Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
έγω
δέ, ἐφ' ὅσον χρόνον ὁ κληρονόμος
νήπιός ἐστιν, οὐδὲν διαφέρει
δούλου, κύριος πάντων ὤν, |
ᾶς
λέγω δὲ καὶ τοῦτο· ὅτι
ὅσον χρόνον ὁ κληρονόμος εἶναι
νήπιος καὶ ἀνήλικος, δὲν διαφέρει
τίποτε ἀπὸ τὸν δοῦλον, καίτοι
εἶναι κύριος ὅλης τῆς κληρονομίας.
|
αὶ
διὰ νὰ σᾶς διασαφήσω τὴν ἀλήθειαν
αὐτήν, χρησιμοποιῶ ἄλλο ἓν παράδειγμα.
Λέγω δὲ τοῦτο: Ἐφ’ ὅσον χρόνον κάθε
κληρονόμος εἶναι ἀνήλικος, δὲν διαφέρει
εἰς τίποτε ἀπὸ δοῦλον, καίτοι εἶναι
κύριος ὅλης τῆς πατρικῆς περιουσίας, τὴν
ὁποίαν ἐκληρονόμησε. |
2
ἀλλὰ ὑπὸ ἐπιτρόπους ἐστὶ
καὶ οἰκονόμους ἄχρι τῆς προθεσμίας
τοῦ πατρός. |
2
Ἀλλ' εὑρίσκεται πάντοτε κάτω
ἀπὸ τὴν κηδεμονίαν καὶ τὴν
ἐξουσίαν τῶν ἐπιτρόπων, ποὺ
τὸν ἐκπροσωποῦν, καὶ κάτω ἀπὸ
τοὺς οἰκονόμους, ποὺ διαχειρίζονται
τὴν κληρονομίαν, μέχρι τῆς προσθεμίας,
ποὺ ἔχει ὁρίσει μὲ τὴν
διαθήκην του ὁ πατήρ.
|
2
Καὶ δὲν διαφέρει ἀπὸ δοῦλον,
διότι εἶναι μὲν κύριος τῆς πατρικῆς
κληρονομίας, ἀλλ’ εἶναι κάτω ἀπὸ ἐπιτρόπους,
ποὺ τὸν κηδεμονεύουν, καὶ κάτω ἀπὸ
οἰκονόμους ποὺ θὰ διαχειρίζωνται τὴν
πατρικὴν περιουσίαν, μέχρι τοῦ χρόνου, τὸν
ὁποῖον ὥρισεν ὁ διαθέτης πατήρ.
|
3
Οὕτω καὶ ἡμεῖς, ὅτε ἦμεν
νήπιοι, ὑπὸ τὰ στοιχεῖα τοῦ
κόσμου ἦμεν δεδουλωμένοι·
|
3
Ἔτσι καὶ ἡμεῖς οἱ Χριστιανοί,
ἐφ' ὅσον διαρκοῦσε ἡ νηπιακή μας ἡλικία,
ἀπὸ πνευματικῆς ἀπόψεως, ἤμεθα
ὑποδουλωμένοι κάτω ἀπὸ τὰς
στοιχειώδεις διατάξεις τοῦ μωσαϊκοῦ
Νόμου καὶ τῶν ἄλλων θρησκειῶν,
ποὺ ἔχουν οἱ ἄνθρωποι τῆς ἀγνοίας.
|
3
Ἔτσι καὶ ἡμεῖς οἱ Χριστιανοί,
ὅταν ἤμεθα εἰς νηπιώδη πνευματικὴν
κατάστασιν, ἤμεθα δουλωμένοι κάτω ἀπὸ τὴν
στοιχειώδη καὶ ἀνεπαρκῆ θρησκευτικὴν
γνῶσιν, ποὺ ἔχει ὁ κόσμος τῶν
ἀτελῶν καὶ παχυλῶν ἀνθρώπων.
|
4
ὅτε δὲ ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ
χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς
ἐκ γυναικός, γενόμενον ὑπὸ νόμον,
|
4
Ὅταν δὲ συνεπληρώθη ὁ χρόνος
καὶ ἦλθεν ὁ κατάλληλος καιρός,
ποὺ εἶχεν ὁρισθῇ μέσα εἰς
τὸ θεῖον σχέδιον, ἔστειλεν ὁ
Θεός, ἀπὸ τὸν οὐρανὸν
εἰς τὴν γῆν, τὸν Υἱόν του, ὁ
ὁποῖος ἔλαβε σάρκα ἀνθρωπίνην
διὰ μέσου παρθένου γυναικὸς καὶ
ὑπετάχθη θεληματικὰ εἰς τὸν
μωσαϊκὸν Νόμον. |
4
Ὅταν ὅμως συνεπληρώθη ὁ χρόνος, ποὺ
εἶχεν ὁρίσει ἡ πανσοφία τοῦ
Θεοῦ, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν
Υἱόν του εἰς τὸν κόσμον, ὁ ὁποῖος
ἔγινεν ἄνθρωπος ἀπὸ γυναῖκα,
καὶ συνεμορφώθη πρὸς τὸν μωσαϊκὸν
νόμον, |
5
ἵνα τοὺς ὑπὸ νόμον ἐξαγοράση,
ἵνα τὴν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν.
|
5
Καὶ τοῦτο, διὰ νὰ ἐξαγοράσῃ
ἐκείνους ποὺ εὑρίσκοντο κάτω
ἀπὸ τὴν κατάραν τοῦ Νόμου,
διὰ νὰ πάρωμεν ὅλοι τὴν υἱοθεσίαν,
ποὺ μᾶς εἶχεν ὑποσχεθὴ ὁ
Θεός. |
5
διὰ νὰ ἑξαγοράσῃ ἐκείνους,
ποὺ ἦσαν ὑπὸ τὴν κατάραν τοῦ
μωσαϊκοῦ νόμου, διὰ νὰ λάβωμεν τὴν
υἱοθεσίαν, ποὺ ὁ Θεὸς μᾶς εἶχεν
ὑποσχεθῆ. |
6
Ὅτι δὲ ἔστε υἱοί, ἐξαπέστειλεν
ὁ Θεὸς τὸ Πνεῦμα τοῦ υἱοῦ
αὐτοῦ εἰς τὰς καρδίας ὑμῶν,
κρᾶζον· ἀββᾶ ὁ πατήρ.
|
6
Ἀκριβῶς δὲ διότι τώρα εἶσθε
υἱοὶ τοῦ Θεοῦ, διὰ τοῦτο
ἔστειλεν ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸν
οὐρανὸν τὸ Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ
του εἰς τὰς καρδίας σας, ὥστε νὰ
σᾶς δίδῃ τὸ προνόμιον καὶ
τὴν χάριν, νὰ ἀπευθύνεσθε πρὸς
τὸν Θεὸν κράζοντες· Ἀββᾶ,
δηλαδὴ Πατέρα μας. |
6
Ναί· δὲν εἶσθε πλέον δοῦλοι, ἀλλὰ
υἱοὶ τοῦ Θεοῦ. Διότι δὲ εἶσθε
υἱοὶ τοῦ ἐπουρανίου Πατρός, διὰ
τοῦτο ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸ
Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ του εἰς τὰς
καρδίας σας, τὸ ὁποῖον δίδει τὴν πληροφορίαν
καὶ τὴν παρρησίαν νὰ ἀπευθύνεσθε εἰς
τὸν Θεὸν μὲ τὴν κραυγὴν καὶ
ἐπίκλησιν: Ἀββᾶ, δηλαδὴ πάτερ.
|
7
Ὥστε οὐκέτι εἰ δοῦλος, ἀλλ'
υἱός· εἰ δὲ υἱός,
καὶ κληρονόμος Θεοῦ διὰ Χριστοῦ.
|
7
Ὥστε σύμφωνα μὲ αὐτὰ σύ,
ὁ Χριστιανός, δὲν εἶσαι πλέον
δοῦλος τῶν στοιχείων τοῦ κόσμου,
ἀλλ' υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Ἐὰν
δὲ εἶσαι υἱὸς τοῦ Θεοῦ,
εἶσαι κατὰ συνέπειαν καὶ κληρονόμος
τοῦ Θεοῦ διὰ μέσου τοῦ ἰησοῦ
Χριστοῦ. |
7
Ὥστε σύμφωνα μὲ τὰ λεχθέντα σύ, ποὺ
ἐπίστευσες εἰς τὸν Χριστόν, δὲν
εἶσαι πλέον δοῦλος, ἀλλ’ εἶσαι κατὰ
χάριν υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Ἐὰν
δὲ εἶσαι υἱός, εἶσαι συγχρόνως καὶ
κληρονόμος τοῦ Θεοῦ. Γίνεσαι δὲ κληρονόμος
διὰ μέσου τοῦ Χριστοῦ.
|
8
Ἀλλὰ τότε, μὲν οὐκ εἰδότες
Θεὸν ἐδουλεύσατε τοῖς μὴ φύσει
οὖσι Θεοῖς·
|
8
Ἀλλὰ τότε μέν, εἰς τὴν
ἐποχὴν τῆς ἀγνοίας καὶ
εἰδωλολατρίας σας, ποὺ δὲν εἴχατε
γνωρίσει τὸν ἀληθινὸν Θεόν,
ἐδουλεύσατε εἰς θεούς, οἱ ὁποῖοι
εἰς τὴν πραγματικότητα δὲν εἶναι
θεοί. |
8
Ἀλλὰ τότε μέν, ὅταν ἦσθε εἰς
τὸ σκότος τῆς εἰδωλολατρείας, ἐπειδὴ
δὲν ἐγνωρίζατε Θεόν, ἐδουλεύσατε εἰς
θεούς, ποὺ δὲν εἶναι πραγματικοὶ θέοι.
|
9
νῦν δὲ γνόντες Θεόν, μᾶλλον
δὲ γνωσθέντες ὑπὸ Θεοῦ, πῶς
ἐπιστρέφετε πάλιν ἐπὶ τὰ
ἀσθενῆ καὶ πτωχὰ στοιχεῖα, οἷς
πάλιν ἄνωθεν δουλεύειν θέλετε;
|
9
Τώρα ὅμως ποὺ ἐγνωρίσατε τὸν
ἀληθινὸν Θεόν, ἡ μᾶλλον ἔχετε
γνωρισθῇ καὶ ἀναγνωρισθῆ ἀπὸ
τὸν Θεὸν ὡς παιδιά του, πῶς
ξαναγυρίζετε πάλιν εἰς τὰ ἀτελῆ
καὶ ἀδύνατα καὶ φτωχὰ στοιχεῖα
τῆς εἰδωλολατρικῆς θρησκείας καὶ
τῶν τυπικῶν διατάξεων τοῦ Νόμου,
εἰς τὰ ὁποῖα θέλετε, ὅπως
καὶ πρίν, νὰ ὑποδουλωθῆτε πάλιν;
|
9
Τώρα ὅμως, ποὺ ἐγνωρίσατε τὸν ἀληθινὸν
Θεόν, ἢ διὰ νὰ εἴπω καλύτερα, τώρα
ποὺ ἐγνωρίσθητε ὑπὸ τοῦ Θεοῦ
ὡς τέκνα του, πῶς ἐπιστρέφετε πάλιν εἰς
τὴν στοιχειώδη καὶ ἀτελῆ θρησκευτικὴν
διδασκαλίαν, τὴν πτωχὴν καὶ ἀδύνατον
καὶ ἀνίκανον νὰ σᾶς σώσῃ,
εἰς τὴν ὁποίαν πάλιν καὶ ἐξ
ἀρχῆς, ὅπως προτήτερα, θέλετε καὶ
τώρα νὰ δουλεύετε; |
10
Ἡμέρας παρατηρεῖσθε καὶ μῆνας
καὶ καιροὺς καὶ ἐνιαυτούς;
|
10
Ἔξετάζετε τώρα καὶ φυλάσσετε,
ὅπως οἱ Ἕβραῖοι, ὡρισμένας
ἡμέρας τῆς ἐβδομάδος καὶ
μῆνας καὶ ἐποχὰς τοῦ ἔτους
καὶ ἑορτὰς τῶν ἐτῶν;
|
10
Ἔτσι ἐκαταντήσατε νὰ φυλάττετε τὰς
ἡμέρας ἐκείνας τῆς ἑβδομάδος, τὰς
ὁποίας καὶ οἱ Ἑβραῖοι, καὶ
τὰς ἑορτὰς ἐκάστου μηνὸς
καὶ τὰς ἐορτασίμους ἐποχὰς
καὶ τὰς ἑορτὰς τῶν ἐτῶν.
|
11
Φοβοῦμαι ὑμᾶς μήπως εἰκῆ
κεκοπίακα εἰς ὑμᾶς.
|
11
Φοβοῦμαι, μήπως ματαίως καὶ ἀνωφελῶς
ἔχω κοπιάσει διὰ σᾶς.
|
11
Σᾶς φοβοῦμαι, μήπως ματαίως ἐκοπίασα
διὰ σᾶς. |
12
Γίνεσθε ὡς ἐγώ, ὅτι κἀγὼ
ὡς ὑμεῖς, ἀδελφοί, δέομαι
ὑμῶν. Οὐδὲν μὲ ἠδικήσατε.
|
12
Θελῆστε, ἀδελφοί, νὰ γίνετε
ὅπως τώρα εἶμαι ἐγώ, ὁ
ὁποῖος ἄλλοτε ἤμουν ὅπως σεῖς
τώρα, (καὶ ἐπρόσεχα μὲ πολὺν
ζῆλον τὰς διατάξεις τοῦ Νόμου,
τὰς ἑβραϊκὰς ἑορτὰς καὶ
τὰ ἄλλα ἰουδαϊκὰ ἔθιμα, τὰ
ὁποῖα ὅμως τώρα ἔχω ἀποκηρύξει
καὶ ἀκολουθῶ τὸν Χριστόν). Σᾶς
παρακαλῶ διὰ τοῦτο, ἀδελφοί·
δὲν μὲ ἔχετε ἀδικήσει εἰς
τίποτε, (ὥστε ἐγὼ νὰ θέλω
νὰ σᾶς βλάψω. Ἐξ ἀντιθέτου,
ἐγὼ σᾶς ἀγαπῶ καὶ ποθῶ
πάντοτε τὸ καλόν σας). |
12
Λάβετε παράδειγμα ἐμὲ καὶ γίνεσθε ὅμοιοι
μὲ ἑμέ, διότι καὶ ἐγὼ ἄλλοτε
ἤμην ζηλωτὴς τοῦ νόμου, καθὼς θέλετε
νὰ γίνετε καὶ σεῖς τώρα, ἀδελφοί.
Σᾶς παρακαλῶ, ὅπως ἐγὼ ἀπεκήρυξα
τὰς τυπικὰς διατάξεις τοῦ νόμου καὶ
προσεκολλήθην εἰς τὸν Χριστόν, ἔτσι νὰ
γίνετε καὶ σεῖς. Δὲν μὲ ἠδικήσατε
εἰς τίποτε, ὥστε νὰ θέλω τὸ κακόν
σας καὶ νὰ σᾶς ὁμιλῶ ἐκ
πάθους. Τοὐναντίον ἔχω λόγους νὰ σᾶς
ἀγαπῶ πολύ. |
13
Οἴδατε δὲ ὅτι δι' ἀσθένειαν
τῆς σαρκὸς εὐηγγελισάμην ὑμῖν
τὸ πρότερον, |
13
Ξεύρετε ἄλλωστε, ὅτι ἕνεκα σωματικῆς
ἀσθενείας ἔμεινα μεταξύ σας, καθὼς
ἐπερνοῦσα ἀπὸ τὴν χώρα
σας, καὶ ἐκύρυξα εἰς σᾶς πρώτην
φορὰν τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ.
|
13
Διότι ἠξεύρετε, ὅτι λόγῳ ἀσθενείας
τοῦ σώματός μου ἠναγκάσθην νὰ μείνω μεταξύ
σας καὶ ἐκήρυξα εἰς σᾶς τὸ εὐαγγέλιον,
ὅταν διὰ πρώτην φορὰν ἦλθον πρὸς
σᾶς. |
14
καὶ τὸν πειρασμόν μου τὸν ἐν
τῇ σαρκί μου οὐκ ἐξουθενήσατε
οὐδὲ ἐξεπτύσατε ἀλλ' ὡς
ἄγγελος Θεοῦ ἐδέξασθέ με, ὡς
Χριστὸν Ἰησοῦν. |
14
Καὶ τὴν θλῖψιν μου αὐτὴν τὴν
σωματικὴν δὲν τὴν περιφρονήσατε, οὔτε
καὶ μὲ ἀηδιάσατε, ἀλλὰ
τοὐναντίον μὲ ἐδέχθητε σὰν
ἄγγελον Θεοῦ, σὰν αὐτὸν τὸν
Ἰησοῦν Χριστόν. |
14
Καὶ σεῖς τότε τὸν πειρασμόν μου, τὸν
ὁποῖον εἶχον εἰς τὸ σῶμά
μου, δὲν ἐξουθενήσατε, οὔτε μὲ
ἀηδιάσατε δι’ αὐτόν, ἀλλὰ μὲ
ἐδέχθητε σὰν ἄγγελον Θεοῦ, ὅπως
θὰ ἐδέχεσθε τὸν Ἰησοῦν Χριστόν.
|
15
Τίς οὖν ἦν ὁ μακαρισμὸς ὑμῶν;
Μαρτυρῶ γὰρ ὑμῖν ὅτι εἰ
δυνατὸν τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν
ἐξορύξαντες ἂν ἐδώκατέ
μοι. |
15
Τί ἔγινε, λοιπόν, ὁ μακαρισμός σας
ἐκ μέρους τῶν ἀνθρώπων, ποὺ
μὲ ἐδεχθήκατε μὲ τέτοιαν διάθεσιν
καὶ προθυμίαν; Διότι, τὸ καταθέτω
πρὸς τιμήν σας, ὅτι ἂν ἦτο δυνατὸν
καὶ αὐτὰ ἀκόμη τὰ μάτια
σας θὰ τὰ ἐβγάζατε καὶ θὰ
μοῦ τὰ ἐδίδατε. Τόσον πολὺ
μὲ εἴχατε ἐκτιμήσει καὶ ἀγαπήσει.
|
15
Πόσον λοιπὸν μεγάλος ἦτο ὁ μακαρισμός, τὸν
ὁποῖον σᾶς ἐμακάριζαν διὰ τὴν
διάθεσιν καὶ προθυμίαν, ποὺ ἐδείξατε τότε
εἰς ἑμέ; Δικαίως δὲ σᾶς ἐπαινοῦσαν
καὶ σᾶς ἐμακάριζαν. Διότι δίδω
μαρτυρίαν διὰ σᾶς, ὅτι ἂν ἦτο
δυνατὸν καὶ τὰ μάτια σας ἀκόμη
θὰ ἐβγάζατε καὶ θὰ μοῦ
τὰ ἐδίδατε. Τόσον πολὺ μὲ ἠγαπᾶτε.
|
16
Ὥστε ἐχθρὸς ὑμῶν γέγονα
ἀληθεύων ὑμῖν; |
16
Ὥστε ἔχω γίνει τώρα ἐχθρός σας,
ἐπειδὴ σᾶς λέγω τὴν ἀλήθειαν;
|
16
Ὥστε τώρα ἔγινα ἐχθρός σας, ἐπειδὴ
σᾶς λέγω τὴν ἀλήθειαν;
|
17
Ζηλοῦσιν ὑμᾶς οὐ καλῶς, ἀλλὰ
ἐκκλεῖσαι ὑμᾶς θέλουσιν, ἵνα
αὐτοὺς ζηλοῦτε. |
17
Διατὶ πείθεσθε εἰς τοὺς ψευδοδιδασκάλους;
Αὐτοὶ δεικνύουν ζῆλον γιὰ σᾶς,
ὄχι βέβαια διὰ τὸ καλόν σας, ἀλλὰ
διότι θέλουν νὰ σᾶς ἀποκλείσουν
ἀπὸ τὴν ὀρθὴν πίστιν τοῦ
Χριστοῦ, διὰ νὰ δεικνύετε ζῆλον
καὶ ὑπακοὴν εἰς αὐτοὺς
τοὺς ἰδίους καὶ νὰ γίνετε
ἔτσι ὄργανα ἐξυπηρετήσεως των.
|
17
Οἱ ψευδοδιδάσκαλοι δεικνύουν ζῆλον καὶ ἐνδιαφέρον
πρὸς σᾶς ὄχι πρὸς καλὸν σκοπόν,
ἀλλὰ θέλουν νὰ σᾶς ἀποκλείσουν
ἀπὸ τὸ ἀληθὲς εὐαγγέλιον,
διὰ νὰ δεικνύετε ζῆλον καὶ ἀφοσίωσιν
εἰς αὐτούς. |
18
Καλὸν δὲ τὸ ζηλοῦσθαι ἐν καλῷ
πάντοτε καὶ μὴ μόνον ἐν τῷ
παρεῖναί με πρὸς ὑμᾶς.
|
18
Καλὸν εἶναι τὸ νὰ εἶσθε πάντοτε
ζηλευτοὶ καὶ ἀξιομίμητοι, εἰς
τὸ καλὸν ὅμως καὶ τὸ σύμφωνον
πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καὶ
αὐτὸ πρέπει νὰ γίνεται πάντοτε,
καὶ ὄχι μόνον ὅταν ἐγὼ
εὑρίσκωμαι μαζῆ σας.
|
18
Εἶσθε δηλαδὴ ζηλευτοὶ καὶ ποθητοί.
Καλὸν δὲ εἶναι νὰ γίνεσθε ζηλευτοὶ
πράττοντες τὸ καλὸν καὶ προοδεύοντες εἰς
τὴν ἀρετὴν πάντοτε καὶ ὄχι μόνον
ὅταν εἶμαι παρών. Σᾶς γράφω ἔτσι,
διότι τώρα, ποῦ εἶμαι ἀπών, ἐξεφύγατε
ἀπὸ τὸν δρόμον, ποὺ σᾶς κάνει
ἀληθινὰ ζηλευτούς. |
19
Τεκνία μου, οὓς πάλιν ὠδίνω,
ἄχρις οὐ μορφωθῇ Χριστὸς ἐν
ὑμῖν! |
19
Παιδάκια μου, ἀγαπημένα μου πνευματικὰ
παιδιά, διὰ τοὺς ὁποίους πάλιν
ξαναδοκιμάζω πόνους καὶ ὠδῖνας,
μέχρις ὅτου ἡ προσωπικότης τοῦ
Χριστοῦ μορφωθῇ μέσα σας.
|
19
Παιδάκια μου, ποὺ σᾶς ἀνεγέννησα πνευματικῶς
καὶ ποὺ ξαναδοκιμάζω τώρα πόνους καὶ ὠδῖνας
διὰ τὴν ἀναγέννησίν σας, ἕως
ὅτου ὁ χαρακτὴρ τοῦ Χριστοῦ
μορφωθῇ μέσα σας. |
20
Ἤθελον δὲ παρεῖναι πρὸς ὑμᾶς
ἄρτι καὶ ἀλλάξει τὴν φωνήν
μου, ὅτι ἀποροῦμαι ἐν ὑμῖν.
|
20
Ἤθελα δὲ νὰ εἶμαι πάλιν παρὼν
μεταξύ σας τώρα καὶ νὰ ἀλλάξω
τὸν πατρικὸν τόνον τῆς φωνῆς
μου εἰς θρῆνον καὶ δάκρυα, διότι
εὑρίσκομαι εἰς ἀπορίαν καὶ
δὲν γνωρίζω πῶς νὰ φερθῶ ἀπέναντί
σας. |
20
Ναί· πονῶ καὶ τώρα διὰ σᾶς. Ἤθελα
δὲ νὰ παρευρίσκωμαι μεταξύ σας τώρα καὶ
νὰ ἀλλάξω τὸν τόνον τῆς φωνῆς
μου εἰς θρῆνον, διότι εὑρίσκομαι εἰς
ἀπορίαν διὰ σᾶς καὶ δὲν ἠξεύρω,
πῶς νὰ σᾶς ὁμιλήσω. |
21
Λέγετέ μοι οἱ ὑπὸ νόμον
θέλοντες εἶναι· τὸν νόμον οὐκ
ἀκούετε; |
21
Πέστε μου, σεῖς οἱ ὁποῖοι θέλετε
νὰ εἶσθε κάτω ἀπὸ τὴν
ἐξουσίαν τοῦ Νόμου, δὲν ἀκούετε
τί λέγει αὐτὸς ὁ Νόμος;
|
21
Καὶ ἂν τὰ δάκρυά μου δὲν σᾶς
πείθουν, προσέξατε εἰς τὰ λογικά μου ἐπιχειρήματα.
Εἴπατέ μου σεῖς, οἱ ὁποῖοι θέλετε
νὰ εἶσθε ὑπὸ τὸν νόμον, δὲν
ἀκούετε τί λέγει ὁ νόμος;
|
22
Γέγραπται γὰρ ὅτι Ἀβραὰμ δύο
υἱοὺς ἔσχεν, ἕνα ἐκ τῆς
παιδίσκης καὶ ἕνα ἐκ τῆς ἐλευθέρας.
|
22
Διότι ἐκεῖ ἔχει γραφῆ, ὅτι
ὁ Ἀβραὰμ ἀπέκτησε δύο
παιδιά, ἕνα παιδὶ ἀπὸ τὴν
δούλην του, τὴν Ἄγαρ, καὶ ἕνα
παιδὶ ἀπὸ τὴν ἐλευθέραν,
ἀπὸ τὴν Σάρραν.
|
22
Σᾶς κάνω τὴν ἐρώτησιν αὐτήν,
διότι ἔχει γραφῆ εἰς τὸν νόμον, ὅτι
ὁ Ἀβραὰμ ἀπέκτησε δύο υἱούς,
ἕνα υἱὸν ἀπὸ τὴν δούλην
Ἄγαρ καὶ ἕνα υἱὸν ἀπὸ
τὴν ἐλευθέραν Σάρραν. |
23
Ἀλλ' ὁ μὲν ἐκ τῆς παιδίσκης
κατὰ σάρκα γεγέννηται, ὁ δὲ
ἐκ τῆς ἐλευθέρας διὰ τῆς
ἐπαγγελίας. |
23
Ἀλλ' ὁ μὲν πρῶτος υἱός,
ὁ ἀπὸ τὴν δούλην, ἔχει
γεννηθῇ, ὅπως συνήθως, κατὰ τοὺς
βιολογικοὺς νόμους τῆς σαρκός, χωρὶς
καμμίαν εἰδικὴν εὔνοιαν καὶ
ὑπόσχεσιν τοῦ Θεοῦ. Ὁ δὲ
ἄλλος, ἀπὸ τὴν ἐλευθέραν,
τὴν Σάρραν, ἐγεννήθη σύμφωνα
μὲ τὴν ὑπόσχεσιν, ποὺ ἔδωκεν
ὁ Θεὸς εἰς τὸν Ἀβραάμ.
|
23
Ἀλλ’ ὁ μὲν υἱός, ποὺ
ἐγεννήθη ἀπὸ τὴν δούλην, ἐγεννήθη
φυσικῶς κατὰ τὸν νόμον τῆς σαρκός,
ὁ δὲ υἱός, ποὺ ἐγεννήθη ἀπὸ
τὴν ἐλευθέραν, ἐγεννήθη δυνάμει ὑποσχέσεως,
ποὺ ἔδωκεν ὁ Θεὸς εἰς τὸν
Ἀβραάμ. |
24
Ἄτινά ἐστιν ἀλληγορούμενα, αὗται
γάρ εἰσι δύο διαθῆκαι, μία μὲν
ἀπὸ ὅρους Σινᾶ, εἰς δουλείαν
γεννῶσα ἥτις ἐστὶν Ἄγαρ·
|
24
Αὐτὰ εἶναι ἀλληγορίαι, ποὺ
προδιατυπώνουν ἄλλα γεγονότα. Διότι
αἱ δύο αὐταὶ γυναῖκες εἰκονίζουν
τὰς δύο διαθήκας. Ἡ μὲν μία
διαθήκη εἶναι ἡ τοῦ ὅρους Σινᾶ,
ἡ ὁποία γεννᾷ τὰ παιδιά
της εἰς τὴν δουλείαν τοῦ Νόμου
καὶ ἡ ὁποία εἰκονίζεται
ἀπὸ τὴν Ἄγαρ. |
24
Αὐτὰ ὅμως ἔχουν ἀλληγορικὴν
ἔννοιαν. Δηλαδὴ εἶναι μὲν γεγονότα
ἱστορικά, ἀλλὰ συγχρόνως ἐπροτύπωναν
καὶ ἐπροεικόνιζαν γεγονότα καὶ ἀληθείας
τῆς Καινῆς Διαθήκης. Διότι αἱ δύο αὐταὶ
γυναῖκες, ἡ Ἄγαρ καὶ ἡ Σάρρα,
εἶναι τύποι τῶν δύο διαθηκῶν· ἡ μὲν
μία διαθήκη εἶναι ἐκείνη, ποῦ ἐδόθη
ἀπὸ τὸ ὅρος Σινά, ἡ ὁποία
γεννᾷ τέκνα, διὰ νὰ εὑρίσκωνται εἰς
τὴν δουλείαν, καὶ ἡ ὁποία προτυπώνεται
ἀπὸ τὴν Ἄγαρ. |
25
τὸ γὰρ Ἄγαρ Σινᾶ ὅρος ἐστὶν
ἐν τῇ Ἀραβίᾳ, συστοιχεῖ
δὲ τῇ νῦν Ἱερουσαλήμ, δουλεύει
δὲ μετὰ τῶν τέκνων αὐτῆς·
|
25
Διότι, ὅπως εἶναι γνωστόν, τὸ
ὅρος Σινὰ λέγεται καὶ Ἄγαρ.
Ὑπάρχει εἰς τὴν Ἀραβίαν,
ἀντιστοιχεῖ δὲ καὶ προτυπώνει
τὴν ἐπίγειον Ἱερουσαλήμ. Αὐτἦ
δὲ ἡ ἐπίγειος Ἱερουσαλὴμ
μαζῆ μὲ τὰ τέκνα της εἶναι δούλη,
ὅπως δούλη ὑπῆρξε καὶ ἡ
Ἄγαρ. |
25
Προτυπώνεται δὲ ἡ διαθήκη ἐκείνη ἀπὸ
τὴν Ἄγαρ, διότι τὸ Σινά, ποὺ καλεῖται
καὶ Ἄγαρ, εἶναι ὄρος εἰς τὴν
Ἀραβίαν, ὅπου κατοικοῦν οἱ ἀπόγονοι
τῆς Ἄγαρ. Ἀντιστοιχεῖ δὲ καὶ
προτυπώνει τὴν ἐπίγειον Ἱερουσαλήμ, εἰς
τὴν ὁποίαν ἐδόθη ὁ νόμος τοῦ
Σινᾶ. Ἡ δὲ ἐπίγειος Ἱερουσαλὴμ
εἶναι δούλη μετὰ τῶν κατοίκων της, ὅπως
δούλη ἦτο καὶ ἡ Ἄγαρ.
|
26
ἡ δὲ ἄνω Ἱερουσαλὴμ ἐλευθέρα
ἐστίν, ἥτις ἐστὶ μήτηρ
πάντων ἡμῶν. |
26
Ἡ δὲ ἐπουράνιος Ἱερουσαλὴμ
εἶναι ἐλευθέρα. Αὐτὴ ἀκριβῶς
εἶναι ἡ μητέρα ὅλων ἡμῶν
τῶν Χριστιανῶν. |
26
Ἡ δὲ ἄνω ἐπουράνιος Ἱερουσαλήμ,
ἡ θριαμβεύουσα ἐν οὐρανοῖς καὶ
ἡ ἐπὶ γῆς στρατευομένη, ἀλλ’
εἰς τοὺς οὐρανοὺς καταλήγουσα Ἐκκλησία
εἶναι ἐλευθέρα. Αὐτὴ εἶναι μητέρα
ὅλων ἡμῶν τῶν Χριστιανῶν.
|
27
Γέγραπται γάρ· εὐφράνθητι στεῖρα
ἡ οὐ τίκτουσα, ρῆξον καὶ βόησον
ἡ οὐκ ὠδίνουσα· ὅτι πολλὰ
τὰ τέκνα τῆς ἐρήμου μᾶλλον
ἢ τῆς ἐχούσης τὸν ἄνδρα.
|
27
Ἔχει ἄλλωστε γραφῆ προφητικῶς εἰς
τὴν Π. Διαθήκην· <Γέμισε μὲ
χαρὰν καὶ εὐφροσύνην σὺ ἡ
Ἐκκλησία, ἡ ὁποία πρὶν
ἔλθῃ ὁ Χριστὸς ἤσουν στεῖρα
καὶ δὲν ἐγεννοῦσες τέκνα. Κραύγασε
μὲ ἀγαλλίασιν καὶ βόησε χαρμόσυνα
σύ, ἡ ὁποῖα ἕως τώρα δὲν
εἶχες γεννήσει τέκνα καὶ δὲν
εἶχες γνωρίσει τὰς ὠδῖνας τοῦ
τοκετοῦ. Διότι τὰ παιδιά σου, ποὺ
ἤσουν ἔρημη ἀπὸ ἄνδρα, θὰ
εἶναι πολλά, περισσότερα ἀπὸ
ὅσα εἶχεν ἀποκτήσει, ἡ ἐπίγειος
Ἱερουσαλήμ, ἡ ὁποῖα, ἐπειδὴ
ἐγνώριζε τὸν ἀληθινὸν Θεόν,
ἐφαίνετο σὰν νὰ ἔχῃ ἄνδρα>.
|
27
Εἶναι δὲ μητέρα ὅλων μας, διότι ἔχει
γραφῆ ἀπὸ τὸν Ἡσαΐαν· Εὐφράνθητι
σύ, ὦ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία προτοῦ
ἔλθῃ ὁ Χριστὸς καὶ προτοῦ
νὰ δοθῇ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἦσο
στεῖρα καὶ δὲν ἐγέννας τέκνα. Βγάλε
φωνὴν καὶ βόησον μὲ πολλὴν χαράν,
σὺ, ποὺ δὲν ἐκοιλοπόνεις· διότι
τὰ τέκνα σου, ποὺ ἦσο ἔρημος ἀπὸ
ἄνδρα καὶ παιδιά, εἶναι περισσότερα παρὰ
τὰ τέκνα τῆς ἐπιγείου Ἱερουσαλήμ,
ἡ ὁποία ἐγνώριζε τὸν ἀληθινὸν
Θεὸν καὶ ἐσχετίζετο μὲ αὐτὸν
καὶ παρουσιάζετο ἔτσι ὅτι ἔχει ἄνδρα.
|
28
Ἡμεῖς δέ, ἀδελφοί, κατὰ
Ἰσαὰκ ἐπαγγελίας τέκνα ἐσμέν.
|
28
Ἡμεῖς δὲ οἱ Χριστιανοί, ἀδελφοί,
εἴμεθα τέκνα, ποὺ ἐγεννήθημεν
σύμφωνα μὲ τὰς ὑποσχέσεις τοῦ
Θεοῦ πρὸς τὸν Ἀβραάμ, ὅπως
εἶχε γεννηθῇ τότε καὶ ὁ Ἰσαάκ.
|
28
Ἡμεῖς δέ, ἀδελφοί, ὅσοι ἐπιστεύσαμεν
εἰς τὸν Χριστόν, εἴμεθα τέκνα ἐπαγγελίας,
ὅπως καὶ ὁ Ἰσαὰκ ἐγεννήθη
σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεσίν τοῦ Θεοῦ
πρὸς τὸν Ἀβραάμ. |
29
Ἀλλ' ὥσπερ τότε ὁ κατὰ σάρκα
γεννηθεὶς ἐδίωκε τὸν κατὰ πνεῦμα,
οὕτω καὶ νῦν. |
29
Ἀλλ' ὅπως τότε ὁ υἱός,
ποὺ ἐγεννήθη κατὰ τοὺς βιολογικοὺς
νόμους τῆς σαρκός, ἐφθονοῦσε
καὶ κατεδίωκε τὸν Ἰσαάκ, ποὺ
εἶχε γεννηθῇ μὲ τὴν δύναμιν
τοῦ Πνεύματος καὶ μὲ τρόπον
ὑπερφυσικόν, ἔτσι καὶ τώρα οἱ
πνευματικοὶ ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραάμ,
οἱ Χριστιανοί, διώκονται ἀπὸ
τοὺς κατὰ σάρκα ἀπογόνους, δηλαδὴ
ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους.
|
29
Ἀλλὰ καθὼς τότε ὁ Ἰσμαήλ, ποὺ
ἐγεννήθη κατὰ τοὺς φυσικοὺς τῆς
σαρκὸς νόμους, ἐπεβουλεύετο τὸν Ἰσαάκ,
ποὺ ἐγεννήθη ὑπερφυσικῶς ἐξ
ἐπαγγελίας, ἔτσι καὶ τώρα. Οἱ διὰ
τοῦ Χριστοῦ πνευματικοὶ ἀπόγονοι τοῦ
Ἀβραὰμ καταδιώκονται ἀπὸ τοὺς
σαρκικοὺς ἀπογόνους του. |
30
Ἀλλὰ τί λέγει ἡ γραφή;
Ἔκβαλε τὴν παιδίσκην καὶ τὸν
υἱὸν αὐτῆς· οὐ μὴ
γὰρ κληρονομήσει ὁ υἱὸς τῆς
παιδίσκης μετὰ τοῦ υἱοῦ τῆς
ἐλευθέρας. |
30
Ἀλλὰ τί λέγει ἐπὶ τοῦ
γεγονότος αὐτοῦ ἡ Γραφή; <Διῶξε
τὴν δούλην, τὴν Ἄγαρ, καὶ τὸ
παιδί της, τὸν ᾿Ισμαήλ, εἶπεν ὁ
Θεὸς εἰς τὸν Ἀβραάμ· διότι
δὲν θὰ κληρονομήσῃ ὁ υἱὸς
τῆς δούλης μαζῆ μὲ τὸν υἱὸν
τῆς ἐλευθέρας>. |
30
Τί λέγει ὅμως ἡ Γραφή; Εἶπεν ὁ
Θεὸς εἰς τὸν Ἀβραάμ· ἐκδίωξε
τὴν δούλην Ἄγαρ καὶ τὸν υἱὸν
τῆς Ἰσμαήλ· διότι δὲν θὰ ἀποκτήσῃ
κληρονομικὰ δικαιώματα καὶ ὃ υἱὸς
τῆς δούλης, ὅπως ὃ υἱὸς τῆς
ἐλευθέρας. |
31
Ἄρα, ἀδελφοί, οὐκ ἐσμὲν
παιδίσκης τέκνα, ἀλλὰ τῆς ἐλευθέρας.
|
31
Κατὰ συνέπειαν, ἀδελφοί, δὲν
εἴμεθα παιδιά τῆς δούλης, τῆς
ἐπιγείου δηλαδὴ Ἱερουσαλήμ,
ἡ ὁποία εὑρίσκεται ὑπὸ
τὴν κυριαρχίαν τοῦ Νόμου, ἀλλ'
εἴμεθα τέκνα τῆς ἐλευθέρας,
δηλαδὴ τῆς ἐπουρανίου Ἱερουσαλήμ,
τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
|
31
Τὸ συμπέρασμα δέ, ποὺ βγαίνει ἀπὸ
ὅσα εἴπομεν, ἀδελφοί, εἶναι, ὅτι
δὲν εἴμεθα τέκνα δούλης, ἤτοι τῆς
ἐπιγείου Ἱερουσαλήμ, ἀλλὰ τέκνα τῆς
ἐλευθέρας, ἤτοι τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ
εἶναι Ἱερουσαλὴμ ἐπουράνιος.
|