Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
οιγαροῦν
καὶ ἡμεῖς, τοσούτον ἔχοντες
περικείμενον ἡμῖν νέφος μαρτύρων,
ὄγκον ἀποθέμενοι πάντα καὶ τὴν
εὐπερίστατον ἁμαρτίαν, δι' ὑπομονῆς
τρέχωμεν τὸν προκείμενον ἡμῖν
ἀγῶνα, |
ιὰ
τοῦτο, λοιπόν, καὶ ἡμεῖς, ἀφοῦ
ἔχομεν ὁλόγυρά μας τόσον μεγάλο
νέφος ἀναριθμήτων ἁγίων, ποὺ
ἐμαρτύρησαν καὶ ἐμαρτυρήθησαν
διὰ τὴν πίστιν των, ἂς πετάξωμεν
μακρυὰ ἀπὸ ἐπάνω μας κάθε
βάρος ἀπὸ τὰς καταθλιπτικὰς
μερίμνας τοῦ βίου καὶ προπαντὸς
τὴν ἁμαρτίαν, ἡ ὁποία
ἀπὸ ὅλα τὰ σημεῖα κατὰ
τρόπον δελεαστικὸν καὶ προκλητικὸν
εὔκολα μᾶς περιβάλλει, καὶ ἂς
τρέχωμεν μὲ ἐπιμονὴν καὶ ὑπομονὴν
τὸν ἀγῶνα, ποὺ εὑρίσκεται
ἐνώπιον μας. |
οιπὸν
καὶ ἡμεῖς, ἀφοῦ ἔχομεν
τριγύρω μᾶς τόσον μεγάλο καὶ πυκνὸν σύννεφον
ἀνθρώπων, ποὺ ἐμαρτύρησαν διὰ τὴν
ἀλήθειαν τῆς πίστεως, ἂς πετάξωμεν ἀπὸ
ἐπάνω μας κάθε βάρος βιοτικῶν πραγμάτων καὶ
φροντίδων, ἐπὶ πλέον δὲ καὶ τὴν
ἁμαρτίαν, εἰς τὴν ὁποίαν εὔκολα
κανεὶς παρασόρεται, καὶ ἂς τρέχωμεν μὲ
ὑπομονὴν τὸν ἀγῶνα, ποὺ
προβάλλει ἐμπρός μας. |
2
ἀφορῶντες εἰς τὸν τῆς πίστεως
ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν Ἰησοῦν,
ὃς ἀντὶ τῆς προκειμένης αὐτῷ
χαρᾶς ὑπέμεινε σταυρόν, αἰσχύνης
καταφρονήσας, ἐν δεξιᾷ τε τοῦ θρόνου
τοῦ Θεοῦ κεκάθικεν.
|
2
Διὰ νὰ ἀντλοῦμεν δὲ θάρρος
καὶ δύναμιν, ἂς ἔχωμεν προσηλωμένα
μὲ πίστιν τὰ βλέμματά μας εἰς
τὸν Χριστόν, τὸν ἀρχηγὸν καὶ
ἰδρυτὴν τῆς πίστεώς μας, ὁ
ὁποῖος μὲ τὴν χάριν του μᾶς
χειραγωγεῖ εἰς τὸν δρόμον τῆς
τελειότητος. Αὐτὸς ἀντὶ τῆς
μακαριότητος, τὴν ὁποίαν εἶχε
πάντοτε ἐμπρός του ὡς Θεὸς καὶ
ἀντὶ τῆς χαρᾶς τὴν ὁποίαν
ἐδικαιοῦτο νὰ ἀπολαμβάνῃ
καὶ ὡς ἄνθρωπος ἀναμάρτητος
εὐαρεστήσας κατὰ πάντα εἰς τὸν
Πατέρα, ἐπροτίμησε καὶ ὑπέμεινε
τὸν σταυρικὸν θάνατον καὶ κατεφρόνησε
τὴν ἐντροπὴν καὶ τὸν ἐξευτελισμὸν
πρὸς χάριν ἡμῶν. Καὶ διὰ
τοῦτο ἔχει καθίσει τώρα εἰς
τὰ δεξιὰ τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ.
|
2
Καὶ πουθενὰ ἀλλοῦ ἂς μὴ
στρέφωμεν τὰ βλέμματά μας καὶ τὴν
προσοχήν μας παρὰ μόνον εἰς τὸν Ἰησοῦν,
ποὺ εἶναι ἀρχηγὸς καὶ θεμελιωτὴς
τῆς πίστεως καὶ μᾶς τελειοποιεῖ εἰς
αὐτήν. Αὐτὸς διὰ τὴν χαράν,
τὴν ὁποίαν εἶχεν ἐμπρός του καὶ
θὰ ἀπελάμβανεν, ὅταν μὲ τὸ πάθημά
του θὰ ἔσωζε πολλούς, ὑπέμεινε θάνατον σταυρικὸν
καὶ κατεφρόνησε τὴν ἐντροπὴν καὶ
τὴν ἀτίμωσιν τοῦ θανάτου τούτου, διὰ
τοῦτο δὲ καὶ ἔχει καθήσει τώρα εἰς
τὰ δεξιὰ τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ.
|
3
Ἀναλογίσασθε γὰρ τὸν τοιαύτην
ὑπομεμενηκότα ὑπὸ τῶν ἁμαρτωλῶν
εἰς αὐτὸν ἀντιλογίαν, ἵνα
μὴ κάμητε ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν
ἐκλυόμενοι. |
3
Σκεφθῆτε, λοιπόν, ἐκεῖνον, ὁ
ὁποῖος ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλοὺς
καὶ μοχθηροὺς βασανιστὰς καὶ σταυρωτάς
του ὑπέμεινε τόσον μεγάλην μαρτυρικὴν
ὀδύνην καὶ ἐξουθένωσιν, διὰ
νὰ μὴ ἀποκάμετε καὶ λιποψυχήσετε
κσαὶ παραλύσουν ἀποθαρρυμέναι αἱ
ψυχαί σας. |
3
Ναί· τρέχετε καὶ σεῖς μὲ ὑπομονὴν
τὸν ἀγῶνα σας. Διότι σκεφθῆτε καλὰ
ἐκείνον, ὁ ὁποῖος ἔχει ὑποφέρει
μὲ ὑπομονὴν τόσην ἀντίστασιν καὶ
ἀτίμωσιν εἰς τὸν ἑαυτόν του
ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλοὺς σταυρωτάς
του, διὰ νὰ μὴ ἀποκάμητε καὶ
παραλύσουν ἀπὸ τὴν ἀποθάρρυνσιν αἱ
ψυχαί σας. |
4
Οὔπω μέχρις αἵματος ἀντικατέστησε
πρὸς τὴν ἁμαρτίαν ἀνταγωνιζόμενοι,
|
4
Δὲν ἀντισταθήκατε ἀκόμη ἀγωνιζόμενοι
σκληρὰ ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας,
ὥστε νὰ χύσετε καὶ αὐτὸ
τὸ αἷμα σας. |
4
Δὲν ἀντισταθήκατε ἀκόμη μέχρι σημείου
νὰ λάβετε τραύματα καὶ νὰ χύσετε τὸ
αἷμα σας ἀγωνιζόμενοι κατὰ τῆς ἁμαρτίας.
|
5
καὶ ἐκλέλησθε τὴν παρακλήσεως,
ἥτις ὑμῖν ὡς υἱοῖς διαλέγεται·
υἱέ μου, μὴ ὀλιγώρει παιδείας
Κυρίου, μηδὲ ἐκλύου ὑπ' αὐτοῦ
ἐλεγχόμενος. |
5
Καὶ ἐν τούτοις ἐξεχάσατε τὴν
παρηγορίαν καὶ προτροπήν, τὴν ὁποίαν
μᾶς κάμνει ὁ Θεός, ὅταν συνομιλῇ
μαζῆ μας σὰν πρὸς παιδιά του·
<παιδί μου, μὴ ἀμελῇς καὶ
μὴ ἀδιαφορῇς διὰ τὴν παιδαγωγίαν,
ποὺ ἔστω καὶ διὰ μέσου θλίψεων,
σοῦ κάμνει ὁ Κύριος καὶ μὴ
παραλύῃς καὶ ἀποθαρρύνεσαι,
ὅταν ἐλέγχεσαι ἀπὸ αὐτόν.
|
5
Καὶ ἐξεχάσατε τὴν προτροπὴν
καὶ νουθεσίαν, ποὺ μᾶς κάνει ὁ Θεός,
ὅταν μᾶς ὁμιλῇ σὰν εἰς
παιδιά του. Παιδί μου, μὴ παραμελῇς καὶ
μὴ βγάζῃς ἀπὸ τὸν νοῦν
σου τὴν ὠφέλειαν, ποὺ φέρει ἡ διὰ
μέσου τῶν θλίψεων παιδαγωγία τοῦ Κυρίου, καὶ
μὴ ἀποθαρρύνεσαι, ὅταν ἐλέγχεσαι
καὶ ἐπιτιμᾶσαι ἀπὸ τὸν
Κύριον. |
6
Ὃν γὰρ ἀγαπᾷ Κύριος παιδεύει,
μαστιγοῖ δὲ πάντα υἱὸν ὃν
παραδέχεται. |
6
Διότι ἐκεῖνον ποὺ ἀγαπᾷ
ὁ Κύριος, τὸν παιδαγωγεῖ καὶ
τὸν μορφώνει διὰ μέσου τῶν θλίψεων·
μαστιγώνει δὲ μὲ ταλαιπωρίες κάθε
υἱόν, τὸν ὁποῖον δέχεται
κοντά του ὡς ἰδικόν του>.
|
6
Διότι ἐκεῖνον, ποὺ ἀγαπᾷ ὁ
Κύριος, τὸν Παιδαγωγεῖ μὲ θλίψεις, μαστιγώνει
δὲ μὲ δοκιμασίας κάθε υἱόν, ποὺ τὸν
δέχεται πλησίον του ὡς ἰδικόν του.
|
7
Εἰ παιδείαν ὑπομένετε, ὡς υἱοῖς
ὑμῖν προσφέρεται ὁ Θεός·
τίς γάρ ἐστιν υἱὸς ὃν οὐ
παιδεύει πατήρ; |
7
Ἐὰν δείχνετε ὑπομονὴν καὶ
δέχεσθε τὴν παιδαγωγίαν αὐτὴν
τοῦ Κυρίου, ἂς ἔχετε ὑπ' ὄψιν
σας, ὅτι ὁ Θεὸς συμπεριφέρεται πρὸς
σᾶς, σὰν πρὸς παιδιά του. Διότι,
ὑπάρχει κανένας υἱός, τὸν
ὁποῖον δὲν παιδαγωγεῖ μὲ πολλοὺς
τρόπους ὁ πατέρας; |
7
Ἐὰν δὲ μὲ ὑπομονὴν δέχεσθε
τὴν παιδαγωγίαν, ὁ Θεὸς συμπεριφέρεται πρὸς
σᾶς σὰν εἰς παιδιά του. Διότι ποῖος
υἱὸς εἶναι ἐκεῖνος, τὸν
ὁποῖον δὲν παιδαγωγεῖ ὁ πατέρας
του; Πράγματι κανείς. |
8
Εἰ δὲ χωρὶς ἔστε παιδείας, ἧς
μέτοχοι γεγόνασι πάντες, ἄρα νόθοι
ἐστὲ καὶ οὐχ υἱοί.
|
8
Ἐὰν ὅμως μένετε χωρὶς αὐτὴν
τὴν παιδαγωγίαν, εἰς τὴν ὁποίαν
ἔλαβαν μέρος καὶ τὴν ἐγεύθησαν
ὅλα τὰ ἀληθινὰ παιδιὰ τοῦ
Θεοῦ, τότε δὲν εἶσθε γνήσια
παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ νόθα.
|
8
Ἐὰν δὲ εἶσθε χωρὶς παιδαγωγίαν,
εἰς τὴν ὁποίαν ἔλαβαν μέρος καὶ
ἐδοκίμασαν ὅλα τὰ γνήσια παιδιά, ἀποδεικνύεται
ἀπὸ αὐτό, ὅτι εἶσθε νόθοι
καὶ δὲν εἶσθε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ.
|
9
Εἴτα τοὺς μὲν τῆς σαρκὸς ἡμῶν
πατέρας εἴχομεν παιδευτὰς καὶ ἐνετρεπόμεθα·
οὐ πολλῷ μᾶλλον ὑποταγησόμεθα
τῷ πατρὶ τῶν πνευμάτων καὶ ζήσομεν;
|
9
Ἔπειτα, ἂς σκεφθῶμεν καὶ τοῦτο·
ὅταν ἥμεθα μικροὶ εἴχαμεν τοὺς
σαρκικοὺς πατέρας μας ὡς παιδαγωγούς,
οἱ ὁποῖοι καὶ μᾶς ἐπέπλητταν
καὶ μᾶς ἐτιμωροῦσαν καὶ ἐδοκιμάζαμεν
ἐντροπὴν καὶ συστολὴν ἐπέναντί
των. Δὲν πρέπει, λοιπόν, ἀκόμη
περισσότερον, νὰ ὑποταχθῶμεν εἰς
τὸν Θεόν, τὸν δημιουργὸν καὶ
πατέρα ὅλων τῶν πνευματικῶν ὑπάρξεων,
καὶ νὰ κερδήσωμεν ἔτσι τὴν αἰωνίαν
ζωήν; |
9
Ἔπειτα ἂς προσθέσω καὶ κάτι ἄλλο.
Ὅταν ἤμεθα μικρὰ παιδιὰ εἴχαμεν
τοὺς σαρκικοὺς πατέρας μας παιδευτάς, ποὺ
ἐτιμωροῦσαν τὰς παρεκτροπάς μας, καὶ
ἐδεικνύαμεν ἐντροπὴν καὶ σεβασμὸν
εἰς αὐτούς. Δὲν θὰ ὑποταχθῶμεν
λοιπὸν πολὺ περισσότερον πρὸς τὸν
Θεόν, τὸν Πατέρα τῶν πνευματικῶν καὶ
λογικῶν ὑπάρξεων, ὥστε μὲ τὴν
ὑποταγήν μας αὐτὴν νὰ ζήσωμεν
τὴν μακαρίαν καὶ αἰωνίαν ζωήν;
|
10
Οἱ μὲν γὰρ πρὸς ὀλίγας
ἡμέρας κατὰ τὸ δοκοῦν αὐτοῖς
ἐπαίδευον, ὁ δὲ ἐπὶ τὸ
συμφέρον, εἰς τὸ μεταλαβεῖν τῆς
ἁγιότητος αὐτοῦ.
|
10
Διότι οἱ μὲν σαρκικοὶ γονεῖς
μᾶς ἐπαιδαγωγοῦσαν, ὅπως ἐνόμιζαν
καλόν, διὰ νὰ ἐπιτύχωμεν κατὰ
τὸ ὀλιγοχρόνιον αὐτὸ διάστημα
τῆς ἐπιγείου ζωῆς μας. Ὁ Θεὸς
ὅμως μᾶς παιδαγωγεῖ (σύμφωνα μὲ
τὴν ἀγαθότητα καὶ σοφίαν αὐτοῦ
κατὰ τὸν ἀπολύτως ὀρθὸν
τρόπον) πρὸς τὸ συμφέρον μας, διὰ
νὰ γίνωμεν μέτοχοι τῆς ἁγιότητος
καὶ τῆς δόξῃς αὐτοῦ.
|
10
Ναί· πρέπει νὰ ὑποταχθῶμεν. Διότι οἱ
μὲν σαρκικοὶ πατέρες μας διὰ τὸ ὀλίγον
χρονικὸν διάστημα τοῦ ἐπιγείου βίου μας
ἐπαιδαγώγουν ἠμᾶς, ὅπως ἐφαίνετο
καλὸν εἰς αὐτούς, ποὺ δὲν ἦσαν
ἀλάνθαστοι καὶ ἐλεύθεροι ἀπὸ
τὰς παραφορὰς τοῦ θυμοῦ. Ὁ Θεὸς
ὅμως μᾶς παιδαγωγεῖ ἀσφαλῶς
διὰ τὸ συμφέρον μας, διὰ νὰ γίνωμεν
μέτοχοι τῆς ἁγιότητος καὶ μακαριότητός του.
|
11
Πᾶσαν δὲ παιδεία πρὸς μὲν τὸ
παρὸν οὐ δοκεῖ χαρὰς εἶναι,
ἀλλὰ λύπης, ὕστερον δὲ καρπὸν
εἰρηνικὸν τοῖς δι' αὐτῆς γεγυμνασμένοις
ἀποδίδωσι δικαιοσύνης.
|
11
Κάθε παιδαγωγία, καθ' ὅν χρόνον διαρκεῖ,
δὲν φαίνεται νὰ φέρῃ χαράν,
ἀλλὰ λύπην, ὕστερον ὅμως, εἰς
ἐκείνους, ποὺ ἠσκήθησαν καὶ
ἐπαιδαγωγήθησαν δι' αὐτῆς, ἀποδίδει
καὶ φέρει εἰρηνικὸν καὶ εὐχάριστον
καρπὸν δικαιοσύνης καὶ ἁγιότητος.
|
11
Κάθε παιδαγωγία δὲ πρὸς τὸ παρὸν μέν,
ὅσον δηλαδὴ διαρκεῖ ἡ παίδευσις, δὲν
φαίνεται πρόξενος χαρᾶς, ἀλλὰ προκαλεῖ
λύπην, ὕστερα ὅμως ἀνταμείβει ἐκείνους,
ποὺ ἐγυμνάσθησαν καὶ ἐπαιδαγωγήθησαν
δι’ αὐτῆς, μὲ καρπὸν εἰρηνικόν,
ὁ καρπὸς δὲ αὐτὸς εἶναι
ἡ δικαιοσύνη καὶ ἁγιότης, ποὺ γίνεται
κτῆμα τῶν παιδαγωγηθέντων. |
12
Διὸ τὰς παρειμένας χεῖρας καὶ
τὰ παραλελυμένα γόνατα ἀνορθώσατε,
|
12
Ἀκριβῶς, διότι τόσον μεγάλην
ὠφέλειαν φέρει ἡ παιδαγωγία
τοῦ Θεοῦ <ἐσηκώσατε καὶ χαλυβδώσατε
τὰ πεσμένα κάτω χέρια καὶ τὰ
παραλελυμένα γόνατα> |
12
Ἐπειδὴ λοιπὸν ἀπὸ ἀγάπην
καὶ πρὸς ὠφέλειαν μᾶς παιδεύει ὁ
Θεός, δι’ αὐτὸ τὰ πεσμένα κάτω χέρια καὶ
τὰ παραλυμένα γόνατα σηκώσατέ τα ὄρθια καὶ
λάβετε θάρρος καὶ δύναμιν. |
13
καὶ τροχιὰς ὀρθὰς ποιήσατε τοῖς
ποσίν ὑμῶν, ἵνα μὴ τὸ
χωλὸν ἐκτραπῇ, ἰαθῇ δὲ
μᾶλλον. |
13
καὶ <κάμετε εὐθεῖς τοὺς δρόμους,
διὰ νὰ βαδίζουν μὲ ἀσφάλειαν
τὸ πόδια σας>, διὰ νὰ μὴ
παρεκκλίνῃ καὶ ξεκόψῃ ἀπὸ
τὸν ὀρθὸν δρόμον ὁ χωλός,
ἀλλὰ μᾶλλον νὰ ἰαρευθῇ.
|
13
Καὶ ἂς βαδίσουν ἴσιους δρόμους τὰ
πόδια σας, διὰ νὰ μὴ χειροτερεύσῃ
ἡ κουτσαμάρα σας, ἀλλὰ τουναντίον
νὰ ἰατρευθῇ. Ἀποκτήσατε δηλαδὴ
ὀρθὰ φρονήματα καὶ παύσατε νὰ τρικλίζετε
μεταξὺ ἰουδαϊκῶν καὶ εὐαγγελικῶν
διδαγμάτων, διότι κινδυνεύετε νὰ πλανηθῆτε μακρὰν
ἀπὸ τὸν ἴσιον δρόμον τῆς πίστεως.
|
14
Εἰρήνην διώκετε μετὰ πάντων,
καὶ τὸν ἁγιασμόν, οὗ χωρὶς
οὐδεὶς ὄψεται τὸν Κύριον,
|
14
Ἀγωνίζεσθε καὶ προσπαθεῖτε νὰ
ἔχετε εἰρήνην μὲ ὅλους, νὰ
ἀποκτήσετε δὲ τὴν ἁγιότητα
καὶ καθαρότητα τῆς καρδίας, διότι
χωρὶς αὐτὴν τὴν ἁγιότητα
κανεὶς δὲν θὰ ἵδῃ τὸν
Κύριον. |
14
Ἐπιδιώκετε νὰ ἔχετε εἰρήνην μὲ
ὅλους. Ἐπιδιώκετε καὶ τὸν ἁγιασμὸν
καὶ τὴν καθαρότητα τῆς καρδίας ἀπὸ
κάθε πάθος. Διότι χωρὶς τὸν ἁγιασμὸν
κανεὶς δὲν θὰ ἴδῃ τὸν
Κύριον. |
15
ἐπισκοποῦντες μή τις ὑστερῶν
ἀπὸ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ,
μή τις ρίζα πικρίας ἄνω φύουσα
ἐνοχλῇ καὶ διὰ ταύτης μιανθῶσι
πολλοί, |
15
Προσέχετε καλά, μήπως κανεὶς ἀπὸ
σᾶς στερεῖται ἐξ ὑπαιτιότητός
του τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ καὶ χάση
τὴν σωτηρίαν. Προσέχετε μήπως καμμιὰ
πικρὴ ρίζα ἐγωπαθοῦς καὶ ἁμαρτωλῆς
καρδίας φυτρώνει πρὸς τὰ πάνω
καὶ προκαλεῖ ἐνόχλησιν καὶ μολυνθοῦν
μὲ αὐτὴν πολλοί.
|
15
Προσέχετε δὲ καλά, μήπως ὑπάρχει μεταξύ
σας κανείς, ποὺ καθυστερεῖ καὶ μένει πίσω
ἀπὸ τὴν σωτηρίαν, ἡ ὁποία εἶναι
χάρις Θεοῦ. Προσέχετε, μήπως καμμία ρίζα πικρὰ
βίου διεφθαρμένου καὶ διδασκαλίας πλανημένης, ποὺ
μπορεῖ νὰ δηλητηριάσῃ τὸ ἐκκλησιαστικὸν
πλήρωμα, φυτρώνει πρὸς τὰ ἐπάνω καὶ
προκαλεῖ ἐνόχλησιν καὶ μὲ αὐτὴν
μολυνθοῦν καὶ βλαβοῦν πολλοί.
|
16
μή τις πόρνος ἢ βέβηλος ὡς Ἠσαῦ,
ὃς ἀντὶ βρώσεως μιᾶς ἀπέδοτο
τὰ πρωτοτοκία αὐτοῦ.
|
16
Προσέχετε ἀκόμη, μήπως εἶναι
κανεὶς πόρνος ἢ ἀσεβὴς καὶ
ἀνίερος, ὅπως ὁ Ἠσαῦ,
ὁ ὁποῖος ἀντὶ ἑνὸς
φαγητοῦ ἐπώλησε τὰ ἱερὰ
καὶ ἀνεκτίμητα πρωτοτόκιά του,
ἀπὸ τὰ ὁποῖα καὶ ἐξέπεσε
διὰ παντός. |
16
Προσέχετε ἀκόμη, μήπως εἶναι κανεὶς
πόρνος ἢ βέβηλος καὶ περιφρονητὴς τῶν
ἱερῶν, καθὼς ὁ Ἠσαῦ, ποὺ
δι' ἕνα φαγητὸν ἐπώλησε τὸ ἱερὸν
προνόμιον τῶν πρωτοτοκίων του.
|
17
Ἴστε γὰρ ὅτι καὶ μετέπειτα,
θέλων κληρονομῆσαι τὴν εὐλογίαν,
ἀπεδοκιμάσθη· μετανοίας γὰρ τόπον
οὐχ εὗρε, καίπερ μετὰ δακρύων
ἐκζητήσας αὐτήν.
|
17
Διότι γνωρίζετε, ὅτι, ἂν καὶ
ἔπειτα ἤθελε νὰ ξαναπάρῃ πάλιν
τὴν εὐλογίαν τῶν πρωτοτοκιῶν,
ἀπεδοκιμάσθη ἀπὸ τὸν Θεόν.
Διότι δὲν εὗρε ἀποτελεσματικὸν
τρόπον μετανοίας, διὰ νὰ ἐπανορθώσῃ
τὸ σφάλμα του, ἂν καὶ μὲ δάκρυα
ἐζήτησε τὴν ἐπανόρθωσιν ἐκ
μέρους τοῦ πατρός του. |
17
Μὲ τὴν πώλησιν ὅμως αὐτὴν ἔχασε
γιὰ πάντα τὰ πρωτοτοκιά του. Διότι γνωρίζετε ἀπὸ
τὴν διήγησιν τῆς Γραφῆς, ὅτι καὶ
ὕστερα, ὅταν ἤθελε νὰ κληρονομήσῃ
τὴν εὐλογίαν τοῦ πρωτοτόκου παιδίου, ἀπεδοκιμάσθη.
Διότι δὲν εὗρε μέσον μετανοίας, ποὺ να ἐπανώρθωνε
τὰς συνεπείας τῆς βεβηλώσεώς του ἐκείνης,
καίτοι μὲ δάκρυα ἐζήτησε τὴν μετάνοιαν καὶ
ἐπανόρθωσιν αὐτήν. |
18
Οὐ γὰρ προσεληλύθατε ψηλαφωμένῳ
ὄρει καὶ κεκαυμένῳ πυρὶ καὶ
γνόφῳ καὶ σκότῳ καὶ θυέλλῃ
|
18
Νὰ εἶσθε ἄγρυπνοι καὶ προσεκτικοί,
μήπως καὶ χάσετε ἀπὸ ραθυμίαν
καὶ ἐμέλειαν τὴν σωτηρίαν, διότι
δὲν ἔχετε πλησιάσει ἕνα ψηλαφητὸ
καί <φλογισμένο ἀπὸ πῦρ βουνό,
ὅπως ἦτο τὸ Σινᾶ, οὔτε πυκνὴν
μαύρην ὁμίχλην καὶ σκότος καὶ
θύελλαν |
18
Προσέξατε λοιπὸν νὰ μὴ καθυστερήσετε καὶ
πέσετε ἔξω ἀπὸ τὴν σωτηρίαν. Διότι
δὲν ἐπλησιάσατε εἰς βουνόν, ποὺ μπορεῖ
νὰ ψηλαφηθῇ καὶ ποὺ ἔχει καῇ
μὲ φωτιά, ὅπως ἦτο τὸ Σινᾶ.
Οὔτε ἐπλησιάσατε εἰς σύννεφον μαῦρο
καὶ εἰς σκοτάδι καὶ εἰς ἀνεμοστρόβιλον,
|
19
καὶ σάλπιγγος ἤχῳ καὶ φωνῇ
ρημάτων, ἧς οἱ ἀκούσαντες παρῃτήσαντο
μὴ προστεθῆναι αὐτοῖς λόγον·
|
19
καὶ συγκλονιστικὸν ἦχον σάλπιγγος
καὶ φοβερὰν φωνὴν λόγων Θεοῦ>,
τὴν ὁποίαν, ὅταν ἤκουσαν οἱ
Ἰουδαῖοι, ἐκεῖ εἰς τὸ
Σινᾶ, κατελήφθησαν ἀπὸ φόβον,
ἠρνήθησαν νὰ τὴν ἀκούσουν
καὶ παρεκάλεσαν νὰ μὴ προστεθοῦν
καὶ ἄλλοι λόγοι εἰς αὐτούς.
|
19
καὶ εἰς τρομακτικὸν ἦχον σάλπιγγος
καὶ εἰς τὴν φοβερὰν φωνὴν λόγων,
ποὺ οἱ ἀκούσαντες εἰς τὸ Σινᾶ
Ἰουδαῖοι ἠρνήθησαν καὶ παρῃτήθησαν
νὰ τὴν ἀκούσουν καὶ παρεκάλεσαν
νὰ μὴ προστεθῇ εἰς αὐτοὺς
καὶ ἄλλος λόγος· |
20
οὐκ ἔφερον γὰρ τὸ διαστελλόμενον·
κἂν θηρίον θίγῃ τοῦ ὄρους,
λιθοβοληθήσεται·
|
20
Διότι δὲν τοὺς ἦτο δυνατὸν νὰ
ὑποφέρουν ἐκεῖνο ποὺ εἶχεν
ἀπειλήσει ὁ Θεός· <καὶ
ζῶον ἀκόμη ἐὰν πλησιάσῃ
καὶ ἐγγίσῃ τὸ ὅρος θὰ
λιθοβοληθῇ>. |
20
διότι δὲν ἠμποροῦσαν νὰ ὑποφέρουν
ἐκεῖνο, ποὺ διετάχθη ἀπὸ τὸν
Θεόν· ἤτοι καὶ ζῶον ἀκόμη ἂν
ἀκουμβήσῃ εἰς τὸ βουνόν, θὰ
λιθοβοληθῇ. |
21
καί· οὕτω φοβερὸν ἦν τὸ φανταζόμενον!
Μωϋσῆς εἶπεν· ἔκφοβός εἰμι
καὶ ἔντρομος· |
21
Καὶ ἦτο τόσον πολὺ φοβερὸν αὐτὸ
τὸ φαινόμενον, ποὺ ἐπρόβαλεν
εἰς τὰ μάτια των, ὥστε καὶ ὁ
ἴδιος ὁ Μωϋσῆς εἶπε· <εἶμαι
γεμᾶτος φόβον καὶ τρόμον!>
|
21
Καὶ ἦτο τόσον πολὺ φοβερὸν αὐτό,
ποὺ ἐφαίνετο στὰ μάτια των, ὥστε
καὶ αὐτὸς ὁ Μωϋσῆς εἶπεν·
Εἶμαι γεμᾶτος φόβον καὶ τρόμον.
|
22
ἀλλὰ προσεληλύθατε Σιὼν ὄρει
καὶ πόλει Θεοῦ ζῶντος, Ἱερουσαλὴμ
ἐπουρανίῳ, καὶ μυριάσιν ἀγγέλων,
|
22
Ἀλλ' ἔχετε προσέλθει εἰς τὸ
ὅρος τῆς νέας Σιών, εἰς τὴν
πνευματικὴν πόλιν τοῦ ζῶντος Θεοῦ,
εἰς τὴν ἐπουράνιον Ἱερουσαλὴμ
καὶ εἰς τὰς μυριάδας τῶν ἀγγέλων,
|
22
Δὲν ἀντικρύσατε λοιπὸν τὰ τόσον φοβερὰ
καὶ τρομακτικὰ περιστατικά, ὑπὸ τὰ
ὁποῖα ἔγινεν ἡ Π. Διαθήκη. Ἀλλ’
ἔχετε προσέλθει εἰς τὸ ὅρος τῆς
πνευματικῆς Σιὼν καὶ εἰς τὴν
πόλιν τοῦ Θεοῦ τοῦ ζωντανοῦ, εἰς
τὴν ἐπουράνιον Ἱερουσαλὴμ καὶ
εἰς μυριάδας ἀγγέλων,
|
23
πανηγύρει καὶ ἐκκλησίᾳ προτοτόκων
ἐν οὐρανοῖς ἀπογεγραμμένων,
καὶ κριτῇ Θεῷ πάντων, καὶ πνεύμασι
δικαίων τετελειωμένων,
|
23
εἰς πανευφρόσυνον πανήγυριν καὶ εἰς
χαρμόσυνον συγκέντρωσιν τῶν ἐκλεκτῶν
τέκνων τοῦ Θεοῦ, τὰ ὁποῖα
ἔχουν πλέον καταγραφῆ ὡς πολῖται
τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ἐπλησιάσατε
καὶ εἰς τὸν Θεόν, τὸν δικαιοκρίτην
ὅλων, καὶ εἰς τὰ πνεύματα τῶν
δικαίων, ποὺ ἔχουν πλέον ἀποκτήσει
τὴν ἠθικὴν τελείωσιν καὶ ἀναμένουν
τὴν τελείαν μακαριότητα.
|
23
ποὺ πανηγυρίζουν καὶ σκορποῦν χαρὰν
καὶ ὄχι τρόμον. Ἔχετε προσέλθει καὶ
εἰς τὴν σύναξιν τῶν ἐκλεκτῶν
καὶ προσφιλῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ, ποὺ
ἔχουν καταγραφῆ πολῖται εἰς τοὺς
οὐρανούς. Ἐπλησιάσατε καὶ εἰς τὸν
Θεόν, ὁ ὁποῖος εἶναι κριτῆς
ὅλων, ἐπλησιάσατε καὶ εἰς τὰ
πνεύματα τῶν δικαίων, ποὺ ἔχουν γίνει τέλειοι.
|
24
καὶ διαθήκης νέας μεσίτῃ Ἰησοῦ,
καὶ αἵματι ραντισμοῦ κρεῖττον λαλοῦντι
παρὰ τὸν Ἄβελ.
|
24
Προσήλθατε ἀκόμη κοντὰ εἰς τὸν
μεσίτην τῆς νέας διαθήκης, τὸν
Ἰησοῦν, καὶ εἰς τὸ αἷμα
τῆς θυσίας του, μὲ τὸ ὁποῖον
ἐρραντίσθητε καὶ ἐπήρατε τὴν
λύτρωσιν καὶ τὸν ἁγιασμὸν καὶ
τὸ ὁποῖον λαλεῖ καὶ συνηγορεῖ
πλησίον τοῦ Θεοῦ ὑπὲρ ἡμῶν,
περισσότερον ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ
Ἄβελ, ποὺ ἐζητοῦσε ἐκδίκησιν
ἐναντίον τοῦ ἀδελφοκτόνου.
|
24
Προσήλθατε ἀκόμη εἰς μεσίτην Νέας Διαθήκης,
τὸν Ἰησοῦν, καὶ εἰς αἷμα
μὲ τὸ ὁποῖον ἐρραντίσθητε
καὶ ἡγιάσθητε, καὶ τὸ ὁποῖον
λαλεῖ πρὸς τὸν Θεὸν διὰ τὴν
ἐξιλέωσίν μας καλύτερα παρὰ τὸ αἷμα
τοῦ Ἄβελ, ποὺ ἐζήτει ἐκδίκησιν.
|
25
Βλέπετε μὴ παραιτήσησθε τὸν λαλοῦντα.
Εἰ γὰρ ἐκεῖνοι οὐκ ἔφυγον
τὸν ἐπὶ τῆς γῆς παραιτησάμενοι
χρηματίζοντα, πολλῷ μᾶλλον ἡμεῖς
οἱ τὸν ἀπ' οὐρανῶν ἀποστρεφόμενοι·
|
25
Προσέχετε, λοιπόν, μήπως τυχὸν καὶ
ἀπαρνηθῆτε τὸν πανάγαθον Θεόν,
ποὺ σᾶς ὁμιλεῖ· διότι ἐὰν
οἱ Ἑβραῖοι τῆς παλαιᾶς ἐποχῆς,
ποὺ ἠρνήθησαν νὰ ὑπακούσουν
εἰς τὸν Μωϋσέα, τὸν ὁμιλοῦντα
ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ, δὲν ἐξέφυγαν
τὴν τιμωρίαν, πολὺ περισσότερον δὲν
θὰ ξεφύγωμεν ἡμεῖς, ποὺ ἀπαρνούμεθα
τὸν Θεὸν καὶ ἀποστρέφομεν τὸν
ἑαυτόν μας ἀπὸ ἐκεῖνος, ποὺ
μᾶς ὁμιλεῖ ἐκ τῶν οὐρανῶν.
|
25
Σεῖς λοιπὸν ποὺ ἀξιώθητε νὰ
ἀπολαύσετε τὰ θαυμαστὰ αὐτά, προσέχετε
νὰ μὴ ἀρνηθῆτε καὶ ἀπειθήσετε
πρὸς τὸν Θεόν, ποὺ σᾶς λαλεῖ.
Διότι, ἐὰν δὲν διέφυγαν τὴν τιμωρίαν
ἐκεῖνοι, ποὺ ἠπείθησαν εἰς τὸν
Μωϋσῆν, ὁ ὁποῖος τοὺς ἐφανέρωνε
θείας ἐντολὰς ἐπὶ τῆς γῆς,
πολὺ περισσότερον δὲν θὰ ξεφύγωμεν ἡμεῖς,
ποὺ ἀποστρεφόμεθα τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος
μᾶς ὁμιλεῖ ἀπὸ τοὺς οὐρανούς.
|
26
οὗ ἡ φωνὴ τὴν γῆν ἐσάλευσε
τότε, νῦν δὲ ἐπήγγελται λέγων·
ἔτι ἅπαξ ἐγὼ σείω οὐ μόνον
τὴν γῆν, ἀλλὰ καὶ τὸν
οὐρανόν. |
26
Αὐτοῦ δὲ τοῦ Θεοῦ ἡ φωνὴ
συνεκλόνισε τότε τὴν γῆν, τώρα
δὲ ἔχει προαναγγείλει καὶ ὑποσχεθῆ
διὰ τοῦ προφήτου λέγων· <ἀκόμη
μίαν φορὰν ἐγὼ θὰ σείσω
ὄχι μόνον τὴν γῆν, ἀλλὰ
καὶ τὸν οὐρανόν>.
|
26
Τοῦ Θεοῦ δὲ αὐτοῦ ἡ φωνὴ
ἐσάλευσε καὶ τότε εἰς τὸ ὅρος
Σινᾶ τὴν γῆν· τώρα δὲ ἔχει δώσει
ὑπόσχεσιν διὰ μέσου τοῦ προφήτου Ἄγγαίου
καὶ εἶπεν· Ἀκόμη μίαν φορὰν
ἐγὼ θὰ σείσω ὄχι μόνον τὴν γῆν,
ἀλλὰ καὶ τὸν ἔναστρον οὐρανόν.
|
27
Τὸ δὲ ἔτι ἅπαξ δηλοὶ τῶν
σαλευομένων τὴν μετάθεσιν ὡς πεποιημένων,
ἵνα μείνῃ τὰ μὴ σαλευόμενα.
|
27
Αὐτό, τὸ <μία ἀκόμη
φοράν> ποὺ λέγει, δηλώνει τὴν
μετακίνησιν καὶ ἀλλαγὴν αὐτῶν,
ποὺ σὰν κτίσματα φθαρτὰ μετακινοῦνται
καὶ ἀλλοιώνεται, διὰ νὰ μείνουν
τὰ ἀμετακίνητα καὶ αἰώνια,
ποὺ ὑπάρχουν εἰς τοὺς οὐρανούς.
|
27
Ὅταν δὲ λέγῃ ἀκόμη μίαν φοράν,
φανερώνει τὴν μετακίνησιν ἐκείνων, ποὺ σαλεύονται
καὶ μετακινοῦνται ὡς κτίσματα φθαρτά, ἔχοντα
ἀρχὴν καὶ τέλος. Θὰ μετακινηθοῦν
καὶ θὰ φύγουν αὐτά, διὰ νὰ μείνουν
τὰ ἐν οὐρανοῖς ἀσάλευτα καὶ
ἄφθαρτα. |
28
Διὸ βασιλείαν ἀσάλευτον παραλαμβάνοντες
ἔχωμεν χάριν, δι' ἧς λατρεύωμεν εὐαρέστως
τῷ Θεῷ μετὰ αἰδοῦς καὶ
εὐλαβείας· |
28
Δι' αὐτό, ἀφοῦ ἐπήραμεν
ὡς ἀνεκτίμητον κληρονομίαν μας βασιλείαν
ἀκλόνητον καὶ αἰωνίαν, τὴν
βασιλείαν ποὺ μᾶς προσφέρει ὁ
Χριστός, ἂς αἰσθανώμεθα συνεχῶς
καὶ ἂς ἐκφράζωμεν πρὸς τὸν
Θεὸν εὐχαριστίαν. Καὶ μὲ τὴν
εὐχαριστίαν αὐτήν, ἂς λατρεύωμεν
τὸν Θεὸν κατὰ τρόπον εὐάρεστον
εἰς αὐτόν, μὲ σεμνότητα καὶ
εὐλάβειαν· |
28
Διὰ τοῦτο, ἀφοῦ ἐπαραλάβαμεν
διὰ μέσου τῆς πίστεως εἰς τὸν Χριστὸν
βασιλείαν, ποὺ δὲν σαλεύεται ποτέ, ἀλλὰ
μένει αἰωνία καὶ ἡ βασιλεία αὐτὴ
εἶναι ἐκείνη, ποὺ ἐγκαθίδρυσεν ὁ
Χριστὸς διὰ τῆς Ἐκκλησίας του ἂς
ἀποδίδωμεν εἰς τὸν Θεὸν εὐχαριστίαν.
Καὶ μὲ τὴν εὐγνωμοσύνην, ποὺ
θὰ δεικνύωμεν διὰ τῆς εὐχαριστίας
αὐτῆς, ἂς λατρεύωμεν τὸν Θεὸν
εὐαρέστως μετὰ σεβασμοῦ καὶ
εὐλαβείας. |
29
καὶ γὰρ ὁ Θεὸς ἡμῶν πῦρ
καταναλίσκον. |
29
Διότι ὁ Θεὸς μας εἶναι φωτιά,
ποὺ κατακαίει καὶ ἐξολοθρεύει
κάθε ἀναιδῆ καὶ ἀσεβῆ.
|
29
Πρέπει δὲ μὲ φόβον καὶ εὐλάβειαν νὰ
τὸν λατρεύωμεν, διότι ὁ Θεός μας εἶναι
φωτιά, ποὺ κατακαίει καὶ ἐξολοθρεύει
κάθε ἀσεβῆ καὶ ἀνευλαβῆ.
|