Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
κιὰν
γὰρ ἔχων ὁ νόμος τῶν μελλόντων
ἀγαθῶν, οὐκ αὐτὴν τὴν
εἰκόνα τῶν πραγμάτων, κατ' ἐνιαυτὸν
ταῖς αὐταῖς θυσίαις ἃς προσφέρουσιν
εἰς τὸ διηνεκές, οὐδέποτε δύναται
τοὺς προσερχομένους τελειώσαι·
|
χων,
λοιπόν, ὁ Νόμος τῆς Π. Διαθήκης
κάποιαν ἀμυδρὰν σκιὰν καὶ ὑποτύπωσιν
τῶν ἀγαθῶν, τὰ ὁποῖα ἔμελλεν
ὁ Χριστὸς νὰ δώσῃ καὶ
μὴ ἔχων σαφῆ καὶ βεβαίαν εἰκόνα
τῶν οὐρανίων πραγμάτων, δὲν
ἠμπορεῖ ποτὲ μὲ τὰς ἰδίας
θυσίας, τὰς ὁποίας κάθε χρόνο
συνεχῶς προσφέρουν οἱ ἱερεῖς
καὶ ὁ Ἀρχιερεύς, νὰ δώσῃ
ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ λύτρωσιν,
νὰ κάμῃ τελείους αὐτούς,
οἱ ὁποῖοι προσέρχονται εἰς τὸν
ναὸν καὶ τὸ θυσιαστήριον.
|
ράγματι
δὲ αἱ θυσίαι τῆς Π. Διαθήκης ἦσαν
ἀνεπαρκεῖς νὰ παράσχουν τὴν
ἄφεσιν. Διότι ὁ νόμος περιεῖχε μὲν
κάποιαν ἀσθενῆ σκιὰν τῶν ἀγαθῶν,
τὰ ὁποῖα ἔμελλον νὰ μᾶς
δοθοῦν ἀπὸ τὸν Χριστόν, δὲν
εἶχεν ὅμως σαφῆ καὶ πλήρη ἀναπαράστασιν
τῶν οὐρανίων πραγμάτων. Καὶ δὲν ἠμπορεῖ
ποτὲ μὲ τὰς ἰδίας θυσίας, ποὺ
κάθε χρόνον προσφέρουν συνεχῶς οἱ ἱερεῖς
καὶ ἀρχιερεῖς του νὰ κάμῃ τελείους
αὐτούς, ποὺ πλησιάζουν μὲ τὰς θυσίας
αὐτὰς εἰς τὸ θυσιαστήριον.
|
2
ἐπεὶ οὐκ ἂν ἐπαύσαντο
προσφερόμεναι, διὰ τὸ μηδεμίαν ἔχειν
ἔτι συνείδησιν ἁμαρτιῶν τοὺς
λατρεύοντας, ἅπαξ κεκαθαρμένους;
|
2
Διότι, σᾶς ἐρωτῶ, ἐὰν
πράγματι αἱ θυσίαι αὐταὶ εἶχαν
τὴν δύναμιν νὰ κάμουν ἁγίους
καὶ τελείους τοὺς ἀνθρώπους,
δὲν θὰ ἔπαυαν νὰ προσφέρωνται,
ἐφ' ὅσον οἱ λατρεύοντες μὲ αὐτὰς
τὸν Θεὸν καὶ ἐπικαλούμενοι τὸ
ἔλεός του, δὲν θὰ εἶχαν πλέον
συνείδησιν, ὅτι εἶναι ἁμαρτωλοί,
μιὰ φορὰ καὶ εἶχαν καθαρισθῆ
μὲ τὰς θυσίας των; Βεβαίως θὰ
εἶχαν παύσει. |
2
Διότι, ἐὰν αἱ θυσίαι αὐταὶ εἶχαν
τὴν δύναμιν νὰ τελειοποιήσουν τοὺς ἀνθρώπους,
δὲν θὰ ἔπαυαν νὰ προσφέρωνται, ἀφοῦ
πλέον οἰ λατρεύοντες δὲν θὰ εἶχαν
συνείδησιν, ὅτι εἶναι ἁμαρτωλοί, μιὰ
φορὰ ποὺ θὰ εἶχαν καθαρισθῆ
μὲ τὰς θυσίας αὐτὰς ἀπὸ
τὴν ἐνοχήν των; Βεβαίως θὰ ἔπαυαν.
|
3
Ἀλλ' ἐν αὐταῖς ἀνάμνησις
ἁμαρτιῶν κατ' ἐνιαυτόν·
|
3
Ἀλλ' ἐξακολουθοῦν νὰ προσφέρωνται,
διότι εἰς αὐτὰς τὰς θυσίας
γίνεται ὑπόμνησις καὶ ἀνάμνησις
κάθε χρόνο τῶν ἁμαρτιῶν καὶ
τῆς ἐνοχῆς ἐκείνων ποὺ
τὰς προσφέρουν καὶ ἡ ὁποία
παραμένει παρὰ τὰς θυσίας ποὺ
προσφέρουν. |
3
Ἀλλ’ ὅμως δὲν ἔπαυσαν. Καὶ εἰς
τὰς θυσίας αὐτὰς γίνεται κάθε χρόνον ἀνάμνησις
τῶν ἁμαρτιῶν των εἰς ἐκείνους,
ποὺ τὰς προσφέρουν καὶ τοὺς ὑπενθυμίζεται
διαρκῶς, ὅτι εἶναι ἔνοχοι.
|
4
ἀδύνατον γὰρ αἷμα ταύρων καὶ
τράγων ἀφαιρεῖν ἁμαρτίας.
|
4
Διότι εἶναι ἀδύνατον τὸ αἷμα
τῶν ταύρων καὶ τῶν τράγων, ποὺ
προσφέρονται ὡς θυσία, νὰ ἀφαιρῇ
ἁμαρτίας καὶ νὰ ἐξαλείφῃ
τὴν ἐνοχήν. |
4
Χρησιμεύουν δὲ μόνον ὡς ἀνάμνησις τῶν
ἁμαρτιῶν αἱ θυσίαι αὐταί, διότι
εἶναι ἀδύνατον τὸ αἷμα τῶν ταύρων
καὶ τῶν τράγων, ποὺ θυσιάζονται εἰς
αὐτάς, νὰ ἀφαιρῇ ἁμαρτίας.
|
5
Διὸ εἰσερχόμενος εἰς τὸν κόσμον
λέγει· θυσίαν καὶ προσφορὰν οὐκ
ἠθέλησας, σῶμα δὲ κατηρτίσω
μοι· |
5
Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Χριστός, ὅταν
διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεώς του εἰσήρχετο
εἰς τὸν κόσμον, εἶπε πρὸς τὸν
Πατέρα του· <Θυσίαν καὶ προσφορὰν
σὰν ἐκείνας τῆς Π. Διαθήκης
δὲν ἠθέλησες, ἀλλὰ μοῦ
ἐτοίμασες σῶμα, διὰ νὰ προσφέρω
αὐτὸ θυσίαν εὐάρεστον εἰς
σὲ καὶ λυτρωτικὴν διὰ τοὺς ἀνθρώπους.
|
5
Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Κύριος, ὅταν
διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεώς του εἰσήρχετο
εἰς τὸν κόσμον ὡς ἄνθρωπος, εἶπε
διὰ τοῦ Δαβὶδ πρὸς τὸν Πατέρα
του· θυσίαν καὶ προσφοράν, σὰν αὐτὰς
ποὺ προσφέρονται σύμφωνα μὲ τὸν Μωσαϊκὸν
νόμον, δὲν ἠθέλησες, ἀλλὰ μοῦ
ἐτοίμασες σῶμα, διὰ νὰ σοῦ
τὸ προσφέρω ὡς θυσίαν εὐάρεστον.
|
6
ὁλοκαυτώματα καὶ περὶ ἁμαρτίας
οὐκ εὐδόκησας·
|
6
Δὲν ἔχεις δὲ εὐαρεστηθῆ καὶ
ἐπαναπαυθῆ εἰς θυσίας, ποὺ καίονται
ὁλόκληροι ἐπάνω εἰς τὸ
θυσιαστήριον ἢ εἰς θυσίας ποὺ
προσφέρονται διὰ συγχώρησιν ἁμαρτίας.
|
6
Δὲν σοῦ ἄρεσαν θυσίαι, ποὺ καίονται
ὁλόκληροι εἰς τὸ θυσιαστήριον, οὔτε
θυσίαι ποὺ προσφέρονται περὶ ἁμαρτίας πρὸς
συγχώρησίν της. |
7
τότε εἶπον· ἰδοὺ ἥκω, ἐν
κεφαλίδι βιβλίου γέγραπται περὶ ἐμοῦ,
τοῦ ποιῆσαι, ὁ Θεός, τὸ θέλημά
σου. |
7
Τότε εἶπα· ἰδοὺ ἦλθα-εἰς
τὴν ἐπικεφαλίδα τοῦ βιβλίου
καὶ εἰς ὅλον τὸ βιβλίον ἔχει
γραφῆ προφητικῶς δι' ἐμέ-διὰ
νὰ ἐκτελέσω, ὦ Θεέ, πλήρως
καὶ τελείως τὸ θέλημά σου>.
|
7
Τότε εἶπον· Ἰδού, ἦλθα. (Εἰς τὸν
ρόλον τοῦ χειρογράφου τῆς Π. Διαθήκης ἔχει
γραφῆ δι’ ἐμὲ προφητικῶς). Ἦλθα,
ὦ Θεέ, διὰ νὰ κάμω τὸ θέλημά σου.
|
8
Ἀνώτερον λέγων ὅτι θυσίαν καὶ
προσφορὰν καὶ ὁλοκαυτώματα καὶ
περὶ ἁμαρτίας οὐκ ἠθέλησας
οὐδὲ εὐδόκησας, αἴτινες κατὰ
τὸν νόμον προσφέρονται,
|
8
Ἀφοῦ, λοιπόν, παρὰ πάνω λέγει,
ὅτι <Θυσίαν καὶ προσφορὰν καὶ
ὁλοκαυτώματα καὶ εἰδικὰς θυσίας
περὶ συγχωρήσεως ἁμαρτίας δὲν
ἠθέλησες, οὔτε εὐηρεστήθης εἰς
αὐτάς>, ποὺ σύμφωνα μὲ τὸν
Μωσαϊκὸν Νόμον σοῦ προσφέρονται,
|
8
Ἀφοῦ λέγει παραπάνω, ὅτι θυσίαν καὶ
προσφορὰν καὶ ὁλοκαυτώματα καὶ περὶ
ἁμαρτίας δὲν ἠθέλησας, οὔτε εὐηρεστήθης
εἰς αὐτὰς τὰς θυσίας, αἱ ὁποῖαι
σύμφωνα μὲ τὸν Μωσαϊκὸν νόμον προσφέρονται,
|
9
τότε εἴρηκεν· ἰδοὺ ἥκω
τοῦ ποιῆσαι, ὁ Θεός, τὸ θέλημά
σου. Ἀναιρεῖ τὸ πρῶτον ἵνα τὸ
δεύτερον στήσῃ. |
9
τότε εἶπε· <ἰδοὺ ἦλθα
νὰ ἐκτελέσω εἰς τὴν ἐντέλειαν,
ὦ Θεέ, τὸ θέλημά σου>. Ἀκυρώνει
ἔτσι καὶ καταργεῖ τὸ πρῶτον
τμῆμα τοῦ Γραφικοῦ χωρίου, ποὺ
ἀναφέρεται εἰς τὰς θυσίας, διὰ
νὰ θεμελιώσῃ καὶ καταστήσῃ
ἔγκυρον τὸ δεύτερον ποὺ ἀναφέρεται
εἰς τὴν θυσίαν τοῦ Χριστοῦ.
|
9
τότε εἶπεν· Ἰδοὺ ἔρχομαι, ὦ
Θεέ, διὰ νὰ κάμω τὸ θέλημά σου. Καταργεῖ
τὸ πρῶτον μέρος τοῦ χωρίου, ποὺ ὁμιλεῖ
διὰ τὰς θυσίας, διὰ νὰ δώσῃ
κῦρος καὶ βεβαιώσῃ τὸ δεύτερον, ποὺ
ὁμιλεῖ διὰ τὴν θυσίαν, ποὺ θὰ
προσέφερεν ὁ Χριστός. |
10
Ἐν ὧ θελήματι ἠγιασμένοι ἐσμὲν
διὰ τῆς προσφορᾶς τοῦ σώματος
τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐφάπαξ.
|
10
Διὰ τοῦ θελήματος δὲ αὐτοῦ
τοῦ Θεοῦ, περὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως
καὶ θυσίας τοῦ Υἱοῦ του, εἴμεθα
ἡμεῖς ἠγιασμένοι, διὰ μέσου
τῆς θυσίας τοῦ σώματος τοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ, ἡ ὁποία ἔγινεν ἅπαξ
διὰ παντός. |
10
Μὲ αὐτὸ δέ, ποὺ ἠθέλησε καὶ
εὐηρεστήθη ὁ Θεός, εἴμεθα ἁγιασμένοι
διὰ μέσου τῆς προσφορᾶς καὶ θυσίας
τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία
θυσία ἔγινε μίαν φορὰν γιὰ πάντα.
|
11
Καὶ πᾶς ἱερεὺς ἕστηκε καθ' ἡμέραν
λειτουργῶν καὶ τὰς αὐτὰς πολλάκις
προσφέρων θυσίας, αἴτινες οὐδέποτε
δύνανται περιελθεῖν ἁμαρτίας·
|
11
Καὶ κάθε μὲν ἱερεὺς τῆς
Π. Διαθήκης στέκεται κάθε ἡμέραν
ἐμπρὸς εἰς τὸ θυσιαστήριον λειτουργῶν
καὶ προσφέρων πολλὲς φορὲς τὶς
ἴδιες θυσίες, αἱ ὁποῖαι ὅμως
οὐδέποτε ἠμποροῦν νὰ συγχωρήσουν
καὶ νὰ ἀφαιρέσουν ἁμαρτίες.
|
11
Καὶ καθένας μὲν ἱερεὺς τοῦ
Μωσαϊκοῦ νόμου στέκεται ἐμπρὸς εἰς
τὸ θυσιαστήριον καὶ κάθε ἡμέραν λειτουργεῖ
καὶ προσφέρει πολλὰς φορὰς τὰς ἰδίας
θυσίας, αἱ ὁποῖαι οὐδέποτε δύνανται
νὰ ἀφαιρέσουν ἁμαρτίας.
|
12
αὐτὸς δὲ μίαν ὑπὲρ ἁμαρτιῶν
προσενέγκας θυσίαν εἰς τὸ διηνεκὲς
ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ,
|
12
Αὐτὸς ὅμως ὁ Ἰησοῦς Χριστός,
ἀφοῦ ἐπρόσφερε μίαν καὶ
μόνην θυσίαν διὰ τὴν ἄφεσιν
τῶν ἁμαρτιῶν, ἐκάθισε καὶ
μένει διὰ παντὸς εἰς τὰ δεξιὰ
τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ,
|
12
Αὐτὸς ὅμως ὁ Ἰησοῦς, ἀφοῦ
ἐπρόσφερε μίαν θυσίαν διὰ τὴν ἄφεσιν
τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ κόσμου, ἐκάθησε
παντοτινὰ εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ
καὶ δὲν ἔχει πλέον ἀνάγκην νὰ
προσφέρῃ ἄλλην θυσίαν. |
13
τὸ λοιπὸν ἐκδεχόμενος ἕως τεθῶσιν
οἱ ἐχθροὶ αὐτοῦ ὑποπόδιον
τῶν ποδῶν αὐτοῦ.
|
13
περιμένων εἰς τὸ ἐξῆς, ἕως
ὅτου νικημένοι καὶ ἐξουθενωμένοι
τεθοῦν οἱ ἐχθροί του ὑποπόδιον
τῶν ποδῶν του. |
13
Καὶ εἰς τὸ ἑξῆς περιμένει,
ἕως ὅτου τεθοῦν οἱ ἐχθροί του
ὑποπόδιον τῶν ποδῶν του καὶ κατανικηθοῦν
τελειωτικά. |
14
Μιᾷ γὰρ προσφορᾷ τετελείωκεν εἰς
τὸ διηνεκὲς τοὺς ἁγιαζομένους.
|
14
Διότι μὲ μίαν προσφορὰν καὶ
θυσίαν, μὲ τὴν θυσίαν δηλαδὴ
τοῦ ἑαυτοῦ του ἐπὶ τοῦ
σταυροῦ, ἔκαμε διὰ παντὸς τελείους
ἐκείνους ποὺ ζητοῦν καὶ ἁγιάζονται
ἀπὸ αὐτόν. |
14
Ἐκάθησε δὲ καὶ ἔπαυσε νὰ
θυσιάζῃ, διότι μὲ μίαν προσφορὰν καὶ
θυσίαν ἔκαμε γιὰ πάντα τελείους ἐκείνους,
ποὺ μὲ τὴν θυσίαν του αὐτὴν
ἁγιάζονται. |
15
Μαρτυρεῖ δὲ ἡμῖν καὶ τὸ
Πνεῦμα τὸ Ἅγιον· μετὰ γὰρ
τὸ προειρηκέναι, |
15
Ὅτι δὲ ὁ Χριστὸς μίαν ἔπρεπε
νὰ προσφέρῃ θυσίαν εἰς ἁγιασμὸν
ὅλων τῶν πιστῶν μᾶς τὸ βεβαιώνει
καὶ τὸ μαρτυρεῖ τὸ Πνεῦμα τὸ
Ἅγιον, διότι ὕστερα ἀπὸ αὐτό,
ποὺ προηγουμένως εἶπεν·
|
15
Ὅτι δὲ αὐτά, ποὺ σᾶς γράφω,
εἶναι ἀληθῆ, μᾶς τὸ μαρτυρεῖ
καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Διότι
ἀφοῦ προηγουμένως εἶπεν·
|
16
αὕτη ἡ διαθήκη ἣν διαθήσομαι
πρὸς αὐτοὺς μετὰ τὰς ἡμέρας
ἐκείνας, λέγει Κύριος· διδοὺς
νόμους μου ἐπὶ καρδίας αὐτῶν,
καὶ ἐπὶ τῶν διανοιῶν αὐτῶν
ἐπιγράψω αὐτούς,
|
16
<αὐτὴ εἶναι ἡ διαθήκη τὴν
ὁποίαν θὰ συνάψω μὲ αὐτοὺς
ἔπειτα ἀπὸ τὰς ἡμέρας
ἐκείνας, λέγει ὁ Κύριος, θὰ
δώσω τοὺς νόμους μου εἰς τὰς
καρδίας των καὶ θὰ τοὺς ἐγχαράξω
εἰς τὰς διανοίας των, διὰ νὰ
μένουν ἔτσι ἀνεξάλειπτοι>.
|
16
Αὐτὴ εἶναι ἡ διαθήκη, τὴν ὁποίαν
θὰ συνάψω πρὸς αὐτοὺς ὕστερον
ἀπὸ τὰς ἡμέρας ἐκείνας, λέγει
Κύριος· θὰ δώσω τοὺς νόμους μου εἰς τὰς
καρδίας των καὶ θὰ τοὺς γράψω εἰς
τὰς διανοίας των, ὥστε νὰ μὴ τοὺς
λησμονοῦν ποτέ· ἀφοῦ λοιπὸν
εἶπε ταῦτα, ὕστερον προσθέτει·
|
17
καὶ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν
καὶ τῶν ἀνομιῶν αὐτῶν
οὐ μὴ μνησθῶ ἔτι. |
17
Ἐν συνεχείᾳ δὲ προσθέτει·
<καὶ δὲν θὰ ἐνθυμηθῶ πλέον
τὰς ἁμαρτίας των καὶ τὰς παραβάσεις
τοῦ Νόμου>. |
17
Καὶ δὲν θὰ ἐνθυμηθῶ πλέον τὰς
ἁμαρτίας των καὶ τὰς ἀνομίας των.
|
18
Ὅπου δὲ ἄφεσις τούτῳ οὐκέτι
προσφορὰ περὶ ἁμαρτίας.
|
18
Ἀλλά, ὅπου ὑπάρχει συγχώρησις
καὶ ἐξάλειψις ἁμαρτιῶν, δὲν
ὑπάρχει πλέον ἀνάγκην νὰ
προσφέρεται θυσία διὰ τὰς ἁμαρτίας.
|
18
Ὅπου δὲ ὑπάρχει ἄφεσις ἁμαρτίων,
ἐκεῖ πλέον δὲν ὑπάρχει ἀνάγκη
νὰ προσφέρεται θυσία περὶ ἁμαρτίας.
|
19
Ἔχοντες οὖν, ἀδελφοί, παρρησίαν
εἰς τὴν εἴσοδον τῶν Ἁγίων
ἐν τῷ αἵματι τοῦ Ἰησοῦ,
|
19
Λοιπόν, ἀδελφοί, σύμφωνα μὲ
αὐτά ποὺ εἴπαμεν, ἔχομεν θάρρος
καὶ πεποίθησιν, ὅτι εἶναι ἀνοικτὴ
καὶ ἐλευθέρα ἡ εἴσοδος ἡμῶν
εἰς τὰ πραγματικὰ Ἅγια, δηλαδὴ
εἰς τὴν ἐπουράνιον βασιλείαν,
διὰ τοῦ αἵματος τοῦ Ἰησοῦ.
|
19
Ἀφοῦ λοιπόν, ἀδελφοί, σύμφωνα μὲ ὅσα
εἴπομεν, ἔχομεν θάρρος καὶ πεποίθησιν, ὅτι
θὰ εἰσέλθωμεν εἰς τὰ ἀληθινὰ
Ἅγια, τουτέστιν εἰς τὸν οὐρανὸν
διὰ τοῦ αἵματος τοῦ Ἰησοῦ· |
20
ἣν ἐνεκαίνισεν ἡμῖν ὁδὸν
πρόσφατον καὶ ζῶσαν διὰ τοῦ
καταπετάσματος, τουτ' ἔστι τῆς σαρκὸς
αὐτοῦ, |
20
Αὐτὴν δὲ τὴν εἴσοδον, τὴν
νέαν καὶ πρωτοφανῆ, ποὺ ὁδηγεῖ
εἰς τὴν αἰωνίαν ζωήν, τὴν
ἤνοιξε καὶ τὴν ἐνεκαινίασε πρὸς
χάριν μας ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς διὰ
μέσου τοῦ καταπετάσματος, δηλαδὴ μὲ
τὸ τίμιον σῶμα του, ποὺ ἐθυσίασε.
|
20
τὴν εἴσοδον δὲ αὐτὴν εἰς
τὸν οὐρανὸν ἐγκαινίασε καὶ
ἤρχισε πρῶτος δι’ ἠμᾶς ὁ Χριστὸς
καὶ ἤνοιξεν αὐτὴν ὡς δρόμον
νέον, ποὺ ὁδηγεῖ εἰς τὴν αἰώνιον
ζωήν· καὶ εἰσῆλθεν αὐτὸς
διὰ μέσου τοῦ καταπετάσματος, τουτέστι διὰ
τῆς σαρκός του καὶ τοῦ αἵματός
του· |
21
καὶ ἱερέα μέγαν ἐπὶ τὸν
οἶκον τοῦ Θεοῦ,
|
21
Ἀφοῦ, λοιπόν, ἔχομεν καὶ ἱερέα
μέγαν, τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, ἐγκατεστημένον,
Κύριον καὶ ἀρχηγὸν ἐπάνω
εἰς τὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ
εἰς τὴν Ἐκκλησίαν,
|
21
καὶ ἀφοῦ ἔχομεν καὶ ἱερέα
μέγαν, τὸν Ἰησοῦν, ἐγκατεστημένον
ἐπάνω εἰς τὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ,
δηλαδὴ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῶν
πιστῶν, |
22
προσερχώμεθα μετὰ ἀληθινῆς καρδίας
ἐν πληροφορίᾳ πίστεως ἐρραντισμένοι
τὰς καρδίας ἀπὸ συνειδήσεως
πονηρᾶς, |
22
ἂς προσερχώμεθα μὲ εἰλικρινῆ
καὶ ἄδολον καρδίαν, μὲ ἀκλόνητον
καὶ φωτισμένην πίστιν, ραντισμένοι
μὲ τὸ λυτρωτικὸν του αἷμα εἰς
τὰς καρδίας μας, διὰ νὰ εἴμεθα
ἔτσι λυτρωμένοι ἀπὸ τὴν ἐνοχὴν
καὶ τὰς τύψεις τῆς συνειδήσεως
ἐξ αἰτίας τῶν πονηρῶν ἔργων,
|
22
ἂς προσερχώμεθα μὲ εἰλικρινῆ καρδίαν,
μὲ πίστιν ἀδίστακτον καὶ πλήρη, ραντισμένοι
καὶ καθαρισμένοι μὲ τὸ Αἷμα του κατὰ
τὸ ἐσωτερικὸν τῶν καρδιῶν μας,
ὥστε νὰ εἴμεθα ἐλεύθεροι ἀπὸ
τύψεις τῆς συνειδήσεως διὰ πράξεις πονηράς,
|
23
καὶ λελουμένοι τὸ σῶμα ὕδατι
καθαρῷ κατέχωμεν τὴν ὁμολογίαν
τῆς ἐλπίδος ἀκλινῆ· πιστὸς
γὰρ ὁ ἐπαγγειλάμενος·
|
23
καὶ λουσμένοι κατὰ τὸ σῶμα μὲ
καθαρό, δηλαδὴ μὲ τὸ Ἅγιον Βάπτισμα,
ἂς κρατῶμεν σταθερὰν καὶ ἀκλόνητον
τὴν ὁμολογίαν μας περὶ τῶν ἀγαθῶν,
ποὺ ἐλπίζομεν. Καὶ τοῦτο, διότι
εἶναι ἀληθινὸς κατὰ πάντα καὶ
ἀξιόπιστος ἐκεῖνος ποὺ μᾶς
ἔχει δώσει τὰς ἀνεκτιμήτους
αὐτὰς ὑποσχέσεις.
|
23
καὶ λουσμένοι εἰς τὸ σῶμα μὲ
νερὸ καθαρόν, ἤτοι μὲ τὸ ἅγιον
βάπτισμα. Καὶ ἂς κρατῶμεν τὴν ὁμολογίαν
περὶ τῶν ἐλπιζομένων ἀγαθῶν
βεβαίαν καὶ ἀσάλευτον. Πρέπει δὲ μὲ
βεβαιότητα νὰ ἐλπίζωμεν, διότι εἶναι ἀξιόπιστος
καὶ δὲν ἀθετεῖ ποτὲ τὸν
λόγον του ἐκείνος, ποὺ μᾶς ἔδωκε τὴν
ἐπαγγελίαν καὶ ὑπόσχεσιν, δηλαδὴ ὁ
Θεός. |
24
καὶ κατανοῶμεν ἀλλήλους εἰς
παροξυσμὸν ἀγάπης καὶ καλῶν
ἔργων, |
24
Ἂς παρακολουθῶμεν δὲ καὶ ἂς
γνωρίζωμεν κατὰ βάθος ὁ ἔνας
τὸν ἄλλον, σὰν ἀδελφοὶ ποὺ
εἴμεθα, ὥστε νὰ παρορμώμεθα ἐντόνως
καὶ νὰ προχωροῦμεν μὲ ζῆλον
εἰς τὴν ἀγάπην καὶ τὰ
καλὰ ἔργα. |
24
Καὶ ἂς παρακολουθῶμεν καὶ ἂς
παρατηρῶμεν προσεκτικὰ ὁ ἕνας τὸν
ἄλλον, διὰ νὰ παρακινούμεθα καὶ διεγειρώμεθα
μεταξύ μας εἰς ἀγάπην καὶ καλὰ
ἔργα. |
25
μὴ ἐγκαταλείποντες τὴν ἐπισυναγωγὴν
ἑαυτῶν, καθὼς ἔθος τισίν, ἀλλὰ
παρακαλοῦντες, καὶ τοσούτῳ μᾶλλον,
ὅσῳ βλέπετε ἐγγίζουσαν τὴν
ἡμέραν. |
25
Παραμερίσατε δὲ κάθε ἐμπόδιον
καὶ ἔχετε πάντοτε προθυμίαν, ὥστε
νὰ μὴ παραμελῆτε καὶ ἀφίνετε
τὴν ἱερὰν σύναξιν σας, ὅπως
τὸ ἔχουν μερικοὶ συνήθειαν, ἀλλὰ
νὰ προτρέπετε καὶ νὰ ἐνισχύετε
ὁ ἔνας τὸν ἄλλον, τόσον μάλιστα
περισσότερον, καθ' ὅσον βλέπετε νὰ
πλησιάζῃ ἡ ἡμέρα τῆς Δευτέρας
Παρουσίας τοῦ Κυρίου.
|
25
Φροντίζετε δὲ νὰ μὴ παραμελῆτε καὶ
ἀφίνετε τὴν σύναξιν καὶ τὴν
ἐπὶ τὸ αὐτὸ συνάντησίν
σας, καθὼς συνηθίζουν μερικοί, ἀλλὰ νὰ
προτρέπετε ὁ ἔνας τὸν ἄλλον, καὶ
τόσον περισσότερον νὰ πράττετε αὐτό, ὅσον
βλέπετε, ὅτι ἡ ἡμέρα τῆς δευτέρας
παρουσίας πλησιάζει. |
26
Ἐκουσίως γὰρ ἁμαρτανόντων ἡμῶν
μετὰ τὸ λαβεῖν τὴν ἐπίγνωσιν
τῆς ἀληθείας, οὐκέτι περὶ
ἁμαρτιῶν ἀπολείπεται θυσία,
|
26
Εἶναι δὲ ἀνάγκη νὰ προσέχετε
ὅλα αὐτὰ καὶ νὰ ἀλληλοενισχύεσθε
εἰς τὸν δρόμον τῆς ἀρετῆς,
διότι, ὅταν ἔπειτα ἀπὸ τὴν
βαθεῖαν καὶ καθαρὰν γνῶσιν τῆς
ἀληθείας ποὺ ἐλάβαμεν, θεληματικῶς
καὶ ἐπιμόνως ἁμαρτάνωμεν, περιφρονοῦντες
ἔτσι τὴν λυτρωτικὴν θυσίαν τοῦ
Χριστοῦ, δὲν ἀπομένει πλέον
ἄλλη θυσία διὰ τὴν ἄφεσιν τῶν
ἁμαρτιῶν μας, |
26
Εἶναι δὲ ἀνάγκη νὰ προτρέπετε
καὶ νὰ ἐνισχύετε ὁ ἔνας
τὸν ἄλλον, διότι ὅταν θεληματικῶς
καὶ μὲ ἀπόφασιν ἀποστασίας ἁμαρτάνωμεν,
ἀφοῦ ἐλάβαμεν μὲ τὸ κήρυγμα
τοῦ εὐαγγελίου τὴν πλήρη γνῶσιν τῆς
ἀληθείας, δὲν ἀπομένει πλέον ἄλλη
θυσία περὶ ἁμαρτίων, οὔτε σταυρικὸς
θάνατος διὰ νὰ μᾶς σώσῃ.
|
27
φοβερὰ δέ τις ἐκδοχὴ κρίσεως
καὶ πυρὸς ζῆλος ἐσθίειν μέλλοντος
τοὺς ὑπεναντίους. |
27
ἀλλ' ἔχομεν, κατ' ἀνάγκην, νὰ
περιμένωμεν μὲ φόβον καὶ τρόμον
τὴν κρίσιν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν
καταδίκην, τὸ πῦρ τῆς φοβερᾶς
ὀργῆς τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖον
μέλλει νὰ κατατρώγῃ ἐκείνους,
ποὺ θεληματικὰ καὶ ἀμετανόητα
ἐντιστέκονται εἰς τὸ θεῖον θέλημα
καὶ τὸ καταπατοῦν μὲ περιφρόνησιν.
|
27
Ἀλλ’ ὑπολείπεται νὰ περιμένωμεν μὲ
φόβον καὶ τρόμον τὴν δίκην καὶ κατάκρισιν
καὶ τὸ σφοδρὸν πῦρ τῆς θείας
ἀγανακτήσεως καὶ ὀργῆς, τὸ ὁποῖον
μέλλει νὰ κατατρώγῃ ἐκείνους, ποὺ
ἐναντιώνονται εἰς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
|
28
Ἀθετήσας τις νόμον Μωϋσέως χωρὶς
οἰκτιρμῶν ἐπὶ δυσίν ἢ
τρισὶ μάρτυσιν ἀποθνήσκει·
|
28
Ἐὰν κανεὶς παραβῇ τὸν μωσαϊκὸν
Νόμον, καταδικάζεται χωρὶς καμμίαν
ἐπιείκειαν εἰς θάνατον <ἐπὶ
τῇ βάσει τῆς καταθέσεως δύο
ἢ τριῶν μαρτύρων>.
|
28
Ναὶ ἡ θεία ἀγανάκτησις καὶ ὀργὴ
μᾶς περιμένει. Διότι ὅταν κανεὶς παραβῇ
τὸν Μωσαϊκὸν νόμον καὶ βεβαιώσουν τὴν
παράβασιν αὐτὴν δύο ἢ τρεῖς μάρτυρες,
αὐτὸς χωρὶς ἐπιείκειαν θανατώνεται.
|
29
πόσῳ δοκεῖτε χείρονος ἀξιωθήσεται
τιμωρίας ὁ τὸν υἱὸν τοῦ
Θεοῦ καταπατήσας καὶ τὸ αἷμα
τῆς διαθήκης κοινὸν ἡγησάμενος,
ἐν ᾧ ἡγιάσθη, καὶ τὸ Πνεῦμα
τῆς χάριτος ἐνυβρίσας;
|
29
Πόσον ὅμως χιεροτέρας τιμωρίας νομίζετε,
ὅτι θὰ κριθῇ ἔνοχος ἐκεῖνος,
ποὺ κατεπάτησε μὲ πεῖσμα καὶ
περιφρόνησιν τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ
καὶ ἐθεώρησε τὸ τίμιον αἷμα
του εὐτελὲς καὶ ἀνάξιον προσοχῆς,
μὲ τὸ ὁποῖον ἐν τούτοις
αἷμα ὁ ἴδιος εἶχε πάρει τὸν
ἁγιασμόν, καὶ ὁ ὁποῖος
παρ' ὅλ' αὐτα ὕβρισε, περιεφρόνησε
καὶ ἐχλεύασε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα,
ποῦ παρέχει τὴν χάριν;
|
29
Πόσον χειροτέρας τιμωρίας νομίζετε, ὅτι θὰ κριθῇ
ἄξιος ἐκεῖνος, ποὺ ἐποδοπάτησε
περιφρονητικὰ τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ
καὶ ἐνόμισεν ὡς αἷμα συνήθους καὶ
κοινοῦ ἀνθρώπου τὸ Αἷμα, μὲ
τὸ ὁποῖον ἐπεκυρώθη ἡ Νέα Διαθήκη,
μὲ τὸ ὁποῖον μάλιστα αὐτὸς
ὁ ἴδιος ἡγιάσθη, καὶ ὁ ὁποῖος
ὕβρισε καὶ ἐπεριφρόνησε τὸ Πνεῦμα,
ποὺ μᾶς παρέχει τὴν χάριν;
|
30
Οἴδαμεν γὰρ τὸν εἰπόντα·
ἐμοὶ ἐκδίκησις, ἐγὼ ἀνταποδώσω,
λέγει Κύριος· καὶ πάλιν·
Κύριος κρινεῖ τὸν λαὸν αὐτοῦ.
|
30
Καμμία ἀμφιβολία δὲν ὑπάρχει,
ὅτι πράγματι θὰ τιμωρηθῇ διὰ
τὴν ἀσέβειάν του, διότι γνωρίζομεν
καλὰ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος
εἶπε· <εἰς ἐμέ, τὸν
δίκαιον καὶ παντοδύναμον, ὑπάρχει
ἡ δικαιοσύνη, ποὺ τιμωρεῖ τὸ
κακόν. Ἐγὼ θὰ ἀνταποδώσω
εἰς τὸν καθένα κατὰ τὰ ἔργα
του, λέγει ὁ Κύριος>· καὶ
πάλιν ἔχει λεχθῇ· <ὁ Κύριος
θὰ κρίνῃ τὸν λαὸν αὐτοῦ>.
|
30
Ὠρισμενως θὰ τιμωρηθῇ αὐτὸς
σκληρά. Διότι γνωρίζομεν ποῖος εἶναι ὁ Θεός,
ὁ ὁποῖος εἶπεν· Ἰδικόν μου δικαίωμα
εἶναι ἡ ἐκδίκησις. Ἐγὼ θὰ
κάμω τὴν ἀνταπόδοσιν, λέγει ὁ Κύριος. Καὶ
πάλιν ἔχει λεχθῇ εἰς τὴν Γραφήν· Ὁ
Κύριος θὰ κρίνῃ καὶ θὰ δικάσῃ
τὸν λαόν του. |
31
Φοβερὸν τὸ ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας
Θεοῦ ζῶντος. |
31
Καὶ εἶναι φοβερὸν νὰ πέσῃ
κανεὶς σὰν ἔνοχος εἰς τὰ χέρια
τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος. |
31
Καὶ εἶναι φοβερὸν νὰ πέσῃ κανεὶς
μέσα εἰς τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, ποὺ
δὲν εἶναι νεκρὸς σὰν τὰ εἴδωλα,
ἀλλὰ ζῇ πάντοτε. |
32
Ἀναμιμνήσκεσθε δὲ τὰς πρότερον
ἡμέρας, ἐν αἷς φωτισθέντες πολλὴν
ἄθλησιν ὑπεμείνατε παθημάτων,
|
32
Νὰ ἐνθυμῆσθε δὲ τὰς προηγουμένας
ἡμέρας τῆς ζωῆς σας, κατὰ τὰς
ὁποίας εἴχατε κατηχηθῆ τὴν ἀλήθειαν
καὶ εἴχατε φωτισθῆ μὲ τὸ Ἅγιον
Βάπτισμα καὶ ὑπεμείνατε πολὺ
καρτερικὰ καὶ ἠρωϊκὰ τὸν ἀγῶνα
τῶν παθημάτων καὶ τῶν διωγμῶν.
|
32
Νὰ ἐνθυμῆσθε δὲ τὰς προτερινὰς
ἡμέρας, κατὰ τὰς ὁποίας ἐφωτίσθητε
μὲ τὸ βάπτισμα καὶ μὲ τὴν γνῶσιν
τῆς ἀληθείας καὶ ὑπεμείνατε πολλὴν
ἄθλησιν καὶ ἀγῶνα παθημάτων καὶ
διωγμῶν. |
33
τοῦτο μὲν ὀνειδισμοῖς τε καὶ
θλίψεσι θεατριζόμενοι, τοῦτο δὲ κοινωνοὶ
τῶν οὕτως ἀναστρεφομένων γενηθέντες.
|
33
Ἀφ' ἐνὸς μὲν μὲ χλευασμούς,
μὲ ὕβρεις καὶ μὲ θλίψεις σὰν
διεπόμπευαν καὶ σᾶς ἐθεάτριζαν
οἱ διώκται τῆς πίστεώς μας,
ἀφ' ἐτέρου δὲ σεῖς μὲ
συμπάθειαν καὶ στοργὴν καὶ μὲ
κάθε βοήθειαν συμμετείχατε εἰς τὰς
θλίψεις καὶ τοὺς διωγμοὺς ἐκείνων.
|
33
Ἀπὸ τὸ ἕνα μὲν μέρος μὲ
ὀνειδισμοὺς καὶ ὕβρεις καὶ μὲ
θλίψεις ἐθεατρίζεσθε καὶ διεπομπεύεσθε·
ἀπὸ τὸ ἄλλο δὲ μέρος μὲ
τὴν συμπάθειαν καὶ βοήθειάν σας ἐγίνατε
συμμέτοχοι ἐκείνων, ὁποῖοι ἔτσι κατεδιώκοντο
καὶ ἔζων ἐν μέσῳ θλίψεων καὶ
κατατρεγμῶν. |
34
Καὶ γὰρ τοῖς δεσμοῖς μου συνεπαθήσατε
καὶ τὴν ἁρπαγὴν τῶν ὑπαρχόντων
ὑμῶν μετὰ χαρᾶς προσεδέξασθε,
γινώσκοντες ἔχειν ἐν ἑαυτοῖς
κρείττονα ὕπαρξιν ἐν οὐρανοῖς
καὶ μένουσαν. |
34
Διότι καὶ εἰς τὰ δεσμά, ὅταν
ἤμουν φυλακισμένος, ἐδείξατε στοργὴν
καὶ συμπάθειαν καὶ τὴν ἁρπαγὴν
τῶν ὑπαρχόντων σας ἀπὸ τοὺς
διώκτας τὴν ἐδεχθήκατε ὄχι ἁπλῶς
μὲ ὑπομονήν, ἀλλὰ μὲ χαράν,
γνωρίζοντες, ὅτι ἔχετε διὰ τὸν
ἑαυτόν σας εἰς τοὺς οὐρανοὺς
αἰωνίαν καὶ ἀναφαίρετον περιουσίαν,
ἀσυγκρίτως καλυτέραν.
|
34
Πράγματι δὲ ἐγίνατε καὶ σεῖς
συμμέτοχοι τῶν καταδιωκομένων διὰ τὸ ὄνομα
τοῦ Χριστοῦ. Διότι καὶ εἰς τὰ
δεσμά μου, ὅταν ἤμην εἰς τὴν φυλακήν,
ἐδείξατε συμπάθειαν, καὶ τὴν ἁρπαγὴν
καὶ δήμευσιν τῆς περιουσίας σας ἐδεχθήκατε
μὲ χαράν, ἐπειδὴ ἐγνωρίζατε,
ὅτι ἔχετε διὰ τὸν ἑαυτόν
σας καλυτέραν περιουσίαν είς τοὺς οὐρανούς,
ποὺ εἶναι μόνιμος καὶ αἰωνία.
|
35
Μὴ ἀποβάλητε οὖν τὴν παρρησίαν
ὑμῶν, ἥτις ἔχει μισθαποδοσίαν
μεγάλην. |
35
Μὴ ἀποβάλετε, λοιπόν, καὶ μὴ
χάσετε τὴν ἄφοβον καὶ θαρραλέαν
πίστιν σας, ἡ ὁποία ἔχει ἐκ
μέρους τοῦ Θεοῦ μεγάλον μισθὸν
ὡς ἀνταπόδοσιν. |
35
Προσέξατε λοιπὸν νὰ μὴ χάσετε τὴν
ἄφοβον καὶ γεμάτην ἀπὸ θάρρος πίστιν
καὶ πεποίθησίν σας, ἡ ὁποία ἔχει
ὡς ἀνταπόδοσιν μεγάλον μισθόν.
|
36
Ὑπομονῆς γὰρ ἔχετε χρείαν, ἵνα
τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ποιήσαντες
κομίσησθε τὴν ἐπαγγελίαν.
|
36
Διότι καὶ σήμερον καὶ μέχρι
τέλους τῆς ζωῆς σας ἔχετε ἀνάγκην
ὑπομονῆς, ὥστε, ἀφοῦ τηρήσετε
τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, νὰ ἀπολαύσετε
τὴν ἀμοιβήν, ποὺ ὑπεσχέθη
ὁ Θεός. |
36
Σᾶς κάνω τὴν προτροπὴν αὐτήν,
διότι ἔχετε ἀνάγκην ὑπομονῆς, ὥστε
ἑξακολουθοῦντες νὰ μένετε πιστοὶ εἰς
τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ νὰ λάβετε τὴν
ἀμοιβήν, ποὺ ὁ Θεὸς ὑπεσχέθη.
|
37
Ἔτι γὰρ μικρὸν ὅσον, ὁ ἐρχόμενος
ἥξει καὶ οὐ χρονιεῖ.
|
37
Καλλιεργῆστε καὶ τονῶστε τὴν ὑπομονήν
σας, <διότι πολὺ ὀλίγος χρόνος
ἀπομένει, καὶ ὁ Κύριος, ὁ
ἐρχόμενος διὰ νὰ κρίνῃ
ζῶντας καὶ νεκρούς, θὰ ἔλθῃ
πάλιν καὶ δὲν θὰ ἀργήσῃ>.
|
37
Δείξατε ὑπομονήν, διότι ἀκόμη πολὺ
ὀλίγος χρόνος ὑπολείπεται, καὶ ὁ Κύριος
ποὺ τὸν περιμένομεν νὰ ἔλθῃ
καὶ πάλιν, θὰ ἔλθῃ καὶ δὲν
θὰ βραδύνῃ. |
38
Ὁ δὲ δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται·
καὶ ἐὰν ὑποστείληται, οὐκ
εὐδοκεῖ ἡ ψυχή μου ἐν αὐτῷ.
|
38
Καθὼς λέγει ὁ Θεός <ὁ δίκαιος
θὰ κερδήσῃ τὴν αἰωνίαν
ζωὴν διὰ τὴν φωτισμένην καὶ
ἐνεργὸν πίστιν του>. Καὶ <ἐὰν
κανεὶς δειλιάσῃ καὶ ἀπ
|
38
Τότε δέ, καθὼς λέγει ὁ Κύριος ἐν τῇ
Ἁγιᾳ Γραφῇ, ὁ δίκαιος θὰ σωθῇ
καὶ θὰ ζήσῃ διὰ τῆς πίστεώς
του, καὶ ἐὰν κανεὶς δειλιάσῃ
καὶ ὀπισθοχωρήσῃ, δὲν εὐαρεστεῖται
ἡ ψυχή μου εἰς αὐτόν.
|
39
Ἡμεῖς δὲ οὐκ ἐσμὲν ὑποστολῆς
εἰς ἀπώλειαν, ἀλλὰ πίστεως
εἰς περιποίησιν ψυχῆς. |
39
Ἡμεῖς ὅμως δὲν εἴμεθα ἄνθρωποι
δειλίας, ἀτόλμου συστολῆς καὶ
ἀμφιταλαντεύσεως, ὥστε νὰ ὑπάρχῃ
φόβος νὰ καταδικασθῶμεν εἰς ἀπώλειαν.
Ἀλλ' εἴμεθα ἄνθρωποι τῆς φωτισμένης
καὶ ζωντανῆς πίστεως, διὰ νὰ
κερδήσωμεν ἔτσι καὶ σώσωμεν τὴν
ψυχήν μας. |
39
Ἡμεῖς ὅμως δὲν εἴμεθα ἄνθρωποι,
ποὺ δειλιάζομεν καὶ ἀμφιταλαντευόμεθα εἱς
τὴν πίστιν, ὥστε νὰ ὑπάρχῃ κίνδυνος
νὰ ἀπολεσθῶμεν. Ἀλλ’ εἴμεθα
ἄνθρωποι, ποὺ κρατοῦμεν καλὰ τὴν
πίστιν, διὰ νὰ σώσωμεν τὰς ψυχάς μας.
|