Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ιὸ
ἀφέντες τὸν τῆς ἀρχῆς
τοῦ Χριστοῦ λόγον ἐπὶ τὴν
τελειότητα φερώμεθα, μὴ πάλιν θεμέλιον
καταβαλλόμενοι μετανοίας ἀπὸ νεκρῶν
ἔργων, καὶ πίστεως ἐπὶ τὸν
Θεόν, |
πειδή,
λοιπόν, ἀπὸ τόσον καιρὸν ἔχετε
ἀκούσει τὴν διδασκαλίαν τοῦ
Χριστοῦ καὶ δὲν πρέπει πλέον
νὰ μένετε νήπιοι πνευματικῶς, ἂς
ἀφήσωμεν τὰς στοιχειώδεις καὶ
ἁπλουστάτας διδασκαλίας περὶ τοῦ
Χριστοῦ καὶ ἂς προχωρήσωμεν πρὸς
τὰς τελειοτέρας. Καὶ ἂς μὴ θέτωμεν
πάλιν ὡς θεμέλιον τῆς ἐν Χριστῷ
ζωῆς σας ἐκεῖνα, ἀπὸ τὰ
ὁποῖα ἠρχίσαμεν, δηλαδὴ νὰ
μὴ ἀρχίσωμεν ἀπὸ τὴν μετάνοιαν
ἐκ τῶν νεκρῶν ἔργων τῆς ἁμαρτίας
καὶ ἀπὸ τὴν πίστιν εἰς
τὸν Θεόν·
|
φοῦ
λοιπὸν πρὸ πολλοῦ εἶσθε μαθηταὶ
τοῦ Χριστοῦ, διὰ τοῦτο ἂς ἀφήσωμεν
τὰς στοιχειώδεις διδασκαλίας περὶ Χριστοῦ,
ποὺ εἶναι διὰ τοὺς ἀρχαρίους,
καὶ ἂς προχωρῶμεν πρὸς τὴν τελειοτέραν
διδασκαλίαν. Καὶ ἂς μὴ θέτωμεν πάλιν θεμέλιον
ἀρχίζοντες ἀπὸ τὴν μετάνοιαν
διὰ τὰ ἔργα τῆς ἁμαρτίας, ποὺ
νεκρώνουν τὴν ψυχήν, καὶ ἀπὸ τὴν
πίστιν εἰς τὸν Θεόν, |
2
βαπτισμῶν διδαχῆς, ἐπιθέσεώς
τε χειρῶν, ἀναστάσεώς τε νεκρῶν
καὶ κρίματος αἰωνίου.
|
2
ἀπὸ τὴν διδασκαλίαν περὶ τῆς
τεραστίας διαφορᾶς μεταξὺ τοῦ χριστιανικοῦ
βαπτίσματος καὶ τῶν Ἰουδαϊκῶν
βαπτισμῶν καὶ πλύσεων, ἀπὸ τὴν
ἐπίθεσιν τῶν χειρῶν, ποὺ γίνεται
μετὰ τὸ βάπτισμα διὰ τὴν μετάδοσιν
τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,
ἀπὸ τὴν διδασκαλίαν περὶ τῆς
ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν καὶ τῆς
μελλούσης κρίσεως, ἀπὸ τὴν ὁποίαν
θὰ ἐξαρτηθῇ τὸ αἰώνιον
μέλλον μας. Αὐτὰ τὰ εἴπομεν
εἰς τήν ἀρχην. |
2
καὶ ἀπὸ τὴν διδασκαλίαν, ποὺ
μᾶς διαφωτίζει νὰ κάνωμεν διάκρισιν τῶν
ἰουδαϊκῶν βαπτισμῶν καὶ πλύσεων ἀπὸ
τὸ χριστιανικὸν βάπτισμα· καὶ ἀπὸ
τὴν διδασκαλίαν περὶ τῆς ἐπιθέσεως
τῶν χειρῶν, ποὺ γίνεται διὰ νὰ
μεταδοθοῦν τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος· καὶ ἀπὸ τὴν διδασκαλίαν
περὶ τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν
καὶ τῆς μελλούσης κρίσεως, εἰς τὴν
ὁποίαν θὰ κριθῇ τὸ αἰώνιον μέλλον
μας. |
3
Καὶ τοῦτο ποιήσομεν, ἐάνπερ
ἐπιτρέπῃ ὁ Θεός.
|
3
Καί, Θεοῦ θέλοντος, θὰ πραγματοποιήσωμεν
τώρα αὐτὴν τὴν πρόοδον καὶ
θὰ προχωρήσωμεν εἰς τὴν ἀνωτέραν
πνευματικὴν διδασκαλίαν καὶ ζωήν.
|
3
Καὶ θὰ κατορθώσωμεν τὴν πρόοδον αὐτὴν
πρὸς τὴν τελειοτέραν διδασκαλίαν μὲ τὴν
βοήθειαν καὶ ἐνίσχυσιν τοῦ Θεοῦ.
|
4
Ἀδύνατον γὰρ τοὺς ἅπαξ φωτισθέντας
γευσαμένους τε τῆς δωρεὰς τῆς ἐπουρανίου
καὶ μετόχους γενηθέντος Πνεύματος
Ἁγίου |
4
Πρέπει δὲ πάντοτε νὰ προχωροῦμεν,
διότι ἄλλως ὑπάρχει φόβος καταστρεπτικῆς
ὀπισθοδρομήσεως. Διότι εἶναι ἀδύνατον
ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι κατηχήθησαν
τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ἔλαβον τὸ
ἅπαξ τελούμενον διὰ τὸν καθένα
ἅγιον βάπτισμα καὶ ἐγεύθησαν
τὴν ἀπερίγραπτον γλυκύτητα καὶ
χάριν τῶν οὐρανίων δωρεῶν τοῦ
Θεοῦ καὶ ἔγιναν μέτοχοι τῶν
χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
|
4
Εἶναι δὲ ἀπαραίτητον νὰ προοδεύωμεν
πάντοτε καὶ νὰ μὴ ὀπισθοχωροῦμεν.
Διότι εἶναι ἀδύνατον ἐκείνους, ποὺ
ἔλαβαν μίαν φορὰν γιὰ πάντα τὸν φωτισμὸν
τῆς χριστιανικῆς ἀληθείας καὶ ἐδοκίμασαν
μὲ τὴν προσωπικήν των πεῖραν τὴν
γλυκύτητα καὶ τὸ ὕψος τῆς δωρεᾶς,
ποὺ μᾶς δίδεται ἀπὸ τὸν ἐπουράνιον
Θεὸν μὲ τὴν συγχώρησιν τῶν ἁμαρτιῶν
μας καὶ ἔγιναν μέτοχοι τῶν χαρισμάτων τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος, |
5
καὶ καλὸν γευσαμένους Θεοῦ ρῆμα
δυνάμεις τε μέλλοντος αἰῶνος,
|
5
καὶ ἔλαβαν προσωπικὴν πεῖραν πόσον
καλός, εὐεργετικὸς καὶ εἰρηνοποιὸς
εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ
ἐγνώρισαν τὰς ὑπερφυσικὰς δυνάμεις
καὶ τὰ θαύματα, ποὺ πραγματοποιοῦνται
ἐν τῳ ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ,
θὰ ἐκδηλωθοῦν δὲ εἰς ὅλην
των τὴν λαμπρότητα κατὰ τὸν μέλλοντα
αἰῶνα, |
5
καὶ οἱ ὁποῖοι ἐδοκίμασαν πόσον
γλυκὺς εἶναι καὶ πόσον εἰρηνεύει
καὶ χαροποιεῖ τὴν ψυχὴν ὁ ἐν
τῷ εὐαγγελίῳ λόγος τοῦ Θεοῦ,
καὶ οἰ ὁποῖοι ἔλαβαν πεῖραν
καὶ τῶν ὑπερφυσικῶν δυνάμεων καὶ
θαυμάτων, ποὺ ἤρχισαν τώρα εἰς τὸν
αἰῶνα τοῦ Μεσσίου, πρόκειται δὲ νὰ
ἐκδηλωθοῦν μὲ τελειότητα εἰς τὴν
μέλλουσαν ζωήν, |
6
καὶ παραπεσόντος, πάλιν ἀνακαινίζειν
εἰς μετάνοιαν, ἀνασταυρούντας ἑαυτοῖς
τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ καὶ
παραδειγματίζοντας. |
6
αὐτοὶ οἱ πιστοί, ποὺ τόσον
ἔχουν προοδεύσει, ἐὰν ξεπέσουν
ἀπὸ ὅλα αὐτὰ καὶ τὰ
ἀρνηθοῦν, εἶναι ἀδύνατον νὰ
ἀνακαινίζωνται καὶ νὰ ὁδηγοῦνται
πάλιν εἰς μετάνοιαν, διότι αὐτοὶ
μὲ τὴν ἄρνησίν των καὶ τὴν
σκληροκαρδίαν των ξανασταυρώνουν τὸν Υἱὸν
τοῦ Θεοῦ, καί, ὅπως ἀπεσκληρυμμένοι
ἄρχοντες τοῦ Ἰσραὴλ τότε, τὸν
διαπομπεύουν τώρα καὶ αὐτοὶ
εἰς τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων.
|
6
καὶ οἱ ὁποῖοι ὕστερα ἀπὸ
ὅλα αὐτὰ ἐξέπεσαν, εἶναι ἀδύνατον
νὰ ξανακαινουργώνῃ κανεὶς αὐτοὺς
πρὸς μετάνοιαν. Καὶ εἶναι ἀδύνατον,
διότι αὐτοὶ μὲ τὴν ἀποστασίαν
των ξανασταυρώνουν πάλιν πρὸς καταστροφὴν τοῦ
ἑαυτοῦ των τὸν Υἱὸν τοῦ
Θεοῦ καὶ τὸν διαπομπεύουν καὶ ἀπέναντι
τοῦ κόσμου. |
7
Γῆ γὰρ ἡ ποιοῦσα τὸν ἐπ'
αὐτῆς πολλάκις ἐρχόμενον ὑετὸν
καὶ τίκτουσα βοτάνην εὔθετον ἐκείνοις
δι' οὓς καὶ γεωργεῖται, μεταλαμβάνει
εὐλογίας ἀπὸ τοῦ Θεοῦ·
|
7
Ἂς δεχώμεθα, λοιπόν, μὲ εὐλάβειαν
καὶ πρὸς καρποφορίαν τὰς δωρεὰς
τοῦ Θεοῦ, διότι ἡ γῆ ποὺ
πίνει πάντοτε τὴν βροχήν, ἡ
ὁποία συχνὰ κατὰ διαστήματα
πίπτει εἰς αὐτήν, καὶ ἀναβλαστάνει
χόρτον καὶ λαχανικὰ καὶ καρποὺς
δι' ἐκείνους ἀπὸ τοὺς ὁποίους
καὶ καλλιεργεῖται, παίρνει εὐλογίαν
ἀπὸ τὸν Θεόν. |
7
Ἂς μὴ καταχρώμεθα λοιπὸν τὰς θείας
δωρεάς, διότι θὰ συμβῇ καὶ μὲ ἡμᾶς
ὅτι συμβαίνει μὲ τὴν γῆν. Ἡ
γῆ δηλαδή, ἡ ὁποία ἔπιε τὴν
βροχήν, ποὺ πίπτει συχνὰ εἰς αὐτήν,
καὶ γεννᾷ χόρτον καὶ λαχανικὰ ὠφέλιμα
καὶ χρήσιμα εἰς ἐκείνους, διὰ τοὺς
ὁποίους καλλιεργεῖται, λαμβάνει εὐλογίαν
ἀπὸ τὸν Θεόν. |
8
ἐκφέρουσα δὲ ἀκάνθας καὶ
τριβόλους, ἀδόκιμος καὶ κατάρας
ἐγγύς, ἧς τὸ τέλος εἰς
καῦσιν. |
8
Ὅταν ὅμως βγάζῃ ἀγκάθια
καὶ τριβόλια, τότε γίνεται ἀκατάλληλος
καὶ ἄχρηστος, πλησιάζει δὲ καὶ
κινδυνεύει νὰ γίνῃ κατηραμένη,
τὸ δὲ τέλος της θὰ εἶναι φωτιά,
ἡ ὁποία θὰ κάψῃ τὰ
ἀγκάθια καὶ τὰ τριβόλια. (Οἱ
πιστοί, ποὺ δέχονται τὴν χάριν
τοῦ Θεοῦ καὶ προδεύουν εἰς τὴν
ἀρετήν, παίρνουν ὁλονὲν καὶ
περισσοτέρας θείας εὐλογίας·
ὅσοι ὅμως ἐκτρέπονται εἰς ἔργα
φαῦλα καὶ μοχθηρὰ καὶ μένουν
ἀμετανοήτως εἰς αὐτά, γίνονται
ἔνοχοι τῆς κατάρας τοῦ Θεοῦ).
|
8
Ὅταν ὅμως βγάζῃ ἔξω ἀγκάθια
καὶ τριβόλους, τότε γίνεται ἄχρηστος καὶ
πλησιάζει νὰ πέσῃ ἐπάνω της ἡ κατάρα,
τὸ τέλος δὲ θὰ εἶναι νὰ παραδοθῇ
εἰς τὴν φωτιάν, διὰ νὰ καοῦν
τὰ ἀγκάθια καὶ οἱ τρίβολοι,
ποὺ ἐφύτρωσαν εἰς αὐτήν. Ἔτσι
καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν ἀνθρώπων σὰν
ἄλλα χωράφια καλλιεργοῦνται ἀπὸ τὸν
Θεὸν καὶ δέχονται σὰν ἄλλην βροχὴν
τὰς θείας δωρεὰς διὰ νὰ καρποφορήσουν
ἀρετάς. Ἀλλοίμονον δὲ εἰς ἐκείνους
ποὺ ἐπιμένουν νὰ παράγουν τὰ
ἀγκάθια καὶ τοὺς τριβόλους τῶν
κακιῶν. |
9
Πεπείσμεθα δὲ περὶ ὑμῶν, ἀγαπητοί,
τὰ κρείττοντα καὶ ἐχόμενα σωτηρίας,
εἰ καὶ οὕτω λαλοῦμεν.
|
9
Διὰ σᾶς ὅμως, ἀδελφοί, ἂν
καὶ σᾶς ὁμιλοῦμεν τόσον ἐπιτιμητικά,
ἔχομεν ἀκλόνητον τὴν πεποίθησιν,
ὅτι προοδεύετε πρὸς τὰ καλύτερα
καὶ πρὸς ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα
συνδέονται μὲ τὴν αἰωνίαν σωτηρίαν
σας. |
9
Διὰ σᾶς ὅμως, ἀδελφοί, μὲ ἀκλόνητον
πεποίθησιν ἐλπίζομεν τὰ καλύτερα καὶ ἐκεῖνα
ποὺ εἶναι συνδεδεμένα μὲ τὴν σωτηρίαν
καὶ ὁδηγοῦν εἰς αὐτήν, καίτοι
ὁμιλοῦμεν ἔτσι ἐπιτιμητικὰ καὶ
ἐκφοβιστικά. |
10
Οὐ γὰρ ἄδικος ὁ Θεὸς ἐπιλαθέσθαι
τοῦ ἔργου ὑμῶν καὶ τοῦ
κόπου τῆς ἀγάπης ἧς ἐνεδείξασθε
εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ, διακονήσαντες
τοῖς ἁγίοις καὶ διακονοῦντες.
|
10
Διότι δὲν εἶναι ἄδικος ὁ Θεός,
ὥστε νὰ λησμονήσῃ τὰ καλά σας
ἔργα καὶ τὸν κόπον σας, διὰ
τὴν ἄσκησιν τῆς ἀγάπης, τὴν
ὁποίαν ἐδείξατε ἐν τῷ
ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ, ὑπηρετήσαντες
τοὺς Χριστιανοὺς καὶ ἐξακολουθοῦντες
μέχρι σήμερον νὰ τοὺς ὑπηρετῆτε
καὶ βοηθῆτε. |
10
Ἐλπίζομεν δὲ τὰ καλύτερα διὰ σᾶς,
διότι δὲν εἶναι ἄδικος ὁ Θεός, ὥστε
νὰ λησμονήσῃ τὴν ὅλην χριστιανικὴν
διαγωγήν σας καὶ τὸν κόπον σας ἐν
τῇ ἀσκήσει τῆς ἀγάπης, ποὺ ἐδείξατε
διὰ τὸ ὄνομά του, ὑπηρετήσαντες τοὺς
Χριστιανοὺς τοὺς ὁποίους ἑξακολουθεῖτε
καὶ τώρα νὰ ὑπηρετῆτε καὶ νὰ
τοὺς φαίνεσθε εὐεργετικοί. |
11
Ἐπιθυμοῦμεν δὲ ἕκαστον ὑμῶν
τὴν αὐτὴν ἐνδείκνυσθαι σπουδὴν
πρὸς τὴν πληροφορίαν τῆς ἐλπίδος
ἄχρι τέλους, |
11
Θέλομεν δὲ ὁ καθένας ἀπὸ
σᾶς νὰ δεικνύῃ συνεχῶς τὴν
ἰδίαν προθυμίαν καὶ φροντίδα,
τὸν ἱερὸν ἐνθουσιασμὸν καὶ
ζῆλον, νὰ ἔχετε ἀκλόνητον μέχρι
τέλους τῆς ζωῆς σας τὴν βεβαιότητα
περὶ τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν,
ποὺ ἐλπίζομεν, |
11
Ἐὰν δὲ σᾶς ὡμιλήσαμεν ἐκφοβιστικά,
τὸ ἐκάμαμεν, διότι ἐπιθυμοῦμεν
ὁ καθένας σας νὰ δεικνύῃ τὴν
αὐτὴν προθυμίαν καὶ τὸν αὐτὸν
ζῆλον πάντοτε καὶ ἔτσι νὰ παραμείνετε
μέχρι τέλους τῆς ζωῆς σας ἀκλόνητοι εἰς
τὴν τελείαν ἐλπίδα περὶ τῶν μελλόντων
ἀγαθῶν. |
12
ἵνα μὴ νωθροὶ γένησθε, μιμηταὶ
δὲ τῶν διὰ πίστεως καὶ μακροθυμίας
κληρονομούντων τὰς ἐπαγγελίας.
|
12
ὥστε νὰ μὴ εἶσθε ἀμελεῖς
καὶ ὀκνηροί, ἀλλὰ νὰ γίνετε
μιμηταὶ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι
χάρις εἰς τὴν πίστιν καὶ τὴν
ἐγκαρτέρησίν των κληρονομοῦν τὰ
ἀγαθά, ποὺ ἔχει ὑποσχεθῆ
ὁ Θεός. |
12
Θέλομεν δὲ νὰ παραμείνετε εἰς τὴν
ἐλπίδα αὐτήν, διὰ νὰ μὴ γίνετε
ἀμελεῖς καὶ ὀκνηροὶ εἰς
τὴν ἄσκησιν τῆς ἀρετῆς, ἀλλὰ
νὰ ἀναδειχθῆτε μιμηταὶ ἐκείνων,
οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν πίστιν καὶ
τὴν ὑπομονητικὴν ἐγκαρτέρησιν
κληρονομοῦν τὰ ἀγαθά, ποὺ ὑπεσχέθη
ὁ Θεός. |
13
Τῷ γὰρ Ἀβραὰμ ἐπαγγειλάμενος
ὁ Θεός, ἐπεὶ κατ' οὐδενὸς
εἶχε μείζονος ὀμόσαι, ὤμοσε
καθ' ἑαυτοῦ
|
13
Εἰς δὲ τὸν Ἀβραάμ, ὅταν
εἶχε δώσει ὁ Θεὸς τὰς μεγάλας
ὑποσχέσεις, ἐπειδὴ δὲν εἶχε
κανένα μεγαλύτερόν του-ἐφ' ὅσον
αὐτὸς εἶναι ὁ μόνος ἀπειροτέλειος-διὰ
νὰ ὁρκισθῇ καὶ νὰ βεβαιώσῃ
ἔτσι κατὰ τὸν ἀπόλυτον τρόπον
τὸν Ἀβραάμ, ὅτι ἀσφαλῶς
καὶ βεβαίως θὰ τὰς ἐκπληρώσῃ,
ὡρκίσθη εἰς τὸν ἑαυτόν του
|
13
Ὠρισμένως δὲ αἱ ἐπαγγελίαι τοῦ
Θεοῦ θὰ πραγματοποιηθοῦν, διότι ὅταν
ἔδωκεν ὁ Θεὸς τὰς ἐπαγγελίας
εἰς τὸν Ἀβραάμ, ὡρκίσθη, ὅτι
θὰ ἐκτελέσῃ ταύτας. Καὶ ἐπειδὴ
δὲν εἶχε κανένα μεγαλύτερόν του ὁ Θεός,
εἰς τὸν ὁποῖον νὰ ὁρκισθῇ,
ὡρκίσθη εἰς τὸν ἑαυτόν του
|
14
λέγων· ἦ μὴν εὐλογῶν εὐλογήσω
σε καὶ πληθύνων πληθυνῶ σε,
|
14
λέγων· <Ἀληθῶς καὶ βεβαίως
θὰ σὲ εὐλογήσω πλουσίως καὶ
θὰ αὐξήσω εἰς πλῆθος πολὺ
καὶ ἀναρίθμητον τοὺς ἀπογόνους
σου>. |
14
καὶ εἶπε· Ναί, ἀληθῶς θὰ
σὲ εὐλογήσω μὲ τὸ παραπάνω καὶ
θὰ πληθύνω πάρα πολὺ τοὺς ἀπογόνους
σου. |
15
καὶ οὕτω μακροθυμήσας ἐπέτυχε
τῆς ἐπαγγελίας·
|
15
Καὶ ἔτσι ὁ Ἀβραὰμ ἐπίστευσεν
εἰς τὸν Θεόν, ἐπερίμενε μὲ
ἀκλόνητον ἀναμονήν, καὶ ἐπέτυχε
τὴν ἐκπλήρωσιν τῆς ὑποσχέσεως,
(διότι ἀφ' ἑνὸς μὲν ἀπέκτησε
υἱὸν ἐκ τῆς Σάρρας, τὸν
Ἰσαάκ, γενάρχην καὶ ἀρχηγὸν
ἔθνους, ἐφ' ἑτέρου δὲ ἀπὸ
τὴν χώραν τῶν πνευμάτων εἶδε
τὴν ἐνανθρώπησιν τοῦ Υἱοῦ
τοῦ Θεοῦ, τοῦ εὐλογημένου Σωτῆρος
τῶν ἀνθρώπων). |
15
Καὶ ἀφοῦ ἔτσι ἔλαβεν ὑπόσχεσιν
ὁ Ἀβραὰμ καὶ ἐπερίμενε μὲ
ὑπομονὴν ἐπὶ χρόνους ἀρκετούς,
ἐπέτυχε τὴν εὐλογίαν, ποὺ τοῦ
ὑπεσχεθη ὁ Θεός, ὅσον ἐσχετίζετο
αὕτη πρὸς τὸν ἐπίγειον βίον. Εἶδε
δηλαδὴ ὁ Ἀβραὰμ ἀπόγονον ἐκ
τῆς Σάρρας, ἀπὸ τὸν ὁποῖον
ἐπληθύνθησαν οἱ ἀπόγονοι τοῦ πατριάρχου
εἰς ἔθνος μέγα. |
16
ἄνθρωποι μὲν κατὰ τοῦ μείζωνος
ὀμνύουσι, καὶ πάσης αὐτοῖς
ἀντιλογίας πέρας εἰς βεβαίωσιν
ὁ ὅρκος· |
16
Διότι οἱ ἄνθρωποι ὁρκίζονται
συνήθως εἰς τὸν Θεόν, τὸν μεγαλύτερον
ἀπὸ ὅλους, καὶ δίδεται ὅρκος,
διὰ νὰ σταματήσῃ κάθε ἀντιλογία
μεταξύ των καὶ διὰ νὰ ἐπιβεβαιωθοῦν
ἐπισήμως τὰ λεγόμενα.
|
16
Καὶ ὡρκίσθη ὁ Θεὸς εἰς τὸν
ἑαυτόν του, διότι οἰ μὲν ἄνθρωποι
ὁρκίζονται εἰς τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος
εἶναι μεγαλύτερος ἀπὸ ὅλους καὶ
ὁ ὅρκος γίνεται ἀπὸ αὐτούς,
διὰ νὰ δοθῇ τέλος καὶ παῦσις
εἰς πᾶσαν μεταξύ των ἀντιλογίαν καὶ
ἀμφισβήτησιν πρὸς βεβαίωσιν τῶν λεγομένων.
|
17
ἐν ᾧ περισσότερον βουλόμενος ὁ
Θεὸς ἐπιδεῖξαι τοῖς κληρονόμοις
τῆς ἐπαγγελίας τὸ ἀμετάθετον
τῆς βουλῆς αὐτοῦ, ἐμεσίτευσεν
ὅρκῳ, |
17
Δι' αὐτὸ καὶ ὁ Θεός, ἐπειδὴ
ἤθελε μὲ μεγαλυτέραν βεβαιότητα νὰ
δείξῃ εἰς τοὺς κληρονόμους τῶν
ὑποσχέσεών του τὸ ἀμετάκλητον
καὶ ἀμετακίνητον τῆς ἀποφάσεως
του, συγκατέβη νὰ χρησιμοποιήσῃ ὡς
μέσον ἐπιβεβαιώσεως τὸν ὅρκον.
|
17
Δι’ αὐτό, ἐπειδὴ μὲ τὸν
ὅρκον ἀποκλείεται κάθε ἀμφιβολία καὶ
ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ἤθελε νὰ
δείξῃ καθαρὰ καὶ μὲ μεγαλυτέραν βεβαιότητα
εἰς ἐκείνους, ποὺ θὰ ἐκληρονόμουν
τὰς ἐπαγγελίας, ὅτι ἦτο ἀμετάκλητος
καὶ ἀμετάθετος ἡ ἀπόφασίς του νὰ
ἐκτελέσῃ ὅσα ὑπεσχέθη,
ἐδέχθη ἀπὸ ἄκραν συγκατάβασιν καὶ
ἀγαθότητα νὰ μεσολαβήσῃ ὅρκος εἰς
τοὺς λόγους του. |
18
ἵνα διὰ δύο πραγμάτων ἀμεταθέτων,
ἐν οἷς ἀδύνατον ψεύσασθαι Θεόν,
ἰσχυρὰν παράκλησιν ἔχωμεν οἱ
καταφυγόντες κρατῆσαι τῆς προκειμένης
ἐλπίδος· |
18
Καὶ ἔτσι μὲ δύο πράγματα, τὰ
ὁποῖα εἶναι ἀμετάκλητα καὶ
ἀμετακίνητα, δηλαδὴ μὲ τὴν ὑπόσχεσίν
του καὶ τὸν ὅρκον του, εἰς τὰ
ὁποῖα εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατον
νὰ ψευσθῇ ποτὲ ὁ Θεός, νὰ
ἔχωμεν τὴν βεβαιότητα καὶ τὸ
στήριγμα νὰ κρατήσωμεν τὴν ἐλπίδα,
ἡ ὁποία μᾶς ἔχει προσφερθῆ.
|
18
Καὶ ἐδέχθη τὴν μεσολάβησιν τοῦ ὅρκου,
ὥστε μὲ δύο πράγματα στερεὰ καὶ ἀμετακίνητα,
δηλαδὴ μὲ τὴν ὑπόσχεσίν του καὶ
μὲ τὸν ὅρκον του, εὶς τὰ ὁποῖα
εἶναι ἀπολύτως ἀδύνατον νὰ ψευσθῇ
ὁ Θεός, νὰ ἔχωμεν ἡμεῖς ποὺ
κατεφύγαμεν εἰς αὐτόν, μεγάλην ἐνθάρρυνσιν
καὶ προτροπὴν καὶ στήριγμα διὰ νὰ
κρατήσωμεν τὴν ἐλπίδα, ποὺ εὑρίσκεται
ἐμπρός μας. |
19
ἣν ὡς ἄγκυραν ἔχομεν τῆς ψυχῆς
ἀσφαλῆ τε καὶ βεβαίαν καὶ εἰσερχομένην
εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος,
|
19
Αὐτὴν δὲ τὴν ἐλπίδα τὴν
ἔχομεν σὰν ἄγκυραν τῆς ψυχῆς
ἀσφαλῆ καὶ σταθεράν, ἡ ὁποία
εἰσέρχεται καὶ μᾶς κρατεῖ σταθερὰ
ἠνωμένους πρὸς τὸν οὐρανόν,
τὸν ὁποῖον οὐρανὸν ἐσυμβόλιζε
τὸ ἐκεῖθεν ἀπὸ τὸ παραπέτασμα
τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου τμῆμα,
τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων.
|
19
Ταύτην τὴν ἐλπίδα ἔχομεν σὰν ἄγκυραν
τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία ἀσφαλίζει
ἀπὸ τοὺς πνευματικοὺς κινδύνους καὶ
εἶναι βεβαία καὶ ἀμετακίνητος καὶ
εἰσέρχεται εἰς τὸν οὐρανόν, τὸν
ὁποῖον εἰκονίζει ὁ ἱερὸς
τόπος τῆς σκηνῆς καὶ τοῦ ναοῦ,
ποὺ ἐξετείνετο πάρα μέσα ἀπὸ
τὸ καταπέτασμα καὶ ἐλέγετο Ἅγια Ἁγίων.
|
20
ὅπου πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν
εἰσῆλθεν Ἰησοῦς, κατὰ τὴν
τάξιν Μελχισεδὲκ ἀρχιερεὺς γενόμενος
εἰς τὸν αἰῶνα. |
20
Εἰς τὸν οὐρανὸν δὲ πρωτοπόρος
χάρις ἡμῶν εἰσῆλθεν ὁ
Ἰησοῦς, γενόμενος ἀρχιερεὺς
κατὰ τὸν τύπον τοῦ Μελχισεδέκ, ὄχι
προσωρινός, ἀλλὰ αἰώνιος.
|
20
Ἐκεῖ, εἰς τὸν οὐρανὸν
πρόδρομος χάριν ἠμῶν, διὰ νὰ μᾶς
ἀνοίξῃ τὸν δρόμον καὶ μᾶς ἑτοιμάσῃ
τόπον, ἐμβῆκεν ὁ Ἰησοῦς, ὁ
ὁποῖος ἀνεδείχθη Ἀρχιερεὺς ὄχι
προσωρινός, ἀλλ’ αἰώνιος κατὰ τὴν
τάξιν τοῦ Μελχισεδέκ. |