Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ἀνόητοι Γαλάται, τίς ὑμᾶς
ἐβάσκανε τῇ ἀληθείᾳ μὴ
πείθεσθαι, οἷς κατ' ὀφθαλμοὺς Ἰησοῦ
Χριστὸς προεγράφη ἐν ὑμῖν ἐσταυρωμένος;
|
ἀνόητοι Γαλάται, ποιὸς σᾶς ἐβάσκανε,
ὥστε τώρα νὰ μὴ πείθεσθε καὶ
νὰ μὴ ὑπακούετε εἰς τὴν
ἀλήθειαν, σεῖς ἐμπρὸς εἰς
τὰ μάτια τῶν ὁποίων, ὁλοκάθαρα
καὶ ξάστερα παρεστάθη καὶ σὰν
νὰ ἐζωγραφήθη ὁ ἐσταυρωμένος
Ἰησοῦς Χριστός; |
ἀνόητοι Γαλάται, ποῖος σᾶς ἐβάσκανε
διὰ τὰς προόδους σας εἰς τὴν πίστιν
καὶ τὴν ἀρετήν, ὥστε τώρα νὰ
μὴ πείθεσθε εἰς τὴν ἀλήθειαν σεῖς,
ἐμπρὸς εἰς τὰ μάταα τῶν
ὁποίων καθαρὰ καὶ μὲ κάθε ἀκρίβειαν
ἐζωγραφήθη διὰ τοῦ κηρύγματος, ποὺ
ἐκάμαμεν μεταξύ σας ὁ Ἰησοῦς
Χριστὸς ἐσταυρωμένος;
|
2
Τοῦτο μόνο θέλω μαθεῖν ἀφ' ὑμῶ·
ἐξ ἔργων νόμου τὸ Πνεῦμα ἐλάβατε
ἢ ἐξ ἀκοῆς πίστεως;
|
2
Τοῦτο μόνον θέλω νὰ μάθω ἀπὸ
σᾶς· τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον,
τὰ πολλὰ καὶ θαυμαστὰ χαρίσματά
του, τὰ ἐλάβατε ἀπὸ τὰς
τυπικὰς διατάξεις τοῦ μωσαϊκοῦ Νόμου
ἢ τὰ ἐλάβατε ἀπὸ τὸ
κήρυγμα τῆς πίστεως ποὺ ἀκούσατε
καὶ ἐδεχθήκατε; |
2
Καὶ διὰ νὰ σᾶς πείσω, ὅτι μόνον
πονηρὰ καὶ διαβολικὴ συνεργία ἔφερε
τὴν σημερινὴν ὀπισθοδρομησν σας, δὲν
θὰ χρησιμοποιήσω πολλοὺς συλλογισμοὺς καὶ
ἀποδείξεις. Τοῦτο μόνον θέλω νὰ μάθω ἀπὸ
σᾶς. Τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
τὰ ἐλάβατε ἀπὸ τὴν τήρησιν
τῶν διατάξεων τοῦ νόμου ἢ διὰ μέσου
τοῦ κηρύγματος, εἰς τὸ ὁποῖον
ἐπιστεύσατε; Ἀναντιρρήτως τὰ ἐλάβατε,
διότι ἠκούσατε καὶ ἐπιστεύσατε εἰς
τὸ κήρυγμά μας. |
3
Οὕτως ἀνόητοί ἐστε; Ἐναρξάμενοι
πνεύματι νῦν σαρκὶ ἐπιτελεῖσθε;
|
3
Εἶσθε, λοιπόν, τόσον ἀνόητοι;
Ἀφοῦ ἀρχίσατε τόσον καλὰ
μὲ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, τώρα καταλήγετε εἰς τὰς
διατάξεις τοῦ Νόμου, ποὺ ἔχουν
νὰ κάμουν μὲ τὴν σάρκα καὶ
ὄχι μὲ τὸν ἁγιασμὸν τῆς
καρδίας; |
3
Εἶσθε λοιπὸν τόσον πολὺ ἀνόητοι; Ἀφοῦ
ἐκάματε ἀρχὴν μὲ τὴν χάριν
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καταλήγετε τώρα εἰς
τὴν τήρησιν τῶν διατάξεων τοῦ νόμου, ποῦ
ἔχουν νὰ κάμουν μὲ τὴν σάρκα καὶ
ὄχι μὲ τὴν ἀναγέννησιν τῆς καρδίας;
|
4
Τοσαύτα ἐπάθετε εἰκῆ; Εἶγε
καὶ εἰκῆ. |
4
Τόσας δωρεὰς καὶ εὐεργεσίας,
ποὺ ἐλάβατε ἀπὸ τὸ Πνεῦμα
τὸ Ἅγιον, ματαίως τὰς ἔχετε
λάβει; Ἐὰν βέβαια ἠμπορῇ
νὰ λεχθῇ ὅτι τὰς ἐλάβατε
ματαίως, διότι τὸ βέβαιον εἶναι
ὅτι, ἐὰν τὰς περιφρονήσετε,
θὰ γίνουν εἰς καταδίκην σας.
|
4
Τόσας εὐεργεσίας, ποὺ ἐλβατε μὲ τὰ
χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὰς εὐηργετήθητε
ἀνωφελῶς καὶ εἰς μάτην; Καὶ
εἴθε νὰ ἦσαν μόνον εἰς μάτην, ὄχι
δὲ καὶ πρὸς ζημίαν καὶ πνευματικὴν
κατάκρισίν σας. |
5
Ὁ οὖν ἐπιχορηγῶν ὑμῖν
τὸ Πνεῦμα καὶ ἐνεργῶν δυνάμεις
ἐν ὑμῖν, ἐξ ἔργων νόμου
ἢ ἐξ ἀκοῆς πίστεως;
|
5
Ὁ Θεός, λοιπόν, ὁ ὁποῖος
πλούσια σᾶς χορηγεῖ τὸ Πνεῦμα
τὸ Ἅγιον καὶ ἐνεργεῖ μεταξύ
σας θαύματα μεγάλα μὲ τὴν ἄπειρον
δύναμίν του, σᾶς χορηγεῖ καὶ
ἐνεργεῖ αὐτὰ ἀπὸ τὰ
ἔργα τοῦ Νόμου, ποὺ τάχα ἐπράξατε
ἢ ἀπὸ τὴν πίστιν εἰς τὸ
κήρυγμα ποὺ ἔχετε ἀκούσει;
|
5
Ὁ Θεὸς λοιπόν, ὁ ὁποῖος σᾶς
χορηγεῖ πλουσίως τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος καὶ ἐνεργεῖ μεταξύ σας ἔργα
ὑπερφυσικῆς δυνάμεως, σᾶς χορηγεῖ
καὶ ἐνεργεῖ ταῦτα λόγῳ τοῦ
ὅτι ἐτηρήσατε τὸν νόμον ἢ διότι ἐπιστεύσατε
εις τὸ κήρυγμα; Βεβαίως διότι ἐπιστεύσατε.
|
6
Καθὼς Ἀβραὰμ ἐπίστευσε τῷ
Θεῶ, καὶ ἐλογίσθη αὐτῷ
εἰς δικαιοσύνην. |
6
Ὁ Θεὸς σᾶς ἐχορήγησε τὸ
Πνεῦμα του διὰ τὴν πίστιν σας. Ὅπως
συνέβη καὶ μὲ τὸν Ἀβραάμ,
ὁ ὁποῖος <Ἐπίστευσεν εἰς
τὸν Θεὸν καὶ κατελογίσθη εἰς
τὸ ἐνεργητικόν του ἡ πίστις αὐτή,
ὥστε ὁ Θεὸς νὰ τοῦ δώσῃ
τὴν δικαίωσιν>. |
6
Καθὼς καὶ ὁ Ἀβραὰμ ἐπίστευσεν
εἰς τὸν Θεὸν καὶ ἐλογαριάσθη
εἰς αὐτὸν ἡ πίστις αὐτὴ
ἔτσι, ὥστε ὁ Θεὸς νὰ τὸν
δικαιώσῃ. |
7
Γινώσκετε ἄρα ὅτι οἱ ἐκ πίστεως,
οὗτοί εἰσιν υἱοὶ Ἀβραάμ.
|
7
Συνεπῶς γνωρίζετε, ὅτι τέκνα τοῦ
Ἀβραὰμ δὲν εἶναι ἐκεῖνοι,
οἱ ὁποῖοι τηροῦν τὰς διατάξεις
τοῦ Νόμου, ἀλλ' ὅσοι ἔχουν δεχθῇ
καὶ ζοῦν τὴν πίστιν εἰς τὸν
Χριστόν. |
7
Συνεπῶς μάθετε καὶ γνωρίζετε, ὅτι ὄχι
ἐκεῖνοι ποῦ τηροῦν τὸν νόμον,
ἀλλ’ ὅσοι κυριαρχοῦνται ἀπὸ
τὴν πίστιν, αὐτοὶ εἶναι τέκνα τοῦ
Ἀβραάμ. |
8
Προϊδοῦσα δὲ ἡ γραφὴ ὅτι ἐκ
πίστεως δικαιοῖ τὰ ἔθνη ὁ Θεός,
προευηγγελίσατο τῷ Ἀβραὰμ ὅτι
ἐνευλογηθήσονται ἐν σοὶ πάντα
τὰ ἔθνη. |
8
Ἐπειδὴ δὲ ἡ Ἁγία Γραφὴ
προεῖδεν ὅτι ἀπὸ τὴν πίστιν
καὶ διὰ μέσου τῆς πίστεως ἔμελλεν
ὁ Θεὸς νὰ δικαιώσῃ καὶ
σώσῃ τὰ ἔθνη, προανήγγειλε τὴν
χαρμόσυνον ἀγγελίαν εἰς τὸν
Ἀβραάμ, ὅτι <Διὰ σοῦ θὰ
εὐλογηθοῦν ὅλα τὰ ἔθνη> καὶ
ὄχι μόνον τὸ ἰουδαϊκόν.
|
8
Ἐπειδὴ δὲ ἡ Γραφὴ προεῖδεν,
ὅτι διὰ μέσου τῆς πίστεως μέλλει νὰ
δικαιώσῃ τοὺς ἐθνικοὺς ὁ Θεός,
προανήγγειλε τὸ χαρμόσυνον μήνυμα εἰς τὸν
Ἀβραάμ, ὅτι θὰ εὐλογηθοῦν διὰ
σοῦ ὄχι μόνον ἐν ἔθνος, τὸ ἰουδαϊκόν,
ἀλλ’ ὅλα τὰ ἔθνη.
|
9
Ὥστε οἱ ἐκ πίστεως εὐλογοῦνται
σὺν τῷ πιστῷ Ἀβραάμ.
|
9
Ὥστε παίρνουν τὰς εὐλογίας τοῦ
Θεοῦ καὶ εὐλογοῦνται μαζῆ μὲ
τὸν πιστὸν Ἀβραὰμ ὅσοι πιστεύουν,
εἴτε Ἑβραῖοι εἶναι εἴτε ἐθνικοί.
|
9
Διὰ νὰ λέγῃ δὲ ὁ Θεός, ὅτι
ὅλα τὰ ἔθνη θὰ εὐλογηθοῦν
διὰ μέσου τοῦ Ἀβραάμ, σημαίνει ὅτι
δὲν λογαριάζεται διόλου ἡ σαρκικὴ συγγένεια,
ἀλλ’ ὅσοι πιστεύουν, εἰς ὁποιονδήποτε
ἔθνος καὶ ἂν ἀνήκουν, εὐλογοῦνται
μαζὶ μὲ τὸν Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖος
ἠξιώθη τῆς εὐλογίας, διότι ἐπίστευσε.
|
10
Ὅσοι γὰρ ἐξ ἔργων νόμου εἰσίν,
ὑπὸ κατᾶραν εἰσί, γέγραπται
γάρ· ἐπικατάρατος πᾶς ὃς
οὐκ ἐμμένει ἐν πᾶσι τοῖς
γεγραμμένοις ἐν τῷ βιβλίῳ νόμου
τοῦ ποιῆσαι αὐτά. |
10
Διότι ὅσοι εὑρίσκονται κάτω
ἀπὸ τὰς τυπικὰς διατάξεις τοῦ
Νόμου, εὑρίσκονται ὑπὸ τὴν
κατᾶραν. Ἐπειδὴ εἰς αὐτὸν
τοῦτον τὸν Νόμον ἔχει γραφῆ·
<Εἶναι καταράμενος καθένας ποὺ
δὲν μένει πιστὸς καὶ δὲν τηρεῖ
ὅλα ὅσα εἶναι γραμμένα εἰς τὸ
βιβλίον τοῦ Νόμου>.
|
10
Μόνον δὲ διὰ τῆς πίστεως δίδονται αι εὐλογίαι.
Διότι ὅσοι βασίζονται εἰς τὰ ἔργα
τοῦ νόμου, διατελοῦν ὑπὸ κατᾶραν.
Διότι ἔχει γραφῆ εἰς αὐτὸν τὸν
νόμον: Εἶναι καταράμενος καθενας, ποὺ δὲν
μένει σταθερὸς εἰς ὅλα ἀνεξαιρέτως
τὰ γραμμένα εἰς τὸ βιβλίον τοῦ νόμου
διὰ νὰ ἐκτελεσῃ ἐπακριβῶς
αὐτά. |
11
Ὅτι δὲ ἐν νόμῳ οὐδεὶς
δικαιοῦται παρὰ τῷ Θεῷ, δῆλον·
ὁ δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται.
|
11
Ὅτι δὲ διὰ μέσου τοῦ μωσαϊκοῦ
Νόμου κανεὶς δὲν παίρνει τὴν
δικαίωσιν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ,
εἶναι φανερόν. Διότι εἰς αὐτὸν
τοῦτον τὸν Νόμον γράφεται, ὅτι
<Ὁ δίκαιος θὰ ζήσῃ καὶ
θὰ ἐπιτύχῃ τὴν σωτηρίαν
του διὰ τῆς πίστεως>. |
11
Ὅτι δὲ διὰ τοῦ νόμου κανεὶς
δὲν λαμβάνει τὴν δικαίωσιν ἐνώπιον τοῦ
Θεοῦ, εἶναι φανερόν. Διότι καθὼς λέγει αὐτὸς
ὁ νόμος: Ὁ δίκαιος θὰ ζήσῃ καὶ
θὰ σωθῇ διὰ τῆς πίστεως.
|
12
Ὁ δὲ νόμος οὐκ ἐστὶν ἐκ
πίστεως, ἀλλ' ὁ ποιήσας αὐτὰ
ἄνθρωπος ζήσεται ἐν αὐτοῖς.
|
12
Ὁ Νόμος ὅμως δὲν στηρίζεται
εἰς τὴν πίστιν καὶ δὲν δίδει
δικαίωσιν διὰ τῆς πίστεως, ἀλλ'
ὅπως γράφεται εἰς αὐτόν, <Ἐκεῖνος
ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἐτήρησεν ὅλα
τὰ προστάγματα τοῦ Νόμου, αὐτὸς
θὰ ζήσῃ δι' αὐτῶν>. (Κανεὶς
ὅμως δὲν ἠμπόρεσε οὔτε θὰ
ἠμπορέσῃ νὰ τηρήσῃ ὅλον
τὸν Νόμον, καὶ ἄρα ὅλοι εὑρίσκονται
ὑπὸ κατάραν ἐξ αἰτίας
τῶν παραβάσεων του). |
12
Ὁ νόμος ὅμως τὴν δικαίωσιν ποὺ ὑπόσχεται
δὲν τὴν βασίζει ἐπὶ τῆς πίστεως,
ἀλλὰ καθὼς λέγεται εἰς τὸ Λευϊτικόν:
Ἐκεῖνος ποῦ ἐποίησε καὶ ἐτήρησεν
αὐτά, δηλαδὴ τὰ προστάγματα τοῦ νόμου,
θὰ ζήσῃ δι’ αὐτῶν. Ποῖος ὅμως
τὰ ἐτήρησεν ὅλα; Κανείς. Ὅλοι λοιπὸν
ὡς παραβάται τοῦ νόμου διατελοῦμεν ὑπὸ
κατᾶραν. |
13
Χριστὸς ἡμᾶς ἐξηγόρασεν ἐκ
τῆς κατάρας τοῦ νόμου γενόμενος
ὑπὲρ ἡμῶν κατάρα· γέγραπται
γάρ· ἐπικατάρατος πᾶς ὁ
κρεμάμενος ἐπὶ ξύλου·
|
13
Ὁ Χριστὸς ὅμως μᾶς ἐξηγόρασεν
ἀπὸ αὐτὴν τὴν κατάραν
τοῦ Νόμου μὲ τὸ νὰ γίνῃ
ὁ ἴδιος χάριν ἡμῶν κατάρα
καὶ νὰ πληρώσῃ ὡς λύτρον
δι' ἡμᾶς τὸν σταυρικόν του θάνατον.
Διότι ἔχει γραφῆ εἰς τὴν Παλαιὰν
Διαθήκην· <Καταράμενος εἶναι καθένας
ποὺ κρεμᾶται καὶ πεθαίνει ἐπάνω
εἰς τὸ ξύλον τοῦ σταυροῦ>.
|
13
Ἀπὸ τὴν κατάραν δὲ αὐτὴν
τοῦ νόμου μας ἐξηγόρασεν ὁ Χριστὸς
καὶ ὡς λύτρα διὰ τὴν ἑξαγοράν
μας αὐτὴν κατέβαλε τὸ ὅτι ἔγινε
χάριν ἠμῶν καταραμένος. Καὶ ἔγινε
καταραμένος, διότι ἐκρεμάσθη εἰς τὸν
σταυρόν. Εἶναι δὲ γραμμένον: Καταράμενος νὰ
εἶναι καθένας, ποὺ κρέμεται καὶ πεθαίνει
ἐπάνω εἰς τὸ ξύλον.
|
14
ἵνα εἰς τὰ ἔθνη ἡ εὐλογία
τοῦ Ἀβραὰμ γένηται ἐν Χριστῷ
Ἰησοῦ, ἵνα τὴν ἐπαγγελίαν
τοῦ Πνεύματος λάβωμεν διὰ τῆς
πίστεως. |
14
Καὶ ἔγινε κατάρα, διὰ νὰ ἔλθῃ
εἰς τοὺς ἐθνικούς, διὰ μέσου
τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ εὐλογία
τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν Ἀβραάμ,
διὰ νὰ λάβωμεν ἡμεῖς, Ἰουδαῖοι
καὶ ἐθνικοί, διὰ μέσου τῆς
πίστεως τὴν εὐλογημένην ὑπόσχεσιν
περὶ τῶν ἀνεκτιμήτων δωρεῶν
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
|
14
Καὶ ἔτσι ἔγινεν ὁ Χριστὸς καταράμενος,
διὰ νὰ ἔλθῃ διὰ μέσου τοῦ
Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς τοὺς ἐθνικοὺς
ἡ εὐλογία, τὴν ὁποίαν ὁ Θεὸς
ὑπεσχέθη εἰς τὸν Ἀβραάμ, διὰ
νὰ λάβωμεν διὰ τῆς πίστεως τὸ Ἅγιον
Πνεῦμα, τὴν ἀνεκτίμητον αὐτὴν
εὐλογίαν, ποὺ μᾶς ὑπεσχέθη ὁ
Θεός. |
15
Ἀδελφοί, κατὰ ἄνθρωπον λέγω·
ὅμως ἀνθρώπου κεκυρωμένην διαθήκην
οὐδεὶς ἀθετεῖ ἢ ἐπιδιατάσσεται.
|
15
Ἀδελφοί, σᾶς φέρνω ἕνα παράδειγμα,
ἀπὸ ὅσα συμβαίνουν μεταξὺ τῶν
ἀνθρώπων. Διαθήκην ἀνθρώπου,
ἡ ὁποία μετὰ τὸν θάνατον
του ἔχει ἐλεχθῆ καὶ ἀναγνωρισθῆ
ὡς ἔγκυρος, κανένας δὲν τὴν
καταργεῖ ἢ δὲν προσθέτει καμμίαν
διάταξιν εἰς αὐτήν.
|
15
Ἀδελφοί, πρὸς περισσοτέραν σαφήνειαν σᾶς
ὁμιλῶ μὲ παραδείγματα, ὅπως συμβαίνουν
τὰ πράγματα εἰς τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ
θὰ χρησιμοποιήσω ἀνθρώπινον παράδειγμα, διὰ
νὰ σᾶς ἐξηγήσω, πῶς ἡ Ἐπαγγελία
αὐτή, ποὺ μᾶς ἔδωκεν ὁ
Θεὸς περὶ τῆς εὐλογίας, ἔχει
μεγαλυτέραν ἰσχὺν ἀπὸ τὸν νόμον.
Ἰδοὺ τὸ παράδειγμα: Διαθήκην ἀνθρώπου,
ποὺ ἀνεγνωρίσθη μετὰ τὸν θάνατόν του
ὡς γνησία καὶ ἔγκυρος, καίτοι αὕτη
εἶναι ἔγγραφον ἀνθρώπινον, ὅμως κανένας
δὲν τὴν καταργεῖ ἢ δὲν προσθέτει
κάτι εἰς αὐτήν. |
16
Τῷ δὲ Ἀβραὰμ ἐρρέθησα
αἱ ἐπαγγελίαι καὶ τῷ σπέρματι
αὐτοῦ· οὐ λέγει, καὶ τοῖς
σπέρμασιν, ὡς ἐπὶ πολλῶν, ἀλλ'
ὡς ἐφ' ἑνός, καὶ τῷ σπέρματί
σου, ὅς ἐστι Χριστός. |
16
Καὶ ὁ Θεὸς εἶχε συνάψει διαθήκην
μὲ τὸν Ἀβραάμ, ὅταν ἔδωκε
τὰς ὑποσχέσεις του <Εἰς αὐτὸν
καὶ εἰς τὸ σπέρμα του>. Δὲν
εἶπεν ὁ Θεὸς <Καὶ εἰς τὰ
σπέρματα αὐτοῦ>, διότι τότε
θὰ ἐπρόκειτο περὶ πολλῶν, ἀλλ'
ὡς ἐὰν ἐπρόκειτο-ὅπως
καὶ ἐπρόκειτο-περὶ ἑνὸς
μόνον, εἶπε, <Καὶς εἰς τὸ
σπέρμα σου>. εἰς τὸν ἀπόγονόν
σου. Αὐτὸς δὲ ὁ ἔνας ἀπόγονος
εἶναι ὁ Χριστός. |
16
Ἀλλὰ καὶ ὁ Θεὸς διαθήκην ἔκαμε
πρὸς τὸν Ἀβραάμ, ὅταν ἔδωκε
τὰς ὑποσχέσεις εἰς αὐτὸν καὶ
εἰς τὸ σπέρμα αὐτοῦ. Δὲν εἶπε
δὲ ὁ Θεὸς καὶ εἰς τὰ σπέρματα,
ὅπως θὰ ἔλεγεν, ἐὰν ἐπρόκειτο
περὶ πολλῶν ἀπογόνων. Ἀλλ’ εἶπεν
ὡς νὰ ἐπρόκειτο περὶ ἐνὸς
ἀπογόνου, εἰς τὸ σπέρμα σου, τὸ ὁποῖον
εἶναι ὁ Χριστός. |
17
Τοῦτο δὲ λέγω· διαθήκην προκεκυρωμένην
ὑπὸ τοῦ Θεοῦ εἰς Χριστὸν
ὁ μετὰ ἔτη τετρακόσια καὶ τριάκοντα
γεγονὼς νόμος οὐκ ἀκυροῖ, εἰς
τὸ καταργῆσαι τὴν ἐπαγγελίαν.
|
17
Ἰδοὺ τώρα ἡ σκέψις μου·
Τὴν διαθήκην αὐτήν, ποὺ εἶχεν
ἐπικυρωθῆ προηγουμένως ἀπὸ τὸν
Θεὸν μὲ ὅρκον καὶ ἀνεφέρετο
εἰς τὸν Χριστόν, ὁ Νόμος, ὁ
ὁποῖος ἐδόθη ἔπειτα ἀπὸ
τετρακόσια τριάντα ἔτη, δὲν τὴν
ἀκυρώνει-καὶ οὔτε ἠμπορεῖ
νὰ τὴν ἀκυρώση-ὥστε νὰ
καταργήσῃ τὴν ὑπόσχεσιν τοῦ
Θεοῦ. |
17
Ἐφαρμόζω τώρα τὸ προηγούμενον παράδειγμα καὶ
λέγω τὰ ἑξῆς: Τὴν διαθήκην αὐτήν,
ποῦ ἐπεκυρώθη προτήτερα ἀπὸ τὸν
Θεὸν μὲ ὅρκον καὶ ἀνεφέρετο
εἰς τὸν Χριστόν, δὲν ἠμπορεῖ
ὁ νόμος, ποὺ ἦλθεν ὕστερα ἀπὸ
τετρακόσια τριάντα ἔτη νὰ τὴν ἀκυρώσῃ,
ὥστε νὰ καταργήσῃ τὴν ὑπόσχεσιν
τοῦ Θεοῦ. Θὰ τὴν κατήργει δέ, ἐὰν
ἦτο δυνατὸν νὰ ἐπιτύχωμεν τὴν
κληρονομίαν διὰ τοῦ νόμου. |
18
Εἰ γὰρ ἐκ νόμου ἡ κληρονομία,
οὐκέτι ἐξ ἐπαγγελίας· τῷ
δὲ Ἀβραὰμ δι' ἐπαγγελίας κεχάρισται
ὁ Θεός. |
18
Θὰ τὸ ἔπραττεν ὅμως αὐτό,
ἐὰν ἡ δικαίωσις καὶ ἡ
κληρονομία τῆς αἰωνίου ζωῆς
ἦτο καρπὸς τῆς τηρήσεως τοῦ
νόμου καὶ ὄχι δωρεὰ ἀπὸ
τὴν ὑπόσχεσιν τοῦ Θεοῦ. Εἰς
τὸν Ἀβραὰμ ὅμως ἔχει χαρίσει
ὁ Θεὸς αὐτὴν τὴν δωρεάν,
διὰ τῆς ὑποσχέσεως ποὺ τοῦ
εἶχε δώσει. |
18
Διότι ἐὰν ἐκ τῆς τηρήσεως τοῦ
νόμου ἐπετυγχάνετο ἡ κληρονομία καὶ σωτηρία,
δὲν θὰ μᾶς ἐδίδετο πλέον αὕτη
ὡς δωρεὰ ἐξ ὑποσχέσεως, ἀλλὰ
θὰ μᾶς ἐδίδετο ὡς ἀνταμοιβὴ
καὶ μισθὸς τῆς τηρήσεως τοῦ νόμου.
Ἀλλ’ εἰς τὸν Ἀβραὰμ ἔχει
κάμει χαριστικὴν δωρεὰν ὁ Θεὸς
δι’ ὑποσχέσεως. |
19
Τί οὖν ὁ νόμος; Τῶν παραβάσεων
χάριν προσετέθη, ἄχρις οὐ ἔλθῃ
τὸ σπέρμα ὢ ἐπήγγελται, διαταγεὶς
δι' ἀγγέλων ἐν χειρὶ μεσίτου.
|
19
Καὶ λοιπόν, διατὶ τότε ἐδόθη
ὁ Νόμος; Προσετέθη ὁ Νόμος εἰς
τὴν ὑπόσχεσιν τοῦ Θεοῦ, ἐξ
αἰτίας τῶν παραβάσεών μας, διὰ
νὰ συναισθανώμεθα δηλαδὴ τὴν ἁμαρτωλότητα
καὶ ἐνοχἠν μας, νὰ ζητοῦμεν
δὲ καὶ νὰ περιμένωμεν ἀπὸ
τὸν Θεὸν τὴν λύτρωσίν μας, μέχρις
ὅτου ἔλθῃ ὁ εὐλογημένος
ἀπόγονος τοῦ Ἀβραάμ, ἐν
τῷ προσώπῳ τοῦ ὁποίου
θὰ ἐπραγματοποιοῦντο ὅλαι αἱ
ἐπαγγελίαι καὶ θὰ εὐλογοῦντο
ὅλα τὰ ἔθνη τῆς γῆς. Ὁ
δὲ Νόμος ἐκοινοποιήθη μὲ διαταγὰς
διὰ μέσου τῶν ἀγγέλων καὶ
ἐδόθη μὲ τὸ χέρι τοῦ Μωϋσέως,
ὡς μεσίτου. |
19
Ἀλλ’ ἀφοῦ ἐκ τῆς τηρήσεως τοῦ
νόμου δὲν ἐπιτυγχάνεται ἡ κληρονομία, γεννᾶται
τὸ ἐρώτημα: Πρὸς ποῖον λοιπὸν
σκοπὸν ἐδόθη ὁ νόμος; Ἀπάντησις: Προσετέθη
ὁ νόμος εἰς τὴν ἐπαγγελίαν, ἵνα
μὲ τὰς καθημερινάς μας παραβάσεις του ὁδηγηθῶμεν
εἰς συναίσθησιν τῆς ἐνοχῆς καὶ
ἀδυναμίας μας, μέχρις ὅτου ἔλθῃ ὁ
ἀπόγονος, χάριν τοῦ ὁποίου εἶχον δοθῇ
αἱ ἐπαγγελίαι. Ὁπότε ἡμεῖς μὲ
τὴν συναίσθησιν τῆς ἀθλιότητός μας
εὐκολώτερον θὰ ἐνεκολπούμεθα
τὸν ἀπόγονον τοῦ Ἀβραάμ, ἤτοι
τὸν Χριστόν, διὰ τοῦ ὁποίου μᾶς
δίδονται αἱ εὐλογίαι. Ἔτσι ὁ νόμος
εἶχε προσωρινὴν ἰσχύν. Διετάχθη δὲ
μὲ μεσολάβησιν ἀγγέλων καὶ ἐδόθη
διὰ χειρὸς τοῦ Μωϋσέως, ὡς μεσίτου
μεταξὺ Θεοῦ καὶ Ἰουδαίων.
|
20
Ὁ δὲ μεσίτης ἑνὸς οὐκ
ἐστίν, ὁ δὲ Θεὸς εἰς ἐστίν.
|
20
Ὁ δὲ μεσίτης δὲν εἶναι ἑνὸς
μόνον προσώπου, ἀλλὰ τουλάχιστον
δύο. Τὸ ἕνα δὲ πρόσωπον εἰς
τὴν περίστασιν αὐτὴν εἶναι ὁ
Θεός, τὸ δὲ ἄλλο οἱ Ἑβραῖοι,
οἱ ὁποῖοι ἔπρεπε νὰ τηρήσουν
κατὰ πάντα τὸν Νόμον, διὰ νὰ
ζήσουν διὰ μέσου αὐτοῦ. Τὸν
παρέβησαν ὅμως καὶ ἦσαν ὡς ἐκ
τούτου ἐπικατάρατοι.
|
20
Ὁ μεσίτης δὲ δὲν εἶναι ἐνός,
ἀλλὰ δύο τουλάχιστον προσώπων μεσολαβητής. Διὰ
νὰ πραγματοποιηθῇ δὲ ἡ συμφωνία, ποὺ
γίνεται μὲ τὸν μεσίτην, πρέπει καὶ τὰ
δύο πρόσωπα νὰ τηρήσουν τὰ συμφωνηθέντα. Ὁ
Θεὸς δὲ εἶναι τὸ ἓν πρόσωπον.
Διὰ νὰ ἐπέλθῃ λοιπὸν τὸ
ἀγαθὸν ἀποτέλεσμα τοῦ νόμου, ἔπρεπε
καὶ τὸ ἕτερον μέρος, οἱ ἄνθρωποι
δηλαδή, νὰ τηρήσουν τὴν συμφωνίαν ἐφαρμόζοντες
ἐπακριβῶς τὸν διὰ τοῦ μεσίτου
δοθέντα νόμον. Ἀλλ’ οἱ ἄνθρωποι παρέβαινον
τὸν νόμον καὶ ἐγίνοντο διὰ τοῦτο
ἐπικατάρατοι. |
21
Ὁ οὖν νόμος κατὰ τῶν ἐπαγγελιῶν
τοῦ Θεοῦ; Μὴ γένοιτο· εἰ
γὰρ ἐδόθη νόμος ὁ δυνάμενος
ζωοποιῆσαι, ὄντως ἂν ἐκ νόμου
ἦν ἡ δικαιοσύνη·
|
21
Ὁ Νόμος, λοιπόν, εἶναι ἐναντίον
τῶν ἐπαγγελιῶν τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ
ἔκαμε τοὺς ἀνθρώπους ἐξ αἰτίας
τῶν παραβάσεών των καταραμένους; Ὄχι
βέβαια. Διότι ἐὰν ἐδόθη
τέτοιος Νόμος, ὁ ὁποῖος θὰ
ἠδύνατο νὰ παρέχῃ αἰωνίαν
ζωήν, τότε θὰ ἠμπορούσαμεν νὰ
εἴπωμεν, ὅτι ἡ δικαίωσις τοῦ
ἀνθρώπου θὰ ἦτο ἔργον τοῦ
Νόμου. Τέτοιαν δικαίωσιν ὅμως δὲν
δίδει ὁ Νόμος καὶ ἄρα δὲν
καταργεὶ οὔτε καὶ ἀντιτίθεται
εἰς τὰς ἐπαγγελίας τοῦ Θεοῦ.
|
21
Ἀλλ’ ἀφοῦ ὁ νόμος εἶχεν ὡς
ἀποτέλεσμα τὸ νὰ γίνωνται οἱ ἄνθρωποι
ἐπικατάρατοι, γεννᾶται τὸ ἐρώτημα:
Ὁ νόμος λοιπὸν εἶναι ἐναντίος
πρὸς τὰς ἐπαγγελίας καὶ ὑποσχέσεις,
τὰς ὁποίας ἔδωκεν ὁ Θεὸς περὶ
τοῦ ὅτι θὰ ηὐλογοῦντο διὰ
μέσου τοῦ Ἀβραὰμ ὅλα τὰ ἔθνη;
Μὴ γένοιτο νὰ παραδεχθῇ κανεὶς τοῦτο.
Ὄχι. Ὁ νόμος δὲν ἀκυρώνει τὰς
ἐπαγγελίας τοῦ Θεοῦ. Διότι θὰ τὰς
ἠκύρωνε τότε μόνον, ἐὰν ἐδίδετο
τέτοιος νόμος, ποὺ θὰ ἠμποροῦσε νὰ
δώσῃ αἰωνίαν ζωὴν εὶς τὸν ἄνθρωπον.
Πράγματι τότε ἡ δικαίωσις θὰ συνετελεῖτο
ἀπὸ τὸν νόμον αὐτὸν καὶ
θὰ ἀκυρώνοντο αἱ ἐπαγγελίαι.
|
22
ἀλλὰ συνέκλεισεν ἡ γραφὴ τὰ
πάντα ὑπὸ ἁμαρτίαν, ἵνα
ἡ ἐπαγγελία ἐκ πίστεως Ἰησοῦ
Χριστοῦ δοθῇ τοῖς πιστεύουσι.
|
22
Ἀλλ' ὁ γραπτὸς Νόμος ἔκλεισεν
ὁλοτελῶς τὰ πάντα ὑπὸ
τὴν ἁμαρτίαν, ὥστε ἡ ἐπαγγελία
τῆς λυτρώσεως νὰ δοθῇ διὰ τῆς
πίστεως εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστόν,
εἰς ὅλους δηλαδὴ ποὺ πιστεύουν.
|
22
Τώρα ὅμως ἔγινε διὰ τοῦ νόμου
τὸ ἐντελῶς ἀντίθετον τῆς
δικαιώσεως. Ἔκλεισε δηλαδὴ ἐξ ὁλοκλήρου
ὁ γραπτὸς τοῦ Θεοῦ νόμος τὰ
πάντα ὑπὸ τὴν ἁμαρτίαν, διὰ
νὰ ποθήσουν οἱ ἄνθρωποι τὸν ἰατρὸν
καὶ σωτῆρα, καὶ ἔτσι ἡ εὐλογία,
ποὺ ὑπεσχεθη ὁ Θεός, νὰ δοθῇ
διὰ μέσου τῆς πίστεως εἰς τὸν Ἰησοῦν
Χριστὸν εἰς ὅλους, ὅσοι πιστεύουν.
|
23
Πρὸ δὲ τοῦ ἐλθεῖν τὴν
πίστιν ὑπὸ νόμον ἐφρουρούμεθα
συγκεκλεισμένοι εἰς τὴν μέλλουσαν
πίστιν ἀποκαλυφθῆναι. |
23
Πρὶν δὲ νὰ ἔλθῃ ἡ διὰ
τῆς πίστεως λύτρωσις καὶ σωτηρία,
ὅλοι ἐφρουρούμεθα ἀπὸ τὸν
Νόμον, κλεισμένοι καὶ περιμανδρωμένοι,
προοριζόμενοι διὰ τὴν πίστιν, ποὺ
ἔμελλε ἐν καιρῷ νὰ ἀποκαλυφθῇ.
|
23
Προτοῦ δὲ νὰ ἔλθῃ ἡ νέα
αὐτὴ κατάστασις, εἰς τὴν ὁποίαν
ἰσχύει πλέον ἡ πίστις, ἐφυλαττόμεθα ἀπὸ
τὸν νόμον κλεισμένοι καλὰ σὰν εἰς
κάποιον φρούριον διὰ νὰ καταφύγωμεν εἰς
τὴν πίστιν, ἡ ὁποία ἔμελλεν ἐν
καιρῷ νὰ ἀποκαλυφθῇ.
|
24
Ὥστε ὁ νόμος παιδαγωγός ἡμῶν
γέγονεν εἰς Χριστόν, ἵνα ἐκ
πίστεως δικαιωθῶμεν·
|
24
Ὥστε ὁ Νόμος ἔγινε παιδαγωγός μας,
ὁ ὁποῖος μᾶς ἐξεπαίδευε
καὶ μᾶς προπαρασκευάζε νὰ ποθήσωμεν
καὶ γνωρίσωμεν τὸν Χριστόν, ὥστε
νὰ πάρωμεν τὴν δικαίωσιν ἀπὸ
τὴν πίστιν. |
24
Ὥστε ὁ μωσαϊκὸς νόμος ἔγινε παιδαγωγός
μας, ὁ ὁποῖος μᾶς προπαρεσκεύαζεν
εἰς τὸ νὰ ποθήσωμεν καὶ γνωρίσωμεν
τὸν Χριστόν, διὰ νὰ λάβωμεν τὴν δικαίωσιν
ἐκ τῆς πρὸς αὐτὸν πίστεως.
|
25
ἐλθούσης δὲ τῆς πίστεως οὐκέτι
ὑπὸ παιδαγωγόν ἐσμεν.
|
25
Ἀπὸ τότε δέ ποὺ ἦλθεν
αὐτὴ ἡ πίστις, ποὺ ἦλθε
δηλαδὴ ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος
διὰ τῆς πίστεως εἰς αὐτὸν
μᾶς δίδει τὴν δικαίωσιν, δὲν
εἴμεθα πλέον κάτω ἀπὸ τὸν
παιδαγωγόν, δηλαδὴ κάτω ἀπὸ
τὸν Νόμον. |
25
Ὅταν δὲ ἦλθεν ἡ νέα κατάστασις, εἰς
τὴν ὁποίαν ἰσχύει ἡ πίστις, δὲν
εἴμεθα πλέον κάτω ἀπὸ τὴν παιδαγωγίαν
τοῦ νόμου. |
26
Πάντες γὰρ υἱοὶ Θεοῦ ἐστε
διὰ τῆς πίστεως ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ·
|
26
Διότι ὅλοι εἶσθε υἱοὶ τοῦ
Θεοῦ διὰ τῆς πίστεως εἰς τὸν
Ἰησοῦν Χριστόν, |
26
Διότι ὅλοι διὰ μέσου τῆς πίστεως εἰς
τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν ἐγίνατε
καὶ εἶσθε υἱοὶ τοῦ Θεοῦ
ἐνήλικες, ὥριμοι καὶ χειραφετημένοι.
|
27
ὅσοι γὰρ εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητι,
Χριστὸν ἐνεδύσασθε. |
27
ἐπειδὴ ὅσοι ἔχετε βαπτισθῆ εἰς
τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ ὁμολογεῖτε
ἔτσι αὐτὸν Σωτῆρα, ἐφορέσατε
τὸν Χριστὸν καὶ ἐνωθήκατε μὲ
αὐτόν. |
27
Εἶσθε δὲ υἱοὶ τοῦ Θεοῦ,
διότι ὅσοι ἐβαπτίσθητε εἰς τὸ
ὄνομα τοῦ Χριστοῦ πιστεύοντες εἰς
αὐτὸν ὡς σωτῆρα, ἐνεδύθητε
τὸν Χριστὸν καὶ ἠνώθητε μετ’
αὐτοῦ. |
28
Οὐκ ἑνὶ ᾿Ιουδαῖος οὐδὲ
Ἕλλην, οὐκ ἑνὶ δοῦλος οὐδὲ
ἐλεύθερος, οὐκ ἑνὶ ἄρσεν
καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς
εἰς ἔστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.
|
28
Δι' αὐτὸ καὶ εἰς τὴν νέαν
κατάστασιν, εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ
Χριστοῦ, δὲν ὑπάρχουν διαφραὶ
ἐθνικότητος, τάξεως καὶ φύλου.
Δὲν ὑπάρχει Ἰουδαῖος οὔτε
Ἕλλην, δὲν ὑπάρχει δοῦλος οὔτε
ἐλεύθερος, δὲν ὑπάρχει ἄρσεν
καὶ θύλυ, διότι ὅλοι σεῖς εἶσθε
ἔνας νέος ἄνθρωπος καὶ νέος
ὀργανισμός, διὰ μέσου τοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ. |
28
Δὲν ὑπάρχουν πλέον διαφοραὶ ἐθνικότητος
καὶ κοινωνικῆς τάξεως καὶ φύλου. Δὲν
ὑπάρχει πλέον διαφορὰ Ἰουδαίου καὶ
Ἕλληνος, δὲν ὑπάρχει διάκρισις δούλου καὶ
ἐλευθέρου· δὲν ὑπάρχει ἄρσεν καὶ
θῆλυ. Διότι ὅλοι σεῖς ἐγίνατε
εἷς νέος ἄνθρωπος διὰ τῆς ἑνώσεώς
σας μὲ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν.
|
29
Εἰ δὲ ὑμεῖς Χριστοῦ, ἄρα
τοῦ Ἀβραὰμ σπέρμα ἐστὲ
καὶ κατ' ἐπαγγελίαν κληρονόμοι.
|
29
Ἐὰν δὲ σεῖς οἱ ἐθνικοί,
ποὺ ἐπιστεύσατε, ἀνήκετε εἰς
τὸν Χριστόν, ἄρα εἶσθε πνευματικοὶ
ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραὰμ καὶ
σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεσιν, ποὺ
ὁ Θεὸς ἔδωσεν εἰς αὐτόν,
κληρονόμοι τῶν εὐλογιῶν.
|
29
Ἐὰν δὲ σεῖς, οἱ ἐξ ἐθνῶν
Χριστιανοί, ἀνήκετε εἰς τὸν Χριστόν,
ἄρα διὰ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι
ὁ εὐλογημένος ἀπόγονος τοῦ Ἀβραάμ,
εἶσθε καὶ σεῖς ἀπόγονοι τοῦ
Ἀβραὰμ καὶ σύμφωνα μὲ τὴν ἐπαγγελίαν
εἶσθε κληρονόμοι τῆς εὐλογίας. |