Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
δελφοὶ
ἐὰν καὶ προληφθῇ ἄνθρωπος ἔν
τινι παραπτώματι, ὑμεῖς οἱ πνευματικοὶ
καταρτίζετε τὸν τοιοῦτον ἐν πνεύματι
πρᾳότητος σκοπῶν σεαυτόν, μὴ
καὶ σὺ πειρασθῇς. |
δελφοί,
ἐὰν ἀπὸ ἀδυναμίαν παρασυρθῇ
κανεὶς καὶ περιπέσῃ εἰς κάποιο
ἁμάρτημα, σεῖς οἱ πνευματικῶς
προωδευμένοι καὶ ἰσχυροὶ ἂς
διορθώνετε αὐτὸν καὶ ἂς τὸν
καθοδηγῆτε μὲ πνεῦμα πραότητος. Ἀλλὰ
καὶ σὺ ποὺ διορθώνεις τὸν ἄλλον,
πρόσεχε τὸν εὐατόν σου, μήπως
καὶ ὁ ἴδιος περιπέσῃς εἰς
πειρασμὸν καὶ παρασυρθῇς εἴτε εἰς
τὸ ἴδιον ἁμάρτημα, εἴτε εἰς
τὸ ἁμάρτημα τῆς ὑψηλοφροσύνης.
|
ᾶς
κάνω προσεκτικοὺς διὰ τὴν ματαιοδοξίαν
καὶ τὸν φθόνον, διότι αἱ ἀδυναμίαι
τῶν ἀσθενῶν ἀδελφῶν γίνονται
ἀφορμὴ διὰ νὰ ἐκδηλώνῃ
ὁ ἕνας καὶ ὁ ἄλλος τὴν
φιλαρχίαν του. Ὄχι, ἀδελφοί· καὶ ἐὰν
ἀπὸ ἀδυναμίαν περιπέσῃ κανένας ἄνθρωπος
εἰς κάποιο ἁμάρτημα, σεῖς οἱ πνευματικῶς
ἰσχυροὶ διορθώνετε καὶ παιδαγωγεῖτε
τὸν τοιοῦτον μὲ πνεῦμα πραότητος.
Πρόσεχε δὲ τὸν ἑαυτόν σου, σὺ
ποὺ διορθώνεις τὸν ἄλλον, νὰ μὴ
περιπέσῃς καὶ σὺ εἰς πειρασμὸν
εἴτε παρασυρόμενος εἰς τὸ αὐτὸ
ἁμάρτημα, εἴτε κυριευόμενος ἀπὸ ἀνυπομονησίαν,
ἢ ἀπὸ ματαιοδοξίαν καὶ φιλαρχίαν,
καὶ ἐν γένει ἀπὸ ἐγωϊσμόν.
|
2
Ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ
οὕτως ἀναπληρώσατε τὸν νόμον
τοῦ Χριστοῦ. |
2
Ἂς ὑπομένετε μὲ πραότητα ὁ
ἔνας τοῦ ἄλλου τὰ ἐλαττώματα,
τὰ ὁποῖα, καθὸ ἀλαττώματα,
εἶναι φορτικὰ καὶ ἐνοχλητικὰ
καὶ ἔτσι τηρήσατε πλήρως τὸν
νόμον τοῦ Χριστοῦ, ποὺ διδάσκει
τὴν ἀγάπην. (Ἄνθρωπος, ποὺ δὲν
δείχνει τέτοιαν ὑπομονήν, ἀλλ'
ὀργίζεται καὶ περιφρονεῖ τὸν
παρασυρθέντα, δὲν ἔχει τὴν ἀγάπην
τοῦ Χριστοῦ). |
2
Διὰ νὰ ἀσφαλίζεσθε δὲ ἀπὸ
τὸν κίνδυνον τοῦ νὰ πειραχθῆτε καὶ
σεῖς, ὑπομένετε ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου
τὰς ἐνοχλήσεις, ποὺ σᾶς γίνονται ἀπὸ
τὰ ἐλαττώματά του καὶ τὰς ἐλλείψείς
του, καὶ ἔτσι μὲ τὴν ὑπομονητικὴν
αὐτὴν ἀνοχὴν ἐκπληρώσατε τελείως
τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ, ἤτοι τὴν
ἐντολὴν τῆς ἀγάπης. Ἄνθρωπος,
ποὺ δὲν ὑπομένει φιλαδέλφως τὴν
ἀδυναμίαν τοῦ πλησίον, δὲν συναισθάνεται
ὅτι ἔχει καὶ αὐτὸς ἐλαττώματα,
ἀλλ’ ἔχει μεγάλην ἰδέαν διὰ τὸν
ἑαυτόν του. Ἡ ἰδέα του ὅμως αὐτὴ
εἶναι ψευδής. |
3
Εἰ γὰρ δοκεῖ τις εἶναί τι μηδὲν
ὤν, ἑαυτὸν φρεναπατᾷ.
|
3
Διότι ἐὰν κανεὶς νομίζῃ,
ὅτι εἶναι κάτι τι, ἐνῶ εἰς
τὴν πραγματικότητα, ἐξ αἰτίας
τοῦ ἐγωϊσμοῦ του, δὲν εἶναι
τίποτε, αὐτὸς ἐξαπατᾷ καὶ
πλανᾷ τὸν εὐατόν του. |
3
Διότι, ἐὰν νομίζῃ κανείς, ὅτι εἶναι
κάτι, αὐτὸς μὲ τὴν ἰδέαν του
αὐτὴν χάνει κάθε ἀξίαν ἐνώπιον τοῦ
Θεοῦ· εἶναι μηδὲν ἐνώπιον τοῦ
Θεοῦ. Ἐξαπατᾷ λοιπὸν τὸν ἑαυτόν
του. |
4
Τὸ δὲ ἔργον ἑαυτοῦ δοκιμαζέτω
ἕκαστος, καὶ τότε εἰς ἑαυτὸν
μόνον τὸ καύχημα ἕξει καὶ οὐκ
εἰς ἕτερον·
|
4
Δι' αὐτὸ ὁ καθένας ἂς ἐρευνᾷ
καὶ ἂς ἐξετάζῃ μὲ προσοχὴν
τὸ ἔργον του, καὶ ἂν τὸ εὔρῃ
σύμφωνον μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ,
θὰ ἔχῃ λόγον νὰ καυχᾶται
εἰς τὸν ἑαυτόν του καὶ διὰ τὸν
εὐατόν του μόνον, καὶ ὄχι ἐν
σχέσει πρὸς τὴν διαγωγὴν τοῦ
ἄλλου. |
4
Διὰ νὰ μὴ καταντᾷ δὲ κανεὶς
εἰς τέτοιο ἀπατηλὸν καὶ ψεύτικον διὰ
τὸν ἑαυτόν του φρόνημα, ἂς ἐξετάζῃ
καλὰ ὁ καθένας τὰ ἔργα του,
ἂν εἶναι σύμφωνα πρὸς τὸ θέλημα τοῦ
Θεοῦ, καὶ τότε, ὅταν θὰ εὕρῃ
τὰ πράγματα θεάρεστα, θὰ ἔχῃ τὸν
λόγον τῆς καυχήσεώς του ἀποβλέπων εἰς
τὸν ἑαυτόν του μόνον καὶ ὄχι εἰς
τὴν ἔλλειψιν τοῦ ἄλλου.
|
5
ἕκαστος γὰρ τὸ ἴδιον φορτίον
βαστάσει. |
5
Διότι κατὰ τὴν δευτέραν παρουσίαν
ὁ καθένας θὰ βαστάσῃ τὸ
φορτίον τῶν ἰδικῶν του ἁμαρτιῶν.
|
5
Διότι κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς Κρίσεως
ὁ καθενὰς θὰ βαστάσῃ τὸ φορτίον
ὄχι τῶν ξένων, ἀλλὰ τῶν ἰδικῶν
του ἁμαρτιῶν. |
6
Κοινωνείτω δὲ ὁ κατηχούμενος τὸν
λόγον τῷ κατηχοῦντι ἐν πᾶσιν
ἀγαθοῖς. |
6
Καθένας δὲ ποὺ διδάσκεται τὸν
λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ καθοδηγεῖται
εἰς τὸν δρόμον τῆς σωτηρίας,
ἂς κάμνῃ τὸν διδάσκαλον καὶ
κατηχητήν του μέτοχον εἰς ὅλα τὰ ἀγαθά
του. |
6
Ἂς σᾶς δώσω τώρα καὶ μερικὰς
ὁδηγίας καὶ συμβουλὰς, διὰ νὰ
κλείσω μὲ αὐτὰς τὴν ἐπιστολή
μου. Ἐκεῖνος ποὺ διδάσκεται καὶ
κατηχεῖται τὸν λόγον τῆς ἀληθείας,
ἂς κάνῃ μέτοχον εἰς ὅλα
τὰ ἀγαθά του τὸν κατηχητὴν διδάσκαλόν
του. |
7
Μὴ πλανᾶσθε, Θεὸς οὐ μυκτηρίζεται·
ὃ γὰρ ἐὰν σπείρῃ ἄνθρωπος,
τοῦτο καὶ θερίσει· |
7
Μὴ πλανᾶσθε. Ὁ Θεὸς δὲν ἐξαπατᾶται
οὔτε καὶ περιπαίζεται. Διότι κατὰ
τὴν ἡμέραν τῆς μεγάλης κρίσεως
θὰ θερίσῃ ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνο,
ποὺ θὰ ἔχῃ σπείρει.
|
7
Μὴ πλανᾶσθε. Ὁ Θεὸς κατὰ τὴν
ἡμέραν τῆς Κρίσεως δὲν ἐξαπατᾶται,
οὔτε ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ τὸν
ἐμπαίξῃ. Διότι ἐκεῖνο, ποὺ
θὰ σπείρῃ ὁ ἄνθρωπος, τοῦτο
καὶ θὰ θερίσῃ. |
8
ὅτι ὁ σπείρων εἰς τὴν σάρκα
ἑαυτοῦ ἐκ τῆς σαρκὸς θερίσει
φθοράν, ὁ δὲ σπείρων εἰς τὸ
πνεῦμα ἐκ τοῦ πνεύματος θερίσει
ζωὴν αἰώνιον.
|
8
Ἐκεῖνος ποὺ σπέρνει εἰς τὴν
σάρκα τὰ ἔργα τῆς ἁμαρτίας
καὶ τῆς διαφθορᾶς, αὐτὸς θὰ
θερίσῃ ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς
σαρκὸς τὸν ὄλεθρον, τὴν αἰωνίαν
κόλασιν. Ἐκεῖνος δὲ ὁ ὁποῖος
σπέρνει καὶ καλλιεργεῖ εἰς τὸ
πνεῦμα του τὰ ἔργα, ποὺ ἐμπνέει
τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, θὰ θερίσῃ
ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ πνεύματος
τὴν αἰώνιον ζωήν.
|
8
Διότι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος σπείρει
σὰν εἰς ἄλλο χωράφι εἰς τὴν
σάρκα του καὶ ἐνεργεῖ σύμφωνα μὲ τὰς
ἐπιθυμίας αὐτῆς, αὐτὸς ἀπὸ
τὰ ἔργα τῆς σαρκὸς θὰ θερίσῃ
φθορὰν καὶ κόλασιν αἰώνιον. Ἐκεῖνος
δὲ πάλιν, ποὺ ἐργάζεται ἔτσι, ὥστε
τὰ ἔργα του νὰ εἶναι καρπὸς
τοῦ Πνεύματος, αὐτὸς ἀπὸ τὰ
ἔργα τοῦ Πνεύματος θὰ θερίση ζωὴν
αἰώνιον. |
9
Τὸ δὲ καλὸν ποιοῦντες μὴ ἐκκακῶμεν·
καιρῷ γὰρ ἰδίῳ θερίσομεν
μὴ ἐκλυόμενοι. |
9
Ὅταν δὲ πράττωμεν τὸ καλόν,
ἂς μὴ ἀποκάμνωμεν ἀπὸ
τὰς δυσκολίας ποὺ συναντῶμεν, καὶ
ἀπὸ τὰς θυσίας, εἰς τὰς
ὁποίας ὑποβαλλόμεθα. Διότι εἰς
καιρὸν ὡρισμένον θὰ θερίσωμεν
τοὺς καρποὺς τῶν καλῶν ἔργων
μας, ἐφ' ὅσον τώρα δὲν ἀποκάμνομεν
καὶ δὲν παραλύομεν. |
9
Ἂς μὴ ἀπαυδίζωμεν δέ, ὅταν κάνωμεν
τὸ καλόν. Διότι εἰς καιρὸν ὡρισμένον
θὰ θερίσωμεν τοὺς καρποὺς τῶν κόπων
μας, ἐὰν δὲν ἀποκάμωμεν τώρα, ἀλλ’
εἴμεθα ἀκούραστοι εἰς τὸ ἀγαθόν. |
10
Ἄρα οὖν ὡς καιρὸν ἔχομεν, ἐργαζώμεθα
τὸ ἀγαθὸν πρὸς πάντας, μάλιστα
δὲ πρὸς τοὺς οἰκίους τῆς
πίστεως. |
10
Λοιπόν, ἕως ὅτου ἔχομεν καιρόν,
τώρα ποὺ εὑρισκόμεθα εἰς τὴν
παροῦσαν ζωήν, ἂς πράττωμεν μὲ
προθυμίαν τὰ ἀγαθὰ ἔργα πρὸς
ὅλους, μάλιστα δὲ πρὸς ἐκείνους
οἱ ὁποῖοι, διὰ τῆς πίστεως
εἰς τὸν Χριστόν, μᾶς ἔγιναν
οἰκεῖοι καὶ ἀδελφοί.
|
10
Συνεπῶς, ἕως ὅτου εὑρισκόμεθα εἰς
τὴν παροῦσαν ζωήν, ποὺ μόνον εἰς αὐτὴν
ἔχομεν καιρὸν πρὸς ἀγαθοεργίαν, ἂς
ἐργαζώμεθα τὸ ἀγαθὸν πρὸς ὅλους,
μάλιστα δὲ πρὸς ἐκείνους, τοὺς ὁποίους
ἡ πίστις μας τοὺς κατέστησεν οἰκείους καὶ
ἀδελφούς. |
11
Ἰδετε πηλίκοις ὑμῖν γράμμασιν
ἔγραψα τῇ ἐμῇ χειρί.
|
11
Ἰδέτε μὲ πόσην λεπτομέρειαν
καὶ σαφήνειαν σᾶς ἔγραψα μὲ
τὸ ἴδιό μου τὸ χέρι.
|
11
Ἴδετε μὲ πόσον μεγάλα γράμματα σᾶς ἔγραψα
μὲ τὴν ἰδίαν μου χεῖρα. |
12
Ὅσοι θέλουσιν εὐπροσωπῆσαι ἐν
σαρκί, οὗτοι ἀναγκάζουσιν ὑμᾶς
περιτέμνεσθαι, μόνον ἵνα μὴ τῷ
σταυρῷ τοῦ Χριστοῦ διώκονται.
|
12
Ὅσοι θέλουν νὰ φανοῦν εὐπρόσωποι
καὶ νὰ ἀρέσουν εἰς τοὺς
ἀνθρώπους τοῦ κόσμου διὰ πράγματα,
ποὺ ἀναφέρονται εἰς τὴν σάρκα,
αὐτοὶ σᾶς πειθαναγκάζουν νὰ
περιτέμνεσθε, ὄχι ἀπὸ πεποίθησιν
εἰς τὴν ἀξίαν τῆς περιτομῆς,
ἀλλὰ μόνον καὶ μόνον διὰ
νὰ μὴ καταδιώκωνται ἀπὸ τοὺς
Ἑβραίους ἐξ αἰτίας τοῦ
κηρύγματος περὶ τοῦ σταυροῦ τοῦ
Χριστοῦ. |
12
Ὅσοι θέλουν νὰ εὐπροσωπήσουν καὶ
νὰ ἀρέσουν εἰς ἀνθρώπους διὰ
πράγματα, ποὺ ἀναφέρονται εἰς τὴν
σάρκα, αὐτοὶ σᾶς παρακινοῦν καὶ
σᾶς παραπείθουν νὰ περιτέμνεσθε, μόνον καὶ
μόνον διὰ νὰ μὴ καταδιώκωνται ἀπὸ
τοὺς Ἰουδαίους διὰ τὸ περὶ τοῦ
σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ κήρυγμα.
|
13
Οὐδὲ γὰρ οἱ περιτετμημένοι αὐτοὶ
νόμον φυλάσσουσιν, ἀλλὰ θέλουσιν
ὑμᾶς περιτέμνεσθαι, ἵνα ἐν τῇ
ὑμετέρᾳ σαρκὶ καυχήσωνται.
|
13
Αὐτὸ δὲ ἀποδεικνύεται καὶ
ἀπὸ τὸ γεγονός, ὅτι οὔτε
αὐτοὶ οἱ περιτμημένοι δὲν τηροῦν
τὸν Νόμον τοῦ Μωϋσέως, ἀλλὰ
θέλουν νὰ περιτέμνεσθε σεῖς, διὰ
νὰ καυχῶνται αὐτοὶ εἰς τὴν
ἰδικήν σας σάρκα, ὅτι δηλαδὴ σᾶς
ἔπεισαν νὰ δεχθῆτε τὴν σαρκικὴν
περιτομήν. |
13
Ὅτι δὲ δι’ αὐτὸ καὶ μόνον σᾶς
ἀναγκάζουν νὰ περιτέμνεσθε, ἀποδεικνύεται
ἀπὸ τὸ ὅτι οὐδὲ αὐτοί,
οἱ ὁποῖοι ἔχουν περιτμηθῇ, φυλάττουν
τὰς τελετουργικὰς διατάξεις τοῦ νόμου, τὰς
καθάρσεις δηλαδὴ καὶ τὰς ζωοθυσίας. Ἀλλὰ
θέλουν σεῖς νὰ περιτέμνεσθε, διὰ νὰ
καυχηθοῦν διὰ τὴν ἰδικήν σας
σάρκα, ὅτι δηλαδὴ σᾶς ἔπεισαν νὰ
δεχθῆτε τὴν περιτομήν. |
14
Ἐμοὶ δὲ μὴ γένοιτο καυχάσθαι
εἰ μὴ ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ
Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ,
δι' οὗ ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται
κἀγὼ τῷ κόσμῳ. |
14
Μὴ γένοιτο δὲ ποτὲ νὰ καυχηθῶ
ἐγὼ διὰ τίποτε ἄλλο, παρὰ
μόνον διὰ τὸν σταυρικὸν θάνατον
τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ
Χριστοῦ, διὰ τοῦ ὁποίου ἔχει
πλέον σταυρωθῆ καὶ νεκρωθῆ ὡς
πρὸς ἐμὲ ὁ κόσμος, ὅπως
καὶ ἐγώ, χάρις εἰς τὸν
σταυρὸν τοῦ Κυρίου, ἔχω σταυρωθῆ
καὶ νεκρωθῆ διὰ τὸν κόσμον.
|
14
Ἐγὼ ὅμως δὲν κινοῦμαι ἀπὸ
τέτοια ἁμαρτωλὰ ἐλατήρια. Μὴ γένοιτο
ποτὲ ἐγὼ νὰ καυχηθῶ διὰ
τίποτε ἄλλο παρὰ διὰ τὸ ὅτι
δι’ ἐμὲ ἔλαβε δούλου μορφὴν καὶ
ἐσταυρώθη διὰ τὴν σωτηρίαν μου ὁ
Ἰησοῦς Χριστός. Μόνον καύχημά μου εἶναι
τοῦ Κυρίου ὁ σταυρικὸς θάνατος, διὰ
τῆς πίστεως δὲ εἰς τὸν θάνατον αὐτὸν
ἔχει νεκρωθῆ καὶ ἔχει χάσει τὴν
δύναμίν του ὡς πρὸς ἐμὲ ὁ κόσμος.
Ἀλλὰ καὶ ἐγὼ ἔχω νεκρωθῆ
ὡς πρὸς τὸν κόσμον. |
15
Ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ οὔτε
περιτομή τι ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία,
ἀλλὰ καινὴ κτίσις.
|
15
Διότι εἰς τὴν νέαν κατάστασιν
τῆς σωτηρίας καὶ τῆς πνευματικῆς
ζωῆς, ποὺ προσφέρει ὁ Χριστός,
οὔτε ἡ περιτομὴ ἔχει καμμίαν
ἰσχὺν οὔτε ἡ ἀκροβυστία,
ἀλλ' ἰσχύει ἡ νέα πνευματικὴ
δημιουργία καὶ ἀναγέννησις, ποὺ
παρέχεται ἀπὸ τὸν Χριστόν.
|
15
Εἶμαι δὲ νεκρωμένος ὡς πρὸς τὸν
κόσμον καὶ τίποτε ἀπὸ αὐτὸν
οὔτε μὲ δελεάζει, οὔτε μὲ φοβίζει,
διότι ἐν τῇ μετὰ τοῦ Χριστοῦ
κοινωνίᾳ καὶ ἑνώσει, οὔτε ἡ
περιτομὴ ἔχει καμμίαν ἀξίαν οὔτε ἡ
ἀκροβυστία, ἀλλ’ ἰσχύει νέα κτίσις καὶ
δημιουργία, δηλαδὴ ἡ ἀναγέννησις, ποὺ
δίδεται εἰς κάθε πιστὸν δυνάμει τῆς ἀπολυτρωτικῆς
θυσίας τοῦ σταυροῦ. |
16
Καὶ ὅσοι τῷ κανόνι τούτῳ
στοιχήσουσιν, εἰρήνη ἐπ' αὐτοὺς
καὶ ἔλεος, καὶ ἐπὶ τὸν
Ἰσραὴλ τοῦ Θεοῦ. |
16
Καὶ ὅσοι θὰ ἀκολουθήσουν αὐτὸν
τὸν κανόνα καὶ θὰ πορευθοῦν
σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλίαν τοῦ
Χριστοῦ, θὰ ἔχουν εἰρήνην καὶ
ἔλεος ἀπὸ τὸν Θεόν, ὅπως
γενικώτερα θὰ ἔχῃ εἰρήνην
καὶ ἔλεος ὁ νέος Ἰσραὴλ
τῆς χάριτος, ὁ χριστιανικὸς λαὸς
τοῦ Θεοῦ. |
16
Καὶ εἰς ἐκείνους, ποὺ θὰ ἀκολουθήσουν
τὴν διδασκαλίαν αὐτὴν περὶ τῆς
νέας κτίσεως καὶ θὰ ἔχουν αὐτὴν
ὡς μέτρον καὶ ὑπόδειγμα διὰ νὰ
συμμορφώσουν πρὸς αὐτὴν τὴν ζωήν
τους, εἴθε νὰ εἶναι εἰρήνη καὶ
ἔλεος ἐπάνω τους καὶ ἐν γένει
ἐπάνω εἰς τὸν νέον Ἰσραὴλ
τῆς χάριτος, εἰς τὸν νέον λαόν, ποὺ
διὰ τῆς πίστεως ἔγινε ἐκλεκτὸς
εἰς τὸν Θεὸν καὶ ἀντικατέστησε
τὸν παλαιὸν κατὰ σάρκα Ἰσραήλ.
|
17
Τοῦ λοιποῦ κόπους μηδεὶς παρεχέτω·
ἐγὼ γὰρ τὰ στίγματα τοῦ
Κυρίου Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματί
μου βαστάζω. |
17
Εἰς τὸ ἐξῆς νὰ μὴ μὲ
βάζῃ κανεὶς εἰς κόπους καὶ
ἐνοχλήσεις διὰ τὰ ζητήματα,
ποὺ ἀναφέρονται εἰς τὴν περιτομὴν
καὶ τὰς ἄλλας τυπικὰς διατάξεις
τοῦ μωσαϊκοῦ Νόμου. Πεισθῆτε εἰς
αὐτὰ ποὺ σᾶς λέγω, διότι
ἐγὼ βαστάζω ἐπάνω εἰς
τὸ σῶμά μου τὰ σημάδια τῶν
πληγῶν, ποὺ ὑπέστην διὰ τὸν
Κύριον, καὶ αὐτὰ μαρτυροῦν τὴν
ἁγνὴν πίστιν μου πρὸς τὸν Χριστὸν
καὶ τὴν φιλαλήθειάν μου.
|
17
Εἰς τὸ ἑξῆς ἂς μὴ μοῦ
παρέχῃ κανεὶς κόπους καὶ ἐνόχλησιν,
ζητῶν ἀπολογίαν ἀπὸ ἐμὲ
δι’ ὅσα πράττω. Διότι ἐγὼ βαστάζω εἰς
τὸ σῶμα μου τὰ σημάδια τῶν πληγῶν,
τὰς ὁποίας ὑπέστην διὰ τὸν
Κύριον Ἰησοῦν. Καὶ αἱ πληγαὶ
αὐταὶ εἶναι ἡ ἀπολογία μου.
|
18
Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν
Ἰησοῦ Χριστοῦ μετὰ τοῦ πνεύματος
ὑμῶν, ἀδελφοί· ἀμήν.
|
18
Ἀδελφοί, ἡ χάρις τοῦ Κυρίου
μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ εἴθε νὰ
εἶναι πάντοτε μὲ τὸ πνεῦμα σας
καὶ νὰ σᾶς ἐνισχύῃ συνεχῶς
εἰς τὴν πνευματικήν σας ζωὴν καὶ πρόοδον.
Ἀμήν. |
18
Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ
εἴθε νὰ ἐνισχύῃ καὶ νὰ
ἐνδυναμώνῃ, ἀδελφοί, τὰς πνευματικάς
σας δυνάμεις, ὥστε νὰ διατηρῆτε πάντοτε
τὸν ἁγιασμόν, ποὺ σᾶς ἔδωκε
τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ἀμήν. |