Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
δελφοί
μου, μὴ ἐν προσωποληψίαις ἔχετε τὴν
πίστιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ
Χριστοῦ τῆς δόξης.
|
δελφοί
μου, προσέχετε νὰ μὴ ἔχετε καὶ
ἐκδηλώνετε τὴν πίστιν σας πρὸς
τὸν ἔνδοξον Κύριον μᾶς Ἰησοῦν
Χριστὸν μὲ προσωποληψίας καὶ μάλιστα
εἰς τὸν τόπον καὶ τὸν χρόνον
τῆς λατρείας. |
δελφοί
μου, ἔχετε πάντοτε εἰλικρινῆ καὶ θεάρεστα
ἐλατήρια εἰς τὰς ἐκδηλωσεις τῆς
θρησκείας σας καὶ μὴ συντροφεύετε μὲ πράξεις
μεροληψίας καὶ προτιμήσεως προσώπων τὴν πίστιν
πρὸς τὸν ἔνδοξον Κύριόν μας Ἰησοῦν
Χριστὸν εἰς οὐδεμίαν περίστασιν, ἰδιαιτέρως
δὲ εἰς τοὺς τόπους καὶ εἰς τὴν
ὥραν τῆς λατρείας σας. |
2
Ἐὰν γὰρ εἰσέλθῃ εἰς
τὴν συναγωγὴν ὑμῶν ἀνὴρ
χρυσοδακτύλιος ἐν ἐσθῆτι λαμπρᾷ,
εἰσέλθῃ δὲ καὶ πτωχὸς
ἐν ρυπαρᾷ ἐσθῆτι, |
2
Διότι, - ἂς ὑποθέσωμεν - ἐὰν
εἰσέλθῃ εἰς τὴν λατρευτικήν
σας συγκέντρωσιν ἄνθρωπος μὲ χρυσᾶ
δακτυλίδια, μὲ ἐνδύματα πολυτελῆ
καὶ φαντακτερά, εἰσέλθῃ δὲ
καὶ ἔνας πτωχὸς μὲ φθηνὰ καὶ
λερωμένα ροῦχα |
2
Διότι, ἐὰν ἐπὶ παραδείγματι εἰσέλθῃ
εἰς τὴν σύναξιν, ποὺ κάνετε πρὸς λατρείαν
τοῦ Θεοῦ, ἄνθρωπος μὲ χρυσὰ
δακτυλίδια, μὲ ροῦχα πολυτελῆ καὶ
λαμπρά, εἰσέλθῃ δὲ καὶ κάποιος πτωχὸς
μὲ παληὰ καὶ λερωμένα ρούχα,
|
3
καὶ ἐπιβλέψητε ἐπὶ τὸν
φοροῦντα τὴν ἐσθῆτα τὴν λαμπρὰν
καὶ εἴπητε αὐτῷ, σὺ κάθου
ὧδε καλῶς, καὶ τῷ πτωχῷ εἴπητε,
σὺ στῆθι ἐκεῖ ἢ κάθου
ὧδε ὑπὸ τὸ ὑποπόδιόν
μου, |
3
καὶ στρέψετε τὰ βλέματά σας
μὲ θαυμασμὸν καὶ ἐκτίμησιν πρὸς
ἐκεῖνον, ποὺ φορεῖ τὸ λαμπρὸν
ἔνδυμα, καὶ τοῦ πῆτε· <σὺ
κάθισε ἐδῶ ἀναπαυτικὰ εἰς
τὸ τιμητικὸν κάθισμα> καὶ εἰς
τὸν πτωχὸν πῆτε· <σὺ στάσου
ἐκεῖ πέρα ὄρθιος>. ἢ
<κάθισε ἐδῶ, πιὸ χαμηλά,
ἀπὸ τὸ ὑποπόδιόν μου>,
|
3
καὶ στρέψετε ξιππασμένοι τὰ βλέμματά σας
πρὸς ἐκεῖνον, ποὺ φορεῖ τὰ
λαμπρὰ ροῦχα, καὶ τοῦ εἴπετε·
Σὺ κάθησε ἐδ·ῶ, εἰς τιμητικὸν
καὶ ἀναπαυτικὸν κάθισμα· καὶ
εἰς τὸν πτωχὸν εἴπετε· Σὺ στάσου
ἐκεῖ ὄρθιος ἢ κάθησε ἐδῶ
παρακάτω ἀπὸ τὸ σκαλοπάτι ποὺ πατοῦν
τὰ πόδια μου, |
4
καὶ οὐ διεκρίθητε ἐν ἑαυτοῖς
καὶ ἐγένεσθε κριταὶ διαλογισμῶν
πονηρῶν; |
4
σᾶς ἐρωτῶ, μὲ τὴν προσωποληψίαν
σας αὐτὴν καὶ τὴν μεροληπτικὴν
συμπεριφοράν σας δὲν ἐκάματε μέσα
σας μεροληπτικὴν διάκρισιν μεταξὺ πλουσίου
καὶ πτωχοῦ καὶ δὲν ἐγίνατε
ἄδικοι κριταί, ἐφ' ὅσον κατελήξατε
εἰς ἀπόφασιν στηριχθεῖσαν εἰς
πονηροὺς διαλογισμούς, ἀντιθέτους
πρὸς τὴν ἀγάπην καὶ τὴν
δικαιοσύνην τοῦ Θεοῦ;
|
4
σᾶς ἐρωτῶ, τί ἐκάματε,
ἀδελφοί μου; Μὲ τὴν μεροληπτικὴν αὐτὴν
συμπεριφοράν σας δὲν ἐδοκιμάσατε μέσα σας
ἀμφιβολίαν καὶ δισταγμοὺς καὶ τύψιν
συνειδήσεως καὶ δὲν καταλήξατε σὰν ἄδικοι
κριταὶ εἰς ἀπόφασιν ἐμπνεομένην
ἀπὸ σκέψεις πονηράς, ἀντιθέτους πρὸς
τὴν δικαιοσύνην καὶ τὴν χριστιανικὴν
ἀγάπην, ἡ ὁποία μᾶς ἐπιβάλλει
νὰ θεωρῶμεν ὅλους ἴσους καὶ
ἀδελφούς μας; |
5
Ἀκούσατε, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί.
Οὐχ ὁ Θεὸς ἐξελέξατο τοὺς
πτωχοὺς τοῦ κόσμου πλουσίους ἐν
πίστει καὶ κληρονόμους τῆς βασιλείας
ἧς ἐπηγγείλατο τοῖς ἀγαπῶσιν
αὐτόν; |
5
Ἀκούσατε, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί,
δὲν ἐξέλεξεν ὁ Θεὸς τοὺς
πτωχοὺς καὶ γυμνοὺς ἀπὸ τὰ
ὑλικὰ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου
τούτου, διὰ νὰ γίνουν πλούσιοι
εἰς τὸν οὐράνιον κόσμον, τὸν
ὁποῖον μᾶς χαρίζει ἡ πίστις,
καὶ κληρονόμοι τῆς βασιλείας, ποὺ
ὑπεσχέθη ὁ Θεὸς εἰς ὅσους
τὸν ἀγαποῦν; |
5
Ἀκούσατε, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί. Δὲν
ἐξέλεξεν ὁ Θεὸς τοὺς πτωχοὺς
κατὰ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά του κόσμου
διὰ νὰ γίνουν πλούσιοι εἰς τὸν πνευματικὸν
κόσμον, ποὺ μᾶς διανοίγει ἡ πίστις, καὶ
κληρονόμοι τῆς βασιλείας, ποὺ ὑπεσχεθη ὁ
Θεὸς εἰς ἐκείνους, ποὺ τὸν ἀγαποῦν;
|
6
Ὑμεῖς δὲ ἠτιμάσατε τὸν
πτωχόν. Οὐχ οἱ πλούσιοι καταδυναστεύουσιν
ὑμῶν, καὶ αὐτοὶ ἔλκουσιν
ὑμᾶς εἰς κριτήρια;
|
6
Σεῖς ὅμως, ἐπεριφρονήσατε καὶ
ἐξηυτελίσατε τὸν πτωχόν, διὰ
νὰ τιμήσετε μεροληπτικῶς τὸν πλούσιον.
Ἀλλὰ σᾶς ἐρωτῶ· δὲν
εἶναι οἱ πλούσιοι, οἱ ὁποῖοι
σᾶς καταπιέζουν, καὶ δὲν εἶναι
αὐτοί, ποῦ σᾶς τραβοῦν εἰς
τὰ δικαστήρια; |
6
Ἐν λοιπὸν Ὁ Θεὸς ἐτίμησε τὸν
πτωχόν, σεῖς τουναντΊον κατεξευτελίσατε αὐτόν.
Καὶ ἐτιμήσατε τὸν πλούσιον. Ἀλλὰ
πολλοὶ ἀπὸ τοὺς πλουσίους δὲν
σᾶς καταπιέζουν, καὶ δὲν σᾶς τραβοῦν
αὐτοὶ μὲ τὴν βίαν εἰς τὰ
δικαστήρια; |
7
Οὐκ αὐτοὶ βλασφημοῦσι τὸ καλὸν
ὄνομα τὸ ἐπικληθὲν ἐφ' ἡμᾶς;
|
7
Δὲν διαβάλλουν αὐτοὶ μὲ τὴν
συμπεριφοράν των καὶ δὲν ἐξευτελίζουν
τὸ καλὸν ὄνομα τοῦ Χριστοῦ,
μὲ τὸ ὁποῖον ὀνομάζεσθε
Χριστιανοὶ καὶ λαὸς τοῦ Χριστοῦ;
|
7
Δὲν βλασφημοῦν αὐτοὶ τὸ καλὸν
ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τὸ ὁποῖον
σᾶς ἐδόθη καὶ μὲ τὸ ὁποῖον
ὀνομάζεσθε λαὸς Χριστοῦ;
|
8
Εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν
κατὰ τὴν γραφήν, ἀγαπήσεις τὸν
πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε·
|
8
Ἐὰν ὅμως συμπεριφέρεσθε ἔτσι
πρὸς τοὺς πλουσίους,
ὄχι διότι προσωποληπτεῖτε, ἀλλὰ
διότι ἐφαρμόζετε τὸν νόμον τοῦ
βασιλέως Χριστοῦ, ὅπως περιέχεται
εἰς τὴν Ἁγίαν Γραφὴν <ἀγαπήσεις
τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν>. καλῶς
πράττετε, φερόμενοι ἔτσι ἐνώπιον
τῶν πλουσίων. |
8
Θὰ μοῦ προβάλλετε ἴσως τὴν ἔνστασιν:
Δὲν εἴμεθα λοιπὸν ὑποχρεωμένοι νὰ
ἀγαπῶμεν καὶ τοὺς πλουσίους ὡς
πλησίον μας; Ἐὰν δὲν προσωποληπτῆτε,
ἀλλὰ ἐκτελῆτε καὶ ἐφαρμόζετε
τὸν νόμον, ποὺ πράγματι ἁρμόζει εἰς
βασιλεῖς, καὶ ὁ ὁποῖος σύμφωνα
μὲ τὴν Γραφὴν ὁρίζει· Θὰ
ἀγαπήσῃς τὸν πλησίον σου, ὅπως ἀγαπᾷς
τὸν ἑαυτόν σου, καλῶς πράττετε ἀγαπῶντες
καὶ τιμῶντες τοὺς πλουσίους.
|
9
εἰ δὲ προσωποληπτεῖτε, ἁμαρτίαν
ἐργάζεσθε, ἀλεγχόμενοι ὑπὸ
τοῦ νόμου ὡς παραβάται.
|
9
Ἐὰν ὅμως φέρεσθε μεροληπτικά,
ἐπηρεασμένοι ἀπὸ ἀδίκους
προσωποληψίας, τότε διαπράττετε ἁμαρτίαν
καὶ ἀποδεικνύεσθε ἀπὸ αὐτὸν
τοῦτον τὸν Νόμον τοῦ Θεοῦ ὡς
παραβάται, ἔστω καὶ ἂν δὲν ἔχετε
παραβῆ ἄλλας ἐντολάς.
|
9
Ἐὰν ὅμως κάνετε μεροληπτικὰς διακρίσεις
ἀναλόγως τῶν προσώπων, τότε διαπράττετε ἁμαρτίαν
καὶ ἀποδεικνύεσθε ἀπὸ τὸν νόμον
παραβάται αὐτοῦ. |
10
Ὅστις γὰρ ὅλον τὸν νόμον τηρήσῃ,
πταίσῃ δὲ ἐν ἑνί, γέγονε
πάντων ἔνοχος. |
10
Διότι, ἐκεῖνος που θὰ τηρήσῃ
ὅλον τὸν Νόμον, θὰ πταίσῃ
δὲ καὶ θὰ παραβῇ μίαν ἐντολήν,
ἔγινεν ἔνοχος παραβάσεως ὅλων τῶν
ἐντολῶν. |
10
Μὴ νομίζετε δέ, ὅτι ἡ μεροληπτικὴ
αὐτὴ διάκρισις δὲν εἶναι σοβαρὰ
ἁμαρτία. Εἶναι παράβασις ὅλου τοῦ
νόμου. Διότι ἐκεῖνος, ποὺ θὰ τηρήσῃ
ὅλον τὸν νόμον, θὰ πταίσῃ δὲ
εἰς ἕνα παράγγελμα τοῦ νόμου, ἔγινεν
ἔνοχος παραβάσεως ὁλοκλήρου τοῦ νόμου. Ὅλα
τὰ θεῖα παραγγέλματα ἀποτελοῦν ἑνιαῖον
σύνολον, εἰς τὸ ὁποῖον τὸ ἓν
παράγγελμα ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ
ἄλλο. |
11
Ὁ γὰρ εἰπὼν μὴ μοιχεύσῃς,
εἶπε καὶ μὴ φονεύσῃς· εἰ
δὲ οὐ μοιχεύσεις, φονεύσεις δέ,
γέγονας παραβάτης νόμου.
|
11
Διότι ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος
εἶπε <μὴ μοιχεύσῃς>, ὁ
ἴδιος ὁ Θεὸς εἶπε καί <μὴ
φονεύσῃς>. Ἐὰν δὲ δὲν
μοιχεύσῃς, ἀλλὰ φονεύσῃς,
ἔγινες παραβάτης ὅλου τοῦ Νόμου.
(Τὸν νομοθέτην Θεὸν ἐπεριφρόνησες
καὶ ὕβρισες μὲ τὴν παράβασίν
σου αὐτήν). |
11
Διότι ἕνας καὶ ὁ αὐτὸς Θεὸς
ἐνομοθέτησε τὸν ὅλον νόμον καὶ ἐξέφρασε
δι’ αὐτοῦ τὸ θέλημά του. Ὁ Θεός, ποὺ
εἶπε μὴ μοιχεύσης, εἶπε καὶ μὴ
φονεύσῃς. Ἐὰν δὲ δὲν μοιχεύσῃς,
φονεύσῃς ὅμως, ἔγινες παραβάτης τοῦ
νόμου. |
12
Οὕτω λαλεῖτε καὶ οὕτω ποιεῖτε,
ὡς διὰ νόμου ἐλευθερίας μέλλοντες
κρίνεσθαι· |
12
Νὰ ὁμιλῆτε μεταξύ σας καὶ νὰ
πράττετε ἔτσι, ὅπως ταιριάζει εἰς
ἀνθρώπους, ποὺ μέλλουν νὰ κριθοῦν
μὲ τὸν νόμον, ὁ ὁποῖος
ἀναδεικνύει τὸν ἄνθρωπον ἐλεύθερον
(καὶ ὄχι δοῦλον τῆς προσωποληψίας
καὶ ἀνθρωπαρεσκείας).
|
12
Νὰ ὁμιλῆτε ἔτσι καὶ νὰ
πράττετε ἔτσι, ὅπως ἁρμόζει εἰς ἀνθρώπους,
ποὺ μέλλουν νὰ κριθοῦν ἐπὶ τῇ
βάσει νόμου, ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπον ἐλεύθερον
καὶ ὄχι δοῦλον τῶν ἀνθρώπων,
ὅπως τὸν κάνει ἡ προσωποληψία.
|
13
ἡ γὰρ κρίσις ἀνέλεος τῷ
μὴ ποιήσαντι ἔλεος· κατακαυχᾶται
ἔλεος κρίσεως. |
13
Μὴ παρασύρεσθε ἀπὸ ἀπὸ
τὴν προσωποληψίαν καὶ φαίνεσθε σκληροὶ
καὶ ἄσπλαγχνοι ἀπέναντι τῶν
πτωχῶν καὶ ἀσήμων, διότι ἡ
κρίσις τοῦ Θεοῦ θὰ εἶναι χωρὶς
ἔλεος, δι' ἐκεῖνον, ποὺ δὲν
ἔδειξε ἔλεος πρὸς τοὺς ἀδελφούς
του. Τὸ ἔλεος καὶ ἡ εὐσπλαγχνία
κατανικᾷ καὶ ἐξουδετερώνει τὴν
καταδίκην. |
13
Πρέπει δὲ νὰ προσέχετε, ὥστε νὰ μὴ
γίνεσθε σκληροὶ καὶ ἀσυμπαθεῖς διὰ
τῶν προσωποληψιῶν σας, διότι ἡ κρίσις τότε
τοῦ Θεοῦ θὰ εἶναι χωρὶς ἔλεος
καὶ ἐπιείκειαν δι’ ἐκεῖνον, ποὺ
ὑπῆρξεν
ἄσπλαγχνος εἰς τοὺς ἀδελφούς του ἡ
εὐσπλαγχνία δὲ καὶ τὸ ἔλεος
δὲν φοβεῖται τὴν κρίσιν, ἀλλὰ
καυχᾶται κατ’ αὐτῆς διότι τὴν κατανικᾷ
καὶ ἀποδεικνύεται τὸ ἔλεος ἰσχυρότερον
ἀπὸ τὴν κρίσιν. |
14
Τί τὸ ὄφελος, ἀδελφοί μου, ἐὰν
πίστιν λέγῃ τις ἔχειν, ἔργα
δὲ μὴ ἔχῃ; Μὴ δύναται
ἡ πίστις σῶσαι αὐτόν;
|
14
Τί ὠφελεῖ, ἀδελφοί μου, ἐὰν
λέγῃ κανεὶς ὅτι ἔχει πίστιν,
ἀλλὰ δὲν ἔχει ἔργα, ποὺ
ἐπιβάλλει ἡ πίστις; Μήπως αὐτὴ
ἡ θεωρητικὴ καὶ γυμνὴ ἀπὸ
καλὰ ἔργα πίστις ἠμπορεῖ νὰ
τὸν σώσῃ; |
14
Τί ὠφελεῖ, ἀδελφοί μου, ἐὰν
ἕνας λέγῃ, ὅτι ἔχει πίστιν, ἀλλὰ
δὲν ἔχῃ τὰ ἔργα, τὰ ὁποῖα
παράγει ἡ ἀληθὴς καὶ πραγματικὴ
πίστις; Μήπως ἡ πίστις αὐτὴ ἡ θεωρητική,
ποὺ δὲν συνοδεύεται ἀπὸ τὰ ἔργα
τῆς ἀγάπης, ἔχει τὴν δύναμιν νὰ
τὸν σώσῃ; |
15
Ἐὰν δὲ ἀδελφὸς ἢ ἀδελφὴ
γυμνοὶ ὑπάρχωσι καὶ λειπόμενοι
ὦσι τῆς ἐφημέρου τροφῆς,
|
15
Ἐὰν ἔνας ἀδελφὸς Χριστιανὸς
ἢ μία ἀδελφὴ Χριστιανὴ δὲν
ἔχουν τὰ ἀπαραίτητα ἐνδύματα,
διὰ νὰ προφυλαχθοῦν ἀπὸ τὸ
ψῦχος τοῦ χειμῶνος, καὶ ἐπὶ
πλέον στεροῦνται ἀπὸ τὴν ἀναγκαίαν
τροφὴν τῆς ἡμέρας,
|
15
Διὰ νὰ πεισθῆτε δὲ περὶ τούτου,
σᾶς φέρω ἐν παράδειγμα: Ἐὰν ἕνας
ἀδελφὸς Χριστιανὸς ἡ μία ἀδελφὴ
Χριστιανὴ εἶναι γυμνοὶ καὶ δὲν
ἔχουν ἀρκετὰ ἐνδύματα, στεροῦνται
δὲ καὶ τῆς ἀναγκαίας διὰ τὴν
ἡμέραν τροφῆς, |
16
εἴπῃ δέ τις αὐτοῖς ἐξ
ὑμῶν, ὑπάγετε ἐν εἰρήνη,
θερμαίνεσθε καὶ χορτάζεσθε, μὴ δῶτε
δὲ αὐτοῖς τὰ ἐπιτήδεια
τοῦ σώματος, τί τὸ ὄφελος;
|
16
τοὺς εἴπῃ δὲ ἕνας ἀπὸ
σᾶς, <πηγαίνετε στὸ καλό. Εὔχομαι
νὰ ζεσταθῆτε καὶ νὰ χορτασθῆτε
καλά>, δὲν τοὺς δώσετε ὅμως
αὐτά, ποὺ τοὺς χρειάζονται διὰ
τὴν συντήρησιν τοῦ σώματος, τί
ὠφελοῦν τὰ καλά σας λόγια;
|
16
τοὺς εἴπη δὲ ἕνας ἀπὸ
σᾶς· Πηγαίνετε στὸ καλό, ζεσταθῆτε καὶ
χορτασθῆτε καλά, δὲν τοὺς δώσετε ὅμως
καὶ τὰ ἀναγκαῖα διὰ τὴν
συντήρησιν τοῦ σώματος, τί ὠφελεῖ
τοῦτο; |
17
Οὕτω καὶ ἡ πίστις, ἐὰν
μὴ ἔργα ἔχῃ, νεκρά ἐστι
καθ' ἑαυτήν. |
17
Ἔτσι καὶ ἡ πίστις, ἐὰν
δὲν ἔχῃ ἔργα, εἶναι ἐξ
ὁλοκλήρου νεκρά. |
17
Ἔτσι καὶ ἡ πίστις, ἐὰν δὲν
ἔχῃ ὡς καρπὸν ἔργα ἀρετῆς
εἶναι ὅλως διόλου καὶ ἀπὸ αὐτὴν
τὴν ρίζαν της νεκρά. |
18
Ἀλλ' ἐρεῖ τις· σὺ πίστιν
ἔχεις, κἀγὼ ἔργα ἔχω· δεῖξόν
μοι τὴν πίστιν σου ἐκ τῶν ἔργων
σου, κἀγὼ δείξω σοι ἐκ τῶν ἔργων
μου τὴν πίστιν μου.
|
18
Ἀλλὰ θὰ πῇ κάποιος· <σὺ
ἔχεις καὶ κρατεῖς θεωρητικὴν τὴν
πίστιν, ἐνῶ ἐγὼ ἔχω ἔργα
ἀρετῆς>. Καὶ οἱ δύο εὑρίσκονται
εἰς τὴν πλάνην. Διότι ἐγὼ
θὰ τοὺς εἴπω· Δεῖξε μου τὴν
πίστιν σου ἀπὸ τὰ ἔργα σου,
διότι αὐτὰ ἐπιβεβαιοῦν τὴν
πίστιν, καὶ ἐγὼ ἀπὸ τὰ
ἔργα μου, ποὺ εἶναι καρπὸς τῆς
πίστεως, θά σοῦ ἀποδείξω τὴν
πίστιν μου. |
18
Ἀλλὰ θὰ εἴπῃ κάποιος πρὸς
τρίτον τινά· Σὺ ἔχεις θεωρητικὴν πίστιν,
καὶ ἑγὼ ἔχω ἔργα ἀρετῆς
χωρὶς νὰ ἔχω πίστιν. Ἀλλὰ τοῦτο
εἶναι ἀσύστατον καὶ ἀκατανόητον. Οὔτε
πίστις ἀληθὴς δύναται νὰ ὑπάρξῃ
ἄνευ ἔργων ἀρετῆς, οὔτε ἀληθὴς
καὶ τελεία ἀρετὴ δύναται νὰ κατορθωθῇ
ἄνευ πίστεως. Ἡ πίστις εἶναι κάτι, ποὺ
δὲν φαίνεται παρὰ μόνον εἰς τὰ ἀποτελέσματά
της. Ἀπόδειξόν μου λοιπόν, ὅτι πιστεύεις
ἀπὸ τὰ ἔργα σου. Καὶ ἑγὼ
θὰ σοῦ δείξω ἀπὸ τὰ ἔργα
τῆς ἀρετῆς μου, ὅτι ἔχω πίστιν·
διότι ἐὰν δὲν εἶχα πίστιν, δὲν
θὰ εἶχα οὔτε τὸν καρπὸν τῆς
πίστεως, ἤτοι τὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς.
|
19
Σὺ πιστεύεις ὅτι ὁ Θεὸς εἷς
ἐστι· καλῶς ποιεῖς· καὶ
τὰ δαιμόνια πιστεύουσι καὶ φρίσσουσι.
|
19
Σὺ πιστεύεις, ὅτι ἕνας εἶναι
ὁ ἀληθινὸς Θεός· καὶ καλὰ
κάμνεις. Ἀλλὰ καὶ τὰ δαιμόνια
πιστεύουν εἰς τὴν ὕπαρξιν τοῦ
ἀληθινοῦ Θεοῦ, χωρὶς ὅμως νὰ
ὠφελοῦνται ἀπὸ αὐτήν,
τὴν ἄνευ ἔργων πίστιν, ἀλλὰ
τουναντίον καταλαμβάνονται ἀπὸ φόβον
καὶ τρόμον πρὸ τοῦ δικαίου Θεοῦ.
|
19
Σὺ πιστεύεις, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι
ἕνας· καλὰ κανεὶς καὶ πιστεύεις
εἰς τὴν ἀλήθειαν αὐτήν. Μὴ ξεχάνῃς
ὅμως, ὅτι καὶ τὰ δαιμόνια πιστεύουν
εἰς τὴν ὕπαρξιν τοῦ Θεοῦ καὶ
καταλαμβάνονται ὑπὸ τρόμου πρὸ τῆς
δικαιοσύνης του καὶ τῆς δυνάμεώς του.
|
20
Θέλεις δὲ γνῶναι, ὦ ἄνθρωπε
κενέ, ὅτι ἡ πίστις χωρὶς τῶν
ἔργων νεκρά ἐστιν;
|
20
Θέλεις δὲ νὰ μάθῃς, ὦ
κούφιε καὶ ἀνόητε ἄνθρωπε, ὅτι
ἡ πίστις χωρὶς τὰ ἔργα τῆς
ἀρετῆς εἶναι νεκρά, ἐντελῶς
ἀνωφελής, μᾶλλον δὲ καὶ ἐπιβλαβής,
ὅπως τὸ νεκρὸν καὶ ἀποσυντιθέμενον
σῶμα; |
20
Θέλεις δὲ νὰ μάθῃς, ὦ ἄνθρωπε
ἀνόητε, ὅτι ἡ πίστις, ὅταν δὲν
συνοδεύεται καὶ ἀπὸ τὰ ἔργα
τῆς ἀρετῆς, εἶναι νεκρὰ καὶ
δὲν ἔχει τὴν δύναμιν νὰ σώσῃ;
|
21
Ἀβραὰμ ὁ πατὴρ ἡμῶν οὐκ
ἐξ ἔργων ἐδικαιώθη, ἀνενέγκας
Ἰσαὰκ τὸν υἱὸν αὐτοῦ
ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον;
|
21
Ὁ πρόγονος μᾶς Ἀβραάμ, δὲν
ἐπῆρε ἀπὸ τὸν Θεὸν τὴν
δικαίωσιν καὶ ἔγινε δίκαιος, διὰ
τὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς του, καὶ
μάλιστα, ὅταν προσέφερε ὡς θυσίαν
ἐπάνω εἰς τὸ θυσιαστήριον τὸ
παιδί του, τὸν Ἰσαάκ;
|
21
Ὁ Ἀβραὰμ ὁ προπάτωρ μας δὲν
ἔγινε δίκαιος ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς
ἀρετής του, ὅταν ἀνεβίβασεν ὡς θυσίαν
ἐπάνω εἰς τὸ θυσιαστήριον τὸν
Ἰσαὰκ τὸ παιδί του;
|
22
Βλέπεις ὅτι ἡ πίστις συνήργει
τοῖς ἔργοις αὐτοῦ, καὶ ἐκ
τῶν ἔργων ἡ πίστις ἐτελειώθη,
|
22
Βλέπεις, ὅτι ἡ ζωντανὴ πίστις
ὠδηγοῦσε καὶ ὑποβοηθοῦσε εἰς
τὰ ἔργα του, καὶ ἀπὸ τὰ
ἔργα ἡ πίστις ἐτελειοποιήθη.
|
22
Βλέπεις, ὅτι ἡ πίστις συνειργάζετο μὲ τὰ
ἔργα τοῦ Ἀβραὰμ καὶ ἀπὸ
τὰ ἔργα ἡ πίστις ἐτελειοποιήθη.
|
23
καὶ ἐπληρώθη ἡ γραφὴ ἡ
λέγουσα· ἐπίστευσε δὲ Ἀβραὰμ
τῷ Θεῷ, καὶ ἐλογίσθη αὐτῷ
εἰς δικαιοσύνην, καὶ φίλος Θεοῦ
ἐκλήθη. |
23
Καὶ ἐξεπληρώθη ἔτσι ἡ Γραφή,
ἡ ὁποία λέγει· <ἐπίστευσεν
ὁ Ἀβραὰμ εἰς τὸν Θεὸν
μὲ ζωντανὴν καὶ ἐνεργὸν αὐτὴν
πίστιν καὶ ἐλογαριάσθη τοῦτο
ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ εἰς αὐτὸν
ὡς δικαιοσύνη καὶ ὠνομάσθη ἐκλεκτὸς
φίλος τοῦ Θεοῦ>. |
23
Καὶ ἐπαλήθευσε τελείως ἡ Γραφή, ἡ
ὁποία λέγει· Ἐπίστευσε δὲ ὁ Ἀβραὰμ
ὡς τὸν Θεόν καὶ ἐλογαριάσθη
εἰς αὐτὸν ἡ πίστις του αὕτη
τόσον πολύ, ὥστε ὁ Θεὸς νὰ τὸν
θεωρήσῃ δίκαιον καὶ ὠνομάσθη φίλος καὶ
ἀγαπημένος τοῦ Θεοῦ.
|
24
Ὁρᾶτε τοίνυν ὅτι ἐξ ἔργων
δικαιοῦται ἄνθρωπος καὶ οὐκ ἐκ
πίστεως μόνον. |
24
Βλέπετε, λοιπόν, ὅτι κάθε ἄνθρωπος
γίνεται καὶ ἀναδεικνύεται δίκαιος
ἀπὸ τὰ ἔργα καὶ ὄχι μόνον
ἀπὸ τὴν θεωρητικὴν πίστιν.
|
24
Βλέπετε λοιπόν, ὅτι κάθε ἄνθρωπος ἀναδεικνύεται
δίκαιος ἀπὸ τὰ ἔργα καὶ ὄχι
μόνον ἀπὸ τὴν πίστιν.
|
25
Ὁμοίως δὲ καὶ Ραὰβ ἡ πόρνη
οὐκ ἐξ ἔργων ἐδικαιώθη, ὑποδεξαμένη
τοὺς ἀγγέλους καὶ ἑτέρᾳ
ὁδῷ ἐκβαλοῦσα;
|
25
Ἐπίσης καὶ ἡ Ραάβ, ἡ πόρνη,
δὲν ἐδικαιώθη ἐνώπιον τοῦ
Θεοῦ ἀπὸ τὰ ἔργα της, ὅταν
μὲ κίνδυνον τῆς ζωῆς της ὑπεδέχθη
τοὺς ἀπεσταλμένους τῶν Ἰουδαίων
καὶ τοὺς ἔβγαλε ἀπὸ ἄλλον
δρόμον, διὰ νὰ φύγουν ἀπὸ
τὴν Ἱεριχώ; |
25
Ὁμοίως δὲ καὶ αὐτὴ ἡ πόρνη
ἡ Ραὰβ δὲν ἐδικαιώθη ἀπὸ
τὰ ἔργα, ποὺ ἔκαμεν, ὅταν ὑπεδέχθη
τοὺς ἀπεσταλμένους τῶν Ἰουδαίων καὶ
τοὺς ἔβγαλεν ἀπὸ ἄλλον δρόμον
ἔξω ἀπὸ τὴν Ἱεριχῶ;
|
26
Ὥσπερ γὰρ τὸ σῶμα χωρὶς πνεύματος
νεκρόν ἐστιν, οὕτω καὶ ἡ πίστις
χωρὶς τῶν ἔργων νεκρά ἐστι.
|
26
Τὰ ἔργα ἀξιοποιοῦν καὶ ζωντανεύουν
τὴν πίστιν. Διότι, ὅπως τὸ σῶμα
χωρὶς τὴν ψυχὴν εἶναι νεκρὸν
καὶ καταλήγει εἰς τὴν ἀποσύνθεσιν,
ἔτσι καὶ ἡ πίστις χωρὶς τὰ
ἐνάρετα ἔργα εἶναι νεκρὰ καὶ
ἀνωφελής. |
26
Ναί· τὰ ἔργα ζωντανεύουν τὴν πίστιν.
Διότι ὅπως τὸ σῶμα, χωρὶς τὴν
ψυχήν, εἶναι νεκρόν, ἔτσι καὶ ἡ πίστις,
χωρὶς τὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς,
δὲν εἶναι, πίστις ζωντανή, ἀλλὰ νεκρά.
|