Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
πειτα
διὰ δεκατεσσάρων ἐτῶν πάλιν
ἀνέβην εἰς Ἱεροσόλυμα μετὰ
Βαρνάβα, συμπαραλαβὼν καὶ Τίτον·
|
πειτα,
ἀφοῦ ἐπέρασαν δεκατέσσαρα ὅλα
ἔτη ἀπὸ τὸ ταξίδι μου εἰς
τὴν Συρίαν καὶ Κιλικίαν, ἀνέβηκα
πάλιν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα μὲ
τὸν Βαρνάβαν, παίρνοντας μαζῆ μου
καὶ τὸν Τίτον. |
ατόπιν
ἀπὸ τὸ εἰς Συρίαν καὶ Κιλικίαν
ταξίδιόν μου, μετὰ δεκατέσσερα ὅλα ἔτη
ἀνέβην πάλιν εἰς Ἱεροσόλυμα μαζὶ μὲ
τὸν Βαρνάβαν καὶ ἐπῆρα μαζί μου καὶ
τὸν Τίτον. |
2
ἀνέβην δὲ κατὰ ἀποκάλυψιν·
καὶ ἀνεθέμην αὐτοῖς τὸ
εὐαγγέλιον ὃ κηρύσσω ἐν τοῖς
ἔθνεσι, κατ' ἰδίαν δὲ τοῖς δοκοῦσι,
μήπως εἰς κενὸν τρέχω ἢ ἔδραμον.
|
2
Ἀνέβηκα δὲ σύμφωνα μὲ εἰδικὴν
φανέρωσιν, ποὺ μοῦ ἔκαμεν ὁ
Θεός, καὶ ἐξέθεσα εἰς τοὺς
Χριστιανοὺς τῆς Ἱερουσαλὴμ τὸ
Εὐαγγέλιον, τὸ ὁποῖον κηρύττω
μεταξὺ τῶν ἐθνικῶν, ἰδιαιτέρως
δὲ καὶ λεπτομερέστερα ἐξέθεσα
τοῦτο εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι
ἐθεωροῦντο καὶ ἦσαν οἱ ἐπίσημοι
μεταξὺ τῶν Ἀποστόλων. Ἔκαμα
δὲ αὐτὰς τὰς ἀνακοινώσεις,
διὰ νὰ ἐλεγχθῇ, μήπως τυχὸν
ματαίως κοπιάζω ἢ ἐκοπίσα ἕως
τώρα. |
2
Ἀνέβην δὲ σύμφωνα μὲ ἀποκάλυψιν, ποὺ
μοῦ ἔκαμεν ὁ Θεός. Καὶ ἀνεκοίνωσα
εἰς τοὺς Χριστιανοὺς τῶν Ἱεροσολύμων
τὸ Εὐαγγέλιον, ποὺ κηρύττω μεταξὺ
τῶν ἐθνικῶν, ἰδιαιτέρως δὲ ἐξεθεσα
τοῦτο εἰς τοὺς ἐπισήμους καὶ
περιφανεῖς ἐκ τῶν ἀποστόλων, διὰ
νὰ ἀποδειχθῇ μήπως ματαίως κοπιάζω ἢ
ἐκοπίασα. |
3
Ἀλλ' οὐδὲ Τίτος ὁ σὺν
ἐμοί, Ἕλλην ὤν, ἠναγκάσθη
περιτμηθῆναι,
|
3
Αἴ, λοιπόν! Ὄχι μόνον τὸ Εὐαγγέλιόν
μου ἀνεγνωρίσθη ἀπὸ ὅλους ὡς
γνήσιον, ἀλλ' οὔτε ὁ Τίτος ὁ
Ἕλλην καὶ ἀπερίτμητος, ὁ ὁποῖος
ἦτο μαζῆ μου, δὲν ὑπεχρεώθη
νὰ περιτμηθῇ. |
3
Ὄχι δὲ μόνον τὸ Εὐαγγέλιόν μου εὑρέθη
γνήσιον, ἀλλ’ οὐδὲ ὁ Τίτος, ὁ
ὁποῖος ἦτο μαζί μου, καίτοι ἦτο Ἕλλην
καὶ ἀπερίτμητος, δὲν ἠναγκάσθη νὰ
περιτμηθῇ. |
4
διὰ δὲ τοὺς παρεισάκτους ψευδαδέλφους,
οἵτινες παρεισῆλθον κατασκοπῆσαι τὴν
ἐλευθερίαν ἡμῶν ἣν ἔχομεν
ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ἵνα ἡμᾶς
καταδουλώσωνται· |
4
Καὶ τοῦτο, ὄχι μόνον διότι ἡ
περιτομὴ εἶναι ἐντελῶς ἄχρηστος
δι' αὐτούς, ποὺ πιστεύουν εἰς
τὸν Χριστόν, ἀλλὰ καὶ διὰ
νὰ μὴ δοθῇ ἀφορμὴ νοθεύσεως
τῆς ἀληθείας ἐκ μέρους τῶν
ψευδαδέλφων, οἱ ὁποῖοι ὑπούλως
εἶχαν εἰσχωρήσει εἰς τὴν Ἐκκλησίαν
σὰν κατάσκοποι, διὰ νὰ κλονίσουν
καὶ καταλύσουν τὴν ἐλευθερίαν
μας, τὴν ὁποίαν ἔχομεν ἐν Χριστῷ
Ἰησοῦ καὶ διὰ νὰ μᾶς ὑποδουλώσουν
εἰς τὴν καταθλιπτικὴν δουλείαν τῶν
ἑβραϊκῶν τύπων. |
4
Δὲν ἠναγκάσθη δὲ οὐδὲ ἠνέχθην
ἐγὼ νὰ περιτμηθῇ, ἐξ αἰτίας
τῶν εἰσχωρησάντων ὑπούλως εἰς
τὴν Ἐκκλησίαν ψευδαδέλφων, οἱ ὁποῖοι
ἐμβῆκαν σὰν κατάσκοποι, διὰ νὰ
ἐπιβουλευθοῦν τὴν ἐλευθερίαν μας ποὺ
μᾶς ἔδωκεν ἡ μετὰ τοῦ Χριστοῦ
ἕνωσις καὶ κοινωνία μας, καὶ διὰ νὰ
μᾶς ὑποδουλώσουν εἰς τὴν ἀνυπόφορον
δουλείαν τῶν τυπικῶν διατάξεων τοῦ νόμου.
|
5
οἷς οὐδὲ πρὸς ὥραν εἴξαμεν
τῇ ὑποταγῇ, ἵνα ἡ ἀλήθεια
τοῦ εὐαγγελίου διαμείνῃ πρὸς
ὑμᾶς. |
5
Εἰς τοὺς ψευδαδέλφους αὐτοὺς
οὔτε πρὸς στιγμὴν δὲν ὑπεχωρήσαμεν
νὰ περιτμηθῇ ὁ Τίτος, διὰ νὰ
μείνῃ ἔτσι καθαρὰ καὶ ἀνόθευτος
ἡ ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου
εἰς σᾶς. |
5
Εἰς αὐτοὺς τοὺς ψευδαδέλφους οὐδ’
ἐπὶ στιγμὴν ὑπεχωρήσαμεν καὶ
δὲν ὑπετάχθημεν εἰς τὴν ἀξίωσίν
τους νὰ περιτμηθῇ ὁ Τίτος. Καὶ ἐκάμαμεν
ὅλην αὐτὴν τὴν ἀντίστασιν, διὰ
νὰ διατηρηθῇ εἰς σᾶς ἡ ἀλήθεια
τοῦ Εὐαγγελίου. |
6
Ἀπὸ δὲ τῶν δοκούντων εἶναί
τι, ὁποῖοί ποτε ἦσαν οὐδέν
μοι διαφέρει· πρόσωπον Θεὸς ἀνθρώπου
οὐ λαμβάνει· ἐμοὶ γὰρ οἱ
δοκοῦντες οὐδὲν προσανέθεντο,
|
6
Διὰ δὲ τοὺς ἐπισήμους καὶ
μεγάλους μεταξὺ τῶν Ἀποστόλων,
τί δηλαδὴ ἐφρονοῦσαν ἄλλοτε,
ποὺ δὲν ἐμπόδιζαν τὴν περιτομὴν
καὶ τὴν τήρησιν τῶν ἄλλων νομικῶν
διατάξεων, δὲν μὲ ἐνδειαφέρει
διόλου. Ὁ Θεὸς δὲν λαμβάνει
ὑπ' ὄψιν του πρόσωπον ἀνθρώπου
καὶ δὲν μεροληπτεῖ, ἀλλὰ προσφέρει
καθαρὰν τὴν αὐτὴν εἰς ὅλους
ἀλήθειαν. Δι' αὐτὸ ἄλλωστε καὶ
οἱ ἐπίσημοι μεταξὺ τῶν Ἀποστόλων
δὲν προσέθεσαν εἰς ἐμὲ τίποτε
περισσότερον ἀπὸ ὅσα ἐξ ἀποκαλύψεως
Χριστοῦ ἐγνώριζα καὶ ἐκήρυττα.
|
6
Περὶ δὲ τῶν ἐπισήμων καὶ θεωρουμένων
μεγάλων δὲν μὲ ἐνδιαφέρει διόλου τί
ἐφρόνουν ἄλλοτε, ὅτε δὲν ἠμπόδιζον
τὴν περιτομὴν καὶ τὴν τήρησιν τῶν
διατάξεων τοῦ νόμου. Ὁ Θεὸς δὲν ἀποβλέπει
εἰς πρόσωπον ἀνθρώπου καὶ δὲν μεροληπτεῖ.
Καὶ δὲν ἐνδιαφέρομαι τί ἐφρόνουν
ἄλλοτε,διότι ὕστερον, ὅταν συνηντήθημεν
καὶ συνεζητήσαμεν, οἱ ἐπίσημοι ἀπόστολοι
δὲν προσέθεσαν εἰς ἐμὲ τίποτε περισσότερον
ἀπὸ ὅσα ἐγνώριζον καὶ ἐκήρυττον.
|
7
ἀλλὰ τοὐναντίον ἰδόντες
ὅτι πεπίστευμαι τὸ εὐαγγέλιον
τῆς ἀκροβυστίας καθὼς Πέτρος
τῆς περιτομῆς·
|
7
Ἀλλὰ ἀντιθέτως, ὅταν εἶδαν
ὅτι ὁ Θεὸς μοῦ ἔχει ἐμπιστευθῆ
νὰ κηρύττω τὸ Εὐαγγέλιον εἰς
τοὺς ἀπεριτμήτους, ὅπως ὁ Πέτρος
εἰς τοὺς περιτμημένους Ἰουδαίους,
|
7
Ἀλλὰ τοὐναντίον ἐπείσθησαν καὶ
εἶδαν, ὅτι μοῦ ἐνεπιστεύθη ὁ
Θεὸς νὰ κηρύττω τὸ Εὐαγγέλιον εἰς
τοὺς ἀπεριτμήτους ἐθνικούς, καθὼς
καὶ ὁ Πέτρος εἰς τοὺς περιτμήμενους
Ἰουδαίους. |
8
ὁ γὰρ ἐνεργήσας Πέτρῳ
εἰς ἀποστολὴν τῆς περιτομῆς
ἐνήργησε καὶ ἐμοὶ εἰς
τὰ ἔθνη· |
8-διότι
ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος
εἶχε κάμει ἱκανὸν καὶ ἄξιον
τὸν Πέτρον νὰ εἶναι Ἀπόστολος
εἰς τοὺς Ἑβραίους, αὐτὸς
ἀξίωσε καὶ ἐμὲ νὰ κηρύττω
εἰς τὰ ἔθνη- |
8
Διότι ὁ αὐτὸς Κύριος, ὁ ὁποῖος
ἔκαμεν ἄξιον τὸν Πέτρον νὰ εἶναι
ἀπόστολος εἰς τοὺς περιτμήμενους Ἰουδαίους,
ἀξίωσε καὶ ἐμὲ νὰ ἀποσταλῶ
εἰς τοὺς ἐθνικούς. |
9
καὶ γνόντες τὴν χάριν τὴν δοθεῖσάν
μοι, Ἰάκωβος καὶ Κηφᾶς καὶ Ἰωάννης,
οἱ δοκοῦντες στῦλοι εἶναι, δεξιὰς
ἔδωκαν ἐμοὶ καὶ Βαρνάβᾳ
κοινωνίας, ἵνα ἡμεῖς εἰς τὰ
ἔθνη, αὐτοὶ δὲ εἰς τὴν
περιτομήν· |
9
καὶ ὅταν ἐγνώρισαν πλέον πολὺ
καλὰ τὴν χάριν, ποὺ μοῦ εἶχε
δοθῇ ἀπὸ τὸν Θεόν, ὁ Ἰάκωβος
καὶ ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἰωάννης,
οἱ ὁποῖοι θεωροῦνται-καὶ πολὺ
ὀρθῶς-ὅτι εἶναι στῦλοι τῆς
Ἐκκλησίας, ἐπείσθησαν πλέον
ἀπολύτως εἰς τὴν ἀποστολήν
μου. Ἔδωκαν δὲ εἰς ἐμὲ καὶ
τὸν Βαρνάβαν τὸ δεξί των χέρι,
διὰ νὰ ἐκφράσουν ἔτσι ὅτι
συμμετέχουν καὶ συμφωνοῦν ἀπολύτως
εἰς τὸ ἔργον μας, νὰ κηρύττωμεν
δηλαδὴ ἡμεῖς τὸ Εὐαγγέλιον
εἰς τὰ ἔθνη, αὐτοὶ δὲ
εἰς τοὺς Ἑβραίους.
|
9
Καὶ ἐπειδὴ ἐπληροφορήθησαν ἀπὸ
αὐτὰ τὰ πράγματα τὴν χάριν, ἡ
ὁποία μοῦ ἐδόθη ὑπὸ τοῦ
Θεοῦ, ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Κηφᾶς
καὶ ὁ Ἰωάννης, οἱ ὁποῖοι
θεωροῦνται ὅτι εἶναι στῦλοι στηρίζοντες
τὴν Ἐκκλησίαν, ἔδωκαν εἰς ἐμὲ
καὶ τὸν Βαρνάβαν τὰς δεξιὰς χεῖρας
των εἰς σημεῖον ἐπικοινωνίας καὶ ὁμονοίας,
καὶ συνεφώνησαν ἡμεῖς νὰ κηρύττωμεν
εἰς τοὺς ἐθνικούς, αὐτοὶ δὲ
νὰ κηρύττουν εἰς τοὺς περιτμημένους.
|
10
μόνον τῶν πτωχῶν ἵνα μνημονεύωμεν,
ὃ καὶ ἐσπούδασα αὐτὸ τοῦτο
ποιῆσαι. |
10
Μᾶς παρεκάλεσαν δὲ μόνον νὰ
ἐνθυμούμεθα τοὺς πτωχοὺς Χριστιανοὺς
τῆς Ἱερουσαλήμ, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον
ἰδιαιτέρως ἐφρόντισα μὲ πολλὴν
προθυμίαν νὰ τὸ κάμω.
|
10
Μᾶς συνέστησαν δὲ μόνον νὰ ἐνθυμούμεθα
τοὺς πτωχοὺς τῆς Ἐκκλησίας τῶν
Ἱεροσολύμων καὶ φροντίζωμεν περὶ αὐτῶν.
Αὐτὸ δὲ καὶ ἐπεμελήθην μὲ
ζῆλον νὰ τὸ ἐκτελέσω ἐπακριβῶς·
|
11
Ὅτε δὲ ἦλθε Πέτρος εἰς Ἀντιόχειαν,
κατὰ πρόσωπον αὐτῷ ἀντέστην,
ὅτι κατεγνωσμένος ἦν.
|
11
Ὅταν δὲ ἦλθεν ὁ Πέτρος εἰς
τὴν Ἀντιόχειαν, φανερὰ καὶ κατὰ
πρόσωπον τοῦ ἀντιστάθηκα καὶ
διεφώνησα μαζῆ του, διότι ἦτο ἀξιόμεμπτος
καὶ ἀξιοκατάκριτος. |
11
Ὅταν δὲ ἦλθεν ὁ Πέτρος εἰς τὴν
Ἀντιόχειαν, ἐπὶ παρουσίας τοῦ
ἀντέστην καὶ διεφώνησα πρὸς αὐτόν,
διότι ἦτο ἀξιοκατάκριτος. |
12
Πρὸ τοῦ γὰρ ἐλθεῖν τινας ἀπὸ
Ἰακώβου μετὰ τῶν ἐθνῶν
συνήσθιεν· ὅτε δὲ ἦλθον, ὑπέστελλε
καὶ ἀφώριζεν ἑαυτόν, φοβούμενος
τοὺς ἐκ περιτομῆς. |
12
Τὸ γεγονὸς ἔχει ὡς ἐξῄς·
Πρὶν ἔλθουν εἰς τὴν ἀντιόχειαν
μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς
τῶν Ἱεροσολύμων, ὅπου ἐπίσκοπος
ἦτο ὁ Ἰάκωβος, ὁ ἀδελφὸς
τοῦ Κυρίου, ὁ Πέτρος συνανεστρέφετο
καὶ ἔτρωγε ἐλεύθερα μαζῆ μὲ
τοὺς ἐξ ἐθνῶν Χριστιανούς. Ὅταν
ὅμως ἦλθαν ἐκεῖνοι, ἄλλαξε αὐτὸς
τακτικήν, ἀπέφευγε τοὺς ἐξ ἐθνῶν
Χριστιανοὺς καὶ ἐξεχώριζε τὸν
εὐατόν του, ἐπειδὴ ἐφοβεῖτο
μήπως σκανδαλίση τοὺς ἐξ Ἑβραίων
Χριστιανούς. |
12
Καὶ ἦτο ἀξιοκατάκριτος, διότι προτοῦ
νὰ ἔλθουν μερικοὶ ἀπὸ τοὺς
Χριστιανοὺς τῶν Ἱεροσολύμων, ὅπου
ὁ Ἰάκωβος ἦτο ἐπίσκοπος, συνέτρωγε
μὲ τοὺς ἐξ ἐθνῶν Χριστιανούς.
Ὅταν ὅμως ἦλθον οὖτοι, ἀπέφευγε
καὶ ἀπεχωρίζετο, φοβούμενος μήπως σκανδαλίση τοὺς
ἐξ Ἰουδαίων Χριστιανούς. |
13
Καὶ συνυπεκρίθησαν αὐτῷ καὶ
οἱ λιποὶ ᾿Ιουδαῖοι, ὥστε καὶ
Βαρνάβας συναπήχθη αὐτῶν τῇ
ὑποκρίσει. |
13
Καὶ μαζῆ μὲ αὐτὸν ὑπεκρίθησαν
ὅτι δὲν ἔχουν τάχα ἐπικοινωνίαν
μὲ τοὺς ἐξ ἐθνῶν Χριστιανοὺς
καὶ οἱ ἄλλοι Ἰουδαῖοι Χριστιανοί,
ὥστε καὶ αὐτὸς ἀκόμη ὁ
Βαρνάβας παρεσύρθη εἰς τὴν ὑποκρισίαν
των. |
13
Καὶ ὑπεκρίθησαν μαζί του καὶ οἱ
λοιποὶ ἐν Ἀντιοχείᾳ ἐξ Ἰουδαίων
Χριστιανοί, ὥστε συμπαρεσύρθη εἰς τὴν ὑποκρισίαν
των ἐκείνην καὶ αὐτὸς ἀκόμη
ὁ Βαρνάβας. |
14
Ἀλλ' ὅτε εἶδον ὅτι οὐκ ὀρθοποδοῦσι
πρὸς τὴν ἀλήθειαν τοῦ εὐαγγελίου,
εἶπον τῷ Πέτρῳ, ἔμπροσθεν πάντων·
εἰ σὺ Ἰουδαῖος ὑπάρχων
ἐθνικῶς ζῇς καὶ οὐκ ἰουδαϊκῶς,
τί τὰ ἔθνη ἀναγκάζεις ἰουδαΐζειν;
|
14
Ἀλλ' ὅταν εἶδα ἐγώ, ὅτι
δὲν βαδίζουν ὀρθῶς εἰς τὴν
προκειμένην περίστασιν ὡς πρὸς τὴν
ἀλήθειαν τοῦ Εὐαγγελίου, εἶπα
εἰς τὸν Πέτρον ἐμπρὸς εἰς
ὅλους· <Ἐὰν σύ, μολονότι
εἶσαι Ἰουδαῖος, ζῇς καὶ φέρεσαι
τώρα ποὺ ἔγινες Χριστιανὸς ὅπως
οἱ ἐξ ἐθνῶν Χριστιανοὶ καὶ
ὄχι ὅπως οἱ Ἰουδαῖοι, διατὶ
μὲ αὐτὸ ποῦ κάμνεις, θέλεις
νὰ ἀναγκάζῃς τώρα τοὺς
ἐξ ἐθνῶν Χριστιανούς, νὰ ὑποβληθοῦν
εἰς τὰ Ἰουδαϊκὰ ἔθιμα;
|
14
Ἀλλ’ ὅταν εἶδα ὅτι δὲν βαδίζουν
ὀρθῶς ὡς πρὸς τὴν ἀλήθειαν
τοῦ Εὐαγγελίου, εἶπα εἰς τὸν
Πέτρον ἐμπρὸς εἰς ὅλους: Ἐὰν
σύ, καίτοι εἶσαι ἐκ γενετῆς Ἰουδαῖος,
ζῇς καὶ πολιτεύεσαι τώρα, ποὺ ἔγινες
μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, ὅπως οἱ
ἐξ ἐθνικῶν Χριστιανοὶ καὶ ὄχι
ὅπως οἱ Ἰουδαῖοι, διατὶ μὲ
αὐτό, ποὺ κάνεις τώρα, ἀναγκάζεις
τοὺς ἐξ ἐθνῶν Χριστιανοὺς νὰ
ἀκολουθοῦν τὰ ἔθιμα καὶ τὰς
παραδόσεις τῶν Ἰουδαίων; |
15
Ἡμεῖς φύσει Ἰουδαῖοι καὶ
οὐκ ἐξ ἐθνῶν ἁμαρτωλοί,
|
15
Ἡμεῖς εἴμεθα ἐκ γενετῆς Ἰουδαῖοι
καὶ δὲν εἴμεθα ἀδιαφώτιστοι
ἁμαρτωλοὶ ἀπὸ τὰ ἔθνη,
|
15
Ἡμεῖς εἴμεθα ἐκ γενετῆς Ἰουδαῖοι
καὶ δὲν εἴμεθα ἐθνικοί, ποὺ
ἀγνοοῦν τὸν ἀληθῆ Θεὸν
καὶ δουλεύουν εἰς τὴν ἁμαρτίαν.
|
16
εἰδότες δὲ ὅτι οὐ δικαιοῦται
ἄνθρωπος ἐξ ἔργον νόμου ἐὰν
μὴ διὰ πίστεως Ἰησοῦ Χριστοῦ,
καὶ ἡμεῖς εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν
ἐπιστεύσαμεν, ἵνα δικαιωθῶμεν ἐκ
πίστεως Χριστοῦ καὶ οὐκ ἐξ ἔργων
νόμου, διότι οὐ δικαιωθήσεται ἐξ
ἔργων νόμου πᾶσα σάρξ.
|
16
Ἐπειδὴ ὅμως ἐγνωρίσαμεν καλὰ
ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν γίνεται δίκαιος,
δὲν ἀποκτᾷ τὴν δικαίωσιν ἐνώπιον
τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὰς τυπικὰς
διατάξεις τοῦ μωσαϊκοῦ Νόμου, ἀλλὰ
μόνον διὰ τῆς φωτισμένης ἐνεργείας
καὶ ἐνεργοῦ πίστεως εἰς τὸν
Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ ἡμεῖς
ἐπιστεύσαμεν εἰς τὸν Χριστὸν
Ἰησοῦν, διὰ νὰ γίνωμεν δίκαιοι
ἀπὸ τὴν πίστιν καὶ μὲ
τὴν πίστιν εἰς τὸν Χριστὸν καὶ
ὄχι ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ μωσαϊκοῦ
Νόμου. Διότι, ὅπως ἄλλωστε ἔχει
γραφῆ καὶ εἰς τὴν Παλαιὰν Διαθήκην,
<Δὲν θὰ δικαιωθῇ ποτὲ κανεὶς
ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ Νόμου>.
|
16
Ἐπειδὴ ὅμως ἐμάθαμεν ἀπὸ
τὴν προσωπικήν μας πεῖραν, ὅτι δὲν
γίνεται δίκαιος ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν
τήρησιν τῶν τυπικῶν διατάξεων τοῦ μωσαϊκοῦ
νόμου, ἀλλὰ μόνον διὰ μέσου τῆς πίστεως
εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ
ἡμεῖς ἐπιστεύσαμεν εἰς τὸν Ἰησοῦν
Χριστόν, διὰ νὰ γίνωμεν δίκαιοι ἀπὸ
τὴν πίστιν εἰς τὸν Χριστὸν καὶ
ὄχι ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ μωσαϊκοῦ
νόμου. Διότι, καθὼς ἀναφέρεται καὶ εἰς
τοὺς ψαλμούς, διὰ τῶν ἔργων τοῦ
νόμου δὲν θὰ δικαιωθῇ κανένας ἄνθρωπος.
|
17
Εἰ δὲ ζητοῦντες δικαιωθῆναι ἐν
Χριστῷ εὑρέθημεν καὶ αὐτοὶ
ἁμαρτωλοί, ἄρα Χριστὸς ἁμαρτίας
διάκονος; Μὴ γένοιτο. |
17
Ἐὰν δὲ ἡμεῖς, ἀφήσαντες
τὸν Νόμον καὶ ζητοῦντες νὰ ἐπιτύχωμεν
τὴν δικαίωσίν μας διὰ τῆς πίστεως
καὶ ἐπικοινωνίας μας μὲ τὸν
Ἰησοῦν Χριστόν, εὐρεθήκαμεν
εἰς τὸ κεφαλαιῶδες αὐτὸ θέμα
ἁμαρτωλοί, τότε ἔρχεται εἰς
τὸ στόμα τὸ παράλογον ἐρώτημα·
ἄρα γε ὁ Χριστὸς ποὺ μᾶς ἐκάλεσεν
εἰς αὐτὸν τὸν δρόμον, μᾶς
ἠπάτησε καὶ εἶναι ὑπηρέτης
ἁμαρτίας; Μὴ γένοιτο νὰ σκεφθῶμεν
ποτὲ τέτοιαν βλασφημίαν.
|
17
Ἀλλ’ ἐὰν ὑποθέσωμεν, ὅτι ἡ
τήρησις τοῦ νόμου εἶναι ἐπιβεβλημένη καὶ
συνεπῶς ἠμεῖς ποὺ ἀφήκαμεν
τὸν νόμον, ἡμαρτήσαμεν καὶ εὑρέθημεν
ἁμαρτωλοί, μόνον καὶ μόνον διότι ἐζητοῦμεν
νὰ δικαιωθῶμεν διὰ τῆς πίστεως καὶ
κοινωνίας μας μὲ τὸν Χριστόν, τότε γεννᾶται
τὸ ἄτοπον ἐρώτημα: Ἀραγε ὁ Χριστὸς
εἶναι ὑπηρέτης ἁμαρτίας, ἀφοῦ
αὐτὸς συνετέλεσε νὰ ἀφήσωμεν
τὸν νόμον; Μὴ γένοιτο νὰ εἴπωμεν μίαν
τέτοιαν βλασφημίαν. |
18
Εἰ γὰρ ἃ κατέλυσα ταῦτα πάλιν
οἰκοδομῶ, παραβάτην ἐμαυτὸν
συνίστημι. |
18
Διότι, ἐὰν ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα
ἔχω καταργήσει ὡς ἄχρηστα, δηλαδὴ
τὰ τυπικὰ ἔργα τοῦ μωσαϊκοῦ
Νόμου, αὐτὰ πάλιν ἐπαναφέρω
εἰς τὴν ἰσχὺν καὶ τὰ τηρῶ,
ἀποδεικνύω τὸν εὐατόν μου παραβάτην,
διότι ἔτσι ὁμολογῶ, ὅτι ἡ
προηγουμένη παραμέλησις τῶν τυπικῶν
διατάξεων τοῦ Νόμου ἦτο ἁμαρτία.
|
18
Καταλήγομεν δὲ ὠρισμένως εἰς τὴν
βλασφημίαν αὐτήν, ἐὰν δεχθῶμεν ὡς
ἀληθῆ τὴν ὑπόθεσιν, ποὺ ἐκάμαμεν.
Διότι, ἐὰν ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα
κατήργησα καὶ ἠθέτησα ὡς ἀνωφελῆ,
δηλαδὴ τὰς τυπικὰς διατάξεις τοῦ νόμου,
ταῦτα πάλιν τηρῶ ὡς ἀναγκαῖα
καὶ ἀπαραίτητα διὰ τὴν σωτηρίαν, μὲ
τὴν ἐπάνοδόν μου αὐτὴν εἰς τὴν
τήρησιν τοῦ νόμου ἀποδεικνύω παραβάτην τὸν
ἑαυτόν μου, διότι βεβαιῶ ἐμπράκτως, ὅτι
κακῶς προτήτερα ἠθέτησα τὸν νόμον,
καὶ ἡμάρτησα, ὅταν ἐπροτίμησα τὴν
διὰ τοῦ Χριστοῦ σωτηρίαν.
|
19
Ἐγὼ γὰρ διὰ νόμου νόμῳ
ἀπέθανον, ἵνα Θεῷ ζήσω.
|
19
Αὐτὸ ὅμως δὲν εἶναι ἀληθινό,
διότι ἐγὼ διὰ τοῦ Νόμου,
τὸν ὁποῖον κατήργησα καὶ ὁ
ὁποῖος καταδικάζει εἰς θάνατον
κάθε παραβάτην, ἔχω πλέον ἀποθάνει
δι' αὐτόν, διὰ νὰ ζήσω πλέον
ἐν τῷ Θεῷ, χάρις εἰς τὴν
πίστιν μου πρὸς τὸν Χριστόν.
|
19
Ἀλλ’ ὄχι· δὲν ἡμάρτησα, οὔτε
εἶμαι παραβάτης. Διότι ἐγὼ διὰ τοῦ
νόμου, τὸν ὁποῖον κατέλυσα καὶ ὁ
ὁποῖος τιμωρεῖ μὲ θάνατον κάθε παραβάτην
του, ἀπέθανον ὡς πρὸς τὸν νόμον, διὰ
νὰ ζήσω πρὸς δόξαν Θεοῦ.
|
20
Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι
ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ
Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν
σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ
υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός
με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ
ἐμοῦ. |
20
Ἐγὼ ἔχω σταυρωθῇ μαζῆ μὲ
τὸν Χριστὸν καὶ δὲν ζῶ πλέον
ἐγώ, ὁ παλαιὸς φυσικὸς ἄνθρωπος,
ἀλλὰ ζῇ μέσα μου ὁ Χριστός.
Αὐτὴν δὲ τὴν ζωήν ποὺ
ζῶ μέσα εἰς τὸ σῶμα μου τώρα,
τὴν ζῶ μὲ τὴν χάριν καὶ
τὴν δύναμιν τῆς πίστεως εἰς
τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος
μὲ ἔχει ἀγαπήσει καὶ παρέδωκε
τὸν εὐατόν του εἰς σταυρικὸν
θάνατον, διὰ τὴν σωτηρίαν μου.
|
20
Διὰ τοῦ βαπτίσματος ἔχω σταυρωθῆ καὶ
ἀποθάνει μαζὶ μὲ τὸν Χριστόν,
καὶ ἀφοῦ εἶμαι πεθαμένος, δὲν
ἔχει πλέον καμμίαν ἰσχὺν δι' ἐμὲ
ὁ νόμος. Ναί· ἔγινα κοινωνὸς τοῦ σταυρικοῦ
θανάτου τοῦ Χριστοῦ καὶ εἶμαι πεθαμένος,
δὲν ζῶ δὲ πλέον ἑγώ, ὁ παλαιὸς
δηλαδὴ ἄνθρωπος, ἀλλὰ ζῇ μέσα
μου ὁ Χριστός. Τὴν φυσικὴν δὲ ζωὴν
ποὺ ζῶ μέσα εἰς τὸ σῶμα μου
τώρα, ποὺ ἐπέστρεψα εἰς τὸν Χριστόν,
ζῶ ἐμπνεόμενος καὶ κυριαρχούμενος
ἀπὸ τὴν πίστιν εἰς τὸν Υἱόν
τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος μὲ
ἠγάπησε καὶ παρέδωκε τὸν ἑαυτόν του
διὰ τὴν σωτηρίαν μου. |
21
Οὐκ ἀθετῶ τὴν χάριν τοῦ
Θεοῦ· εἰ γὰρ διὰ νόμου
δικαιοσύνη, ἄρα Χριστὸς δωρεὰν ἀπέθανεν.
|
21
Ὄχι, δὲν ἀπορρίπτω τὴν χάριν
τοῦ Θεοῦ. Μὴ γένοιτο νὰ διαπράξω
ποτὲ τέτοιαν φοβερὰν ἀπερισκεψίαν.
Μένω εἰς τὴν χάριν. Διότι ἐὰν
ἡ δικαίωσις ἦτο ἔργον τοῦ Νόμου,
ἄρα ἦτο μάταιος καὶ ἀνωφελὴς
ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ
ὅμως εἶναι ἄτοπον καὶ βλάσφημον>.
|
21
Ὄχι· δὲν ἀπορρίπτω ὡς ἀνωφελῆ
τὴν χάριν, ποὺ μοῦ ἐχάρισεν
ὁ Θεός. Ὠρισμένως δὲ θὰ ἀθετήσω
τὴν χάριν ταύτην, ἐὰν ἐπανέλθω είς
τὸν νόμον. Διότι διὰ νὰ ἐπανέλθω εἰς
τὸν νόμον, σημαίνει ὅτι παραδέχομαι, ὅτι
ἠμπορῶ νὰ δικαιωθῶ καὶ νὰ
σωθῶ διὰ τοῦ νόμου. Ἀλλ’ ἐὰν
ἡ δικαίωσις τοῦ ἀνθρώπου ἐπιτυγχάνεται
διὰ τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου, ἕπεται ὅτι
ὁ Χριστὸς ἀπέθανε χωρὶς λόγον καὶ
ἦτο περιττὸς ὁ θάνατός του. |