Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
κούσατε
τὸν λόγον Κυρίου, ὃν ἐλάλησεν
ἐφ' ὑμᾶς, οἶκος Ἰσραήλ·
|
κούσατε,
Ἰσραηλῖται, τὸν λόγον Κυρίου,
τὸν ὁποῖον ἐλάλησε πρὸς
σᾶς. |
κοῦστε,
Ἰσραηλιτικὲ λαέ, τὸν λόγον τὸν Κυρίου,
τὸν ὁποῖον ἀπηύθυνε πρὸς
σᾶς. |
2
τάδε λέγει Κύριος· κατὰ τὰς
ὁδοὺς τῶν ἐθνῶν μὴ μανθάνετε
καὶ ἀπὸ τῶν σημείων τοῦ
οὐρανοῦ μὴ φοβεῖσθε, ὅτι φοβοῦνται
αὐτὰ τοῖς προσώποις αὐτῶν.
|
2
Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Μὴ
μανθάνετε νὰ ζῆτε σύμφωνα μὲ
τοὺς τρόπους τῆς ζωῆς τῶν εἰδωλολατρικῶν
ἐθνῶν. Καὶ ἀπὸ τὰ σημεῖα
τοῦ οὐρανοῦ μὴ φοβεῖσθε, διότι
αὐτὰ οἱ εἰδωλολατρικοὶ λαοὶ
τὰ φοβοῦνται.
|
2
Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: <Μὴ μαθαίνετε
νὰ ζῆτε σύμφωνα μὲ τὶς συνήθειες καὶ
τὴν θρησκείαν τῶν εἰδωλολατρικῶν ἐθνῶν
καὶ μὴ φοβεῖσθε ἀπὸ τὶς
κινήσεις καὶ τὰ διάφορα φαινόμενα τῶν ἀστέρων
τοῦ οὐρανοῦ <ὅπως αὐξομείωσις
τῆς σελήνης, ἐκλείψεις ἡλίου - σελήνης,
κομῆτες, βροχὴ μετεωριτῶν>, διότι αὐτὰ
τὰ φοβοῦνται τὰ εἰδωλολατρικὰ
ἔθνη. |
3
Ὅτι τὰ νόμιμα τῶν ἐθνῶν
μάταια· ξύλον ἐστὶν ἐκ
τοῦ δρυμοῦ ἐκκεκομμένον, ἔργον
τέκτονος καὶ χώνευμα·
|
3
Μὴ ἀκολουθῆτε τοὺς εἰδωλολάτρας,
διότι οἱ θρησκευτικοὶ καὶ ἠθικοὶ
δεσμοὶ τῶν εἰδωλολατρικῶν ἐθνῶν,
τὰ θρησκευτικά των ἔθιμα καὶ αἱ
παραδόσεις των, εἶναι ψευδῆ καὶ ἀνωφελῆ.
Τὰ εἴδωλά των εἶναι ξύλον, τὸ
ὁποῖον ἔχει κοπῆ ἀπὸ τὸ
δάσος. Εἶναι ἔργον τέκτονος, τὸ
δὲ περίβλημά του εἶναι ἀπὸ
χωνευμένον μέταλλον.
|
3
Σταθῆτε μακριὰ ἀπὸ αὐτά, διότι
οἱ νόμοι, τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα
τῶν εἰδωλολατρικῶν λαῶν εἶναι
μάταια, τιποτένια καὶ ἀνώφελα. Τὰ εἴδωλα
τῶν ἐθνικῶν δὲν εἶναι τίποτε
ἄλλο παρὰ ξύλον, ποὺ ἔχει κοπῆ
ἀπὸ τὸ δάσος· ἔργον τεχνίτου, γλύπτου
ξύλων, τὸ δὲ μεταλλικὸν περίβλημά
των εἶναι ἀπὸ χυτὸν ἢ χωνευμένον
μέταλλον! |
4
ἀργυρίῳ καὶ χρυσίῳ κεκαλλωπισμένα
ἐστίν· ἐν σφύραις καὶ ἥλοις
ἐστερέωσαν αὐτά, |
4
Αὐτὰ εἶναι στολισμένα μὲ ἀργύριον
καὶ χρυσίον. Τὰ ἔχουν στερεώσει
μὲ σφυριὰ καὶ καρφιά.
|
4
Τὰ εἴδωλα αὐτὰ εἶναι καλλωπισμένα
μὲ ἀσῆμι καὶ χρυσάφι. Εἶναι
δὲ στερεωμένα μὲ καρφιά. |
5
θήσουσιν αὐτά, καὶ οὐ κινηθήσονται·
ἀργύριον τορευτόν ἐστιν, οὐ
πορεύσονται· ἀργύριον προσβλητὸν
ἀπὸ Θαρσὶς ἥξει, χρυσίον Μωφὰζ
καὶ χεὶρ χρυσοχόων, ἔργα τεχνιτῶν
πάντα· ὑάκινθον καὶ πορφύραν
ἐνδύσουσιν αὐτά·
|
5
Οἱ ἄνθρωποι τὰ τοποθετοῦν κάπου
καὶ αὐτὰ δὲν θὰ δυνηθοῦν
νὰ κινηθοῦν. Ἄψυχα ἀνάγλυφα
ἔργα ἀπὸ ἄργυρον δὲν πρόκειται
ποτὲ νὰ περιπατήσουν. Θέτουν ἐπάνω
εἰς αὐτὰ ἄργυρον, ποὺ ἔχει
ἔλθει ἀπὸ Θαρσίς, καὶ χρυσίον
ἀπὸ Μωφάζ. Ὅλα αὐτὰ ἔχουν
γίνει μὲ τὰ χέρια τῶν χρυσοχόων,
εἶναι ἔργα τεχνιτῶν. Τὰ ἐνδύουν
μὲ ὑάκινθον καὶ πορφύραν.
|
(5)
Τὰ τοποθετοῦν καὶ τὰ στήνουν
κάπου οὕτως, ὥστε νὰ μένουν ἀκίνητα.
Εἶναι ἔργα γλυπτά, ἀνάγλυφα ἀπὸ
ἀσῆμι, ποτὲ δὲν πρόκειται νὰ
περιπατήσουν. Ἔχουν ἀσῆμι προσθετόν,
κολλητόν, ποὺ ἔχει εἰσαχθῇ ἀπὸ
τὴν Θαρσίς, καὶ χρυσάφι ἀπὸ τὴν
Μωφάζ. Εἶναι ἔργα χρυσοχόων, ὅλα δὲ
εἶναι ἔργα τεχνιτῶν. Τὰ ἀγάλματα
αὐτὰ τὰ ἐνδύουν μὲ ὐάκινθον
καὶ πορφύραν. |
5
αἰρόμενα ἀρθήσονται, ὅτι οὐκ
ἐπιβήσονται. Μὴ φοβηθῆτε αὐτά,
ὅτι μὴ κακοποιήσωσι, καὶ ἀγαθὸν
οὐκ ἔστιν ἐν αὐτοῖς.
|
5
Ὅταν κανεὶς τὰ σηκώσῃ καὶ
τὰ μετακινήσῃ, τότε κινοῦνται.
Πάντως μόνα των δὲν ἠμποροῦν
νὰ ἀνεβοῦν εἰς τοὺς ἵππους.
Μὴ φοβηθῆτε, λοιπόν, τὰ εἴδωλα,
διότι εἶναι ἀνίκανα νὰ κάνουν
κάτι κακόν, ἀλλὰ καὶ τίποτε
τὸ καλὸν δὲν ὑπάρχει εἰς
αὐτά.
|
5
Μετακινοῦνται μόνον ὅταν σηκωθοῦν καὶ
μεταφερθοῦν ἀπὸ ἀνθρώπους, διότι μόνα
των δὲν ἠμποροῦν νὰ περιπατήσουν καὶ
νὰ ἀνεβοῦν ἐπάνω εἰς ζῶα
ἢ ἄλλα μεταφορικὰ μέσα. Μὴ φοβηθῆτε
τὰ εἴδωλα αὐτά, διότι δὲν ἠμποροῦν
νὰ βλάψουν ἢ νὰ προξενήσουν κακὸν
ἀλλ' οὔτε καὶ νὰ ὠφελήσουν,
ἀφοῦ τίποτε τὸ καλὸν δὲν ὑπάρχει
εἰς αὐτά. |
11
Οὕτως ἐρεῖτε αὐτοῖς· θεοί,
οἵ τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν
γῆν οὐκ ἐποίησαν, ἀπολέσθωσαν
ἐκ τῆς γῆς καὶ ὑποκάτωθεν
τοῦ οὐρανοῦ τούτου. |
11
Ἔτσι θὰ ὁμιλήσετε καὶ θὰ
πῆτε δι' αὐτά: Θεοί, οἱ ὁποῖοι
δὲν ἐδημιούργησαν τὸν οὐρανὸν
καὶ τὴν γῆν, ἂς χαθοῦν ἀπὸ
τὸ πρόσωπον τῆς γῆς καὶ γενικῶς
ἀπὸ κάθε σημεῖον, ποὺ εὑρίσκεται
κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανόν.
|
11
Πέστε εἰς τοὺς Βαβυλωνίους ἐθνικούς
<ἤ, κατ’ ἄλλους, εἰς τὰ εἴδωλα
αὐτά> τοῦτο: <Θεοί, οἱ ὁποῖοι
δὲν ἐδημιούργησαν καὶ δὲν κατεσκεύασαν
τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν,
ἂς χαθοῦν ἀπὸ τὴν γῆν
καὶ γενικῶς ἀπὸ κάθε τόπον, ποὺ
εὑρίσκεται κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανὸν
αὐτόν>. |
12
Κύριος ὁ ποιήσας τὴν γῆν ἐν
τῇ ἰσχύϊ αὐτοῦ, ὁ ἀνορθώσας
τὴν οἰκουμένην ἐν τῇ σοφίᾳ
αὐτοῦ καὶ τῇ φρονήσει αὐτοῦ
ἐξέτεινε τὸν οὐρανόν,
|
12
Ὁ Κύριος εἶναι ἐκεῖνος, ὁ
ὁποῖος, ἐν τῇ ἀπείρῳ
αὐτοῦ δυνάμει, ἐδημιούργησε
τὴν γῆν, ἀνόρθωσε τὴν οἰκουμένην
ἐν τῇ σοφίᾳ του καὶ διὰ
τῆς συνέσεώς του καὶ φρονήσεως
ἐξέτεινε τὸν οὐρανὸν ἄνω.
|
12
Ὁ παντοδύναμος καὶ πάνσοφος Κύριος εἶναι
Ἐκεῖνος ποὺ ἐδημιούργησε τὴν
γῆν μὲ τὴν δύναμίν του· ὁ
παντοδύναμος καὶ πάνσοφος Κύριος εἶναι Ἐκεῖνος
ποὺ ἀνώρθωσε κατὰ τρόπον ἁρμονικὸν
τὴν οἰκουμένην μὲ τὴν ἄπειρον
σοφίαν του· καὶ ὁ Ὁποῖος μὲ
τὴν ἄπειρον φρόνησιν καὶ ὀξυδέρκειάν
του ἄπλωσε τὸν οὐρανὸν ἀπὸ
τὸ ἕνα ἄκρον τοῦ ὁρίζοντος ἕως
τὸ ἄλλο! |
13
καὶ πλῆθος ὕδατος ἐν οὐρανῷ,
καὶ ἀνήγαγε νεφέλας ἐξ ἐσχάτου
τῆς γῆς, ἀστραπὰς εἰς ὑετόν
ἐποίησε καὶ ἐξήγαγε φῶς
ἐκ θησαυρῶν αὐτοῦ.
|
13
Αὐτὸς εἶναι, ποὺ ἀνεβάζει
καὶ συγκεντρώνει εἰς τοὺς οὐρανοὺς
πλήθη ὑδάτων, ἀναβιβάζει καὶ
μεταφέρει νεφέλας ἀπὸ τὰ πέρατα
τῆς γῆς. Ἔκαμε ἀστραπὰς εἰς
προπαρασκευὴν τῆς βροχῆς καὶ ἔβγαλε
τὸ φῶς ἀπὸ τοὺς ἀπείρους
αὐτοῦ θησαυρούς.
|
13
Αὐτὸς εἶναι Ἐκεῖνος ποὺ
ἀνεβάζει ἀπὸ τὴν γῆν καὶ
συγκεντρώνει εἰς τὸν οὐρανὸν
πάρα πολὺ νερὸ καὶ ἀνυψώνει τὰ
νέφη ἀπὸ τὶς ἐσχατιὲς τῆς
γῆς, τὶς ἀστραπὲς μετατρέπει εἰς
βροχὴν καὶ ὁ Ὁποῖος ἐξήγαγε
τὸ φῶς ἀπὸ τὰ θησαυροφυλάκιά
του! |
14
Ἐμωράνθη πᾶς ἄνθρωπος ἀπὸ
γνώσεως, κατῃσχύνθη πᾶς χρυσοχόος
ἐπὶ τοῖς γλυπτοῖς αὐτοῦ,
ὅτι ψευδῆ ἐχώνευσεν, οὐκ ἔστι
πνεῦμα ἐν αὐτοῖς·
|
14
Κάθε ἄπιστος καὶ εἰδωλολάτρης
ἄνθρωπος εἶναι μωρὸς ἀπὸ ἀπόψεως
γνώσεως. Εἰς καταισχύνην ζῇ καὶ
εὑρίσκεται κάθε χρυσοχόος ἐξ
αἰτίας τῶν γλυπτῶν του ἀγαλμάτων,
διότι ψευδῆ καὶ νεκρὰ πράγματα
ἔθεσεν εἰς καλούπια καὶ τὰ ἐχώνευσεν
εἰς τὴν φωτιάν. Δὲν ὑπάρχει
καμμία ἀναπνοὴ καὶ ζωὴ εἰς
αὐτά.
|
14
Κάθε εἰδωλολάτρης, ὅσον ἀφορᾷ εἰς
τὴν γνῶσιν περὶ τὴν θεολογίαν, ἀπεδείχθη
μιαρὸς καὶ ἀνόητος. Κάθε χρυσοχόος κατεντροπιάσθη
διὰ τὰ γλυπτὰ ἔργα του, διότι νεκρὰ
καὶ ἀπατηλὰ πράγματα κατεσκεύασεν ἀπὸ
χυτὸν μέταλλον, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει
εἰς αὐτὰ καμμία πνοὴ ζωῆς.
|
15
μάταιά ἐστιν, ἔργα ἐμπεπαιγμένα,
ἐν καιρῷ ἐπισκοπῇς αὐτῶν
ἀπολοῦνται. |
15
Κούφια καὶ ψευδῆ εἶναι αὐτά,
ἔργα ἐμπαιγμοῦ καὶ ἀπάτης.
Ὅταν μὲ τὴν τιμωρὸν ράδδον μου
ἐπισκεφθῶ τοὺς εἰδωλολάτρας,
αὐτὰ θὰ παραδοθοῦν εἰς καταστροφήν.
|
15
Αὐτὰ εἶναι ψευδῆ, ἀπατηλά, κούφια,
ἔργα ἄξια χλεύης καὶ ἐμπαιγμοῦ·
κατὰ τὸν καιρόν, κατὰ τὸν ὁποῖον
θὰ ἐπισκεφθῶ τοὺς εἰδωλολάτρας
πρὸς κρίσιν καὶ ἀνταπόδοσιν, αὐτὰ
θὰ καταστραφοῦν. |
16
Οὐκ ἔστι τοιαύτη μερὶς τῷ Ἰακώβ,
ὅτι ὁ πλάσας τὰ πάντα αὐτὸς
κληρονομία αὐτοῦ, Κύριος ὄνομα
αὐτῷ. |
16
Δὲν ὑπάρχει κανένα μέρος διὰ
τὸν Ἰακώβ εἰς τέτοιες θρησκευτικὲς
πλάνες. Διότι ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος
ἐδημιούργησε τὰ πάντα, αὐτὸς
εἶναι ἡ κληρονομία τοῦ ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ. Αὐτός, τοῦ ὁποίου
τὸ ὄνομα εἶναι Κύριος.
|
16
Καμμίαν σχέσιν μὲ τέτοιους χειροποιήτους νεκροὺς
θεοὺς δὲν ἔχει ὁ Ἰσραηλιτικὸς
λαός, διότι ὁ ἀληθινός, ζωντανὸς Θεός, ποὺ
ἐδημιούργησε τὰ πάντα, εἶναι πολύτιμος κληρονομία
τὸν λαοῦ αὐτοῦ· Κύριος εἶναι
τὸ ὄνομά του. |
17
Συνήγαγεν ἔξωθεν τὴν ὑπόστασίν
σου, κατοικοῦσα ἐν ἐκλεκτοῖς
|
17
Ὁ ἐχθρὸς συνεκέντρωσεν ἔξω ἀπὸ
σέ, Ἱερουσαλήμ, ὅλους τοὺς ἀνθρώπους
σου, οἱ ὁποῖοι κατοικοῦσαν εἰς
ὡραίους οἴκους.
|
17
Ὁ ἐχθρὸς συνεκέντρωσεν ἔξω ἀπὸ
σέ, πόλις Ἱερουσαλήμ, ὅλον τὸν πληθυσμόν
σου, ὁ ὁποῖος κατοικοῦσε εἰς
ὡραῖες οἰκοδομές. |
18
ὅτι τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ
ἐγὼ σκελίζω τοὺς κατοικοῦντας
τὴν γῆν ταύτην ἐν θλίψει, ὅπως
εὑρεθῇ ἡ πληγῇ σου·
|
18
Διότι αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος:
Ἰδού, ἐγὼ θὰ ὑποσκελίσω,
θὰ ἀνατρέψω καὶ θὰ ρίψω
κάτω εἰς τὴν γῆν, θὰ ἀποστείλω
θλῖψιν εἰς τοὺς κατοίκους τῆς
χώρας αὐτῆς, ὥστε νὰ γίνῃ
φανερὰ εἰς ὅλους ἡ ἐκ μέρους
ἐμοῦ τιμωρία σου.
|
18
Διότι αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: <Ἰδού·
Ἐγὼ θὰ πεδικλώσω καὶ θὰ ἀνατρέψω
τοὺς κατοίκους τῆς χώρας αὐτῆς καὶ
θὰ στείλω εἰς αὐτοὺς δυστυχίαν καὶ
θλῖψιν, ὥστε ἡ τιμωρία, ποὺ σοῦ
ἐπροκάλεσα, νὰ γίνῃ ἀντιληπτὴ
καὶ φανερὰ ἀπὸ ὅλους>.
|
19
οὐαὶ ἐπὶ συντρίμματί σου,
ἀλγηρὰ ἡ πληγή σου, κἀγὼ
εἶπα· ὄντως τοῦτο τὸ τραύμα
μου καὶ κατέλαβέ με·
|
19
Ἀλλοίμονον εἰς σὲ διὰ τὰ
συντρίμματά σου! Ὀδυνηρὰ εἶναι
ἡ πληγή σου! Καὶ ἐγὼ εἶπα:
Πράγματι, ὀδυνηρὸν εἶναι τὸ
τραῦμα, ποὺ μὲ ἔχει καταλάβει.
|
19
Ἀλλοίμονον <λέγει ὁ Προφήτης ἢ
ὁ Θεὸς πρὸς τὴν Ἱερουσαλήμ>
διὰ τὰ τραύματα καὶ τὰ ἀφόρητα
δεινά σου! Ὀδυνηρὴ εἶναι ἡ πληγή
σου! Ἐγὼ δέ <ἀπαντᾷ ἡ
Ἱερουσαλήμ> εἶπα: Πράγματι ἡ πληγή
μου αὐτὴ τῆς ἁμαρτίας εἶναι
ὀδυνηρή, προξενεῖ πολλὴν λύπην ἡ μεγάλη
συμφορά μου, ἡ ὁποία μὲ ἐκτύπησε
καὶ μὲ ἐκυρίευσεν! |
20
ἡ σκηνή μου ἐταλαιπώρησεν, ὤλετο,
καὶ πᾶσαι α δέρρεις μου διεσπάσθησαν·
οἱ υἱοί μου καὶ τὰ πρόβατά
μου οὐκ εἰσίν, οὐκ ἔστιν ἔτι
τόπος τῆς σκηνῆς μου, τόπος τῶν
δέρρεών μου. |
20
Ἡ σκηνή μου ἔχει ὑποστῆ βλάβας
καὶ ταλαιπωρίας· κατεστράφη. Ὅλα
τὰ δέρματα τῆς σκηνῆς μου ἔχουν
σχισθῇ. Τὰ παιδιά μου καὶ τὰ
πρόβατά μου δὲν ὑπάρχουν πλέον.
Δὲν ὑπάρχει τόπος διὰ τὴν
σκηνήν μου, μέρος διὰ νὰ ἀποθέσω
τὰ δερμάτινα καλύμματά της.
|
20
Ἡ σκηνή μου <ὁ Ναός, οἱ οἰκίες,
οἱ πύργοι, τὰ τείχη> ὑπέστη ταλαιπωρίες
καὶ βλάβες, κατεστράφη· ὅλα τὰ παραπετάσματα,
ποὺ εἶναι κατασκευασμένα ἀπὸ ἐπεξεργασμένα
δέρματα, ἐσχίσθησαν. Οἱ υἱοί μου καὶ
τὰ πρόβατά μου δὲν ὑπάρχουν πλέον, δὲν
ὑπάρχει τόπος διὰ νὰ στηθῇ ἡ
σκηνή μου, τόπος διὰ νὰ στερεωθοῦν καὶ
τεντωθοῦν τὰ καλύμματά της.
|
21
Ὅτι οἱ ποιμένες ἠφρονεύσαντο
καὶ τὸν Κύριον οὐκ ἐξεζήτησαν·
διὰ τοῦτο οὐκ ἐνόησε πᾶσα
ἡ νομὴ καὶ διεσκορπίσθησαν.
|
21
Ὑπέστην αὐτά, διότι οἱ
ἄρχοντες τοῦ λαοῦ μου ἐφάνησαν
ἄφρονες καὶ ἀσύνετοι. Τὸν Κύριον
δὲν ἐζήτησαν βοηθόν των. Διὰ
τοῦτο ὅλον τὸ ποίμνιον ἔμεινε
χωρὶς σκέψιν καὶ σύνεσιν, καὶ
διεσκορπίσθησαν τὰ πρόβατα.
|
21
Ὑπέστημεν ὅλην αὐτὴν τὴν
καταστροφήν, διότι οἱ ἄρχοντες καὶ ὁδηγοί
<πολιτικοὶ καὶ θρησκευτικοί> τοῦ
λαοῦ ἐδείχθησαν ἄφρονες καὶ δὲν
ἐζήτησαν μὲ τὴν καρδιά των τὸν
Κύριον, ἀλλ' ἀδιαφόρησαν δι' Αὐτόν.
Διὰ τοῦτο ὅλο τὸ ποίμνιον <ὁ
λαὸς> ἔμεινε χωρὶς ὀρθὴν
νόησιν, ἱερὸν στοχασμὸν καὶ ἁγίαν
φρόνησιν καὶ τελικῶς διεσκορπίσθη.
|
22
Φωνὴ ἀκοῆς ἰδοὺ ἔρχεται
καὶ σεισμὸς μέγας ἐκ γῆς βορρᾶ
τοῦ τάξαι τὰς πόλεις Ἰούδα
εἰς ἀφανισμὸν καὶ κοίτην στρουθῶν.
|
22
Ἰδού, ἀκούεται βοὴ σεισμοῦ,
ἔρχεται μεγάλος σεισμὸς ἀπὸ
τὴν χώραν τοῦ βορρᾶ, διὰ νὰ
σκορπίσῃ ὄλεθρον καὶ ἀφανισμὸν
εἰς τὰς πόλεις τοῦ Ἰούδα
καὶ νὰ καταστήσῃ αὐτὰς
φωλεὰς στρουθίων.
|
22
Ἰδού· ἀκούεται φοβερὸς θόρυβος,
σεισμὸς μεγάλος ἔρχεται ἀπὸ χώραν
τοῦ βορρᾶ, διὰ νὰ ἐξαφανίσῃ
τὶς πόλεις τοῦ Ἰούδα καὶ νὰ
τὶς μεταβάλῃ εἰς φωλιὲς στρουθοκαμήλων
<κατὰ τὸ Ἑβραϊκόν: Τσακαλιῶν>.
|
23
Οἶδα, Κύριε, ὅτι οὐχὶ τοῦ
ἀνθρώπου ἡ ὁδὸς αὐτοῦ,
οὐδὲ ἀνὴρ πορεύσεται καὶ
κατορθώσει πορείαν αὐτοῦ.
|
23
Γνωρίζω, Κύριε, ὅτι ὁ ἄνθρωπος
δὲν εἶναι πάντοτε κύριος τῆς
ὁδοῦ του, οὔτε ἠμπορεῖ ἐξ
ἑαυτοῦ νὰ βαδίσῃ τὸν ἀληθινὸν
δρόμον, ὥστε νὰ ἐπιτύχῃ
εἰς τὴν πορείαν τῆς ζωῆς του.
|
23
Γνωρίζω, Κύριε, ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν
εἶναι ἱκανὸς μόνος του νὰ εὕρῃ
τὸν δρόμον του καὶ νὰ χαράξῃ τὴν
πορείαν του· οὔτε δύναται μόνος νὰ
πορευθῇ τὸν δρόμον του, ἐὰν τὸν
εὕρῃ, ὥστε νὰ προκόψῃ εἰς
τὴν ζωήν του. |
24
Παίδευσον ἡμᾶς, Κύριε, πλὴν
ἐν χρίσει καὶ μὴ ἐν θυμῷ,
ἵνα μὴ ὀλίγους ἡμᾶς ποιήσῃς.
|
24
Παιδαγώγησέ μας, Κύριε, μὲ τὴν
δικαιοσύνην καὶ τὴν καλωσύνην σου
καὶ ὄχι μὲ τὸν θυμόν σου, διὰ
νὰ μὴ μᾶς κάμῃς ἀκόμη
ὀλιγωτέρους ἀπὸ ὅ,τι εἴμεθα.
|
24
Τιμώρησέ μας παιδαγωγικῶς, Κύριε, ἀλλὰ
μὲ τὴν ἀγαθότητα καὶ τὴν γεμάτην
στοργὴν δικαιοσύνην σου καὶ ὄχι μὲ
τὸν θυμὸν καὶ τὴν ὀργήν σου,
διὰ νὰ μὴ μᾶς κάμῃς ὀλιγάριθμους.
|
25
Ἔκχέον τὸν θυμόν σου ἐπὶ
ἔθνη τὰ μὴ εἰδότα σε καὶ
ἐπὶ γενεάς, αἳ τὸ ὄνομά
σου οὐκ ἐπεκαλέσαντο, ὅτι κατέφαγον
τὸν Ἰακὼβ καὶ ἐξανήλωσαν
αὐτὸν καὶ τὴν νομὴν αὐτοῦ
ἠρήμωσαν. |
25
Στρέψε καὶ χῦσε τὸν θυμόν σου
ἐναντίον τῶν εἰδωλολατρικῶν
λαῶν, ποὺ δὲν σὲ γνωρίζουν,
καὶ εἰς γενεὰς ἀνθρώπων, αἱ
ὁποῖαι δὲν ἐπικαλοῦνται τὸ
Ὄνομά σου, διότι αὐτοὶ κατέφαγον
τὸν ἰσραηλιτικὸν λαόν. Τὸν παρέδωσαν
εἰς τὴν καταστροφήν, ἐρήμωσαν
τὸ ποίμνιον καὶ τὴν χώραν αὐτοῦ.
|
25
Ἔκχυσε τὸν δίκαιον θυμόν σου κατὰ τῶν
ἐθνῶν, τὰ ὁποῖα δὲν Σὲ
γνωρίζουν καὶ τὰ ὁποῖα λατρεύουν ἀντὶ
Σοῦ τὸ εἴδωλα· ἔκχυσε τὸν θυμόν
σου καὶ κατὰ τῶν γενεῶν, οἱ
ὁποῖες δὲν ἐπεκαλέσθησαν ποτὲ
τὸ ἅγιον Ὄνομά σου· διότι τὰ ἔθνη
καὶ οἱ γενεὲς αὐτές κατέφαγαν τοὺς
ἀπογόνους τοῦ εὐλογημένου σου Ἰακὼβ
καὶ μὲ τὶς ἐπιθέσεις των τὸν
ἐξήντλησαν καὶ τὸν ἀφάνισαν,
τὴν δὲ χώραν του μετέβαλαν εἰς ἔρημον.
|