Σχόλια Τῶν Ἐπιστολῶν - Ἀπόστολος Παῦλος
ιὰ κανένα ἄλλον ἀπὸ τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους δὲν ἔχομεν τόσας πολλὰς πληροφορίας, ὅσον διὰ τὸν ἀπόστολον Παῦλον.
Αἱ ἐπιστολαί του καὶ αἱ <Πράξεις τῶν Ἀποστόλων>, δύο πηγαὶ ἀνεξάρτητοι ἀλλήλων, προσφέρουν ἱκανὰ βιογραφικὰ στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα, ἐναρμονιζόμενα μεταξύ των, μας δίδουν μίαν ζωηρὰν εἰκόνα τοῦ φλογεροῦ αὐτοῦ Ἀποστόλου καὶ τῆς τεραστίας δράσεώς του.
Ἡ εἰκὼν βέβαια δὲν εἶναι πλήρης, διότι πολυάριθμα ἄλλα σπουδαῖα καὶ θαυμαστὰ γεγονότα τῆς ζωῆς του παραλείπονται.
Εἶναι ὅμως σαφὴς καὶ ἐπιβλητική, προκαλοῦσα πάντοτε τὴν ἐκτίμησιν καὶ τὸν θαυμασμὸν ὅλων, καὶ αὐτῶν ἀκόμη τῶν ἀρνητῶν τῆς πίστεως.
Ἐγεννήθη καὶ ἀνετράφη εἰς Ταρσὸν τῆς Κιλικίας ἀπὸ οἰκογένειαν Ἐκ τῆς φυλῆς Βενιαμίν.
Τῆς πατρικῆς του οἰκογενείας τὰ μέλη ἦσαν καὶ Ρωμαῖοι πολῖται.
Ἦτο, ὅπως ὁ ἴδιος γράφει, <περιτομῇ ὀκταήμερος ἐκ γένους Ἰσραήλ, φυλῆς Βενιαμίν, Ἑβραῖος ἐξ Ἑβραίων>, ἀνήκων εἰς τὴν τάξιν τῶν Φαριααίων <Φιλ. γ' 5>, ὅπως καὶ ὁ πατήρ του.
Εἰς τὴν Ταρσόν, μίαν ἀπὸ τὰς τέσσαρας τότε ὀνομαστὰς πόλεις τῶν γραμμάτων, ἔλαβε τὴν πρώτην μόρφωσιν.
Νέος ἦλθεν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, ὅπου παρὰ τοὺς πόδας τοῦ σοφοῦ Γαμαλιὴλ ἐδιδάχθη κατὰ βάθος τὴν Παλαιὰν Διαθήκην, τὴν ἰουδαϊκήν θεολογίαν καὶ τὴν παράδοσιν τῶν πρεσβυτέρων.
Ζηλωτής, περισσότερον ἀπὸ κάθε ἄλλον, τῶν προγονικῶν του παραδόσεων, ἐσημείωσε καταπληκτικὴν πρόοδον εἰς τὸν ἰουδαϊσμόν <ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει του>.
Αὐτὸς δὲ ἀκριβῶς ὁ ζῆλος του τὸν ἔκαμε νὰ λάβῃ σφόδρα ἐχθρικὴν στάσιν ἐναντίον τοῦ Χριστιανισμοῦ, τὸν ὁποῖον ἐθεώρει σκοτεινὴν αἵρεσιν καὶ βλασφημίαν κατὰ τοῦ Θεοῦ, προδοσίαν καὶ ὑπονόμευσιν τῆς ἰουδαϊκῆς θρησκείας.
Ἀπὸ αὐτὴν τὴν παρανόησιν καὶ ἄγνοιαν κυριαρχούμενος κατεδίωξε τοὺς πιστούς, παρέστη εἰς τὸν φόνον τοῦ Στεφάνου, ἐπιδοκιμάζων τὴν πρᾶξιν μὲ τὴν πεποίθησιν, ὅτι ὑπηρετεῖ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ <Πράξ. ζ' 60>.
Ὁ Θεὸς ὅμως τὸν ἠλέησε.
Ἐνῶ ἐβάδιζε πρὸς τὴν Δαμασκόν, μὲ φονικὰς κατὰ τῶν Χριστιανῶν διαθέσεις, ὁ Χριστός, ἐν μέσῳ ἐκτυφλωτικοῦ φωτός, τὸν ἐκάλεσε εἰς τὴν νέαν πίστιν, διὰ νὰ τὸν ἀναδείξῃ ἀπόστολόν του <εἰς ἔθνη μακράν>.
Ἀπὸ τὴν μέραν ἐκείνην, περὶ τὸ 36 μ. Χ., ἤρχισε μία ἐντελῶς νέα περίοδος ζωῆς καὶ δράσεως διὰ τὸν Παῦλον.
Ἀφωσιώθη ἐξ ὁλοκλήρου εἰς τὸν Κύριον καὶ ἔγινεν ὁ ἀκαταπόνητος ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου.
Ἔμεινε τρία ἔτη εἰς Ἀραβίαν καὶ Δαμασκόν.
Εἰς τὴν Δαμασκόν, ἐξ αἰτίας τῶν περὶ Χριστοῦ κηρυγμάτων του, ἐπεχείρησαν οἱ Ἰουδαῖοι νὰ τὸν συλλάβουν, διὰ νὰ τὸν ἐκτελέσουν.
Ἐφυγαδεύθη ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς τῆς Δαμασκοῦ διὰ τοῦ τείχους τῆς πόλεως καὶ ἦλθε κατὰ τὸ 39 μ. Χ. εἰς Ἱερουσαλὴμ πρὸς σνάντησιν τῶν Ἀποστόλων.
Ἐπειδὴ καὶ ἐκεῖ οἱ Ἑβραῖοι ἐπεβουλεύθησαν τὴν ζωήν του, ἔφυγεν εἰς Ταρσόν.
Μετά τινα ἔτη τὸν ἐκάλεσε ὁ Βαρνάβας εἰς Ἀντιόχειαν διὰ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου.
Ἀπὸ ἐκεῖ, μεταξὺ τῶν ἐτῶν 45 καὶ 49 ἐπραγματοποίησε τὴν πρώτην ἀποστολικὴν περιοδείαν εἰς Κύπρον, Παμφυλίαν, Πισιδίαν καὶ Λυκαονίαν <Πράξ. ἰγ' 1-ιδ' 28>.
Δεκατέσσαρα ἔτη μετὰ τὴν κλῆσιν του ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ, περὶ τὸ 50, ἀνῆλθεν εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ ἔλαβεν ἐνεργὸν καὶ ἀποφασιατικὸν μέρος εἰς τὴν ἀποστολικὴν σύνοδον, κατὰ τὴν ὁποίαν διεκηρύχθη, ὅτι δὲν ἔχουν καμμίαν ὑποχρέωσιν οἱ ἐξ ἐθνῶν Χριστιανοὶ νὰ περιτέμνωνται.
Ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ κατῆλθεν εἰς Ἀντιόχειαν, ὁπόθεν ἐπεχείρησε τὴν δευτέραν ἀποστολικὴν περιοδείαν περὶ τὰ ἔτη 50-52, ἐπισκεφθεὶς τὴν Μικρὰν Ἀσίαν, τὴν Θράκην, τὴν Μακεδονίαν καὶ τὴν κυρίως Ἑλλάδα, ἀπ' ὅπου ἐπανῆλθεν εἰς Ἀντιόχειαν <Πράξ ιε 36ιη 22>.
Μεταξὺ τῶν ἐτῶν 5358 ἐπραγματοποίησε τὴν ἀποστολικὴν περιοδείαν εἰς τὴν Μ. Ἀσίαν, Μακεδονίαν, κυρίως Ἑλλάδα, πάλιν εἰς Μακεδονίαν καὶ ἀπὸ Φιλίππων ἔπλευσεν εἰς Καισάρειαν καὶ ἐκεῖθεν εἰς Ἱεροσόλυμα.
Ἐκεῖ συνελήφθη, ὠδηγήθη καὶ ἐκρατήθη ὑπόδικος δύο ἔτη εἰς τὴν Καισάρειαν.
Ἐπικαλεσθεὶς δὲ τὸν Καίσαρα ἀπεστάλη νὰ δικασθῇ εἰς Ρώμην, ὅπου καὶ ἔφθασε κατόπιν ἑνὸς ἐκτάκτως περιπετειώδους θαλασσίου ταξιδίου, διὰ νὰ μείνῃ δύο ἀκόμη ἔτη φυλακισμένος <61-63> <Πράξ. κα' 15κη 31>.
Μετὰ τὴν ἀποψυλάκισίν του ἀνέλαβεν, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὰς ἐπιστολάς του, τετάρτην ἀποστολικὴν περιοδείαν μὲ τέρμα τὴν Ρώμην, ὅπου καὶ ἐμαρτύρησε περὶ τὸ 66 ἢ 67 μ. Χ.
Κατὰ τὸ διάστημα τῶν περιοδειῶν καὶ φυλακίσεών του ἔγραψε τὰς θεοπνεύστους αὐτοῦ ἐπιστολάς.
Ἐγράφησαν αὐταὶ ἐπ' εὐκαιρίᾳ, ἀναγκῶν καὶ προβλημάτων, ποὺ εἶχαν οἱ πιστοί, εἴτε ἄτομα ἦσαν εἴτε ἐκκλησιαστικαὶ κοινότητες.
Ἐν τούτοις, μολονότι εἶχον τότε κάτι τὸ ἐπίκαιρον, ἀποτελοῦν πάντοτε πολυτιμότατα θεόπνευστα βιβλία, ἀπολύτως χρήσιμα καὶ ἀναγκαῖα διὰ τοὺς πιστοὺς ὅλων τῶν αἰώνων, διότι ἀποκαλύπτουν τὴν σοφίαν τοῦ Θεοῦ, τὰς ὑψίστας ἀληθείας τῆς χριστιανικῆς πίστεως καὶ ζωῆς, ὅπως τὰς εἶχε δεχθῆ δι' ἀποκαλύψεων ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ὅπως τὰς εἶχε μετουσιώσει φλογερὰ πιστεύουσα καρδία του εἰς ἔντονον βίωμά του.
Ὁ ἀπ. Παῦλος ἀπὸ ἀπόψεως εὐρύτητος καὶ φωτεινότητος πνεύματος, ἁγιότητος καρδίας καὶ ἀκεραιότητος χαρακτῆρος, ἀνεξαντλήτου, μέχρις ὑψίστων θυσιῶν, δραστηριότητος καὶ τεραστίου ἔργου ποὺ ἐπραγματοποίησε, ἀποτελεῖ καταπληκτικὸν φαινόμενον εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς ἀνθρωπότητος.
Ἡ καρδία του ἐπυρπολεῖτο ἀπὸ τὴν ἀγάπην καὶ ἀφοσίωσίν του πρὸς τὸν Χριστόν.
Ἔζη ἐν τῷ Χριστῷ καὶ ὁ Χριστὸς ἔζη ἐν αὐτῷ.
Ἀπὸ τὴν προσωπικήν του πεῖραν εἶχε κατανοήσει βαθύτατα τί σημαίνει <κοινωνία ἐν Χριστῷ> καὶ ζωὴ <ἐν Χριστῷ>.
Τὰ πάντα εἰς τὸν κόσμον ἐθεώρει <σκύβαλα, ἵνα Χριστὸν κερδήσῃ>.
Καὶ ἀγάπη του αὐτή, ἅγια, ἀνιδιοτελής, ἐξεχύνετο, ὡς πλούσιος καὶ ἀνεξάντλητος ποταμός, εἰς τοὺς πιστούς.
Εἰς οὐδὲν ὑπελόγιζε τὸν ἑαυτόν του, τοὺς κόπους, τὰς στερήσεις, τοὺς διωγμούς, τὸν θάνατον, προκειμένου νὰ χειραγωγήσῃ τοὺς ἀνθρώπους πρὸς τὸν Χριστόν.
<Ἕλλησί τε καὶ βαρβάροις, σοφοῖς τε καὶ ἀνοήτοις> ἔβλεπε τὸν ἑαυτόν του ὀφειλέτην.
Ἐγίνετο <τοῖς πᾶσι τὰ πάντα, ἵνα πάντως τινὰς σώσῃ>.
Ηὔχετο νὰ χωρισθῇ ἀπὸ τὸν Χριστόν, νὰ χάσῃ τὴν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς του, νὰ γίνῃ ἀνάθεμα ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ, ἐὰν μὲ τὴν θυσίαν του αὐτὴν θὰ ἐσώζοντο οἱ ὁμοεθνεῖς του, οἱ Ἑβραῖοι.
Ἦτο μιὰ ζωντανὴ προβολὴ τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὴν οἰκουμένην.
Καὶ εἶχε κάθε δικαίωμα ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ νὰ λέγῃ πρὸς τοὺς Χριστιανοὺς ὅλων τῶν αἰώνων>: <Μιμηταί μου γίνεσθε, καθὼς κἀγὼ Χριστοῦ> <Α' Κορινθ. ια 1>.
Σχόλιον Τῆς Πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολῆς
πόστολος τῶν ἐθνῶν ὁ Παῦλος δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ ἀγνοήσῃ τὴν πρωτεύουσαν τοῦ ἐθνικοῦ κόσμου, τὴν Ρώμην. 
Μέχρι τῆς ἡμέρας ὅμως, ποὺ ἔγραψε τὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολήν του, δεν εἶχεν ἐπισκευθῆ - ὅπως ἄλλωστε καὶ κανεὶς ἄλλος Ἀπόστολος - τὴν πολυάνθρωπον, ὅσον καὶ ἁμαρτωλὸν αὐτὴν πόλιν. 
Ἐν τούτοις, ὑπῆρχον ἐκεῖ πολυάριθμοι ἐξ Ἰουδαίων καὶ ἐθνικῶν Χριστιανοί, μὲ ἱκανοποιητικῶς ὠργανωμένην τὴν Ἐκκλησίαν των. 
Ἐπειδὴ ὅμως μεταξὺ αὐτῶν ὑπῆρχον καὶ Ἰουδαῖοι, ποὺ δεν εἶχον κατορθώσει νὰ ἀπαγκιστρωθοῦν ἀπὸ τὰς τυπικὰς καὶ συμβολικὰς διατάξεις τοῦ Νόμου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅπως καὶ ἐθνικοί, ποὺ δὲν ἐπέτυχον νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ πλάνας καὶ ἔθιμα τῆς εἰδωλολατρικῆς θρησκείας, ἐθεώρησε ἐπιτακτικόν του καθῆκον ὁ ἀπόστολος Παῦλος νὰ διαφωτίσῃ αὐτοὺς γραπτῶς εἰς ὀρθὴν πίστιν καὶ ζωήν, μέχρις ὅτου ὁ Θεὸς θὰ ἔφερε τὰς περιστάσεις νὰ τοὺς ἐπισκεφθῇ καὶ αὐτοπροσώπως, ὅπως ἐκ βάθους καρδίας ἐπόθει.
Ἡ πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή, ὡς ἐκ τοῦ σκοποῦ διὰ τὸν ὁποῖον ἐγράφη, ἔχει ὑψίστης σημασίας δογματικὸν καὶ ἠθικὸν περιεχόμενον. 
Καὶ ὅπως ὀρθῶς παρετηρήθη, <ἔπαιξεν ἕνα ἐξαιρετικὸν ρόλον εἰς τὴν ἀνάπτυξιν τῆς χριστιανικῆς σκέψεως καὶ ἔχει σχολιασθῆ ὅσον καμμία ἄλλη ἀπὸ τὰς ἐπιστολὰς τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου>. 
Κάμνει ἐνταῦθα λόγον ὁ ἀπόστολος Παῦλος διὰ τὴν καθολικότητα τῆς ἁμαρτίας μεταξὺ Ἰουδαίων καὶ ἐθνικῶν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν δὲν λυτρώνουν τὰ ἔργα τοῦ μωσαϊκοῦ Νόμου καὶ τὰ ὀποιαδήποτε ἔργα τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ ἡ ἐνεργὸς καὶ ζῶσα πίστις καὶ κοινωνία πρὸς τὸν Σωτῆρα Χριστόν, ὅπως ἄλλωστε καὶ αὐτὴ ἡ Παλαιᾶς Διαθήκη ὑπαινίσσεται. 
Εἰς δὲ τὰ πέντε τελευταία κεφάλαια ὁμιλεῖ περὶ τῶν καθηκόντων ποὺ ἔχουν καὶ τῆς ζωῆς τὴν ὁποίαν πρέπει νὰ διάγουν οἱ Χριστιανοὶ ὡς μέλη τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, ὡς πολῖται τῆς κοινωνίας, ὡς ἐξηγορασμένοι καὶ λυτρωμένοι <ἐν τῷ αἵματι τοῦ Χριστοῦ>. 
Διδάσκει αὐτοὺς ὅτι ἀποτελοῦν ἕνα πνευματικὸν σῶμα καὶ ἄρα, ὅτι πρέπει νὰ ὑπηρετοῦν μὲ ἀγάπην καὶ προθυμίαν ὁ ἔνας τὸν ἄλλον. 
Καὶ εἰς αὐτοὺς ἀκόμη τοὺς ἐχθροὺς νὰ φέρωνται μὲ ἀγάπην νὰ μὴ ἀνταποδίδουν κακόν, ἀλλὰ τὸ καλόν. 
Νὰ ὑποτάσσωνται εἰς τοὺς ἄρχοντας νὰ μὴ κατακρίνουν ποτὲ κανένα, ἀλλὰ νὰ συγκαταβαίνουν μὲ ἀγάπην εἰς τοὺς ἀδυνάτους κατὰ τὴν πίστιν ἀδελφούς. 
Οἱ δυνατοὶ νὰ βαστάζουν τὰ ἀσθενήματα τῶν ἀδυνάτων. 
Εὔχεται δὲ νὰ τοὺς γεμίζῃ ὁ Θεὸς μὲ κάθε χαρὰν καὶ εἰρήνην.
Τὴν ἐπιστολὴν ἔγραψεν ἀπὸ τὴν Κόρινθον κατὰ τὴν δευτέραν εἰς τὴν πόλιν αὐτὴν ἐπίσκεψίν του, καὶ μάλιστα, ὅταν ἡτοιμάζετο νὰ ἀναχωρήσῃ πρὸς τὴν Ἱερουσαλήμ, διὰ νὰ μεταφέρῃ εἰς τοὺς ἐκεῖ στερουμένους ἀδελφοὺς βοηθήματα ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς τῆς Μακεδονίας καὶ Ἀχαΐας. 
Τὴν ἔγραψε δηλαδὴ περὶ τὰς ἀρχὰς τοῦ 58 μ. Χ. καὶ τὴν ἔστειλε μὲ τὴν ἐκλεκτὴν διακόνισσαν τῶν Κεγχρεῶν τὴν Φοίβην, ἥτις <προστάτις πολλῶν ἐγενήθη καὶ αὐτοῦ τοῦ ἰδίου>.
Σχόλιον Τῆς Α' Πρὸς Κορινθίους Ἐπιστολῆς
ταν μίαν νύκτα εἰς τὴν Κόρινθον ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐσκέπτετο τὰ τοῦ ἔργου του καὶ ἔβλεπε τὰ πτωχὰ ἕως τότε ἀποτελέσματα τοῦ κηρύγματός του καὶ ἀνελογίζετο τὰς μοχθηρὰς ἀντιδράσεις τῶν Ἑβραίων, κατελήφθη ἀπὸ κάποιαν δειλίαν καὶ ἀμφιβολίαν, ἂν θα ἔπρεπε νὰ ἐξακολουθήσῃ παραμένων εἰς τὴν πολυάνθρωπον μέν, ἀλλὰ καὶ ἁμαρτωλὸν πόλιν τῆς Κορίνθου. 
Τὴν ὥραν ἀκριβῶς ἐκείνην παρουσιάσθη πρὸς αὐτὸν δι' ὁράματος ὁ Κύριος καὶ τοῦ εἶπε <μὴ φοβοῦ, ἀλλὰ λάλει καὶ μὴ σιωπήσῃς, διότι λαὸς ἐστί μοι πολὺς ἐν τῇ πόλει ταύτῃ>. 
Ἀπὸ τὴν ὥραν ἐκείνην ὁ ἀπόστολος Παῦλος μὲ ἀκόμη μεγαλύτερον ζῆλον ἀνέπτυξεν ἔντονον δραστηριότητα καὶ εἶδε πράγματι λαὸν πολὺν νὰ ἐπιστρέφῃ πρὸς τὸν Χριστὸν καὶ νὰ ἀποτελεῖ τὴν ὀνομαστὴν Ἐκκλησίαν τῆς Κορίνθου. 
Μὲ τὸν λαὸν αὐτὸν συνεδέθη στενώτατα ὁ ἀπόστολος Παῦλος, τὸν ἐπεσκέφθη ἐπανειλημμένως, τὸν παρηκολούθει καὶ ἐκ τοῦ μακρόθεν, ἔστελλε δὲ καὶ συνεργούς του νὰ τὸν ἐνισχύσουν.
Ἐν τούτοις οἱ Χριστιανοὶ τῆς Κορίνθου, παρὰ τὰ μεγάλα χαρίσματα, ποὺ εἶχον λάβει ἀπὸ τὸν Θεόν, παρουσίαζαν, μετὰ τὴν ἀναχώρησιν τοῦ Ἀποστόλου, σοβαρὰς ἀταξίας, τὰς ὁποίας ὁ Παῦλος, παραμένων εἰς Ἔφεσον, ἔμαθεν ἀπὸ τοὺς οἰκιακοὺς τῆς Χλόης Χριστιανοὺς τῆς Κορίνθου, ὅπως ἐπίσης ἀπὸ ἐπιστολὴν αὐτῶν τούτων τῶν Κορινθίων καὶ ἀπὸ τοὺς ἀπεσταλμένους τῶν Φουρτουνᾶτον καὶ Ἀχαϊκόν. Ἐπληροφορήθη τὴν ὕπαρξιν σχισμάτων καὶ ἐκτροπῶν μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν τῆς Κορίνθου, διότι μερικοὶ εἶχον διαιρεθῆ εἰς φατρίας ἰσχυριζόμενοι, ὅτι οἱ μὲν ἀνήκουν εἰς τὸν Παῦλον, οἱ δὲ εἰς τὸν Πέτρον, ἄλλοι εἰς τὸν Ἀπολλὼ καὶ ἄλλοι εἰς τὸν... Χριστόν! 
Ἔμαθε ἀκόμη διὰ τὴν ἐπικρατοῦσαν ἐκεῖ ἠθικὴν ἔκλυσιν, διὰ τὸ σκάνδαλον τοῦ αἰμομίκτου, διὰ τὰς ἐσφαλμένας ἀντιλήψεις περὶ τῶν εἰδωλοθύτων καὶ τὴν ἀπροσεξίαν των εἰς τὸ ζήτημα τοῦ σκανδάλου, διὰ τὰς διαφοράς, ποὺ εἶχον μεταξύ των καὶ τὴν προσφυγήν των εἰς εἰδωλολάτρας δικαστὰς κ.λ.π.
Ἐξ αἰτίας αὐτῶν ἔγραψε τὴν Α' πρὸς Κορινθίους ἐπιστολήν, διὰ τῆς ὁποίας τοὺς ἐλέγχει διὰ τὰ μωρὰ καὶ ὀλέθρια σχίσματα, στιγματίζει δριμέως τὰς ἠθικὰς ἐκτροπὰς καὶ δριμύτατα τὴν τοῦ αἰμομίκτου, τοὺς νουθετεῖ πῶς νὰ φέρωνται μεταξύ των καὶ πρὸς τοὺς ἄλλους, τοὺς προβάλλει ζωηρότατα τὴν ἀρετὴν τῆς ἀγάπης καὶ εἰς τὸ τέλος τοὺς συνιστᾷ νὰ κάμουν ἐράνους διὰ τοὺς πεινῶντας ἀδελφοὺς τῆς Ἱερουσαλήμ. 
Τὴν ἐπιστολὴν ἔγραψεν εἰς τὴν Ἔφεσον περὶ τὰς ἀρχὰς τοῦ 57 καὶ τὴν ἔστειλεν ἴσως διὰ τῶν Στεφανᾶ, Φουρτουνάτου καὶ Ἀχαϊκοῦ.
Σχόλιον Τῆς Β' Πρὸς Κορινθίους Ἐπιστολῆς
Ἀπόστολος Παῦλος μετὰ τὴν ἀποστολὴν τῆς πρώτης του ἐπιστολῆς πρὸς τοὺς Κορινθίους συνέχιζε τὸ ἀποστολικόν του ἔργον εἰς τὴν Ἔφεσον, περιμένων συγχρόνως πληροφορίας περὶ τῆς ὑποδοχῆς καὶ τῶν ἀποτελεσμάτων, ποὺ εἶχε μεταξὺ τῶν Κορινθίων ἡ ἐπιστολή του.
Κατὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας ἐπέστρεψεν εἰς τὴν Ἔφεσον ἀπὸ τὴν Κόρινθον ὅπου πρὸ τῆς ἐπιστολῆς εἶχε μεταβῆ - ὁ Τιμόθεος, ὁ ὁποῖος ἢ δεν ἦτο πλέον ἐκεῖ παρών, ὅταν εἶχε φθάσει ἡ ἐπιστολὴ καὶ ἄρα δὲν εἶχε σχετικὰς πληροφορίας, ἢ ἦτο παρὼν καὶ ἔφερεν ὄχι εὐχαρίστους εἰδήσεις. 
Πάντως τὸ γεγονὸς εἶναι ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος κατείχετο ἀπὸ ἀνησυχίας. 
Διὰ τοῦτο ἔστειλε τὸν Τίτον μὲ τὴν ἐντολὴν νὰ διακριβώσῃ τὴν κατάστασιν τῶν Κορινθίων καὶ ταχέως ἐπανερχόμενος νὰ τὸν ἐνημερώσῃ. 
Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Τίτος ἐβράδυνε, ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐν τῇ ἐπιθυμίᾳ νὰ τὸν συναντήσῃ τὸ ταχύτερον ἦλθεν εἰς τὴν Τρῳάδα, μήπως τὸν εὕρισκεν ἐκεῖ ἐπιστρέφοντα. 
Καίτοι δὲ εἰς τὴν Τρῳάδα εὑρῆκε <θύραν ἀνεῳγμένην> διὰ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου <οὐκ ἔσχηκεν ἄνεσιν τῷ πνεύματί του τοῦ μὴ εὑρεῖν Τίτον, τὸν ἀδελφόν>, καὶ ἔσπευσεν εἰς Μακεδονίαν. 
Ἐκεῖ τὸν συνήντησε καὶ ἔμαθεν ἀπὸ αὐτόν, ὅτι τὰ πράγματα εἰς τὴν Κόρινθον εἶχον εἰσέλθει εἰς τὸν δρόμον τῆς ὁμαλότητος, ὅτι ἡ ἐπιστολὴ ἔκαμε μεγάλην ἐντύπωσιν καὶ ἔγιναν δεκταὶ αἱ συμβουλαί του καὶ αἱ παρατηρήσεις, πρᾶγμα ποὺ ἰδιαιτέρως ἰκανοποίησε τὸν Παῦλον, ὁ ὁποῖος εἶχεν ἀκόμη <ἔσωθεν φόβους καὶ ἔξωθεν μάχας>.
Ἐν τούτοις ὁ Τίτος τοῦ κατέστησε ἀκόμη γνωστόν, ὅτι εἶχον ἐμφανισθῆ καὶ ἐκεῖ ψευδοδιδάσκαλοι, οἱ ὁποῖοι προσεπάθουν νὰ κλονίσουν τὸ ἀποστολικόν του κῦρος.
Κατόπιν ὅλων αὐτῶν τῶν πληροφοριῶν ἔγραψεν ὁ ἀπόστολος Παῦλος τὴν δευτέραν πρὸς Κορινθίους ἐπιστολήν του. 
Εἰς αὐτὴν ἀποδεικνύει καὶ κατοχυρώνει τὸ ἀποστολικόν του ἀξίωμα, καυτηριάζει τοὺς ψευδοδιδασκάλους, ἐκφράζει τὴν χαράν του διὰ τὰς καλὰς περὶ τῶν Κορινθίων πληροφορίας τοῦ Τίτου, τοὺς νουθετεῖ πάλιν ἐντόνως, τοὺς ὑπενθυμίζει τὸν ἔρανον ὑπὲρ τῶν Χριστιανῶν τῆς Ἰουδαίας καὶ τοὺς ἀναγγέλλει τὴν προσεχῆ ἐπίσκεψίν του. 
Τὴν ἐπιστολὴν ἔγραψε κατὰ πᾶσαν πιθανότητα ἀπὸ τοὺς Φιλίππους, ὀλίγους μῆνας ἔπειτα ἀπὸ τὴν πρώτην καὶ τὴν ἔστειλε μὲ τὸν Τίτον.
Σχόλιον Τῆς Πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολῆς
λογερὰν ἐχαρακτήρισαν μερικοὶ ἐρμηνευταὶ τὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολήν, διὰ τὴν συντριπτικὴν ἐπιχειρηματολογίαν τοῦ Παύλου κατὰ τῶν ψευδαδέλφων Ἰουδαίων, διὰ τὰς ἐντόνους παρατηρήσεις του κατὰ τῶν κλονιζόμενων εἰς τὴν πίστιν Γαλάτων καὶ διὰ τὰ θερμὰ συναισθήματα τῆς ἀγάπης του, τὰ ὁποῖα ζωηρότατα ἐκφράζει. 
Φαίνεται ὅτι κατὰ τὴν δευτέραν ἐπίσκεψίν του εἰς τὴν περιοχὴν τῆς Γαλατίας εὑρῆκε τοὺς Χριστιανούς, ἐξ αἰτίας τῶν ψευδαδέλφων, κλονισμένους εἰς τὴν ὀρθὴν πίστιν καὶ εἰς τὴν ἐμπιστοσύνην, ποὺ εἶχαν πρὸς αὐτὸν ὡς Ἀπόστολον Χριστοῦ. 
Οἱ ἰουδαΐζοντες δηλαδὴ Χριστιανοί, παρὰ τὴν διακήρυξιν τῆς ἀποστολικῆς συνόδου, ἐξηκολούθουν νὰ διδάσκουν ὅτι ἦτο ἀδύνατος χωρὶς τὴν περιτομὴν ἡ διὰ τοῦ Χριστοῦ σωτηρία, ἐκλόνιζον ἔτσι τὴν πίστιν τῶν ἐξ ἐθνῶν Χριστιανῶν, ἔπειθον δὲ καὶ <ἠνάγκαζον αὐτοὺς περιτέμνεσθαι>. 
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, καθ' ὃ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν, ἐτόνιζε περισσότερον ἀπὸ τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους ὅτι <ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ οὔτε περιτομή τι ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία, ἀλλὰ πίστις δι' ἀγάπης ἐνεργουμένη>. 
Οἱ ψευδάδελφοι, διὰ νὰ κλονίσουν τὴν πρὸς αὐτὸν ἐμπιστοσύνην, προσέβαλλον τὸ ἀποστολικόν του ἀξίωμα καὶ διέδιδον ὅτι αὐτὸς δὲν εἶδε τὸν Χριστὸν καὶ ἄρα δεν εἶχε κληθῆ εἰς τὸ ἀποστολικὸν ἀξίωμα, ὅπως εἶχον κληθῆ οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι.  
Ἐξ αἰτίας αὐτῶν τῶν διαβολῶν ἠναγκάσθη ὁ ἀπόστολος Παῦλος, πρῶτον μὲν νὰ ἀπολογηθῇ ὑπὲρ τοῦ ἀποστολικοῦ του ἀξιώματος καὶ νὰ δώσῃ, ἐπὶ τῇ εὐκαιρίᾳ, πολυτιμότατα βιογραφικά του στοιχεῖα, δεύτερον δὲ νὰ ἀποδείξῃ μὲ μαρτυρίας ἐκ τῆς Γραφῆς καὶ μὲ ἀκλόνητα λογικὰ ἐπιχειρήματα ὄχι μόνον τὸ ἀνωφελές, ἀλλὰ καὶ τὸ ἐπιβλαβὲς τῆς περιτομῆς διὰ τοὺς ἐξ ἐθνῶν Χριστιανούς, καὶ τρίτον νὰ ἐλέγξῃ μὲ δριμύτητα τοὺς Γαλάτας, διότι δὲν ἐπανεπαύοντο πλέον εἰς τὴν ὀρθὴν πίστιν, ἀλλὰ <μετετίθεντο ἀπὸ τοῦ καλέσαντος αὐτοὺς Θεοῦ ἐν χάριτι Χριστοῦ> εἰς τὰς πλάνας τῶν αἱρετικῶν. 
Ἡ ἐπιστολὴ ἐγράφη ἀπὸ τὴν Ἔφεσον, κατὰ πᾶσαν πιθανότητα περὶ τὸ 57 μ. Χ.
Σχόλιον Τῆς Πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολῆς
ὲ τοὺς Ἐφεσίους εἶχε στενῶς συνδεθῆ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅπως μαρτυροῦν αἱ ἰδιαίτεραι φροντίδες, τὰς ὁποίας δι αὐτοὺς κατέβαλλε. 
Οὕτω τοὺς εἶχεν ἐπισκεφθῇ ἐπανειλημμένως καὶ κατὰ μίαν του μάλιστα ἐπίσκεψιν, ἔμεινεν εἰς τὴν πόλιν των τρία ὁλόκληρα ἔτη, 
Ἔπειτα, ἐξαιρετικῶς συγκινητικὴ ὑπῆρξεν ἡ συνάντησίς του μὲ τοὺς ἐπισκόπους καὶ διακόνους τῆς Ἐφέσου, ὅταν, τερματίζων τὴν τρίτην ἀποστολικὴν περιοδείαν του καὶ κατευθυνόμενος ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα πρὸς τὴν Ἱερουσαλήμ, τοὺς εἶχε καλέσει εἰς τὴν Μίλητον. Καὶ τρίτον, πρὸς αὐτοὺς ἔστειλεν ὡς ἐπίσκοπον τὸν ἐκλεκτὸν μαθητὴν καὶ συνεργάτην του καὶ ἀπόστολον, τὸν Τιμόθεον. 
Αὐτὰ καὶ πολλὰ ἄλλα μαρτυροῦν τὸ θερμὸν καὶ στοργικὸν ἐνδιαφέρον του διὰ τοὺς Ἐφεσίους. 
Πρὸς αὐτοὺς ἔστειλε καὶ ἐπιστολὴν <ὑψηλῶν σφόδρα γέμουσαν νοημάτων καὶ ὑπερόγκων>, ὅπως γράφει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ἡ ὁποία μάλιστα ὡς ἐγκύκλιος ἐπιστολή του ἀνεγινώσκετο καὶ εἰς ἄλλας Ἐκκλησίας.
Δι' αὐτῆς ἤθελε νὰ τονίσῃ ὁ ἀπόστολος Παῦλος τὰς ὑψίστας πνευματικὰς δωρεάς, τὰς ὁποίας ὡς Χριστιανοὶ ἔλαβον παρὰ τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τοὺς προτρέπει νὰ ζοῦν καὶ νὰ πολιτεύωνται <ἀξίως τῆς κλήσεως, ἧς ἐκλήθησαν μετὰ πάσης ταπεινοφροσύνης καὶ πραότητος, ἀνεχόμενοι ἀλλήλων ἐν ἀγάπῃ>. 
Τοὺς ὑπενθυμίζει τὴν κατάστασιν, εἰς τὴν ὁποίαν εὑρίσκοντο προηγουμένως κάτω ἀπὸ τὸ σκότος τῆς εἰδωλολατρίας καὶ τὴν δουλείαν τῆς ἁμαρτίας, <ἄθεοι ἐν τῷ κόσμῳ καὶ νεκροὶ πνευματικῶς, ἐνῷ τώρα διὰ τοῦ Χριστοῦ ἔγιναν συμπολῖται τῶν ἁγίων καὶ οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ>. 
Τοὺς προτρέπει νὰ μένουν ριζωμένοι εἰς τὴν ἀλήθειαν τοῦ Εὐαγγελίου, νὰ δεικνύουν ὑπομονὴν εἰς τὰς θλίψεις, νὰ μὴ περιπατοῦν πλέον <καθὼς καὶ τὰ λοιπὰ ἔθνη>, ἀλλ' ὡς τέκνα τοῦ Θεοῦ καὶ ὡς μιμηταὶ τοῦ Θεοῦ. 
Τοὺς παρέχει ἐξαιρετικῶς πολυτίμους συμβουλὰς διὰ τὴν ἀτομικήν, τὴν οἰκογενειακὴν καὶ τὴν κοινωνικήν των ζωήν.
Τὴν ἐπιστολὴν αὐτήν, ὅπως καὶ τὴν πρὸς Κολασσαεῖς, τὴν πρὸς Φιλήμονα καὶ τὴν πρὸς Φιλιππησίους, ἔγραψεν ἀπὸ τὴν Ρώμην, κατὰ τὸ διάστημα τῆς πρώτης φυλακίσεώς του <61-63 μ. Χ.>. 
Δι' αὐτὸ καὶ αὐταὶ λέγονται <ἐπιστολαὶ τῆς αἰχμαλωσίας> ἢ <ἐπιστολαὶ τῶν δεσμῶν>. 
Τὴν ἔστειλε δὲ μὲ τὸν συμπατριώτην των καὶ ἀκόλουθον ἰδικόν του, τὸν Τυχικόν, ὁ ὁποῖος καὶ προφορικῶς θὰ ἐξέθετεν εἰς αὐτοὺς τὴν ζωὴν καὶ τὸ ἔργον τοῦ Παύλου εἰς τὴν Ρώμην.
Σχόλιον Τῆς Πρὸς Φιλιππησίους Ἐπιστολῆς
εμάτη πατρικὴν στοργὴν καὶ ἀδελφικὴν τρυφερότητα, διηνθισμένη μὲ ζωηρὰς ἐκφράσεις τῆς πλέον θερμῆς χριστιανικῆς ἀγάπης, πλουσία εἰς δικαίους ἐπαίνους πρὸς τοὺς ἁγνοὺς καὶ ζηλωτὰς Φιλιππησίους ἡ ἐπιστολὴ αὐτὴ εἶναι μοναδικὴ εἰς τὸ εἶδος της, ἂν ἐξαιρέσωμεν τὰς δύο πρὸς Θεσσαλονικεῖς αἱ ὁποῖαι τῆς ὀμοιάζουν κάπως ὡς πρὸς τὸν πλοῦτον τῶν ὡραίων αὐτῶν ἐκφράσεων τῆς ἀδόλου ἀγάπης.
Οἱ Φιλιππήσιοι ἀπὸ τῆς ἡμέρας ποὺ μὲ θαυμαστὴν προθυμίαν καὶ εἰλικρίνειαν ἐδέχθησαν τὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου, συνεδέθησαν πρὸς αὐτὸν μὲ τοὺς ἀκαταλύτους δεσμοὺς τῆς πλέον εὐγενοῦς ἀγάπης. 
Καὶ τὴν ἀγάπην των αὐτὴν ἔδειξαν, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, καὶ μὲ ἐπανειλημμένας ἀποστολὰς βοηθημάτων πρὸς τὸν Ἀπόστολον, ὅταν αὐτὸς εὑρίσκετο εἰς τὴν Θεσσαλονίκην, εἰς τὴν Κόρινθον καὶ εἰς τὴν Ρώμην φυλακισμένος. 
Τὸ γεγονὸς δὲ ὅτι ὁ Παῦλος, ὁ ὁποῖος παρεῖχεν ἀδάπανον τὸ Εὐαγγέλιον, ἐργαζόμενος μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια διὰ νὰ ἐπαρκῇ εἰς τὰς ἀνάγκας αὐτοῦ καὶ τῶν συνεργατῶν του, ἐδέχετο κατ' ἐξαίρεσιν τὴν προσφορὰν τῶν Φιλιππησίων, μαρτυρεῖ τὴν ἀκλόνητον ἐμπιστοσύνην, ποὺ εἶχε εἰς τὴν εἰλικρινὴ ἀγάπην των. 
Τὸ βοήθημά των πρὸς τὸν φυλακισμένον εἰς Ρώμην Ἀπόστολον ἔστειλαν μὲ τὸν συμπολίτην των καὶ ἐκλεκτὸν ἐν Χριστῷ ἀδελφὸν Ἐπαφρόδιτον. 
Αὐτὸς ὅμως ἐλθὼν εἰς τὴν Ρώμην, <ἠσθένησε παραπλήσιον θανάτου> ἐξ αἰτίας φαίνεται τῶν ταλαιπωριῶν τοῦ ταξιδίου, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον ἐλύπησε βαθύτατα τὸν ἀπόστολος Παῦλον, ὅπως καὶ τοὺς Φιλιππησίους, ὅταν ἐπληροφορήθησαν τὰ τῆς σοβαρᾶς αὐτῆς ἀσθενείας του. 
Δι' αὐτὸ καὶ μόλις παρῆλθεν ἡ ἀσθένεια, τὸν ἔστειλεν ὁ Παῦλος πρὸς τοὺς Φιλιππησίους, <ἵνα ἰδόντες αὐτὸν πάλιν χαρῶσι>. 
Ἐπὶ τῇ εὐκαιρίᾳ δὲ αὐτῇ ἔγραψε καὶ τὴν ἐπιστολήν.
Εἰς αὐτὴν δὲν κάμνει τόσον λόγον περὶ δογματικῶν ἀληθειῶν, δὲν ἀπαντᾷ εἰς ἐρωτήματα, δὲν λύει ἀπορίας, ὅσον καὶ κυρίως ἀφίνει τὴν πατρικήν του καρδίαν νὰ ἐπικοινωνήσῃ μὲ τὰς καρδίας τῶν τέκνων του. 
Τοὺς παρέχει ὅμως καὶ πληροφορίας διὰ τὴν ζωὴν καὶ τὸ ἔργον του εἰς τὴν Ρώμην, τοὺς συνιστᾷ νὰ ἔχουν πάντοτε ταπεινοφροσύνην καὶ ὁμόνοιαν, διὰ νὰ βαδίζουν πρὸς τὴν τελειότητα, μιμούμενοι καὶ αὐτὸν τὸν ἴδιον, τοὺς καθιστᾷ προσεκτικοὺς ἀπὸ τὸν κίνδυνον τῶν ψευδοδιδασκάλων κ.λ.π. 
Τὴν ἐπιστολὴν ἔγραψε περὶ τὸ 62 ἢ 63 καὶ τὴν ἔστειλε μὲ τὸν Ἐπαφρόδιτον.
Σχόλιον Τῆς Πρὸς Κολασσαεῖς Ἐπιστολῆς
οὺς Κολασσαεῖς δὲν τοὺς εἶχε καλέσει πρὸς τὸν Χριστὸν ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. 
Δὲν φαίνεται νὰ εἶχε ἐπισκεφθῆ ποτὲ τὴν πόλιν των. 
Καὶ ἐν τούτοις ἐθεώρουν αὐτοὶ τοὺς ἑαυτούς των μαθητὰς τοῦ Παύλου, ὡς ἐὰν ἀπὸ ἐκεῖνον κατ' εὐθεῖαν νὰ εἶχαν ἀκούσει τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου. 
Καὶ πολὺ δικαίως· διότι ὁ Παῦλος, περιοδεύσας ἐπανειλημμένως τὴν Μικρὰν Ἀσίαν, παραμείνας ἐπὶ τρία κατὰ συνέχειαν ἔτη εἰς τὴν Ἔφεσον, εἶχεν ἀκτινοβολήσει τὰς ἀληθείας τοῦ Εὐαγγελίου πολὺ πέραν ἀπὸ τὰς πόλεις, ποὺ ἐπεσκέφθη. 
Καὶ ἐπραγματοποίησε αὐτὸ διὰ τῶν πολλῶν μαθητῶν του, οἱ ὁποῖοι ἐθεώρουν ὑποχρέωσιν των νὰ μεταφέρουν τὸν Χριστιανισμὸν καὶ εἰς ἄλλας περιοχάς.
Ἕνας τέτοιος ζηλωτὴς καὶ μορφωμένος μαθητὴς τοῦ Παύλου ὑπῆρξε καὶ ὁ Ἐπαφρᾶς, πολίτης τῶν Κολοσσῶν. 
Αὐτός, προκειμένου ν' ἀναλάβῃ ἕνα συστηματικὸν ἰεραποστολικὸν ἔργον, θα συνεννοήθη μὲ τὸν Παῦλον, ἔλαβεν ἀπὸ ἐκεῖνον ὁδηγίας καὶ ἐξουσιοδότησιν, καὶ ἔτσι ἐφωδιασμένος ἐκήρυξε μὲ <ζῆλον πολὺν> τὸν Χριστόν, ὄχι μόνον εἰς τὰς Κολοσσάς, ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν Λαοδίκειαν, εἰς τὴν Ἱεράπολιν, ἴσως καὶ εἰς ἄλλας περιοχάς. 
Χάρις εἰς τὸ κήρυγμα αὐτοῦ ἐπίστευσαν οἱ Κολασσαεῖς εἰς τὸν Χριστόν. 
Εἰς τὴν πόλιν ὅμως αὐτὴν ἐνεφανίσθησαν ψευδάδελφοι ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους καὶ τοὺς ἐθνικούς, οἱ ὁποῖοι προσεπάθουν νὰ νοθεύσουν τὸν Χριστιανισμὸν μὲ νεκρὰς τυπικὰς διατάξεις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ πεπλανημένας διδασκαλίας ἐθνικῶν φιλοσόφων καὶ εἰδωλολατρικῶν θρησκειῶν. 
Ὁ Ἐπαφρᾶς, ἐλθὼν εἰς τὴν Ρώμην, κατέστησε γνωστὸν τὸν κίνδυνον αὐτὸν εἰς τὸν φυλακισμένον ἀπόστολος Παῦλον, ἀπὸ τὸν ὁποῖον καὶ ἐζήτησεν ὁδηγίας καὶ βοήθειαν.
Ὁ Παῦλος ἔγραψε τότε τὴν ἐπιστολὴν πρὸς Κολασσαεῖς, τοὺς ὁποίους συγχαίρει διὰ τὴν πίστιν των, εὐχαριστεῖ τὸν Θεὸν διὰ τὴν πρόοδόν των καὶ ἐφιστᾷ τὴν προσοχήν των, μήπως τυχὸν καὶ κανεὶς τοὺς παραπλανήσῃ <διὰ τῆς φιλοσοφίας καὶ κενῆς ἀπάτης, κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων>, μὲ τὰς ἰουδαϊκὰς δηλαδὴ ψευδοδυδασκαλίας περὶ φαγητῶν, ποτῶν, ἑορτῶν καὶ θρησκείας τῶν ἀγγέλων. 
Κατακλείει δὲ τὴν ἐπιστολὴν μὲ ὑψηλὰς νουθεσίας περὶ τῆς χριστιανικῆς ζωῆς των. 
Τὴν ἐπιστολὴν ἔγραψε κατὰ τὸ διάστημα τῆς φυλακίσεώς του εἰς Ρώμην (61-63 μ.Χ.) καὶ τὴν ἔστειλε εἰς τοὺς Κολασσαεῖς μὲ τὸν Τυχικόν.
Σχόλιον Τῶν Δύο Πρὸς Θεσσαλονικεῖς Ἐπιστολῶν
ἰς τοὺς Θεσσαλονικεῖς ἐπεφυλάχθη τὸ προνόμιον νὰ γράφουν πρὸς χάριν αὐτῶν τὰ δύο πρῶτα, ἀπὸ χρονολογικῆς ἀπόψεως, βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης. 
Πράγματι ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔγραψε τὰς δύο θεοπνεύστους πρὸς Θεσσαλονικεῖς ἐπιστολάς του ἀπὸ τὴν Κόρινθον, τὴν μὲν πρώτην περὶ τὸ τέλος τοῦ 50 ἡ τὰς ἀρχὰς τοῦ 51, τὴν δὲ δευτέραν ὀλίγας ἑβδομάδας ἢ ὀλίγους μῆνας βραδύτερον.
Μὲ τοὺς Θεσσαλονικεῖς εἶχεν ἰδιαιτέρως συνδεθῆ, διότι ἐξετίμησε τὴν ἀγάπην καὶ τὸν ζῆλον των. 
Διὰ νὰ πληροφορηθῇ δὲ τὰ περὶ αὐτῶν καὶ νὰ τοὺς ἐνισχύσῃ εἰς τὴν νέαν των ζωήν, ἠθέλησεν ἐπανειλημμένως νὰ τοὺς ἐπισκεφθῇ, ἀλλ' ἠμποδίσθη, ὅπως λέγει ὁ ἴδιος, ἀπὸ τὸν πονηρόν. 
Ἔστειλεν ὅμως τὸν Τιμόθεον, ὁ ὁποῖος ἐπέστρεψε καὶ τοῦ διηγήθη τὰ περὶ τῶν Θεσσαλονικέων. 
Βάσει τῶν πληροφοριῶν αὐτῶν ἔγραψε τὴν πρώτην του ἐπιστολήν. 
Εἰς αὐτὴν ἐκφράζει τὴν χαράν του διὰ τὴν ἀρετήν των καὶ εἰδικώτερα διὰ τὴν ὑπομονὴν καὶ τὴν σταθερότητα εἰς τὴν πίστιν, ποὺ δεικνύουν κατὰ τοὺς διωγμούς, τοὺς προτρέπει νὰ μένουν ἀκλόνητοι μέχρι τέλους, τοὺς παρέχει πληροφορίας διὰ τοὺς κοιμηθέντας καὶ διὰ τὴν δευτέραν παρουσίαν τοῦ Κυρίου, τοὺς ὑποδεικνύει τὸ καθῆκον τῆς ἐργασίας καὶ τοὺς ἐφιστᾷ τὴν προσοχὴν νὰ μὴ ἐπιστρέψουν πλέον εἰς τὰς προτέρας εἰδωλολατρικὰς συνηθείας.
Εἰς δὲ τὴν δευτέραν ἐπιστολήν του τοὺς ἐνισχύει πάλιν εἰς τὴν πίστιν καὶ τὴν ὑπομονὴν καὶ τοὺς ἀποκαλύπτει μερικὰ σημεῖα, ποὺ θὰ προηγηθοῦν τῆς Δευτέρας Παρουσίας. 
Ἐξ ἄλλου τοὺς τονίζει πάλιν τὸ καθῆκον τῆς ἐργασίας, ὅπως ἄλλωστε καὶ ὁ ἴδιος τοὺς εἶχε δώσει παράδειγμα ἐργατικότητος, <ἐν κόπῳ καὶ μόχθῳ ἐργαζόμενος νύκτα καὶ ἡμέραν>, διὰ νὰ ἐπαρκῇ αὐτὸς ὁ ἴδιος εἰς τὰς ἀνάγκας του, ὥστε νὰ μὴ ἐπιβαρύνῃ κανένα. 
Τέλος τοὺς καθιστᾷ προσεκτικοὺς εἰς τὴν συμπεριφοράν των πρὸς τούς <ἀτάκτως περιπατοῦντας>, τοὺς ὁποίους δὲν πρέπει νὰ θεωροῦν ποτὲ ὡς ἐχθρούς, ἀλλ' ὡς ἀσθενεῖς ἀδελφοὺς ἔχοντας ἀνάγκην νουθεσιῶν.
Σχόλιον Τῶν Τρεῖς Ποιμαντικῶν Ἐπιστολῶν
ολύτιμος τῆς Ἐκκλησίας θησαυρὸς εἶναι αὐταί, διὰ τὰς ὑψηλάς των θεολογικὰς ἀληθείας περὶ τῶν τριῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, περὶ τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας καὶ τῆς Ἐκκλησίας, πρὸ παντὸς ὅμως διὰ τὰ ὅσα γράφονται περὶ τῶν προσόντων καὶ τῶν καθηκόντων τῶν ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας. 
Εἶναι δὲ αἱ μόναι, μαζῆ μὲ τὴν πρὸς Φιλήμονα, ποὺ ἀπευθύνονται πρὸς ἄτομα.
Αἱ δύο ἀπευθύνονται πρὸς τὸν Τιμόθεον, πνευματικὸν τέκνον τοῦ Παύλου καὶ ἀκόλουθόν του εἰς ἀποστολικὰς περιοδείας καὶ ἔπειτα ἐπίσκοπον εἰς τὴν Ἔφεσον. 
Εἰς τὴν πρώτην ἐπιστολήν, γραφεῖσαν μετὰ τὴν ἐκ Ρώμης ἀποφυλάκισίν του, συνιστᾷ ὁ ἀπόστολος Παῦλος πρὸς τὸν Τιμόθεον νὰ φυλάσσεται ὁ ἴδιος, νὰ προφυλάσσῃ δὲ ἀπὸ τοὺς πιστοὺς ἀπὸ τοὺς ψευδοδιδασκάλους καὶ ἐν συνεχείᾳ δίδει νουθεσίας πῶς, ποῦ καὶ περὶ ποίων νὰ προσεύχωνται οἱ Χριστιανοί. 
Ὑποδεικνύει ἀκόμη ὅτι πρέπει μὲ σεμνότητα νὰ ἐνδύωνται αἱ γυναῖκες, νὰ μανθάνουν δὲ ἐν σιωπῇ καὶ νὰ μὴ διδάσκουν τὴν ἐκκλησίαν οὔτε νὰ ἐξουσιάζουν ἐπὶ τοῦ ἀνδρός· ποῖοι πρέπει νὰ εἶναι, πῶς νὰ φέρωνται καὶ πῶς νὰ ἐργάζονται εἰς τὴν Ἐκκλησίαν οἱ ἐπίσκοποι οἱ πρεσβύτεροι καὶ οἱ διάκονοι, καὶ ποῖα τὰ δικαιώματά των· ποίας συμβουλὰς πρέπει νὰ δίδῃ ὁ Τιμόθεος, καὶ κατὰ ποῖον τρόπον, πρὸς τοὺς πιστούς, ἀναλόγως πρὸς τὴν ἡλικίαν των, τὴν τάξιν καὶ τὴν θέσιν των, πῶς νὰ προσέχῃ τὴν ὑγείαν του κ.λ.π.
Εἰς τὴν δευτέραν ἐπιστολήν, γραφεῖσαν κατὰ τὴν δευτέραν φυλάκισιν καὶ ὀλίγον χρόνον πρὸ τοῦ μαρτυρικοῦ του θανάτου, ἐμπνέει θάρρος πρὸς τὸν Τιμόθεον, ὅσον δύσκολοι καὶ ἂν εἶναι αἱ περιστάσεις ποὺ τοῦ παρουσιάζονται, τοῦ συνιστᾷ νὰ εἶναι ἄγρυπνος, ἰσχυρός, δόκιμος καὶ ἀνεπαίσχυντος ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου, τοῦ προλέγει σοβαρὰς ἐκτροπὰς καὶ ἠθικὴν ἐξαθλίωσιν τῶν ἀνθρώπων, ὥστε αὐτὸς νὰ ὰγρυπνῇ <ἐν πᾶσι>, καὶ τοῦ προαναγγέλλει, ὅτι ὁ χρόνος τῆς ἐκ τοῦ κόσμου τούτου ἐκδημίας του ἔφθασε.
Τὸν Τίτον ἐγκατέστησεν ὁ Παῦλος κατὰ τὴν τετάρτην ἀποστολικήν του περιοδείαν ἐπίσκοπον ἐν Κρήτῃ. 
Πρὸς αὐτόν, μετὰ τὴν πρώτην πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολήν του καὶ πρὸ τῆς δευτέρας εἰς Ρώμην φυλακίσεώς του, ἔγραψε τὴν ἐπιστολήν, εἰς τὴν ὁποίαν ὁμιλεῖ περὶ τῶν προσόντων καὶ τοῦ ἔργου τοῦ ἐπισκόπου καὶ κληρικῶν ἐν γένει, ὥστε νὰ εἶναι <τύποι καλῶν ἔργων... ἵνα ὁ ἐξ ἐναντίας ἐντραπῇ μηδὲν ἔχων περὶ αὐτῶν λέγειν φαῦλον>.
Σχόλιον Τῆς Πρὸς Φιλήμονα Ἐπιστολῆς
ἀπόστολος Παῦλος δὲν ἐσυνήθιζε νὰ ζητῇ καμμίαν χάριν, οὔτε ἐκδούλευσιν ἐκ μέρους τῶν ἄλλων. 
Ἐν τούτοις εἰς τὴν ἐπιστολήν του αὐτὴν παρακαλεῖ θερμῶς καὶ ζητεῖ κάποιαν χάριν, μίαν ἐξυπηρέτησιν. 
Δι' αὐτὸν δὲ τὸν σκοπὸν καὶ τὴν ἀπηύθυνε εἰς τὸν Φιλήμονα, εἰς τὴν σύζυγον αὐτοῦ Ἀπφίαν καὶ τὸν υἱόν των, κατὰ πᾶσαν πιθανότητα, Ἄρχιππον.
Ὁ Φιλήμων κατήγετο ἀπὸ τὰς Κολοσσὰς καὶ κατοικοῦσεν εἰς αὐτάς. 
Φαίνεται δέ,  ὅτι καθ' ὃν χρόνον  ὁ ἀπόστολος Παῦλος  εὑρίσκετο  εἰς τὴν Ἔφεσον κηρύττων τὸ Εὐαγγέλιον, ὁ Φιλήμων ἐπεσκέφθη τὴν πόλιν, ἤκουσε τὸ κήρυγμα, εἱλκύσθη εἰς τὴν νέαν πίστιν, συνεδέθη πολὺ στενὰ μὲ τὸν ἀπόστολον Παῦλον καὶ ἔγινε ἕνας ἀπὸ τοὺς πλέον ἐκλεκτοὺς καὶ ζηλωτὰς Χριστιανούς. 
Ὡς <συνεργός> πλέον τοῦ Παύλου ἐκήρυξε τὸ Εὐαγγέλιον μεταξὺ τῶν συμπατριωτῶν του, προσείλκυσε πολλοὺς εἰς Χριστόν, διέθεσε τὴν οἰκίαν του διὰ τὰς συναθροίσεις τῶν πιστῶν, καί, ὅπως ἀναφέρει ἀρχαία παράδοσις, ἔγινε, διὰ τὴν ἀρετὴν αὐτοῦ καὶ τὴν ἰεραποστολικήν του δραστηριότητα, ἐπίσκοπος Κολοσσῶν, μαρτυρήσας κατὰ τὸν διωγμὸν τοῦ Νέρωνος. 
Εἶχεν ὅμως προηγουμένως ἕνα δοῦλον, Ὀνήσιμον ὀνόματι, ὁ ὁποῖος φαίνεται τοῦ κατεχράσθη μερικὰ χρήματα, καὶ διὰ νὰ ἀποφύγῃ τὴν τιμωρίαν δραπέτευσεν εἰς τὴν Ρώμην. 
Ἐκεῖ ὅμως εἱλκύσθη καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὸ κήρυγμα τοῦ φυλακισμένου τότε <61-63> Παύλου, ἐπίστευσεν εἰς τὸν Χριστὸν καί, μετανοήσας πλέον διὰ τὰ ἀδικήματά του ἀπέναντι τοῦ Φιλήμονος, ἤθελε νὰ ἐπιστρέψῃ πρὸς αὐτὸν καὶ νὰ τὰ ἐπανορθώσῃ.
Ἐξ αἰτίας τοῦ γεγονότος αὐτοῦ γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος τὴν γεμάτην ἀγάπην καὶ κατ' ἐξοχὴν συγκινητικὴν αὐτὴν ἐπιστολήν, διὰ τῆς ὁποίας μὲ πολλὴν τέχνην καὶ πειστικότητα ζητεῖ ἀπὸ τὸν Φιλήμονα νὰ τοῦ κάμῃ, αὐτὴν τὴν χάριν νὰ δεχθῇ πάλιν τὸν Ὀνήσιμον <οὐκέτι ὡς δοῦλον, ἀλλ' ὑπὲρ δοῦλον, ἀδελφὸν ἀγαπητόν...>.  
Ἐγώ, λέγει, ὁ ἠλικιωμένος πλέον Παῦλος καὶ ἀλυσοδεμένος διὰ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου σὲ παρακαλῶ νὰ μοῦ κάμῃς αὐτὴν τὴν χάριν. 
Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία, ὅτι μὲ πολλὴν στοργὴν θὰ ἐδέχθη ὁ Φιλήμων ὡς ἀδελφὸν τὸν Ὀνήσιμον, ὁ ὁποῖος, κατ' ἀρχαίαν παράδοσιν, ἔγινεν ἐπίσκοπος Βεροίας καὶ ἀπέθανεν εἰς τὴν Ρώμην μαρτυρικὸν θάνατον.
Σχόλιον Τῆς Πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολῆς
ξαίρετον ἔργον ἀπολογητικῆς τοῦ Χριστιανισμοῦ εἶναι ἡ πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολὴ τοῦ ἀπ. Παύλου. 
Γραφεῖσα διὰ τοὺς Ἑβραίους τῆς Παλαιστίνης εἶχε κύριον σκοπὸν νὰ καταδείξῃ εἰς αὐτοὺς τὴν ἀσύγκριτον ὑπεροχὴν τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς νέας πίστεως ἔναντι ὅλων τῶν προφητῶν, τοῦ Νόμου καὶ τῆς τυπικῆς θρησκείας τῶν Ἑβραίων.
Ἡ ἀντιπαραβολὴ αὐτὴ τῶν δύο θρησκειῶν, Ἰουδαϊσμοῦ καὶ Χριστιανισμοῦ, καταλαμβάνει ἐξ ὁλοκλήρου σχεδὸν τὰ δέκα πρῶτα κεφάλαια, τὸ μέγιστον δηλαδὴ μέρος τῆς ἐπιστολῆς. 
Ἔτσι ὁ θεόπνευστος συγγραφεὺς μὲ ἁδρὰ ἐπιχειρήματα, εἰλημμένα ἀπὸ αὐτὴν ταύτην τὴν Παλαιὰν ΔιαΘήκην καὶ μὲ ἀκαταμάχητον λογικὴν σκέψιν, παρουσιάζει τὸν Χριστόν·
α>  ἀπείρως ἀνώτερον ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους, ὅπως καὶ εἰς τὴν πρὸς Κολασσαεῖς ἐπιστολήν <β' 18>, οἱ ὁποῖοι ἄγγελοι εἶναι <λειτουργικὰ πνεύματα εἰς διακονίαν ἀποστελλόμενα διὰ τοὺς μέλλοντας κληρονομεῖν σωτηρίαν>·
β'>  ἀνώτερον ἀπὸ τοὺς προφήτας, τὸν Μωϋσέα καὶ τὸν Ἰησοῦν τοῦ Ναυῆ, οἱ ὁποῖοι ἦσαν σὰν ἐπιστάται ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ διὰ τοὺς Ἑβραίους, ἐνῷ ὁ Χριστός, ὡς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, εἶναι κύριος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, δηλαδὴ εἰς τὴν ᾿Εκκλησίαν·
γ'>  ἀνώτερον ἀπὸ τοὺς ἀρχιερεῖς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης οἱ ὁποῖοι καθὸ ἄνθρωποι, ἦσαν καὶ αὐτοὶ ἁμαρτωλοί, προσφέροντες καὶ ὑπὲρ τοῦ ἑαυτοῦ των τὰς τυπικὰς τοῦ Νόμου θυσίας, ἐνῷ ὁ Χριστὸς εἶναι <ὅσιος, ἄκακος, ἀμίαντος> καὶ προσέφερε τὸν ἑαυτόν του θυσίαν ὑπὲρ ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν· δ'> ἀνώτερον ἀπὸ τὸν μυστηριώδη ἀρχιερέα Μελχισεδέκ, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε τύπος τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς νέας ἰερωσύνης.
Εἰς τὸ τελευταῖον τμῆμα τῆς ἐπιστολῆς ὁμιλεῖ περὶ τῆς οὐσίας καὶ τῆς ἀξίας τῆς πίστεως, ἀναφέρει ὀνόματα μεγάλων ἀνδρῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποὺ διέπρεψαν χάρις εἰς τὴν ἀκλόνητον πίστιν των, καὶ καταλήγει μὲ ἐξαιρέτους παραινέσεις καὶ συμβουλὰς περὶ ὑπομονῆς, φιλαδελφείας, ἁγνότητος τοῦ γάμου, ἀφιλαργυρίας, ὑπακοῆς κ.λ.π. 
Τὸ ὕφος τῆς ἐπιστολῆς εἶναι λογοτεχνικῶς ἐξαίρετον. 
Πότε ἀκριβῶς ἐγράφη ἡ ἐπιστολὴ δεν εἶναι γνωστόν· πάντως μετὰ τὴν πρώτην φυλάκισιν τοῦ Παύλου.
Σχόλιον Τῶν Ἑπτὰ Καθολικῶν Ἐπιστολῶν
ἰς τὴν σειρὰν τῶν βιβλίων τῆς Καινῆς Διαθήκης, μετὰ τὰς 14 ἐπιστολὰς τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἀκολουθοῦν ἑπτὰ ἄλλαι, αἱ ὁποῖαι ὀνομάζονται  <Καθολικαί>. 
Ἐγράφησαν καὶ αὐταὶ ἀπὸ θεοπνεύστους ἄνδρας, ἡ πρώτη ἀπὸ τὸν ἀδελφόθεον Ἰάκωβον, αἱ δύο ἐν συνεχείᾳ ἀπὸ τὸν ἀπόστολον Πέτρον, αἱ τρεῖς ἀπὸ τὸν εὐαγγελιστὴν Ἰωάννην καὶ ἡ ἑβδόμη ἀπὸ τὸν Ἰούδαν, ἀδελφὸν τοῦ ἀδελφοθέου Ἰακώβου. 
Πολλαὶ ὑποθέσεις ἔχουν διατυπωθῆ διὰ τὴν αἰτίαν, ἕνεκα τῆς ὁποίας ἔλαβαν τὸ ἰδιαίτερον αὐτὸ ὄνομα. 
Ἡ γενικώτερον παραδεκτή, καὶ ἀναμφιβόλως ὀρθὴ γνώμη εἶναι, ὅτι ὠνομάσθησαν <Καθολικαί>, διότι ἀπευθύνονται εἰς τὴν καθόλου Ἐκκλησίαν, ἐνῷ αἱ ἐπιστολαὶ τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἀπευθύνονται πρὸς ὡρισμένας Ἐκκλησίας ἢ πρὸς ὡρισμένα ἄτομα. 
Ὀρθῶς παρατηρεῖ ὁ Οἰκουμένιος, ὅτι αὐταὶ ἔχουν χαρακτῆρα ἐγκυκλίου, διότι στέλνει εἰς ὅλους τοὺς πιστούς, εἴτε εἰς τοὺς Ἰουδαίους - Χριστιανοὺς τῆς διασπορᾶς, εἴτε εἰς τοὺς ἄλλους Χριστιανούς, Ἰουδαίους καὶ ἐθνικούς. 
Καὶ εἶναι μὲν ἀληθές, ὅτι δύο ἀπὸ τὰς ἐπιστολὰς τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου ἀπευθύνονται, ἡ μὲν πρώτη εἰς <ἐκλεκτὴν κυρίαν καὶ τοῖς τέκνοις αὐτοῖς>, δηλαδὴ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ τοὺς πιστοὺς ὡρισμένης πόλεως, ἡ δὲ ἄλλη εἰς τὸν ἐκλεκτὸν Χριστιανὸν Γάϊον. 
Ἀλλ' ἐπειδὴ αἱ ἄλλαι πέντε ἔχουν καθολικὸν χαρακτῆρα δι' αὐτὸ αἱ δύο τοῦ Ἰωάννου, τόσον, ἄλλωστε στενῶς συνδεδεμέναι καὶ ἐξηρτημέναι ἀπὸ τὴν πρώτην Καθολικὴν ἐπιστολὴν τοῦ θεοπνεύστου Εὐαγγελιστοῦ, ὠνομάσθησαν καὶ αὐταὶ Καθολικαί. 
Ἡ ὀνομασία των δὲ αὐτὴ εἶναι ἀρχαιοτάτη, ὅπως ἀρχαιοτάτη εἶναι καὶ ἡ ἀναγνώρισίς των ὡς θεοπνεύστων βιβλίων τῆς Καινῆς Διαθήκης. 
Τὸ ὄνομα δὲ αὐτῶν ὡς Καθολικῶν δὲν μειώνει καθόλου τὴν καθολικότητα τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Παύλου, αἱ ὁποῖαι, καίτοι πρὸς ὡρισμένους ἀποδέκτας γραφεῖσαι, ἀπέκτησαν ἀμέσως κῦρος δι' ὅλας τὰς Ἐκκλησίας καὶ ἔγιναν καὶ αὐταὶ εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς καθολικαί.
Ὁ Ἀδελφόθεος Ἰάκωβος
ἰς τὸ ἐπιστολικὸν προοίμιον τῆς πρώτης κατὰ σειρὰν Καθολικῆς ἐπιστολῆς ἀναγράφεται· <Ἰάκωβος Θεοῦ καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ δοῦλος, ταῖς δώδεκα φυλαῖς ταῖς ἐν τῇ διασπορᾷ χαίρειν>. 
Ποῖος εἶναι αὐτὸς ὁ Ἰάκωβος;
Εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην ἀναφέρονται τέσσαρες ὑπὸ τὸ ὄνομα αὐτό·
1> Ἰάκωβος, ὁ υἱὸς τοῦ Ζεβεδαίου καὶ τῆς Σαλώμης, ἀδελφὸς τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, εἰς ἀπὸ τοὺς δώδεκα.
2> Ἰάκωβος, ὁ υἱὸς τοῦ Ἀλφαίου, ἕνας καὶ αὐτὸς ἀπὸ τοὺς δώδεκα.
3> Ἰάκωβος, ὁ πατὴρ τοῦ ἀποστόλου Ἰούδα, ὄχι τοῦ Ἰσκαριώτου, καὶ
4> Ὁ Ἰάκωβος, ὁ λεγόμενος ἀδελφὸς τοῦ Κυρίου, υἱὸς διλαδὴ τοῦ Ἰωσὴφ ἐκ προτέρας συζύγου. 
Κατὰ μαρτυρίαν ὁμόφωνον τῆς ἀρχαιοτάτης Ἐκκλησίας αὐτὸς εἶναι ὁ θεόπνευστος συγγραφεὺς τῆς ἐπιστολῆς.
Ὁ Ἰάκωβος, ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι ἀδελφοί του, δεν εἶχε πιστεύσει κατ' ἀρχὰς εἰς τὸν Χριστόν. 
Ἀγαθῆς ὅμως διαθέσεως, καθὼς ἦτο, ὅταν ἐσήμανε ἡ ὥρα τῆς χάριτος ἐπίστευσε καὶ ἀφωσιώθη ὀλοψύχως ὡς πιστός <δοῦλος> εἰς τὸν <Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν>. 
Αὐτὸ δὲ συνέβη ἀμέσως μετὰ τὴν ἀνάστασιν, ὅταν ἠξιώθη τῆς μεγάλης τιμῆς καὶ χαρᾶς νὰ ἴδῃ τὸν ἀναστάντα Κύριον. 
Δι' αὐτὸ καὶ πρὸ τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος βλέπομεν αὐτὸν εἰς τὸ γνωστὸν ὑπερῷον <προσκαρτεροῦντα τῇ προσευχῇ καὶ τῇ δεήσει> μαζῆ μὲ τοὺς ἄλλους μαθητάς. 
Μετὰ ταῦτα κατέλαβεν ἐξέχουσα θέσιν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, γενόμενος πρῶτος ἐπίσκοπος εἰς Ἱερουσαλήμ. 
Ὀμοφώνως ἀνεγνωρίζετο μετὰ τοῦ Ἰωάννου καὶ τοῦ Πέτρου ὡς εἷς ἐκ τῶν τριῶν στύλων τῆς ἀρτισυστάτου Ἐκκλησίας. 
Πρὸς αὐτὸν ὁ ἀπόστολος Πέτρος, μετὰ τὴν θαυμαστὴν ἀποφυλάκισίν του, εἶπε νὰ ἀνακοινώσουν τὸ γεγονός. 
Αὐτὸν καὶ τὸν Πέτρον συνήντησεν ὁ ἀπόστολος Παῦλος διὰ πρώτην φορὰν εἰς Ἱερουσαλήμ, τρία πιθανῶς ἔτη μετὰ τὴν κλῆσιν του εἰς τὸ ἀποστολικὸν ἀξίωμα. 
Αὐτὸν ἐπεσκέφθη πρῶτον κατὰ τὴν τελευταίαν του ἄνοδον εἰς Ἱερουσαλὴμ καὶ εἰς τὸν οἶκον του συνῆλθον οἱ πρεσβύτεροι, διὰ νὰ ἀκούσουν τὸν Παῦλον διηγούμενον τὰ τοῦ ἔργου του. 
Ὁ Ἰάκωβος προήδρευσε τῆς ἀποστολικῆς συνόδου. 
Διὰ τὴν μεγάλην του ἀρετὴν καὶ τὴν ἀσκητικήν του ζωὴν ἀπελάμβανε γενικῆς ἐκτιμήσεως ἀπὸ Χριστιανοὺς καὶ Ἑβραίους καὶ ἀπὸ ὅλους ὠνομάζετο <δίκαιος>.
Διὰ τοῦτο ἐκίνησε τὸ θανάσιμον μῖσος τοῦ ἀρχιερέως Ἄννα, υἱοῦ τοῦ ἀναφερομένου εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην Ἄννα. 
Αὐτὸς ἐπωφεληθεὶς ἀπὸ τὸν θάνατον τοῦ ἡγεμόνος τῆς Παλαιστίνης Φήστου κατεδίκασεν εἰς τὸν διὰ λιθοβολισμοῦ θάνατον τὸν ἀδελφόθεον πρὸς μεγάλην ἀγανάκτησιν τοῦ πλείστου λαοῦ. 
Κατὰ τὸν λιθοβολισμὸν καὶ ὀλίγον πρὶν παραδώσῃ τὸ πνεῦμα του ἐγονάτισε καὶ προσηυχήθη ὑπὲρ τῶν δημίων του λέγων· <Παρακαλῶ, Κύριε Θεὲ Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι>. 
Καὶ οὕτω <μάρτυς ἀληθὴς γενόμενος Ἰουδαίοις καὶ Ἕλλησι> ἐξεδήμησε πρὸς Κύριον κατὰ τὸ 62 μ. Χ.
Σχόλιον Τῆς Καθολικῆς Ἐπιστολῆς Ιακώβου
εμάτη ἀπὸ ἁπλᾶς κατὰ τὴν ἔκφρασιν, βαθείας ὅμως εἰς οἰκοδομητικὰ νοήματα ἠθικὰς προτροπάς, ἡ ἐπιστολὴ τοῦ ἀδελφοθέου Ἰακώβου ὑπενθυμίζει ἐν πολλοῖς τὸ ὕψος τῶν ψαλμῶν, μάλιστα δὲ τῶν Παροιμιῶν καὶ τῶν βιβλίων τῆς Σοφίας, ὄχι δὲ ὀλιγώτερον τὴν ἐπὶ τοῦ Ὄρους Ὁμιλίαν καὶ τὸν παραβολικὸν τρόπον τῆς διδασκαλίας τοῦ Κυρίου. 
Διὰ τὰ νοήματα καὶ τὸ ὕψος της, ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν ἀγάπην ποὺ τὴν πλημμυρίζει πρὸς τοὺς πάσχοντας, τοὺς πτωχούς, τοὺς διωκομένους, καὶ διὰ τὰ παραδείγματα ποὺ φέρει, εἶναι ἡ ἐπιστολὴ αὐτὴ ἕνα ἀπὸ τὰ πλέον ἐλκυστικὰ βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης.
Τὴν ἀπευθύνει ὁ Ἀδελφόθεος πρὸς τὰς διεσπαρμένας ἀνὰ τὴν οἰκουμένην δώδεκα φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ, κατ' ἐπέκτασιν δὲ καὶ πρὸς ὅλους τοὺς Χριστιανούς. 
Ἔχει ὑπ' ὄψιν του τοὺς πειρασμούς, τὰς δοκιμασίας καὶ τὰς ποικίλας κακοπαθείας ποὺ ὑφίστανται οἱ πιστοί, καὶ τοὺς συνιστᾷ ὑπομονήν, πίστιν, θερμὴν προσευχήν, διὰ νὰ ἀντεπεξέλθουν νικηφόρως εἰς αὐτὰς καὶ γίνουν δόκιμοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. 
Ἐξαίρει τὴν σημασίαν, ποὺ ἔχει ἡ πρακτικὴ κάθε ἡμέραν ἐφαρμογὴ ὅλων τῶν θείων ἐντολῶν, διότι ἐκεῖνο ποὺ δίδει ἀξίαν εἰς τὸν ἄνθρωπον δὲν εἶναι ἡ θεωρητικὴ καὶ γυμνὴ ἀπὸ τὰ καλὰ ἔργα πίστις, ἀλλ' ἡ ἐκδηλουμένη μὲ τὰ ἔργα, μὲ τὸ <ἐπισκέπτεσθαι ὀρφανοὺς καὶ χήρας ἐν τῇ θλίψει αὐτῶν>. 
Τονίζει, ὅτι, <ἡ πίστις ἐὰν μὴ ἔργα ἔχῃ νεκρά ἐστι καθ' ἑαυτήν>. 
Ἔργα καλὰ εἶναι ἡ ἀπροσωποληψία καὶ ἡ ἄδολος ἀγάπη πρὸς ὅλους, μάλιστα δὲ πρὸς τοὺς πτωχούς, ἡ κυριαρχία ἐπὶ τῆς γλώσσης, ἡ ἀποφυγὴ τῆς καταλαλιᾶς, ἡ προθυμία μᾶλλον νὰ ἀκούωμεν καὶ ὄχι τόσον νὰ διδάσκωμεν.
Ἐλέγχει μὲ δριμύτητα τὴν ψευδῆ τοῦ κόσμου σοφίαν, τοὺς κερδοσκόπους ἐμπόρους, οἱ ὁποῖοι δὲν λαμβάνουν ὑπ' ὄψιν τὸν Θεόν, καὶ μάλιστα τοὺς σκληροκαρδίους πλουσίους, οἱ ὁποῖοι μὲ ἀδικίας συσσωρεύουν πλούτη, κρατοῦν τὸν μισθὸν ἀπὸ τοὺς ἐργάτας των καὶ δὲν δυσκολεύονται μέχρις ἐγκλήματος νὰ φθάσουν, διὰ νὰ γίνουν ἔτσι οἱ μεγάλοι ὑπόδικοι ἐνώπιον τῆς φοβερᾶς ἀργῆς τοῦ Θεοῦ. 
Συμπάσχει μὲ τοὺς ἀσθενεῖς καὶ θλιβομένους καὶ τοὺς ἀπευθύνει θερμοὺς λόγους θείας παρηγορίας. 
Συνιστᾷ δὲ τὴν τέλεσιν τοῦ μυστηρίου τοῦ εὐχελαίου εἰς θεραπείαν τοῦ ἀσθενοῦντος σώματος καὶ εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν.
Ὁ τόπος ποὺ ἐγράφη ἡ ἐπιστολὴ εἶναι ἡ Ἱερουσαλήμ, ὁ χρόνος ὅμως εἶναι ἄγνωστος, περικλειόμενος κατὰ τοὺς περισσοτέρους ἐρευνητὰς μεταξὺ 50 καὶ 61μ. Χ.
Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος
το περισσότερον ἀπὸ τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους αὐθόρμητος καὶ ἐκδηλωτικὸς χαρακτήρ, μάλιστα δὲ κατὰ τὸν χρόνον, τὸν πρὸ τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. 
Γεμᾶτος ἔντονον αὐθορμητισμὸς καὶ χαρακτηριστικὴν ὁρμὴν καὶ ἁπλότητα μετέπιπτεν ἀπὸ τὸν ἐνθουσιασμὸν εἰς τὴν ἀποθάρρυνσιν, ἀπὸ τὸ θάρρος εἰς τὴν δειλίαν, ἀπὸ τὴν ἔντονον χαρὰν εἰς τὴν βαθεῖαν θλῖψιν, ἀλλὰ πάντοτε μὲ καλὴν προαίρεσιν καὶ βαθεῖαν ἀγάπην πρὸς τὸν Κύριον. 
Μετὰ τὴν ἐπιφοίτησιν ὅμως τὸν Ἁγίου Πνεύματος ἀνεδείχθη πράγματι <πέτρα> τῆς πίστεως, ἕνας ἀπὸ τοὺς κορυφαίους Ἀποστόλους καὶ τοὺς στύλους τῆς Ἐκκλησίας. 
Κατήγετο ἀπὸ τὴν παρὰ τὴν λίμνην Γεννησαρὲτ Βησθαϊδά, ἦτο υἱὸς τοῦ Ἰωνᾶ καὶ ἀδελφὸς τοῦ ἀποστόλου Ἀνδρέου, ἐχρημάτισε κατ' ἀρχὰς μαθητὴς τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, καὶ ὅταν παρὰ τὰς ὄχθας τοῦ Ἰορδάνον διεκήρυξεν ὁ Πρόδρομος τὸν Ἰησοῦν ὡς τὸν Χριστόν, τὸν ἀμνὸν τὸν Θεοῦ, τὸν ἀναμενόμενον Μεσσίαν, τὸν ἠκολούθησε μὲ πίστιν καὶ ἀφοσίωσιν καθ' ὅλον τὸ τριετὲς διάστημα. 
Ἐκ παραλλήλου πρὸς τὸ ὄνομα Σίμων, ἔλαβεν ἀπὸ τὸν Κύριον καὶ τὸ ὄνομα Πέτρος, ὡς δηλωτικὸν τῆς σταθερὰς κατόπιν πίστεώς του.
Μετὰ τὴν Ἀνάληψιν καὶ τὴν Πεντηκοστὴν μαζῆ μὲ τὸν Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην ἀναδεικνύεται στῦλος τῆς Ἐκκλησίας. 
Αὐτὸς κατὰ τὸ πλεῖστον κηρύττει τὸ Εὐαγγέλιον πρὸς τοὺς Ἑβραίους, ἀπολογεῖται ἐνώπιον τοῦ συνεδρίου, κατευθύνει τοὺς πιστούς. 
Σύμφωνα μὲ πληροφορίας, ποὺ μᾶς παρέχουν κυρίως αἱ <Πράξεις τῶν Ἀποστόλων>, ἐπεσκέφθη τὴν Σαμάρειαν, τὴν Λύδδαν, τὴν Ἰόππην, τὴν Καισάρειαν, τὴν Ἀντιόχειαν καὶ ἄλλας πόλεις. Φυλακισθεὶς ἀπὸ τὸν Ἡρώδην Ἀγρίππαν, ἀπεφυλακίσθη θαυματουργικῶς ἀπὸ ἄγγελον Θεοῦ καὶ ἐπορεύθη <εἰς ἕτερον τόπον, εἰς περιοχὰς προφανῶς ποὺ ὑπῆρχαν Ἰουδαῖοι, διότι αὐτὸς ἦτο κυρίως Ἀπόστολος τῶν <ἐκ περιτομῆς>. 
Ἔλαβε μέρος εἰς τὴν ἀποστολικὴν σύνοδον τῆς Ἱερουσαλήμ, καί, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴν Α' Καθολικὴν ἐπιστολήν του, μετέβη καὶ εἰς τὴν παρὰ τὸν Εὐφράτην Βαβυλῶνα, διὰ νὰ κηρύξει πρὸς τοὺς ἐκεῖ ἀπομείναντας Ἑβραίους.
Ἀπὸ πολλοὺς ἀμφισβητεῖται, ἂν εἰργάσθη εἰς τὴν Ρώμην, διότι οὐδεμία τοιαύτη πληροφορία ὑπάρχει οὔτε εἰς τὰς <Πράξεις> οὔτε εἰς τὰς ἐπιστολὰς τοῦ ἀποστόλου Παύλου οὔτε καὶ εἰς τὰς τοῦ ἀποστόλου Πέτρου. 
Μεταγενέστεραι περὶ αὐτο πληροφορίαι, ἀνάμικτοι μὲ μυθώδεις ἐπινοήσεις, δὲν ἔχουν ἰστορικὴν ἀξίαν. 
Ἀπέθανε, σύμφωνα καὶ μὲ τὴν πρόρρησιν τοῦ Κυρίου, μαρτυρικὸν θάνατον.
Σχόλιον Τῶν Δύο Καθολικῶν Ἐπιστολῶν Τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου
ἐν Χριστῷ ἀπολύτρωσις κατέχει κεντρικὴν θέσιν καὶ εἰς τὰς δύο ἐπιστολὰς τοῦ ἀποστόλου Πέτρου. 
Συνέχεται βαθύτατα ὁ μεγάλος Ἀπόστολος ἀπὸ τὴν θυσίαν τοῦ Γολγοθᾶ, διὰ τῆς ὁποίας Ἰουδαῖοι καὶ ἐθνικοί, λυτρωμένοι καὶ ἀδελφωμένοι προχωροῦν πρὸς τοὺς νέους οὐρανοὺς τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. 
Περὶ τὸ βασικὸν αὐτὸ θέμα ἀναπτύσσει καὶ ἄλλα ὑψηλά, θεωρητικὰ καὶ πρακτικά, διδάγματα.
Οὕτω εἰς τὴν Α' Καθολικὴν ἐπιστολήν του ὁμιλεῖ διὰ τὴν ὀφειλομένην ἀγάπην καὶ ὑπακοὴν πρὸς τὸν Χριστόν, μὲ τὸ <τίμιον αἷμα> τοῦ ὁποίου ἐλυτρώθημεν, ὅπως εἶχε προαναγγελθῆ καὶ ἀπὸ τοὺς προφήτας καὶ ὁ ὁποῖος κατέβη μέχρις Ἅδου, διὰ νὰ προσφέρῃ εἰς τὰ ἐκεῖ φυλακισμένα πνεύματα τὴν σωτηρίαν. 
Αὐτός, Κύριος τώρα καὶ ἐξουσιαστὴς καὶ ὡς ἄνθρωπος, κάθεται ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός, διὰ νὰ ἔλθῃ πάλιν μετ' ὀλίγον νὰ κρίνῃ ζῶντας καὶ νεκρούς, ὅταν θα γίνει ἡ ἀνακαίνισις τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς. 
Αὐτὸν πρέπει νὰ ἔχουν πρότυπον μιμήσεως οἱ πιστοί. 
Συμβουλεύει ὁ ἀπόστολος Πέτρος τοὺς πιστοὺς γενικῶς νὰ πολιτεύωνται ἀπέναντι τῶν Χριστιανῶν καὶ τῶν ἐθνικῶν κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ <ἐν ἀγαθοποιΐᾳ> πάντοτε·  νὰ ὑποτάσσωνται ἐν Θεῷ εἰς τὰς κρατοῦσας ἑκάστοτε ἐξουσίας. 
Αἱ γυναῖκες νὰ μὴ προσέχουν τὸν ἐξωτερικὸν στολισμόν των μὲ χρυσᾶ κοσμήματα καὶ πολυτελῆ ἐνδύματα, ὅσον καὶ κυρίως τὸν ἐσωτερικὸν τῆς καρδίας στολισμόν· οἱ ἄνδρες νὰ τιμοῦν τὰς γυναῖκας· ὅλοι νὰ εἶναι ὁμόφρονες καὶ εὔσπλαγχνοι, ἀνταποδίδαντες καλὸν ἀντὶ κακοῦ, καὶ νὰ μὴ λησμονοῦν, ὅτι οἱ πιστοὶ ἀποτελοῦν <γένος ἐκλεκτόν, βασίλειον ἱεράτευμα, ἔθνος ἅγιον>. 
Οἱ πρεσβύτεροι νὰ ποιμαίνουν μὲ στοργήν, ὄχι <αἰσχροκερδῶς> οὔτε <ὡς κατακυριεύοντες τὸν κλῆρον>, ἀλλὰ μὲ τὸ ἅγιον παράδειγμά των νὰ εἶναι <τύποι τοῦ ποιμνίου>.
Ἐπικρατεῖ ἡ γνώμη ὅτι ἡ ἐπιστολὴ ἐγράφη, ἴσως εἰς τὴν Βαβυλῶνα, πιθανῶς μεταξὺ τοῦ 58 καὶ τοῦ 64, ἀπευθύνεται δὲ πρὸς τοὺς ἀπὸ Ἰουδαίων καὶ ἐθνικῶν Χριστιανοὺς τῶν περιοχῶν τῆς Μικρᾶς Ἀσίας.
Ἡ δευτέρα ἐπιστολή, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὸ περιεχόμενόν της, ἀπευθύνεται πρὸς τοὺς ἰδίους παραλήπτας, διὰ νὰ τοὺς διαφωτίσῃ πληρέστερον καὶ τοὺς στηρίξῃ περισσότερον εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ τοὺς προφυλάξῃ ἀπὸ τοὺς φαύλους αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι ἐδίδασκον ὅτι διὰ τῆς πίστεως μόνον χωρὶς τὰ ἔργα σώζεται ὁ ἄνθρωπος καὶ ὅτι ἄρα ἠμπορεῖ νὰ ζῇ φαύλην ζωήν. 
Τονίζει πρὸς τοὺς πιστοὺς ὁ ἀπόστολος Πέτρος τὴν ἐπίσημον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ θέσιν των, τοὺς προτρέπει νὰ ζοῦν μὲ πίστιν καὶ ἀρετήν, καυτηριάζει τοὺς ἀναισχύντους αἱρετικοὺς καὶ τοὺς ἐμπαίκτας τῆς ἀληθείας τοῦ Χριστοῦ, ὑπενθυμίζει τὰ τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου καὶ κλείει τὴν ἐπιστολὴν μὲ νέας ἠθικὰς προτροπάς. 
Ἀπὸ ποῦ καὶ πότε ἐγράφη ἡ δευτέρα αὐτὴ ἐπιστολὴ οὐδὲν θετικὸν γνωρίζομεν. 
Ὑπάρχει γνώμη, ὅτι ἐγράφη εἰς Ἀντιόχειαν μεταξὺ 64 καὶ 66 μ.Χ.
Σχόλιον Τῶν Τρειῶν Καθολικῶν Ἐπιστολῶν Ἰωάννου
θεολόγος, ὁ κήρυξ τῆς ἀγάπης, ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ἔγραψε τὰς τρεῖς ὑπερόχους καθολικὰς ἐπιστολάς του, διὰ νὰ προβάλῃ πάλιν τὸν ἐνανθρωπήσαντα Θεόν - Λόγον καὶ διαλαλήσῃ τὴν μεγάλην ἀρετὴν τῆς ἀγάπης.
Τὴν Α' Καθολικὴν ἔγραψεν ἐξ ἀφορμῆς διαφόρων αἱρετικῶν <πλανώντων> καὶ <ψευδοπροφητῶν> ὅπως τοὺς ὀνομάζει, οἱ ὁποῖοι ἠρνοῦντο τὴν θεανδρικὴν ὑπόστασιν τοῦ Κυρίου καὶ τὸ λυτρωτικόν του ἔργον. 
Ὁμιλεῖ, λοιπόν, εἰς αὐτὴν ὡς αὐτόπτης καὶ κατὰ πάντα ἀξιόπιστος μάρτυς περὶ τοῦ σαρκωθέντος Λόγου, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ ζωὴ ἡ αἰωνία, ὁ ἀληθινὸς Θεός, ὁ ἐλθὼν νὰ καταλύσῃ τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου καὶ ἐλευθερώσῃ ἡμᾶς ἀπὸ τὸν θάνατον. 
Ἀπευθύνεται ὁ Εὐαγγελιστὴς πρὸς τὰς διαφόρους τάξεις καὶ ἡλικίας τῶν πιστῶν καὶ τοὺς ἐνθαρρύνει εἰς τὸν νικηφόρον ἀγῶνα των, τονίζει τὸ ἀνεκτίμητον δῶρον τῆς υἱοθεσίας ποὺ ἐλάβομεν, ὥστε νὰ εἴμεθα τώρα τέκνα Θεοῦ, καὶ προπαντὸς ζωγραφίζει τὴν ἀγάπην, ποὺ ἔδειξε πρὸς ἡμᾶς ὁ Θεὸς καὶ τὴν ἀγάπην ποὺ ἔχομεν ὑποχρέωσιν καὶ συμφέρον νὰ τρέφωμεν καὶ πρακτικῶς νὰ ἐκδηλώνωμεν ἡμεῖς πρὸς τοὺς ἄλλους. 
<Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί, λέγει, καὶ ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει>. 
Καὶ αὐτὴ ἡ ἀγάπη πλημμυρίζουσα τὴν καρδίαν μας πρέπει νὰ ἐκδηλώνεται μὲ τὰ ἔργα τῆς καλωσύνης. 
<Τεκνία μου, λέγει, μὴ ἀγαπῶμεν λόγῳ μηδὲ γλώσσῃ, ἀλλ' ἐν ἔργῳ καὶ ἀληθείᾳ>. 
Μία τέτοια ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὸν πλησίον <ἔξω βάλλει τὸν φόβον>. 
Ἡ ἐπιστολὴ αὐτὴ ἐγράφη κατὰ πᾶσαν πιθανότητα ἀπὸ τὴν Ἔφεσον ὀλίγον χρόνον μετὰ τὴν συγγραφὴν τοῦ Εὐαγγελίου.
Ἡ Β' Καθολικὴ ἐπιστολὴ ἀποστέλλεται προφανῶς πρὸς κάποιαν τοπικὴν Ἐκκλησίαν, τὴν ὁποίαν ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστὴς προσφωνεῖ μὲ τὸ συμβολικὸν ὄνομα <ἐκλεκτὴν κυρίαν>. 
Τὴν συγχαίρει διὰ τὴν πρόοδον τῶν τέκνων της, τῆς συνιστᾷ νὰ μένουν πιστὰ εἰς τὴν ἀλήθειαν καὶ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, νὰ προφυλάσσωνται δὲ ἀπὸ τοὺς <πλάνους>, εἰς τοὺς ὁποίους <οὔτε χαῖρε> νὰ λέγουν, καὶ ὑπόσχεται, ὅτι συντόμως θὰ τὴν ἐπισκεφθῇ. 
Ἡ ἐπιστολὴ ἐγράφη κατὰ πᾶσαν πιθανότητα ἀπὸ τὴν Ἔφεσον.
Ἡ δὲ Γ' Καθολικὴ ἐπιστολὴ ἀπευθύνεται πρὸς τὸν Γάϊον, γνωστὸν τότε μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν διὰ τὴν ἀγάπην του καὶ εἰδικώτερον διὰ τὴν πρόθυμον φιλοξενίαν, ποὺ παρεῖχε πρὸς τοὺς ἐπισκεπτομένους τὴν πόλιν του Χριστιανοὺς καὶ μάλιστα τοὺς ἱεραποστόλους. 
Τὸν ἐπαινεῖ διὰ τὰ καλὰ αὐτὰ ἔργα τῆς ἀγάπης του καὶ τοῦ συνιστᾷ νὰ τὰ συνεχίσῃ. 
Ἐλέγχει τὸν <φιλοπρωτεύοντα Διοτρεφῆ>, ὁ ὁποῖος ἐν τῇ ἐγωπαθείᾳ του οὔτε τὸν Εὐαγγελιστὴν δέχεται οὔτε τοὺς ἀπεσταλμένους του, ἐμποδίζει δὲ καὶ τοὺς ἄλλους νὰ τοὺς δεχθοῦν. 
Ἐξ ἀντιθέτου ἐπαινεῖ τὸν Δημήτριον, διὰ τὴν πανθωμολογημένην ἀρετήν του. 
Ἡ ἐπιστολὴ αὐτή, καίτοι ἀπευθύνεται εἰς ὡρισμένον πρόσωπον, περιελήφθη εἰς τὰς Καθολικάς.
Σχόλιον Τῆς Καθολικῆς Ἐπιστολῆς Ἰούδα
ὸ ὄνομα Ἰούδας, τόσον τιμημένον εἰς τὴν ἱστορίαν τοῦ Ἰσραήλ, τὸ ἔχει ἀνεπανορθώτως δυσφημήσει ὁ προδότης, ὁ Ἰσκαριώτης. 
Καὶ ὅμως μέσα εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην ὑπάρχουν δύο ἐκλεκτοὶ ἄνδρες μὲ τὸ ὄνομα αὐτό. 
Ἕνας εἶναι ὁ ἀπόστολος Ἰούδας, υἱὸς τοῦ Ἰακώβου, ὁ ἐκ τῶν δώδεκα καὶ ἄλλος ὁ ἀδελφὸς τοῦ ἀδελφοθέου Ἰακώβου, τέκνον τοῦ Ἰωσὴφ ἐξ ἄλλης γυναικός, θεωρούμενος καὶ αὐτὸς ὡς ἀδελφὸς τοῦ Κυρίου. 
Τὸ ὄνομά του τὸ ἀναφέρει καὶ ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος, περιγράφων τὴν κατάπληξιν τῶν κατοίκων τῆς Ναζαρὲτ ἀπὸ τὴν πρωτάκουστον διδασκαλίαν τοῦ Ἰησοῦ καὶ οἱ ὁποῖοι ἔλεγον μεταξύ των· <οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; Οὐχὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωσῆς καὶ Σίμων καὶ Ἰούδας;> <ἰγ' 55>. 
Αὐτὸς ὁ Ἰούδας ἔγραψε τὴν Καθολικὴν ἐπιστολήν. 
Περὶ τῆς ζωῆς καὶ τοῦ ἔργου του ἐλάχιστα γνωρίζομεν. 
Ζῶντος τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶχε πιστεύσει εἰς αὐτόν, ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι ἀδελφοί του <Ἰωάν. ζ' 5>. 
Ἐπίστευσεν ὅμως κατόπιν καὶ φαίνεται, ὅτι κατέλαβεν ἐξέχουσαν θέσιν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἱερουσαλήμ, μάλιστα δὲ μετὰ τὸν μαρτυρικὸν θάνατον τοῦ ἀδελφοῦ του Ἰακώβου. 
Μεταγενέστεραι παραδόσεις ἀναφέρουν, ὅτι ἐκήρυξεν ὄχι μόνον εἰς τὴν Ἰουδαίαν καὶ Γαλιλαίαν, ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν Σαμάρειαν, Ἀραβίαν, Συρίαν, μέχρι καὶ τῆς Περσίας, ὅπου καὶ λέγεται, ὅτι ἐμαρτύρησε.
Τὴν ἐπιστολήν του ἔγραψε ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ μεταξὺ τοῦ 65 καὶ 70 πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν πιθανώτατα τῆς Ἀντιοχείας, ὅπου ἀδίστακτοι καὶ ἀναίσχυντοι αἱρετικοὶ ἀρνούμενοι <τὸν μόνον δεσπότην καὶ Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν>, προσπαθοῦσαν νὰ παρασύρουν τοὺς πιστοὺς εἰς τὴν πλάνην καὶ τὴν φαύλην ζωήν. 
Γράφει ἐναντίον αὐτῶν μὲ καυστικὴν δριμύτητα.
Τοὺς ὀνομάζει βλασφήμους ἄλογα ζῶα, ὀπαδοὺς τοῦ Κάϊν καὶ ἀσεβεῖς, σύννεφα ἄνυδρα, δένδρα φθινοπωρινὰ ἄκαρπα, δὶς ἀποθανόντα, ἐπικινδύνους ἑστίας μολύνσεως, κύματα ἄγρια ἐπαφρίζοντα τὰς ἑαυτῶν αἰσχύνας κ.λ.π.
Δι' αὐτοὺς ἐπιφυλάσσεται <ὁ ζόφος τοῦ σκότους εἰς τὸν αἰῶνα>
Συνιστᾷ, λοιπόν, εἰς τοὺς Χριστιανοὺς νὰ προφυλάσσωνται ἀπὸ αὐτοὺς τούς <ἐμπαίκτας> καὶ ἐκμεταλλευτάς, νὰ μένουν πιστοὶ εἰς τὴν <παραδοθεῖσα πίστιν>, νὰ ἔχουν ἀγάπην μεταξύ των καὶ πρὸς ὅλους, νὰ ζοῦν μὲ ἁγνότητα, νὰ ἀσκοῦν ἐλεημοσύνην καὶ ἰεραποστολήν.
Καὶ κατακλείει τὴν ἐπιστολὴν μὲ δοξολογίαν πρὸς τὸν Θεόν.