Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ᾶς
γὰρ ἀρχιερεὺς ἐξ ἀνθρώπων
λαμβανόμενος ὑπὲρ ἀνθρώπων καθίσταται
τὰ πρὸς τὸν Θεόν, ἵνα προσφέρῃ
δῶρά τε καὶ θυσίας ὑπὲρ
ἁμαρτιῶν, |
ιότι
κάθε ἀρχιερεύς, ποὺ λαμβάνεται
καὶ ξεχωρίζεται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους,
ὅπως συμβαίνει μεταξὺ τῶν Ἰουδαίων,
γίνεται καὶ ἐγκαθίσταται ἀρχιερεὺς
ὑπὲρ τῶν ἀνθρώπων, διὰ
νὰ προσφέρῃ δῶρα καὶ θυσίας
πρὸς συγχώρησιν τῶν ἁμαρτιῶν
τοῦ λαοῦ. |
ὰ
εὕρωμεν δὲ ἔλεος καὶ χάριν καὶ
βοήθειαν ἀπὸ τὸν μεγάλον καὶ συμπαθῆ
Ἀρχιερέα μας, διότι κάθε ἀρχιερεὺς εἰς
τὴν λευϊτικὴν ἱερωσύνην τῶν Ἰουδαίων
ξεχωρίζεται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ
ἐγκαθίσταται ἀρχιερεὺς πρὸς ὠφέλειαν
τῶν ἀνθρώπων εἰς τὰ ἔργα τῆς
λατρείας, ποὺ ἀναφέρονται εἰς τὸν
Θεόν, διὰ νὰ προσφέρῃ καὶ δῶρα
καὶ θυσίας πρὸς συγχώρησιν τῶν ἁμαρτιῶν
τοῦ λαοῦ. |
2
μετριοπαθεῖν δυνάμενος τοῖς ἀγνοοῦσι
καὶ πλανωμένοις, ἐπεὶ καὶ αὐτὸς
περίκειται ἀσθένειαν·
|
2
Καὶ ἠμπορεῖ αὐτὸς νὰ συμπαθῇ
καὶ νὰ φέρεται μὲ μετριοπάθειαν
πρὸς αὐτούς, ποὺ παρασύρονται
εἰς τὴν ἁμαρτίαν ἀπὸ ἄγνοιαν
καὶ πλάνην, διότι καὶ αὐτὸς
σὰν ἄνθρωπος περιβάλλεται καὶ διαποτίζεται
καὶ φέρει τὴν ἀνθρωπίνην ἀσθένειαν.
|
2
Καὶ δύναται οὗτος νὰ συμπαθῇ εἰς
τοὺς ἁμαρτάνοντας ἐξ ἀγνοίας καὶ
πλάνης, ἐπειδὴ καὶ αὐτὸς ὡς
ἄνθρωπος φέρει ἐπάνω του ἠθικὴν ἀσθένειαν
καὶ ἀδυναμίας. |
3
καὶ διὰ ταύτην ὀφείλει, καθὼς
περὶ τοῦ λαοῦ, οὕτω καὶ περὶ
ἑαυτοῦ προσφέρειν ὑπὲρ ἁμαρτιῶν.
|
3
Ἀκριβῶς δὲ ἐξ αἰτίας αὐτῆς
τῆς ἀσθενείας καὶ ἐνόχης
τοῦ ὡς ἀνθρώπου ἔχει καθῆκον
νὰ προσφέρῃ θυσίας καὶ διὰ
τὸν ἑαυτόν του, διὰ τὴν συγχώρησιν
τῶν ἁμαρτιῶν του, ὅπως προσφέρει
ὑπὲρ τοῦ λαοῦ. |
3
Καὶ ἐξ αἰτίας τῆς ἀσθενείας
καὶ ἐνοχῆς του αὐτῆς ὀφείλει
σύμφωνα μὲ τὰς διατάξεις τοῦ νόμου, καθὼς
προσφέρει ὑπὲρ τοῦ λαοῦ, ἔτσι
νὰ προσφέρῃ θυσίαν καὶ διὰ τὸν
ἑαυτόν του, διὰ νὰ συγχωρηθοῦν αἱ
ἁμαρτίαι του. |
4
Καὶ οὐχὶ ἑαυτῷ τις λαμβάνει
τὴν τιμήν, ἀλλὰ καλούμενος ὑπὸ
τοῦ Θεοῦ, καθάπερ καὶ Ἀαρών.
|
4
Καὶ κανεὶς δὲν παίρνει μόνος
του καὶ αὐθαιρέτως τὴν μεγάλην
τιμὴν τοῦ ἀρχιερατικοῦ ἀξιώματος,
ἀλλὰ τὴν λαμβάνει, ὅταν προσκαλῆται
ἀπὸ τὸν Θεόν, ὅπως εἶχε
προσκληθῇ καὶ ὁ Ἀαρών.
|
4
Καὶ κανεὶς δὲν λαμβάνει μόνος του καὶ
ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του τὴν ὑψηλὴν
τιμὴν τῆς ἀρχιερωσύνης, ἀλλὰ
λαμβάνει αὐτήν, ὅταν καλῆται ἀπὸ
τὸν Θεόν, καθὼς ἐκλήθη εἰς τὸ
ἀξίωμα τοῦτο ἀπὸ τὸν Θεὸν
καὶ ὁ Ἀαρών. |
5
Οὕτω καὶ ὁ Χριστὸς οὐχ ἑαυτὸν
ἐδόξασε γενηθῆναι ἀρχιερέα,
ἀλλ' ὁ λαλήσας πρὸς αὐτόν·
υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον
γεγέννηκα σε· |
5
Ἔτσι καὶ ὁ Χριστός, ὁ μέγας
Ἀρχιερεύς, δὲν ἐδόξασε μόνος
του τὸν ἑαυτόν του εἰς τὸν νὰ
γίνῃ Ἀρχιερεύς, δὲν ἀπέμεινε
αὐτὸς εἰς τὸν ἑαυτόν του τὸ
ἀξίωμα, ἀλλ' ὁ Θεός, ὁ
ὁποῖος ἐλάλησε πρὸς αὐτὸν
καὶ τοῦ εἶπε· <Σὺ εἶσαι
Υἱός μου, ἐγὼ σὲ ἐγέννησα
σήμερα, ποὺ σοῦ ἔδωκα τὴν ἀνθρωπίνην
φύσιν>. |
5
Ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς δὲν ἐδόξασε
μόνος του τὸν ἑαυτόν του εἰς τὸ νὰ
γίνῃ Ἀρχιερεύς, ἀλλὰ τὸν ἐδόξασεν
ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος ἐλάλησε πρὸς
αὐτὸν καὶ τοῦ εἶπεν· Υἱός
μου εἶσαι σύ· Ἐγὼ σὲ ἐγέννησα
σήμερον, ὅτε σοῦ ἔδωκα τὴν ἀνθρωπίνην
φύσιν καὶ ἐδόξασα αὐτὴν διὰ
τῆς ἀναστάσεως καὶ τῆς ἐκ δεξιῶν
μου καθέδρας. |
6
καθὼς καὶ ἐν ἑτέρῳ λέγει·
σὺ ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα
κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ.
|
6
Καθὼς καὶ εἰς ἄλλο χωρίον τῆς
Γραφῆς λέγει· <Σὺ εἶσαι ἱερεὺς
εἰς τὸν αἰῶνα, ἔχεις αἰωνίαν
καὶ ἀκατάλυτον τὴν ἀρχιερωσύνην,
σύμφωνα μὲ τὸν τύπον, ποὺ προφητικῶς
ἐδόθη ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ
Μελχισεδὲκ εἰς τὴν Π. Διαθήκην>.
|
6
Καθὼς καὶ εἰς ἄλλο μέρος τῆς
Γραφῆς λέγει· Σὺ εἶσαι ἱερεὺς
αἰώνιος σὰν τὸν Μελχισεδέκ, τοῦ ὁποίου
παρασιωπᾶται ἐξεπίτηδες εἰς τὴν Γραφὴν
ἡ γενεαλογία καὶ ὁ θάνατος, διὰ νὰ
εἶναι σύμβολον καὶ προτύπωσις τῆς παντοτινῆς
βασιλείας καὶ ἱερωσύνης σου.
|
7
Ὃς ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς
σαρκὸς αὐτοῦ δεήσεις τε καὶ
ἱκετηρίας πρὸς τὸν δυνάμενον
σῴζειν αὐτὸν ἐκ θανάτου μετὰ
κραυγῆς ἰσχυρᾶς καὶ δακρύων
προσενέγκας, καὶ εἰσακουσθεὶς ἀπὸ
τῆς εὐλαβείας, |
7
Αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς
κατὰ τὰς ἡμέρας τῆς ἐνανθρωπήσεώς
του καὶ τῆς ἐπιγείου σωματικῆς
ζωῆς προσέφερε πρὸς τὸν Θεὸν
καὶ Πατέρα, ὁ ὁποῖος ἠδύνατο
νὰ τὸν σώσῃ ἀπὸ τὸ
φρικτὸν μαρτύριον τῆς ἀγωνίας
καὶ τοῦ σταυρικοῦ θανάτου, θερμὰς
δεήσεις καὶ ἰκεσίας μὲ κραυγὴν
ἰσχυρὰν καὶ μὲ δάκρυα, καὶ
εἱσηκούσθη, χάρις εἰς τὴν ἄπειρον
αὐτοῦ εὐλάβειαν (ὥστε καρτερικῶς
νὰ πίῃ τὸ ποτήριον τοῦ
σταυρικοῦ θανάτου του). |
7
Οὗτος ὁ Χριστὸς κατὰ τὰς ἡμέρας
τῆς ἐπιγείου σωματικῆς ζωῆς του, ἀφοῦ
προσέφερε πρὸς τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος
ἠδύνατο νὰ τὸν σώζῃ ἀπὸ
τὴν ἀγωνίαν τοῦ θανάτου, δεήσεις καὶ
παρακλήσεις θερμὰς μὲ κραυγὴν δυνατὴν
καὶ μὲ δάκρυα, καὶ ἀφοῦ εἱσηκούσθη
διὰ τὴν εὐλαβῆ ὑπακοὴν
πρὸς τὸν Θεὸν καὶ ἐνισχύθη,
ὥστε ἀτρόμητα νὰ βαδίζῃ πρὸς
τὸν θάνατον, |
8
καίπερ ὢν υἱός, ἔμαθεν ἀφ'
ὧν ἔπαθε τὴν ὑπακοήν,
|
8
Ἔτσι δέ, καίτοι ἦτο Υἱὸς
τοῦ Θεοῦ, ὁ μονογενὴς καὶ ὁμοούσιος
τοῦ Πατρός, ἔμαθε ἐκ προσωπικῆς
πείρας ὡς ἄνθρωπος ἀπὸ ὅσα
ἔπαθε τὴν ὑπακοήν.
|
8
καίτοι ἦτο υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἔμαθεν
ἀπὸ ὅσα ἔπαθε τὴν ὑπακοὴν
δείξας αὐτὴν ἐμπράκτως καὶ εἰς
ὕψιστον βαθμόν. |
9
καὶ τελειωθεὶς ἐγένετο τοῖς
ὑπακούουσιν αὐτῷ πᾶσιν αἴτιος
σωτηρίας αἰωνίου,
|
9
Καὶ ἀφοῦ ἔγινε τέλειος κατὰ
πάντα καὶ ὡς ἄνθρωπος, ἔγινεν
αἴτιος αἰωνίου σωτηρίας εἰς
ὅλους ὅσοι τὸν ὑπακούουν.
|
9
Καὶ ἔτσι ἀπεδείχθη τέλειος καὶ ἔγινεν
εἰς ὅλους ὅσοι τὸν ὑπακούουν
αἴτιος σωτηρίας ὄχι προσωρινῆς, ἀλλ’
αἰωνίου. |
10
προσαγορευθεὶς ὑπὸ τοῦ Θεοῦ
ἀρχιερεὺς κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ.
|
10
Καὶ ὠνομάσθη καὶ προσεφωνήθη
ἀπὸ τὸν Θεὸν αἰώνιος Ἀρχιερεὺς
κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ.
|
10
Καὶ ὠνομάσθη καὶ ἐπροσφωνήθη ἀπὸ
τὸν Θεὸν Ἀρχιερεὺς αἰώνιος κατὰ
τὴν τάξιν Μελχισεδέκ. |
11
Περὶ οὗ πολὺς ἡμῖν ὁ λόγος
καὶ δυσερμήνευτος λέγειν, ἐπεὶ
νωθροὶ γεγόνατε ταῖς ἀκοαῖς.
|
11
Δι' αὐτὸν δὲ τὸν Μελχισεδέκ,
τὸν τύπον καὶ τὸ προεικόνισμα
τῆς ἀρχιερωσύνης τοῦ Χριστοῦ,
πολλὰ ἠμποροῦμεν νὰ εἴπωμεν,
τὰ ὁποῖα ὅμως δύσκολα ἑρμηνεύονται,
μάλιστα δὲ εἰς σᾶς, ἐπειδὴ
ἔχετε γίνει βραδεῖς καὶ δυσκίνητοι
εἰς τὸ νὰ ἀκούετε καὶ
νὰ ἐννοῆτε τὰς μεγάλας ἀληθείας
τῆς πίστεως. |
11
Διὰ τὸν Μελχισεδὲκ αὐτὸν ὡς
τύπον τῆς ἀρχιερωσύνης τοῦ Χριστοῦ
ἔχομεν νὰ εἴπωμεν πολλά, ποὺ δύσκολα
ἑρμηνεύονται καὶ ἐξηγοῦνται, ἐπειδὴ
ἔχετε γίνει βραδεῖς καὶ δύσκολοι εἰς
τὸ νὰ ἀκούετε μὲ τὰ αὐτιὰ
τῆς ψυχῆς σας, ὥστε νὰ κατανοῆτε
τὰς ὑψηλὰς ἀληθείας.
|
12
Καὶ γὰρ ὀφείλοντες εἶναι διδάσκαλοι
διὰ τὸν χρόνον, πάλιν χρείαν
ἔχετε τοῦ διδάσκειν ὑμᾶς τίνα
τὰ στοιχεῖα τῆς ἀρχῆς τῶν
λογίων τοῦ Θεοῦ, καὶ γεγόνατε
χρείαν ἔχοντες γάλακτος καὶ οὐ
στερεᾶς τροφῆς. |
12
Καὶ ἐνῶ σεῖς θὰ ἔπρεπε
νὰ εἶσθε διδάσκαλοι τῶν ἄλλων,
ἀφοῦ ἐπὶ τόσον χρόνον
ἀκούετε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ,
ἐν τούτοις ἔχετε ἀνάγκην νὰ
σᾳς διδάσκουν ποῖαι εἶναι αἱ
στοιχειώδεις καὶ θεμελιώδεις ἀλήθειαι
τῶν λόγων τοῦ Θεοῦ, αἱ ὁποῖαι
διδάσκονται εἰς τοὺς νεοφωτίστους
κατὰ τὴν ἀρχὴν τῆς πίστεώς
των εἰς τὸν Χριστόν. Καὶ ἔτσι
παρουσιάζεσθε σὰν νήπια, ποὺ ἔχουν
ἀνάγκην ἀπὸ γάλα καὶ δὲν
εἶναι εἰς θέσιν νὰ πάρουν καὶ
νὰ ἀφομοιώσουν στερεὰν τροφήν.
Εἶσθε νήπιοι κατὰ τὴν πίστιν
καὶ ὄχι ὥριμοι. |
12
Καὶ σᾶς ἀποκαλῶ ὀκνοὺς
καὶ βαρήκοους, διότι ἐνῷ ἔπρεπε νὰ
εἶσθε διδάσκαλοι, ἕνεκα τοῦ χρόνου ποὺ
ἐμεσολάβησεν, ἀφ’ ὅτου ἐγίνατε
Χριστιανοί, πάλιν ἔχετε ἀνάγκην νὰ σᾶς
διδάσκουν, ποῖαι εἶναι αἱ πρῶται καὶ
εἰς τὰς ἀρχὰς διδασκόμενοι στοιχειώδεις
ἀλήθειαι τῶν λόγων τοῦ Θεοῦ. Καὶ
ἐκαταντήσατε νὰ ἔχετε ἀνάγκην
ὅπως τραφῆτε μὲ γάλα, δηλαδὴ μὲ
τροφὴν πνευματικὴν κατάλληλον διὰ ἀρχαρίους.
Καὶ δὲν εἶσθε προωδευμένοι, ὥστε νὰ
χρειάζεσθε στερεὰν καὶ ὑψηλοτέραν
πνευνατικὴν τροφὴν καὶ διδασκαλίαν.
|
13
Πᾶς γὰρ ὁ μετέχων γάλακτος ἄπειρος
λόγου δικαιοσύνης· νήπιος γάρ
ἐστι· |
13
Διότι καθένας ποὺ τρέφεται μὲ
γάλα, ποὺ ἐξακολουθεῖ δηλαδὴ
νὰ παίρνῃ μόνον τὰς στοιχειώδεις
ἀληθείας τῆς πίστεως, δὲν ἔχει
λάβει ἀκόμη πεῖραν καὶ δὲν
γνωρίζει τὴν διδασκαλίαν, ἡ ὁποία
ὁδηγεῖ εἰς τὴν δικαίωσιν καὶ
τὴν ἐνάρετον ζωήν. Εἶναι ἀκόμη
ἀπὸ πνευματικῆς ἀπόψεως νήπιον.
|
13
Διότι καθένας, ποὺ τρέφεται μόνον μὲ πνευματικὸν
γάλα καὶ διδάσκεται στοιχειώδεις ἀληθείας, δὲν
ἔχει πεῖραν καὶ δὲν γνωρίζει τὴν
διδασκαλίαν, ποὺ ὁδηγεῖ εἰς τὴν
δικαιοσύνην καὶ τὸν ἀκριβῆ ἐνάρετον
βίον. Καὶ δὲν γνωρίζει τὴν διδασκαλίαν αὐτήν,
διότι πνευματικῶς εὑρίσκεται εἰς νηπιακὴν
κατάστασιν καὶ δὲν ἠμπορεῖ νὰ
ἐννοήσῃ ὑψηλὴν καὶ ἀνωτέραν
διδασκαλίαν. |
14
τελείων δέ ἐστιν ἡ στερεὰ τροφή,
τῶν διὰ τὴν ἕξιν τὰ αἰσθητήρια
γεγυμνασμένα ἐχόντων πρὸς διάκρισιν
καλοῦ τε καὶ κακοῦ. |
14
Ἡ στερεὰ τροφή, ἡ βαθεῖα καὶ
φωτισμένη πνευματικὴ διδασκαλία, εἶναι
διὰ τοὺς τελείους, δι' ἐκείνους
οἱ ὁποῖοι ἔχουν μὲ τὴν
πνευματικὴν ἐργασίαν καὶ συνήθειαν
γυμνασμένα καὶ ἱκανὰ τὰ αἰσθητήρια
τῆς ψυχῆς, ὥστε νὰ διακρίνουν
εὔκολα μεταξὺ καλοῦ καὶ κακοῦ.
|
14
Ἡ στερεὰ δὲ καὶ ὑψηλοτέρα
πνευματικὴ τροφὴ εἶναι διὰ τελείους
Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι ἀπὸ τὴν
ἄσκησιν καὶ συνήθειαν ἔχουν τὰ πνευματικὰ
αἰσθητήρια γυμνασμένα εἰς τὸ νὰ διακρίνουν
εὔκολα μεταξὺ τοῦ καλοῦ καὶ
τοῦ κακοῦ, τῆς ἀληθείας καὶ
τῆς πλάνης. |