Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
στὶ
δὲ πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις,
πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων.
|
ἶναι
δὲ πίστις, ἡ ἀδίστακτος καὶ
ἀκλόνητος πεποίθησις εἰς τὴν
πραγματικὴν καὶ βεβαίαν ὕπαρξιν ἀγαθῶν,
τὰ ὁποῖα ἐλπίζομεν· ἀπόδειξις
καὶ βεβαιότης περὶ πραγμάτων, ποὺ
δὲν βλέπονται μὲ τὰ μάτια τοῦ
σώματος καὶ τὰ ὁποῖα ἐν
τούτοις χάρις εἰς αὐτὴν εἶναι
σὰν νὰ τὰ βλέπομεν μὲ τὰ
μάτια μας καὶ νὰ τὰ πιάνωμεν
μὲ τὰ χέρια μας. |
ἶναι
δὲ ἡ πίστις ὕπαρξις τῶν ἐλπιζομένων,
τὰ ὁποῖα τώρα μὲν δὲν ὑπάρχουν,
ἀλλ’ ἡ πίστις τὰ κάνει εἰς τὴν
ψυχὴν τοῦ πιστοῦ χειροπιαστά, σὰν
νὰ ὑπῆρχον ταῦτα ἀπὸ τώρα.
Εἶναι ἀκόμη ἡ πίστις καὶ ἀπόδειξις
πραγμάτων, ποὺ δὲν βλέπονται μὲ τοὺς
σωματικοὺς ὀφθαλμούς, ἀλλ’ ἡ πίστις
φέρει τέτοιον πληροφορίαν περὶ αὐτῶν εἰς
τὸν πιστόν, σὰν νὰ τὰ ἔβλεπε
καὶ τὰ ἀντελαμβάνετο μὲ τὰς
σωματικὰς αἰσθήσεις. |
2
Ἐν ταύτῃ γὰρ ἐμαρτυρήθησαν
οἱ πρεσβύτεροι. |
2
Ἕνεκα δὲ αὐτῆς ἀκριβῶς
τῆς ζωντανῆς πίστεως ἐπῆραν
τὴν καλὴν μαρτυρίαν ἐκ μέρους
τοῦ Θεοῦ οἱ παλαιότεροι, οἱ
δίκαιοι τῆς Π. Διαθήκης.
|
2
Δὲν εἶναι δὲ κάτι νέον ἡ πίστις. Διότι
ἐξ αἰτίας αὐτῆς ἔλαβον καλὴν
μαρτυρίαν ἀπὸ τὸν Θεὸν οἱ παλαιότεροι,
οἱ δίκαιοι τῆς Π. Διαθήκης. |
3
Πίστει νοοῦμεν κατηρτίσθαι τοὺς αἰῶνας
ρήματι Θεοῦ, εἰς τὸ μὴ ἐκ
φαινομένων τὰ βλεπόμενα γεγονέναι.
|
3
Ἀπὸ αὐτὴν τὴν πίστιν πληροφορούμεθα
καὶ ἐνοοῦμεν καλά, ὅτι ὁ
ὁρατὸς κόσμος, ποὺ ἔλαβεν ὕπαρξιν
ἐν χρόνῳ, ἐδημιουργήθη μὲ
τὸν παντοδύναμον λόγον τοῦ Θεοῦ,
ὥστε ὅσα δημιουργήματα βλέπομεν τώρα,
νὰ ἔχωμεν βεβαίαν τὴν πεποίθησιν
ὅτι ἔχουν γίνει ἀπὸ μὴ
ὑπάρχοντα καὶ τὰ ὁποῖα
φυσικὰ δὲν ἐφαίνοντο εἰς τὰ
σωματικὰ μάτια. |
3
Μὲ τὴν πίστιν καὶ ὄχι μὲ τὰς
ἐξωτερικὰς αἰσθήσεις κατανοοῦμεν καὶ
γνωρίζομεν, ὅτι ὁ ὁρατὸς κόσμος, ποὺ
ἔγινεν ἐν χρόνῳ, ἐδημιουργήθη ἄρτιος
καὶ ἁρμονικός, μὲ λόγον καὶ πρόσταγμα
τοῦ Θεοῦ, ὥστε, ὅσα κτίσματα βλέπομεν
τώρα, νὰ ἔχουν γίνει ἀπὸ μὴ
ὑπάρχοντα καὶ μὴ φαινόμενα εἰς τὰς
σωματικὰς αἰσθήσεις. |
4
Πίστει πλείονα θυσίαν Ἄβελ παρὰ
Κάϊν προσήνεγκε τῷ Θεῷ, δι' ἧς
ἐμαρτηρήθη εἶναι δίκαιος, μαρτυροῦντος
ἐπὶ τοῖς δώροις αὐτοῦ
τοῦ Θεοῦ, καὶ δι' αὐτῆς ἀποθανὼν
ἔτι λαλεῖται. |
4
Χάρις εἰς τὴν πίστιν, ποὺ εἶχεν
ὁ Ἄβελ, ἐπρόσφερεν εἰς τὸν
Θεὸν τελειοτέραν θυσίαν ἀπὸ
τὸν Κάϊν. Διὰ τὴν πίστιν του
δὲ αὐτήν, τοῦ ἐδόθη ἐκ
μέρους τοῦ Θεοῦ ἡ μαρτυρία,
ὅτι εἶναι δίκαιος· διότι ὁ
ἴδιος ὁ Θεὸς ἐπεβεβαίωσεν, ὅτι
ἐδέχθη εὐαρέστως τὰ δῶρα
τῆς θυσίας του. Καὶ χάρις εἰς
τὴν πίστιν του ὁ Ἄβελ, καίτοι
ἔχει ἀποθάνει πρὸ πολλοῦ, διαλαλεῖται
ὡς δίκαιος καὶ ἐγκωμιάζεται.
|
4
Διὰ τὴν πίστιν, ποὺ εἶχεν ὁ
Ἄβελ, ἐπρόσφερεν εἰς τὸν Θεὸν
καλυτέραν θυσίαν ἀπὸ ἐκείνην, ποὺ
ἐπρόσφερεν ὁ Κάϊν. Διὰ τὴν πίστιν
δὲ αὐτὴν ἐδόθη ἀπὸ τὸν
Θεὸν ἡ μαρτυρία, ὅτι ἦτο δίκαιος.
Διότι αὐτὸς ὁ Θεὸς ἔδωκε διὰ
τὰ δῶρα τοῦ Ἄβελ μαρτυρίαν, ὅτι
τὰ ἐδέχθη. Καὶ διὰ τὴν πίστιν
του αὐτήν, καίτοι ἀπέθανε, γίνεται ἀκόμη
ἕως τώρα ἐγκωμιαστικὸς λόγος δι' αὐτόν.
|
5
Πίστει Ἐνὼχ μετετέθη τοῦ μὴ
ἰδεῖν θάνατον, καὶ οὐχ εὑρίσκετο,
διότι μετέθηκεν αὐτὸν ὁ Θεός·
πρὸ γὰρ τῆς μεταθέσεως αὐτοῦ
μεμαρτύρηται εὐηρεστηκέναι τῷ Θεῷ·
|
5
Διὰ τὴν πίστιν τοῦ ὁ Ἐνὼχ
μετετέθη ζωντανὸς ἀπὸ τὸν παρόντα
κόσμον, διὰ νὰ μὴ ἵδῃ
θάνατον καὶ δὲν εὑρίσκετο πλέον
εἰς τὴν γῆν, διότι τὸν εἶχε
μεταθέσει ὁ Θεός. Διότι πρὸ
τῆς μεταθέσεώς του αὐτῆς ἐδόθη
δι' αὐτὸν μαρτυρία, ὅτι εἶχεν
εὐαρεστήσει μὲ τὴν ὅλην ζωήν
του εἰς τὸν Θεόν. |
5
Ἕνεκα τῆς πίστεώς του ὁ Ἐνὼχ
μετετέθη ζωντανὸς ἀπὸ τὸν κόσμον διὰ
νὰ μὴ ἴδῃ θάνατον, καὶ καθὼς
λέγει ἡ Γραφή, δὲν εὑρίσκετο εἰς τὸν
κόσμον αὐτόν, διότι τὸν μετέθεσεν ὁ Θεός.
Τὸν μετέθεσε δέ, διότι προτοῦ νὰ μετατεθῇ,
ἐδόθη δι’ αὐτὸν μαρτυρία ἀπὸ
τὴν Γραφήν, ὅτι εἶχεν εὐαρεστήσει
εἰς τὸν Θεόν. |
6
χωρὶς δὲ πίστεως ἀδύνατον εὐαρεστῆσαι·
πιστεῦσαι γὰρ δεῖ τὸν προσερχόμενον
τῷ Θεῷ ὅτι ἐστὶ καὶ τοῖς
ἐκζητοῦσιν αὐτὸν μισθαποδότης
γίνεται. |
6
Χωρὶς δὲ τὴν πίστιν εἶναι ἀδύνατον
νὰ εὐαρεστήσῃ ὁ ἄνθρωπος
εἰς τὸν Θεόν· διότι ἐκεῖνος
ποὺ προσέρχεται εἰς τὸν Θεὸν
πρέπει ἀπαραιτήτως νὰ πιστεύσῃ
πρῶτον μὲν ὅτι ὑπάρχει Θεός,
καὶ δεύτερον, ὅτι ὁ Θεὸς ἀποδίδει
πάντοτε τὸν δίκαιον μισθὸν εἰς
ἐκείνους ποὺ τὸν ἀναζητοῦν
καὶ προσέρχονται εἰς αὐτὸν καὶ
τηροῦν τὸ θέλημά του.
|
6
Χωρὶς πίστιν δὲ εἶναι ἀδύνατον νὰ
εὐαρεστήσῃ κανεὶς εἰς τὸν
Θεόν. Καὶ εἶναι ἀδύνατον, διότι ἐκεῖνος
ποὺ πλησιάζει εἰς τὸν Θεὸν ὡς
λάτρης καὶ δοῦλος του, πρέπει προτήτερα νὰ
πιστεύσῃ, ὅτι ὑπάρχει Θεὸς καὶ
γίνεται μισθαποδότης εἰς ἐκείνους, ποὺ ζητοῦν
νὰ τὸν εὔρουν καὶ εὐαρεστήσουν
εἰς αὐτόν. |
7
Πίστει χρηματισθεὶς Νῶε περὶ τῶν
μηδέπω βλεπομένων, εὐλαβηθεὶς κατεσκεύασε
κιβωτὸν εἰς σωτηρίαν τοῦ οἴκου
αὐτοῦ, δι' ἧς κατέκρινε τὸν
κόσμον, καὶ τῆς κατὰ πίστιν
δικαιοσύνης ἐγένετο κληρονόμος.
|
7
Ἔνεκα τῆς πίστεώς του ὁ Νῶε,
πληροφορηθεὶς προφητικῶς ἀπὸ τὸν
Θεὸν δι' ἐκεῖνα ποὺ δὲν ἐβλέποντο
ἀκόμη, ἔμελλαν ὅμως νὰ γίνουν,
δηλαδὴ διὰ τὸν κατακλυσμόν, κατελήφθη
ἀπὸ ἱερὸν δέος καὶ κατεσκεύασε
τὴν κιβωτὸν διὰ τὴν σωτηρίαν
τῆς οἰκογενείας του. Μὲ τὴν
ἀκλόνητον καὶ εὐλαβῆ δὲ
αὐτὴν πίστιν του, διεβεβαίωσε καὶ
ἀπέδειξεν, ὅτι ἦτο ἄξιος καταδίκης
ὁ ἄπιστος καὶ ἁμαρτωλὸς κόσμος
τῆς ἐποχῆς του. Καὶ χάρις εἰς
τὴν πίστιν του αὐτὴν δὲν ἐσώθη
μόνον ἀπὸ τὸν κατακλυσμόν, ἀλλ'
ἔγινε καὶ κληρονόμος τῆς δικαιώσεως,
ποὺ παρέχει ὁ Θεὸς εἰς τοὺς
πιστούς. |
7
Λόγῳ τῆς πίστεώς του ὁ Νῶε, ὅταν
μὲ προφητείαν εἰδοποιήθη δι’ ἐκεῖνα,
ποὺ ἀκόμη δὲν ἐβλέποντο, διὰ
τὸν κατακλυσμὸν δηλαδὴ ποὺ δὲν
εἶχε γίνει, κατελήφθη ἀπὸ εὐλαβῆ
φόβον καὶ κατεσκεύασε τὴν κιβωτὸν διὰ
νὰ σωθῇ ἀπὸ τὴν καταστροφὴν
ἡ οἰκογένειά του. Μὲ τὴν πίστιν
του δὲ αὐτὴν ἀπέδειξεν ἄξιον
κατακρίσεως καὶ τιμωρίας τὸν κόσμον, ποὺ
δὲν ἐπίστευσε καὶ δὲν ἐμιμήθη
τὸν Νῶε. Καὶ διὰ τὴν πίστιν
του αὐτὴν οὗτος ἔγινε κληρονόμος καὶ
τῆς δικαιώσεως, ποὺ παρέχεται διὰ τῆς
πίστεως. |
8
Πίστει καλούμενος Ἀβραὰμ ὑπήκουσεν
ἐξελθεῖν εἰς τὸν τόπον ὃν
ἔμελε λαμβάνειν εἰς κληρονομίαν, καὶ
ἐξῆλθε μὴ ἐπιστάμενος ποῦ
ἔρχεται. |
8
Ἕνεκα τῆς πίστεώς του ὁ Ἀβραάμ,
καλούμενος ἀπὸ τὸν Θεόν, ὑπήκουσε
νὰ ἐξέλθῃ καὶ νὰ φύγῃ
ἀπὸ τὴν πατρίδα του καὶ νὲ
μεταβῇ εἰς τὸν τόπον, τὸν ὁποῖον
ἐπρόκειτο νὰ λάβῃ ὡς κληρονομίαν
του ἀπὸ τὸν Θεόν. Καὶ πράγματι
ἐξῆλθε, χωρὶς καὶ νὰ γνωρίζῃ
ποῦ πηγαίνει. |
8
Ἐξ αἰτίας τῆς πίστεώς του ὁ Ἀβραὰμ
ὑπήκουσεν, ὅταν ἐκαλεῖτο νὰ
βγῇ ἀπὸ τὴν πατρίδα τοῦ καὶ
νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν τόπον, τὸν
ὁποῖον ἔμελλε νὰ λάβῃ κληρονομίαν.
Καὶ ἐβγῆκε, χωρὶς νὰ ξεύρῃ
ποῦ πηγαίνει. |
9
Πίστει περῴκησεν εἰς τὴν γῆν
τῆς ἐπαγγελίας ὡς ἀλλοτρίαν,
ἐν σκηναῖς κατοικήσας μετὰ Ἰσαὰκ
καὶ Ἰακὼβ τῷ συγκληρονόμων τῆς
ἐπαγγελίας τῆς αὐτῆς·
|
9
Χάρις εἰς αὐτὴν τὴν πίστιν
του κατώκησεν εἰς τὴν γῆν, ποὺ
τοῦ εἶχε ὑποσχεθῆ ὁ Θεός,
σὰν εἰς ξένην περιοχὴν καὶ ἔζησε
μέσα εἰς σκηνὰς μαζῆ μὲ τὸν
Ἰσαὰκ καὶ τὸν Ἰακώβ, ποὺ
ἦσαν συγκληρονόμοι τῆς ἰδίας
ὑποσχέσεως τοῦ Θεοῦ.
|
9
Χάρις εἰς τὴν πίστιν του ὁ Ἀβραὰμ
ἔμεινεν ὡς ξένος εἰς τὴν γῆν,
ποὺ τοῦ ὑπεσχέθη ὁ Θεὸς
καὶ ἐθεώρει αὐτὴν ὡς ξένην χώραν
καὶ ὄχι ὡς ἰδικήν του. Καὶ ἑκατοίκησε
μέσα εἰς σκηνὰς μαζὶ μὲ τὸν
Ἰσαὰκ καὶ τὸν Ἰακώβ, ποὺ
ἦσαν συγκληρονόμοι τῆς αὐτῆς ὑποσχέσεως
τοῦ Θεοῦ |
10
ἐξεδέχετο γὰρ τὴν τοὺς θεμελίους
ἔχουσαν πόλιν, ἧς τεχνίτης καὶ
δημιουργὸς ὁ Θεός. |
10
Καὶ τοῦτο, διότι ἐπερίμενε μὲ
πίστιν καὶ ἐλπίδα ἀκλόνητον
τὴν ἐπουράνιον πόλιν, μὲ τὰ
ἀδιάσειστα καὶ αἰώνια θεμέλια
της, τῆς ὁποίας τεχνίτης καὶ
δημιουργὸς εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός.
|
10
Ἑκατοικησε δὲ ὁ Ἀβραὰμ καὶ
εἰς αὐτὴν τὴν γῆν τῆς
ἐπαγγελίας σὰν ξένος καὶ πάροικος, διότι
ἐπερίμενε νὰ κατοικήσῃ εἰς τὴν
ἐπουράνιον πόλιν, ἡ ὁποία ἔχει τὰ
ἀληθινὰ καὶ ἀδιάσειστα θεμέλια
καὶ τῆς ὁποίας τεχνίτης καὶ κτίστης
εἶναι αὐτὸς ὁ Θεός.
|
11
Πίστει καὶ αὐτὴ Σάρρα δύναμιν
εἰς καταβολὴν σπέρματος ἔλαβε καὶ
παρὰ καιρὸν ἡλικίας ἔτεκεν,
ἐπεὶ πιστὸν ἡγήσατο τὸν
ἐπαγγειλάμενον. |
11
Χάρις εἰς τὴν πίστιν της καὶ
αὐτὴ ἡ στεῖρα καὶ πολὺ
ἠλικιωμένη Σάρρα, ἐπῆρε δύναμιν,
ὥστε νὰ καταβληθῇ καὶ ζωογονηθῇ
εἰς αὐτὴν σπέρμα· καὶ μολονότι
εἶχε περάσει πλέον ἡ ἡλικίᾳ
της, ἐγέννησε τέκνον, ἐπειδὴ
ἐθεώρησε κατὰ πάντα ἀξιόπιστον
ἐκεῖνον, ποὺ τῆς εἶχε ὑποσχεθῆ,
ὅτι θὰ ἀποκτοῦσε υἱόν.
|
11
Διὰ τὴν πίστιν της καὶ αὐτὴ
ἡ στεῖρα καὶ προχωρημένη εἰς τὴν
ἡλικίαν Σάρρα ἔλαβε δύναμιν, ὥστε νὰ
καταβληθῇ σπέρμα εἰς αὐτήν, καὶ ἐνῷ
πλέον εἶχε περάσει ἡ ἡλικία της, ἐγέννησεν,
ἐπειδὴ ἐθεώρησεν ἀξιόπιστον ἐκεῖνον,
ὁ ὁποῖος ὑπεσχέθη, ὅτι
θὰ ἀπέκτα υἱόν. |
12
Διὸ καὶ ἐφ' ἑνὸς ἐγεννήθησαν,
καὶ ταῦτα νενεκρωμένου, καθὼς τὰ
ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ τῷ πλήθει
καὶ ὡς ἡ ἄμμος ἡ παρὰ
τὸ χεῖλος τῆς θαλάσσης ἡ ἀναρίθμητος.
|
12
Διὰ τὴν πίστιν αὐτὴν τῆς
Σάρρας καὶ τοῦ Ἀβραὰμ ἐγεννήθησαν
ἀπὸ ἔναν ἄνθρωπον, τὸν Ἀβραάμ,
νεκρωμένον πλέον ἐξ αἰτίας τοῦ
γήρατος ἀναρίθμητοι ἀπόγονοι
σὰν τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ
κατὰ τὸ πλῆθος καὶ σὰν τὴν
ἄμμον τῆς ἀκροθαλασσιᾶς, ποὺ
εἶναι ἀδύνατον νὰ μετρηθῇ.
|
12
Διότι ἐπίστευσαν καὶ ὁ ’Ἀβραὰμ
καὶ ἡ Σάρρα, διὰ τοῦτο ἀπὸ
ἕνα ἄνθρωπον, τὸν Ἀβραάμ, καὶ
μάλιστα νεκρωμένον ἕνεκα τοῦ γήρατος, ἐγεννήθησαν
ἀπόγονοι, καθὼς τὰ ἄστρα τοῦ
οὐρανοῦ κατὰ τὸ πλῆθος, καὶ
καθὼς ἡ ἄμμος ποὺ ὑπάρχει εἰς
τὴν ἀκροθαλασσιὰν καὶ τῆς ὁποίας
οἱ μικροὶ κόκκοι εἶναι σχεδὸν ἀμέτρητοι.
|
13
Κατὰ πίστιν ἀπέθανον οὗτοι πάντες,
μὴ λαβόντες τὰς ἐπαγγελίας,
ἀλλὰ πόρρωθεν αὐτὰς ἰδόντες
καὶ ἀσπασάμενοι, καὶ ὁμολογήσαντες
ὅτι ξένοι καὶ παρεπίδημοί εἰσιν
ἐπὶ τῆς γῆς.
|
13
Ὅλοι αὐτοὶ ἀπέθαναν στερεωμένοι
εἰς τὴν πίστιν καὶ εἰς τὴν
ἐλπίδα, ποὺ γεννᾷ ἡ πίστις,
χωρὶς ἐν τούτοις νὰ λάβουν τὰς
ἐπαγγελίας. Ἀλλὰ τὰς εἶδαν
ἀπὸ μακρὰν καὶ τὰς ἐδέχθησαν
μὲ ὅλην των τὴν ψυχὴν καὶ ὡμολόγησαν
μὲ τὰ ἔργα των καὶ μὲ τὰ
λόγια των, ὅτι εἶναι ξένοι καὶ
παρεπίδημοι ἐπάνω εἰς τὴν γῆν.
|
13
Αὐτοὶ ὅλοι ἀπέθανον μὲ τὴν
πίστιν καὶ τὴν ἐλπίδα, χωρὶς νὰ
λάβουν τὰς ἐπαγγελίας, ἀλλὰ τὰς
εἶδαν ἀπὸ μακρὰν καὶ μὲ
πόθον πολὺν καὶ ἀγαλλίασιν τὰς ἐνεκολπώθησαν
καὶ ὡμολόγησαν, ὅτι εἶναι ξένοι καὶ
παρεπίδημοι ἐπὶ τῆς γῆς.
|
14
Οἱ γὰρ τοιαῦτα λέγοντες ἐμφανίζουσιν
ὅτι πατρίδα ἐπιζητοῦσι.
|
14
Διότι αὐτοί ποὺ ἔλεγαν τέτοια
λόγια, ἐφανέρωναν καθαρά, ὅτι
δὲν ἐπανεπαύοντο εἰς τὴν ἐπίγειον
πατρίδα, ἀλλ' ἐζητοῦσαν τὴν
μόνιμον καὶ χαρμόσυνον πατρίδα, δηλαδὴ
τὸν οὐρανόν. |
14
Πράγματι δὲ μὲ τὴν πίστιν καὶ ἐλπίδα
ἀπέθανον. Διότι αὐτοί, ποὺ ἔλεγαν
τέτοια, ὅτι δηλαδὴ εἶναι ξένοι καὶ
ταξιδιῶται εἰς τὴν γῆν, ἐφανέρωναν
καὶ ἀπεδείκνυαν μὲ τὰ λόγια των αὐτά,
ὅτι ἐζήτουν μὲ πόθον πατρίδα μόνιμον καὶ
ἀληθινήν, καὶ τέτοια εἶναι ὁ οὐρανός,
ὁ ὁποῖος μόνον διὰ τῆς πίστεως
βλέπεται. |
15
Καὶ εἰ μὲν ἐκείνης ἐμνημόνευον,
ἀφ' ἧς ἐξῆλθον, εἶχον ἂν
καιρὸν ἀνακάμψαι·
|
15
Καὶ ἐὰν ἐνεθυμοῦντο ἐκείνην,
τὴν ἐπίγειον πατρίδα, ἀπὸ
τὴν ὁποίαν εἶχαν ἐξέλθει,
εἶχαν καὶ τὸν χρόνον καὶ τὴν
εὐκαιρίαν νὰ ἐπανέλθουν εἰς
αὐτήν. |
15
Ὅτι δὲ τὴν οὐράνιον πατρίδα ἐπόθουν,
εἶναι φανερόν. Διότι, ἐὰν ἐνεθυμοῦντο
ἐκείνην τὴν πατρίδα, ἀπὸ τὴν
ὁποίαν ἔβγηκαν, θὰ εὔρισκαν εὐκαιρίαν
νὰ ἐπιστρέψουν πάλιν εἷς αὐτήν.
|
16
νῦν δὲ κρείττονος ὀρέγονται,
τουτ' ἔστιν ἐπουρανίου διὸ οὐκ
ἐπαισχύνεται αὐτοὺς ὁ Θεὸς
Θεὸς ἐπικαλεῖσθαι αὐτῶν·
ἡτοίμασε γὰρ αὐτοῖς πόλιν.
|
16
Τώρα ὅμως ἐπιθυμοῦν σφοδρῶς
καλυτέραν καὶ τελειοτέραν πατρίδα,
δηλαδὴ τὴν ἐπουράνιον. Δι' αὐτὸ
καὶ ὁ Θεὸς δὲν αἰσθάνεται
ἐξ αἰτίας των καμμίαν ἐντροπήν,
νὰ ὀνομάζεται Θεός των. Τοὐναντίον
εὐαρεστεῖται εἰς αὐτούς, ὅπως
μαρτυρεῖται ἀπὸ τὸ γεγονός,
ὅτι τοὺς ἔχει ἑτοιμάσει ἐπουράνιον
καὶ μακαρίαν πατρίδα.
|
16
Τώρα ὅμως ἐπιθυμοῦν καλυτέραν πατρίδα, τουτέστι
πατρίδα ἐπουράνιον. Δι’ αὖτο καὶ ὃ
Θεὸς δὲν τοὺς ἐντρέπεται νὰ
ὃ νομάζεται Θεὸς τῶν. Ἀπόδειξις δὲ
τῆς εὐνοίάς του αὐτῆς εἶναι,
ὅτι τοὺς ἐτοιμασεν εἷς τοὺς
οὐρανοὺς πόλιν ὣς πατρίδα τῶν παντοτινήν.
|
17
Πίστει προσενήνοχεν Ἀβραὰμ τὸν
Ἰσαὰκ πειραζόμενος, καὶ τὸν
μονογενῆ προσέφερεν ὁ τὰς ἐπαγγελίας
ἀναδεξάμενος,
|
17
Ἕνεκα τῆς μεγάλης του πίστεως ἐπρόσφερε
θυσίαν τὸν Ἰσαὰκ ὁ Ἀβραάμ,
ὅταν ἐδοκιμάζετο ἀπὸ τὸν
Θεόν. Καὶ αὐτὸς ὁ ὁποῖος
προηγουμένως εἶχε δεχθῇ καὶ πιστεύσει
ὁλοψύχως εἰς τὰς ὑποσχέσεις
τοῦ Θεοῦ, ὅτι διὰ τοῦ Ἰσαὰκ
θὰ ἐγεννᾶτο ἀναρίθμητος λαός,
ἐπρόφερε μὲ πίστιν τὸν μονάκριβον
υἱόν
του. |
17
Λόγῳ τῆς πίστεώς του ἐπρόσφερεν ὁ
Ἀβραὰμ θυσίαν τὸν Ἰσαάκ, ὅταν
ἐδοκιμάζετο ἀπὸ τὸν Θεόν, καὶ
ἐπρόσφερε τὸν μονάκριβόν του αὐτός, ὁ
ὁποῖος ἐδέχθη καὶ ἐκράτησε σφικτὰ
τὰς ἐπαγγελίας. |
18
πρὸς ὃν ἐλαλήθη ὅτι ἐν
Ἰσαὰκ κληθήσεταί σοι σπέρμα,
|
18
Διότι εἰς αὐτὸν εἶχε λεχθῇ
προηγουμένως, ὅτι γνήσιοι ἀπόγονοι
του θὰ ὠνομάζοντο αὐτοί, τοὺς
ὁποίους θὰ εἶχεν ἀπὸ τὸν
Ἰσαάκ. |
18
Διότι πρὸς αὐτὸν τὸν Ἀβραὰμ
ἐλέχθη προηγουμένως ἀπὸ τὸν Θεόν,
ὅτι οἱ ἀπόγονοι ποὺ θὰ ἔχῃς
ἀπὸ τὸν Ἰσαάκ, αὐτοὶ θὰ
λάβουν τὴν ὀνομασίαν καὶ τὰ
δικαιώματα τῶν γνησίων ἀπογόνων σου.
|
19
λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν
ἐγείρειν δυνατὸς ὁ Θεός·
ὅθεν αὐτὸν καὶ ἐν παραβολῇ
ἐκομίσατο. |
19
Ἐσκέφθη ὅμως, ὅτι ὁ Θεὸς
εἶναι δυνατὸς καὶ ἱκανὸς καὶ
ἐκ νεκρῶν νὰ ἀναστήσῃ
τὸν Ἰσαάκ. Διὰ τὴν πίστιν
τοῦ ἀκριβῶς αὐτὴν τὸν
ἐπῆρε πάλιν, καὶ μάλιστα κατὰ
τρόπον, ποὺ ὁ Ἰσαὰκ ἔγινε
προεικόνισμα τῆς θυσίας καὶ τῆς
ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, τοῦ
μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.
|
19
Μ’ ὅλα ταῦτα ἐπρόσφερε τὸν
μονάκριβόν του θυσίαν, διότι μὲ ὀρθὰς σκέψεις
καὶ συλλογισμοὺς ἔπεισε τὸν ἑαυτόν
του, ὅτι εἶναι δυνατὸς ὁ Θεὸς
καὶ ἐκ νεκρῶν νὰ ἀναστήσῃ
τὸν Ἰσαάκ. Δι’ αὐτὸ δὲ καὶ
τὸν ἐπῆρε πάλιν ὁ Ἀβραὰμ
κατὰ τρόπον, ποὺ ἔγινεν ὁ Ἰσαὰκ
τύπος τῆς θυσίας καὶ τῆς ἐκ νεκρὼν
ἀναστάσεως τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ
τοῦ Θεοῦ. |
20
Πίστει περὶ μελλόντων εὐλόγησεν
Ἰσαὰκ τὸν Ἰακὼβ καὶ τὸν
Ἠσαῦ. |
20
Ἐπειδὴ ἐπίστευσεν εἰς τὰς
ἐπαγγελίας τοῦ Θεοῦ ὁ Ἰσαάκ,
εὐλόγησε τὸν Ἰακὼβ καὶ
τὸν Ἠσαῦ, δι' ὅσα ἔμελλον νὰ
συμβοῦν. |
20
Ἐπίστευσεν ὁ Ἰσαὰκ καὶ δι’ αὐτὸ
ἔδωκεν εὐχὰς καὶ εὐλογίας εἰς
τὸν Ἰακὼβ καὶ τὸν Ἠσαῦ
περὶ πραγμάτων, ποὺ θὰ τοὺς συνέβαιναν
εἰς τὸ μέλλον. |
21
Πίστει Ἰακὼβ ἀποθνήσκων ἕκαστον
τῶν υἱῶν Ἰωσὴφ εὐλόγησε,
καὶ προσεκύνησεν ἐπὶ τὸ ἄκρον
τῆς ράβδου αὐτοῦ.
|
21
Μὲ πίστιν ὁ Ἰακώβ, ὅταν
ἐπέθαινε, εὐλόγησε τὰ δύο
παιδιὰ τοῦ Ἰωσὴφ καὶ τὰ
προανήγγειλε ὡς ἀρχηγοὺς δύο
φυλῶν καὶ ἐπροσκύνησε τὸν Θεόν,
στηριζόμενος, καθὸ γέρων πλέον, εἰς
τὸ ἄκρον τῆς ράβδου του.
|
21
Μὲ πίστιν ὁ Ἰακώβ, ὅταν ἐπέθαινεν,
εὐλόγησε καθένα ἀπὸ τὰ δύο παιδιὰ
τοῦ Ἰωσὴφ καὶ ἀνέδειξε καὶ
τὰ δύο ἀρχηγοὺς φυλῶν σύμφωνα μὲ
τὸν φωτισμόν, ποὺ τοῦ ἔδιδεν ἡ
πίστις. Καὶ ἐπροσκύνησε τὸν Θεὸν ἀκουμβήσας
τὸ κεφάλι του εἰς τὸ ἄκρον τῆς
ράβδου, ἐπὶ τῆς ὁποίας ἕνεκα
τῆς γεροντικῆς του ἀδυναμίας ἐστηρίζετο.
|
22
Πίστει Ἰωσὴφ τελευτῶν περὶ τῆς
ἐξόδου τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ
ἐμνημόνευε καὶ περὶ τῶν ὀστέων
αὐτοῦ ἐνετείλατο.
|
22
Χάρις εἰς τὴν πίστιν τοῦ ὁ
Ἰωσήφ, ὅταν ἐπέθαινε, ἐνεθυμήθη
ἐκεῖ, εἰς τὴν ἐπιθανάτιον
κλίνην του, τὴν ἔξοδον τῶν Ἰσραηλιτῶν
ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον πρὸς τὴν
γῆν Χαναὰν καὶ ἔδωσεν ἐντολὴν
νὰ παραλάβουν μαζῆ των καὶ τὰ
ὀστᾶ του. |
22
Ἕνεκα τῆς πίστεώς του ὁ Ἰωσήφ, ὅταν
ἐπέθαινεν, ἐνεθυμήθη καὶ ὡμίλησε περὶ
τῆς ἐξόδου τῶν Ἰσραηλιτῶν ἀπὸ
τὴν Αἴγυπτον καὶ ἔδωκεν ἐντολὴν
διὰ τὰ κόκκαλά του νὰ μεταφερθοῦν
ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον εἰς τὴν
γῆν Χαναάν. |
23
Πίστει Μωϋσῆς γεννηθεὶς ἐκρύβη
τρίμηνον ὑπὸ τῶν πατέρων αὐτοῦ,
διότι εἶδον ἀστεῖον τὸ παιδίον,
καὶ οὐκ ἐφοβήθησαν τὸ διάταγμα
τοῦ βασιλέως. |
23
Χάρις εἰς τὴν πίστιν τῶν γονέων
του, ὅταν ἐγεννήθη ὁ Μωϋσῆς,
ἐκρατήθη κρυμμένος ἀπὸ αὐτοὺς
ἐπὶ τρεῖς μῆνες, διότι εἶδαν
ὡραῖον καὶ χαριτωμένον τὸ παιδίον
των, καὶ δὲν ἐφοβήθησαν τὸ διάταγμα
τοῦ Φαραώ (ποὺ ἐπέβαλλε νὰ
θανατώνωνται τὰ ἀρσενικὰ βρέφη
τῶν Ἑβραίων). |
23
Λόγῳ τῆς πίστεως τῶν γονέων του ὁ
Μωϋσῆς, ὅταν ἐγεννήθη, ἐκρύφθη ἐπὶ
τρεῖς μῆνας ἀπὸ αὐτούς, διότι
εἶδαν τὸ παιδίον χαριτωμένον καὶ ἐξ
αὐτοῦ συνεπέραναν, ὅτι ὁ Θεὸς
τὸ προώριζε διὰ μεγάλον προορισμόν, καὶ
δι’ αὐτὸ δὲν ἐφοβήθησαν τὸ διάταγμα
τοῦ βασιλέως τῆς Αἰγύπτου, ποὺ διέτασσε
νὰ θανατώνεται κάθε ἀρσενικὸν βρέφος τῶν
Ἰουδαίων. |
24
Πίστει Μωϋσῆς μέγας γενόμενος ἠρνήσατο
λέγεσθαι υἱὸς θυγατρὸς Φαραώ,
|
24
Ἕνεκα τῆς πίστεως του ὁ Μωϋσῆς,
ὅταν ἐμεγάλωσεν, ἠρνήθη νὰ
ὀνομάζεται παιδὶ τῆς θυγατρὸς
τοῦ Φαραώ,
|
24
Ἕνεκα τῆς πίστεώς του ὁ Μωϋσῆς, ὅταν
ἐμεγάλωσε καὶ ἔγινεν ἄνδρας,
ἠρνήθη νὰ ὀνομάζεται βασιλόπαις, υἱὸς
τῆς θυγατέρας τοῦ Φαραώ. |
25
μᾶλλον ἑλόμενος συγκακουχεῖσθαι τῷ
λαῷ τοῦ Θεοῦ ἢ πρόσκαιρον ἔχειν
ἁμαρτίας ἀπόλαυσιν,
|
25
καὶ ἐπροτίμησε καλύτερον νὰ
ταλαιπωρῆται καὶ νὰ κακοπαθῇ μαζῆ
μὲ τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ, παρὰ
νὰ ἔχῃ πρόσκαιρον ἀπόλαυσιν
μιᾶς ἁμαρτωλῆς καὶ τρυφηλῆς
ζωῆς, σὰν βασιλόπουλο εἰς τὰ
ἀνάκτορα. |
25
Καὶ ἐπροτίμησεν ὡς καλύτερον νὰ κακοπαθῇ
μαζὶ μὲ τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ
παρὰ νὰ ἔχῃ πρόσκαιρον ἀπόλαυσιν
ἁμαρτίας, νὰ ζῇ δηλαδὴ ἄνετα
καὶ μὲ τιμὰς σὰν Αἰγύπτιος ἄρχων
μὲ τοὺς εἰδωλολάτρας, ποὺ κατεπίεζαν
τοὺς Ἰσραηλίτας. |
26
μείζονα πλοῦτον ἡγησάμενος τῶν
Αἰγύπτου θησαυρῶν τὸ ὀνειδισμὸν
τοῦ Χριστοῦ· ἐπέβλεπε γὰρ
εἰς τὴν μισθαποδοσίαν.
|
26
Καὶ ἀπὸ τοὺς θησαυρούς, ἀπὸ
τὰ ἀγαθὰ καὶ τὴν δόξαν
τῆς Αἰγύπτου, ἐθεώρησε μεγαλύτερον
καὶ πολυτιμότερον πλοῦτον τὸ νὰ
χλευάζεται καὶ νὰ περιφρονῆται, ὅπως
βραδύτερον θὰ ὠνειδίζετο ὁ Χριστός.
Διότι εἶχε προσηλωμένα τὰ μάτια
του καὶ ἐπερίμενε μὲ πίστιν
τῆς ἀνταμοιβήν, ποὺ θὰ τοῦ
ἔδιδεν ὁ Θεὸς εἰς τοὺς οὐρανούς.
|
26
Kai ἀπὸ τοὺς θησαυροὺς καὶ τὰ
ἀγαθὰ τῆς Αἰγύπτου ἐθεώρησε
μεγαλύτερον πλοῦτον τὰς περιφρονήσεις, ποὺ
ὠμοίαζαν πρὸς τὸν ὀνειδισμὸν
καὶ τὴν περιφρόνησιν, τὰ ὁποῖα
ὑστερώτερα ὑπέστη ὁ Χριστὸς
διότι εἶχε καρφωμένα τὰ μάτια του εἰς
τὰς οὐρανίους ἀνταμοιβάς.
|
27
Πίστει κατέλιπεν Αἴγυπτον μὴ φοβηθεὶς
τὸν θυμὸν τοῦ βασιλέως· τὸν
γὰρ ἀόρατον ὡς ὁρῶν ἐκαρτέρησε.
|
27
Χάρις εἰς τὴν πίστιν του ἐγκατέλειψε
τὴν Αἴγυπτον, ὅταν, διὰ νὰ ὑπερασπίσῃ
ἕνα Ἑβραῖον, ἐφόνευσε τὸν
Αἰγύπτιον, χωρὶς νὰ φοβηθῇ τὸν
θυμὸν τοῦ Φαραώ. Καὶ τοῦτο,
διότι ἐπερίμενε μὲ πίστιν καὶ
ἐγκαρτέρησιν τῆς βοήθειαν τοῦ
Θεοῦ τοῦ ἀοράτου, τὸν ὁποῖον
ᾐσθάνετο παρόντα, σὰν νὰ τὸν
ἔβλεπε μὲ τὰ σωματικά του μάτια.
|
27
Ἐπειδὴ ἐπίστευσεν εἰς τὴν προστασίαν
τοῦ Θεοῦ ὁ Μωυσῆς, ἐγκατέλιπε
τὴν Αἴγυπτον, ὅταν ἐφόνευσε τὸν
Αἰγύπτιον καὶ δὲν ἐφοβήθη τὸν
θυμὸν τοῦ βασιλέως, ὁ ὁποῖος
ἀπὸ τὴν φυγὴν αὐτὴν τοῦ
Μωϋσέως θὰ ἐσχημάτιζε πλέον πεποίθησιν περὶ
τῆς ἐνοχῆς του καὶ ἠδύνατο
νὰ τὸν καταδιώξῃ καὶ ἔξω ἀπὸ
τὰ σύνορα τοῦ κράτους του. Καὶ δὲν
ἐφοβήθη ὁ Μωϋσῆς, διότι ἔβλεπε σὰν
μὲ τὰ σωματικά του μάτια τὸν
ἀόρατον Θέον καὶ μὲ καρτερίαν πολλὴν
ἐπερίμενε τὴν βοήθειάν του.
|
28
Πίστει πεποίηκε τὸ πάσχα καὶ
τὴν πρόσχυσιν τοῦ αἵματος, ἵνα
μὴ ὁ ὁλοθρεύων τὰ πρωτοτόκα
θίγῃ αὐτῶν.
|
28
Μὲ τὴν πίστιν ἔκαμε τὸ Πάσχα,
τὴν θυσίαν τοῦ ἀρνίου, μὲ
τὸ αἷμα τοῦ ὁποίου ἔχρισε
τοὺς παραστάτας τῶν ἐξωτερικῶν
θυρῶν τῶν οἰκιῶν τῶν Ἑβραίων,
διὰ νὰ μὴ ἐγγίσῃ τὰ
πρωτότοκα τῶν Ἑβραίων ὁ ἐξολεθρευτὴς
ἄγγελος. |
28
Μὲ πίστιν ἔκαμεν ὁ Μωϋσῆς τὸ
Πάσχα, ἤτοι τὴν θυσίαν τοῦ ἀρνίου
καὶ ἔχρισε μὲ τὸ αἷμα τοῦ
ἀρνίου τούτου τὶς ἐξώπορτες τῶν Ἑβραίων,
διὰ νὰ μὴ ἐγγίσῃ τὰ
πρωτότοκά των ὁ ἐξολοθρευτὴς
ἄγγελος, ποὺ θὰ ἐθανάτωνε τὰ
πρωτότοκο τῶν Αἰγυπτίων κατὰ
τὴν νύκτα τῆς ἐξόδου τῶν Ἰσραηλιτῶν
ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον.
|
29
Πίστει διέβησαν τὴν Ἐρυθρὰν
θάλασσαν ὡς διὰ ξηρᾶς, ἧς πεῖραν
λαβόντες οἱ Αἰγύπτιοι κατεπόθησαν.
|
29
Μὲ πίστιν εἰς τὴν παντοδύναμον
βοήθειαν τοῦ Θεοῦ διέβησαν οἱ
Ἑβραῖοι τὴν Ἐρυθρὰν θάλασσαν,
σὰν νὰ ἐπερνοῦσαν ἀπὸ
ξηράν, ἐνῶ οἱ Αἰγύπτιοι,
ὅταν ἐπεχείρησαν νὰ κάμουν τὸ
ἴδιο, κατεποντίσθησαν καὶ κατεπόθησαν
ἀπὸ τὴν θάλασσαν.
|
29
Μὲ τὴν πίστιν, ὅτι δὲν θὰ ἐπνίγοντο,
ἐπέρασαν οἱ Ἰσραηλῖται τὴν Ἐρυθρὰν
θάλασσαν, σὰν νὰ ἐπερνοῦσαν ξηρὰν
γῆν, ἡ θάλασσα δὲ αὐτή, ὅταν
ἐτόλμησαν νὰ πειραματισθοῦν εἰς αὐτὴν
οἰ Αἰγυπτιοι, τοὺς κατέπιε.
|
30
Πίστει τὰ τείχη Ἱεριχὼ ἔπεσε
κυκλωθέντα ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας.
|
30
Διὰ τῆς πίστεως ἔπεσαν τὰ ἰσχυρὰ
τείχη τῆς Ἱεριχοῦς, ἀφοῦ
προηγουμένως ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας
τὰ περιτριγύριζαν κύκλῳ οἱ Ἰσραηλῖται.
|
30
Διὰ τῆς πίστεως ἔπεσαν τὰ τείχη τῆς
Ἱεριχω, ἀφοῦ ἐγύρισαν τριγύρω ἀπὸ
αὐτὸ oἱ ἱερεῖς τῶν Ἰσραηλιτῶν
ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας μετὰ τῆς
κιβωτοῦ σαλπίζοντες. |
31
Πίστει Ραὰβ ἡ πόρνη οὐ συναπώλετο
τοῖς ἀπειθήσασι, δεξαμένη τοὺς
κατασκόπους μετ' εἰρήνης.
|
31
Χάρις εἰς τὴν πίστιν της ἡ Ραάβ,
ἡ πόρνη, δὲν ἐξωλοθρεύθηκε μαζῆ
μὲ τοὺς ἀπειθεῖς συμπατριώτας
της, διότι εἶχε δεχθῇ προηγουμένως
μὲ εἰρήνην τοὺς Ἰσραηλίτας
κατασκόπους, τοὺς ὁποίους εἶχε
στείλει ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ.
|
31
Λόγῳ τῆς πίστεώς της ἡ πόρνη Ραὰβ
δὲν ἐθανατώθη μαζὶ μὲ τοὺς συμπατριώτας
της ποὺ ἀπείθησαν, διότι ἐδέχθη μὲ
εἰρηνικὰς διαθέσεις τοὺς κατασκόπους, ποὺ
ἐστάλησαν ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτας
εἰς τὴν Ἱεριχώ.
|
32
Καὶ τί ἔτι λέγω; Ἐπιλείψει
γὰρ μὲ διηγούμενον ὁ χρόνος
περὶ Γεδεών, Βαράκ τε καὶ Σαμψὼν
καὶ Ἰεφθάε, Δαυῒδ τε καὶ Σαμουὴλ
καὶ τῶν προφητῶν, |
32
Καὶ τί νὰ διηγοῦμαι ἀκόμη; Θὰ
σταματήσω, διότι δὲν θὰ μὲ πάρῃ
ὁ χρόνος, νὰ διηγηθῶ διὰ τὸν
Γεδεών, τὸν Βαρὰκ καὶ τὸν Σαμψὼν
καὶ τὸν Ἰεφθάε, διὰ τὸν
Δαυῒδ καὶ τὸν Σαμουὴλ καὶ τοὺς
προφήτας. |
32
Καὶ τί ἀκόμη νὰ λέγω καὶ
νὰ διηγοῦμαι; Πρέπει νὰ σταματήσω, διότι,
δὲν θὰ μὲ ἀρκέσῃ ὁ χρόνος
ἐὰν διηγοῦμαι διὰ τὸν Γεδεὼν
καὶ τὸν Βαρὰκ καὶ τὸν Σαμψὼν
καὶ τὸν Ἰεφθάε καὶ διὰ
τὸν Δαβὶδ καὶ τὸν Σαμουὴλ καὶ
τοὺς προφήτας. |
33
οἳ διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας,
εἰργάσαντο δικαιοσύνην, ἐπέτυχον
ἐπαγγελιῶν, ἔφραξαν στόματα λεόντων,
|
33
Αὐτοί, χάρις εἰς τὴν πίστιν
των, ἠγωνίσθησαν καὶ κατενίκησαν βασίλεια,
ἤσκησαν δικαιοσύνην, ἐπέτυχαν τὴν
πραγματοποίησιν τῶν ὑποσχέσεων τοῦ
Θεοῦ, ἔφραξαν τὰ στόματα τῶν
ἀγρίων λεόντων, ὅπως ὁ Δανιήλ,
|
33
Αὐτοὶ διότι εἶχαν πίστιν κατεπολέμησαν καὶ
ὑπέταξαν βασίλεια, ἐκυβέρνησαν τὸν λαὸν
μὲ δικαιοσύνην, ἐπέτυχαν τὴν πραγματοποίησιν
τῶν ὑποσχέσεων, ποὺ τοὺς ἔδωκεν
ὁ Θεός, ἐβούλωσαν καὶ ἔφραξαν
στόματα λεονταριῶν, ὅπως ὁ Δανιήλ,
|
34
ἔσβεσον δύναμιν πυρός, ἔφυγον στόματα
μαχαίρας, ἐνεδυναμώθησαν ἀπὸ
ἀσθενείας, ἐγενήθησαν ἰσχυροὶ
ἐν πολέμῳ, παρεμβολὰς ἔκλιναν
ἀλλοτρίων· |
34
ἔσβησαν τὴν φοβερὰν δύναμιν τῆς
φωτιᾶς, ὅπως οἱ τρεῖς παῖδες,
διέφυγαν τὸν κίνδυνον νὰ σφαγοῦν
μὲ μαχαίρια, ὅπως ὁ Ἠλίας,
ἐδυναμώθησαν καὶ ἔγιναν καλὰ
ἀπὸ ἀρρώστιες, ἀνεδείχθησαν
κραταιοὶ καὶ δυνατοὶ εἰς τὸν
πόλεμον, ἔκαμψαν καὶ ἔτρεψαν εἰς
φυγὴν πολυάριθμα στρατεύματα ξένων
ἐχθρῶν. |
34
Ἔσβησαν τὴν καταστρεπτικὴν δύναμιν τῆς
φωτιᾶς, διέφυγαν τὸν κίνδυνον νὰ σφαγοῦν
μὲ μαχαίρια, ἔλαβον δύναμιν καὶ ἔγιναν
καλὰ ἀπὸ ἀρρώστιες, ἀνεδείχθησαν
ἰσχυροὶ καὶ ἀνίκητοι εἰς
τὸν πόλεμον, ἔτρεψαν εἰς φυγὴν τὰς
παρατάξεις καὶ τὰ πολυπληθῆ στρατεύματα
τῶν ξένων καὶ ἐχθρῶν.
|
35
ἔλαβον γυναῖκες ἐξ ἀναστάσεως
τοὺς νεκροὺς αὐτῶν· ἄλλοι
δὲ ἐτυμπανίσθησαν, οὐ προσδεξάμενοι
τὴν ἀπολύτρωσιν, ἵνα κρείττονος
ἀναστάσεως τύχωσιν·
|
35
Μερικὲς γυναῖκες, χάρις εἰς αὐτὴν
τὴν πίστιν, ἐπῆραν πάλιν ζωντανούς,
διὰ τῆς ἀναστάσεως τοὺς νεκρούς
των. Ἄλλοι δὲ ἐδέθησαν εἰς τὸ
τύμπανον, εἰς τὸ φοβερὰ βασανιστικὸν
ἐκεῖνον ὄργανον, χωρὶς νὰ δεχθοῦν
τὴν ἀπελευθέρωσιν, ποὺ τοὺς
ἐπρότειναν οἱ βασανισταί των, ἐὰν
ἠρνοῦντο τὴν πίστιν των, καὶ
ὑπέμειναν τὸ φοβερὸν μαρτύριον
μέχρι θανάτου, διὰ νὰ ἐπιτύχουν
καὶ πάρουν ἀνάστασιν ἀσυγκρίτως
καλυτέραν ἀπὸ τὴν παροῦσαν ζωήν.
|
35
Διὰ τῆς πίστεως, ποὺ ειχαν εἰς τὴν
ὑπερφυσικὴν δύναμιν τῶν προφητῶν αἱ
γυναῖκες, τὰς ὁποίας ἀναφέρει ἡ
Π. Διαθήκη, ἐπῆραν πάλιν ζωντανοὺς δι’ ἀναστάσεως
τοὺς πεθαμένους τν. Ἄλλοι δὲ ἐδέθησαν
εἰς τὸ βασανιστικὸν ὄργανον, ποὺ
ἐλέγετο τύμπανον καὶ ἐδάρησαν σκληρὰ
μέχρι θανάτου, μὴ δεχθέντες νὰ ἀρνηθοῦν
τὴν πίστιν των καὶ ἔτσι νὰ ἐλευθερωθοῦν
ἀπὸ τὸ μαρτύριον· ἐπροτίμησαν δὲ
τὸ σκληρὸν αὐτὸ μαρτύριον, διὰ
νὰ ἐπιτύχουν ἀνάστασιν καλυτέραν ἀπὸ
τὴν πρόσκαιρον ἀποκατάστασιν εἰς τὴν
ζωὴν αὐτήν. |
36
ἕτεροι δὲ ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων
πεῖραν ἔλαβον, ἔτι δὲ δεσμῶν
καὶ φυλακῆς·
|
36
Ἄλλοι δὲ ἐδοκίμασαν ἐμπαιγμοὺς
καὶ μαστιγώσεις, ἀκόμη δὲ δεσμὰ
καὶ φυλακήν. |
36
Ἄλλοι δὲ ἐδοκίμασαν ἐμπαιγμοὺς
καὶ μαστιγώσεις, ἀκόμη δὲ δεσμὰ
καὶ φυλακήν. |
37
ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν, ἐπειράσθησαν,
ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον,
περιῆλθον ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις
δέρμασιν, ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι,
κακουχούμενοι, |
37
Ἐλιθοβολήθησαν, ἐπριονίσθησαν, ἐπέρασαν
μέσα ἀπὸ πολλοὺς πειρασμούς,
ἀπέθαναν σφαγέντες μὲ μάχαιραν,
περιήρχοντο ἐδῶ καὶ ἐκεῖ
φοροῦντες, ἀντὶ γιὰ ἐνδύματα,
προβιὲς καὶ δέρματα γιδιῶν, στερούμενοι,
θλιβόμενοι, ὑποβαλλόμενοι εἰς πολλὰς
κακουχίας. |
37
Ἐλιθοβολήθησαν, ἐπριονίσθησαν, ἐδοκίμασαν
πολλοὺς πειρασμούς, ἀπέθανον μὲ τὸν
διὰ μαχαίρας θάνατον, περιεφέροντο σὰν πλανόδιοι
ἐδῶ καὶ ἐκεῖ· καὶ ἐφόρουν
γιὰ ἐνδύματα προβατοδέρματα καὶ γιδοδέρματα,
στερούμενοι, θλιβόμενοι καὶ κακοπαθοῦντες.
|
38
ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος,
ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι
καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς
τῆς γῆς. |
38
Τέτοιους ἁγίους δὲν ἦτο ἄξιος
νὰ τοὺς ἔχῃ ὁ ἁμαρτωλὸς
κόσμος. Ἐπεριπλανῶντο εἰς τὶς
ἐρημίες, εἰς τὰ ὅρη, εἰς
τὰ σπήλαια, εἰς τὶς τρύπες τῆς
γῆς. |
38
Τῶν ἁγίων αὐτῶν ἀνδρῶν
δὲν ἦτο ἄξιος οὔτε ἠδύνατο
νὰ συγκριθῇ πρὸς αὐτοὺς ὁλόκληρος
ὁ κόσμος. Ἐπεριπλανῶντο εἰς τὰς
ἐρήμους καὶ εἰς τὰ βουνὰ καὶ
εἰς τὰ σπήλαια καὶ εἰς τὰς τρύπας
τῆς γῆς. |
39
Καὶ οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διὰ
τῆς πίστεως οὐκ ἐκομίσαντο τὴν
ἐπαγγελίαν, |
39
Καὶ ὅλοι αὐτοί, μολονότι ἔλαβαν
τὴν καλὴν καὶ τιμίαν μαρτυρίαν,
ὅτι εὐηρέστησαν εἰς τὸν Θεὸν
χάρις εἰς τὴν πίστιν των, δὲν
ἀπήλαυσαν πλήρως τὴν ὑπόσχεσιν
τῆς λυτρώσεως καὶ τῆς οὐρανίου
βασιλείας. |
39
Καὶ ὅλοι αὐτοί οἰ ἅγιοι ἄνδρες,
καίτοι ἔλαβαν ἐγκωμιαστικὴν μαρτυρίαν διὰ
τὴν πίστιν των, δὲν ἀπήλαυσαν τὴν
ὑπόσχεσιν τῆς οὐρανίου κληρονομίας.
|
40
τοῦ Θεοῦ περὶ ἡμῶν κρεῖττόν
τι προβλεψαμένου, ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν
τελειωθῶσι. |
40
Διότι ὁ Θεὸς ἐπρόβλεψε δι' ἡμᾶς
κάτι καλύτερον· δηλαδὴ νὰ μὴ
ἀπολαύσουν αὐτοὶ πλήρη τὴν
τελείωσιν καὶ τὴν μακαριότητα χωρὶς
ἡμᾶς (ἀλλ' ὅλοι μαζῆ σὰν
ἕνα πνευματικὸν σῶμα νὰ ἀπολαύσωμεν
κατὰ τὴν δευτέραν παρυσίαν τὴν
μακαριότητα τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν).
|
40
Διότι ὁ Θεὸς προέβλεψε δι’ ἠμᾶς κάτι
καλύτερον, ὥστε αὐτοὶ νὰ μὴ
λάβουν εἰς βαθμὸν τέλειον τὴν σωτηρίαν χωρὶς
ἡμᾶς, ἀλλὰ νὰ τὴν λάβωμεν
ὅλοι μαζί. Ἔτσι ἠμεῖς εὑρισκόμεθα
εἰς πλεονεκτικωτέραν θέσιν, διότι ὄχι μόνον ζῶμεν
εἰς τοὺς χρόνους τῆς ἀπολυτρώσεως
τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ ἡ
περίοδος τῆς ἀναμονῆς εἶναι μικροτέρα
δι’ ἡμᾶς. |