Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ίς
οἶδε σοφούς; Καὶ τίς οἶδε λύσιν
ρήματος; Σοφία ἀνθρώπου φωτιεῖ
πρόσωπον αὐτοῦ, καὶ
ἀναιδὴς προσώπῳ αὐτοῦ
μισηθήσεται. |
οιὸς
γνωρίζει σοφοὺς ἀνθρώπους; Καὶ
ποιὸς ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς
σοφοὺς ἠμπορεῖ νὰ δώσῃ
ἀπάντησιν καὶ λύσιν εἰς αὐτὸ
τὸ ἐρώτημα, εἰς αὐτὴν
τὴν ἀπορίαν; Ἡ σοφία φωτίζει
καὶ λάμπει εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ
συνετοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἀδιάντροπος
ὅμως κατὰ τὴν ἐμφάνισιν καὶ
τὴν συμπεριφορὰν γίνεται μισητὸς καὶ
ἀποκρουστικός, διότι τοῦ ἐλλείπει
ἡ σύνεσις καὶ ἡ σοφία.
|
οιὸς
γνωρίζει σοφούς; Καὶ ποιὸς σοφὸς ἀπὸ
αὐτοὺς ἠμπορεῖ νὰ ἀπαντήσῃ
εἰς αὐτὸ τὸ ἐρώτημα; Ἡ
σοφία ἀκτινοβολεῖ εἰς τὸ πρόσωπον
τοῦ ἀνθρώπου ποὺ τὴν ἔχει, καὶ
ὁ ἀναιδὴς τὴν μορφήν, λόγῳ
ἐλλείψεως σοφίας, γίνεται ἀποκρουστικός.
|
2
Στόμα βασιλέως φύλαξον καὶ περὶ
λόγου ὄρκου Θεοῦ μὴ σπουδάσῃς.
|
2
Πρόσεχε τὰς διαταγάς, ποὺ ἐξέρχονται
ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ βασιλέως,
διότι δι' αὐτὰς ἔδωσες ἐνώπιον
τοῦ Θεοῦ ὅρκον, ὅτι δηλαδὴ θὰ
τὰς τηρήσῃς.
|
2
Τὰς ἐντολὰς τοῦ βασιλέως Θεοῦ
νὰ τὰς φυλάξῃς, διότι ἔδωκες μέσα
σου ὑπόσχεσιν ἔνορκον, ὅτι θὰ τὰς
τηρήσῃς. |
3
Ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ πορεύσῃ,
μὴ στῇς ἐν λόγῳ πονηρῷ·
ὅτι πᾶν ὃ ἐὰν θελήσῃ,
ποιήσει, |
3
Παραμέρισε ἀπὸ ἐμπρός του καὶ
μὴ πάρῃς καμμίαν πονηρὰν ἀπόφασιν
ἐναντίον του, διότι ὁ βασιλεὺς
ἐκεῖνο, ποὺ θὰ θελήσῃ
νὰ κάμῃ, θὰ τὸ κάμῃ.
|
3
Νὰ μὴ ἀπομακρυνθῇς ἀπὸ
τὸ πρόσωπον τοῦ Θεοῦ μὲ τὸ νὰ
κάμῃς κάτι εἰς τὸ σκότος καὶ νὰ
παραβῇς τὴν ἐντολήν του, καὶ
νὰ μὴ εἶσαι παρὼν εἰς πρᾶξιν
πονηράν, διότι, ὅ,τι θελήσῃ ὁ Θεός, θὰ
τὸ κάμῃ. |
4
καθὼς βασιλεὺς ἐξουσιάζων, καὶ
τίς ἐρεῖ αὐτῷ· τί
ποιεῖς; |
4
Σὰν βασιλεύς ποὺ εἶναι, ἔχει
μεγάλην ἐξουσίαν. Ποιὸς δὲ ἠμπορεῖ
νὰ εἴπῃ εἰς αὐτόν·
<τί εἶναι αὐτὸ ποὺ κάνεις;>
|
4
Ὅταν διατάσσῃ ὁ βασιλεύς, ποὺ εὑρίσκεται
εἰς τὴν ἐξουσίαν, δὲν ἠμπορεῖ
κανεὶς νὰ τοῦ εἴπῃ· τί
κάμνεις; |
5
Ὁ φυλάσσων ἐντολὴν οὐ γνώσεται
ρῆμα πονηρόν, καὶ καιρὸν κρίσεως
γινώσκει καρδία σοφοῦ·
|
5
Ἀκόμη περισσότερον ἐκεῖνος,
ὁ ὁποῖος προσέχει καὶ τηρεῖ
τὰς ἐντολὰς τοῦ βασιλέως τοῦ
Θεοῦ, δὲν θὰ δοκιμάσῃ κάτι
τὸ κακόν. Ἡ καρδία τοῦ συνετοῦ
ἀνθρώπου τὸν πληροφορεῖ, ὅτι
ὑπάρχει καιρὸς κρίσεως διὰ κάθε
ἄνθρωπον. |
5
Ὅποιος φυλάσσει τὴν θείαν ἐντολήν, δὲν
θὰ γνωρίσῃ τιμωρίαν. Ὁ νοῦς τοῦ
συνετοῦ ἀνθρώπου ἔχει ὑπ’ ὄψει
του τὴν θείαν κρίσιν. |
6
ὅτι παντὶ πράγματί ἐστι καιρὸς
καὶ κρίσις, ὅτι γνῶσις τοῦ ἀνθρώπου
πολλὴ ἐπ' αὐτόν·
|
6
Διὰ κάθε ἔργον ἀνθρώπου ὑπάρχει
ὁ κατάλληλος καιρὸς τῆς κρίσεως
διότι ἡ περὶ τοῦ ἀνθρώπου
γνῶσις τοῦ Θεοῦ εἶναι πλουσία
καὶ πλήρης. |
6
Διότι διὰ κάθε πρᾶξιν ἔχει ὁρισθῆ
καιρὸς καὶ κρίσις, ἡ γνῶσις δὲ
τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πολλὴ καὶ
αὐτὸ τὸν ἐπιβαρύνει περισσότερον.
|
7
Ὅτι οὐκ ἔστι γινώσκων τί τὸ
ἐσόμενον ὅτι καθὼς ἔσται τίς
ἀναγγελεῖ αὐτῷ; |
7
Δὲν ὑπάρχει, δὲ κανεὶς ἀπὸ
τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ νὰ γνωρίζῃ
τί θὰ γίνῃ εἰς τὸ μέλλον·
καὶ ποιὸς δύναται νὰ ἀναγγείλῃ
αὐτὸ εἰς τὸν ἄνθρωπον;
|
7
Δὲν ὑπάρχει κανεὶς ἀπὸ τοὺς
ἀνθρώπους, ποὺ νὰ γνωρίζῃ τί
θὰ γίνῃ εἰς τὸ μέλλον, ἀλλὰ
καὶ ποιὸς δύναται νὰ τοῦ ἀποκαλύψῃ
τοῦτο; |
8
Οὐκ ἔστιν ἄνθρωπος ἐξουσιάζων
ἐν πνεύματι τοῦ κωλῦσαι σὺν
τὸ πνεῦμα· καὶ οὐκ ἔστιν
ἐξουσία ἐν ἡμέρᾳ θανάτου,
καὶ οὐκ ἔστιν ἀποστολὴ ἐν
ἡμέρᾳ πολέμου, καὶ οὐ
διασώσει ἀσέβεια τὸν παρ' αὐτῆς.
|
8
Δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος
νὰ ἔχῃ τέτοιαν δύναμιν πνεύματος,
ὥστε νὰ ἐμποδίσῃ τὸν θάνατον,
νὰ ἐμποδίσῃ τὴν ἐκδημίαν
τοῦ πνεύματός του. Καμμίαν δύναμιν
καὶ ἐξουσίαν δὲν ἔχει ὁ
ἄνθρωπος ὡς πρὸς τὴν ἡμέραν
τοῦ θανάτου του. Καὶ δὲν ὑπάρχει
καμμία ὑπεκφυγὴ καὶ ἐξαίρεσις
κατὰ τὴν τελευταίαν μάχην τῆς
ζωῆς πρὸς τὸν θάνατον. Ἡ δὲ
ἀσέβεια δὲν ἠμπορεῖ κατὰ
κανένα λόγον καὶ τρόπον νὰ σώσῃ
τὸν ἀσεβῆ ἄνθρωπον.
|
8
Δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος νὰ ἐξουσιάζῃ
ἐπὶ τῆς ψυχῆς του, ποὺ νὰ
δύναται νὰ ἐμποδίσῃ τὸ πνεῦμα
του νὰ ἐξέλθῃ ἀπ’ αὐτοῦ.
Ὁ ἄνθρωπος δὲν ἐξουσιάζει τὸν
ἑαυτόν του κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ
θανάτου· δὲν ὑπάρχει ἐξαίρεσις κατὰ
τοῦ θανάτου, καὶ ἡ ἀσέβεια δὲν
δύναται νὰ σώσῃ ἀπὸ τὴν
μέλλουσαν τιμωρίαν τὸν ὑπ’ αὐτῆς κατεχόμενον.
|
9
Καὶ σὺν πᾶν τοῦτο εἶδον καί
ἔδωκα τὴν καρδίαν μου εἰς πᾶν
τὸ ποίημα, ὃ πεπεποίηται ὑπὸ
τὸν ἥλιον, τὰ ὅσα ἐξουσιάσατο
ὁ ἄνθρωπος ἐν ἀνθρώπῳ
τοῦ κακῶσαι αὐτόν.
|
9
Ἠρεύνησα καὶ ἐγνώρισα ὅλα
αὐτά. Μὲ τὴν ψυχὴν καὶ
τὴν διάνοιάν μου ἐμελέτησα ὅλα,
ὅσα ἔχουν γίνει κάτω ἀπὸ
τὸν ἥλιον, καὶ μάλιστα τὰς καταπιέσεις
καὶ καταδυναστεύσεις ἑνὸς ἀνθρώπου
ἐναντίον ἄλλου ἀνθρώπου, ὥστε
νὰ βλάψῃ αὐτόν.
|
9
Σὺν τοῖς ἄλλοις παρετήρησα καὶ τοῦτο
καὶ ἐπέστησα τὴν προσοχήν μου καὶ
ἠρεύνησα ὅσα ἔχουν γίνει κάτω ἀπὸ
τὸν ἥλιον καὶ συγκεκριμένως ἕνα ἄνθρωπον,
ποὺ καταδυναστεύει τοὺς ἄλλους πρὸς
βλάβην τοῦ ἑαυτοῦ του.
|
10
Καὶ τότε εἶδον ἀσεβεῖς εἰς
τάφους εἰσαχθέντας, καὶ ἐκ τοῦ
ἁγίου, καὶ ἐπορεύθησαν καὶ
ἐπῃνέθησαν ἐν τῇ πόλει,
ὅτι οὕτως ἐποίησαν· καί
γε τοῦτο ματαιότης. |
10
Καθ' ὅλον τὸ διάστημα τῆς ζωῆς
μου εἶδα ἐπίσης ἀσεβεῖς ἄρχοντας,
ποὺ εἶχον μεγάλας ἱερατικὰς
θέσεις, νὰ κηδεύωνται καὶ ἐνταφιάζωνται
μὲ τιμάς. Καὶ μολονότι αὐτοί,
καθ' ὃν χρόνον ἐζοῦσαν διέπραξαν
ἀσεβείας, ἐνκωμιάσθησαν εἰς
τὴν πόλιν, διότι τάχα ἔπραξαν
πολλὰ καλὰ ἔργα. Αὐτὸ ὅμως
εἶναι ψευδολογία καὶ ματαιότης.
|
10
Εἶδα ἐπίσης ἀσεβεῖς ἄρχοντας,
ποὺ εἶχαν μεγάλας ἱερατικὰς θέσεις,
νὰ ἐνταφιάζωνται μὲ τιμάς, καὶ
αὐτοί, παρ' ὅλον ὅτι ἦσαν ἀσεβεῖς,
ἐγκωμιάσθησαν εἰς τὴν πόλιν ζωντανοὶ
καὶ ἀποθαμένοι, ὅτι τάχα ἔπραξαν δικαιοσύνας
καὶ ὅτι τόσον πολὺ εὐηργέτησαν. Αὐτὸ
ὅμως εἶναι ματαιότης. |
11
Ὅτι οὐκ ἔστι γινομένη ἀντίρρησις
ἀπὸ τῶν ποιούντων τὸ πονηρὸν
ταχύ· διὰ τοῦτο ἐπληροφορήθη
καρδία υἱῶν τοῦ ἀνθρώπου
ἐν αὐτοῖς τοῦ ποιῆσαι τὸ
πονηρό. |
11
Ἐπειδὴ δὲν γίνεται ἔλεγχος καὶ
δὲν ἐπακολουθεῖ ἄμεσος τιμωρία
ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι διαπράττουν
τὸ πονηρόν, διὰ τοῦτο ἐνεθαρρύνθη
καὶ ἐπείσθη ἡ καρδία τῶν
ἀνθρώπων αὐτῶν εἰς τὸ
νὰ διαπράττῃ ἀφόβως τὸ
κακόν. |
11
Ἐπειδὴ δὲ δὲν ἐπακολουθεῖ
ἀμέσως τιμωρία καὶ καταδίκη ἐκείνων, οἱ
ὁποῖοι διαπράττουν τὸ κακόν, διὰ τοῦτο
ὁ νοῦς τῶν ἀσεβῶν ἀνθρώπων
ἐπείσθη τελείως περὶ τούτου καὶ ἐσκληρύνθη
εἰς τὸ νὰ διαπράττῃ τὸ κακόν.
|
12
Ὅς ἥμαρτεν, ἐποίησε τὸ πονηρὸν
ἀπὸ τότε καὶ ἀπὸ μακρότητος
αὐτῶν· ὅτι καί γε γινώσκω
ἐγὼ ὅτι ἐστὶν ἀγαθὸν
τοῖς φοβουμένοις τὸν Θεόν, ὅπως
φοβῶνται ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ.
|
12
Καίτοι ὁ ἁμαρτωλὸς ἡμάρτησε
καὶ διέπραξε τὸ κακὸν ἀπ' ἀρχῆς
καὶ καθ' ὅλον τὸ διάστημα τῆς
ζωῆς του, χωρὶς νὰ τιμωρηθῇ, παρ'
ὅλον τοῦτο ἐγὼ γνωρίζω ὅτι
τὰ ἀγαθὰ καὶ ἡ εὐτυχία
ὑπάρχουν εἰς ἐκείνους, ποὺ
φοβοῦνται τὸν Θεόν. Τοῦτο δὲ
τὸ λέγω καὶ τὸ διακηρύσσω, διὰ
νὰ μάθουν καὶ ἄλλοι νὰ εὐλαβοῦνται
καὶ νὰ σέβωνται τὸν Θεόν.
|
12
Καίτοι ὁ ἁμαρτωλὸς διέπραξε τὸ κακὸν
ἐπὶ μακρὰ ἔτη, καθ' ὅλην τὴν
ζωήν του, καὶ δὲν ἐτιμωρήθη χάρις
εἰς τὴν θείαν μακροθυμίαν, παρὰ ταῦτα
ἐγὼ ἔχω τὴν πεποίθησιν, ὅτι
τὰ ἀγαθὰ θὰ τὰ ἀπολαύσουν
μόνον ὅσοι φοβοῦνται τὸν Θεόν, ἔτσι
δὲ θὰ μάθουν νὰ τὸν εὐλαβοῦνται
καὶ οἱ ἄλλοι. |
13
Καὶ ἀγαθὸν οὐκ ἔσται τῷ
ἀσεβεῖ, καὶ οὐ μακρυνεῖ ἡμέρας
ἐν σκιᾷ ὃς οὐκ ἔστι φοβούμενος
ἀπὸ προσώπου τοῦ Θεοῦ.
|
13
Εἰς τὸν ἀσεβῆ δὲν ὑπάρχει
οὔτε καὶ θὰ ὑπάρξῃ εὐτυχία.
Δὲν θὰ ἴδῃ ἡμέρας μακρὰς
ἐν ἡσυχία ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος
δὲν φοβεῖται τὸν Θεόν.
|
13
Εἰς τὸν ἀσεβῆ δὲν θὰ ὑπάρξῃ
εὐτυχία καὶ δὲν θὰ μακροημερεύσῃ.
Αἱ ἡμέραι του θὰ παρέλθουν ὡς σκιά,
διότι δὲν φοβεῖται τὴν παρουσίαν τοῦ
Θεοῦ, ἐνώπιόν τοῦ ὁποίου ἁμαρτάνει.
|
14
Ἔστὶ ματαιότης, ἣ πεποίηται
ἐπὶ τῆς γῆς ὅτι εἰσὶ
δίκαιοι ὅτι φθάνει ἐπ' αὐτοὺς
εἰς ποίημα τῶν ἀσεβῶν, καὶ
εἰσὶν ἀσεβεῖς ὅτι φθάνει
πρὸς αὐτοὺς ὡς ποίημα τῶν
δικαίων· εἶπα ὅτι καί γε τοῦτο
ματαιότης. |
14
Συμβαίνει ἕνα παράδοξον καὶ ἐκ
πρώτης ὅψεως ἀντιφατικὸν γεγονὸς
ἐδῶ εἰς τὴν γῆν· ὅτι
δηλαδὴ ὑπάρχουν πολλοὶ δίκαιοι,
εἰς τοὺς ὁποίους ἐπέρχονται
ὅσα θὰ ἄπρεπε νὰ ἐπέλθουν
ἐναντίον τῶν ἀσεβῶν. Καὶ
ὑπάρχουν ἐξ ἀντιθέτου ἀσεβεῖς,
οἱ ὁποῖοι ἀπολαμβάνουν αὐτὰ
τὰ ὁποῖα ἔπρεπε νὰ ἀπολαύσουν
οἱ δίκαιοι. Εἶπα λοιπὸν καὶ
ἐγὼ ὅτι αὐτὸ εἶναι ἕνα
πρᾶγμα παράδοξον καὶ ἄπρεπον.
|
14
Ὑπάρχει κάτι τὸ παράδοξον, ποὺ συμβαίνει
εἰς τὴν γῆν· ὑπάρχουν δηλαδὴ
δίκαιοι, εἰς τοὺς ὁποίους συμβαίνουν ὅσα
ταιριάζουν εἰς τὰς πράξεις τῶν ἁμαρτωλῶν,
καὶ ὑπάρχουν ἀσεβεῖς, εἰς τοὺς
ὁποίους συμβαίνουν ὅσα ἀξίζουν εἰς
τὰς πράξεις τῶν εὐσεβῶν. Ἐγὼ
ὅμως εἶπα ὅτι καὶ αὐτὸ
εἶναι ματαιότης. |
15
Καὶ ἐπῄνεσα ἐγὼ σὺν τὴν
εὐφροσύνην, ὅτι οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν
τῷ ἀνθρώπῳ ὑπὸ τὸν
ἥλιον, ὅτι εἰ μὴ φαγεῖν καὶ
τοῦ πιεῖν καὶ τοῦ εὐφρανθῆναι
καὶ αὐτὸ συμπροσέσται αὐτῷ
ἐν μόχθῳ αὐτοῦ ἡμέρας
ζωῆς αὐτοῦ ὅσας ἔδωκεν αὐτῷ
ὁ Θεὸς ὑπὸ τὸν ἥλιον.
|
15
Διὰ τοῦτο ἐγὼ ἐξεθείασα
καὶ ἐπροτίμησα τὴν εὐτυχίαν.
Διότι δὲν ὑπάρχει ἄλλο ἀγαθὸν
εἰς τὸν ἄνθρωπον κάτω ἀπὸ
τὸν ἥλιον παρὰ μόνον τὸ νὰ
φάγῃ, τὸ νὰ πίῃ καὶ
τὸ πῶς θὰ εὐφρανθῇ. Αὐτὴ
δὲ ἡ εὐφροσύνη θὰ τοῦ
συμπαρασταθῇ εἰς τὰς πλήρεις κόπου
καὶ ταλαιπωρίας ἡμέρας τῆς ζωῆς
του, ὅσας βέβαια ὁ Θεὸς θὰ τοῦ
χαρίσῃ κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιον.
|
15
Δι’ αὐτὸ ἐγὼ ἐπῄνεσα καὶ
ἐπροτίμησα τὴν εὐτυχίαν, διότι δὲν
ὑπάρχει ἄλλο ἀγαθὸν διὰ τὸν
ἄνθρωπον κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιον,
παρὰ μόνον τί θὰ φάγῃ καὶ τί
θὰ πίῃ καὶ πῶς θὰ εὐχαριστηθῇ.
Αὐτὸ μόνον θὰ τοῦ παρασταθῇ
εἰς τὰς βασανισμένας ἡμέρας τῆς ζωῆς
του, ὅσας ὁ Θεὸς θὰ τοῦ χαρίσῃ
κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιον.
|
16
Ἐν οἷς ἔδωκα τὴν καρδίαν μου
τοῦ γνῶναι τὴν σοφίαν καὶ τοῦ
ἰδεῖν τὸν περισπασμὸν τὸν πεποιημένον
ἐπὶ τῆς γῆς, ὅτι καὶ ἐν
ἡμέρᾳ καὶ ἐν νυκτὶ ὕπνον
ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ οὐκ ἔστι
βλέπων. |
16
Ἀκόμη δὲ ἐγὼ ἐπάνω
εἰς τὰ πράγματα μὲ ὅλην μου
τὴν ψυχὴν καὶ τὴν καρδίαν ἐπεχείρησα
νὰ γνωρίσω σαφῶς καὶ νὰ κατανοήσω
τοὺς κόπους καὶ τὰς ταλαιπωρίας
τῶν ἀνθρώπων ἐπὶ τῆς γῆς
καὶ τὴν αἰτίαν αὐτῶν.
Διότι κάθε συνετὸς ἄνθρωπος ἀγρυπνεῖ
ἡμέραν καὶ νύκτα διὰ τὴν
λύσιν αὐτοῦ τοῦ προβλήματος.
|
16
Ἀκόμη ἐπεδόθην ὁλοψύχως διὰ νὰ
ἐξηγήσω τὴν προσπάθειαν καὶ τοὺς κόπους,
ποὺ καταβάλλονται ἐδῶ εἰς τὴν
γῆν, διότι νύκτα καὶ ἡμέραν τὸ μάτι
τοῦ συνετοῦ ἀνθρώπου δὲν εὑρίσκει
ὕπνον, |
17
Καὶ εἶδον σὺν πάντα τὰ ποιήματα
τοῦ Θεοῦ, ὅτι οὐ δυνήσεται ἄνθρωπος
τοῦ εὑρεῖν σὺν τὸ ποίημα
τὸ πεποιημένον ὑπὸ τὸν ἥλιον.
Ὅσα ἂν μοχθήσῃ ἄνθρωπος τοῦ
ζητῆσαι, καὶ οὐχ εὑρήσει·
καί γε ὅσα ἂν εἴπῃ σοφὸς
τοῦ γνῶναι, οὐ δυνήσεται τοῦ
εὑρεῖν. |
17
Παρετήρησα, λοιπόν, ὅτι ὅλα ὅσα
συμβαίνουν εἰς τὴν ζωὴν τοῦ
ἀνθρώπου καὶ ὅλα τὰ ἔργα
τοῦ Θεοῦ, ὅσα γενικῶς γίνονται
ὑπὸ τὸν ἥλιον, δὲν θὰ
ἠμπορέσῃ ὁ ἄνθρωπος νὰ
τὰ κατανοήσῃ, νὰ τὰ ἑρμηνεύσῃ
καὶ νὰ τὰ αἰτιολόγησῃ
πλήρως. Ὅσον καὶ ἂν κοπιάσῃ
ὁ ἄνθρωπος εἰς τὴν ἔρευνάν
του, δὲν θὰ εὔρῃ λύσιν. Καὶ
αὐτὸς ἀκόμη ὁ σοφὸς ὅσα
καὶ ἂν εἴπῃ ὅτι γνωρίζει
ἐπάνω εἰς τὸ ζήτημα αὐτό,
δὲν θὰ εὕρῃ καὶ δὲν θὰ
παρουσιάσῃ τὴν ἀπολύτως ἰκανοποιητικὴν
λύσιν. |
17
καὶ παρετήρησα ὅτι ὅλα, ὅσα συμβαίνουν
εἰς τὴν ζωὴν τοῦ ἀνθρώπου, καὶ
ὅλα τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ, ὅσα
γίνονται κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιον, δὲν
θὰ δυνηθῇ νὰ τὰ ἐρευνήσῃ
ὁ ἄνθρωπος, ὅσον καὶ ἂν κοπιάσῃ.
Ἀκόμη καὶ ὅσα ὁ σοφὸς θὰ
ἰσχυρισθῇ ὅτι ἐγνώρισε, δὲν
θὰ ἠμπορέσῃ νὰ τὰ ἀνεύρῃ
καὶ νὰ τοὺς δώσῃ λύσιν. |