Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ῇ
ἐλευθερίᾳ οὖν, ᾗ Χριστὸς
ἡμᾶς ἠλευθέρωσε, στήκετε, καὶ
μὴ πάλιν ζηγῷ δουλείας ἐνέχεσθε.
|
ταθῆτε,
λοιπόν, καὶ μένετε στερεοὶ καὶ
ἀκλόνητοι εἰς τὴν ἐλευθερίαν,
μὲ τὴν ὁποίαν ὁ Χριστὸς
μᾶς ἠλευθέρωσε καὶ μὴ βάζετε
πάλιν τὸν ἑαυτόν σας κάτω ἀπὸ
τὸν ζυγὸν τῆς δουλείας τῶν τυπικῶν
διατάξεων τοῦ Νόμου.
|
είνατε
λοιπὸν στερεοὶ εἰς τὴν ἐκ τῶν
τυπικῶν διατάξεων τοῦ νόμου ἐλευθερίαν,
τὴν ὁποίαν μᾶς ἠλευθέρωσεν
ὁ Χριστός, καὶ μὴ ὑποκύπτετε
πάλιν εἰς ζυγὸν δουλείας. |
2
Ἴδε ἐγὼ Παῦλος λέγω ὑμῖν
ὅτι ἐὰν περιτέμνησθε, Χριστὸς
ὑμᾶς οὐδὲν ὠφελήσει.
|
2
Ἰδοὺ ἐγὼ ὁ Παῦλος σᾶς
τὸ λέγω καὶ σᾶς τὸ διαβεβαιώνω,
ὅτι ἐὰν περιτέμνεσθε, ὅπως σᾶς
συνιστοῦν οἱ ψευδοδιδάσκαλοι, ὁ Χριστὸς
τίποτε δὲν θὰ σᾶς ὠφελήσῃ.
|
2
Ἰδού ἐγῶ ὁ Παῦλος, ὁ κατ’
εὐθείαν ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ ἐκλεγεὶς
Ἀπόστολος, σᾶς λέγω ὅτι, ἐὰν
περιτέμνεσθε, ὁ Χριστὸς τίποτε δὲν θὰ
σᾶς ὠφελήσῃ. |
3
Μαρτύρομαι δὲ πάλιν παντὶ ἀνθρώπῳ
περιτεμνομένω ὅτι ὀφειλέτης ἐστὶν
ὅλον τὸν νόμον ποιῆσαι.
|
3
Καταθέτω καὶ πάλιν ἐπίσημον
μαρτυρίαν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἰς
κάθε ἄνθρωπον ποὺ περιτέμνεται, ὅτι
ὑποχρεοῦται νὰ τηρήσῃ ὅλον
τὸν Νόμον, (ἐφ' ὅσον ἀπὸ
αὐτὸν περιμένει τὴν δικαίωσιν
καὶ ὄχι ἀπὸ τὸν Χριστόν).
|
3
Παρέχω δὲ καὶ πάλιν τὴν βεβαίωσιν ἐνώπιον
τοῦ Θεοῦ εἰς κάθε ἄνθρωπον, ποὺ
περιτέμνεται, ὅτι ὀφείλει καὶ ἔχει
χρέος νὰ τηρήσῃ ὅλον τὸν νόμον, ἐφοῦ
μὲ τὴν περιτομὴν ποὺ λαμβάνει, προτιμᾷ
τὴν διὰ τοῦ νόμου δικαίωσιν ἀπὸ
τὴν δικαίωσιν ποὺ δίδει ὁ Χριστός.
|
4
Κατηργήθητε ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ
οἵτινες ἐν νόμῳ δικαιοῦσθε,
τῆς χάριτος ἐξεπέσατε·
|
4
Σεῖς οἱ ὁποῖοι ἐπιμένετε
καὶ προσπαθῆτε νὰ εὕρετε τὴν
δικαίωσιν διὰ τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου,
δὲν ἔχετε πλέον καμμίαν σχέσιν
μὲ τὸν Χριστόν, ἐγίνατε ἔκπτωτοι
ἀπὸ τὴν χάριν τοῦ Χριστοῦ.
Δὲν εἶσθε ὅπως ἡμεῖς.
|
4
Ἀπεξενώθητε ἀπὸ τὸν Χριστόν σεῖς,
οἱ ὁποῖοι προσπαθεῖτε νὰ δικαιωθῆτε
διὰ μέσου του νόμου.Ἐγίνατε ἔκπτωτοι
ἀπὸ τὴν χάριν, καὶ δὲν ὁμοιάζετε
πλέον πρὸς ἡμᾶς. |
5
ἡμεῖς γὰρ Πνεύματι ἐκ πίστεως
ἐλπίδα δικαιοσύνης ἀπεκδεχόμεθα.
|
5
Διότι ἡμεῖς διὰ τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, ποὺ ἔχομεν λάβει, πληροφορούμεθα
καὶ περιμένομεν μὲ βεβαιότητα τὴν
ἐλπίδα τῆς δικαιώσεως ἀπὸ
τὴν πίστιν εἰς τὸν Χριστὸν καὶ
ὄχι ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ Νόμου.
|
5
Διότι ἡμεῖς οἱ ἄλλοι διά τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ ἔχομεν μέσα μας, περιμένομεν
χωρὶς δισταγμὸν τὰ ἀγαθά, τὰ
ὁποῖα ἡ ἐκ πίστεως δικαίωσις μᾶς
ὑπόσχεται καὶ ἐλπίζομεν νὰ τὰ
λάβωμεν δυνάμει τῆς πίστεως ταύτης καὶ μόνον.
|
6
Ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ οὔτε
περιτομή τι ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία,
ἀλλὰ πίστις δι' ἀγάπης ἐνεργουμένη.
|
6
Διότι εἰς τὴν νέαν ζωὴν καὶ
πολιτείαν τὴν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ,
οὔτε ἡ περιτομὴ ἔχει καμμίαν
ἰσχὺν διὰ τὴν δικαίωσιν οὔτε
ἡ ἀκροβυστία, ἀλλὰ ἰσχύει
μόνον ἡ πίστις, ἡ ὁποία
ἐκδηλώνεται μὲ τὰ ἔργα τῆς
ζωντανῆς καὶ ἀληθινῆς ἀγάπης.
|
6
Διότι δι’ ἐκείνους, ποὺ διά τῆς πίστεως
ἐνώθησαν μὲ τὸνἸησοῦν
Χριστόν, οὔτε ἡ περιτομὴ ἔχει καμμίαν
ἰσχὺν πρὸς δικαίωσιν, οὔτε ἡ
ἀκροβυστία, ἀλλ’ ἰσχύει μόνον πίστις,
ἡ ὁποῖα ἀποδεικνύεται ζωντανὴ
καὶ ἐνεργὸς μὲ τὰ ἔργα
τῆς ἀγάπης. |
7
Ἐτρέχετε καλῶς· τίς ὑμᾶς
ἐνέκοψε τῇ ἀληθείᾳ μὴ
πείθεσθαι; |
7
Ἐτρέχατε εἰς τὸν δρόμον τοῦ
καταρτισμοῦ σας καλά. Ποιὸς τώρα ἔβαλε
προσκόμματα εἰς τὸν δρόμον σας καὶ
σᾶς ἀνέκοψε τὴν ὁρμήν,
ὥστε νὰ μὴ πείθεσθε καὶ νὰ
μὴ ἐπαναπαύεσθε εἰς τὴν ἀλήθειαν
τοῦ Εὐαγγελίου; |
7
Ἐτρέχατε καλῶς σὰν ἀγωνισταὶ
ἀκούραστοι εἰς τὸν δρόμον τῆς Ἀληθείας.
Ποῖος σᾶς ἐσταμάτησε, ὥστε νὰ
μὴ πείθεσθε τώρα εἰς τὴν ἀλήθειαν
τοῦ εὐαγγελίου, καὶ νὰ μὴ
θεωρῆτε ἀρκετὴν διὰ τὴν σωτηρίαν
σας τὴν ὑπακοήν εἰς τὸν Χριστόν;
|
8
Ἡ πεισμονὴ οὐκ ἐκ τοῦ καλοῦντος
ὑμᾶς. |
8
Τὸ πεῖσμα καὶ ἡ ἰσχυρογνωμοσύνη
σας αὐτὴ δὲν προέρχεται ἀπὸ
τὸν Κύριον, ὁ ὁποῖος ὅπως
προηγουμένως, ἔτσι καὶ τώρα σᾶς
καλεῖ εἰς τὴν δικαίωσιν καὶ
τὴν σωτηρίαν. |
8
Ἡ ἰσχυρογνωμοσύνη, ποὺ δεικνύετε,
ὥστε νὰ μὴ πείθεσθε εἰς τὴν
ἀλήθειαν, δὲν προέρχεται ἀπὸ τὸν
Κύριον, ποὺ σᾶς καλεῖ εἰς τὴν
αἰώνιον δόξαν. |
9
Μικρὰ ζύμη ὅλον τὸ φύραμα ζυμοῖ.
|
9
Μὴ νομίσετε δὲ ὅτι εἶναι ἀσήμαντον
γεγονὸς νὰ τηρῆτε καὶ μερικὰς
ἔστω διατάξεις τοῦ Νόμου. Διότι
μικρὸ προζύμι μεταβάλλει καὶ ζυμώνει
ὅλο τὸ ζυμάρι. |
9
Ἢ μήπως θεωρεῖτε ὡς ἀσήμαντον τὸ
νὰ ἐπιστρέφετε πάλιν εἰς τόν νόμον
μὲ τὴν περιτομὴν ποὺ λαμβάνετε; Ὀλίγον
προζύμιον κάνει ἔνζυμον ὅλην τὴν μάζαν τῆς
ζύμης. Ἔτσι καὶ ὀλίγα ψευδῆ
φρονήματα ἠμποροῦν νὰ ἀποπλανήσουν
ἐντελῶς ἀπὸ τὴν ἀλήθειαν.
|
10
Ἐγὼ πέποιθα εἰς ὑμᾶς ἐν
Κυρίῳ ὅτι οὐδὲν ἄλλο φρονήσετε·
ὁ δὲ ταράσσων ὑμᾶς βαστάσει
τὸ κρῖμα, ὅστις ἂν ᾖ.
|
10
Ἐν τούτοις ἐγὼ ἔχω διὰ
σᾶς πεποίθησιν, ποὺ μοῦ ἐμπνέει
ὁ Κύριος, ὅτι κανένα ἄλλο φρόνημα
ξένο πρὸς τὴν διδασκαλίαν τοῦ
Χριστοῦ δὲν θὰ υἱοθετήσετε.
Ἐκεῖνος δὲ ὁ ὁποῖος σᾶς
ἀναταράσσει μὲ τὰς ψευδοδιδασκαλίας
του θὰ βαστάσῃ ἐπάνω του τὴν
δικαίαν κρίσιν καὶ κατάκρισιν ἐκ
μέρους τοῦ Θεοῦ, ὁποιοσδήποτε
καὶ ἂν εἶναι αὐτός.
|
10
Ἀλλ’ ὄχι· σεῖς δὲν θὰ ἀποπλανηθῆτε.
Ἐγὼ ἔχω διὰ σᾶς πεποίθησιν,
τὴν ὁποίαν μοῦ ἐμπνέει
ἡ σχέσις καὶ κοινωνία μου μὲ τὸν Κύριον,
ὅτι δὲν θὰ δεχθῆτε ἄλλο φρόνημα
παρὰ τὸ φρόνημα τῆς ἀληθείας
ποὺ ἐδιδάχθητε. Ἐκεῖνος ὅμως,
ὁ ὁποῖος σᾶς ταράσσει μὲ τὰς
ψευδοδιδασκαλίας του, θὰ βαστάσῃ ὡς φορτίον
βαρὺ τὴν δικαίαν κατάκρισιν τοῦ Θεοῦ,
ὁποιοσδήποτε καὶ ἄν εἶναι. Εἶναι
δὲ τόσον ἀνειλικρινεῖς καὶ συκοφάνται
αὐτοὶ ποὺ σᾶς ταράττουν, ὥστε
φθάνουν μέχρι τοῦ νὰ διαδίδουν, ὅτι καὶ
ἐγὼ τώρα ἔχω κηρυχθῆ ὑπὲρ
τῆς περιτομῆς. |
11
Ἐγὼ δέ, ἀδελφοί, εἰ περιτομὴν
ἔτι κηρύσσω, τί ἔτι διώκομαι;
Ἄρα κατήργηται τὸ σκάνδαλον τοῦ
σταυροῦ. |
11
Μὴ ἀκούετε δὲ τοὺς ψευδαδέλφους,
οἱ ὁποῖοι ἔφθασαν μέχρι τοῦ
σημείου νὰ διαδίδουν, ὅτι ἐγὼ
διδάσκω τὴν τήρησιν τῆς περιτομῆς.
Ἀδελφοί, ἐὰν ἐγὼ κηρύττω
τώρα καὶ συνιστῶ τὴν περιτομήν,
διατὶ νὰ καταδιώκωμαι ἀκόμη
ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους; Διότι
ἐν τοιαύτη περιπτώσει ἔχει ἐξαλειφθῆ
πλέον τὸ σκάνδαλον, ποὺ δημιουργεῖται
μεταξὺ τῶν Ἑβραίων ἀπὸ
τὸ κήρυγμά μου περὶ τοῦ λυτρωτικοῦ
σταυρικοῦ θανάτου. |
11
Ἄλλ’ ἔαν ἐγώ, ἀδελφοί,
κηρύττω καὶ τώρα, ὅτι εἶναι ἀναγκαία
ἡ περιτομή, ὅπως ἐκήρυττα περὶ αὐτηῆς
προτοῦ νά κληθῶ εἰς τὸ ἀποστολικόν
ἀξίωμα, διατὶ νὰ καταδιώκωμαι ἀκόμη
ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους; Δὲν ὑπάρχει
πλέον λόγος φιλονεικίας μεταξὺ ἐμοῦ καὶ
τῶν Ἰουδαίων. Καὶ συνεπῶς ἔχει
παύσει τὸ σκάνδαλον, τὸ ὁποῖον προκαλεῖ
μεταξὺ τῶν Ἰουδαίων τὸ κήρυγμα περὶ
τοῦ σταυρικοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ,
τὸ ὁποῖον καταργεῖ τόν νόμον.
|
12
Ὄφελὸν καὶ ἀποκόψονται οἱ
ἀναστατοῦντες ὑμᾶς. |
12
Αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι σᾳς ἀναστατώνουν
μὲ τὰς συκοφαντίας καὶ τὰς ψευδεῖς
διδασκαλίας των ὄχι μόνον ἂς περιτμηθοῦν,
ἂν θέλουν, ἀλλὰ καὶ ἂς
ἀκρωτηριασθοῦν ἀκόμη.
|
12
Ἀλλ’ ὄχι· ἐγὼ δέν κηρύττω τήν
περιτομήν. Ἂς λέγουν καὶ κάμνουν ὅ,τι θέλουν
αὐτοί, ποὺ συκοφαντοῦν καὶ ἐμὲ
καὶ τὸ εὐαγγέλιον. Ἐὰν θέλουν,
ὄχι μόνον ἂς περιτμηθοῦν, ἀλλὰ
καὶ ἂς ἀκρωτηριασθοῦν δι’ εὐνουχισμοῦ
αὐτοὶ ποὺ σᾶς ἀναστατώνουν.
|
13
Ὑμεῖς γὰρ ἐπ' ἐλευθερίᾳ
ἐκλήθητε, ἀδελφοί· μόνον
μὴ τὴν ἐλευθερίαν εἰς ἀφορμὴν
τῇ σαρκί, ἀλλὰ διὰ τῆς
ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις.
|
13
Διότι σεῖς, ἀδελφοί, ἔχετε κληθῇ
ἀπὸ τὸν Κύριον, νὰ γίνετε
καὶ νὰ μείνετε ἐλεύθεροι. Μόνον
προσέξατε, μήπως αὐτὴν τὴν ἐλευθερίαν
τὴν χρησιμοποιήσετε ὡς ἀφορμὴ
διὰ σαρκικὴν ζωήν. Ἀλλὰ τουναντίον
πρέπει νὰ ὑπηρετῆτε σὰν δοῦλοι
ὁ ἔνας τὸν ἄλλον διὰ τῆς
ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ.
|
13
Ἀγανακτῶ ἐναντίον των, διότι σεῖς,
ἀδελφοί, προσεκλήθητε ἀπὸ τὸν
Κύριον διὰ νὰ εἶσθε ἐλεύθεροι
ἀπὸ κάθε δουλείαν. Μόνον προσέξατε, μήπως ἐκλάβετε
τὴν ἐλευθερίαν ὡς πρόφασιν διὰ νὰ
ζῆτε κατὰ τὰς ἐπιθυμίας τῆς
σαρκός. Ἀλλὰ τοὐναντίον πρέπει νὰ
γίνεσθε δοῦλοι μεταξύ σας ὁ ἕνας εἰς
τὸν ἄλλον διὰ τῆς ἀσκήσεως
τῆς ἀνιδιοτελοῦς χριστιανικῆς ἀγάπης.
|
14
Ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ
λόγῳ πληροῦται, ἐν τῷ, ἀγαπήσεις
τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν.
|
14
Ὅλος ἄλλωστε ὁ Νόμος συγκεφαλαιώνεται
πλήρως εἰς ἕνα λόγον· εἰς
τὴν ἐντολήν· <Θὰ ἀγαπήσῃς
τὸν πλησίον σου, ὅπως τὸν εὐατόν
σου>. |
14
Διότι, μὴ τὸ λησμονεῖτε, ὅλος ὁ
νόμος ἐκτελεῖται καὶ τηρεῖται πλήρως
μὲ ἕνα λόγον, δηλαδὴ μὲ τὸ παράγγελμα·
Θὰ ἀγαπᾷς τὸν πλησίον σου, ὅπως
ἀγαπᾷς τὸν ἑαυτόν σου. |
15
Εἰ δὲ ἀλλήλους δάκνετε καὶ
κατεσθίετε, βλέπετε μὴ ὑπ' ἀλλήλων
ἀναλωθῆτε. |
15
Ἐὰν ὅμως δαγκώνετε καὶ κατατρώγετε
ὁ ἔνας τὸν ἄλλον, πρᾶγμα ποὺ
μαρτυρεῖ ἔλλειψιν ἀγάπης, προσέξατε,
μήπως ἀλληλοκαταστραφῆτε καὶ ἀφανισθῆτε
μεταξύ σας. |
15
Ἐὰν ὅμως ἀντὶ νὰ ἀγαπᾶσθε,
δαγκώνετε καὶ κατατρώγετε ὁ ἕνας τὸν
ἄλλον, προσέχετε, μήπως ἀφανισθῆτε μεταξύ
σας, ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον.
|
16
Λέγω δὲ πνεύματι περιπατεῖτε καὶ
ἐπιθυμίαν σαρκὸς οὐ μὴ τελέσητε.
|
16
Ἐννοῶ δὲ τοῦτο, ὅτι πρέπει
νὰ ζῆτε καὶ νὰ συμπεριφέρεσθε
μεταξύ σας σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα καὶ
τὸν φωτισμὸν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
καὶ ἔτσι δὲν θὰ ἐκτελέσετε
τὴν ἐπιθυμίαν τῆς σαρκός (ἡ
ὁποία ἐπιθυμία, καθὸ ἁμαρτωλή,
δημιουργεῖ καταστρεπτικὰς ἔριδας μεταξύ
σας). |
16
Μὲ αὐτὰ δέ, ποὺ λέγω, ἐννοῶ,
ὅτι πρέπει νὰ συμπεριφέρεσθε σύμφωνα μὲ
τὰς ἐμπνεύσεις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,
καὶ τότε δὲν θὰ ἐκτελέσετε ἐπιθυμίαν
τῆς σαρκός, καὶ συνεπῶς δὲν θὰ
δαγκώνῃ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, οὔτε
θὰ ὑπάρχῃ μίσος μεταξύ σας.
|
17
Ἡ γὰρ σὰρξ ἐπιθυμεῖ κατὰ
τοῦ πνεύματος, τὸ δὲ πνεῦμα
κατὰ τῆς σαρκός· ταῦτα δὲ
ἀντίκειται ἀλλήλοις ἵνα μὴ
ἃ ἂν θέλητε ταῦτα ποιῆτε.
|
17
Διότι ἡ σάρξ, ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος,
ἐπιθυμεῖ καὶ ἐπιζητεῖ ἀντίθετα
πρὸς τὸ πνεῦμα, καὶ τὸ πνεῦμα,
ἡ ἀνωτέρα φύσις τοῦ ἀνθρώπου,
ποὺ ἐμπνέεται ἀπὸ τὸ
Ἅγιον Πνεῦμα, ἐπιθυμεῖ ἀντίθετα
πρὸς τὴν σάρκα. Αὐτὰ δὲ
ἀντιτίθενται καὶ ἀνταγωνίζονται
τὸ ἕνα τὸ ἄλλο, ὥστε νὰ
μὴ πράττετε ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα
θέλετε. |
17
Ναί· δὲν θὰ ἐκτελέσετε ἐπιθυμίαν
τῆς σαρκός, διότι ἡ κατωτέρα φύσις μας, ποὺ
δουλεύει εἰς τὰς ἐπιθυμίας τῆς
σαρκός, ἐπιθυμεῖ ἐναντίον τῆς
ἀνωτέρας πνευματικῆς φύσεώς μας, ποὺ ἐμπνέεται
ἀπό το Ἅγιον Πνεῦμα. Ἀλλὰ καὶ
ἡ ἀνωτέρα αὐτὴ φύσις μᾶς
ἐπιθυμεῖ ἐναντίον τῆς κατωτέρας
φύσεώς μας. Τὰ δύο δὲ αὐτά, ἤτοι
ἡ σάρξ καὶ τὸ πνεῦμα, εἶναι
ἐναντία τὸ ἕνα πρὸς τὸ
ἄλλο, οὕτως ὥστε νὰ μὴ πράττετε
χωρὶς ἀντίδρασιν ἐκεῖνα ποὺ
θέλετε. Οὔτε τὸ κακὸν χωρὶς ἀντίδρασιν,
διότι ἐξεγείρεται τότε μέσα σας ἡ φωνὴ
τῆς συνειδήσεως, οὔτε τὸ ἀγαθόν,
διότι πολλάκις πρέπει νὰ βιάσετε τὸν ἑαυτόν
σας διὰ νὰ τὸ πράξετε. Ὅταν λοιπὸν
κυριαρχήσῃ μέσα σας τὸ πνεῦμα, ἡ σάρξ
μὲ τὰς ἐπιθυμίας της θὰ ὑποταχθῇ
καὶ σεῖς δὲν θὰ τελέσετε ποτὲ
ἐπιθυμίαν σαρκός. |
18
Εἰ δὲ Πνεύματι ἄγεσθε, οὐκ ἐστὲ
ὑπὸ νόμον. |
18
Ἐάν, λοιπόν, ὁδηγῆσθε καὶ
ἐμπνέεσθε ἀπὸ τὸ Ἅγιον
Πνεῦμα, δὲν εἶσθε πλέον κάτω
ἀπὸ τὸν ζυγὸν τοῦ Νόμου.
|
18
Ἔτσι λοιπὸν ἐξάγεται τὸ συμπέρασμα,
ὅτι, ἐὰν φέρεσθε καὶ ὁδηγῆσθε
ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ὥστε
πάντοτε νά κυριαρχοῦν μέσα σας αἱ ἀνώτεραι
πνευματικαὶ δυνάμεις σας, δὲν εἶσθε κάτω
ἀπὸ τὸν ζυγὸν καὶ τὴν
καταδίκην τοῦ νόμου. Ἐπειδὴ πλέον θὰ
εἶσθε ἐλεύθεροι ἀπὸ τὰς
ἐπιθυμίας τῆς σαρκός, δὲν θὰ
ἔχετε ἐνάγκην ἀπὸ τὴν
συμβουλὴν καὶ τοὺς περιορισμοὺς τοῦ
νόμου, οὔτε θὰ ὑπόκεισθε εἰς
τὴν κατάραν τοῦ νόμου. |
19
Φανερὰ δέ ἐστι τὰ ἔργα τῆς
σαρκός, ἄτινά ἐστι μοιχεία,
πορνεία, ἀκαθαρσία, ἀσέλγεια,
|
19
Εἶναι δὲ φανερὰ τὰ ἔργα, εἰς
τὰ ὁποῖα παρασύρει τὸν ἄνθρωπον
ἡ διεφθαρμένη σαρκικὴ φύσις του·
εἶναι δὲ αὐτὰ τὰ πονηρὰ
ἔργα ἡ μοιχεία, ἡ πορνεία, κάθε
πρᾶξις διαφθορᾶς, ποὺ κάμνει τὸν
ἄνθρωπον ἀκάθαρτον, ἡ ἀκολασία
καὶ ἡ μανία διὰ τὴν ἀπόλαυσιν
τῆς ἡδονῆς,
|
19
Τὰ ἔργα δέ, εἰς τὰ ὀποῖα
μᾶς παρασύρει ἡ διεφθαρμένη σαρκικὴ προαίρεσίς
μας, εἶναι φανερά. Εἶναι δὲ αὐτὰ
μοιχεία, πορνεία, κάθε πράξις ἀκατονόμαστος ποὺ
κάνει τὸν ἄνθρωπον ἀκάθαρτον, ἀκολασία
καὶ ἀχόρταστος μανία πρὸς ἀπόλαυσιν
τῆς ἡδονῆς, |
20
εἰδωλολατρεία, φαρμακεία, ἔχθραι,
ἔρεις, ζῆλοι, θυμοί, ἐριθεῖαι,
διχοστασίαι, αἱρέσεις, |
20
ἡ εἰδωλολατρία, ἡ μαγεία. Εἶναι
δὲ ἀκόμη αἱ ἐχθρότητες
καὶ αἱ ἀντιπάθειαι, αἱ φιλονεικίαι
καὶ αἱ ἔριδες, αἱ ζηλοφθονίαι,
οἱ θυμοί, οἱ φατριασμοί, ποὺ
διαιροῦν τοὺς ἀνθρώπους εἰς
κόμματα, αἱ διχόνιαι, αἱ αἱρέσεις,
ποὺ ὁδηγοῦν εἰς σχίσματα,
|
20
εἰδωλολατρία, μαγεία, διάφοροι ἐκδηλώσεις
ἔχθρας, φιλονεικιῶν, ζηλοτυπίας, θυμοί, φατριασμοί,
διχόνοιαι, διαφωνίαι· |
21
φθόνοι, φόνοι, μέθαι, κῶμοι καὶ
ὅμοια τούτοις, ἃ προλέγω ὑμῖν
καθὼς καὶ προεῖπον, ὅτι οἱ τὰ
τοιαῦτα πράσσοντες βασιλείαν Θεοῦ
οὐ κληρονομήσουσιν.
|
21
οἱ φθόνοι, οἱ φόνοι, αἱ μέθαι,
αἱ ἄσωτοι καὶ ἄσεμνοι διασκεδάσεις
καὶ τὰ ἄλλα ὅμοια πρὸς αὐτά,
διὰ τὰ ὁποῖα σᾶς προλέγω,
ὅπως ἄλλωστε καὶ κατὰ τὴν πρώτην
ἐπίσκεψίν μου, ὅταν σᾶς ἐκήρυξα
τὸ Εὐαγγέλιόν μου, σᾶς εἶχα
εἴπει, ὅτι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι
διαπράττουν τέτοια ἁμαρτήματα καὶ
δὲν μετανοοῦν δι' αὐτά, δὲν
θὰ κληρονομήσουν τὴν βασιλείαν τῶν
οὐρανῶν. |
21
φθόνοι, φόνοι, μέθαι, ἄσεμνα γλέντια καὶ τὰ
ὅμοια πρὸς αὐτά, διὰ τὰ
ὁποῖα σᾶς προλέγω καὶ τώρα, ὅπως
καὶ ἄλλοτε, ὅταν σᾶς ὲκήρυξα
τὸ εὐαγγέλιον, σᾶς προεῖπα, ὅτι
ὅσοι ἐπιμένουν νὰ πράττουν τέτοια
ἁμαρτήματα, χωρὶς νὰ δείξουν εἰλικρινῆ
μετάνοιαν δι’ αὐτά, δὲν θὰ κληρονομήσουν
τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.
|
22
Ὁ δὲ καρπὸς τοῦ Πνεύματός
ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη,
μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη,
πίστις, |
22
Ὁ καρπὸς ὅμως, τὸν ὁποῖον
τὸ Ἅγιον Πνεῦμα παράγει εἰς
τὰς καλοπροαιρέτους καὶ πιστὰς καρδίας,
εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς ὅλους,
ἡ χαρὰ ἀπὸ τὴν λύτρωσιν
ποὺ δίδει ὁ Χριστός, ἡ εἰρήνη
ποὺ παρέχει ἡ ἀγαθὴ συνείδησις,
ἡ μακροθυμία πρὸς ἐκείνους ποὺ
πταίουν ἀπέναντι μας, ἡ καλωσύνη
καὶ ἡ διάθεσις νὰ εἴμεθα ἐξυπηρετικοὶ
πρὸς τοὺς ἄλλους, ἡ ἀγαθότης
τῆς καρδίας, ἡ ἀξιοπιστία εἰς
τοὺς λόγους καὶ τὰς ὑποσχέσεις
μας, |
22
Ὁ καρπὸς ὅμως, τὸν ὁποῖον
παράγει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα μὲ τὸν
φωτισμὸν καὶ τὴν χάριν, ποὺ χορηγεῖ
εἰς τὰς ψυχᾶς μας, εἶναι ἡ ἀγάπη,
ἡ χαρά ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν
ἀγαθὴν συνείδησιν, ἡ ἀχώριστος
ἀπὸ αὐτὴν εἰρήνη, ἡ
ἀνοχὴ καὶ ἡ πλατειὰ καρδία εἰς
τὰς ἀδικίας ποὺ μᾶς κάνουν οἱ
ἄλλοι, ἡ ἀγαθὴ διάθεσις καὶ
καλοσύνη, ἡ εὐεργετικὴ ἐκδήλωσις καὶ
ἡ ἐξωτερίκευσίς της, ἡ ἀξιοπιστία
εἰς τοὺς λόγους καὶ τὰς ὑποσχέσεις
μας, |
23
πρᾳότης, ἐγκράτεια· κατὰ
τῶν τοιούτων οὐκ ἔστι νόμος.
|
23
ἡ πραότης ἀπέναντι ἐκείνων,
ποὺ μᾶς φέρονται κατὰ τρόπον
ἐξοργιστικόν, ἡ ἐγκράτεια καὶ
ἡ ἀποφυγὴ κάθε πονηρᾶς ἐπιθυμίας
καὶ πράξεως. Ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων,
ποὺ ἔχουν αὐτὰς τὰς ἀρετάς,
δὲν ὑπάρχει καὶ δὲν ἰσχύει
ὁ νόμος. |
23
ἡ πρᾳότης, ἡ εἰς κάθε πονηρόν ἐγκράτεια.
Κατὰ τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν,
ποὺ ἔχουν τὰς ἀρετὰς αὐτάς,
δὲν ἰσχύει νόμος, |
24
Οἱ δὲ τοῦ Χριστοῦ τὴν σάρκα
ἐσταύρωσαν σὺν τοῖς παθήμασι
καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις.
|
24
Οἱ δὲ ἀληθινοὶ ὀπαδοὶ
καὶ μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ ἔχουν
σταυρώσει καὶ νεκρώσει τὸν παλαιὸν
σαρκικὸν ἄνθρωπον, μαζῆ μὲ τὰ
πάθη καὶ τὰς ἁμαρτωλὰς ἐπιθυμίας
του. |
24
Ὅσοι δὲ ἀνήκουν πράγματι εἰς
τὸν Χριστόν, ἐνέκρωσαν τὸν σαρκικὸν
ἄνθρωπον μὲ τὰ πάθη καὶ τὰς
ἐπιθυμίας του. |
25
Εἰ ζῶμεν πνεύματι, πνεύματι καὶ
στοιχῶμεν. |
25
Ἐὰν πράγματι ζῶμεν τὴν ζωὴν
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πρέπει
νὰ πορευθώμεθα καὶ νὰ συμπεριφερώμεθα
σύμφωνα μὲ ὅσα τὸ Πνεῦμα μᾶς
διδάσκει. |
25
Ἐὰν ζῶμεν σύμφωνα πρὸς τὰς ἐμπνεύσεις
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἂς συμπεριφερώμεθα
καὶ σύμφωνα μὲ τὰς ἀπαιτήσεις
τοῦ Πνεύματος καὶ ὄχι κινούμενοι ἀπὸ
ἐλατήρια ἰδιοτελείας καὶ ματαιοδοξίας.
|
26
Μὴ γινώμεθα κενόδοξοι, ἀλλήλους
προκαλούμενοι, ἀλλήλοις φθονοῦντες.
|
26
Ἂς μὴ γινώμεθα κενόδοξοι, προσκαλοῦντες
καὶ ἐξερεθίζοντες ὁ ἕνας τὸν
ἄλλον εἰς ἀντιθέσεις καὶ φιλονεικίας
καὶ φθονοῦντες ὁ ἔνας τὸν ἄλλον.
|
26
Ἂς μὴ γινώμεθα ματαιόδοξοι, προκαλοῦντες
ὁ ἕνας τὸν ἄλλον εἰς φιλονεικίας
καὶ φθονοῦντες ὁ ἕνας τὸν ἄλλον.
|