Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
γε
νῦν οἱ πλούσιοι, κλαύσατε ὀλολύζοντες
ἐπὶ ταῖς ταλαιπωρίαις ὑμῶν
ταῖς ἐπερχομέναις.
|
αὶ
τώρα ἡ σειρά σας πλούσιοι· κλάψατε
μὲ ὀλολυγμοὺς καὶ θρήνους διὰ
τὰς δυστυχίας καὶ ταλαιπωρίας, αἱ
ὁποῖαι ἔρχονται κατεπάνω σας.
|
λλ’
ἡ προσκόλλησις εἰς τὸν κόσμον γίνεται αἰτία
καὶ νὰ καταπλήττεται κανεὶς ἀπὸ
τὸν πλοῦτον καὶ νὰ καλοτοχίζῃ
ἐκείνους, ποὺ τὸν ἔχουν, ἀντὶ
νὰ τοὺς λυπῆται. Ἐνδείκνυται ὅμως
νὰ τοὺς εἴπωμεν: Ἐμπρὸς τώρα
οἰ πλούσιοι, κλαύσατε μὲ ὀλολυγμοὺς
διὰ τὰ δεινὰ καὶ τὴν ἀθλιότητα,
τὰ ὁποῖα ἔρχονται κατεπάνω σας.
|
2
Ὁ πλοῦτος ὑμῶν σέσηπε καὶ
τὰ ἱμάτια ὑμῶν σητόβρωτα
γέγονεν, |
2
Ὁ πλοῦτος σας, ποὺ μὲ ἀδικίας
εἴχατε ἀποκτήσει καὶ εἰς τὸν
ὁποῖον ἐστηρίξατε τὰς ἐλπίδας
σας, ἔχει σαπίσει καὶ τὰ πολυτελὴ
ἐνδύματά σας ἔχουν σκοροφαγωθῆ
μέσα εἰς τὰς ἰματιοθήκας σας.
|
2
Ὁ πλοῦτος σας ἔχει σαπίσει καὶ τὰ
πολυτελῆ ρούχα σας, ποὺ ἀποθηκεύατε, ἔχουν
γίνει σκοροφαγωμένα. |
3
ὁ χρυσὸς ὑμῶν καὶ ὁ ἄργυρος
κατίωται, καὶ ὁ ἰὸς αὐτῶν
εἰς μαρτύριον ὑμῖν ἔσται καὶ
φάγεται τὰς σάρκας ὑμῶν. Ὡς
πῦρ ἐθησαυρίσατε ἐν ἐσχάταις
ἡμέραις. |
3
Ὁ χρυσὸς καὶ ὁ ἄργυρος, ποὺ
ἐθησαυρίσατε, ἔχουν κατασκουριάσει
καὶ ἡ σκουριά των θὰ μένῃ
ὡς φοβερὰ μαρτυρία ἐναντίον
τῆς ἰδιοτελείας καὶ σκληρότητός
σας καὶ θὰ καταφάγῃ τὰς σάρκας
σας σὰν φωτιά. Ἐσυσσωρεύσατε θησαυρούς,
ἀλλὰ εἰς καταδίκην σας κατὰ
τὰς μεγάλας ἐκείνας ἡμέρας
τῆς Κρίσεως. |
3
Ὁ χρυσός σας καὶ ὁ ἄργυρος ἔχουν
κατασκουριάσει καὶ ἡ σκουριά των θὰ μένῃ
ὡς μαρτυρία κατὰ τῆς ματαιότητος καὶ
σκληρότητός σας, καὶ θὰ σᾶς φάγῃ ζωντανοὺς
σὰν φωτιά. Ἐμαζεύσατε ὑλικοὺς θησαυροὺς
κατὰ τὰς ἐσχάτας τῆς κρίσεως ἡμέρας,
κατὰ τὰς ὁποίας πρόκειται νὰ τιμωρηθῆτε.
|
4
Ἰδοὺ ὁ μισθὸς τῶν ἐργατῶν
τῶν ἀμησάντων τὰς χώρας ὑμῶν
ὁ ἀπεστερημένος ἀφ' ὑμῶν
κράζει, καὶ αἱ βοαὶ τῶν θερισάντων
εἰς τὰ ὦτα Κυρίου Σαβαὼθ εἰσεληλύθασιν.
|
4
Ἰδοὺ ὁ μισθὸς τῶν ἐργατῶν,
ποὺ ἐθέρισαν τὰ ἀπέραντα
χωράφια σας καὶ τὸν ὁποῖον σεῖς
ἀδίκως καὶ πλεονεκτικῶς κατεκρατήσατε,
κραυγάζει ἐναντίον σας. Καὶ οἱ
ὁμαδικαὶ βοαὶ τῶν θεριστῶν,
ποὺ τοὺς ἀδικήσατε, ἔχουν φθάσει
σὰν ἐπίκλησις δικαιοσύνης μέσα
εἰς τὰ αὐτιὰ τοῦ Κυρίου
τῶν Δυνάμεων. |
4
Ἰδοὺ ὁ μισθὸς τῶν ἐργατῶν,
ποὺ ἐθέρισαν τὰ ἐκτεταμένα χωράφια
σας, τὸν ὁποῖον κατεκρατήσατε, φωνάζει δυνατά·
καὶ αἱ παραπονετικοὶ κραυγαί των ἀδικημένων
θεριστῶν ἐμβῆκαν μέσα εἰς τὰ
αὐτιὰ τοῦ Κυρίου τῶν ἐπουρανίων
δυνάμεων. |
5
Ἐτρυφήσατε ἐπὶ τῆς γῆς
καὶ ἐσπαταλήσατε, ἐθρέψατε τὰς
καρδίας ὑμῶν ὡς ἐν ἡμέρᾳ
σφαγῇς. |
5
Ἐζήσατε μὲ ἀπολαύσεις καὶ
ἡδονὰς εἰς τὴν γῆν καὶ
ἐσπαταλήσατε εἰς ἁμαρτωλὰς διασκεδάσεις,
σὰν ἄσωτοι, τὰ ἀγαθά σας. Ἐκαλοθρέψατε
καὶ ἐπαχύνατε τὰς καρδίας καὶ
τὰ σώματά σας, σὰν θρεφτάρια
ποὺ προορίζονται διὰ τὴν ἡμέραν
τῆς σφαγῆς των. Σὰν
ἡμέρα σφαγῆς καὶ ὀλέθρου
θὰ ξεσπάσῃ ἐναντίον σας ἡ
δικαία κρίσις τοῦ Θεοῦ.
|
5
Ἐζήσατε μὲ τρυφὰς καὶ ἀπολαύσεις
ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐπεράσατε
βίον σπάταλον καὶ ἄσωτον. Ἐπαχύνατε τὰς
φιληδόνους καρδίας σας σὰν θρεφτάρια, ποὺ τὰ
παχύνουν διὰ τὴν ἡμέραν τῆς σφαγῆς
των. Ἔτσι καὶ διὰ σᾶς ἐπιφυλάσσεται
ἡ ἡμέρα τῆς Κρίσεως σὰν ἄλλη
ἡμέρα σφαγῆς καὶ καταστροφῆς σας.
|
6
Κατεδικάσατε, ἐφονεύσατε τὸν δίκαιον·
οὐκ ἀντιτάσσεται ὑμῖν.
|
6
Κατεδικάσατε τὸν ἀθῶον, ἐφονεύσατε
τὸν δίκαιον. Δὲν ἀντιστέκεται
εἰς τὴν μοχθηρότητα καὶ ἀσυνειδησίαν
σας. |
6
Κατεδικάσατε τοὺς ἀθέους, ἐφονεύσατε τὸν
δίκαιον· δὲν ἀντιστέκεται εἰς τὴν
ἀσυνείδητον σκληρότητά σας. |
7
Μακροθυμήσατε οὖν, ἀδελφοί, ἕως
τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου. Ἰδοὺ
ὁ γεωργὸς ἐκδέχεται τὸν τίμιον
καρπὸν τῆς γῆς, μακροθυμῶν ἐπ'
αὐτῷ ἕως λάβῃ ὑετὸν
πρώϊμον καὶ ὄψιμον.
|
7
Σεῖς δέ, ἀδελφοί, ποὺ ταλαιπωρεῖσθε
καὶ πάσχετε ἀπὸ τὰς ἀδικίας
καὶ τὰς πιέσεις τῶν ἀπλήστων
καὶ σκληρῶν πλουσίων, δείξατε μακροθυμίαν
καὶ ὑπομονὴν ἕως τὴν Δευτέραν
Παρουσίαν τοῦ Κυρίου. Μιμηθῆτε τὸν
γεωργόν, ὁ ὁποῖος ἰδού,
ὕστερα ἀπὸ τοὺς κόπους τῆς
σπορᾶς, περιμένει μὲ ὑπομονὴν
καὶ ἐλπίδα τὸν πολύτιμον καρπὸν
τῆς γῆς. Καὶ μακροθυμεῖ δι' αύτόν,
ἕως ὅτου πάρῃ ἀπὸ τὸν
Θεὸν τὴν βροχὴν τὴν πρώϊμον
καὶ τὴν βροχὴν τὴν ὄψιμον, ποὺ
εὐνοεῖ τὴν καρποφορίαν.
|
7
Εἰς ἐκείνους δὲ πάλιν, ποὺ τυχὸν
καταπιέζονται ἀπὸ πλουσίους ἀσυνειδήτους
ἢ διατελοῦν ὑπὸ δοκιμασίας καὶ
περιπετείας, ἀπευθύνω τὴν ἀκόλουθον προτροπήν:
Δείξατε ὑπομονὴν καὶ μακροθυμίαν, ἀδελφοί,
μέχρι τῆς δευτέρας τοῦ Κυρίου παρουσίας. Πάρτε
παράδειγμα ἀπὸ τὸν γεωργόν. Ἰδοὺ
αὐτὸς ὕστερα ἀπὸ τοὺς
τόσους κόπους τῆς καλλιεργείας καὶ σπορὰς
περιμένει μὲ ὑπομονὴν τὸν καρπὸν
τῆς γῆς, ποὺ ἔχει τιμὴν καὶ
ἀξίαν εἰς τὴν ἀγοράν. Καὶ μακροθυμεῖ
δι’ αὐτόν, ἕως ὅτου λάβει βροχὴν πρώϊμον
καὶ ὄψιμον. |
8
Μακροθυμήσατε καὶ ὑμεῖς, στηρίξατε
τὰς καρδίας ὑμῶν, ὅτι ἡ
παρουσία τοῦ Κυρίου ἤγγικε.
|
8
Δεῖξτε καὶ σεῖς ὑπομονήν, στηρίξτε
εἰς τὴν πίστιν τὰς καρδίας σας,
διότι ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου
ἔχει πλησιάσει. (Ἡ ὥρα τῆς ἐκδημίας
μας ἀπὸ τὸν κόσμον εἶναι κοντὰ
καὶ ἡ μεγάλη ἡμέρα τῆς
Κρίσεως, ποὺ θὰ δικαιωθῶμεν ἐνώπιον
τοῦ Κυρίου, δὲν θὰ ἀργήσῃ).
|
8
Δείξατε καὶ σεῖς ὑπομονήν, ὅπως δεικνύει
διὰ τὸν πρόσκαιρον καρπὸν ὁ γεωργός.
Στηρίξατε μὲ ἀκλόνητον θάρρος τὰς καρδίας
σας, διότι ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου ὁλονὲν
πλησιάζει, θὰ ἔλθῃ δὲ καὶ διὰ
τὸν καθένα μας χωριστὰ κατὰ τὴν ὥραν
τοῦ θανάτου του. |
9
Μὴ στενάζετε κατ' ἀλλήλων, ἀδελφοί,
ἵνα μὴ κριθῆτε· ἰδοὺ ὁ
κριτὴς πρὸ τῶν θυρῶν ἕστηκεν.
|
9
Ἀδελφοί, μὴ στενάζετε καὶ δυσφορεῖτε
ὁ ἔνας ἐναντίον τοῦ ἄλλου,
διὰ νὰ μὴ καταδικασθῆτε ἀπὸ
τὸν Κριτήν. Ἰδοὺ ὁ Κριτὴς
ἔφθασε, στέκεται ἐμπρὸς εἰς
τὴν θύραν. |
9
Μὴ στενάζετε ἀγανακτημένοι ὁ ἕνας
ἐναντίον τοῦ ἄλλου, ἀδελφοί, διὰ
νὰ μὴ κατακριθῆτε ἀπὸ τὸν
Κριτήν. Ἰδοὺ ὁ Κριτὴς στέκεται πολὺ
πλησίον καὶ εἶναι ἕτοιμος νὰ παρουσιασθῇ.
|
10
Ὑπόδειγμα λάβετε, ἀδελφοί μου,
τῆς κακοπαθείας καὶ τῆς μακροθυμίας
τοὺς προφήτας, οἳ ἐλάλησαν τῷ
ὀνόματι Κυρίου. |
10
Πάρετε, ἀδελφοί μου, ὡς παράδειγμα
κακοπαθείας, ὑπομονῆς καὶ μεγαλοκαρδίας
τοὺς προφήτας, οἱ ὁποῖοι σὰν
ἀπεσταλμένοι καὶ πρεσβευταὶ τοῦ
Θεοῦ ἐλάλησαν πρὸς τοὺς ἀνθρώπους
ἐξ ὀνόματος τοῦ Κυρίου.
|
10
Λάβετε, ἀδελφοί μου, ὡς παράδειγμα κακοπαθήσεως
καὶ ὑπομονῆς τοὺς προφήτας, οἱ
ὁποῖοι δὲν ἦσαν τυχαῖοι ἄνθρωποι,
ἀλλ’ ἐλάλησαν ἐξ ὀνόματος τοῦ
Κυρίου. |
11
Ἰδοὺ μακαρίζομεν τοὺς ὑπομένοντας·
τὴν ὑπομονὴν Ἰὼβ ἠκούσατε,
καὶ τὸ τέλος Κυρίου εἴδετε,
ὅτι πολύσπλαγχνός ἐστιν ὁ Κύριος
καὶ οἰκτίρμων. |
11
Ἰδού, μακαρίζομεν καὶ καλοτυχίζομεν
ἐκείνους, ποὺ δεικνύουν ὑπομονήν.
Ἀπὸ τὴν Ἁγ. Γραφὴν ἔχετε
ἀκούσει καὶ μάθει τὴν ὑπομονὴν
τοῦ Ἰὼβ καὶ εἴδατε τὸ
χαρούμενον καὶ εὐτυχισμένον τέλος,
ποὺ ἔδωσεν εἰς τὴν δοκιμασίαν
του ὁ Κύριος. Διότι ὁ Κύριος
εἶναι πολυεύσπλαγχνος καὶ γεμᾶτος
συμπάθειαν καὶ στοργήν.
|
11
Ἰδοὺ θεωροῦμεν εὐτυχεῖς καὶ
καλοτυχίζομεν ἐκείνους, ποὺ δεικνύουν ὑπομονήν.
Ἠκούσατε ἀπὸ τὰ ἀναγνώσματα
τῆς Ἁγίας Γραφῆς τὴν ὑπομονὴν
τοῦ Ἰὼβ καὶ εἴδατε τὸ
εὐτυχισμένον τέλος, ποὺ ἔδωκεν ὁ Κύριος
εἰς τὴν δοκιμασίαν του. Καὶ τοῦ ἔδωκεν
ὁ Κύριος τέτοιο τέλος, διότι εἶναι πολυεύσπλαγχνος
καὶ οἰκτιρμῶν καὶ μὲ συμπάθειαν
πολλὴν δοκιμάζει τὰ τέκνα του.
|
12
Πρὸ πάντων δέ, ἀδελφοί μου,
μὴ ὀμνύετε μήτε τὸν οὐρανὸν
μῆτε τὴν γῆν μήτε ἄλλον τινὰ
ὅρκον· ἤτω δὲ ὑμῶν τὸ
ναὶ ναί, καὶ τὸ οὒ οὔ,
ἵνα μὴ εἰς ὑπόκρισιν πέσητε.
|
12
Πρὸ πάντων δέ, ἀδελφοί μου,
μὴ καταφεύγετε εἰς τοὺς ὅρκους.
Μὴ ὁρκίζεσθε οὔτε εἰς τὸν
οὐρανὸν οὔτε εἰς τὴν γῆν
οὔτε κανένα ἄλλον ὅρκον. Νὰ
λέγετε πάντοτε τὴν ἀλήθειαν
καὶ τὸ <ναί>, ποὺ θὰ
πῆτε, νὰ εἶναι ἀληθινὸν καὶ
πραγματικὸν <ναί> καὶ τὸ <ὄχι>,
νὰ εἶναι πράγματι <ὄχι>, διὰ
νὰ μὴ περιπέσετε εἰς τὴν κρίσιν
καὶ καταδίκην ἐκ μέρους τοῦ
Θεοῦ. |
12
Ὅπως δὲ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ στενάζετε
κατὰ τοῦ πλησίον, ἔτσι εἶναι ἀπηγορευμένον
νὰ ἐπικαλῆσθε ἀνευλαβῶς καὶ
τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ εἰς τὰς
στενοχωρίας σας. Πρὸ πάντων δέ, ἀδελφοί μου, μὴν
ὁρκίζεσθε οὔτε εἰς τὸν οὐρανόν,
οὔτε εἰς τὴν γῆν, οὔτε κανένα
ἄλλον ὅρκον. Ἂς εἶναι δὲ τὸ
ναί, ποὺ λέγετε, πραγματικὸν ναί· καὶ τὸ
ὄχι σας πραγματικὸν ὄχι, διὰ νὰ
μὴ ἐμπέσητε εἰς ὑποκρισίαν καὶ
ψευδολογίαν. |
13
Κακοπαθεῖ τις ἐν ὑμῖν; Προσευχέσθω·
ἐπιθυμεῖ τις; Ψαλλέτω.
|
13
Ὑπάρχει μεταξύ σας κανείς, ποὺ
ταλαιπωρεῖται καὶ θλίβεται; Ἂς προσεύχεται,
ζητῶν ἀπὸ τὸν Θεὸν παρηγορίαν
καὶ λύτρωσιν. Εὑρίσκεται κανεὶς
εἰς κατάστασιν εὐθυμίας; Ἂς
ψάλλῃ, δοξολογῶν τὸν Θεόν.
|
13
Εὑρίσκεται κανεὶς μεταξύ σας εἰς στενοχωρίαν
καὶ θλῖψιν; Ἂς προσεύχεται καὶ ἂς
ζητῇ παρηγορίαν ἀπὸ τὸν Θεόν. Ἔχει
εὐθυμίαν κάποιος; Ἂς ψάλλη ψαλμοὺς καὶ
μὲ αὐτοὺς ἂς ἑξαγιάζῃ
τὴν εὐθυμίαν του. |
14
Ἀσθενεῖ τις ἐν ὑμῖν; Προσκαλεσάσθω
τοὺς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας,
καὶ προσευξάσθωσαν ἐπ' αὐτὸν
ἀλείψαντες αὐτὸν ἐλαίῳ
ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου·
|
14
Εἶναι κανεὶς μεταξύ
σας ἀσθενής; Ἂς προσκαλέσῃ τοὺς
πρεσβυτέρους τῆς Ἐκκλησίας καὶ
ἂς προσευχηθοῦν ἐπάνω ἀπὸ
αὐτὸν καὶ δι' αὐτὸν
πρὸς τὸν Θεόν, ἀλείψαντες
αὐτὸν μὲ ἔλαιον εἰς τὸ
ὄνομα τοῦ Κυρίου. |
14
Εἶναι κανεὶς μεταξύ σας ἄρρωστος; Ἂς
προσκαλέσῃ τοὺς πρεσβυτέρους τῆς Ἐκκλησίας
καὶ ἂς προσευχηθοῦν ἐπάνω του, συγχρόνως
δὲ ἂς τὸν ἀλείψουν μὲ ἔλαιον
ἐπικαλούμενοι τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου.
|
15
καὶ ἡ εὐχὴ τῆς πίστεως
σώσει τὸν κάμνοντα, καὶ ἐγερεῖ
αὐτὸν ὁ Κύριος· κἂν ἁμαρτίας
ᾖ πεποιηκώς, ἁφεθήσεται αὐτῷ.
|
15
Καὶ ἡ προσευχὴ αὐτή, ποὺ
θὰ ἐμπνέεται ἀπὸ τὴν πίστιν
καὶ θὰ γίνεται μὲ πίστιν,
θὰ θεραπεύσῃ καὶ θὰ σώσῃ
τὸν ἄρρωστον ἀπὸ τὴν σωματικὴν
ἀσθένειαν, καὶ θὰ τὸν σηκώσῃ
ὁ Κύριος ἀπὸ τὸ κρεββάτι
τῆς ἀρρώστιας· καὶ ἐὰν
ὁ ἀσθενὴς ἔχῃ κάμει ἁμαρτίας,
θὰ τοῦ συγχωρηθοῦν ἐκ μέρους
τοῦ Θεοῦ. |
15
Καὶ ἡ προσευχὴ αὐτή, ποὺ γίνεται
μὲ πίστιν, θὰ σώσῃ ἀπὸ τὴν
σωματικὴν ἀσθένειαν τὸν ἄρρωστον καὶ
θὰ σηκώσῃ αὐτὸν ὁ Κύριος ἀπὸ
τὴν κλίνην τῆς ἀσθενείας. Καὶ ἐὰν
ὁ ἀσθενὴς ἔχῃ διαπράξει ἁμαρτίας,
αἱ ὁποῖαι καὶ προεκάλεσαν τὴν
ἀσθένειάν του, θὰ συγχωρηθοῦν εἰς
αὐτόν. |
16
Ἐξομολογεῖσθε ἀλλήλοις τὰ παραπτώματα,
καὶ εὔχεσθε ὑπὲρ ἀλλήλων,
ὅπως ἰαθῆτε· πολὺ ἰσχύει
δέησις δικαίου ἐνεργουμένη.
|
16
Νὰ ἐξομολογῆσθε μὲ εἰλικρινῆ
μετάνοιαν καὶ συντριβὴν μεταξύ σας
τὰ ἁμαρτήματά σας καὶ νὰ
προσεύχεσθε ὁ ἕνας ὑπὲρ τοῦ
ἄλλου, διὰ νὰ θεραπευθῆτε καὶ
ἀπὸ τὰς σωματικὰς καὶ ἀπὸ
τὰς πνευματικὰς ἀσθενείας.
Διότι δέησις, ἡ ὁποία προσφέρεται
μὲ πίστιν πολλὴν πρὸς τὸν Θεὸν
ἐκ μέρους τοῦ δικαίου, ἔχει
μεγάλην δύναμιν καὶ φέρει θαυμαστὰ
ἀποτελέσματα. |
16
Γενικῶς δὲ σᾶς προτρέπω νὰ ἐξομολογῆσθε
μεταξύ σας τὰς ἁμαρτίας σας καὶ νὰ
εὔχεσθε ὁ ἕνας ὑπὲρ τοῦ
ἅλλου, διὰ νὰ ἰατρευθῆτε ὄχι
μόνον ἀπὸ τὰς σωματικάς, ἀλλὰ
καὶ ἀπὸ τὰς ψυχικὰς ἀσθενείας
σας. Ἔχει μεγάλην δύναμιν ἡ δέησις τοῦ δικαίου
καὶ ἐνεργεῖ ἰσχυρῶς καὶ
ἀποτελεσματικῶς, φέρουσα μεγάλος ὠφελείας.
|
17
Ἠλίας ἄνθρωπος ἦν ὁμοιοπαθὴς
ἡμῖν, καὶ προσευχῇ προσηύξατο
τοῦ μὴ βρέξαι, καὶ οὐκ ἔβρεξεν
ἐπὶ τῆς γῆς ἐνιαυτοὺς
τρεῖς καὶ μῆνας ἕξ·
|
17
Ὁ προφήτης Ἠλίας ἦτο ἄνθρωπος
ὅμοιος μὲ ἡμᾶς, μὲ τὴν
αὐτὴν ἀσθενῆ ἀνθρωπίνην
φύσιν. Καὶ ἐν τούτοις μὲ θερμὴν
προσευχὴν πίστεως προσηυχήθη, διὰ
νὰ μὴ βρέξῃ, καὶ δὲν ἔβρεξεν
ὁ Θεὸς ἐπάνω εἰς τὴν γῆν
τρία ἔτη καὶ ἕξ μῆνας.
|
17
Ὁ Ἠλίας ἦτο ἄνθρωπος, ποὺ εἶχε
τὴν αὐτὴν ἀσθενῆ φύσιν μὲ
ἠμᾶς, καὶ προσηυχήθη διὰ νὰ
μὴ βρέξῃ, καὶ δὲν ἔβρεξεν ἐπὶ
τῆς γῆς τρία ἔτη καὶ μήνας ἕξ.
|
18
καὶ πάλιν προσηύξατο, καὶ ὁ
οὐρανὸς ὑετὸν ἔδωκε καὶ
ἡ γῆ ἐβλάστησε τὸν καρπὸν
αὐτῆς. |
18
Καὶ πάλιν προσηυχήθη, διὰ νὰ
βρέξῃ, καὶ ὁ οὐρανὸς ἔδωκε
πλουσίαν βροχὴν καὶ ἐβλάστησεν
καὶ ἐκαρποφόρησε ἡ γῆ.
|
18
Καὶ πάλιν προσηυχήθη καὶ ἐζήτησε νὰ
βρέξῃ, καὶ ὁ οὐρανὸς ἔδωκε
βροχὴν καὶ ἡ γῆ ἐβλάστησε τὸν
καρπόν της. |
19
Ἀδελφοὶ ἐάν τις ἐν ὑμῖν
πλανηθῇ ἀπὸ τῆς ἀληθείας,
καὶ ἐπιστρέψῃ τις αὐτόν,
|
19
Ἀδελφοί, ἐὰν κανεὶς ἀπὸ
σᾶς παραπλανηθῇ καὶ φύγῃ μακρυὰ
ἀπὸ τὴν χριστιανικὴν ἀλήθειαν,
καὶ ὁ ἀδελφὸς τὸν ἐπαναφέρῃ
εἰς τὸν δρόμον τοῦ Θεοῦ,
|
19
Κάμνω καὶ τὴν τελευταίαν μου ἔκκλησιν καὶ
προτροπὴν εἰς σᾶς, ποὺ θὰ εἶναι
ἡ ἐπισφράγισις τῆς ὅλης ἐπιστολῆς
μου. Ἀδελφοί, ἐὰν κανένας ἀπὸ
σᾶς πλανηθῇ μακρὰν ἀπὸ τὴν
χριστιανικὴν ἀλήθειαν, καὶ ἄλλος ἀδελφὸς
τὸν ἐπαναφέρῃ εἰς τὴν ἀλήθεια,
|
20
γινωσκέτω ὅτι ὁ ἐπιστρέψας ἁμαρτωλὸν
ἐκ πλάνης ὁδοῦ αὐτοῦ σώσει
ψυχὴν ἐκ θανάτου καὶ καλύψει
πλῆθος ἁμαρτιῶν. |
20
ἂς γνωρίζῃ, ὅτι ἐκεῖνος
ποὺ ἐπαναφέρει ἔναν ἁμαρτωλὸν
ἀπὸ τὸν δρόμον τῆς πλάνης
του εἰς τὸν δρόμον τῆς ἀληθείας,
θὰ σώσῃ μίαν ψυχὴν ἀπὸ
τὸν αἰώνιον θάνατον καὶ θὰ
ἐξαλείψῃ πλῆθος ἁμαρτιῶν,
τὰς ὁποίας ὁ παραπλανηθεὶς ἁμαρτωλὸς
εἶχε διαπράξει.
|
20
ἂ γνωρίζῃ, ὅτι ἐκεῖνος, ποὺ
ἐπέστρεψεν ἕνα ἁμαρτωλὸνἀπὸ
τὴν πλάνην, εἰς τὴν ὁπίαν οὗτος
ὡς εἰς ἄλλον κακὸν καὶ ὀλέθριον
δρόμον βαδίζει, θὰ σώσῃ πολύτιμον ψυχὴν
ἀπὸ τὸν θάνατον καὶ θὰ ἐξαλείψῃ
πλῆθος αμαρτι·ῶν, τὰς ὁπίας ὁ
ἀποπλανηθείς διέπραξεν ἢ καὶἐπρόκειτο
νὰ διαπράξῃ. |