Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ν
τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, λέγει
Κύριος, ἐξοίσουσι τὰ ὀστᾶ
τῶν βασιλέων Ἰούδα καὶ τὰ
ὀστᾶ τῶν ἀρχόντων αὐτοῦ
καὶ τὰ ὀστᾶ τῶν ἱερέων
καὶ τὰ ὀστᾶ προφητῶν καὶ
τὰ ὀστᾶ τῶν κατοικούντων ἐν
Ἱερουσαλὴμ ἐκ τῶν τάφων αὐτῶν
|
ατὰ
τὴν ἐποχὴν ἐκείνην τῶν
συμφορῶν καὶ τοῦ ὀλέθρου, λέγει
ὁ Κύριος, οἱ ἐχθροὶ θὰ
τυμβωρυχήσουν, θὰ βγάλουν ἀπὸ
τοὺς τάφους τὰ ὀστᾶ τῶν
βασιλέων καὶ τὰ ὀστᾶ τῶν
ἄλλων ἀρχόντων τοῦ βασιλείου
αὐτοῦ, τὰ ὀστᾶ τῶν ἱερέων
καὶ τῶν ψευδοπροφητῶν καὶ τὰ
ὀστᾶ ὅλων τῶν κατοίκων τῆς
Ἱερουσαλήμ.
|
ατὰ
τὴν φοβερὰν ἐκείνην ἐποχὴν τῶν
μεγάλων συμφορῶν καὶ τῆς καταστροφῆς,
λέγει ὁ Κύριος, οἱ ἐχθροί, ποὺ θὰ
εἰσβάλουν εἰς τὴν χώραν, δὲν
θὰ παραδώσουν μόνον τοὺς ζῶντας εἰς
σφαγήν, ἀλλὰ θὰ ἀνοίξουν καὶ
τοὺς τάφους καὶ θὰ τοὺς συλήσουν θὰ
βγάλουν ἀπὸ ἐκεῖ τὰ ὀστᾶ
τῶν βασιλέων τοῦ Ἰούδα καὶ τὰ
ὀστᾶ τῶν ἀρχόντων τοῦ βασιλείου
τοῦ Ἰούδα καὶ τὰ ὀστᾶ
τῶν ἱερέων <τῶν εἰδώλων> καὶ
τὰ ὀστᾶ τῶν ψευδοπροφητῶν καὶ
τὰ ὀστᾶ τῶν ἄλλων κατοίκων τῆς
Ἱερουσαλήμ. |
2
καὶ ψύξουσιν αὐτὰ πρὸς τὸν
ἥλιον καὶ τὴν σελήνην καὶ πρὸς
πάντας τοὺς ἀστέρας καὶ πρὸς
πᾶσαν τὴν σρατιὰν τοῦ οὐρανοῦ,
ἃ ἠγάπησαν, καὶ οἷς ἐδούλευσαν
καῖ ὧν ἐπορεύθησαν ὀπίσω
αὐτῶν καὶ ὧν ἀντείχοντο
καὶ οἷς προσεκύνησαν αὐτοῖς·
οὐ κοπήσονται καὶ οὐ ταφήσονται,
καὶ ἔσονται εἰς παράδειγμα ἐπὶ
προσώπου τῆς γῆς, |
2
Θὰ τὰ ξηράνουν ἐκθέτοντες αὐτὰ
εἰς τὸν ἥλιον καὶ τὴν σελήνην
καὶ εἰς ὅλους τοὺς ἀστέρας
καὶ εἰς ὅλην τὴν στρατιὰν τῶν
ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ, τοὺς
ὁποίους ἠγάπησαν καὶ δουλικῶς
ἐλάτρευσαν καὶ ὀπίσω τῶν
ὁποίων ἐπορεύθησαν καὶ ἐπάνω
εἰς τοὺς ὁποίους ἐστήριξαν
τὴν πεποίθησίν των καὶ τοὺς
προσεκύνησαν. Δὲν θὰ ἀκουσθῇ
δι' αὐτοὺς ἐπικήδειος θρῆνος
καὶ κοπετός. Δὲν θὰ ἐνταφιασθοῦν,
θὰ μείνουν ἄταφοι, θὰ γίνουν
ἔτσι παράδειγμα δι' ὅλους τοὺς ἀνθρώπους
τῆς γῆς,
|
2
Τὰ ὀστᾶ αὐτὰ θὰ τὰ
στεγνώσουν καὶ θὰ τὰ ξηράνουν μὲ
τὸ νὰ τὰ ἐκθέσουν εἰς τὸν
ἥλιον καὶ τὴν σελήνην καὶ εἰς
ὅλα τὰ ἄστρα καὶ εἰς ὅλην
τὴν στρατιὰν τοῦ οὐρανοῦ, τὴν
ὁποίαν ἀγάπησαν καὶ ἐλάτρευσαν·
τὴν ὁποίαν ἀκολούθησαν καὶ συνεβουλεύοντο·
ἐπὶ τῆς ὁποίας ἐστηρίζοντο
καὶ τὴν ὁποίαν ἐπροσκύνησαν ὡς
θέον. Δι' αὐτοὺς δὲν θὰ ἀκουσθοῦν
ἐπικήδειοι θρῆνοι καὶ δὲν θὰ
ταφοῦν. Ἔτσι θὰ γίνουν παράδειγμα τιμωρίας,
ὕβρεως καὶ βεβηλώσεως ἐνώπιον ὅλων
τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς, |
3
ὅτι εἳλοντο τὸν θάνατον ἢ τὴν
ζωήν, καὶ πᾶσι τοῖς καταλοίποις
τοῖς καταλειφθεῖσαιν ἀπὸ τῆς
γενεᾶς ἐκείνης ἐν παντὶ τόπῳ,
οὗ ἐξώσω αὐτούς ἐκεῖ.
|
3
διότι ἐπροτίμησαν τὸν θάνατον
καὶ ὄχι τὴν ζωήν. Θὰ τιμωρήσω
δὲ καὶ ὅλους ἐκείνους, ποὺ
θὰ ἀπομείνουν ἀπὸ τὴν
γενεὰν αὐτὴν εἰς κάθε τόπον,
ὄπου θὰ τοὺς ἔχω διασκορπίσει.
|
3
διότι διὰ τῆς εἰδιολολατρίας καὶ
ἀσεβείας των ἐπροτίμησαν τὸν θάνατον καὶ
ὄχι τὴν ζωήν. Ἐπίσης θὰ τιμωρήσω καὶ
ὅλους, ὅσοι θὰ ἐναπομείνουν
ἀπὸ τὴν ἁμαρτωλὴν ἐκείνην
γενεὰν εἰς κάθε τόπον, ὅπου θὰ τοὺς
ἐξορίσω καὶ θὰ τοὺς διασκορπίσω>.
|
-4
Ὅτι τάδε λέγει Κύριος· μὴ
ὁ πίπτων οὐκ ἀνίσταται; Ἢ
ὁ ἀποστρέφων οὐκ ἀναστρέφει;
|
4
Αὐτὰ λέγει ἀκόμη ὁ Κύριος:
Μήπως ἐκεῖνος ποῦ πίπτει, δὲν
σηκώνεται; Μήπως ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος
χάνει τὸν δρόμον του καὶ παραπλανᾶται,
δὲν προσπαθεῖ νὰ ἐπιστρέψῃ
εἰς τὸν δρόμον του;
|
4
Διότι αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: <Μήπως ἐκεῖνος
ὁ ὁποῖος πίπτει, δὲν σηκώνεται; Ἢ
μήπως ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἔχασε
τὸν δρόμον του καὶ ἐπλανήθη, δὲν προσπαθεῖ
νὰ τὸν εὕρῃ πάλιν καὶ νὰ
ἐπιστρέψῃ; |
5
Διατὶ ἀπέστρεψεν ὁ λαός μου
οὗτος ἀποστροφὴν ἀναιδῆ καὶ
κατεκρατήθησαν ἐν τῇ προαιρέσει αὐτῶν
καὶ οὐκ ἠθέλησαν τοῦ ἐπιστρέψαι;
|
5
Διατὶ ὅμως αὐτὸς ὁ λαός
μου παραπλανᾶται εἰς μίαν ἀναιδῆ
ἀπομάκρυνσιν ἀπὸ ἐμὲ καὶ
ἐπιμένουν πεισμόνως εἰς τὴν
κακήν των διάθεσιν καὶ δὲν ἠθέλησαν
νὰ ἐπανέλθουν πρὸς ἐμέ;
|
5
Τότε, διατὶ ὁ Ἰσραηλιτικὸς αὐτὸς
λαός μου ἐπλανήθη μὲ τὴν θέλησίν του εἰς
μίαν ἀδιάντροπον καὶ αὐθάδη
ἀπομάκρυνσιν ἀπὸ Ἐμὲ καὶ
ἐπέμειναν ἑκουσίως καὶ μὲ πεῖσμα
εἰς τὴν ἁμαρτωλὴν αὐτὴν
πλάνην καὶ δὲν ἠθέλησαν νὰ μετανοήσουν
καὶ ἐπιστρέψουν εἰς Ἐμέ;
|
6
Ἐνωτίσασθε δὴ καὶ ἀκούσατε·
οὐχ οὕτω λαλήσουσιν· οὐκ ἔστιν
ἄνθρωπος μετανοῶν ἀπὸ τῆς κακίας
αὐτοῦ, λέγων· τί ἐποίησα;
Διέλιπεν ὁ τρέχων ἀπὸ τοῦ
δρόμου αὐτοῦ ὡς ἵππος κάθιδρος
ἐν χρεμετισμῷ αὐτοῦ.
|
6
Ἀκούσατε, λοιπόν, καὶ βάλετε
μέσα εἰς τὰ αὐτιά σας. Δὲν
ὁμιλοῦν
οἱ
Ἰουδαῖοι, ὅπως πρέπει. Δὲν ὑπάρχει
μεταξύ των ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος
νὰ μετανοῇ διὰ τὴν κακίαν του
καὶ νὰ λέγῃ: Τί διέπραξα;
Ἀπέκαμεν ὁ ἰσραηλιτικὸς λαὸς
τρέχων εἰς τὸν δρόμον τῆς εἰδωλολατρείας,
ὡσὰν κάθιδρος καὶ χρεμετίζων
ἵππος. |
6
Προσέξατε! Βάλετε εἰς τὸ βάθος τῶν αὐτιῶν
σας καὶ ἀκούσατε. Οἱ Ἰουδαῖοι
δὲν ὁμιλοῦν ὅπως πρέπει· μεταξύ
των δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος
νὰ μετανοῇ διὰ τὴν ἀποστασίαν
του καὶ νὰ λέγῃ: <Τί <κακὸν>
ἔκαμα;> Ἀπ' ἐναντίας ὁ Ἰσραηλιτικὸς
λαὸς ἀπέκαμε καὶ ἐξηντλήθη μὲ
τὸ νὰ ὁρμᾷ χωρὶς διακοπὴν
πρὸς τὴν ἀσέβειαν καὶ τὴν εἰδωλολατρίαν,
ὡσὰν ἵππος κάθιδρος καὶ χρεμετίζων.
|
7
Καὶ ἡ ἀσίδα ἐν τῷ οὐρανῷ
ἔγνω τὸν καιρὸν αὐτῆς, τρυγὼν
καὶ χελιδών, ἀγροῦ στρουθία
ἐφύλαξαν καιροὺς εἰσόδων ἑαυτῶν,
ὁ δὲ λαός μου οὗτος οὐκ ἔγνω
τὰ κρίματα Κυρίου. |
7
Ὁ πελαργός, τὸ πτηνὸν αὐτὸ
τοῦ οὐρανοῦ, γνωρίζει τοὺς καιροὺς
τῆς μεταναστεύσεώς του. Ἡ τρυγόνα
καὶ τὸ χελιδόνι, τὰ στρουθία
τοῦ ἀγροῦ, γνωρίζουν τοὺς καιροὺς
τῆς ἐπιστροφῆς των. Αὐτὸς ὅμως
ὁ λαός μου δὲν ἔμαθε τοὺς νόμους
ἐμοῦ τοῦ Κυρίου του.
|
7
Καὶ ὁ μὲν πελαργός, τὸ πτηνὸν
αὐτὸ τοῦ οὐρανοῦ, γνωρίζει τὸν
κατάλληλον καιρὸν τῆς μεταναστεύσεως καὶ
ἐπιστροφῆς του, ὅπως καὶ τὸ
τρυγόνι καὶ τὸ χελιδόνι· ὅπως ἐπίσης
τὰ μικρὰ πτηνὰ τοῦ ἀγροῦ
γνωρίζουν <καὶ συμμορφώνονται πρός> τοὺς
καιροὺς τῆς ἐπιστροφῆς των ἀπὸ
τὴν μετανάστευσιν. Ἐνῷ ὁ Ἰσραηλιτικὸς
αὐτὸς λαός μου δὲν ἐγνώρισε <καὶ
δὲν ἐφαρμόζει> τὶς κρίσεις, τὶς
ἀποφάσεις καὶ τοὺς νόμους Ἐμοῦ,
τοῦ Κυρίου!> |
8
Πῶς ἐρεῖτε· ὅτι σοφοί ἐσμεν
ἡμεῖς, καὶ νόμος Κυρίου μεθ'
ἡμῶν ἐστιν; Εἰς μάτην ἐγενήθη
σχοῖνος ψευδὴς γραμματεῦσιν.
|
8
Πῶς, λοιπόν, θὰ πῆτε: Ἡμεῖς
εἴμεθα σοφοὶ καὶ ὁ νόμος τοῦ
Κυρίου εἶναι μαζῆ μας; Ματαιότητας
καὶ ψευδολογίας ἔγραψεν ὁ κάλαμος
τῶν γραμματέων σας.
|
8
<Πῶς λοιπὸν θὰ εἰπῆτε μὲ
καύχησιν· <Εἴμεθα σοφοί, διότι κατέχομεν τὸν
νόμον τοῦ Κυρίου>; Μάταια καὶ ψευδῆ ἔγραψεν
ὁ κάλαμος τῶν γραμματέων, οἱ ὁποῖοι
ἔχουν ὡς κλῆρον νὰ ἐρμηνεύουν
καὶ νὰ διδάσκουν τὸν νόμον!
|
9
Ἠσχύνθησαν σοφοὶ καὶ ἐπτοήθησαν
καὶ ἑάλωσαν, ὅτι τὸν λόγον
Κυρίου ἀπεδοκίμασαν· σοφία τίς
ἐστιν ἐν αὐτοῖς;
|
9
Κατῃσχύνθησαν οἱ σοφοί σας, ἐπτοήθησαν
καὶ ἐπανικοβλήθησαν, ἐκυριεύθησαν
καὶ ἔγιναν δοῦλοι, διότι ἀπεδοκίμασαν
τὸν λόγον τοῦ Κυρίου. Ποία,
λοιπόν, σοφία ὑπάρχει εἰς αὐτούς;
|
9
Κατεντροπιάσθησαν οἱ σοφοί, ἐπανικοβλήθησαν καὶ
συνελήφθησαν αἰχμάλωτοι, διότι ἀπεδοκίμασαν τὸν
νόμον τοῦ Κυρίου. Τί εἴδους λοιπὸν
σοφία ὑπάρχει εἰς αὐτούς; <Οὐδεμία
σοφία ὑπάρχει, παρὰ μόνον κακία>.
|
10
Διὰ τοῦτο δώσω τὰς γυναῖκας
αὐτῶν ἑτέροις καὶ τοὺς
ἀγροὺς αὐτῶν! τοῖς κληρονόμοις·
|
10
Διὰ τοῦτο θὰ δώσω τὰς γυναῖκας
των εἰς ἄλλους καὶ τοὺς ἀγρούς
των εἰς ἄλλους κληρονόμους.
|
10
<Διὰ τοῦτο θὰ δώσω τὶς γυναῖκες
των, τὴν πλέον πολύτιμον ἀπὸ ὅλες
τὶς περιουσίες, εἰς ἄλλους ἄνδρας,
καὶ τὰ χωράφια των εἰς ἄλλους κληρονόμους,
δηλαδὴ εἰς τοὺς ἐχθρούς.
|
13
καὶ συνάξουσι τὰ γεννήματα αὐτῶν,
λέγει Κύριος, οὐκ ἔστι σταφυλὴ
ἐν ταῖς ἀμπέλοις, καὶ οὐκ
ἔστι σῦκα ἐν ταῖς συκαῖς, καὶ
τὰ φύλλα κατερρύηκεν.
|
13
Ἄλλοι θὰ μαζεύσουν τὰ προϊόντα
τῶν ἀγρῶν των, λέγει ὁ Κύριος.
Δὲν θὰ ὑπάρχῃ δι' αὐτοὺς
σταφυλὴ εἰς τὰς ἀμπέλους των,
οὔτε σῦκα εἰς τὶς συκές των.
Καὶ αὐτὰ ἀκόμα τὰ φύλλα
θὰ ἔχουν πέσει.
|
13
Ἐκεῖνοι δέ <οἱ ἐχθροί>
θὰ μαζεύσουν τὰ γεννήματα τῶν ἀγρῶν
των, λέγει ὁ Κύριος. Δὲν θὰ ὑπάρχουν
πλέον, ἕνεκα τοῦ πολέμου καὶ τῶν ξένων
κατόχων, σταφύλια εἰς τὰ ἀμπέλια, οὔτε
σῦκα εὶς τὶς συκιές· καὶ αὐτὰ
ἀκόμη τὰ φύλλα θὰ ἔχουν πέσει
ἀπὸ τὰ δένδρα>. |
14
Ἐπὶ τί ἡμεῖς καθήμεθα;
Συνάχθητε καὶ εἰσέλθωμεν εἰς
τὰς πόλεις τὰς ὀχυρὰς καὶ
ἀπορριφῶμεν, ὅτι Θεὸς ἀπέρριψεν
ἡμᾶς καὶ ἐπότισεν ἡμᾶς
ὕδωρ χολῆς, ὅτι ἡμάρτομεν ἐναντίον
αὐτοῦ. |
14
Ἀπὸ τὸν φόβον τῶν ἐπερχομένων
ἐχθρῶν θὰ λέγουν: Διατὶ μένομεν
ἥσυχοι καὶ ἀργοί; Συγκεντρωθῆτε
καὶ ἂς εἰσέλθωμεν εἰς τὰς
ὀχυρὰς πόλεις μας, διὰ νὰ χαθῶμε
ἐκεῖ, διότι ὁ Θεὸς μᾶς
ἀπέρριψεν ἀπὸ τὸ πρόσωπόν
του. Μᾶς ἐπότισε μὲ νερὸ πικρίας,
διότι ἡμαρτήσαμεν ἐνώπιον αὐτοῦ.
|
14
Ἐν ὄψει λοιπὸν τῶν ἐπερχομένων
ἐχθρῶν καὶ τῆς γενικῆς ἀκαρπίας
τῶν δένδρων, ἀπὸ τὰ ὁποῖα
τίποτε δὲν περιμένομεν, λέγουν οἱ Ἰσραηλῖται:
<Διατὶ μένομεν ἄπρακτοι καὶ ἀνενέργητοι;>
Καὶ παρακινοῦντες ὁ ἕνας τὸν
ἄλλον λέγουν: <Κινητοποιηθῆτε· συγκεντρωθῆτε.
<Ἂς εἰσέλθωμεν καὶ ἂς καταφύγωμεν
εἰς τὶς ὠχυρωμένες μὲ τείχη
πόλεις καὶ ἐκεῖ ἂς παραπεταχθῶμεν
<κατὰ τὸ Ἑβραϊκὸν ἂς βυθισθῶμὲν
εἰς τὴν σιωπὴν τοῦ θανάτου>. Διότι
ὁ Θεὸς μᾶς ἀπέρριψε, μᾶς ἀπεδίωξε
καὶ μᾶς ἐπότισε νερὸ πικρίας (ἤ,
πικρόν), ἐπειδὴ ἁμαρτήσαμε ἐνώπιόν
του. |
15
Συνήθημεν εἰς εἰρήνην, καὶ οὐκ
ἦν ἀγαθά· εἰς καιρὸν
ἰάσεως, καὶ ἰδοὺ σπουδή.
|
15
Συνεκεντρώθημεν, διὰ νὰ ἀπολαύσωμεν
τὴν εἰρηνικὴν ζωήν, καὶ ὅμως
κανένα ἀγαθὸν δὲν εἴδαμεν. Ἠλπίζομεν
εἰς καιρὸν θεραπείας καὶ λυτρώσεως
ἀπὸ τὰ δεινά, καὶ ἰδοὺ
ἀντὶ αὐτῶν μᾶς συνέχει
τρόμος καὶ φυγή.
|
15
Συνεκεντρώθημεν καὶ κατεφύγαμε εἰς τὶς ὀχυρὲς
πόλεις, διὰ νὰ ἀπαλλαγῶμεν ἀπὸ
τοὺς ἐχθροὺς καὶ νὰ ζήσωμεν
ἐκεῖ εἰρηνικά, ἀλλὰ δὲν
εἴδαμε κανένα ἀγαθόν! Κατεφύγαμε ἐκεῖ
μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ θεραπευθῶμεν
ἀπὸ τὰ δεινὰ καὶ νὰ γλυτώσωμεν
ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, καὶ ἐκεῖ
μᾶς ἐκυρίευσεν ἡ ταραχὴ καὶ
ὁ τρόμος τῆς πολιορκίας! |
16
Ἐκ Δὰν ἀκουσόμεθα φωνὴν ὀξύτητος
ἵππων αὐτοῦ, ἀπὸ φωνῆς
χρεμετισμοῦ ἰππασίας ἵππων αὐτοῦ
ἐσείσθη πᾶσα ἡ γῆ· καὶ
ἥξει καὶ καταφάγεται τὴν γῆν
καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς, πόλιν
καὶ τοὺς κατοικοῦντας ἐν αὐτῇ.
|
16
Ἀπὸ τὴν περιοχὴν Δὰν ἠκούσαμεν
τὴν διαπεραστικὴν φωνὴν τῶν ἵππων
τοῦ ἐχθροῦ, καὶ ἀπὸ τὸν
θόρυβον τοῦ χρεμετσμοῦ τοῦ ἱππικοῦ
τοῦ ἐσείσθη ὅλη ἡ γῆ.
Ὁ στρατὸς αὐτὸς θὰ ἐπέλθῃ
ἐναντίον μας, θὰ καταφάγῃ τὴν
χώραν μας καὶ τὰ προϊόντα αὐτῆς,
κάθε πόλιν καὶ τοὺς κατοικοῦντας
εἰς αὐτήν.
|
16
Ἀπὸ τὴν περιοχὴν τῆς Δὰν
ἀκούσαμε τὴν διαπεραστικὴν φωνὴν
τοῦ ἐπελαύνοντος ἐχθρικοῦ ἱππικοῦ·
καὶ ἀπὸ τὸ ὀξὺ χλιμίντρισμα
τοῦ ἐχθρικοῦ ἱππικοῦ ἐσείσθη
ὅλη ἡ γῆ <ἤ, κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν:
Ἐτράπη εἰς φυγὴν ὅλη ἡ χώρα>.
Ὁ ἰσχυρὸς αὐτὸς
ἐχθρὸς
θὰ φθάσῃ καὶ θὰ καταφάγῃ τὴν
γῆν καὶ ὅλα ἐκεῖνα, ἀπὸ
τὰ ὁποῖα αὐτὴ εἶναι γεμάτη,
κάθε πόλιν καὶ ὅσους κατοικοῦν εἰς
αὐτήν. |
17
Διότι ἰδοὺ ἐγὼ ἐξαποστέλλω
εἰς ὑμᾶς ὄφεις θανατοῦντας,
οἷς οὐκ ἔστιν ἐπᾷσαι, καὶ
δήξονται ὑμᾶς. |
17
Διότι ἐγὼ θὰ ἐξαποστείλω
ἐναντίον σας δηλητηριώδεις θανατηφόρους
ὅφεις, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶναι
δυνατὸν νὰ γοητευθοῦν ἀπὸ μάγους
καὶ νὰ γίνουν ἀκίνδυνοι. Αὐτοὶ
καὶ θὰ σᾶς δαγκώσουν.
|
17
Διότι, ἰδού· Ἐγὼ θὰ ἐξαποστείλω
ἐναντίον σας φίδια δηλητηριώδη, θανατηφόρα <δηλαδὴ
τοὺς ἐχθρικοὺς λαούς, Πέρσας καὶ ἄλλους
βαρβάρους>, τὰ ὁποῖα κανένας γόης ἢ
μάγος δὲν ἠμπορεῖ νὰ γοητεύσῃ,
ὥστε νὰ τὰ ἠρεμήσῃ καὶ
τὰ καταστήσῃ ἀκίνδυνα· τὰ θανατηφόρα
αὐτὰ φίδια <οἱ ἐχθροί>
θὰ σᾶς δαγκώσουν. |
18
Ἀνίατα μετ' ὀδύνης καρδίας ὑμῶν
ἀπορουμένης. |
18
Τὰ δήγματα αὐτῶν θὰ εἶναι
ὀδυνηρὰ καὶ ἀθεράπευτα, ἡ
καρδία σας θὰ πλημμυρίσῃ ἀπὸ
πόνον. Θὰ εὑρίσκεται εἰς ἀτονίαν
καὶ ἀδυναμίαν.
|
18
Τὰ δαγκώματά των θὰ προκαλοῦν ὀδύνην,
πόνον πολὺν καὶ θὰ εἶναι ἀθεράπευτα.
Ἕνεκα τούτου ἡ πονεμένη καρδιά σας θὰ
κυριευθῇ ἀπὸ ἀμηχανίαν, στενοχώριαν,
ἀδυναμίαν καὶ ἀτονίαν>.
|
19
Ἰδοὺ φωνὴ κραυγῆς θυγατρὸς λαοῦ
μου ἀπὸ γῆς μακρόθεν· μὴ
Κύριος οὐκ ἔστιν ἐν Σιών; Ἢ
βασιλεὺς οὐκ ἔστιν ἐκεῖ; Διατὶ
παρώργισάν με ἐν τοῖς γλυπτοῖς
αὐτῶν καὶ ἐν ματαίοις ἀλλοτρίοις;
|
19
᾿Ιδού, ἡ φωνὴ τῆς κραυγῆς
τῆς θυγατρός μου, τοῦ ἰσραηλιτικοῦ
δηλαδὴ λαοῦ, ἔρχεται ἀπὸ μακράν,
ἀπὸ τὸν τόπον τῆς ἐξορίας
καὶ λέγει: Δὲν ὑπάρχει, λοιπόν,
ὁ Κύριος εἰς τὴν Σιών, ἢ
δὲν ὑπάρχει βασιλεὺς ἐκεῖ;
Καὶ ὁ Θεὸς ἀπαντᾷ: Δὲν
ὑπάρχει, διότι καὶ αὐτοὶ
μὲ ἐξώργισαν μὲ τὰ γλυπτά
των ἀγάλματα καὶ μὲ τὰ μάταια
εἴδωλα ξένων θεῶν.
|
19
Ἰδού· ἡ φωνὴ τῆς κραυγῆς
τῆς θυγατέρας μου, δηλαδὴ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ, ἔρχεται ἀπὸ τὸν μακρινὸν
τόπον τῆς ἐξορίας του, καὶ λέγει: <Δὲν
ὑπάρχει λοιπὸν πλέον ὁ παντοκράτωρ Κύριος
εἰς τὴν Σιών; Ἢ ἐπικρατεῖ ἐκεῖ
ἀναρχία καὶ δὲν ὑπάρχει βασιλιᾶς,
ὁ ὁποῖος νὰ κυβερνᾷ;> <Ὁ
παντοκράτωρ Κύριος καὶ βασιλιᾶς τοῦ Ἰσραὴλ
ἀπαντᾷ εἰς τὸ ἐρώτημα τῶν
Ἰσραηλιτῶν μὲ ἐρώτησιν:> <Δὲν
ὑπάρχει! Διατὶ οἱ Ἰσραηλῖται
μὲ ἐξώργισαν λατρεύοντες τὰ νεκρὰ
γλυπτὰ ἀγάλματα καὶ τὰ ψεύτικα καὶ
μάταια εἴδωλα ξένων θεῶν;>
|
20
Διῆλθε θέρος, παρῆλθεν ἄμητος, καὶ
ἡμεῖς οὐ διεσώθημεν.
|
20
Ἦλθεν ἡ ἐποχὴ τοῦ θερισμοῦ,
θὰ λέγουν οἱ Ἰσραηλῖται, παρῆλθεν
ὁ καιρὸς τῆς συγκομιδῆς καὶ
ἡμεῖς δὲν διεσώθημεν.
|
20
Ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς γεμᾶτος
φόβον καὶ πόνον θρηνεῖ καὶ λέγει: <Ἦλθεν
ἡ ἐποχὴ τοῦ θερισμοῦ, ἐπέρασεν
ἡ ἐποχὴ τῆς συγκομιδῆς τῶν
καρπῶν, ἔμεις ὅμως δὲν ἔχομεν
διασωθῇ!> |
21
Ἐπὶ συντρίμματι θυγατρὸς λαοῦ
μου ἐσκοτώθην· ἐν ἀπορίᾳ
κατίσχυσάν μὲ ὠδίνες ὡς
τικτούσης, |
21
Διὰ τὴν συντριβὴν καὶ καταστροφὴν
τῆς θυγατρός μου αὐτῆς τοῦ ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ, λέγει ὁ προφήτης, μὲ κατέλαβε
σκοτοδίνη. Εὑρέθην εἰς ἀπορίαν,
μὲ κατέλαβαν πόνοι, ὡσὰν τῆς
γυναικός ποὺ γεννᾷ.
|
21
Ὁ δὲ προφήτης Ἱερεμίας λέγει: <Διὰ
τὴν συντριβὴν καὶ τὴν τραγωδίαν τῆς
θυγατέρας μου, τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ
μου, ἐκυριεύθηκα ἀπὸ ταραχήν, ζάλην,
σκοτοδίνην. Κυριευμένος ἀπὸ ἀμηχανίαν καὶ
στενοχώριαν μὲ κατέλαβαν ἰσχυροὶ πόνοι,
ὅμοιοι μὲ ἐκείνους τῆς γυναίκας ποὺ
γεννᾷ. |
22
μὴ ρητίνη οὐκ ἔστιν ἐν Γαλαὰδ,
ἢ ἰατρὸς οὐκ ἔστιν ἐκεῖ;
Διατὶ οὐκ ἀνέβη ἴασις θυγατρὸς
λαοῦ μου; |
22
Δὲν ὑπάρχει λοιπὸν ἰαματικὸν
βάλσαμον εἰς τὴν χώραν Γαλαάδ,
ἢ δὲν εὑρίσκεται ἐκεῖ
ἰατρός; Διατὶ δὲν ἐθεραπεύθη
ἡ θυγάτηρ μου, ὁ λαός μου;
|
22
Δὲν ὑπάρχει πλέον ρητίνη, θεραπευτικὸν φάρμακον,
εἰς τὴν Γαλαάδ; Ἢ δὲν ὑπάρχουν
πλέον ἰατροὶ ἐκεῖ; Ἀφοῦ
ὑπάρχουν, διατὶ δὲν ἐθεραπεύθη ἡ
θυγατέρα μου, ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός μου;>
|