Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
υῖαι
θανατοῦσαι σαπριοῦσι σκευασίον ἐλαίου
ἠδύσματος· τίμιον ὀλίγον
σοφίας ὑπὲρ δόξαν ἀφροσύνης
μεγάλην. |
υῖγες,
ποὺ ἐψόφησαν μέσα εἰς μυρωμένον
ἔλαιον, τὸ κάνουν βρώμικον. Προτιμοτέρα
εἶναι ἔστω καὶ ὀλίγη σοφία,
ἀπὸ τὴν μεγάλην δόξαν τῶν
ἀφρόνων.
|
ἱ
μυῖγες ποὺ ἐψόφησαν μέσα εἰς
τὸ μύρον, τὸ βρωμίζουν. Εἶναι περισσότερον
πολύτιμος ὀλίγη σοφία, παρὰ ἡ δόξα μεγάλης
ἀφροσύνης. |
2
Καρδία σοφοῦ εἰς δεξιὸν αὐτοῦ,
καὶ καρδία ἄφρονος εἰς ἀριστερὸν
αὐτοῦ· |
2
Ἡ καρδία τοῦ σοφοῦ εἶναι πάντοτε
εἰς τὰ δεξιά του, σκέπτεται, δηλαδή,
τὰ ὀρθὰ καὶ τὰ δίκαια.
Ἡ καρδία τοῦ ἀσυνέτου εἶναι
εἰς τὰ ἀριστερά, σκέπτεται μωρὰ
καὶ ἐπιβλαβῆ.
|
2
Ἡ καρδία τοῦ σοφοῦ εἶναι εἰς
τὰ δεξιά του καὶ ἡ καρδία τοῦ
ἄφρονος εἰς τὸ ἀριστερόν του μέρος.
Δηλαδή, ὁ νοῦς τοῦ σοφοῦ σκέπτεται
πάντοτε τὰ ὀρθά, ὁ δὲ νοῦς τοῦ
ἄφρονος τὰ ψεύτικα καὶ τὰ διεστραμμένα.
|
3
καί γε ἐν ὁδῷ ὅταν ἄφρων
πορεύηται καρδία αὐτοῦ ὑστερήσει,
καὶ ἃ λογιεῖται πάντα ἀφροσύνη
ἐστίν. |
3
Καὶ εἰς τὴν πορείαν τῆς καθημερινῆς
του ζωῆς ὁ ἀσύνετος ὑστερεῖ
εἰς ὀρθοφροσύνην, διότι ὅλα
ὅσα συλλογίζεται εἶναι ἀνόητα
καὶ ἀσύνετα.
|
3
Ὅταν ὁ ἄφρων βαδίζῃ εἰς τὸν
δρόμον, ὁ νοῦς του δὲν δυσκολεύεται νὰ
φανερώσῃ εἰς ὅλους ὅτι, ὅσα
σκέπτεται καὶ πράττει, ὅλη του ἡ διαγωγή,
εἶναι ἀφροσύνη. |
4
Ἐὰν πνεῦμα τοῦ ἐξουσιάζοντος
ἀναβῇ ἐπὶ σέ, τόπον σου
μὴ ἀφῇς, ὅτι ἴαμα καταπαύσει
ἁμαρτίας μεγάλας. |
4
Ἐὰν ἡ ὁργὴ ἑνὸς
ἄρχοντος ἐκσπάσῃ καὶ στραφῇ
ἐναντίον σου,
μὴ ταραχθῇς καὶ μὴ δώσῃς
ἀφορμήν, διότι ἡ ἠρεμία
θὰ καταπαύσῃ καὶ
θὰ προλάβῃ μεγάλα κακά.
|
4
Ἐὰν ὁ θυμὸς ἐνὸς ἄρχοντος
πέσῃ ἐπάνω σου, νὰ μὴ τὰ χάσῃς
καὶ νὰ μὴ ἀντισταθῇς μὲ
θυμόν, διότι ἡ ἀταραξία σου θὰ προλάβῃ
μεγάλα κακά. |
5
Ἔστὶ πονηρία, ἣν εἶδον ὑπὸ
τὸν ἥλιον, ὡς ἀκούσιον ὃ
ἐξῆλθεν ἀπὸ προσώπου ἐξουσιάζοντος·
|
5
Εἶδα ἐγὼ καὶ ἕνα ἄλλο
κακὸν κάτω ἀπὸ
τὸν ἥλιον εἰς τὴν γῆν·
τὸ γεγονὸς ὅτι ἕνας ἄρχων ἀπερισκέπτως
ἐξουσιάζει καὶ διατάσσει.
|
5
Ὑπάρχει ἕνα μεγάλο κακόν, ποὺ εἶδα
κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιον, καὶ αὐτὸ
εἶναι ἡ αὐθαιρεσία ἑνὸς ἄρχοντος·
|
6
ἐδόθη ὁ ἄφρων ἐν ὕψεσι
μεγάλοις, καὶ πλούσιοι ἐν ταπεινῷ
καθήσονται. |
6
Εἰς τοὺς ἀσυνέτους δίδονται
μερικὲς φορὲς ὑψηλὰ ἀξιώματα,
ἐνῷ ἀντιθέτως οἱ πλούσιοι
κατὰ τὴν γνῶσιν καὶ
τὴν σοφίαν κάθονται
χαμηλότερα.
|
6
νὰ ἀνεβῇ δηλαδὴ ὁ ἄφρων
εἰς μεγάλα ἀξιώματα, καὶ οἱ πλούσιοι
καὶ οἱ σοφοὶ νὰ καθίσουν εἰς
εὐτελεῖς τόπους. |
7
Εἶδον δούλους ἐφ' ἵππους καὶ
ἄρχοντας πορευομένους ὡς δούλους ἐπὶ
τῆς γῆς. |
7
Εἶδα δούλους νὰ κάθωνται ἐπάνω
εἰς μεγαλοπρεπεῖς ἵππους, καὶ πρώην
ἄρχοντας νὰ βαδίζουν μὲ τὰ πόδια
εἰς τὴν γῆν
ὡσὰν δοῦλοι.
|
7
Εἶδα δούλους νὰ εἶναι καβαλλαρέοι καὶ
ἄρχοντες νὰ βαδίζουν πεζοὶ εἰς τὴν
γῆν, σὰν δοῦλοι. |
8
Ὁ ὀρύσσων βόθρον εἰς αὐτὸν
ἐμπεσεῖται, καὶ καθαιροῦντα φραγμόν,
δήξεται αὐτὸν ὄφις,
|
8
Ἐκεῖνος, ποὺ σκάπτει λάκκον
διὰ τὸν ἄλλον, θὰ πέσῃ
ὁ ἴδιος μέσα εἰς αὐτόν.
Ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος κρημνίζει
ἀδίκως τὸν ξηρότοιχον ἀπὸ
τὸν ἀγρὸν τοῦ γείτονός
του, δὲν ἀποκλείεται νὰ τὸν
δαγκώση τὸ φίδι.
|
8
Ὅποιος ἀνοίγει βόθρον διὰ τὸν ἄλλον,
θὰ πέσῃ ὁ ἴδιος μέσα εἰς αὐτόν,
καὶ ὅποιος γκρεμίζει τοῖχον ἀπὸ
ξερολίθι, θὰ τὸν συναντήσῃ καὶ
θὰ τὸν δαγκώσῃ φίδι. |
9
ἐξαίρων λίθους διαπονηθήσεται ἐν
αὐτοῖς, σχίζων ξύλα κινδυνεύσει
ἐν αὐτοῖς. |
9
Ἐκεῖνος ποὺ βγάζει
καὶ μεταφέρει λίθους, θὰ καταπονηθῇ.
Καὶ ἐκεῖνος ποὺ μὲ τὸ
τσεκούρι σχίζει ξύλα, κινδυνεύει νὰ
κτυπηθῇ, ἂν δὲν προσέξῃ.
|
9
Ἐκεῖνος ποὺ βγάζει ἢ μετακινεῖ
λιθάρια, θὰ κουρασθῇ ἀπὸ αὐτά,
καὶ ἐκεῖνος ποὺ σχίζει ξύλα, θὰ
κινδυνεύσῃ νὰ πληγωθῇ ἀπὸ αὐτά.
|
10
Ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον,
καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξε,
καὶ δυνάμεις δυναμώσει, καὶ περισσεία
τοῦ ἀνδρείου σοφία.
|
10
Ἐὰν πεταχθῇ τὸ σίδερο ἀπὸ
τὸ στυλιάρι, θὰ τρομάξῃ ὁ
ξυλοκόπος καὶ θὰ στενοχωρηθῇ
καὶ θὰ καταβάλῃ προσπαθείας
νὰ διορθώσῃ τὸ
τσεκούρι του. Αὐτὸ εἶναι σοφία
καὶ δραστηριότης τοῦ ἐπιμελοῦς
ξυλοκόπου.
|
10
Ἐὰν στομώσῃ ἢ βγῇ ἀπὸ
τὸ ξύλον τὸ σιδερένιο ὄργανον (τὸ
τσεκούρι π.χ.), τότε ὁ ξυλοσχίστης θὰ στενοχωρηθῇ
καὶ θὰ καταβάλῃ τὰς δυνάμεις του νὰ
τὸ ἀκονίση ἢ νὰ τὸ ἐπιδιορθώσῃ·
ἑπομένως τὸ κέρδος τοῦ ἱκανοῦ
εἶναι ἡ σοφία του. |
11
Ἐὰν δάκῃ ὄφις ἐν οὐ
ψιθυρισμῷ, καὶ οὐκ ἔστι περισσεία
τῷ ἐπᾴδοντι. |
11
Ἐὰν ἕνας ὀφιοδαμαστὴς δαγκωθῇ
ἀπὸ τὸ φίδι του, διότι δὲν
εἶπεν ὅπως ἔπρεπε τοὺς μαγικοὺς
ψιθυρισμούς, τίποτε πλέον
δὲν τὸν ὠφελοῦν οἱ ψιθυρισμοὶ
αὐτοί.
|
11
Ἐὰν τὸ φίδι δαγκάσῃ τὸν ὀφιοδαμαστήν,
πρὶν προλάβῃ νὰ χρησιμοποιήσῃ μαγικὰ
καὶ γοητευτικὰ μέσα, τότε ποία ἡ ὠφέλεια
εἰς αὐτὸν ποὺ γοητεύει;
|
12
Λόγοι στόματος σοφοῦ χάρις, καὶ
χείλη ἄφρονος καταποντιοῦσιν αὐτόν·
|
12
Τὰ λόγια τοῦ σοφοῦ δίδουν εὐχαρίστησιν
καὶ χαράν. Ἐνῷ τὰ λόγια
τοῦ ἄφρονος θὰ καταποντίσουν καὶ
αὐτὸν τὸν ἴδιον.
|
12
Τὰ λόγια τοῦ σοφοῦ δίδουν χάριν, ἐνῷ
τὰ λόγια τοῦ ἄφρονος θὰ τὸν
βουλιάξουν. |
13
ἀρχὴ λόγων στόματος αὐτοῦ
ἀφροσύνη, καὶ ἐσχάτη στόματος
αὐτοῦ περιφέρεια πονηρά,
|
13
Ἀπ' ἀρχῆς τὰ λόγια τοῦ
ἄφρονος εἶναι ἀμυαλωσύνη, καὶ
ἕως τέλος εἶναι κακὴ καὶ ἀνόητος
παραφορά. |
13
Ἀπ' ἀρχῆς τὰ λόγια τοῦ ἄφρονος
εἶναι ἀμυαλωσύνη καὶ μέχρι τέλους
εἶναι παραφορὰ κακὴ καὶ ἀνοησία.
|
14
καὶ ὁ ἄφρων πληθύνει λόγους.
Οὐκ ἔγνω ἄνθρωπος τί τὸ γενόμενον,
καὶ τί τὸ ἐσόμενον, ὅτι
ὀπίσω αὐτοῦ, τίς ἀναγγελεῖ
αὐτῷ; |
14
Ὁ ἀσύνετος λέγει πάρα πολλὰ
λόγια, εἶναι φλύαρος. Ὁ ἄνθρωπος
δὲν γνωρίζει ποιὸ
εἶναι αὐτὸ
ποὺ τώρα γίνεται, τί εἶναι ἐκεῖνο
που θὰ γίνῃ εἰς τὸ μέλλον,
διότι δὲν ὑπάρχει καὶ κανεὶς
νὰ τοῦ ἀποκαλύψῃ
αὐτά.
|
14
Ὁ ἄφρων εἶναι φλύαρος εἰς τοὺς
λόγους του. Κανεὶς ἄνθρωπος δὲν γνωρίζει
τί θὰ γίνῃ καὶ ποῖον θὰ
εἶναι τὸ μέλλον του· διότι ποῖος θὰ
τοῦ τὸ φανερώσῃ;
|
15
Μόχθος τῶν ἀφρόνων κοπώσει αὐτούς,
ὃς οὐκ ἔγνω τοῦ πορευθῆναι εἰς
πόλιν. |
15
Ὁ κόπος τῆς ἐργασίας
καταβάλλει εὔκολα τοὺς ἀσυνέτους
καὶ ραθύμους. Ὁ
ἄμυαλος καὶ τεμπέλης δὲν εἶναι
ἱκανὸς οὔτε εἰς τὴν πόλιν
νὰ μεταβῇ, διότι
φοβεῖται τὴν κούρασιν.
|
15
Ὁ κόπος καταβάλλει τοὺς ἄφρονας καὶ
ἀσεβεῖς. Ὁ ἄφρων δὲν εἶναι
ἱκανὸς οὔτε εἰς τὴν πόλιν νὰ
μεταβῇ. Φοβεῖται τὴν κούρασιν.
|
16
Οὐαί σοι, πόλις, ἧς ὁ βασιλεύς
σου νεώτερος καὶ οἱ ἄρχοντές
σου πρωῒ ἐσθίουσι. |
16
Ἀλλοίμονον εἰς σέ, πόλις, ἡ
ὁποία ἔχεις βασιλέα νεαρὸν καὶ
ἄπειρον καὶ τῆς ὁποίας οἱ
ἄρχοντες παρακάθηνται ἀπὸ πρωΐας εἰς
συμπόσια.
|
16
Ἀλλοίμονόν σου, πόλις, τῆς ὁποίας
ὁ βασιλεὺς συμπεριφέρεται ὡς παιδὶ
καὶ οἱ ἄρχοντές σου τρώγουν καὶ
διασκεδάζουν τὸ πρωΐ, ἤτοι εἰς ὥραν
ποὺ ἔπρεπε νὰ ἐργάζωνται διὰ
τὸ καλὸν τοῦ κράτους.
|
17
Μακαρία σύ, γῆ, ἧς ὁ βασιλεύς
σου υἱὸς ἐλευθέρων καὶ οἱ
ἄρχοντές σου πρὸς καιρὸν φάγονται
ἐν δυνάμει καὶ οὐκ αἰσχυνθήσονται.
|
17
Εὐτυχισμένη εἶσαι σύ, ἡ χώρα,
ποὺ ἔχεις βασιλέα υἱὸν ἐλευθέρων
καὶ εὐσεβῶν ἀνθρώπων, οἱ
δὲ ἄρχοντές σου τρώγουν μὲ μέτρον
εἰς τὴν κατάλληλον ὥραν. Αὐτοί,
βασιλεὺς καὶ ἄρχοντες,
δὲν θὰ ἐντροπιασθοῦν ποτέ.
|
17
Εὐτυχισμένη εἶσαι σὺ ἡ χώρα, τῆς
ὁποίας ὁ βασιλεὺς εἶναι ἀπόγονος
ἐλευθέρων, εὐγενῶν καὶ ἐναρέτων
ἀνθρώπων καὶ οἱ ἄρχοντές σου
τρώγουν μὲ μέτρον καὶ
τὴν κανονικὴν ὥραν διὰ τὴν σωματικήν
των ἐνίσχυσιν. Αὐτοὶ δὲν πρόκειται
νὰ ἐντροπιασθοῦν ποτέ.
|
18
Ἐν ὀκνηρίαις ταπεινωθήσεται ἡ
δόκωσις, καὶ ἐν ἀργίᾳ
χειρῶν στάξει ἡ οἰκία.
|
18
Ἀπὸ τὴν ὀκνηρίαν
τοῦ οἰκοδεσπότου
καὶ τῶν ἐργατῶν
θὰ πέσῃ ἡ ξυλίνη
σκέπη τοῦ σπιτιοῦ.
Καὶ ἐξ αἰτίας τῆς τεμπελιᾶς
τῶν χειρῶν των ἡ οἰκία θὰ
σταλάζῃ.
|
18
Ἐξ αἰτίας τῆς ὀκνηρίας τοῦ οἰκοδεσπότου
ἡ ξυλίνη στέγη τῆς οἰκίας του θὰ πέσῃ
καὶ ἐξ αἰτίας τῆς ἀργίας τῶν
χειρῶν του θὰ σταλάζῃ τὸ σπίτι. Καὶ
τὸ κρατικὸν οἰκοδόμημα θὰ καταρρεύση
ἐξ αἰτίας τοῦ ὀκνηροῦ βασιλέως
καὶ τῶν ἀδιαφόρων ἀρχόντων του, διότι
οἱ τοιοῦτοι |
19
Εἰς γέλωτα ποιοῦσιν ἄρτον οἶνον
καὶ ἔλαιον τοῦ εὐφρανθῆναι ζῶντας,
καὶ τοῦ ἀργυρίου ταπεινώσει
ἐπακούσεται τὰ πάντα.
|
19
Οἱ ἀσύνετοι ἄρχοντες κατὰ τὸ
διάστημα τῆς ζωῆς των παραθέτουν πλούσια
φαγητὰ καὶ οἶνον καὶ πολύτιμα
μύρα, διὰ νὰ εὐφραίνωνται, καὶ
γελοῦν. Μὲ τὸ ἀργύριόν
των προσπαθοῦν νὰ ταπεινώσουν καὶ
ταπεινώνουν τοὺς πάντας καὶ τὰ
πάντα. |
19
ὀργανώνουν συμπόσια διὰ διασκέδασιν καὶ
γέλια καὶ ὁ οἶνος καὶ τὰ μύρα
τοὺς εὐφραίνουν, ἐφ’ ὅσον ζοῦν.
Εἰς τὸ χρῆμα ὑποδουλώνονται τὰ
πάντα. |
20
Καί γε ἐν συνειδήσει σου βασιλέα μὴ
καταράσῃ, καὶ ἐν ταμιείοις κοιτώνων
σου μὴ καταράσῃ πλούσιον· ὅτι
πετεινὸν τοῦ οὐρανοῦ ἀποίσει
σὺν τὴν φωνήν σου, καὶ ὁ ἔχων
τὰς πτέρυγας ἀπαγγελεῖ λόγον
σου. |
20
Σὺ ὅμως οὔτε ἀπὸ μέσα
σου μὴ σκεφθῇς καὶ εἴπῃς κάτι
κακὸν ἐναντίον τοῦ βασιλέως·
καὶ εἰς τὸ ἐσωτερικώτερον δωμάτιόν
σου, τὸν κοιτῶνα σου, μὴ κατακρίνῃς
τὸν πλούσιον ἄρχοντα. Διότι κάποιο
πουλὶ τοῦ οὐρανοῦ θὰ μεταφέρῃ
τὴν κατηγορίαν σου πρὸς αὐτόν.
Ὁ πτερωτὸς αὐτὸς ἀγγελιαφόρος
θὰ ἀναγγείλῃ εἰς ἐκεῖνον
τὰ ἐπικριτικὰ λόγια σου. |
20
Μὲ τὴν σκέψιν σου νὰ μὴ καταρασθῇς
τὸν βασιλέα καὶ εἰς τὸ ὑπνοδωμάτιόν
σου νὰ μὴ καταρασθῇς τὸν ἰσχυρόν,
διότι κάποιο πουλὶ τοῦ οὐρανοῦ θὰ
μεταφέρῃ εἰς αὐτὸν τὴν φωνήν
σου, καὶ ἐκεῖνο ποὺ πετᾷ, θὰ
προδώσῃ τὰ λόγια σου εἰς αὐτόν.
|