας ὑποκάτω τῶν
ποδῶν αὐτοῦ· ἐν γὰρ τῷ
ὑποτάξαι αὐτῷ τὰ πάντα
οὐδὲν ἀφῆκεν αὐτῷ ἀνυπότακτον.
Νῦν δὲ οὔπω ὁρῶμεν αὐτῷ
πάντα ὑποτεταγμένα·
|
8
Ὅλα ὑπέταξες κάτω ἀπὸ
τοὺς πόδας του>. Καὶ ἐφ' ὅσον
ὁ Θεὸς Πατὴρ ὑπέταξε εἰς
αὐτὸν τὰ πάντα, δὲν ἀφῆκε
τίποτε, ποὺ νὰ τοῦ μένῃ
ἀνυπότακτον. Τώρα ὅμως δὲν βλέπομεν
ἀκόμη νὰ εἶναι ὅλα ἀπολύτως
ὑποταγμένα εἰς τὸν ἐνανθρωπήσαντα
Υἱὸν τοῦ Θεοῦ.
|
8
Ὅλα ὑπέταξες κάτω ἀπὸ τὰ
πόδια τουῦ. Λοιπόν, ἀφοῦ ὑπέταξεν
εἰς αὐτὸν τὰ πάντα, δὲν ἀφῆκε
κανένα, πο νὰ μὴ τοῦ τὸ ὑπέταξε.
Τώρα ὅμως δὲν βλέπομεν ἀκόμη νὰ
εἶναι ὅλα ὑποτεταγμένα οὔτε εἰς
τὸν τέλειον ἐκπρόσωπον τῆς ἀνθρωπίνης
φύσεως Ἰησοῦν, ἀφοῦ καὶ αὐτὸς
δὲν ἀνεγνωρίσθη ἀπὸ ὅλους τοὺς
ἀνθρώπους ὡς βασιλεὺς καὶ λυτρωτὴς
καὶ ἡ Ἐκκλησία το διώκεται καὶ δοκιμάζεται.
|
9
τὸν δὲ βραχύ τι παρ' ἀγγέλους ἠλαττωμένον
βλέπομεν Ἰησοῦν διὰ τὸ πάθημα
τοῦ θανάτου δόξῃ καὶ τιμὴ
ἐστεφανωμένον, ὅπως χάριτι Θεοῦ
ὑπὲρ παντὸς γεύσηται θανάτου.
|
9
Τὸν δὲ Ἰησοῦν, ὁ ὁποῖος
ἐπὶ μικρὸν χρονικὸν διάστημα
ἔγινε κατώτερος ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους,
(ἐφ' ὅσον ἔπαθε καὶ ἀπέθανεν
ἐπὶ τοῦ σταυροῦ) τὸν βλέπομεν,
ὅτι ἀκριβῶς λόγῳ τοῦ παθήματος
τοῦ θανάτου, ἔχει στεφανωθῆ μὲ
δόξαν καὶ τιμήν· ἔπαθε δὲ
καὶ ἐγεύθη τὸ πικρὸν ποτήριον
τοῦ θανάτου διὰ τὴν χάριν, ποὺ
ηὐδόκησε νὰ κάμῃ ὁ Θεὸς
ὑπὲρ τῆς σωτηρίας τοῦ κάθε
ἀνθρώπου. |
9
Βλέπομεν δὲ τὸν Ἰησοῦν, ὁ ὁποῖος
ἐπὶ βραχὺ χρονικὸν διάστημα, κατὰ
τὸ ὁποῖον ἀπέθανε καὶ ἐτάφη,
ἔγινε κατώτερος ἀπὸ τοὺς ἀθανάτους
ἀγγέλους, ὅτι λόγῳ τοῦ παθήματος,
ποὺ τοῦ ἐπέφερε θάνατον, ἔχει στεφανωθῇ
μὲ δόξαν καὶ τιμήν. Καὶ ὑπέστη τὸ
πάθημα τοῦ θανάτου διὰ τὴν χάριν, ποὺ
εὐαρεστήθη ὁ Θεὸς νὰ δώσῃ εἰς
τὴν ἀνθρωπότητα. Διὰ νὰ συγχωρήσῃ
δηλαδὴ ὁ Θεὸς τὸ ἀνθρώπινον
γένος, ἐχρειάσθη ὁ Ἰησοῦς νὰ
γευθῇ τὸ πικρὸν τοῦ θανάτου ποτήριον
διὰ κάθε ἄνθρωπον. |
10
Ἔπρεπε γὰρ αὐτῷ, δι' ὃν τὰ
πάντα καὶ δι' οὗ τὰ πάντα, πολλοὺς
υἱοὺς εἰς δόξαν ἀγαγόντα,
τὸν ἀρχηγὸν τῆς σωτηρίας αὐτῶν
διὰ παθημάτων τελειῶσαι. |
10
Διότι ἔπρεπεν εἰς τὸν Θεόν,
τὸν δημιουργὸν τοῦ παντός, πρὸς
τὸν ὁποῖον ἀποβλέπουν τὰ
πάντα καὶ διὰ τοῦ ὁποίου
κατευθύνονται καὶ κυβερνῶνται τὰ πάντα,
νὰ ἀναδείξῃ καὶ ἀποδείξῃ
τέλειον, διὰ μέσου τῶν παθημάτων,
τὸν ἀρχηγὸν καὶ αἴτιον τῆς
σωτηρίας των, δηλαδὴ τὸν Χριστόν,
ἐφ' ὅσον εἶχε τὴν πανάγαθον
ἀπόφασιν πολλοὺς ἀνθρώπους νὰ
ὁδηγήσῃ εἰς τὴν δόξαν.
|
10
Διότι ἔπρεπεν εἰς τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος
ἐποίησε τὰ πάντα καὶ πρὸς τὸν
ὁποῖον ἀποβλέπουν τὰ πάντα καὶ
κατευθύνει τὰ πάντα εἰς τὸ ἄριστον
τέλος τν, νὰ μὴ ἀφήσῃ νὰ ματαιωθῇ
τὸ περὶ τοῦ ἀνθρώπου σχέδιόν του.
Προκειμένου λοιπὸν νὰ ὁδηγήσῃ
εἰς τὴν δόξαν πολλοὺς ἀνθρώπους, ἦτο
πρέπον εἰς αὐτὸν να ἀποδείξῃ
τέλειον Σωτῆρα καὶ νὰ ἀνυψώσῃ
εἰς τελείαν δόξαν τὸν ἀρχηγὸν καὶ
αἴτιον τῆς σωτηρίας των. Καὶ ἡ ἀνύψωσις
αὐτὴ ἔγινε διὰ μέσου παθημάτων καὶ
σκληροῦ θανάτου, τῶν ὁποίων ἰκανοποιήσας
τὴν θείαν δικαιοσύνην ἀνεδείχθη καὶ τέλειος
Σωτήρ. |
11
Ὅτε γὰρ ἁγιάζων καὶ οἱ
ἁγιαζόμενοι ἐξ ἑνὸς πάντες·
δι' ἣν αἰτίαν οὐκ ἐπαισχύνεται
ἀδελφοὺς αὐτοὺς καλεῖν,
|
11
Διότι ὁ Χριστός ποὺ μᾶς ἁγιάζει,
καὶ ἡμεῖς που ἁγιαζόμεθα, καταγόμεθα
ἀπὸ ἕνα Πατέρα. Δι' αὐτὴν
ἀκριβῶς τὴν αἰτίαν καὶ
ὁ Χριστὸς δὲν ἐντρέπεται νὰ
ὀνομάζῃ αὐτούς, ποὺ καλεῖ
εἰς σωτηρίαν, ἀδελφούς του,
|
11
Ὑπάρχει δὲ στενὸς σύνδεσμος μεταξὺ
τοῦ ἀρχηγοῦ σωτηρίας καὶ ἐκείνων,
ποῦ σώζονται δι’ αὐτοῦ. Διότι καὶ
ὁ Ἰησοῦς, ποὺ μᾶς ἁγιάζει
καὶ μᾶς σώζει, καὶ ἡμεῖς,
ποὺ ἁγιαζόμεθα καὶ σωζόμεθα, ὅλοι
καταγόμεθα ἀπὸ ἕνα Πατέρα. Δι’ αὐτὴν
δὲ τὴν αἰτίαν δὲν ἐντρέπεται
ὁ Ἰησοῦς νὰ ὀνομάζῃ ὅλους
τοὺς ἀδελφούς του, |
12
λέγων· ἀπαγγελῶ τὸ ὄνομά
σου τοῖς ἀδελφοῖς μου, ἐν μέσῳ
ἐκκλησίας ὑμνήσω σέ·
|
12
λέγων· <Θὰ διαλαλήσω καὶ θὰ
ὁμολογήσω τὸ ὄνομά σου, ὦ
Θεὲ καὶ Πατέρα, εἰς τοὺς ἀδελφούς
μου· ἐν μέσῳ συγκεντρώσεως τῶν
ἀδελφῶν μου θὰ σὲ ἀνυμνήσω
καὶ θὰ σὲ δοξάσω>.
|
12
λέγων· Θὰ διακηρύξω καὶ θὰ ὁμολογήσω
τὸ ὄνομά σου εἰς τοὺς ἀδελφούς
μου, ἐν μέσῳ συνάξεως θὰ σὲ ἀνυμνήσω
|
13
καὶ πάλιν· ἐγὼ ἔσομαι πεποιθὼς
ἐπ' αὐτῷ· καὶ πάλιν·
ἰδοὺ ἐγὼ καὶ τὰ παιδία
ἅ μοι ἔδωκεν ὁ Θεός.
|
13
Καὶ πάλιν λέγει· <Ἐγὼ
ὁ Μεσσίας ὡς ἄνθρωπος θὰ ἔχω
στηρίξει τὴν πεποίθησίν μου εἰς
τὸν Θεὸν καὶ Πατέρα·> Καὶ
ἀλλοῦ πάλιν λέγει· <Ἰδοὺ
ἐγὼ καὶ τὰ παιδιά, ποὺ
μοῦ ἔδωκεν ὁ Θεός>.
|
13
Καὶ πάλιν δεικνύων, ὅτι ἔγινεν ὅμοιος
καὶ ἐσυγγένευσε μὲ ἡμᾶς
λέγει· Ἐγὼ ὁ Μεσσίας ὡς ἄνθρωπος
θὰ στηρίξω τὴν πεποίθησίν μου ἐπ’ αὐτοῦ,
τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός. Καὶ πάλι λέγει·
Ἰδοὺ ἐγὼ καὶ τὰ παιδία,
ποὺ μοῦ ἔδωκεν ὁ Θεός.
|
14
Ἐπεὶ οὖν τὰ παιδία κεκοινώνηκε
σαρκὸς καὶ αἵματος, καὶ αὐτὸς
παραπλησίως μετέσχε τῶν αὐτῶν,
ἵνα διὰ τοῦ θανάτου καταργήσῃ
τὸν τὸ κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου,
τουτ' ἔστιν τὸν διάβολον,
|
14
Ἐπειδὴ δὲ τὰ παιδιὰ τοῦ
Θεοῦ, ἔχουν πάρει ὅλα τὴν ἀσθενῆ
καὶ φθαρτὴν ἀνθρωπίνην φύσιν,
σάρκα καὶ αἷμα, διὰ τοῦτο καὶ
αὐτὸς κατὰ παρόμοιον τρόπον
ἐπῆρε σάρκα καὶ αἷμα, τὴν
ἀνθρωπίνην φύσιν, χωρὶς ὅμως
καμμίαν ἁμαρτίαν· ἔγινεν ἄνθρωπος,
διὰ νὰ ἐξουδετερώσῃ μὲ
τὸν θάνατόν του καὶ καταργήσῃ
τὸν διάβολον, ὁ ὁποῖος μέχρι
πρὸ ὀλίγου εἶχε τὴν δύναμιν
καὶ τὴν ἐξουσίαν νὰ ρίπτῃ
τοὺς ἀνθρώπους, ἐξ αἰτίας
τῶν ἁμαρτιῶν των εἰς τὸν θάνατον,
|
14
Ἐπειδὴ λοιπὸν τὰ παιδιὰ τοῦ
Θεοῦ ἔχουν συμμετάσχει τῆς ἀσθενοῦς
καὶ φθαρτῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, διὰ
τοῦτο καὶ αὐτὸς παρομοίως μετέσχε
τῆς αὐτῆς φύσεως καὶ ἀληθῶς
ἐνηνθρώπησε, διὰ νὰ καταστήσῃ μὲ
τὸν θάνατόν του ἀνίσχυρον ἐκεῖνον,
ποὺ εἶχε τὴν δύναμιν καὶ τὸ
κράτος τοῦ θανάτου δηλαδὴ τὸν διάβολον.
|
15
καὶ ἀπαλλάξῃ τούτους, ὅσοι
φόβῳ θανάτου διὰ παντὸς τοῦ
ζῆν ἔνοχοι ἦσαν δουλείας.
|
15
καὶ νὰ ἀπαλλάξῃ αὐτούς,
οἱ ὁποῖοι ἕνεκα τοῦ φόβου
τοῦ θανάτου ἐκυριαρχοῦντο καθ' ὅλον
τὸ διάστημα τῆς ζωῆς των ἀπὸ
τὴν καταθλιπτικὴν δουλείαν τῆς ἀγωνίας
καὶ τοῦ τρόμου ἀπέναντι τοῦ
θανάτου. |
15
Καὶ ἔτσι νὰ ἀπαλλάξῃ αὐτούς,
ποῦ ἕνεκα τοῦ φόβου, ποὺ εἶχαν
πρὸς τὸν θάνατον, εἰς ὁλόκληρον τὴν
ζωήν των κατεκρατοῦντο ἀπὸ τὴν
δουλείαν τῆς ἀνησυχίας καὶ τῆς ἀγωνίας,
μήπως ἀποθάνουν καὶ στερηθοῦν μὲν
τὴν παροῦσαν ζωήν, ὑποστοῦν δὲ
καὶ τὰ δεινὰ τῆς μετὰ θάνατον
καταδίκης. |
16
Οὐ γὰρ δήπου ἀγγέλων ἐπιλαμβάνεται,
ἀλλὰ σπέρματος Ἀβραὰμ ἐπιλαμβάνεται.
|
16
Ἔπρεπε δὲ νὰ ἐνανθρωπήσῃ
ὁ Υἱός, διότι δὲν ἀναλαμβάνει
βέβαια νὰ βοηθήσῃ καὶ στηρίξῃ
εἰς τὴν σωτηρίαν ἀΰλους ἀγγέλους
(ἐπειδὴ τότε δὲν θὰ ὑπῆρχεν
ἀνάγκη νὰ γίνῃ ἄνθρωπος),
ἀλλ' ἔρχεται νὰ βοηθήσῃ τοὺς
ἀπογόνους τοῦ Ἀβραάμ.
|
16
Ἦτο λοιπὸν ἀναγκαῖον νὰ ἐνανθρωπήσῃ
ὁ Υἱός, διότι ἀναμφιβόλως δὲν ἔρχεται
νὰ βοηθήσῃ ἀγγέλους, ὁπότε, ἀφοῦ
οἱ ἄγγελοι εἶναι
ἄσαρκοι, καὶ αὐτὸς δὲν θὰ
ἦτο ἀνάγκη νὰ φορέσῃ σάρκα· ἀλλ’
ἔρχεται εἰς βοήθειαν τῶν ἀπογόνων
τοῦ Ἀβραάμ. |
17
Ὅθεν ὤφειλε κατὰ πάντα τοῖς
ἀδελφοῖς ὁμοιωθῆναι, ἵνα ἐλεήμων
γένηται καὶ πιστὸς ἀρχιερεὺς
τὰ πρὸς τὸν Θεόν, εἰς τὸ
ἰλάσκεσθαι τὰς ἁμαρτίας τοῦ
λαοῦ. |
17
Ἐπομένως ἔπρεπε νὰ γίνῃ
ἄνθρωπος, ὅμοιος καθ' ὅλα μὲ τοὺς
ἀδελφούς του-πλὴν βέβαια τῆς
ἁμαρτίας - διὰ νὰ γίνῃ
ἔτσι εὔσπλαγχνος καὶ ἀξιόπιστος
Ἀρχιερεύς, ποὺ θὰ προσέφερε
εὐπρόσδεκτον θυσίαν καὶ μεσιτείαν
εἰς τὸν Θεόν, διὰ τὴν ἐξιλέωσιν
καὶ συγχώρησιν τῶν ἁμαρτιῶν
τοῦ λαοῦ. |
17
Ὤφειλε λοιπόν, προκειμένου νὰ βοηθήσῃ ἀνθρώπους,
νὰ ἐξομοιωθῇ
καθ’ ὅλα πρὸς τοὺς ἀδελφούς του τούτους,
καὶ νὰ γίνῃ Ἀρχιερεὺς σπλαγχνικὸς
καὶ ἄξιος νὰ βασίζεται ὁ καθένας
μας εἰς αὐτόν· Ἀρχιερεὺς εὐπρόσδεκτος
δι’ ἐκεῖνα, ποὺ πρέπει νὰ γίνωνται
καὶ νὰ προσφέρωνται εἰς τὸν Θεὸν
διὰ τὴν ἐξιλέωσιν καὶ συγχώρησιν τοῦ
λαοῦ. |
18
Ἐν ᾧ γὰρ πέπονθεν αὐτὸς
πειρασθείς, δύναται τοῖς πειραζομένοις
βοηθῆσαι. |
18
Ἀκριβῶς διότι ὁ ἴδιος ἔχει
πάθει καὶ ἐδοκίμασε πειρασμούς,
ἠμπορεῖ καὶ θέλει μὲ ἀπεριόριστον
ἀγάπην καὶ συμπάθειαν νὰ βοηθήσῃ
αὐτούς, ποὺ πειράζονται καὶ
ταλαιπωροῦνται. |
18
Ἔγινε δὲ σπλαγχνικὸς μὲ τὴν
ἐξομοίωσίν του πρὸς ἡμᾶς, διότι, ἐφ’
ὅσον ἔχει πάθει καὶ ἐδοκίμασεν ὁ
ἴδιος πειρασμούς, μὲ πολλὴν συμπάθειαν,
ἐνθυμούμενος τί καὶ αὐτὸς ὑπέφερε,
θὰ βοηθήσῃ ἐκείνους, ποὺ πειράζονται
καὶ δοκιμάζονται. |