Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ἴ
τις οὖν παράκλησις ἐν Χριστῷ, εἴ
τι παραμύθιον ἀγάπης, εἴ τις κοινωνία
Πνεύματος, εἴ τις σπλάγχνα καὶ οἰκτιρμοί,
|
άν,
λοιπόν, ὧ Φιλιππήσιοι, θέλετε νὰ
μὲ παρηγορήσετε τώρα, ποὺ εὑρίσκομαι
φυλακισμένος καὶ δέσμιος, ἐὰν
ἐπιθυμῆτε μὲ τὴν ἀγάπην
σας νὰ μὲ παραμυθήσετε εἰς τὴν
θλῖψιν μου, ἐὰν μετέχετε εἰς
τὸ αὐτὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ποὺ
μετέχω καὶ ἐγώ, ἐὰν ἔχετε
σπλάγχνα καλωσύνης καὶ οἰκτιρμοὺς
καὶ μὲ συμπονῆτε δι' ὅσα τώρα
πάσχω, |
ν
ὀνόματι λοιπὸν τῆς πορηγορίας, τὴν
ὁποίαν οἰ Χριστιανοὶ ἠμποροῦν
νὰ δώσουν ὁ ἕνας εἰς τὸν ἄλλον
λόγῳ τῆς κοινωνίας των μὲ τὸν Χριστόν·
ἐν ὀνόματι τῆς παραμυθίας ποὺ προέρχεται
ἐξ ἀγάπης· ἐὰν μετέχετε καὶ
σεῖς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἀπηλαύσατε
τὰ χαρίσματά του· ἐὰν ἔχετε εὐσπλαγχνίαν
καὶ οἰκτιρμοὺς καὶ μὲ συμπονῆτε
δι’ ὅσα ὑποφέρω τώρα, |
2
πληρώσατέ μου τὴν χαράν, ἵνα
τὸ αὐτὸ φρονῆτε, τὴν αὐτὴν
ἀγάπην ἔχοντες, σύμψυχοι, τὸ
ἐν φρονοῦντες, |
2
κάμετε πλήρη καὶ τελείαν τὴν
χαράν μου. Καὶ θὰ ὁλολκληρωθῇ
πράγματι ἡ χαρά μου, ἐὰν φροντίζετε
καὶ ἀγωνίζεσθε νὰ καλιεργῆτε
καὶ κρατῆτε ὅλοι τὸ αὐτὸ
φρόνημα, ἔχοντες τὴν ἰδίαν ἀγάπην
μεταξύ σας, ἐὰν γίνεσθε σὰν
μιὰ ψυχὴ καὶ μιὰ καρδιά, ὅλοι
μὲ ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ ἀληθινὸν
φρόνημα, |
2
γεμίσατε ὅλον τὸ μέτρον τῆς χαρᾶς,
ποὺ ἠμπορεῖ νὰ αἰσθανθῇ
ἡ καρδία μου. Θὰ πληρωθῇ δὲ τὸ
μέτρον τῆς χαρᾶς μου, ἐὰν φροντίσετε
νὰ ἔχετε τὰ αὐτὰ ὅλοι
φρονήματα καὶ ἰδανικά. Θὰ ἐπιτύχετε
δὲ τοῦτο, ἐὰν ἀγαπᾶσθε
μεταξύ σας εἰς τὸν αὐτὸν βαθμὸν
ὅλοι, καὶ ἐὰν γίνεσθε μία ψυχὴ
ὅλοι διὰ τῆς πλήρους μεταξύ σας συμφωνίας,
ἔχοντες ὅλοι ἕνα φρόνημα,
|
3
μηδὲν κατὰ ἐριθείαν ἢ κενοδοξίαν,
ἀλλὰ τῇ ταπεινοφροσύνῃ ἀλλήλους
ἡγούμενοι ὑπερέχοντες ἑαυτῶν.
|
3
χωρὶς τίποτε νὰ πράττετε ἀπὸ
φατριασμὸν καὶ ἰδιοτέλειαν ἢ
ἀπὸ κενοδοξίαν, ἀλλὰ διὰ
τῆς ταπεινοφροσύνης νὰ θεωρῇ ὁ
ἔνας τὸν ἄλλον ἀνώτερον ἀπὸ
τὸν εὐατόν του καὶ νὰ τὸν
τιμᾷ καὶ νὰ τὸν σέβεται.
|
3
χωρὶς τίποτε νὰ πράττετε ἢ νὰ φρονῆτε
ἐκ φατριασμοῦ καὶ ἀντιζηλίας ἢ
ἐκ κενοδοξίας. Ἀλλὰ διὰ τῆς
ταπεινοφροσύνης νὰ θεωρῇ ὁ καθένας σας τοὺς
ἄλλους ὅλους ὑπερτέρους καὶ ἀνωτέρους
ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του καὶ ὡς
τοιούτους νὰ τοὺς σέβεται καὶ νὰ τοὺς
τιμᾷ. |
4
Μὴ τὰ ἑαυτῶν ἕκαστος σκοπεῖτε,
ἀλλὰ καὶ τὰ ἑτέρων ἕκαστος.
|
4
Μὴ κυττάζετε κατὰ ἕνα τρόπον
στενόκαρδον καὶ μὴ ἐπιδιώκετε
ὁ καθένας τὰ ἀτομικά του συμφέροντα,
ἀλλ' ἄς ἐπιζητῇ καὶ ἂς
ἐξυπηρετῇ καὶ τὰ συμφέροντα
τῶν ἄλλων. |
4
Μὴ ἐπιδιώκετε ἕκαστος τὰ συμφέροντά
του ἢ ἐκεῖνα, ποὺ ἀρέσουν εἰς
τὸν ἑαυτόν του, ἀλλ’ ἂς ἐπιζητῇ
ἕκαστος καὶ τὰ συμφέροντα τῶν ἄλλων.
|
5
Τοῦτο γὰρ φρονείσθω ἐν ὑμῖν
ὃ καὶ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ,
|
5
Διότι πρέπει εἰς τοῦτον νὰ μιμηθῆτε
τὸν Κύριον· νὰ καλλιεργήσετε
δηλαδὴ τὸ φρόνημα τῆς ταπεινοφροσύνης
ἀπέναντι τῶν ἄλλων καὶ τῆς
ἀγάπης πρὸς τοὺς ἄλλους, τὸ
ὁποῖον ὑπῆρχε καὶ εἰς
τὸν Ἰησοῦν Χριστόν.
|
5
Διότι ἐφ’ ὅσον εἶσθε μαθηταὶ καὶ
ἀκόλουθοι καὶ δοῦλοι τοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ, πρέπει νὰ μιμηθῆτε τὴν ταπείνωσιν
καὶ αὐταπάρνησίν του. Ἂς ὑπάρχῃ
λοιπὸν μέσα σας αὐτὸ τὸ φρόνημα τῆς
ταπεινώσεως καὶ αὐταπαρνήσεως, ποὺ ὑπῆρχε
καὶ εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστόν.
|
6
ὃς ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων
οὐχ ἁρπαγμὸν ἡγήσατο τὸ
εἶναι ἴσα Θεῷ,
|
6
Ὁ Χριστὸς δηλαδὴ καίτοι εἶχε
τὴν αὐτὴν οὐσίαν καὶ τὰ
αὐτὰ ἄπειρα ἰδιώματα μὲ
τὸν Θεὸν καὶ ὡς ζωντανή, αὐτουσία
καὶ ἀπαράλλακτος εἰκὼν τοῦ
Θεοῦ ὑπῆρχε ἐν μορφὴ Θεοῦ,
δὲν ἐθεώρησε, ὅτι ἔχει ἐξ
ἁρπαγῆς τὸ νὰ εἶναι ἴσος
μὲ τὸν Θεόν. (Δι' αὐτὸ δὲ
καὶ δὲν ἐφοβήθη νὰ ἀποθέσῃ
κατὰ συγκατάβασιν καὶ οἰκονομίαν
δι' ἡμᾶς τὴν δόξαν τῆς θεότητός
του), |
6
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς δηλαδή, καίτοι εἶχε
τὴν αὐτὴν οὐσίαν καὶ φύσιν πρὸς
τὸν Θεόν καὶ ὡς ἀπαράλλακτος καὶ
ζωντανὴ εἰκὼν τοῦ Θεοῦ ὑπῆρχεν
ἐν μορφὴ Θεοῦ, δὲν ἐθεώρησεν
ὅτι εἶχεν ἐξ ἁρπαγῆς τὴν
ἰσότητά του πρὸς τὸν Θεόν ὥστε νὰ
μὴ τολμᾷς νὰ ἀποθέσῃ τὸ
ἀρπαγέν, ἐκ φόβου μήπως τὸ χάσῃ·
|
7
ἀλλ' ἑαυτὸν ἐκένωσε μορφὴν
δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων
γενόμενος, |
7
ἀλλὰ ἄδειασε, τρόπον τινά, τὸν
ἑαυτόν του καὶ ἐμίκρυνε μόνος
του τὴν ἄπειρον δόξαν τῆς θεότητός
του προσκαίρως καὶ ἔλαβε μορφὴν δούλου,
γενόμενος ὅμοιος μὲ τοὺς ἀνθρώπους.
|
7
ἀλλ’ ἐκένωσε τὸν ἑαυτόν του, διότι
ἐμίκρυνε μόνος του πρὸς καιρὸν τὴν
δόξαν καὶ τὸ μεγαλεῖον τῆς θεότητός
του καὶ ἔλαβε μορφὴν δούλου, γενόμενος ὅμοιος
πρὸς τοὺς ἀνθρώπους. |
8
καὶ σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος
ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν γενόμενος
ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου
δὲ σταυροῦ. |
8
Καὶ εὑρέθη ἔτσι κατὰ τὸ
σχῆμα καὶ τὴν ἐμφάνισιν σὰν
ἁπλοὺς ἄνθρωπος, ἐνῶ δὲν
ἔπαυσε οὔτε ἐπὶ στιγμὴν νὰ
εἶναι καὶ τέλειος Θεός, καὶ
ἐταπείνωσε τὸν εὐατόν του γενόμενος
ὑπήκοος μέχρι θανάτου καὶ μάλιστα
θανάτου σταυρικοῦ, τοῦ πλέον φρικτοῦ
καὶ ταπεινωτικοῦ. |
8
Καὶ κατὰ τὸ ἐξωτερικὸν φαινόμενον
εὑρέθη σὰν ἄνθρωπος, ἐνῶ πραγματικῶς
δὲν ἦτο μόνον ἄνθρωπος, ὅπως ἐφαίνετο,
ἀλλ’ ἦτο συγχρόνως καὶ Θεός. Καὶ ἐταπείνωσε
τὸν ἑαυτόν του γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου,
καὶ μάλιστα θανάτου σταυρικοῦ, ποὺ εἶναι
ὁ πλέον ὀδυνηρὸς καὶ ἐπονείδιστος
θάνατος. |
9
Διὸ καὶ ὁ Θεὸς αὐτὸν ὑπερύψωσε
καὶ ἐχαρίσατο αὐτῷ ὄνομα
τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα,
|
9
Δι' αὐτήν του δὲ τὴν ταπείνωσιν
καὶ ὑπακοὴν τὸν ὕψωσε καὶ
τὸν ἐδόξασε μὲ τὸ παραπάνω
ὁ Θεὸς καὶ ὡς ἄνθρωπον καὶ
τοῦ ἐχάρισε τὸ ὄνομα Κύριος,
ποὺ εἶναι ἀνώτερον ἀπὸ
κάθε ἄλλο ὄνομα τοῦ οὐρανοῦ
καὶ τῆς γῆς. |
9
Διὰ τὴν ταπείνωσιν δὲ καὶ ὑπακοὴν
αὐτὴν ὁ Θεὸς ὑπερύψωσεν αὐτὸν
καὶ ὡς ἄνθρωπον καὶ τοῦ ἐχάρισεν
ὄνομα, τὸ ὄνομα Κύριος Ἰησοῦς
Χριστός, ποὺ εἶναι παραπάνω ἀπὸ κάθε
ἄλλο ὄνομα. |
10
ἵνα ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ
πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων
καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων,
|
10
Καὶ τὸν ὑπερύψωσε, διὰ νὰ
καμφθῇ εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ
κάθε γόνατον μὲ εὐλάβειαν καὶ
σεβασμὸν καὶ νὰ προσκυνήσουν τὸν
Ἰησοῦν οἱ ἐπουράνιοι ἄγγελοι
καὶ οἱ ἐπίγειοι ἄνθρωποι καὶ
αὐτὰ ἀκόμη τὰ πονηρὰ πνεύματα,
ποὺ εἶναι εἰς τὰ καταχθόνια,
νὰ ὑποταχθοῦν μὲ φόβον καὶ
τρόμον ἐνώπιον τῆς θείας του
δυνάμεως καὶ δόξης. |
10
Τὸν ὑπερύψωσεν, ἵνα εἰς τὸ ὄνομα
τοῦ Ἰησοῦ καμφθῇ ταπεινῶς κάθε
γόνατον καὶ προσκυνήσουν λατρευτικὰ τὸν
Ἰησοῦν καὶ οἰ ἐν οὐρανοῖς
ἄγγελοι κα οἰ ἐπὶ τῆς γῆς
ἄνθρωποι, ἀλλὰ καὶ αὐτὰ
τὸ ὄντα ποὺ εἶναι εἰς τὰ
καταχθόνια, ὅπως οἱ δαίμονες, μετὰ τρόμου
νὰ ὑποκλιθοῦν πρὸ τοῦ μεγαλείου
του. |
11
καὶ πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσηται
ὅτι Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς εἰς
δόξαν Θεοῦ πατρός.
|
11
Καὶ ἔτσι κάθε γλῶσσα νὰ διαλαλήσῃ
μὲ ὅλην της τὴν δύναμιν, ὅτι
ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι Κύριος
τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς·
καὶ ἡ διακήρυξις αὐτὴ θὰ
γίνεται εἰς δόξαν τοῦ Θεοῦ καὶ
Πατρός (ὁ ὁποῖος ἔτσι ἐσχεδίασε
τὴν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων καὶ
τὴν δόξαν τοῦ ἐνανθρωπήσαντος
Υἱοῦ του). |
11
Καὶ ἔτσι κάθε γλῶσσα νὰ ὁμολογήσῃ
δυνατὰ καὶ καθαρά, ὅτι ὁ Ἰησοῦς
Χριστὸς εἶναι Κύριος. Καὶ ἡ ὁμολογία
αὐτὴ καὶ ἀναγνώρισις τοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ ὡς Κυρίου καταλήγει εἰς τὴν
δόξαν τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός.
|
12
Ὥστε, ἀγαπητοί μου, καθὼς πάντοτε
ὑπηκούσατε, μὴ ὡς ἐν τῇ
παρουσίᾳ μου μόνον, ἀλλὰ νῦν
πολλῷ μᾶλλον ἐν τῇ ἀπουσίᾳ
μου, μετὰ φόβου καὶ τρόμου τὴν
ἑαυτῶν σωτηρίαν κατεργάζεσθε·
|
12
Ὥστε, ἀγαπητοί μου, ὅπως καὶ
προηγουμένως πάντοτε ὑπηκούσατε εἰς
τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου καὶ
ἐμιμήθητε τὴν ταπείνωσιν καὶ
τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι
καὶ τώρα, ὄχι μόνον ὅταν εἶμαι
παρών, ἀλλὰ πολὺ περισσότερον
τώρα ποὺ εἶμαι ἀπών, μὲ
φόβον καὶ τρόμον νὰ ἐργάζεσθε
καὶ νὰ ἀγωνίζεσθε, διὰ νὰ
ὁλοκληρώσετε τὴν σωτηρίαν σας.
|
12
Ὥστε, ἀγαπητοί μου, τὸ συμπέρασμά μας ἀπὸ
αὐτά, ποὺ σᾶς εἶπα, εἶναι τοῦτο:
Νὰ μιμηθῆτε τὸν Χριστόν, ἀλλὰ
καὶ τὸν ἑαυτόν σας. Καθὼς δηλαδὴ
πάντοτε εἰς τὸ παρελθὸν ὑπηκούσατε,
ἔτσι καὶ τώρα, ὄχι μόνον ὅταν ἤμην
παρὼν μεταξύ σας, ἀλλὰ πολὺ περισσότερον
τώρα κατὰ τὴν ἀπουσίαν μου, μὲ φόβον
καὶ τρόμον νὰ ἐργάζεσθε διὰ νὰ
φέρετε εἰς πέρας τὴν σωτηρίαν σας.
|
13
ὁ Θεὸς γάρ ἐστιν ὁ ἐνεργῶν
ἐν ὑμῖν καὶ τὸ θέλειν
καὶ τὸ ἐνεργεῖν ὑπὲρ τῆς
εὐδοκίας, |
13
Εἶναι ἱερώτατον καὶ μέγιστον
τὸ ἔργον αὐτό, διότι ὁ
Θεὸς εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος
ἐνεργεῖ εἰς σᾶς καὶ δίδει
τὴν χάριν του, ὥστε νὰ θέλετε
τὴν σωτηρίαν σας καὶ νὰ ἐνεργῆτε
μὲ προθυμίαν, διὰ νὰ πραγματοποιηθῇ
ἡ ἀγαθή του θέλησις διὰ τὴν
ἰδικήν σας σωτηρίαν. |
13
Λέγω μὲ φόβον καὶ μὲ τρόμον, διότι πρόκειται
περὶ ἔργου, τὸ ὁποῖον ἐργάζεται
ὁ Θεός. Ὁ Θεὸς καὶ ὄχι ἄνθρωπος
εἶναι αὐτός, ποὺ ἀποτελεσματικῶς
ἐργάζεται μέσα σας καὶ τὸ νὰ θέλετε
καὶ τὸ νὰ ἐνεργῆτε διὰ
νὰ πληρωθῇ ἡ ἀγαθή του θέλησις τοῦ
νὰ σωθῆτε. Ὁ Θεός, χωρὶς νὰ
ἐκμηδενίζῃ τὴν ἐλευθερίαν σας, δημιουργεῖ
μέσα σας καὶ τὴν θέλησιν τὴν καλήν, ἀλλὰ
καὶ τὴν ἀπόφασιν καὶ τὴν προθυμίαν,
ἀκόμη δὲ καὶ σᾶς ἐνισχύει νὰ
ἐργασθῆτε τὸ ἔργον τῆς σωτηρίας
σας. |
14
πάντα ποιεῖτε χωρὶς γογγυσμῶν καὶ
διαλογισμῶν, |
14
Ὅλα ὅσα ὁ Θεὸς διατάσσει πρέπει
νὰ τὰ ἐφαρμόζετε χωρὶς νὰ
γογγύζετε, ὅτι τάχα εἶναι δύσκολα
καὶ πολλά, καὶ χωρὶς νὰ γεννῶνται
μέσα σας διαλογισμοὶ ἀμφιβολίας καὶ
κλονισμοί, ἂν εἶναι ὀρθὰ καὶ
ἀπαραίτητα, ὅσα τὸ θεῖον θέλημα
ἐπιβάλλει. |
14
Ὅλα ὅσα ἐπιβάλλονται ἀπὸ τὸ
ἔργον τῆς σωτηρίας σας, κάμετέ τα χωρὶς
γογγυσμούς, ὅτι τάχα ὁ Θεὸς σᾶς ἐπιβάλλει
ὑπερβολικὰ ἡ ἀνυπόφορα καὶ θλιβερά,
καὶ χωρὶς ἐσωτερικὰς ἀμφιβολίας
καὶ ταλαντεύσεις περὶ τοῦ ἂν εἶναι
ὀρθαὶ καὶ δίκαιοι αἱ ἐντολαὶ
καὶ αἱ βουλαὶ τῆς θείας Προνοίας.
|
15
ἵνα γένησθε ἄμεμπτοι καὶ ἀκέραιοι,
τέκνα Θεοῦ ἀμώμητα ἐν μέσῳ
γενεᾶς σκολιᾶς καὶ διεστραμμένης,
ἐν οἷς φαίνεσθε ὡς φωστῆρες
ἐν κόσμῳ, |
15
Διὰ νὰ γίνετε ἔτσι
ἄμεμπτοι καὶ ἀκατηγόρητοι εἰς
τὴν συμπεριφοράν σας, ἄδολοι, καθαροὶ
καὶ ἄρτιοι κατὰ τὸν χαρακτῆρα
καὶ τὴν ψυχήν, ἄξια τέκνα τοῦ
Θεοῦ, ἀπηλλαγμένα ἀπὸ κάθε
ἠθικὸν ρύπον μέσα εἰς μίαν
γενεὰν ἀνθρώπων δολίων καὶ διεστραμμένων,
μεταξὺ τῶν ὁποίων σεῖς φαίνεσθε
σὰν φωτεινὰ ἀστέρια εἰς τὸν
κόσμον. |
15
Κάμετ τα ὅλα μὲ προθυμίαν, διὰ νὰ
γίνετε ἄμεμπτοι εἰς τὴν ἐξωτερικν
σας συμπεριφορὰν καὶ εἰλικρινεῖς εἰς
τὰ ἐσωτερικα σας ἐλατήρια καὶ διαθέσεις,
τέκνα Θεοῦ ἐλεύθερα ἀπὸ κάθε ἠθικὴν
λέραν ἐν μέσῳ μιᾶς γενεᾶς ἀνθρώπων
στρεβλῶν καὶ διεστραμμένων, ὅπως εἶναι
οἰ σύγχρονοί μας ἄνθρωποι. Ἀλλὰ σεῖς
μεταξὺ αὐτῶν φαίνεσθε σὰν φωτεινὰ
ἀστέρια μέσα εἰς κόσμον σκοτεινόν,
|
16
λόγον ζωῆς ἐπέχοντες, εἰς καύχημα
ἐμοὶ εἰς ἡμέραν Χριστοῦ,
ὅτι οὐκ εἰς κενὸν ἔδραμον οὐδὲ
εἰς κενὸν ἐκοπίασα.
|
16
Κρατεῖτε, λοιπόν, σταθερά, χωρὶς ἀμφιβολίας
καὶ χαλαρότητας, τὸν λόγον τοῦ
Εὐαγγελίου, ποὺ εἶναι ζωὴ καὶ
μεταδίδει ζωήν. Αὐτὸ δὲ θὰ
εἶναι καὶ δι' ἐμὲ καύχημα κατὰ
τὴν μεγάλην ἡμέραν τῆς Δευτέρας
Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, διότι θὰ
φανῇ ἔτσι, ὅτι δὲν ἔτρεξα ἀνωφελῶς
οὔτε καὶ ἐκοπίασα χωρὶς ἀποτέλεσμα.
|
16
καὶ κρατεῖτε στερεὰ καὶ ἐφαρμόζετε
τὸν λόγον τοῦ εὐαγγελίου, ποὺ ἔχει
ζωτικότητα καὶ μεταδίδει ζωήν. Καὶ θέλω νὰ
γίνετε ἄμεμπτοι καὶ νὰ κρατῆτε τὸν
λόγον τοῦ εὐαγγελίου, διὰ νὰ εἶσθε
κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς δευτέρας παρουσίας
τοῦ Χριστοῦ καύχημά μου, ποὺ θὰ μαρτυρῇ
καὶ θὰ ἀποδεικνύῃ, ὅτι δὲν
ἔτρεξα ἀνωφελῶς, οὔτε ἐκοπίασα
μάταια, ἀλλ’ ἡ διδασκαλία μου καὶ οἰ
κόποι μου ἔφεραν καρποὺς πλουσίους.
|
17
Ἀλλ' εἰ καὶ σπένδομαι ἐπὶ
τῇ θυσίᾳ καὶ λειτουργίᾳ
τῆς πίστεως ὑμῶν, χαίρω καὶ
συγχαίρω πᾶσιν ὑμῖν·
|
17
Ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμη χύνω
σὰν σπονδὴν σταγόνα πρὸς σταγόνα
τὸ αἷμα μου εἰς τὴν θυσίαν μου,
τὴν ὁποίαν ὡς ἱερὰν λειτουργίαν
προσφέρω πρὸς τὸν Θεόν, διὰ
νὰ διακονήσω εἰς τὴν ἰδικήν
σας πίστιν, (καὶ ἂν ὑφίσταμαι
βαρυτάτας θλίψεις πρὸς χάριν σας μέχρι
καὶ τοῦ θανάτου) χαίρω δι' αὐτὸ
καὶ χαίρω μαζῆ μὲ ὅλους σας
διὰ τὰ σωτήρια ἀποτελέσματα,
ποὺ θὰ φέρῃ εἰς σᾶς αὐτὴ
ἡ σπονδή μου. |
17
Ἀλλὰ καὶ τὸ αἷμα μου ἀκόμη
ἂν χύνω σὰν σπονδὴν ἐπάνω εἰς
τὴν θυσίαν, ποὺ ὡς λειτουργίαν προσφέρω
εἰς τὸν Θεόν καὶ ἡ θυσία καὶ
λειτουργία μου αὐτὴ εἶναι ἡ πίστις
σας, τὴν ὁποίαν συνετέλεσα νὰ ἀποκτήσετε
καὶ ὡς ἔργον ἱερὰς λατρείας
προσφέρω εἰς τὸν Θεόν χαίρω διότι γίνομαι σπονδὴ
καὶ χαίρω μαζὶ μὲ ὅλους σας διὰ
τὸ σωτήριον ἀποτέλεσμα, ποὺ ἔρχεται
πρὸς ὠφέλειάν σας. |
18
τὸ δ' αὐτὸ καὶ ὑμεῖς χαίρετε
καὶ συγχαίρετέ μοι.
|
18
Τὸ ἴδιο νὰ αἰσθάνεσθε καὶ
σεῖς, νὰ μὴ λυπῆσθε, ἀλλὰ
νὰ χαίρετε διὰ τὴν σωτηρίαν
σας, νὰ χαίρετε δὲ ἀκόμη μαζῆ
μου διὰ τὰς θυσίας μου.
|
18
Ἀκριβῶς δὲ τὸ ἴδιον νὰ
κάνετε καὶ σεῖς. Μὴ λυπῆσθε διόλου.
Ἀλλὰ χαίρετε διὰ τὴν πίστιν σας καὶ
συγχαίρετέ με διὰ τὸ μαρτύριόν μου.
|
19
Ἐλπίζω δὲ ἐν Κυρίῳ Ἰησοῦ
Τιμόθεον ταχέως πέμψαι ὑμῖν,
ἵνα κἀγὼ εὐψυχῶ γνοὺς
τὰ περὶ ὑμῶν· |
19
Ἔχων ὅμως πεποίθησιν εἰς τὸν
Κύριον ἐλπίζω, ὅτι σύντομα θὰ
στείλω εἰς σᾶς τὸν Τιμόθεον,
διὰ νὰ χαρῶ καὶ ἐγὼ καὶ
εὐφρανθῶ, ὅταν μὲ τὴν ἐπιστροφήν
του μοῦ δώσῃ καλὰς πληροφορίας
διὰ σᾶς. |
19
Καίτοι δὲ ὁμιλῶ περὶ μαρτυρίου μου,
στηριζόμενος ὅμως εἰς τὸν Κύριον Ἰησοῦν
ἐλπίζω νὰ λάβῃ εὐνοϊκὸν τέλος
ἡ ὑπόθεσίς μου καὶ να σᾶς στείλω γρήγορα
τὸν Τιμόθεον διὰ να καλοκαρδίσω καὶ ἐγώ,
ὅταν λάβω καλὰς εἰδήσεις διὰ σᾶς.
|
20
οὐδένα γὰρ ἔχω ἰσόψυχον,
ὅστις γνησίως τὰ περὶ ὑμῶν
μεριμνήσει· |
20
Σᾶς στέλλω δὲ τὸν Τιμόθεον,
διότι δὲν ἔχω κανένα ἄλλον,
ποὺ νὰ ἔχῃ τὴν αὐτὴν
μὲ ἐμένα ἀγάπην, τὸ αὐτὸ
ἐνδιαφέρον καὶ τὰ αὐτὰ
φρονήματα, ὁ ὁποῖος θὰ φροντίσῃ
εἰλικρινῶς καὶ ἀνιδιοτελῶς διὰ
τὰ ζητήματά σας. |
20
Προτιμῶ δὲ τὸν Τιμόθεον διὰ τὴν
ἀποστολὴν αὐτήν, διότι δὲν ἔχω
κανένα, ποὺ νὰ ἔχῃ τὰ ἴδια
ἀκριβῶς αἰσθήματα μὲ ἐμέ, ὁ
ὁποῖος εἰλικρινῶς, χωρὶς ἰδιοτέλειαν
καὶ ἐγωϊσμον θὰ φροντίσῃ διὰ
τὰς ὑποθέσεις σας. |
21
οἱ πάντες γὰρ τὰ ἑαυτῶν
ζητοῦσιν, οὐ τὰ Χριστοῦ Ἰησοῦ.
|
21
Διότι ὅλοι κατὰ τὴν ἐποχὴν
αὐτὴν ζητοῦν καὶ ἐπιδιώκουν
μὲ ἰδιοτέλειαν τὰ συμφέροντά
των, τὰς ἀνέσεις καὶ ἀναπαύσεις
των καὶ ὄχι αὐτὰ ποὺ θέλει
ὁ Χριστός. |
21
Καὶ δὲν ἔχω κανένα ἄλλον ποὺ
νά μου ὁμοιάζῃ, διότι ὅλοι ζητοῦν
τὰ συμφέροντά των καὶ τὰς ἀναπαύσεις
των καὶ ὄχι ἐκεῖνα, ποὺ θέλει
ὁ Ἰησοῦς Χριστός. |
22
Τὴν δὲ δοκιμὴν αὐτοῦ γινώσκετε,
ὅτι ὡς πατρὶ τέκνον σὺν ἐμοὶ
ἐδούλευσεν εἰς τὸ εὐαγγέλιον.
|
22
Τὴν δοκιμασμένην ἄλλωστε εἰλικρίνειαν
καὶ ἀφοσίωσιν εἰς τὸ ἔργον
τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀρετήν του τὴν
γνωρίζετε, διότι μέχρι σήμερον ἔχει
συνεργασθῆ μαζῆ μου εἰς τὸ ἔργον
τοῦ Εὐαγγελίου μὲ τέτοιαν προθυμίαν
καὶ ὑπακοήν, σὰν τὸ ἀγαπητὸ
παιδὶ μὲ τὸ στοργικὸ πατέρα
του. |
22
Τοῦ Τιμοθέου ὅμως τὴν δοκιμασμένην ἀρετὴν
τὴν γνωρίζετε, διότι σὰν τέκνον, ποὺ συνεργάζεται
μὲ τὸν πατέρα του, ἔτσι καὶ ὁ
Τιμόθεος ἐδούλευσε μαζί μου εἰς τὴν διάδοσιν
τοῦ εὐαγγελίου. |
23
Τοῦτον μὲν οὖν ἐλπίζω πέμψαι
ὡς ἂν ἀπίδω τὰ περὶ ἐμὲ
ἐξαυτῆς· |
23
Αὐτόν, λοιπόν, ἐλπίζω νὰ
στείλω εἰς σᾶς, ἀμέσως μόλις
ἴδω τὴν καλὴν ἔκβασιν τῆς δίκης
μου. |
23
Τοῦτον λοιπὸν ἐλπίζω νὰ σᾶς
στείλω, μόλις ἴδω τὴν ἔκβασιν τῆς
ὑποθέσεώς μου, τὴν αὐτὴν ἡμέραν,
ποὺ θὰ τελειώσῃ ἡ δίκη μου.
|
24
πέποιθα δὲ ἐν Κυρίῳ ὅτι
καὶ αὐτὸς ταχέως ἐλεύσομαι.
|
24
Ἔχω δὲ τὴν πεποίθησιν, ποὺ μοῦ
τὴν δίδει ὁ Κύριος, ὅτι καὶ
ἐγὼ ὁ ἴδιος γρήγορα θὰ
ἔλθω εἰς τοὺς Φιλίππους.
|
24
Ἔχω δὲ τὴν πεποίθησιν, ποὺ μοῦ
τὴν ἐμπνέει ἡ κοινωνία καὶ σχέσις
μου πρὸς τὸν Κύριον, ὅτι καὶ ἑγὼ
ὁ ἴδιος γρήγορα θὰ ἔλθω.
|
25
Ἀναγκαῖον δὲ ἡγησάμην Ἐπαφρόδιτον
τὸν ἀδελφὸν καὶ συνεργὸν καὶ
συστρατιώτην μου, ὑμῶν δὲ ἀπόστολον
καὶ λειτουργὸν τῆς χρείας μου, πέμψαι
πρὸς ὑμᾶς, |
25
Ἔκρινα δὲ ἀπαραίτητον νὰ σᾶς
στείλω τώρα πρὸ τοῦ Τιμοθέου
τὸν Ἐπαφρόδιτον, τὸν ἀδελφόν
μου ἐν Χριστῷ καὶ τὸν συνεργάτην
μου εἰς τὸ Εὐαγγέλιον καὶ τὸν
συστρατιώτην μου εἰς τοὺς ἀγῶνας
μου. Αὐτὸς ἄλωστε εἶναι καὶ
ἰδικός σας ἀπεσταλμένος πρὸς
ἐμέ, ποὺ μοῦ προσέφερε τὰς
ὑπηρεσίας του εἰς τὴν ἀνάγκην
ποὺ εἶχα, φέρνοντάς μου συγχρόνως
καὶ τὴν ἰδικήν σας χρηματικὴν
συνδρομήν. |
25
Ἔκρινα δὲ ἀναγκαῖον νὰ σᾶς
στείλω τώρα ἀμέσως τὸν Ἐπαφρόδιτον, ὁ
ὁποῖος εἶναι ἀδελφός μου ἐν
Χριστῷ καὶ συνεργάτης μου εἰς τὸ κήρυγμα
καὶ συστρατιώτης μου εἰς τὸν ἀγῶνα
ὑπὲρ τῆς πίστεως. Ἀλλ’ εἶναι
καὶ ἰδικός σας ἀπεσταλμένος καὶ λειτουργός,
ὁ ὁποῖος ἔφερε τὴν συνδρομήν,
ποὺ μοῦ ἐστείλατε, καὶ ὑπηρέτησεν
εἰς τὴν ἀνάγκην, ποὺ εἶχα ἕνεκα
τῆς στερήσεως χρημάτων. |
26
ἐπειδὴ ἐπιποθὼ ἦν πάντας
ὑμᾶς, καὶ ἀδημονῶν διότι
ἠκούσατε ὅτι ἠσθένησε.
|
26
Ἀπεφάσισα δὲ νὰ τὸν στείλω,
ἐπειδὴ πάρα πολὺ ἐποθοῦσε
νὰ ἴδῃ ὅλους σας καὶ εὑρίσκετο
εἰς στενοχωρίαν καὶ ἀνησυχίαν,
ἐπειδὴ ἐπληροφορηθήκατε ὅτι
ἠσθένησε καὶ ἐδικιμάσατε δι'
αὐτὸ λύπην. |
26
Ἔκρινα δὲ ἀναγκαῖον νὰ σᾶς
τὸν στείλω, ἐπειδὴ ἐποθοῦσε
πολὺ ὅλους σας καὶ ἐστενοχωρεῖτο,
διότι ἠκούσατε, ὅτι ἠσθένησε καὶ ἐδοκιμάσατε
λύπην, ἀπὸ τὴν ὁποίαν θέλει τώρα να
σᾶς ἀπαλλάξῃ διὰ τῆς παρουσίας
του. |
27
Καὶ γὰρ ἠσθένησε παραπλήσιον
θανάτου· ἀλλ' ὁ Θεὸς αὐτὸν
ἠλέησεν, οὐκ αὐτὸν δὲ
μόνον, ἀλλὰ καὶ ἐμέ, ἵνα
μὴ λύπην ἐπὶ λύπην σχῶ.
|
27
Καὶ πραγματικὰ ἠσθένησε πολὺ
βαρειά, ὥστε ἐπλησίασε καὶ αὐτὸν
τὸν θάνατον, ἀλλ' ὁ Θεὸς τὸν
ἐλέησε καὶ τοῦ ξαναέδωσε τὴν
ὑγείαν του. Καὶ δὲν ἠλέησε
μόνον αὐτόν, ἀλλὰ καὶ
ἐμέ, διὰ νὰ μὴ δοκιμάσω
ἀπὸ τὸν θάνατόν του λύπην
ἐπάνω εἰς τὴν ἄλλην λύπην,
ποὺ δοκιμάζω ἀπὸ τὴν φυλάκισιν
καὶ τὰ δεσμά. |
27
Καὶ ἀληθῶς ἠσθένησε βαρεῖα καὶ
ἐπλησίασε νὰ ἀποθάνη. Ἀλλ’ ὁ
Θεὸς τὸν ἠλέησε καὶ τοῦ ἐχάρισε
τὴν ὑγείαν διὰ νὰ τὴν χρησιμοποιήσῃ
πρὸς πνευματικὴν ὠφέλειάν του. Δὲν
ἠλέησε δὲ ὁ Θεὸς μόνον αὐτόν,
ἀλλὰ καὶ ἑμὲ διὰ νὰ
μὴ δοκιμάσω λύπην ἐκ τοῦ θανάτου του ἐπάνω
εἰς τὴν ἄλλην ἀπὸ τὴν
φυλάκισίν μου λύπην. |
28
Σπουδαιοτέρως οὖν ἔπεμψα αὐτόν,
ἵνα ἰδόντες αὐτὸν πάλιν
χαρῆτε, κἀγὼ ἀλυπότερος ὦ.
|
28
Δι' αὐτὸ καὶ ἔσπευσα τὸ συντομώτερον
νὰ τὸν στείλω πρὸς σᾶς, ὥστε
νὰ τὸν ἴδετε πάλιν μεταξύ σας
ὑγιῆ καὶ νὰ χαρῆτε· νὰ
μετριασθῇ δὲ ἔτσι καὶ ἡ ἰδική
μου λύπη, διότι θὰ σκέπτωμαι, ὅτι
ἐπαύσατε σεῖς νὰ λυπῆσθε διὰ
τὸν Ἐπαφρόδιτον. |
28
Ἔστειλα λοιπὸν αὐτὸν γρηγορώτερα παρ’
ὅσον ἐὰν δὲν ἀρρώσταινε, διὰ
νὰ τὸν ἰδῆτε καὶ χαρῆτε
πάλιν καὶ ἑγὼ νὰ εἶμαι ὀλιγώτερον
λυπημένος, ἐπειδὴ ὁπωσδήποτε θὰ παρηγοροῦμαι
ἀπὸ τὴν ἰδέαν, ὅτι ἐπαύσατε
νὰ λυπῆσθε σεῖς. |
29
Προσδέχεσθε οὖν αὐτὸν ἐν Κυρίῳ
μετὰ πάσης χαρᾶς, καὶ τοὺς τοιούτους
ἐντίμους ἔχετε,
|
29
Δεχθῆτε τον, λοιπόν, μὲ θερμὴν ἀγάπην,
ὅπως ὁ Κύριος θέλει, καὶ μὲ
κάθε χαράν. Γενικῶς δὲ τέτοιους
ἐναρέτους ἀνθρώπους καὶ προθύμους
ἐργάτας τοῦ Εὐαγγελίου νὰ
τοὺς τιμᾶτε πάντοτε.
|
29
Δεχθῆτε τον λοιπὸν μὲ ἐγκαρδιότητα
καὶ ὅπως ὁ Κύριος θέλει, μὲ πᾶσαν
χαράν, τέτοιας δὲ ἀξίας ἀνθρώπους νὰ
τοὺς τιμᾶτε. |
30
ὅτι διὰ τὸ ἔργον τοῦ Χριστοῦ
μέχρι θανάτου ἤγγισε, παραβουλευσάμενος
τῇ ψυχῇ ἵνα ἀναπληρώσῃ
τὸ ὑμῶν ὑστέρημα τῆς πρός
με λειτουργίας. |
30
Καὶ ὁ Ἐπαφρόδιτος εἶναι ἄξιος
τέτοιας τιμῆς, διότι διὰ τὸ
ἔργον τοῦ Χριστοῦ ἔφθασε εἰς
τὰ πρόθυρα τοῦ θανάτου, καταφρονήσας
καὶ αὐτὴν τὴν ζωήν του καὶ
ἐκτεθεὶς εἰς τὸν ἔσχατον κίνδυνον,
διὰ νὰ ἀναπληρώσῃ ὅ,τι
σεῖς, παρὰ τὴν καλήν σας διάθεσιν,
δὲν ἠμπορούσατε νὰ κάμετε·
νὰ μὲ ὑπηρετήσῃ δηλαδὴ
σὰν ἀντιπρόσωπός σας εἰς τὴν
Ρώμην. |
30
Καὶ εἶναι πράγματι ὁ Ἐπαφρόδιτος ἄξιος
τιμῆς, διότι διὰ τὸ ἔργον τοῦ
Χριστοῦ ἐπλησίασε μέχρι θανάτου καὶ ἐξέθεσε
εἰς ἔσχατον κίνδυνον τὴν ζωήν του, διὰ
νὰ ἀναπληρώσῃ ἐκεῖνο, ποὺ
δὲν ἠμπορούσατε νὰ κάμετε σεῖς. Διότι
εἰς καιρόν, ποὺ δὲν ἠμπορούσατε νὰ
μὲ ὑπηρετήσετε, σᾶς ἀντιπροσώπευσε
καὶ ἐξ ὀνόματός σας ἔφερε εἰς
τὴν Ρώμην τὸ δῶρον, τὸ ὁποῖον
ἦτο θυσία ἱερὰ πρὸς τὸν Θεόν.
|