Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ὸ
λοιπόν, ἀδελφοί μου, χαίρετε ἐν
Κυρίῳ. Τὰ αὐτὰ γράφειν
ὑμῖν ἐμοὶ μὲν οὐκ ὀκνηρόν,
ὑμῖν δὲ ἀσφαλές.
|
οιπόν,
ἀδελφοί, ἐπειδὴ τώρα ἔχετε
μαζῆ σας τὸν Ἐπαφρόδιτον, ἐμάθετε
δὲ ὅτι καὶ τὰ κατ' ἐμὲ
συντελοῦν εἰς τὴν διάδοσιν τοῦ
Εὐαγγελίου ἐδῶ εἰς τὴν
Ρώμην, χαίρετε μὲ τὴν ἀληθινὴν
καὶ πλήρη χαράν, ποὺ δίδει ὁ
Κύριος. Τὸ νὰ σᾶς ἀπευθύνω
πάλιν γραπτὴν αὐτὴν τὴν προτροπὴν
τῆς χαρᾶς, ὅπως σᾶς τὴν εἶπα
καὶ προφορικῶς, ὅταν ἤμην μαζῆ
σας, δι' ἐμὲ μὲν δὲν εἶναι ἐνοχλητικόν,
διὰ σᾶς δὲ εἶναι ἀσφαλές,
διότι σᾶς στηρίζει εἰς τὴν ὀρθὴν
πίστιν καὶ ζωήν. |
αὶ
ἡ προτροπή, ποὺ ὑπολείπεται νὰ σᾶς
κάμω, ἀδελφοί μου, εἶναι αὐτή· Χαίρετε τὴν
χαράν, ποὺ φέρει ἡ μετὰ τοῦ Κυρίου
στενὴ σχέσις καὶ ἐπικοινωνία. Σᾶς
τὸ εἶπα καὶ προφορικῶς. Τὸ νὰ
σᾶς γράφω δὲ καὶ τώρα τὰ ἴδια,
εἰς ἐμὲ μὲν δὲν προκαλεῖ
ὀκνηρίαν καὶ ἐνόχλησιν, εἰς σᾶς
δὲ εἶναι ἀσφαλές. |
2
Βλέπετε τοὺς κύνας, βλέπετε τοὺς
κακοὺς ἐργάτας, βλέπετε τὴν
κατατομήν· |
2
Προσέχετε τοὺς ψευδοδιδασκάλους, οἱ
ὁποῖοι εἶναι σὰν ἀδέσποτοι
καὶ ὕπουλοι σκύλοι· προσέχετε
τοὺς κακοὺς ἐργάτας, οἱ ὁποῖοι
κάμνουν ψεύτικη ἐργασία ἢ καὶ
κρημνίζουν τὴν ἐργασίαν τῶν
ἄλλων· καὶ αὐτοὶ εἶναι
οἱ ψευδάδελφοι Ἰουδαῖοι, ποὺ
νοθεύουν τὴν εὐαγγελικὴν ἀλήθειαν
μὲ τὴν περιτομήν, καὶ τὰς ἄλλας
τυπικὰς διατάξεις τοῦ Νόμου·
προσέχετε αὐτούς, οἱ ὁποῖοι
προσπαθοῦν νὰ κατακομματιάσουν τὴν
Ἐκκλησίαν. |
2
Παρατηρεῖτε προσεκτικὰ καὶ ἀποφεύγετε
τοὺς ψευδοδιδασκάλους, οἱ ὁποῖοι εἶναι
σκύλοι ἀκάθαρτοι καὶ βέβηλοι καὶ ξένοι πρὸς
τὸν Θεόν. Σημαδεύετε τοὺς κακοὺς ἐργάτας,
ποὺ ἀντὶ νὰ οἰκοδομοῦν
κρημνίζουν· παρατηρεῖτε αὐτούς, ποὺ μὲ
τὴν περιτομήν, τὴν ὁποίαν διδάσκουν ὡς
ἀναγκαίαν, κατακόπτουν καὶ ἀκρωτηριάζουν
τὴν σάρκα. |
3
ἡμεῖς γάρ ἐσμεν ἡ περιτομή,
οἱ Πνεύματι Θεοῦ λατρεύοντες καὶ
καυχώμενοι ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ καὶ
οὐκ ἐν σαρκὶ πεποιθότες,
|
3
Διότι ὄχι αὐτοί, ἀλλ' ἡμεῖς
εἴμεθα ἡ ἀληθινὴ πνευματικὴ
περιτομή, οἱ ὁποῖοι, φωτιζόμενοι
καὶ θερμαινόμενοι ἀπὸ τὸ Πνεῦμα
τοῦ Θεοῦ, λατρεύομεν μὲ τὴν
ἀληθινὴν λατρείαν τὸν Κύριον
καὶ καυχώμεθα, ὅτι πιστεύομεν καὶ
ἀνήκομεν εἰς τὸν Ἰησοῦν
Χριστὸν καὶ δὲν βασίζομεν τὴν
πεποίθησίν μας εἰς τὰς διατάξεις
τοῦ μωσαϊκοῦ Νόμου, ποὺ ἀναφέρονται
εἰς τὴν σάρκα, ὅπως εἶναι καὶ
ἡ περιτομή. |
3
Ναί· αὐτοὶ εἶναι κατατομὴ καὶ
ὄχι περιτομή. Διότι ἡ ἀληθινὴ περιτομὴ
εἴμεθα ἠμεῖς, οἱ ὁποῖοι
διὰ τοῦ φωτισμοῦ, ποὺ μᾶς δίδει
τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, προσφέρομεν εἰς
τὸν Θεόν ἀληθινὴν λατρείαν. Καὶ ὡς
μόνην πηγὴν καυχήσεως ἔχομεν τὸν Χριστὸν
Ἰησοῦν καὶ δὲν στηρίζομεν τὴν
πεποίθησίν μας εἰς σαρκικὰ πλεονεκτήματα, ὅπως
εἶναι ἡ περιτομή. |
4
καίπερ ἐγὼ ἔχων πεποίθησιν καὶ
ἐν σαρκί. Εἴ τις δοκεῖ ἄλλος
πεποιθέναι ἐν σαρκί, ἐγὼ μᾶλλον·
|
4
Μολονότι ἐγὼ ἠμπορῶ νὰ
ἔχω καὶ πεποίθησιν εἰς τὰς τυπικὰς
αὐτὰς περὶ τῆς σαρκὸς διατάξεις
τοῦ μωσαϊκοῦ Νόμου. Ἐὰν κανεὶς
ἄλλος νομίζῃ, ὅτι ἠμπορεῖ
νὰ ἔχῃ μιὰ τέτοια πεποίθησι,
ἐγὼ ἠμπορῶ πολὺ περισσότερον.
|
4
Καίτοι ἐγὼ ἔχω πεποίθησιν καὶ δυνατότητα
νὰ καυχηθῶ καὶ διὰ σαρκικὰ πλεονεκτήματα.
Ἐὰν κανεὶς ἄλλος νομίζῃ, ὅτι
ἠμπορεῖ νὰ στηριχθῇ μὲ πεποίθησιν
εἰς τὰ σαρκικὰ πλεονεκτήματά του καὶ
προσόντα του καὶ καυχηθῇ δι’ αὐτά, ἐγὼ
πολὺ περισσότερον δύναμαι νὰ πράξω τοῦτο.
|
5
περιτομῇ ὀκταήμερος, ἐκ γένους
Ἰσραήλ, φυλῆς Βενιαμίν, Ἑβραῖος
ἐξ Ἑβραίων, κατὰ νόμον Φαρισαῖος,
|
5
Ἐπεριτμήθηκα ὀκτὼ ἡμέρας
μετὰ τὴν γέννησίν μου· κατάγομαι
ἀπὸ τὸ γένος τοῦ Ἰσραὴλ
καὶ ἀπὸ τὴν φυλὴν Βενιαμίν·
εἶμαι γνήσιος Ἑβραῖος ἀπὸ
γονεῖς Ἑβραίους καὶ μὲ ἀνατροφὴν
ἑβραϊκήν· ὡς πρὸς δὲ τὸν
Νόμον ἤμουν Φαρισαῖος καὶ προσπαθοῦσα
νὰ τὸν τηρῶ μὲ πολλὴν ἀκρίβειαν.
|
5
Ἔλαβα περιτομὴν ὀκτὼ ἡμέρας
μετὰ τὴν γέννησίν μου· κατάγομαι ἀπὸ
τὸ γένος τοῦ εὐλογημένου Ἰσραὴλ
καὶ ἀπὸ τὴν φυλὴν Βενιαμίν.
Εἶμαι Ἑβραῖος ἀπὸ γονεῖς
Ἑβραίους καὶ ἐξ ἀρχῆς ἐπῆρα
ἑβραϊκὴν ἀνατροφὴν καὶ ἔμαθα
νὰ ὁμιλῶ ὡς γλῶσσαν μητρικὴν
τὴν ἑβραϊκήν. Καὶ ὅσον ἀφορᾷ
εἰς τὸν νόμον ἤμην Φαρισαῖος καὶ
ἐτήρουν αὐτὸν μὲ πολλὴν ἀκρίβειαν.
|
6
κατὰ ζῆλον διώκουν τὴν ἐκκλησίαν,
κατὰ δικαιοσύνην τὴν ἐν νόμῳ
γενόμενος ἄμεμπτος. |
6
Ἀπὸ ζῆλον διὰ τὴν πατροπαράδοτον
θρησκείαν κινούμενος, κατεδίωκα τὴν
Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ. Ὡς πρὸς
δὲ τὴν δικαιοσύνην, ποὺ προήρχετο
ἀπὸ τὴν πιστὴν τήρησιν τοῦ
Νόμου, ὑπῆρξα ἄμεμπτος, χωρὶς
κανεὶς νὰ ἠμπορῇ εἰς κάτι
νὰ μὲ κατηγορήσῃ.
|
6
Ἐκ πραγματικοῦ ζήλου κατεδίωκα τὴν Ἐκκλησίαν
καὶ ὅσον ἀφορᾷ εἰς τὴν
δικαιοσύνην, ἡ ὁποία προήρχετο ἀπὸ
τὴν αὐστηρὰν τήρησιν τοῦ νόμου, ἀπεδείχθην
ἄμεμπτος καὶ δὲν ἠδύνατο κανεὶς
νὰ μὲ κατηγορήσῃ διὰ τὴν παραμικρὰν
παράβασιν. |
7
Ἀλλ' ἅτινα ἦν μοι κέρδη, ταῦτα
ἥγημαι διὰ τὸν Χριστὸν ζημίαν.
|
7
Ἀλλ' αὐτά, τὰ ὁποῖα ἦσαν
τότε δι' ἐμὲ ἠθικὰ κέρδη
καὶ προσόντα, φωτισμένος τώρα ἀπὸ
τὴν ἀλήθειαν τοῦ Εὐαγγελίου
τὰ ἔχω θεωρήσει ζημίαν καὶ μειονέκτημα
καὶ τὰ ἔχω ἀπαρνηθῆ, διὰ
νὰ ἀρέσω εἰς τὸν Χριστὸν
καὶ νὰ εὕρω δι' αὐτοῦ μόνου
τὴν σωτηρίαν. |
7
Ἀλλ’ αὐτά, ποὺ ἦσαν τότε εἰς
ἐμὲ κέρδη καὶ πλεονεκτήματα, ταῦτα
ἔχω θεωρήσει ζημίαν καὶ μειονεκτήματα, προκειμένου
νὰ ἀρέσω εἰς τὸν Χριστὸν καὶ
νὰ σωθῶ διὰ τοῦ Χριστοῦ.
|
8
Ἀλλὰ μενοῦνγε, καὶ ἡγοῦμαι
πάντα ζημίαν εἶναι διὰ τὸ ὑπερέχον
τῆς γνώσεως Χριστοῦ Ἰησοῦ τοῦ
Κυρίου μου, δι' ὃν τὰ πάντα ἐζημιώθην,
καὶ ἡγοῦμαι σκύβαλα εἶναι ἵνα
Χριστὸν κερδήσω
|
8
Ἀλλὰ βεβαίως καὶ τώρα ἀκόμη
περισσότερον θεωρῶ ὅλα γενικῶς ὅσα
εἶναι ξένα πρὸς τὸν Χριστὸν
ζημίαν, ἐν συγκρίσει πρὸς τὴν
ὑπεροχὴν καὶ τὸ μεγαλεῖον τῆς
γνώσεως τοῦ Κυρίου μου Ἰησοῦ
Χριστοῦ, διὰ τὸν ὁποῖον τὰ
πάντα θεληματικῶς ἀπέρριψα καὶ
ἐπεριφρόνησα. Καὶ τὰ θεωρῶ ὅλα
σκύβαλα καὶ ἀνάξια λόγου, διὰ
νὰ κερδήσω τὸν Χριστόν,
|
8
Ὄχι δὲ μόνον ὅταν ἐφωτίσθην καὶ
ἤμην εἰς τὰς πρώτας ἡμέρας τῆς
ἐπιστροφῆς μου, ἀλλὰ βεβαίως καὶ
τώρα ἑξακολουθῶ νὰ νομίζω, ὅτι ὅλα
εἶναι ζημία συγκρινόμενα πρὸς τὴν ὑπεροχὴν
τῆς γνώσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ
τοῦ Κυρίου μου, διὰ τὸν ὁποῖον
ἐστερήθην καὶ ἀπέρριψα ὅλα διὰ
νὰ ἐγκολπωθῶ αὐτὸν ὡς
σωτῆρα μου.. Καὶ τὰ θεωρῶ σκύβαλα
καὶ ἀξία περιφρονήσεως διὰ νὰ κερδήσω
τὸν Χριστόν, |
9
καὶ εὑρεθῶ ἐν αὐτῷ μὴ
ἔχων ἐμὴν δικαιοσύνην τὴν ἐκ
νόμου, ἀλλὰ τὴν διὰ πίστεως
Χριστοῦ, τὴν ἐκ Θεοῦ δικαιοσύνην
ἐπὶ τῇ πίστει, |
9
καὶ διὰ νὰ εὑρεθῶ κατὰ
τὴν μεγάλην ἐκείνην ἡμέραν
τῆς κρίσεως ἐνώπιόν του, ὄχι
μὲ τὴν δικαιοσύνην μου, τὴν ὁποίαν
δίδει ὁ μωσαϊκὸς Νόμος, ἀλλὰ
μὲ τὴν δικαίωσιν ποὺ ἀποκτᾶται
διὰ τῆς πίστεως εἰς τὸν Ἰησοῦν
Χριστόν, ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὸν
Θεὸν καὶ θεμελειώνεται ἐπάνω
εἰς τὴν πίστιν. |
9
καὶ διὰ νὰ εὑρεθῶ κατὰ
τὴν ἡμέραν τῆς Κρίσεως ἐνωμένος μὲ
αὐτὸν καὶ μὴ ἔχων δικαιοσύνην,
τὴν ὁποίαν μὲ τοὺς ἰδικούς μου
κόπους καὶ ἱδρῶτας ἀπέκτησα διὰ
τῆς ἐπακριβοῦς τηρήσεως τοῦ νόμου.
Ἀλλ’ ἐπιζητῶ νὰ ἔχω τότε τὴν
δικαιοσύνην, ποὺ ἀποκτᾶται διὰ τῆς
πίστεως εἰς τὸν Χριστὸν καὶ προέρχεται
ἐκ τοῦ Θεοῦ καὶ στηρίζεται ἐπὶ
τῆς πίστεως. |
10
τοῦ γνῶναι αὐτὸν καὶ τὴν
δύναμιν τῆς ἀναστάσεως αὐτοῦ
καὶ τὴν κοινωνίων τῶν παθημάτων
αὐτοῦ, συμμορφούμενος τῷ θανάτῳ
αὐτοῦ, |
10
Ἐπιδιώκω δὲ αὐτὴν τὴν
ἀληθινὴν καὶ μόνην δικαίωσιν,
διὰ νὰ γνωρίσω ἔτσι προσωπικῶς
καὶ ἐκ πείρας τὸν Χριστὸν καὶ
τὴν σωτήριον δύναμιν, ποὺ προέρχεται
ἀπὸ τὴν Ἀνάστασίν του
καὶ τὴν συμμετοχήν μου εἰς τὰ
παθήματά του, διωκόμενος καὶ ἐγώ,
ταλαιπωρούμενος καὶ θλιβόμενος, πρόθυμος
νὰ ὑπομείνω θλίψεις καὶ παθήματα
ὅμοια μὲ ὅσα Ἐκεῖνος ἔπαθε
καὶ αὐτὸν ἀκόμη τὸν θάνατον
καθ' ὁμοίωσιν Ἐκείνου. |
10
Ζητῶ δὲ τὴν ἐκ πίστεως δικαιοσύνην
διὰ νὰ γνωρίσω διὰ τῆς θρησκευτικῆς
μου πείρας τὸν Χριστὸν καὶ τὴν δύναμιν,
ποὺ πηγάζει εἰς ἠμᾶς ἀπὸ
τὴν ἀνάστασίν του. Καὶ νὰ συμμετάσχω
εἰς τὰ παθήματά του, πάσχων καὶ ἐγὼ
διωγμοὺς καὶ κακοπαθείας, καθὼς ἐκεῖνος,
καὶ ἐξομοιούμενος πρὸς τὸν θάνατόν
του διὰ τῆς ἀποκτήσεως τῶν αὐτῶν
συναισθημάτων, ποὺ εἶχεν ὁ Χριστός, ὅταν
ἀπέθνησκε. |
11
εἴ πως καταντήσω εἰς τὴν ἐξανάστασιν
τῶν νεκρῶν. |
11
Μήπως ἠμπορέσω καὶ ἐγὼ
νὰ φθάσω εἰς τὴν
ἔνδοξον ἐκ νεκρῶν ἀνάστασιν.
|
11
Προσπαθῶ νὰ γίνω συμμέτοχος τῶν παθημάτων
καὶ τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ, μήπως
ἠμπορέσω καὶ ἑγὼ νὰ ἐπιτύχω
καὶ ἀπολαύσω τὴν ἔνδοξον ἀνάστασιν
τῶν νεκρῶν. |
12
Οὐχ ὅτι ἤδη ἔλαβον ἢ ἤδη
τετελείωμαι, διώκω δὲ εἰ καὶ
καταλάβω, ἐφ' ᾧ καὶ κατελήφθην
ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ Ἰησοῦ.
|
12
Δὲν φρονῶ βέβαια καὶ δὲν λέγω,
ὅτι ἔχω πλέον λάβει τὸ βραβεῖον
τῆς νίκης ἢ ὅτι ἔχω φθάσει
εἰς τὴν ἠθικήν μου τελείωσιν.
Ἀλλὰ ἐπιδιώκω καὶ ἀγωνίζομαι
συνεχῶς, μήπως κατορθώσω νὰ πιάσω
καὶ κρατήσω στερεὰ
ἐκεῖνο διὰ τὸ ὁποῖον μὲ
ἔχει πιάσει καὶ ἑλκύσει εἰς
τὴν πίστιν ὁ Ἰησοῦς Χριστός.
Αὐτὸ δὲ εἰς τελευταίαν λέξιν
θὰ εἶναι ἡ ἐν οὐρανοῖς
σωτηρία μου.
|
12
Δὲν λέγω, ὅτι ἔλαβον πλέον τὸ βραβεῖον
ἢ ὅτι ἔχω πλέον κατορθώσει τὴν πνευματικὴν
τελειοποίησίν μου. Δὲν ἔχω φθάσει ἀκόμη
εἰς τὸ ἔνδοξον αὐτὸ τέρμα, ἀλλ’
ἀγωνίζομαι καὶ τρέχω μὲ κόπον καὶ
βιασύνην, μήπως ἠμπορέσω καὶ πιάσω στερεὰ
ἐκεῖνο, διὰ τὸ ὁποῖον
ἐπιάσθην καλὰ ἀπὸ τὸν Ἰησοῦν
Χριστόν. Εἶναι δὲ αὐτὸ ἡ πλήρης
ἐπιτυχία εἰς τὸ ἔργον τῆς ἀποστολῆς
μου καὶ ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς μου.
|
13
Ἀδελφοί, ἐγὼ ἐμαυτὸν οὔπω
λογίζομαι κατειληφέναι,·
|
13
Ἀδελφοί, ἐγὼ δὲν νομίζω,
ὅτι ἔχω ἐπιτύχει τὸν σκοπόν,
διὰ τὸν ὁποῖον μὲ ἐκάλεσε
καὶ μὲ ἔστειλε ὁ Κύριος. |
13
Ἀδελφοί, ἐγὼ δὲν θεωρῶ ἀκόμη,
ὅτι ἐπέτυχα τὸν σκοπόν, διὰ τὸν
ὁποῖον ἀπεστάλην ἀπὸ τὸν
Κύριον. Ὅσα καὶ ἂν ἔχω ἐργασθῇ
ἕως τώρα καὶ ὅσα καὶ ἂν κατώρθωσα,
δὲν φρονῶ ὅτι ἀνταπεκρίθην πλήρως
εἰς τὴν ἀποστολήν μου.
|
14
ἓν δέ, τὰ μὲν ὀπίσω ἐπιλανθανόμενος
τοῖς δὲ ἔμπροσθεν ἐπεκτεινόμενος
κατὰ σκοπὸν διώκω ἐπὶ τὸ
βραβεῖον τῆς ἄνω κλήσεως τοῦ
Θεοῦ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.
|
14
Ἀλλὰ ἕνα πρᾶγμα σκέπτομαι πάντοτε
καὶ δι' ἕνα πρᾶγμα φροντίζω·
λησμονῶ μὲν ὅσα μὲ τὴν δύναμιν
τοῦ Θεοῦ ἔγιναν εἰς τὸ παρελθόν,
ἀπλώνομαι δὲ συνεχῶς πρὸς ἐκεῖνα,
ποὺ εἶναι ἐμπρός μου καὶ πρέπει
νὰ ἐκτελεσθοῦν. Καὶ ἐπιδιώκω
ἔτσι μὲ σταθερότητα καὶ ζῆλον
νὰ πραγματοποιήσω τὸν σκοπὸν τῆς
κλήσεώς μου, διὰ νὰ λάβω τὸ
βραβεῖον, ποὺ μᾶς ἔχει ἑτοιμάσει
ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος καὶ μᾶς
ἐκάλεσε διὰ τοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ ἐπάνω εἰς τὸν οὐρανόν.
|
14
Ἀλλὰ ἕνα πρᾶγμα κάνω καὶ δι’
ἓν φροντίζω· λησμονῶ μὲν τὰ ὅσα
ἔγιναν εἰς τὸ παρελθόν, ποὺ τὰ
ἔχω ἀφήσει ὀπίσω μου, ἀπλώνομαι δὲ
διαρκῶς καὶ σπεύδω πρὸς ἐκεῖνα,
ποὺ εἶναι ἐμπρός μου, καὶ τὰ
ὁποῖα μένουν ἀκόμη ἀνεκτέλεστα καὶ
πρέπει νὰ τὰ ἐκτελέσω. Καὶ ἔτσι
προχωρῶ κατ’ εὐθεῖαν πρὸς τὸν
ἐπὶ διωκόμενον σκοπὸν καὶ τρέχω βιαστικὰ
διὰ νὰ λάβω τὸ βραβεῖον, τὸ
ὁποῖον μᾶς ἐπιφυλάσσει ἡ πρόσκλησις
πρὸς τὸν οὐρανὸν ἐπάνω, ὅπου
μᾶς καλεῖ ὁ Θεὸς διὰ τοῦ
Ἰησοῦ Χριστοῦ. |
15
Ὅσοι οὖν τέλιοι, τοῦτο φρονῶμεν·
καὶ εἴ τι ἑτέρως φρονεῖτε, καὶ
τοῦτο ὁ Θεὸς ὑμῖν ἀποκαλύψει.
|
15
Ὅσοι, λοιπόν, ποθοῦμεν νὰ γίνωμεν
τέλειοι, αὐτὸ ἂς φρονοῦμεν·
ὅτι δὲν ἐγίναμε τέλειοι, ἀλλὰ
διὰ νὰ γίνωμεν, πρέπει νὰ ἀγωνιζώμεθα
συνεχῶς καὶ μέχρι τέλους. Καὶ
ἐὰν κάτι διαφορετικὸν ἀπὸ
αὐτό ποὺ σᾶς λέγω φρονῆτε
καὶ ποὺ δὲν εἶναι ὀρθόν,
καὶ αὐτὸ ὁ Θεὸς θὰ τὸ
φανερώσῃ. |
15
Ὅσοι λοιπὸν προσπαθοῦμεν νὰ γίνωμεν
τέλειοι, τοῦτο ἂς φρονῶμεν δηλαδὴ
ἂς μὴ νομίζωμεν, ὅτι ἐπετύχαμεν τὸ
βραβεῖον, ἀλλὰ ἂς ἐπεκτεινώμεθα
πάντοτε πρὸς τὰ ἐμπρός. Καὶ ἐὰν
ἔχετε κανὲν διαφορετικὸν φρόνημα, ποὺ
δὲν πρέπει νὰ τὸ ἔχετε, δὲν
ἀνησυχῶ. Διότι καὶ αὐτὸ θὰ
σᾶς τὸ φανερώσῃ ὁ Θεός.
|
16
Πλὴν εἰς ὃ ἐφθάσαμεν, τῷ
αὐτῷ στοιχεῖον κανόνι, τὸ αὐτὸ
φρονεῖν. |
16
Ἀλλ' ἕως ἐδῶ πλέον ποὺ
ἔχομεν φθάσει, εἰς τὴν πνευματικὴν
κατάστασιν ποὺ εὑρισκόμεθα σήμερον,
δὲν πρέπει νὰ ἔχωμεν διαφορετικὰ
μεταξύ μας φρονήματα, ἀλλὰ νὰ
ἀκολουθῶμεν τὸν ἴδιον κανόνα
πίστεως καὶ ζωῆς, νὰ ἔχωμεν
τὸ αὐτὸ ἀληθινὸν φρόνημα.
|
16
Πλὴν μὴ μένετε ξένοιαστοι μὲ τὴν ἐλπίδα,
ὅτι ὁ Θεὸς θὰ σᾶς φανερώσῃ
ἐκεῖνο, ποὺ δὲν ἠξεύρετε. Ἀλλ’
εἰς τὸ πνευματικὸν σημεῖον, εἰς
τὸ ὁποῖον ἐφθάσαμεν, πρέπει νὰ
προσέχωμεν νὰ μὴ πέσωμεν ἔξω. Καὶ
διὰ νὰ μὴ πάθωμεν αὐτό, πρέπει νὰ
ἀκολουθῶμεν ὅλοι τὸν αὐτὸν
κανόνα τῆς συμπεριφορᾶς ποὺ ἐδιδάχθημεν,
καὶ νὰ ἔχωμεν τὸ αὐτὸ
φρόνημα τῆς ἀληθείας. |
17
Συμμιμηταί μου γίνεσθε, ἀδελφοί, καὶ
σκοπεῖτε τοὺς οὕτω περιπατοῦντας,
καθὼς ἔχετε τύπον ἡμᾶς.
|
17
Ἀδελφοί, γίνεσθε ὅλοι μαζῆ μιμηταὶ
ἰδικοί μου· καὶ προσέχετε ἐκείνους,
οἱ ὁποῖοι πορεύονται καὶ συμπεριφέρονται
κατὰ τρόπον ὑποδειγματικόν, σύμφωνα
μὲ τὸν τύπον καὶ τὸ παράδειγμα
ποὺ σᾶς ἔχομεν δώσει ἡμεῖς.
Αὐτοὺς νὰ τοὺς μιμῆσθε.
|
17
Δὲν σᾶς ζητῶ τίποτε τὸ ἄγνωστον
καὶ ἀδύνατον. Μὲ ἠξεύρετε ὅλοι
καλά. Γίνεσθε λοιπόν, ἀδελφοί, ὅλοι μαζὶ
μιμηταί μου καὶ προσέχετε εἰς ἐκείνους,
ποὺ δεικνύουν εἰς τὸν βίον των τὴν
ὑποδειγματικὴν συμπεριφοράν, ποὺ σᾶς
ἐδώκαμεν ὡς παράδειγμα· καὶ μὲ αὐτοὺς
συναναστρέφεσθε. |
18
Πολλοὶ γὰρ περιπατοῦσιν,-οὓς πολλάκις
ἔλεγον ὑμῖν, νῦν δὲ καὶ
κλαίων λέγω, τοὺς ἐχθροὺς τοῦ
σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ,
|
18
Διότι πολλοὶ βαδίζουν ἕνα δρόμον
ὄχι καλὸν καὶ γίνονται σκάνδαλον.
Δι' αὐτοὺς πολλὲς φορὲς σᾶς
ἔλεγα, ὅταν εὑρισκόμην μαζῆ
σας εἰς τοὺς Φιλίππους, καὶ τώρα
κλαίων σᾶς λέγω. Ἐννοῶ τοὺς
ἐχθροὺς τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ,
αὐτοὺς δηλαδή, ποὺ εἰς τὴν
ἀρχὴν ἐπίστευσαν καὶ ὑπήκουσαν
εἰς τὸν Χριστόν, κατόπιν ὅμως
ἔζησαν καὶ ζοῦν ἁμαρτωλὴν ζωὴν
καὶ σκανδαλίζουν ἔτσι τοὺς πιστούς,
ὑπονομεύουν τὴν Ἐκκλησίαν καὶ
πολεμοῦν τὸν Χριστόν.
|
18
Σᾶς λέγω νὰ δίδετε προσοχὴν μόνον εἰς
αὐτούς, ποὺ πολιτεύονται κατὰ τὸ ἰδικόν
μας παράδειγμα, διότι πολλοὶ παρουσιάζουν κακὴν
συμπεριφοράν. Περὶ αὐτῶν, ὅταν ἤμην
εἰς Φιλίππους πολλὲς φορὲς σᾶς ἔκαμα
λόγον, τώρα δέ, ἐπειδὴ ἐν τῷ μεταξὺ
ἐχειροτέρευσαν, μὲ κλάματα ὁμιλῶ δι’
αὐτούς, ποὺ μὲ τὴν σαρκικήν των ζωὴν
ἀποδεικνύονται ἐχθροὶ τοῦ σταυροῦ
τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι
σύμβολον αὐτοθυσίας καὶ πόνου.
|
19
ὧν τὸ τέλος ἀπώλεια, ὧν
ὁ Θεὸς ἡ κοιλία καὶ ἡ
δόξα ἐν τῇ αἰσχύνῃ αὐτῶν,
οἱ τὰ ἐπίγεια φρονοῦντες!
|
19
Αὐτῶν τὸ κατάντημα θὰ εἶναι
ἡ ἀπώλεια, ἡ ὁριστικὴ
καταδίκη εἰς τὴν αἰωνίαν κόλασιν.
Αὐτοί, κοιλιόδουλοι καὶ ἰδιοτελεῖς
καθὼς εἶναι, ἔχουν ὡς Θεὸν καὶ
λατρεύουν τὴν κοιλίαν των καὶ ἐπιζητοῦν
τὴν δόξαν εἰς πράξεις καὶ καταστάσεις,
ποὺ φέρουν ἐντροπήν, ἔχουν δὲ
γήϊνα καὶ σαρκικὰ φρονήματα.
|
19
Αὐτῶν τὸ τέλος θὰ εἶναι ἡ
ἀπώλεια, διότι θὰ καταλήξουν εἰς τὴν
αἰωνίαν κόλασιν. Αὐτοὶ ὡς Θεόν λατρεύουν
τὴν κοιλίαν των καὶ δόξαν των θεωροῦν πράξεις
ποὺ φέρουν ἐντροπήν, ἔχουν δὲ φρονήματα
γήϊνα. |
20
Ἡμῶν γὰρ τὸ πολίτευμα ἐν
οὐρανοῖς ὑπάρχει, ἐξ οὗ
καὶ Σωτῆρα ἀπεκδεχόμεθα Κύριον
Ἰησοῦν Χριστόν,
|
20
Ἀλλ' ἡμῶν τῶν πιστῶν μαθητῶν
τοῦ Κυρίου ἡ πατρίς μας καὶ
ἡ πολιτεία μας, τὸ πολίτευμά
μας καὶ ἡ συμπεριφορά μας εἶναι, ὅπως
καὶ τῶν ἀγγέλων, εἰς τοὺς
οὐρανούς, ἀπ' ὅπου μὲ πολὺν
πόθον περιμένομεν τὸν σωτῆρα μας,
τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν.
|
20
Ἡ συμπεριφορά των καὶ τὰ φρονήματά των εἶναι
τελείως ἀντίθετα πρὸς τὰ ἰδικά μας.
Διότι ἡ ἰδική μας πατρὶς καὶ πολιτεία
καὶ τὰ ἰδικά μας πολιτικὰ δικαιώματα
εἶναι εἰς τοὺς οὐρανούς, ἀπὸ
τοὺς ὁποίους μὲ πολὺν πόθον περιμένομεν
καὶ τὸν Σωτῆρα μας, τὸν Κύριον Ἰησοῦν
Χριστόν. |
21
ὃς μετασχηματίσει τὸ σῶμα τῆς
ταπεινώσεως ἡμῶν εἰς τὸ γενέσθαι
αὐτὸ σύμμορφον τῷ σώματι τῆς
δόξης αὐτοῦ κατὰ τὴν ἐνέργειαν
τοῦ δύνασθαι αὐτὸν καὶ ὑποτάξαι
αὐτῷ τὰ πάντα. |
21
Αὐτὸς θὰ μετασχηματίσῃ τὸ
σῶμα αὐτὸ τῆς ταπεινότητος καὶ
τῆς ἀσημότητος, τὸ ἀσθενὲς
καὶ φθαρτὸν καὶ θνητόν, θὰ τὸ
μεταμορφώσῃ, ὥστε νὰ γίνῃ
ὅμοιον πρὸς τὸ ἔνδοξον ἰδικόν
του σῶμα διὰ τῆς παντοδυνάμου αὐτοῦ
ἐνεργείας, διὰ τῆς ὁποίας
ἠμπορεῖ καὶ τὰ πάντα νὰ
ὑποτάξῃ εἰς τὸν ἑαυτόν
του.
|
21
Αὐτὸς ὁ Κύριος καὶ Σωτήρ μας θὰ
δώσῃ νέαν ἔνδοξον μορφὴν εἰς τὸ
σῶμα τῆς μικρότητος καὶ ταπεινότητός μας,
ποὺ εἶναι τώρα φθαρτὸν καὶ ὑπόκειται
εἰς πόνους καὶ ἀσθενείας. Θὰ μεταμορφώσῃ
αὐτό, ὥστε νὰ γίνῃ ὅμοιον πρὸς
τὸ δοξασμένον σῶμα του καὶ νὰ ἀποκτήσῃ
τὴν αὐτὴν ἔνδοξον καὶ ἄφθαρτον
μορφὴν πρὸς αὐτό. Τὴν μεταμόρφωσιν
δὲ αὐτὴν θὰ τὴν κάμῃ διὰ
τῆς πανισχύρου ἐνεργείας του, διὰ τῆς
ὁποίας δύναται καὶ να ὑποτάξῃ τὰ
πάντα εἰς τὸν ἑαυτόν του.
|