Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἤρξατο ὁ δεύτερος λαλεῖν,
ὁ εἶπας περὶ τῆς ἰσχύος
τοῦ βασιλέως·
|
ρχισεν
ἔπειτα νὰ ὁμιλῇ ὁ δεύτερος,
ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος εἶχεν
εἴπει περὶ τῆς ἰσχύος τοῦ
βασιλέως.
|
αὶ
ἄρχισε νὰ ὁμιλῇ ὁ δεύτερος σωματοφύλαξ,
ὁ ὁποῖος εἶχεν ἐκφράσει
τὴν γνώμην του ὡς πρὸς τὴν δύναμιν
τοῦ βασιλέως: |
2
ὦ ἄνδρες, οὐχ ὑπερισχύουσιν
οἱ ἄνθρωποι, τὴν γῆν καὶ τὴν
θάλασσαν κατακρατοῦντες καὶ πάντα
τὰ ἐν αὐτοῖς;
|
2
<Ὦ ἄνδρες, εἶπεν, οἱ ἄνθρωποι
δὲν ὑπερέχουν κατὰ τὴν ἰσχύν,
ἀφοῦ εἶναι κύριοι τῆς ξηρᾶς
καὶ τῆς θαλάσσης καὶ ὅλων ὅσα
ὑπάρχουν εἰς αὐτάς;
|
2
<Δὲν ὑπερέχουν, ὦ ἄνδρες, οἱ
ἄνθρωποι εἰς ὅλην τὴν δημιουργίαν,
ἀφοῦ ἐξουσιάζουν τὴν ξηρὰν καὶ
τὴν θάλασσαν καὶ ὅλα, ὅσα ὑπάρχουν
εἰς αὐτάς; |
3
Ὁ δὲ βασιλεὺς ὑπερισχύει καὶ
κυριεύει αὐτῶν καὶ δεσπόζει
αὐτῶν, καὶ πᾶν ὃ ἐὰν
εἴπῃ αὐτοῖς, ἐνακούουσιν.
|
3
Ὁ βασιλεὺς ὅμως εἶναι ἰσχυρότερος
ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους,
εἶναι κύριος αὐτῶν, ἐξουσιάζει
ἐπάνω εἰς αὐτοὺς καὶ πᾶν
ὅ,τι θὰ εἴπῃ εἰς αὐτούς,
ἐκεῖνοι τὸν ὑπακούουν.
|
3
Ὁ βασιλεὺς ὅμως εἶναι ἀνώτερός
των. Τοὺς ἐξουσιάζει καὶ τοὺς κυβερνᾷ.
Καὶ ὀτιδήποτε θὰ τοὺς εἰπῇ,
τὸ ἀκούουν καὶ συμμορφώνονται πρὸς
τὰς διαταγάς του. |
4
Ἐὰν εἴπῃ αὐτοῖς ποιῆσαι
πόλεμον ἕτερος πρὸς τὸν ἕτερον,
ποιοῦσιν· ἐὰν δὲ ἐξαποστείλῃ
αὐτοὺς πρὸς τοὺς πολεμίους,
βαδίζουσι καὶ κατεργάζονται τὰ ὄρη
καὶ τὰ τείχη καὶ τοὺς πύργους,
|
4
Ἐὰν ὁ βασιλεὺς τοὺς διατάξῃ
νὰ κάμουν πόλεμον ὁ ἐνας ἐναντίον
τοῦ ἄλλου, οἱ ἄνθρωποι τὸν κάμνουν.
Ἐὰν ὁ βασιλεὺς ἀποστείλῃ
τοὺς στρατιώτας του ἐναντίον ἐχθρῶν,
αὐτοὶ βαδίζουν ὅπως διετάχθησαν
καὶ τὰ πάντα κάμνουν διὰ νὰ
καθυποτάξουν ὄρη, τείχη καὶ πύργους.
|
4
Ἐὰν τοὺς διατάξῃ νὰ πολεμήσουν
μεταξύ των, τὸ κάμνουν ἀμέσως. Ἐὰν
τοὺς στείλῃ νὰ ἀγωνισθοῦν ἐναντίον
τῶν ἐχθρῶν, προχωροῦν καὶ φτιάχνουν
τεχνητοὺς λόφους καὶ ἔργα εἰς τὰ
βουνὰ καὶ τείχη καὶ πύργους διὰ τὴν
μάχην καὶ τὴν νίκην. |
5
φονεύουσι καὶ φονεύονται, καὶ τὸν
λόγον τοῦ βασιλέως οὐ παραβαίνουσιν·
ἐὰν δὲ νικήσωσι, τῷ βασιλεῖ
κομίζουσι πάντα, καὶ ὅσα ἐὰν
προνομεύσωσι καὶ τὰ ἄλλα πάντα.
|
5
Φονεύουν καὶ φονεύονται καὶ τὴν
διαταγὴν τοῦ βασιλέως δὲν παραβαίνουν.
Ἐὰν νικήσουν, εἰς τὸν βασιλέα
φέρουν τὰ πάντα, ὅσα θὰ λαφυραγωγήσουν
καὶ ὅλα τὰ ἄλλα, χωρὶς καμμίαν
ἐξαίρεσιν.
|
5
Σκοτώνουν καὶ σκοτώνονται καὶ δὲν παραβαίνουν
τὴν διαταγὴν τοῦ βασιλέως των. Καὶ
ἐὰν νικήσουν εἰς τὸν πόλεμον, προσφέρουν
εἰς τὸν βασιλέα τὰ πάντα, καὶ αὐτὰ
ποὺ θὰ πάρουν ὡς λάφυρα ἀπὸ
τοὺς ἐχθροὺς καὶ ὅλα τὰ
ἄλλα. |
6
Καὶ ὅσοι οὐ στρατεύονται οὐδὲ
πολεμοῦσιν, ἀλλὰ γεωργοῦσι τὴν
γῆν, πάλιν ὅταν σπείρωσι, θερίσαντες
ἀναφέρουσι τῷ βασιλεῖ· καὶ
ἕτερος τὸν ἕτερον ἀναγκάζοντες
ἀναφέρουσι τοὺς φόρους τῷ βασιλεῖ.
|
6
Ὅσοι δὲ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους
δὲν ἐπιστρατεύονται καὶ δὲν
λαμβάνουν μέρος εἰς τὸν πόλεμον,
ἀλλὰ ἐπιδίδονται εἰς τὴν
γεωργίαν, αὐτοί, ὅταν σπείρουν
καὶ θερίσουν, προσφέρουν τὰ προϊόντα
των εἰς τὸν βασιλέα. Καὶ ἀναγκάζει
ὁ ἔνας τὸν ἄλλον νὰ πληρώνουν
τοὺς φόρους εἰς τὸν βασιλέα.
|
6
Ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ ποὺ διὰ
διαφόρους λόγους δὲν κατατάσσονται εἰς τὸν
στρατὸν καὶ δὲν πολεμοῦν, ἀλλὰ
μένουν εἰς τὰ μετόπισθεν καὶ καλλιεργοῦν
τὴν γῆν, κάμνονν κάτι παρόμοιον. Ὅταν δηλαδὴ
σπείρουν καὶ θερίσουν, προσφέρουν τὰ ἀγαθά
των εἰς τὸν βασιλέα. Καὶ ἀναγκάζει
ὁ ἕνας τὸν ἄλλον νὰ δίνουν τοὺς
φόρους εἰς τὸν βασιλέα. |
7
Καὶ αὐτὸς εἰς μόνος ἐστίν·
ἐὰν εἴπῃ ἀποκτεῖναι, ἀποκτέννουσιν·
ἐὰν εἴπῃ ἀφεῖναι, ἀφιοῦσιν·
|
7
Αὐτὸς εἶναι ὁ ἔνας καὶ
ἀπόλυτος κύριος. Ἐὰν διατάξῃ
νὰ ἐκτελέσουν κάποιον, τὸν ἐκτελοῦν.
Ἐὰν εἴπῃ νὰ τὸν ἀφήσουν
ἐλεύθερον, τὸν ἀφήνουν.
|
7
Ὁ βασιλεὺς εἶναι ὁ ἀπόλυτος
μονάρχης. Ἐὰν διατάξῃ νὰ σκοτωθῇ
κάποιος, τὸν σκοτώνουν ἀμέσως. Ἐὰν
ἀντιθέτως διατάξῃ νὰ ἀθωωθῇ,
τὸν ἀφήνουν ἐλεύθερον.
|
8
εἶπε πατάξαι, τύπτουσιν· εἶπεν
ἐρημῶσαι, ἐρημοῦσιν· εἶπεν
οἰκοδομῆσαι, οἰκοδομοῦσιν·
|
8
Ἐὰν διατάξῃ ὁ βασιλεὺς
νὰ κτυπήσουν κάποιον, τὸν κτυποῦν.
Εἶπε νὰ ἐρημώσουν περιοχάς,
καὶ τὰς ἐρημώνουν. Εἶπε νὰ
ἀνοικοδομήσουν οἰκίας καὶ πόλεις,
καὶ τὰς ἀνοικοδομοῦν.
|
8
Διατάζει νὰ κτυπήσουν κάποιον, καὶ τὸν κτυποῦν.
Διατάζει νὰ ἐρημωθῇ ἕνας τόπος, καὶ
τὸν ἐρημώνουν. Διατάζει νὰ οἰκοδομηθῇ,
καὶ τὸν οἰκοδομοῦν.
|
9
εἶπεν ἐκκόψαι, ἐκκόπτουσιν·
εἶπε φυτεῦσαι, φυτεύουσι.
|
9
Εἶπεν ὁ βασιλεὺς νὰ ὑλοτομήσουν
περιοχὰς καὶ ξερριζώνουν τὰ πάντα.
Εἶπεν ὁ βασιλεὺς νὰ κάμουν δενδροφυτεύσεις
οἱ ἄνθρωποι καὶ ἐκεῖνοι δενδροφυτεύουν.
|
9
Διατάζει νὰ ἐκριζωθοῦν τὰ δένδρα τῶν
δασῶν, καὶ τὰ ἐκριζώνουν. Διατάζει
νὰ φυτεύσουν δένδρα, καὶ φυτεύουν.
|
10
Καὶ πᾶς ὁ λαὸς αὐτοῦ καὶ
αἱ δυνάμεις αὐτοῦ ἐνακούουσι.
Πρὸς δὲ τούτοις αὐτὸς ἀνάκειται,
ἐσθίει καὶ πίνει καὶ καθεύδει,
|
10
Ὅλος ὁ λαός του καὶ αἱ στρατιωτικαὶ
δυνάμεις ὑπακούουν εἰς αὐτόν.
Ἐπὶ πᾶσι δὲ τούτοις, αὐτὸς
ἀνακλίνεται παρὰ τὴν τράπεζαν
τοῦ φαγητοῦ, τρώγει καὶ πίνει
καὶ κατόπιν κοιμᾶται,
|
10
Ὅλος δὲ ὁ λαός του καὶ ὅλοι
οἱ στρατιῶται του τὸν ὑπακούουν. Ἐπὶ
πλέον δέ, ἐνῷ οἱ ἄλλοι κάμνουν τὰ
ἔργα των, αὐτὸς ξαπλώνει, τρώγει, πίνει
καὶ κοιμᾶται· |
11
αὐτοὶ δὲ τηροῦσι κύκλῳ
περὶ αὐτὸν καὶ οὐ δύνανται
ἕκαστος ἀπελθεῖν καὶ ποιεῖν
τὰ ἔργα αὐτοῦ, οὐδὲ παρακούουσιν
αὐτοῦ. |
11
οἱ ἄνθρωποι κύκλῳ ἀπὸ
αὐτὸν φρουροῦν καὶ δὲν ἠμπορεῖ
κανεὶς νὰ ἀπέλθῃ καὶ νὰ
ἀσχοληθῇ μὲ τὰ ἔργα του, οὔτε
καὶ παρακούουν αὐτὸν εἰς τίποτε.
|
11
οἱ δὲ αὐλικοί του ἀγρυπνοῦν
καὶ τὸν προσέχουν ὁλόγυρά του. Δὲν
ἠμπορεῖ δὲ νὰ φύγῃ κανεὶς
καὶ νὰ κάμνῃ τὰ ἔργα του, οὔτε
νὰ παρακούσῃ εἰς τὰς διαταγὰς
τοῦ βασιλέως. |
12
Ὦ ἄνδρες, πῶς οὐχ ὑπερισχύει
ὁ βασιλεύς, ὅτι οὕτως ἐπάκουστός
ἐστι; Καὶ ἐσίγησεν.
|
12
Ὦ ἄνδρες, πῶς ὁ βασιλεὺς δὲν
ὑπερέχει ἀπὸ ὅλους κατὰ
τὴν ἰσχύν, ἀφοῦ κατ' αὐτὸν
τὸν τρόπον ὑπακούεται ἀπὸ
ὅλους καὶ εἰς ὅλα;> Ἔπειτα
ἀπὸ αὐτὰ ἐσιώπησεν.
|
12
Πῶς λοιπόν, ὦ ἄνδρες, δὲν εἶναι
ἀνώτερος ὅλων ὁ βασιλεύς, ἀφοῦ
τὸν ὑπολογίζουν καὶ τὸν ἀκούουν
ἔτσι ὅλοι;> Καὶ ἀφοῦ εἶπεν
αὐτὰ ὁ σωματοφύλαξ, ἐσιώπησε.
|
13
Ὁ δὲ τρίτος ὁ εἶπας περὶ
τῶν γυναικῶν καὶ τῆς ἀληθείας
- οὗτός ἐστι Ζοροβάβελ - ἤρξατο
λαλεῖν· ἄνδρες,
|
13
Ὁ δὲ τρίτος, ὁ ὁποῖος
ἐξέφρασε τὴν γνώμην ὅτι αἱ
γυναῖκες καὶ ἡ ἀλήθεια ὑπερισχύουν
- αὐτὸς εἶναι ὁ Ζοροβάβελ -
ἤρχισε νὰ ὁμιλῇ καὶ νὰ
ἀναπτύσσῃ τὴν γνώμην του.
|
13
Ὁ δὲ τρίτος σωματοφύλαξ τοῦ Δαρείου, ποὺ
ἦτο ὁ Ζοροβάβελ καὶ εἶχεν ἐκφράσει
τὴν ἄποψίν του διὰ τὴν δύναμιν τῶν
γυναικῶν καὶ τῆς ἀληθείας, ἐπῆρε
τὸν λόγον καὶ εἶπεν: <Ἐξοχώτατοι!
|
14
οὐ μέγας ὁ βασιλεὺς καὶ πολλοὶ
οἱ ἄνθρωποι καὶ ὁ οἶνος ἰσχύει;
Τίς οὖν δεσπόζων αὐτῶν ἢ
τίς ὁ κυριεύων αὐτῶν; Οὐχ
αἱ γυναῖκες; |
14
<Ὦ ἄνδρες, εἶπε, πράγματι δὲν
εἶναι μέγας ὁ βασιλεὺς καὶ πολλοὶ
οἱ ἄνθρωποι καὶ δὲν ἔχει ὄντως
μεγάλην ἰσχὺν ὁ οἶνος; Ποῖος
ὅμως εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος
ἐπιβάλλεται ἐπάνω εἰς αὐτοὺς
καὶ ποιὸς εἶναι ἐκεῖνος, ὁ
ὁποῖος κυριαρχεῖ ἐπάνω των;
Δὲν εἶναι αἱ γυναῖκες;
|
14
Δὲν παραδέχεσθε καὶ σεῖς, ὅτι ὁ
βασιλεὺς εἶναι μέγας καὶ ἰσχυρὸς
καὶ πολλοὶ οἱ ὑπήκοοί του καὶ
ὅτι τὸ κρασί ἔχει μεγάλην δύναμιν; Ποῖος
ὅμως εἶναι αὐτός, ποὺ τὰ κυβερνᾷ
ὅλα αὐτὰ καὶ ποῖος τὰ
ἐξουσιάζει; Δὲν εἶναι οἰ γυναῖκες;
|
15
Αἱ γυναῖκες ἐγέννησαν τὸν βασιλέα
καὶ πάντα τὸν λαόν, ὃς κυριεύει
τῆς θαλάσσης καὶ τῆς γῆς·
|
15
Αἱ γυναῖκες ἐγέννησαν τὸν βασιλέα
καὶ ὅλους τοὺς λαούς, οἱ ὁποῖοι
κυριαρχοῦν εἰς τὴν θάλασσαν καὶ
τὴν ξηράν.
|
15
Οἱ γυναῖκες ἐγέννησαν τὸν βασιλέα
καὶ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ
ἐξουσιάζουν τὴν θάλασσαν καὶ τὴν ξηράν.
|
16
καὶ ἐξ αὐτῶν ἐγένοντο,
καὶ αὖται ἐξέθρεψαν αὐτοὺς
τοὺς φυτεύσαντας τοὺς ἀμπελῶνας,
ἐξ ὧν ὁ οἶνος γίνεται.
|
16
Ἀπὸ αὐτὰς ἐγεννήθησαν
οἱ βασιλεῖς καὶ οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι
καὶ αὐταὶ ἀνέθρεψαν καὶ
ἐκείνους, ποὺ ἐφύτευσαν ἀμπελῶνας,
ἐκ τῶν ὁποίων ἀμπελώνων
παράγεται ὁ οἶνο |
16
Ἀπὸ αὐτὰς ἐγεννήθησαν καὶ
αὐταὶ ἀνέθρεψαν καὶ ἐμεγάλωσαν
αὐτούς, ποὺ ἐφύτευσαν τὰ ἀμπέλια,
ἀπὸ τὰ ὁποῖα προέρχεται τὸ
κρασί. |
17
Καὶ αὖται ποιοῦσι τὰς στολὰς
τῶν ἀνθρώπων, καὶ αὖται ποιοῦσι
δόξαν τοῖς ἀνθρώποις, καὶ οὐ
δύνανται οἱ ἄνθρωποι χωρὶς τῶν
γυναικῶν εἶναι. |
17
Αὐταὶ κατασκευάζουν τὰς στολὰς
τῶν ἀνθρώπων καὶ αὐταὶ
ἐνεργοῦν, διὰ νὰ ἔχουν καλὴν
ἐμφάνισιν καὶ δόξαν οἱ ἄνθρωποι,
γενικώτερον δὲ δὲν ἠμποροῦν
νὰ ὑπάρξουν καὶ νὰ ζήσουν
οἱ ἄνθρωποι χωρὶς τὰς γυναῖκας.
|
17
Οἱ γυναῖκες ἐπίσης κατασκευάζουν τὰς
στολὰς καὶ ἐνδυμασίας τῶν ἀνδρῶν.
Καὶ αὐταὶ φροντίζουν διὰ τὴν
ἐξωτερικὴν ἐμφάνισιν καὶ λαμπρότητα
τῶν ἀνδρῶν. Δὲν ἠμποροῦν
δὲ οἱ ἄνδρες νὰ ζήσουν χωρὶς
τὰς γυναῖκας. |
18
Ἐὰν δὲ συναγάγωσι χρυσίον καὶ
ἀργύριον καὶ πᾶν πρᾶγμα ὡραῖον
καὶ ἴδωσι γυναῖκα μίαν καλὴν
τῷ εἴδει καὶ τῷ κάλλει,
|
18
Ἐὰν δὲ οἱ ἄνδρες συγκεντρώσουν
χρυσὸν καὶ ἄργυρον καὶ κάθε
ἄλλο ὡραῖον πρᾶγμα, ὅταν ἴδουν
μίαν εὐειδῆ γυναῖκα καὶ καλῆς
σωματικῆς διαπλάσεως,
|
18
Ἐὰν ἐπίσης οἱ ἄνδρες μαζεύσουν
χρυσάφι καὶ ἀσῆμι καὶ κάθε ὡραῖον
πρᾶγμα καὶ ἰδοῦν μίαν ἐμφανίσιμον
καὶ ὡραίαν γυναῖκα, |
19
ταῦτα πάντα ἀφέντες, εἰς αὐτὴν
ἐκκέχηναν καὶ χάσκοντες τὸ στόμα
θεωροῦσιν αὐτήν, καὶ πάντες
αὐτὴν αἱρετίζουσι μᾶλλον ἢ
τὸ χρυσίον καὶ τὸ ἀργύριον
καὶ πᾶν πρᾶγμα ὡραῖον.
|
19
ἀφήνουν ὅλα τὰ ἄλλα καὶ
τὴν παρατηροῦν χάσκοντες καὶ μὲ
ἀνοικτὸν τὸ στόμα. Καὶ ὅλοι
προτιμοῦν αὐτὴν μᾶλλον παρὰ
τὸν χρυσὸν καὶ τὸν ἄργυρον καὶ
κάθε τι ἄλλο ὡραῖον πρᾶγμα.
|
19
τὰ ἀφήνουν ὅλα αὐτὰ καὶ
χαζεύουν βλέποντάς την. Καὶ τὴν παρατηροῦν
μὲ ἀνοικτὸν τὸ στόμα των. Προτιμοῦν
δὲ ὅλοι αὐτὴν τὴν ὡραίαν
γυναῖκα μᾶλλον παρὰ τὸ χρυσάφι καὶ
τὸ ἀσῆμι καὶ κάθε ὡραῖον
πρᾶγμα. |
20
Ἄνθρωπος τὸν ἑαυτοῦ πατέρα ἐγκαταλείπει,
ὃς ἐξέθρεψεν αὐτόν, καὶ
τὴν ἰδίαν χώραν καὶ πρὸς
τὴν ἰδίαν γυναῖκα κολλᾶται
|
20
Κάθε ἄνθρωπος ἐγκαταλείπει τὸν
πατέρα του, αὐτὸν ὁ ὁποῖος
τὸν ἀνέθρεψε, ἐγκαταλείπει καὶ
τὴν πατρίδα του καὶ προσκολλᾶται πρὸς
τὴν γυναῖκα του.
|
20
Κάθε ἄνδρας ἐπίσης ἐγκαταλείπει τὸν
πατέρα του, ποὺ τὸν ἀνέθρεψε, καὶ
τὴν πατρίδα του, ὅπου ἐμεγάλωσε, καὶ
προσκολλᾶται εἰς τὴν γυναῖκα του.
|
21
καὶ μετὰ τῆς γυναικὸς ἀφίησι
τὴν ψυχὴν καὶ οὔτε τὸν πατέρα
μέμνηται οὔτε τὴν μητέρα οὔτε
τὴν χώραν. |
21
Πρὸς χάριν τῆς γυναικός του θυσιάζει
τὴν ζωήν του καὶ δὲν ἐνθυμεῖται
οὔτε τὸν πατέρα του, οὔτε τὴν
μητέρα του, οὔτε τὴν πατρίδα του.
|
21
Διὰ τὴν γυναῖκα του δὲ καὶ πρὸς
χάριν της θυσιάζει καὶ τὴν ζωήν του καὶ
δὲν θυμᾶται πλέον οὔτε τὸν πατέρα
του, οὔτε τὴν μητέρα του, οὔτε τὴν
πατρίδα του. |
22
Καὶ ἐντεῦθεν δεῖ ὑμᾶς
γνῶναι ὅτι αἱ γυναῖκες κυριεύουσιν
ὑμῶν· οὐχὶ πονεῖτε καὶ
μοχθεῖτε, καὶ πάντα ταῖς γυναιξὶ
δίδοτε καὶ φέρετε;
|
22
Ἀπὸ ὅλα αὐτά, ποὺ σᾶς
εἶπα, εἶσθε ὑποχρεωμένοι καὶ
σεῖς νὰ ἀναγνωρίσετε, ὅτι αἱ
γυναῖκες κυριαρχοῦν ἐπάνω σας. Σεῖς
οἱ ἴδιοι δὲν ἐργάζεσθε καὶ
δὲν ὑποβάλλεσθε εἰς κόπους καὶ
ταλαιπωρίας, καὶ ὅλας τὰς προσόδους
σας δίδετε καὶ φέρετε εἰς τὰς
γυναῖκας σας;
|
22
Καὶ ἀπὸ αὐτὸ ἐπίσης πρέπει
νὰ καταλάβετε ὅτι σᾶς ἐξουσιάζουν
οἱ γυναῖκες: Δὲν κοπιάζετε καὶ δὲν
μοχθεῖτε σεῖς καὶ εἰς τὸ τέλος
τὰ δίνετε καὶ τὰ προσφέρετε ὅλα, ὅσα
ἀποκτήσετε, εἰς τὰς γυναῖκας;
|
23
Καὶ λαμβάνει ὁ ἄνθρωπος τὴν
ρομφαίαν αὐτοῦ καὶ ἐκπορεύεται
ἐξοδεύειν καὶ λῃστεύειν καὶ
κλέπτειν καὶ εἰς τὴν θάλασσαν
πλεῖν καὶ ποταμούς·
|
23
Ὁ ἄνθρωπος παίρνει τὸ ξίφος
του, φεύγει ἀπὸ τὸ σπίτι, ἐξέρχεται
διὰ νὰ ληστεύσῃ καὶ κλέψῃ,
πλέει εἰς ποταμοὺς καὶ θαλάσσας.
|
23
Παίρνει ἐπίσης διὰ τὴν γυναῖκα ὁ
ἄνδρας τὴν ρομφαίαν του καὶ βγαίνει καὶ
γυρίζει ἔξω εἰς τοὺς δρόμους καὶ λῃστεύει
καὶ κλέβει καὶ διαπλέει τὴν θάλασσαν καὶ
τοὺς ποταμούς. |
24
καὶ τὸν λέοντα θεωρεῖ καὶ ἐν
σκότει βαδίζει, καὶ ὅταν κλέψῃ
καὶ ἁρπάσῃ καὶ λωποδυτήσῃ,
τῇ ἐρωμένῃ ἀποφέρει.
|
24
Κατὰ τὰς ἐπιχειρήσεις του αὐτὰς
βλέπει τὸν λέοντα καὶ τὸν καταφρονεῖ.
Βαδίζει εἰς τὰ σκότη, διὰ νὰ
ἐπιτύχῃ εἰς τὸ σκοτεινὸν
ἔργον του. Ὅταν δὲ κλέψῃ καὶ
ἁρπάσῃ καὶ λωποδυτήσῃ,
φέρει ὅλα αὐτὰ εἰς τὴν
ἐρωμένην του.
|
24
Καὶ ἠμπορεῖ νὰ συναντήσὴ
εἰς τὸν δρόμον του καὶ λεοντάρι, βαδίζει
δὲ καὶ εἰς τὸ σκοτάδι. Καὶ ὅταν
κλέψῃ καὶ ἀρπάξῃ καὶ γίνῃ
λωποδύτης, προσφέρει ὅλα, ὅσα ἔκλεψεν, εἰς
τὴν ἀγαπημένην του. |
25
Καὶ πλεῖον ἀγαπᾷ ἄνθρωπος τὴν
ἰδίαν γυναῖκα μᾶλλον ἢ τὸν
πατέρα καὶ τὴν μητέρα·
|
25
Γενικώτερον οἱ ἄνδρες ἀγαποῦν
πολὺ περισσότερον τὴν γυναῖκα των
ἀπὸ τὸν πατέρα καὶ τὴν
μητέρα των.
|
25
Καὶ γενικῶς πλέον ὁ ἄνδρας ἀγαπᾷ
περισσότερον τὴν γυναῖκα του ἀπὸ ὅ,τι
τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα του.
|
26
καὶ πολλοὶ ἀπενοήθησαν ταῖς
ἰδίαις διανοίαις διὰ τὰς γυναῖκας
καὶ δοῦλοι ἐγένοντο δι' αὐτάς,
|
26
Πολλοὶ ἄνδρες ἐτρελλάθηκαν καὶ
ἔχασαν τὰ λογικά των ἐξ αἰτίας
τῶν γυναικῶν καὶ ἔγιναν πρὸς
χάριν ἐκείνων δοῦλοι.
|
26
Πολλοὶ δὲ εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ
ἐτρελλάθηκαν καὶ ἔχασαν τὰ λογικά
των λόγῳ τῶν γυναικῶν καὶ ἔγιναν
δοῦλοι ἐξ αἰτίας των.
|
27
καὶ πολλοὶ ἀπώλοντο καὶ ἐσφάλησαν
καὶ ἠμάρτοσαν διὰ τὰς γυναῖκας.
|
27
Πολλοὶ δὲ εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ
ὁποῖοι κατεστράφησαν καὶ περιέπεσαν
εἰς σφάλματα καὶ παρέβησαν τὸ
θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐξ αἰτίας
τῶν γυναικῶν.
|
27
Πολλοὶ ἐπίσης ἐχάθηκαν καὶ ἔκαμαν
μεγάλα σφάλματα καὶ ἁμαρτήματα χάριν τῶν
γυναικῶν. |
28
Καὶ νῦν οὐ πιστεύετέ μοι; Οὐχὶ
μέγας ὁ βασιλεὺς τῇ ἐξουσίᾳ
αὐτοῦ; Οὐχὶ πᾶσαι αἱ χῶραι
εὐλαβοῦνται ἅψασθαι αὐτοῦ;
|
28
Ἀκόμη ἐξακολουθεῖτε νὰ μὴ
πιστεύετε αὐτά, ποῦ σᾶς εἶπα;
Ἰδοὺ ἕνα παράδειγμα. Δὲν εἶναι
μέγας ὁ βασιλεύς μὲ τὴν ἀπεριόριστον
ἐξουσίαν, ποῦ ἔχει; Οἱ κάτοικοι
ὅλων τῶν χωρῶν δὲν φοβοῦνται
καὶ νὰ ἐγγίσουν ἁπλῶς
αὐτόν;
|
28
Δὲν μὲ πιστεύετε ἄραγε ἀκόμη; Σᾶς
λέγω λοιπὸν καὶ τὸ ἑξῆς: Δὲν
παραδέχονται ὅλοι ὅτι ὁ βασιλεύς μὲ
τὴν ἐξουσίαν του εἶναι μέγας; Καὶ
δὲν φοβοῦνται ὅλοι οἱ κάτοικοι τῶν
χωρῶν του ἀκόμη καὶ να τὸν ἐγγίσουν;
|
29
Ἐθεώρουν αὐτὸν καὶ Ἀπάμην
τὴν θυγατέρα Βαρτάκου τοῦ θαυμαστοῦ,
τὴν παλλακὴν τοῦ βασιλέως, καθημένην
ἐν δεξιᾷ τοῦ βασιλέως
|
29
Καὶ ὅμως ἔβλεπα τὸν βασιλέα
αὐτὸν καὶ τὴν Ἀπάμην,
τὴν θυγατέρα τοῦ ἀξιοθαυμάστου
Βαρτάκου, ἡ ὁποία εἶναι δευτέρας
σειρᾶς σύζυγος τοῦ βασιλέως, τὴν
ἔβλεπα νὰ κάθεται δεξιὰ ἀπὸ
τὸν βασιλέα,
|
29
Παρὰ ταῦτα ὅμως εἶδα κάποτε ἐγὼ
τὸν ἴδιον τὸν βασιλέα καὶ τὴν
Ἀπάμην, τὴν κόρην τοῦ περιφήμου Βαρτάκου
καὶ παλλακὴν τοῦ βασιλέως, να κάθεται εἰς
τὰ δεξιὰ τοῦ βασιλέως.
|
30
καὶ ἀφαιροῦσαν τὸ διάδημα ἀπὸ
τῆς κεφαλῆς τοῦ βασιλέως καὶ
ἐπιτιθοῦσαν ἑαυτῇ καὶ ἐρράπιζε
τὸν βασιλέα τῇ ἀριστερᾷ·
|
30
νὰ ἀφαιρῇ τὸ βασιλικὸν διάδημα
ἀπὸ τὴν κεφαλὴν τοῦ βασιλέως
καὶ νὰ τὸ θέτῃ εἰς τὸ
ἰδικόν της κεφάλι καὶ νὰ ραπίζῃ
τὸν βασιλέα μὲ τὸ ἀριστερό
της χέρι.
|
30
Τὴν εἶδα να βγάζῃ τὸ στέμμα ἀπὸ
τὸ κεφάλι τοῦ βασιλέως καὶ να τὸ βάζῃ
εἰς τὸ κεφάλι της μὲ τὸ δεξιόν
της χέρι, ἐνῷ μὲ τὸ ἀριστερὸν
ἐχαστούκιζε τὸν βασιλέα.
|
31
καὶ πρὸς τούτοις ὁ βασιλεὺς
χάσκων τὸ στόμα ἐθεώρει αὐτήν.
Καὶ ἐὰν προσγελάσῃ αὐτῷ,
γελᾷ· ἐὰν δὲ πικρανθῇ ἐπ'
αὐτόν, κολακεύει αὐτήν, ὅπως
διαλλαγῇ αὐτῷ.
|
31
Παρ ὅλα αὐτὰ ὁ βασιλεὺς τὴν
ἔβλεπε μὲ ἀνοικτὸν τὸ στόμα.
Ἐὰν ἐκείνη ἐγελοῦσε, ἐγελοῦσε
καὶ ὁ βασιλεύς. Ἐὰν ἐκείνη
ἐφαίνετο πικραμμένη καὶ στενοχωρημένη
ἐναντίον του, ὁ βασιλεὺς τὴν
ἐκολάκευε, διὰ νὰ συμφιλιωθῇ
πρὸς αὐτόν.
|
31
Καὶ παρὰ ταῦτα ὁ βασιλεὺς ἔχασκε
καὶ τὴν ἔβλεπε μὲ ἀνοικτὸν
τὸ στόμα του. Ὅταν δὲ τοῦ ἐγελοῦσεν
ἐκείνη, ἐγελοῦσε καὶ ὁ βασιλεύς.
Ἀντιθέτως, ὅταν ἦταν θυμωμένη ἐναντίον
του, τὴν ἐκολάκευε, διὰ να συμφιλιωθῇ
μαζί του. |
32
Ὦ ἄνδρες, πῶς οὐχὶ ἰσχυραὶ
αἱ γυναῖκες, ὅτι οὕτως πράσσουσι;
|
32
Ὦ ἄνδρες, πῶς λοιπὸν δὲν εἶναι
αἱ γυναῖκες ἰσχυρότεραι ἀπὸ
τοὺς ἄνδρας, ἀφοῦ αὐταὶ
τέτοια ἔργα κάνουν εἰς βάρος
τῶν ἀνδρῶν;>
|
32
Πῶς λοιπόν, ὦ ἄνδρες, δὲν ἔχουν
μεγάλην δύναμην οἱ γυναῖκες, ἐφ’ ὅσον
κάμνουν τέτοια πράγματα;> |
33
Καὶ τότε ὁ βασιλεὺς καὶ οἱ
μεγιστᾶνες ἔβλεπον εἰς τὸν ἕτερον.
Καὶ ἤρξατο λαλεῖν περὶ τῆς ἀληθείας.
|
33
Ὁ βασιλεὺς καὶ οἱ ἐπίσημοι
ἄνδρες του, ὅταν ἤκουσαν ὅλα αὐτά,
παρατηροῦσαν ὁ ἔνας τὸν ἄλλον
μὲ πολλὴν ἔκπληξιν. Ὁ Ζοροβάβελ
ἤρχισε τότε, νὰ ἀναπτύσσῃ
τὴν γνώμην του περὶ τῆς δυνάμεως,
τὴν ὁποίαν ἔχει ἡ ἀλήθεια
καὶ εἶπε·
|
33
Ὅταν ἄκουσαν αὐτὰ ὁ βασιλεὺς
καὶ οἱ μεγιστᾶνες, ἔβλεπαν ὁ
ἕνας τὸν ἄλλον. Καὶ ὁ Ζοροβάβελ
ἄρχισε να ὁμιλῇ ἐν συνεχείᾳ
διὰ τὴν ἀλήθειαν. |
34
Ἄνδρες, οὐχὶ ἰσχυραὶ αἱ
γυναῖκες; Μεγάλη ἡ γῆ καὶ ὑψηλὸς
ὁ οὐρανὸς καὶ ταχὺς τῷ
δρόμῳ ὁ ἥλιος, ὅτι στρέφεται
ἐν τῷ κύκλῳ τοῦ οὐρανοῦ
καὶ πάλιν ἀποτρέχει εἰς τὸν
ἑαυτοῦ τόπον ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ.
|
34
<Ὦ ἄνδρες, ἰσχυραὶ δὲν εἶναι
αἱ γυναῖκες; Βεβαίως· ἀλλὰ
μεγάλη εἶναι ἡ γῆ καὶ ὑψηλὸς
ὁ οὐρανὸς καὶ ταχὺς ὁ
ἥλιος εἰς τὴν διαδρομὴν του, διότι
στρέφεται εἰς τὸν κύκλον τοῦ
οὐρανοῦ καὶ πάλιν ἐπανέρχεται
εἰς τὸν τόπον, ἀπὸ τὸν
ὁποῖον ἐξεκίνησε κατὰ τὸ
διάστημα μιᾶς μόνον ἡμέρας.
|
34
<Δὲν εἴπαμεν, ὦ ἄνδρες, ὅτι
εἶναι δυνατὲς οἱ γυναῖκες; Καὶ
δὲν εἶναι ἐπίσης μεγάλη ἡ γῆ
καὶ ὑψηλὸς ὁ οὐρανὸς καὶ
ταχὺς εἰς τὴν πορείαν του ὁ ἥλιος,
ἀφοῦ στρέφεται γύρω ἀπὸ τὸν
οὐρανὸν καὶ ἐπιστρέφει καὶ πάλιν
εἰς τὴν θέσιν, ἀπὸ ὅπου ἐξεκίνησε,
μέσα εἰς μίαν ἡμέραν; |
35
Οὐχὶ μέγας ὃς ταῦτα ποιεῖ;
Καὶ ἡ ἀλήθεια μεγάλη καὶ
ἰσχυροτέρα παρὰ πάντα.
|
35
Ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀσυγκρίτως
πολὺ μέγας αὐτός, ὁ ὁποῖος
τὰ ἐδημιούργησεν; Ἡ Ἀλήθεια,
λοιπόν, εἶναι μεγάλη καὶ πολὺ
ἰσχυροτέρα ἀπὸ ὅλα αὐτά.
|
35
Δὲν εἶναι ὅμως μέγας καὶ ἰσχυρὸς
καὶ αὐτός, ποὺ τὰ κάμνει ὅλα
αὐτά; Ἡ ἀλήθεια λοιπόν, ποὺ
πηγάζει ἀπὸ τὸν ἀληθινὸν Κύριον,
εἶναι μεγάλη καὶ ἀνωτέρα ἀπὸ
ὅλα τὰ ἄλλα. |
36
Πᾶσα ἡ γῆ τὴν ἀλήθειαν
καλεῖ, καὶ ὁ οὐρανὸς αὐτὴν
εὐλογεῖ, καὶ πάντα τὰ ἔργα
σείεται καὶ τρέμει, καὶ οὐκ
ἔστι μετ' αὐτῆς ἄδικον οὐδέν.
|
36
Ὁλόκληρος ἡ γῆ τὴν ἀλήθειαν
προσκαλεῖ. Ὁ οὐρανὸς αὐτὴν
ἐπαινεῖ καὶ ὅλα τὰ δημιουργήματα
συγκλονίζονται καὶ τρέμουν ἐνώπιόν
της· καὶ δὲν ὑπάρχει μαζῆ
μὲ τὴν ἀλήθειαν, τίποτε ἀπολύτως
τὸ ἄδικον.
|
36
Ὅλη ἡ γῆ τὴν ἀλήθειαν προσκαλεῖ
καὶ ὁ οὐρανὸς τὴν ἀλήθειαν
ἐπαινεῖ. Ὅλα δὲ τὰ ἔργα
τῆς γῆς συγκλονίζονται καὶ τρέμουν ἐμπρὸς
εἰς τὴν ἀλήθειαν καὶ καμμία ἀδικία
δὲν ὑπάρχει εἰς αὐτήν.
|
37
Ἄδικὸς ὁ οἶνος, ἄδικος ὁ
βασιλεύς, ἄδικοι αἱ γυναῖκες, ἄδικοι
πάντες οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων,
καὶ ἄδικα πάντα τὰ ἔργα αὐτῶν
τὰ τοιαῦτα· καὶ οὐκ ἐστὶν
ἐν αὐτοῖς ἀλήθεια, καὶ
ἐν τῇ ἀδικίᾳ αὐτῶν
ἀπολοῦνται. |
37
Ἄδικος ὅμως εἶναι ὁ οἶνος, ἄδικος
εἶναι ὁ βασιλεύς, ἄδικοι εἶναι
αἱ γυναῖκες, ἄδικοι εἶναι ὅλοι
οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων,
καὶ ἄδικα ὅλα τὰ τοιαῦτα ἔργα
των. Καὶ δὲν ὑπάρχει εἰς αὐτοὺς
ἀλήθεια· Καὶ εἰς τὰς ἀδικίας
των αὐτοὶ καταστρέφονται.
|
37
Τὸ κρασὶ ἀδικεῖ τὸν μέθυσον.
Ὁ βασιλεὺς ἀδικεῖ τοὺς ὑπηκόους
του. Οἱ γυναῖκες ἀδικοῦν τοὺς
ἄνδρας. Ὅλοι γενικῶς οἱ ἄνθρωποι
παρουσιάζονται κάποτε ἄδικοι καὶ ὅλα τὰ
ἔργα, ποὺ κάμνουν τότε, εἶναι ἄδικα.
Δὲν ἔχουν εἰς τὴν ζωήν των τὴν
ἀλήθειαν καὶ δι’ αὐτὸ ἀργὰ
ἢ γρήγορα καταστρέφονται μὲ τὴν ἀδικίαν
των. |
38
Ἡ δὲ ἀλήθεια μένει καὶ
ἰσχύει εἰς τὸν αἰῶνα καὶ
ζῇ καὶ κρατεῖ εἰς τὸν αἰῶνα
τοῦ αἰῶνος. |
38
Ἡ ἀλήθεια ὅμως, (δηλαδὴ ὁ
Θεός) μένει παντοτεινή. Ἔχει δύναμιν
καὶ κῦρος αἰώνιον. Ζῇ καὶ
κυριαρχεῖ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν
αἰώνων.
|
38
Ἡ ἀλήθεια ὅμως παραμένει καὶ ἰσχύει
αἰωνίως. Ζῇ καὶ ἐπικρατεῖ εἰς
τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
|
39
Καὶ οὐκ ἔστι παρ' αὐτὴν λαμβάνειν
πρόσωπα, οὐδὲ διάφορα, ἀλλὰ
τὰ δίκαια ποιεῖ ἀπὸ πάντων
τῶν ἀδίκων καὶ πονηρῶν·
καὶ πάντες εὐδοκοῦσι τοῖς ἔργοις
αὐτῆς, καὶ οὐκ ἔστιν ἐν
τῇ κρίσει αὐτῆς οὐδὲν
ἄδικον. |
39
Αὐτὴ δὲν λαμβάνει ὑπ' ὄψιν
της πρόσωπα, οὔτε κάνει διάκρισιν
μεταξὺ ἐπισήμων καὶ ἀνεπισήμων,
ἰσχυρῶν καὶ ἀδυνάτων. Ἀλλὰ
πράττει πάντοτε τὸ δίκαιον ἐνώπιον
ὅλων, καὶ ἀκόμη τῶν ἀδίκων
καὶ πονηρῶν ἀνθρώπων. Ὅλοι δὲ
ἐπιδοκιμάζουν καὶ εὐχαριστοῦνται
εἰς τὰ ἔργα της. Ὅταν αὐτὴ
κρίνῃ, δὲν ὑπάρχει τίποτε
τὸ ἄδικον.
|
39
Ἡ δὲ ἀλήθεια δὲν προσωποληπτεῖ,
οὔτε κάμνει διακρίσεις προσώπων λόγῳ οἰκονομικῆς
διαφορᾶς, ἀλλὰ φέρεται μὲ δικαιοσύνην
πρὸς ὅλους καὶ δὲν ἔχει σχέσιν
μὲ ἄδικα καὶ πονηρὰ πρόσωπα καὶ
πράγματα. Ὅλοι δὲ οἱ ἄνθρωποι, ποὺ
σκέπτονται ὀρθά, ἐγκρίνουν τὰ ἔργα
τῆς ἀληθείας καὶ δὲν ὑπάρχει
εἰς τὰς κρίσεις καὶ ἀποφάσεις τῆς
καμμία ἀδικία. |
40
Καὶ αὐτῇ ἡ ἰσχὺς καὶ
τὸ βασίλειον καὶ ἡ ἐξουσία
καὶ ἡ μεγαλειότης τῶν πάντων
αἰώνων, εὐλογητὸς ὁ Θεὸς
τῆς ἀληθείας.
|
40
Εἰς αὐτὴν λοιπὸν ὑπάρχει
καὶ ἀνήκει ἡ ἰσχὺς καὶ
ἡ κυριότης καὶ ἡ ἐξουσία
καὶ ἡ μεγαλειότης εἰς ὅλους
τοὺς αἰῶνας. Δοξασμένος ἂς εἶναι
ὁ Θεὸς τῆς ἀληθείας>!
|
40
Εἰς τὴν ἀλήθειαν λοιπὸν ἀνήκει
ἡ δύναμις, ἡ βασιλεία καὶ κυριότης, ἡ
ἐξουσία καὶ ἡ μεγαλειότης ὅλων τῶν
αἰώνων. Ἂς εἶναι δοξασμένος ὁ Θεὸς
τῆς ἀληθείας!> |
41
Καὶ ἐσιώπησε τοῦ λαλεῖν·
καὶ πᾶς ὁ λαὸς τότε ἐφώνησε,
καὶ τότε εἶπον· μεγάλη ἡ
ἀλήθεια καὶ ὑπερισχύει.
|
41
Ὁ Ζοροβάβελ, ἀφοῦ εἶπεν αὐτά,
ἔπαυσε πλέον νὰ ὁμιλῇ. Ὅλοι
τότε, ὅσοι ἦσαν συγκεντρωμένοι, ἀνεφώνησαν
καὶ εἶπαν μὲ ἕνα στόμα·
<μεγάλη πράγματι εἶναι ἡ ἀλήθεια
καὶ αὐτὴ ἔχει ἰσχὺν καὶ
δύναμιν ἀνωτέραν ἀπὸ ὅλους
καὶ ἀπὸ ὅλα>.
|
41
Καὶ ἀφοῦ εἶπεν αὐτὰ ὁ
Ζοροβάβελ, διέκοψε, τὴν ὁμιλίαν του. Τότε ὅλοι
οἱ ἄνθρωποι, ποὺ ἦσαν ἐκεῖ,
ἐφώναξαν ἀμέσως καὶ εἶπαν: <Εἶναι
μεγάλη ἡ ἀλήθεια καὶ ὑπερισχύει
ἀπὸ ὅλα>. |
42
Τότε ὁ βασιλεὺς εἶπεν αὐτῷ·
αἴτησαι ὃ θέλεις πλείω τῶν γεγραμμένων,
καὶ δώσωμέν σοι ὃν τρόπον εὑρέθης
σοφώτερος, καὶ ἐχόμενός μου
καθήσῃ, καὶ συγγενής μου κληθήσῃ.
|
42
Τότε εἶπεν ὁ βασιλεὺς πρὸς τὸν
Ζοροβάβελ· <ζήτησέ μου ὅ,τι
θέλεις καὶ περισσότερα ἀκόμη
ἀπὸ ἐκεῖνα, ποὺ εἶναι
γραμμένα εἰς τὴν συμφωνίαν σας. Ἐγὼ
θὰ σοῦ δώσω κάθε τι, ποὺ θὰ
μοῦ ζητήσῃς, διότι σὺ ἀνεδείχθης
σοφότερος ἀπὸ ὅλους. Θὰ παρακάθεσαι
πλησίον μου καὶ θὰ ὀνομασθῇς
συγγενής μου>.
|
42
Εἶπε δὲ ἐν συνεχείᾳ ὁ
βασιλεὺς πρὸς τὸν Ζοροβάβελ: <Ζήτησε
ὅ,τι θέλεις ἐπὶ πλέον ἀπὸ ἐκεῖνα,
ποὺ εἶναι γραμμένα εἰς τὴν συμφωνίαν,
ποὺ ἐκάματε οἱ τρεῖς σας, καὶ
θὰ σοῦ τὸ δώσωμεν, ἐφ’ ὅσον
ἀπεδείχθης σοφώτερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους.
Καὶ θὰ κάθεσαι εἰς τὸ ἑξῆς
τιμητικῶς δίπλα μου καὶ θὰ ὀνομασθῇς
συγγενής μου>. |
43
Τότε εἶπε τῷ βασιλεῖ· μνήσθητι
τὴν εὐχήν, ἢν ηὔξω, οἰκοδομῆσαι
τὴν Ἱερουσαλὴμ ἐν τῇ ἡμέρᾳ,
ἧ τὸ βασίλειόν σου παρέλαβες,
|
43
Τότε ὁ Ζοροβάβελ εἶπεν εἰς τὸν
βασιλέα· <ἐνθυμήσου τὸ τάμα,
ποὺ ἔκαμες τὴν ἡμέραν, κατὰ
τὴν ὁποίαν ἀνέλαβες τὴν
βασιλείαν σου, νὰ ἀνοικοδομήσῃς,
δηλαδή, τὴν Ἱερουσαλήμ.
|
43
Καὶ ὁ Ζοροβάβελ εἶπεν εἰς τὸν
βασιλέα: <Θυμήσου τὸ τάμα ποὺ ἔκαμες,
κατὰ τὴν ἡμέραν ποὺ ἀνέλαβες
τὴν βασιλικὴν ἐξουσίαν. Εἶπες τότε
ὅτι θὰ ἀνοικοδομήσῃς τὴν Ἱερουσαλήμ.
|
44
καὶ πάντα τὰ σκεύη τὰ ληφθέντα
ἐξ Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐκπέμψαι,
ἃ ἐχώρισε Κῦρος, ὅτε ηὔξατο
ἔκκοψαι Βαβυλῶνα, καὶ ηὔξατο ἐξαποστεῖλαι
ἐκεῖ. |
44
Ἐνθυμήσου ἐπίσης τὴν ὑπόσχεσίν
σου, ὅτι θὰ ἐπιστρέψῃς ὅλα
τὰ ἱερὰ σκεύη, τὰ ὁποῖα
ἔχουν ἀφαιρεθῇ ἀπὸ τὴν
Ἱερουσαλὴμ καὶ τὰ ὁποῖα
ὁ Κῦρος, ὅταν ἐπρόκειτο νὰ
κατακυριεύσῃ τὴν Βαβυλῶνα, ἔκαμε
τάμα, τὰ ἐξεχώρισε καὶ ἔταξε
νὰ τὰ ἀποστείλῃ πάλιν
ἐκεῖ εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
|
44
Ὑπεσχέθης ἐπίσης ὅτι θὰ ἐπιστρέψῃς
ὅλα τὰ ἱερὰ σκεύη, ποὺ εἶχαν
ληφθῇ ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ, τὰ
ὁποῖα μάλιστα εἶχε ξεχωρίσει ὁ Κῦρος,
ὅταν ἔκαμε τάμα καὶ ὑπεσχέθη
ὅτι, ἐὰν ἐκυρίευε τὴν
Βαβυλῶνα, θὰ τὰ ἔστελλε πίσω εἰς
τὴν Ἱερουσαλήμ. |
45
Καὶ σὺ ηὔξω οἰκοδομῆσαι τὸν
ναόν, ὃν ἐνεπύρισαν οἱ Ἰδουμαῖοι,
ὅτε ἠρημώθη ἡ Ἰουδαία
ὑπὸ τῶν Χαλδαίων.
|
45
Σὺ δὲ ἔταξες νὰ ἀνοικοδομήσῃς
τὸν ναόν, τὸν ὁποῖον ἐπυρπόλησαν
οἱ Ἰδουμαῖοι, ὅταν εἶχεν ἐρημωθῇ
καὶ καταστροφῆ ἡ Ἰουδαία ἀπὸ
τοὺς Χαλδαίους.
|
45
Ἔταξες ἐπὶ πλέον, ὅτι θὰ ἀνοικοδομήσῃς
τὸν Ναὸν τοῦ Σολομῶντος, τὸν
ὁποῖον ἐπυρπόλησαν οἱ Ἰδουμαῖοι,
ὅταν ἐκυριεύθη καὶ ἐρημώθη ἡ
Ἰουδαία ἀπὸ τοὺς Χαλδαίους.
|
46
Καὶ νῦν τοῦτό ἐστιν, ὃ
σε ἀξιῶ, κύριε βασιλεῦ, καὶ
ὃ αἰτοῦμαι σε, καὶ αὕτη ἐστὶν
ἡ μεγαλωσύνη ἡ παρὰ σοῦ·
δέομαι οὖν ἵνα ποιήσῃς τὴν
εὐχήν, ἣν ηὔξω τῷ βασιλεῖ
τοῦ οὐρανοῦ ποιῆσαι ἐκ στόματός
σου. |
46
Τώρα, λοιπόν, αὐτὴ εἶναι ἡ
ἀξίωσις, τὴν ὁποίαν ἔχω
ἀπὸ σέ, κύριε βασιλεῦ·
αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον
ζητῶ ἀπὸ σὲ καὶ αὐτὴ
εἶναι ἡ μεγαλειώδης πρᾶξις, τὴν
ὁποίαν σὺ ἠμπορεῖς νὰ
κάμῃς. Σὲ παρακαλῶ, λοιπόν,
νὰ ἐκπληρώσῃς τὸ τάξιμο,
τὸ ὁποῖον μὲ τὸ ἴδιο σου
τὸ στόμα ἔκαμες εἰς τὸν βασιλέα
τῶν οὐρανῶν, πρὸς τὸν Θεόν>.
|
46
Τώρα λοιπὸν αὐτὸ εἶναι, ποὺ
θέλω ἀπὸ σέ, κύριέ μου βασιλεῦ, καὶ
διὰ τὸ ὁποῖον σὲ παρακαλῶ.
Καὶ αὐτὴ θὰ εἶναι ἡ μεγάλη
χειρονομία σου καὶ ἡ σπουδαία ἐνέργειά
σου. Σὲ ἱκετεύω λοιπὸν νὰ ἐκπληρώσῃς
τὸ τάμα, ποὺ μὲ τὸ ἴδιο τὸ
στόμα σου ὑπεσχέθης πρὸς τὸν βασιλέα
τοῦ οὐρανοῦ Κύριον, αὐτὸ δηλαδὴ
ποὺ εἶπες ὅτι θὰ κάμῃς>.
|
47
Τότε ἀναστὰς Δαρεῖος ὁ βασιλεὺς
κατεφίλητεν αὐτὸν καὶ ἔγραψεν
αὐτῷ τὰς ἐπιστολὰς πρὸς
πάντας τοὺς οἰκονόμους καὶ τοπάρχας
καὶ στρατηγοὺς καὶ σατράπας, ἵνα
προπέμψωσιν αὐτὸν καὶ τοὺς μετ'
αὐτοῦ πάντας ἀναβαίνοντας οἰκοδομῆσαι
τὴν Ἱερουσαλήμ. |
47
Τότε ὁ βασιλεὺς Δαρεῖος ἐσηκώθη
καὶ τὸν κατεφίλησεν. Ἔγραψε δὲ
ἀμέσως καὶ ἔδωκεν εἰς αὐτὸν
ἐπιστολὰς ἀπευθυνομένας πρὸς
ὅλους τοὺς ὑπαλλήλους, τοὺς
διοικητάς, τοὺς στρατηγοὺς καὶ τοὺς
σατράπας, νὰ κατευοδώσουν ἀσφαλῶς
αὐτὸν καὶ ὅλους, ὅσοι θὰ
ἀνέβαιναν μαζῆ μὲ αὐτόν,
διὰ νὰ ἀνοικοδομήσουν τὴν Ἱερουσαλήμ.
|
47
Ἐσηκώθη τότε ὁ βασιλεὺς Δαρεῖος
καὶ τὸν ἐφίλησε μὲ συγκίνησιν καὶ
ἔγραψε δι’ αὐτὸν καὶ τοῦ ἔδωσε
σχετικὰς ἐπιστολὰς πρὸς ὅλους
τοὺς διαχειριστὰς τῶν φόρων, τοὺς
περιφερειακοὺς διοικητάς, τοὺς στρατηγοὺς
καὶ τοὺς σατράπας, διὰ νὰ κατευοδώσουν
καὶ αὐτὸν καὶ ὅλους, ὅσοι
θὰ ἦσαν μαζί του καὶ θὰ ἀνέβαιναν
εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ διὰ νὰ
τὴν ἀνοικοδομήσουν. |
48
Καὶ πᾶσι τοῖς τοπάρχαις ἐν κοίλῃ
Συρίᾳ καὶ Φοινίκῃ καὶ
τοῖς ἐν τῷ Λιβάνῳ ἔγραψεν
ἐπιστολὰς μεταφέρειν ξύλα κέδρινα
ἀπὸ τοῦ Λιβάνου εἰς Ἱερουσαλὴμ
καὶ ὅπως οἰκοδομήσωσι μετ' αὐτοῦ
τὴν πόλιν· |
48
Εἰς ὅλους δὲ τοὺς διοικητὰς
τῆς κοίλης Συρίας, τῆς Φοινίκης
καὶ τοῦ Λιβάνου, ἔγραψεν ὁ βασιλεὺς
ἐπιστολὰς νὰ συνεργήσουν, ὥστε
νὰ μεταφερθοῦν ξύλα κέδρινα ἀπὸ
τὸν Λίβανον εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ,
διὰ νὰ βοηθήσουν τὸν Ζοροβάβελ
εἰς τὴν ἀνοικοδόμησιν τῆς πόλεως.
|
48
Συγχρόνως ἔγραψεν ὁ βασιλεὺς ἐπιστολὰς
καὶ πρὸς ὅλους τοὺς περιφερειακοὺς
διοικητάς, ποὺ ἦσαν εἰς τὴν Κοίλην
Συρίαν καὶ τὴν Φοινίκην, καθὼς καὶ
εἰς ὅσους ἦσαν εἰς τὸν Λίβανον,
καὶ τοὺς παρήγγειλε νὰ μεταφέρουν ἀπὸ
τὸν Λίβανον εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ
ξύλα κέδρινα καὶ νὰ συνεργασθοῦν μὲ
τὸν Ζοροβάβελ διὰ τὴν ἀνοικοδόμησιν
τῆς πόλεως. |
49
καὶ ἔγραψε πᾶσι τοῖς Ἰουδαίοις
τοῖς ἀναβαίνουσιν ἀπὸ τῆς
βασιλείας εἰς τὴν Ἰουδαίαν ὑπὲρ
τῆς ἐλευθερίας, πάντα δυνατὸν
καὶ τοπάρχην καὶ σατράπην καὶ
οἰκονόμον μὴ ἀπελεύσεσθαι ἐπὶ
τὰς θύρας αὐτῶν,
|
49
Ἔγραψεν ἐπίσης ἐπιστολὰς δι'
ὅλους τοὺς Ἰουδαίους, οἱ ὁποῖοι
θὰ ἀνέβαιναν ἀπὸ τὸ βασίλειόν
του εἰς τὴν Ἰουδαίαν, νὰ ἀφεθοῦν
ἐλεύθεροι εἰς τὰς ἐνεργείας
των, κανεὶς δὲ ἄρχων καὶ διοικητὴς
καὶ σατράπης καὶ ὑπάλληλος νὰ
μὴ ἔχῃ τὸ δικαίωμα νὰ
πατήσῃ τὸ πόδι του εἰς τὴν
οἰκίαν των.
|
49
Ἔγραψεν ἐπίσης καὶ εἰδικὴν ἐπιστολὴν
διὰ τοὺς Ἰουδαίους, ποὺ θὰ ἀνέβαιναν
ἀπὸ τὸ κράτος του εἰς τὴν Ἰουδαίαν,
μὲ τὴν ὁποίαν διεκήρυσσε καὶ διησφάλιζε
τὴν ἐλευθερίαν των καὶ ἀπηγόρευεν
εἰς κάθε ἄρχοντα καὶ περιφερειακὸν
διοικητὴν καὶ διαχειριστὴν τῶν φόρων
νὰ πλησιάσῃ εἰς τὴν θύραν τῶν
Ἰουδαίων αὐτῶν. |
50
καὶ πᾶσαν τὴν χώραν, ἣν κρατοῦσιν,
ἀφορολόγητον αὐτοῖς ὑπάρχειν,
καὶ ἵνα οἱ Ἰδουμαῖοι ἀφίωσι
τὰς κώμας, ἃς διακρατοῦσι τῶν
Ἰουδαίων, |
50
Ἔδωσεν ἐπίσης διαταγήν, ὥστε
ἡ χώρα, τὴν ὁποίαν θὰ
ἔχουν οἱ Ἰουδαῖοι, νὰ εἶναι
ἀφορολόγητος. Οἱ δὲ Ἰδουμαίοι
νὰ ἀφήσουν ἐλευθέρας τὰς
κώμας τῶν Ἰουδαίων, τὰς ὁποίας
αὐτοὶ εἶχον καταλάβει καὶ ἐκρατοῦσαν.
|
50
Ὥριζεν ἐπίσης νὰ ἀπαλλαγῇ ἀπὸ
κάθε φόρον ἡ χώρα, τὴν ὁποίαν κατέχουν οἱ
Ἰουδαῖοι, καὶ νὰ παραδώσουν οἱ
Ἰδουμαῖοι εἰς τοὺς Ἰουδαίους
τὰς πόλεις, ποὺ εἶχαν ἁρπάξει ἀπὸ
αὐτούς. |
51
καὶ εἰς τὴν οἰκοδομήν του ἱεροῦ
δοθῆναι κατ' ἐνιαυτὸν τάλαντα εἴκοσι
μέχρι τοῦ οἰκοδομηθῆναι,
|
51
Διέταξεν ἐπίσης, νὰ δίδωνται
κάθε ἔτος εἴκοσι τάλαντα διὰ
τὴν ἀνοικοδόμησιν τοῦ ναοῦ,
μέχρις ὅτου ἀποπερατωθῇ.
|
51
Διέταξεν ἐπίσης ὁ βασιλεὺς Δαρεῖος
νὰ δίδωνται κάθε χρόνον διὰ τὴν ἀνέγερσιν
τοῦ Ναοῦτῶν Ἱεροσολύμων, ἕως
ὅτου τελειώσῃ ἡ ἀνοικοδόμησις, εἴκοσι
τάλαντα, ἕνα σεβαστὸν δηλαδὴ χρηματικὸν
ποσόν. |
52
καὶ ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον ὁλοκαυτώματα
καρποῦσθαι καθ' ἡμέραν, καθὰ ἔχουσιν
ἐντολὴν ἐπτακαίδεκα προσφέρειν,
ἄλλα τάλαντα, δέκα κατ' ἐνιαυτόν,
|
52
Ἐπίσης νὰ δίδωνται ἄλλα δέκα
τάλαντα κάθε ἔτος διὰ τὰ δεκαεπτὰ
καθημερινὰ ὁλοκαυτώματα, τὰ ὁποῖα
προσεφέροντο εἰς τὸ θυσιαστήριον,
ὅπως διέτασσεν ὁ Νόμος.
|
52
Ἐπὶ πλέον ἔδωσεν ἐντολὴν νὰ
δὶδωνται κάθε χρόνον δέκα ἀκόμη τάλαντα
εἰδικῶς διὰ τὴν προσφορὰν τῶν
δεκαεπτᾶ θυσιῶν ὁλοκαυτώματος, ποὺ
συμφώνως πρὸς τὸν Νόμον τῶν Ἰουδαίων
ἔπρεπε νὰ προσφέρωνται κάθε ἡμέραν εἰς
τὸν Ναόν. |
53
καὶ πᾶσι τοῖς προσβαίνουσιν ἀπὸ
τῆς Βαβυλωνίας κτίσαι τὴν πόλιν,
ὑπάρχειν τὴν ἐλευθερίαν, αὐτοῖς
τε καὶ τοῖς ἐκγόνοις αὐτῶν,
καὶ πᾶσι τοῖς ἱερεῦσι τοῖς
προσβαίνουσιν. |
53
Ἐπίσης ὅλοι οἱ Ἰουδαῖοι,
οἱ ὁποῖοι θὰ ἐπέστρεφον
ἀπὸ τὴν Βαβυλῶνα, διὰ νὰ
ἀνοικοδομήσουν τὴν Ἱερουσαλήμ,
νὰ εἶναι ἐλεύθεροι αὐτοὶ
καὶ οἱ ἀπόγονοί των. Τὸ
ἴδιον ἔπρεπε νὰ πραγματοποιηθῇ δι'
ὅλους τοὺς ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι
θὰ ἀνεχώρουν ἀπὸ τὴν Βαβυλῶνα.
|
53
Ὥριζεν ἐπίσης ὅτι ὅλοι, ὅσοι
θὰ ἔφευγαν ἀπὸ τὴν Βαβυλῶνα,
μὲ σκοπὸν νὰ κτίσουν τὴν Ἱερουσαλήμ,
θὰ ἦσαν ἐλεύθεροι καὶ οἱ ἴδιοι
καὶ οἱ ἀπόγονοί των, ὅπως ἐπίσης
καὶ ὅλοι οἱ ἱερεῖς τῶν
Ἰουδαίων, ποὺ θὰ ἐπήγαιναν μαζί
των εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
|
54
Ἔγραψε δὲ καὶ τὴν χορηγίαν καὶ
τὴν ἱερατικὴν στολήν, ἐν τίνι
λατρεύουσιν ἐν αὐτῇ.
|
54
Ἔδωσε δὲ καὶ ἔγγραφον ἐντολὴν
νὰ παρέχωνται τὰ ἀπαιτούμενα
χρήματα διὰ τὴν διατροφὴν τῶν
ἱερέων καὶ διὰ τὰ ἱερατικά
των ἐνδύματα, μὲ τὰ ὁποῖα
αὐτοὶ ἐκτελοῦσαν τὰ τῆς
λατρείας.
|
54
Καθώρισε γραπτῶς ἐπὶ πλέον καὶ τὴν
χρηματικὴν ἀμοιβὴν τῶν ἱερέων.
Ἐκάλυψεν ἐπίσης τὰ ἔξοδα διὰ
τὴν ἱερατικὴν στολήν των, μὲ
τὴν ὁποῖαν ἔπρεπε νὰ ἐνδύωνται
κατὰ τὴν λατρείαν. |
55
Καὶ τοῖς Λευίταις ἔγραψε δοῦναι
τὴν χορηγίαν ἕως τῆς ἡμέρας,
ἧς ἐπιτελεσθῇ ὁ οἶκος καὶ
Ἱερουσαλὴμ οἰκοδομηθῆναι,
|
55
Ἔδωσεν ἐπίσης ἔγγραφον διαταγὴν
νὰ χορηγῆται ἡ δαπάνη, ἡ ἀπαιτουμένη
διὰ τὴν διατροφὴν τῶν Λευϊτῶν,
μέχρι τῆς ἡμέρας, κατὰ τὴν
ὁποίαν θὰ ἀποπερατωθῇ ὁ
ναὸς καὶ θὰ ἀνοικοδομηθῇ ἡ
Ἱερουσαλήμ.
|
55
Διέταξεν ἐπίσης νὰ δίδεται χρηματικὴ ἀμοιβὴ
καὶ εἰς τοὺς Λευΐτας, μέχρις ὅτου
ὁλοκληρωθῇ ἡ ἀνοικοδόμησις τὸν
Ναοῦ τοῦ Κυρίου καὶ τῆς πόλεως τῶν
Ἱεροσολύμων. |
56
καὶ πᾶσι τοῖς φρουροῦσι τὴν
πόλιν ἔγραψε δοῦναι αὐτοῖς κλήρους
καὶ ὀψώνια. |
56
Διέταξεν ἐπίσης νὰ δοθῇ κλῆρος
γῆς καὶ μισθὸς εἰς χρήματα πρὸς
ὅλους τοὺς φρουροὺς τῆς πόλεως
τῆς Ἱερουσαλήμ.
|
56
Διέταξεν ἀκόμη νὰ δοθοῦν ἀγροτεμάχια
κληρονομικὰ καὶ χρηματικοὶ μισθοὶ
εἰς ὅλους τοὺς φρουροὺς τῆς
πόλεως. |
57
Καὶ ἐξαπέστειλε πάντα τὰ σκεύη,
ἃ ἐχώρισε Κῦρος ἀπὸ Βαβυλῶνος·
καὶ πάντα, ὅσα εἶπε Κῦρος ποιῆσαι,
καὶ αὐτὸς ἐπέταξε ποιῆσαι
καὶ ἐξαποστεῖλαι εἰς Ἱερουσαλήμ.
|
57
Ἐπὶ δὲ τούτοις ἀπέστειλεν
ὅλα τὰ ἱερὰ σκεύη, τὰ
ὁποῖα εἶχε ξεχωρίσει ὁ Κῦρος
ἀπὸ τῇ Βαβυλῶνα διὰ τὴν
Ἱερουσαλήμ, ὅλα, ὅσα εἶχεν ὑποσχεθῆ
νὰ κάμῃ ὁ Κῦρος, διέταξε
νὰ γίνουν καὶ νὰ ἀποσταλοῦν
εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
|
57
Ἔστειλε δὲ πίσω εἰς τὴν Ἰουδαίαν
ὅλα τὰ ἱερὰ σκεύη, τὰ ὁποῖα
εἶχε ξεχωρίσει ὁ Κῦρος ἀπὸ τὴν
Βαβυλῶνα μὲ σκοπὸν νὰ ἐπιστραφοῦν
εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ. Καὶ ὅλα,
ὅσα ἀπεφάσισε να κάμῃ ὁ Κῦρος,
τὰ ἐνέκρινε καὶ αὐτὸς
καὶ διέταξε νὰ γίνουν καὶ νὰ σταλοῦν
εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ ὅλα τὰ
ἱερὰ σκεύη. |
58
Καὶ ὅτε ἐξῆλθεν ὁ νεανίσκος,
ἄρας τὸ πρόσωπον εἰς τὸν οὐρανὸν
ἐναντίον Ἱερουσαλὴμ εὐλόγησε
τῷ βασιλεῖ τοῦ οὐρανοῦ λέγων·
|
58
Ὅταν ὁ νεαρὸς Ζοροβάβελ ἐβγῆκεν
ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα, ὕψωσε
τὸ πρόσωπόν του εἰς τὸν οὐρανὸν
καὶ μὲ κατεύθυνσιν πρὸς τὴν
Ἱερουσαλὴμ ἐδόξασε τὸν Βασιλέα
τοῦ Οὐρανοῦ λέγων·
|
58
Ὅταν δὲ ὁ νεαρὸς σωματοφύλαξ Ζοροβάβελ
ἐπῆρεν αὐτὸ ποὺ ἐζήτησεν
ἀπὸ τὸν βασιλέα καὶ ἐβγῆκεν
ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα, ἐσήκωσε
τὸ πρόσωπόν του πρὸς τὸν οὐρανὸν
μὲ τὸ μέτωπον πρὸς τὴν Ἱερουσαλὴμ
καὶ ἐδοξολόγησε τὸν Βασιλέα καὶ
Κύριον τοῦ οὐρανοῦ καὶ εἶπεν:
|
59
παρὰ σοῦ νίκη, καὶ παρὰ σοῦ
ἡ σοφία, καὶ σὴ ἡ δόξα
καὶ ἐγὼ σὸς οἰκέτης.
|
59
<Ἀπὸ σέ, Κύριε, προέρχεται
κάθε νίκη. Ἀπὸ σὲ πηγάζει
κάθε σοφία καὶ εἰς σὲ ἀνήκει
ὅλη ἡ δόξα. Ἐγὼ δὲ εἶμαι
δοῦλος ἰδικός σου.
|
59
<Ἀπὸ Σέ, Κύριε, πρόηλθε ἡ νίκη καὶ
ἀπὸ Σὲ ἐπήγασεν ἡ σοφία, μὲ
τὴν ὁποίαν ὡμίλησα. Εἰς Σὲ λοιπὸν
ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἐγὼ
εἶμαι δοῦλος ἰδικός Σου.
|
60
Εὐλογητὸς εἶ, ὃς ἔδωκάς
μοι σοφίαν, καὶ σοὶ ὁμολογῶ,
δέσποτα τῶν πατέρων.
|
60
Δοξασμένος λοιπὸν εἶσαι σύ, Κύριε,
ὁ ὁποῖος ἔδωσες εἰς ἐμὲ
αὐτὴν τὴν σοφίαν. Δοξολογῶ,
Δέσποτα, σέ, Κύριε τῶν πατέρων
ἡμῶν>.
|
60
Ἂς εἶσαι εὐλογημένος καὶ δοξασμένος
Σύ, ποὺ μοῦ ἐχάρισες τὴν σοφίαν.
Σὲ εὐχαριστῶ καὶ δοξολογῶ καὶ
μεγαλύνω τὸ Ὄνομά Σου, Κύριε καὶ Δέσποτα
τῶν πατέρων μας>. |
61
Καὶ ἔλαβε τὰς ἐπιστολὰς καὶ
ἐξῆλθε καὶ ἦλθεν εἰς Βαβυλῶνα
καὶ ἀπήγγειλε τοῖς ἀδελφοῖς
αὐτοῦ πᾶσι. |
61
Τότε ἐπῆρεν ὁ Ζοροβάβελ τὰς
ἐπιστολάς, ἀνεχώρησεν ἀμέσως
καὶ μετέβη εἰς τὴν Βαβυλῶνα
καὶ ἀνήγγειλεν εἰς ὅλους τοὺς
ἐκεῖ ἀδελφούς του Ἰουδαίους
τὰ γεγονότα αὐτά.
|
61
Ἐπῆρε κατόπιν τὰ βασιλικὰ ἔγγραφα,
ποὺ τοῦ ἔδωσεν ὁ Δαρεῖος, καὶ
ἔφυγεν ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἦλθεν
εἰς τὴν Βαβυλῶνα καὶ ἀνεκοίνωσε
τὰ καθέκαστα εἰς ὅλους τοὺς ἀδελφούς
του Ἰουδαίους. |
62
Καὶ εὐλόγησαν τὸν Θεὸν τῶν
πατέρων αὐτῶν, ὅτι ἔδωκεν αὐτοῖς
ἄνεσιν καὶ ἄφεσιν
|
62
Ἐκεῖνοι ἐδοξολόγησαν καὶ ηὐχαρίστησαν
τὸν Θεὸν τῶν πατέρων των, διότι
ἔδωκεν εἰς αὐτοὺς ἄνεσιν καὶ
ἐλευθερίαν
|
62
Μόλις δὲ τὰ ἄκουσαν αὐτὰ ἐκεῖνοι,
ἐδοξολόγησαν τὸν Θεὸν τῶν πατέρων
των, διότι τοὺς ἐχάρισε πλέον ἄνεσιν
ἀπὸ τὴν θλῖψιν καὶ ἐλευθερίαν
ἀπὸ τὴν σκλαβιάν. |
63
ἀναβῆναι καὶ οἰκοδομῆσαι τὴν
Ἱερουσαλὴμ καὶ τὸ ἱερόν,
οὖ ὠνομάσθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ
ἐπ' αὐτῷ. Καὶ ἐκωθωνίζοντο
μετὰ μουσικῶν καὶ χαρᾶς ἡμέρας
ἑπτά. |
63
νὰ ἐπανέλθουν εἰς τὴν πατρίδα
των, διὰ νὰ ἀνοικοδομήσουν τὴν
Ἱερουσαλὴμ καὶ τὸν ναόν, ὁ
ὁποῖος εἶχεν ἀπ' ἀρχῆς
ἀνοικοδομηθῆ εἰς τιμὴν καὶ δόξαν
τοῦ Ὀνόματός του. Γεμᾶτοι δὲ
χαρὰν ἐπανηγύριζαν τὸ χαρμόσυνον
γεγονὸς πίνοντες οἶνον καὶ διασκεδάζοντες
μὲ μουσικὰ ὄργανα ἐπὶ μίαν
ἑβδομάδα. |
63
Τὸν ἐδοξολόγησαν, διότι ἠμποροῦσαν
ἤδη νὰ ἀνέβουν εἰς τὰ
Ἱεροσόλυμα καὶ νὰ ἐνοικοδομήσουν τὴν
πόλιν καὶ τὸν Ναόν, τὸν ἀφιερωμένον
πρὸς τιμὴν τοῦ Ὀνόματος τοῦ
Κυρίου καὶ διὰ τὴν λατρείαν Του. Καὶ
ἔπιναν καὶ διεσκέδαζαν μὲ μουσικοὺς
καὶ εὐφραίνοντο ἐπὶ ἑπτὰ
ἡμέρας. |