Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
άδε
λέγει Κύριος· βάδισον καὶ κτῆσαι
σεαυτῷ περίζωμα λινοῦν καὶ περίθου
περὶ τὴν ὀσφύν σου, καὶ ἐν
ὕδατι οὐ διελεύσεται.
|
ὐτὰ
λέγει ὁ Κύριος πρὸς τὸν προφήτην
Ἱερεμίαν: Πήγαινε καὶ ἀγόρασε
διὰ τὸν ἑαυτόν σου ζώνην λινήν,
δέσε αὐτὴν γύρω ἀπὸ τὴν
μέσην σου. Ἡ ζώνη αὐτὴ δὲν
θὰ περάσῃ ἀπὸ νερό, δὲν
θὰ βραχῇ.
|
ὐτὰ
λέγει ὁ Κύριος εἰς ἐμέ, τὸν
Ἱερεμίαν: <Πήγαινε καὶ ἀγόρασε διὰ
τὸν ἑαυτόν σου ζώνην λινὴν καὶ
ζῶσε μὲ αὐτὴν τὴν μέσην σου
ἡ ζώνη ὅμως αὐτὴ δὲν θὰ
βουτηχθῇ εἰς τὸ νερό, δὲν θὰ
βραχῇ>. |
2
καὶ ἐκτησάμην τὸ περίζωμα κατὰ
τὸν λόγον Κυρίου καὶ περιέθηκα
περὶ τὴν ὀσφύν μου.
|
2
Ἀπέκτησα τὴν ζώνην αὐτὴν
σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴν τοῦ
Κυρίου καὶ ἔζωσα αὐτὴν γύρω
ἀπὸ τὴν μέσην μου.
|
2
Καὶ ἐγώ, ὁ Ἱερεμίας, ἀγόρασα
καὶ ἀπέκτησα τὴν ζώνην, σύμφωνα μὲ
τὴν ἐντολὴν τοῦ Κυρίου, καὶ
μὲ αὐτὴν ἔζωσα τὴν μέσην μου.
|
3
Καὶ ἐγενήθη λόγος Κυρίου πρός
με λέγων· |
3
Ὁ Κύριος ὡμίλησε πάλιν πρὸς
ἐμὲ καὶ μοῦ εἶπε.
|
3
Ὁ Κύριος ὡμίλησε πάλιν εἰς ἐμέ, τὸν
Ἱερεμίαν, καὶ μοῦ εἶπε:
|
4
λαβὲ τὸ περίζωμα τὸ περὶ τὴν
ὀσφύν σου καὶ ἀνάστηθι καὶ
βάδισον ἐπὶ τὸν Εὐφράτην
καὶ κατάκρυψον αὐτὸ ἐκεῖ
ἐν τῇ τρυμαλιᾷ τῆς πέτρας.
|
4
Πάρε τὴν ζώνην αὐτήν, τὴν
ὁποίαν ἔχεις περὶ τὴν μέσην
σου, σήκω καὶ πήγαινε εἰς τὸν
Εὐφράτην ποταμὸν καὶ κατάχωσε
αὐτὴν εἰς κάποιο κοίλωμα τῆς
πέτρας.
|
4
<Πάρε τὴν ζώνην, μὲ τὴν ὁποίαν
ἔχεις ζωσμένην τὴν μέσην σου, καὶ σήκω καὶ
πήγαινε εἰς τὸν ποταμὸν Εὐφράτην καὶ
κατάχωσέ την μὲ ἐπιμέλειαν καὶ
προσοχὴν εἰς τὸ κοίλωμα κάποιου βράχου>.
|
5
Καὶ ἐπορεύθην καὶ ἔκρυψα αὐτὸ
ἐν τῷ Εὐφράτῃ, καθὼς ἐνετείλατό
μοι Κύριος. |
5
Ἐπῆγα καὶ τὴν ἔκρυψα εἰς
τὸν Εὐφράτην ποταμόν, ὅπως μὲ
εἶχε διατάξει ὁ Κύριος. |
5
Καὶ ἐπῆγα καὶ τὴν ἔκρυψε
εἰς τὸν Εὐφράτην, ὅπως μὲ διέταξεν
ὁ Κύριος. |
6
Καὶ ἐγένετο μεθ' ἡμέρας πολλὰς
καὶ εἶπε Κύριος πρός με· ἀνάστηθι,
βάδισον ἐπὶ τὸν Εὐφράτην
καὶ λαβὲ ἐκεῖθεν τὸ περίζωμα,
ὃ ἐνετειλάμην σοι τοῦ κατακρύψαι
ἐκεῖ. |
6
Ἔπειτα ἀπὸ πολλὰς ἡμέρας
ὁ Κύριος μοῦ εἶπε· Σήκω·
πήγαινε εἰς τὸν Εὐφράτην ποταμὸν
καὶ πάρε ἀπὸ ἐκεῖ τὴν
ζώνην, τὴν ὁποίαν ἐγὼ
σοῦ ἔδωσα ἐντολὴν νὰ καταχώσῃς
ἐκεῖ.
|
6
Ἔπειτα δὲ ἀπὸ χρόνον πολὺν ὁ
Κύριος μοῦ εἶπε: <Σήκω καὶ πήγαινε εἰς
τὸν Εὐφράτην, καὶ πάρε ἀπὸ ἐκεῖ
τὴν ζώνην, τὴν ὅποιην σὲ διέταξα νὰ
καταχώσῃς ἐκεῖ μὲ ἐπιμέλειαν
καὶ προσοχήν>. |
7
Καὶ ἐπορεύθην ἐπὶ τὸν
Εὐφράτην ποταμὸν καὶ ὤρυξα καὶ
ἔλαβον τὸ περίζωμα ἐκ τοῦ τόπου,
οὗ κατώρυξα αὐτὸ ἐκεῖ,
καὶ ἰδοὺ διεφθαρμένον ἦν, ὅ
οὐ μὴ χρησθῇ εἰς οὐθέν.
|
7
Μετέβην εἰς τὸν Εὐφράτην ποταμόν,
ἔσκαψα καὶ ἐπῆρα τὴν ζώνη
ἀπὸ τὸν τόπον, ὅπου προηγουμένως
τὴν εἶχα χώσει. Καὶ ἰδού,
εἶδον ὅτι ἡ ζώνη αὐτὴ
εἶχε φθαρῇ τόσον πολύ, ὥστε
νὰ μὴ εἶναι δυνατὸν νὰ χρησιμοποιηθῇ
πλέον εἰς τίποτε.
|
7
Ἐγὼ δὲ ἐπῆγα εἰς τὸν
ποταμὸν Εὐφράτην καὶ ἔσκαψα καὶ
παρέλαβα τὴν ζώνην ἀπὸ τὸν τόπον,
ὅπου τὴν εἶχα καταχώσει καὶ κατακρύψει.
Ἀλλ' ἰδού· ἡ ζώνη εἶχε τόσον πολὺ
φθαρῇ καὶ καταστραφῆ, ὥστε ἦταν
πλέον ἀδύνατον νὰ χρησιμοποιηθῇ δι' ὀτιδήποτε.
|
8
Καὶ ἐγενήθη λόγος Κυρίου πρός
με λέγων· τάδε λέγει Κύριος·
|
8
Ὡμίλησε πάλιν ὁ Κύριος πρὸς
ἐμὲ καὶ εἶπε: Αὐτὰ λέγει
ὁ Κύριος·
|
8
Καὶ ὁ Κύριος ὡμίλησε πάλιν εἰς ἐμέ,
τὸν Ἱερεμίαν, καί μου εἶπεν: <Αὐτὰ
λέγει ὁ Κύριος: |
9
οὕτω φθερῶ τὴν ὕβριν Ἰούδα
καὶ τὴν ὕβριν Ἱερουσαλήμ,
|
9
ἔτσι ἐγὼ θὰ καταστρέψω τὸ
ἀλαζονικὸν βασίλειον τοῦ Ἰούδα
καὶ τὴν ὑπερήφανον Ἱερουσαλήμ·
|
9
<Ἔτσι θὰ καταστρέψω τὸ ἀλαζονικὸν
βασίλειον τοῦ Ἰούδα καὶ τὴν
ὑπερήφανον πρωτεύουσάν του, τὴν Ἱερουσαλήμ·
|
10
τὴν πολλὴν ταύτην ὕβριν, τοὺς
μὴ βουλομένους ὑπακούειν τῶν
λόγων μου καὶ πορευθέντας ὀπίσω
θεῶν ἀλλοτρίων τοῦ δουλεύειν
αὐτοῖς καὶ τοῦ προσκυνεῖν αὐτοῖς,
καὶ ἔσονται ὥσπερ τὸ περίζωμα
τοῦτο, ὃ οὐ χρησθήσεται εἰς
οὐθέν. |
10
τὸν πολὺ ἀλαζονικὸν καὶ ὑπερήφανον
αὐτὸν λαόν, ἐκείνους οἱ
ὁποῖοι δὲν θέλουν νὰ ὑπακούουν
εἰς τὰ λόγια μου, ἀλλὰ ἐπορεύθησαν
καὶ ἡκολούθησαν θεοὺς ξένους,
εἰδωλικούς, διὰ νὰ ὑποταχθοῦν
εἰς αὐτοὺς καὶ νὰ τοὺς
προσκυνοῦν. Αὐτοί, λοιπόν, οἱ
ἄνθρωποι θὰ γίνουν, ὅπως ἡ ζώνη
αὐτή, ἡ ὁποία εἰς τίποτε
πλέον δὲν θὰ χρησιμοποιηθῇ.
|
10
<θὰ τιμωρήσω> τὴν πολὺ μεγάλην, τὴν
ὑπερβολικὴν αὐτὴν ἀλαζονείαν
τῶν Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι δὲν
ἠθέλησαν νὰ ὑπακούσουν εἰς τὰ
λόγια μου, ἀλλὰ ἀκολούθησαν καὶ
ἐλάτρευσαν ξένους εἰδωλολατρικοὺς θεούς,
τοὺς ὁποίους καὶ προσκυνοῦν. Οἱ
ἀλαζόνες αὐτοὶ Ἰουδαῖοι θὰ
γίνουν ὅπως ἡ ζώνη αὐτή, ἡ ὁποία
ἔχει φθαρῇ καὶ εἶναι πλέον ἀδύνατον
νὰ χρησιμοποιηθῇ δι’ ὀτιδήποτε.
|
11
Ὅτι καθάπερ κολλᾶται τὸ περίζωμα
περὶ τὴν ὀσφὺν τοῦ ἀνθρώπου,
οὕτως ἐκόλλησα πρὸς ἐμαυτὸν
τὸν οἶκον τοῦ Ἰσραὴλ καὶ
πάντα οἶκον Ἰούδα τοῦ γενέσθαι
μοι εἰς λαὸν ὀνομαστὸν καὶ εἰς
καύχημα καὶ εἰς δόξαν, καὶ οὐκ
εἰσήκουσάν μου. |
11
Ὅπως συνδέεται στενῶς καὶ προσκολλᾶται
ἡ ζώνη γύρω ἀπὸ τὴν μέσην
τοῦ ἀνθρώπου, ἔτσι προσεκόλλησα
ἐγὼ πρὸς τὸν ἑαυτόν μου
τὸ βασίλειον τοῦ Ἰσραὴλ καὶ
ὅλην τὴν φυλὴν τοῦ Ἰούδα,
ὥστε αὐτοὶ νὰ γίνουν καὶ
νὰ ἀναδειχθοῦν λαός μου ὀνομαστός,
καύχημά μου καὶ δόξα μου. Αὐτοὶ
ὅμως δὲν ὑπήκουσαν εἰς τὰς
ἐντολάς μου.
|
11
Διότι, ὅπως ἡ ζώνη προσκολλᾶται σφιχτὰ
γύρω ἀπὸ τὴν μέσην τοῦ ἀνθρώπου,
κατὰ παρόμοιον τρόπον ἐπροσκόλλησα σφιχτὰ
γύρω ἀπὸ τὴν μέσην μου ὅλον τὸ
<βόρειον> βασίλειον τοῦ Ἰσραὴλ καὶ
ὅλον τὸ <νότιον> βασιλειον τοῦ Ἰούδα,
διὰ νὰ γίνουν λαός μου ὀνομαστός, ξακουσμένος,
τιμή, καύχημά μου καὶ δόξα μου. Αὐτοὶ ὅμως
δὲν ὑπήκουσαν εἰς τὰ λόγια μου>.
|
12
Καὶ ἐρεῖς πρὸς τὸν λαὸν
τοῦτον· πᾶς ἀσκὸς πληρωθήσεται
οἴνου. Καὶ ἔσται ἐὰν εἴπωσι
πρός σε· μὴ γνόντες οὐ γνωσόμεθα
ὅτι πᾶς ἀσκὸς πληρωθήσεται οἴνου;
|
12
Θὰ εἴπῃς πρὸς τὸν λαὸν
αὐτόν· κάθε ἀσκὶ θὰ
γεμίσῃ ἀπὸ οἶνον. Ἐὰν
ὅμως ἐκεῖνοι σοῦ εἴπουν: Μήπως,
τάχα, καὶ δὲν γνωρίζομεν ἡμεῖς,
ὅτι κάθε ἀσκὶ θὰ γεμίσῃ
μὲ οἶνον; |
12
<Ἐπίσης <λέγει ὁ Θεὸς πρὸς τὸν
Ἱερεμίαν> θὰ εἴπῃς πρὸς τὸν
ἀλαζονικὸν αὐτὸν λαόν: <Κάθε ἀσκὶ
θὰ γεμίσῃ μὲ κρασί>. Ἐὰν
δὲ αὐτοὶ σοῦ εἰποῦν·
<μήπως νομίζεις ὅτι δὲν γνωρίζομεν ὅτι
κάθε ἀσκὶ θὰ γεμίσῃ μὲ
κρασί;>, |
13
Καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτούς·
τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ
ἐγὼ πληρῶ τοὺς κατοικοῦντας
τὴν γῆν ταύτην καὶ τοὺς βασιλεῖς
αὐτῶν τοὺς καθημένους υἱοὺς
τοῦ Δαυὶδ ἐπὶ τοῦ θρόνου
αὐτοῦ καὶ τοὺς ἱερεῖς
καὶ τοὺς προφήτας καὶ τὸν Ἰούδαν
καὶ πάντας τοὺς κατοίκουντας ἐν
Ἱερουσαλὴμ μεθύσματι
|
13
Θὰ ἀπαντήσῃς πρὸς αὐτούς·
αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Ἰδού,
ἐγὼ θὰ γεμίσω μὲ μέθην
τοὺς κατοίκους τῆς χώρας αὐτῆς
καὶ τοὺς βασιλεῖς αὐτῶν, τοὺς
ἀπογόνους τοῦ Δαβίδ, οἱ ὁποῖοι
κάθηνται ἐπὶ τοῦ θρόνου του,
τοὺς ἱερεῖς, τοὺς προφήτας,
ὅλους τοὺς Ἰουδαίους καὶ μάλιστα
τοὺς κατοίκους τῆς Ἱερουσαλήμ.
|
13
ἐσὺ τότε θὰ τοὺς ἀπαντήσῃς:
<Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Ἰδού, Ἐγὼ
θὰ ποτίσω μὲ μεθυστικὸν ποτὸν καὶ
θὰ μεθύσω τοὺς κατοίκους τῆς χώρας αὐτῆς
καὶ τοὺς βασιλεῖς των, τοὺς διαδόχους
καὶ ἀπογόνους τὸν Δαβίδ, οἱ ὁποῖοι
κάθονται εἰς τὸν θρόνον του, καὶ τοὺς
ἱερεῖς καὶ τοὺς προφήτας καὶ
ὅλους τοὺς Ἰουδαίους, ὅπως ἐπίσης
καὶ ὅλους, ὅσοι κατοικοῦν εἰς
τὴν Ἱερουσαλήμ. |
14
καὶ διασκορπιῶ αὐτοὺς ἄνδρα
καὶ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ
καὶ τοὺς πατέρας αὐτῶν καὶ
τοὺς υἱοὺς αὐτῶν, ἐν τῷ
αὐτῷ. Οὐκ ἐπιποθήσω, λέγει;
Κύριος, καὶ οὐ φείσομαι, καὶ
οὐκ οἰκτειρήσω ἀπὸ διαφθορᾶς
αὐτῶν.
|
14
Καὶ θὰ διασκορπίσω ὅλους αὐτούς,
ἕνα πρὸς ἕνα, ἄνδρας καὶ τοὺς
ἀδελφοὺς αὐτῶν καὶ τοὺς
πατέρας αὐτῶν καὶ τὰ παιδιά
των συγχρόνως. Δὲν θὰ αἰσθανθῶ
κανένα πόθον δι' αὐτούς, λέγει
ὁ Κύριος. Δὲν θὰ τοὺς λυπηθῶ,
δὲν θὰ τοὺς σπλαγχνισθῶ εἰς
τὴν συμφοράν των αὐτήν. |
14
Κατόπιν δὲ θὰ τοὺς διασκορπίσω τὸν
ἕνα μετὰ τὸν ἄλλον, τοὺς ἄνδρες
καὶ τοὺς ἀδελφούς των, καθὼς
ἐπίσης καὶ τοὺς πατέρας των καὶ τοὺς
υἱούς των, συγχρόνως ὅλους μαζί. Δὲν
θὰ αἰσθανθῶ συμπάθειαν, λέγει ὁ Κύριος,
καὶ δὲν θὰ λυπηθῶ, οὔτε θὰ
δείξω εὐσπλαγχνίαν καὶ ἔλεος εἰς τὴν
συμφοράν των>. |
15
Ἀκούσατε, καὶ ἐνωτίσασθε καὶ
μὴ ἐπαίρεσθε, ὅτι Κύριος ἐλάλησε.
|
15
Ἀκούσατε, βάλτε αὐτὰ εἰς
τὰ αὐτιά σας καὶ μὴ ὑπερηφανεύεσθε,
διότι ὁ Κύριος ὡμίλησε.
|
15
Ἀκοῦστε, δῶστε προσοχήν, βάλτε εἰς
τὸ βάθος τῶν αὐτιῶν σας τὴν
φωνήν μου καὶ μὴ ὑπερηφανεύεσθε, διότι ὁ
Κύριος ὡμίλησε. |
16
Δότε τῷ Κυρίῳ Θεῷ ὑμῶν
δόξαν πρὸ τοῦ συσκοτάσαι καὶ
πρὸ τοῦ προσκόψαι πόδας ὑμῶν
ἐπ' ὄρη σκοτεινά, καὶ ἀναμενεῖτε
εἰς φῶς, καὶ ἐκεῖ σκιὰ
θανάτου, καὶ τεθήσονται εἰς σκότος.
|
16
Δοξάσατε Κύριον τὸν Θεόν σας, πρὶν
τὸ σκότος τῆς συμφορᾶς καὶ τοῦ
θανάτου σᾶς καταλάβῃ· πρὶν
σκοντάψουν τὰ πόδια σας εἰς ὄρη
σκοτεινά. Καὶ ἐνῷ θὰ περιμένετε
φῶς, θὰ ἐπέλθῃ ἐναντίον
σας ἡ σκιὰ τοῦ θανάτου καὶ θὰ
βυθισθῆτε εἰς τὸ σκότος.
|
16
Δοξάστε τὸν Κύριον, τὸν Θεον σας, πρὶν σᾶς
κατακυριεύσῃ τὸ σκοτάδι τῶν συμφορῶν
καὶ πρὶν τὰ πόδια σας σκοντάψουν εἰς
τὰ σκοτεινὰ ὅρη. Ἐνῷ δὲ
σεῖς θὰ ἐλπίζετε καὶ θὰ ἀναμένετε
φῶς, θὰ ἔλθῃ νὰ σᾶς σκεπάσῃ
ἡ σκιὰ τοῦ θανάτου καὶ θὰ βυθισθῆτε
εἰς τὸ σκοτάδι τῶν θλίψεων καὶ τῶν
συμφορῶν. |
17
Ἐὰν δὲ μὴ ἀκούσητε, κεκρυμένως
κλαύσεται ἡ ψυχὴ ὑμῶν
προσώπου ὕβρεως, καὶ κατάξουσιν οἱ
ὀφθαλμοὶ ὑμῶν δάκρυα, ὅτι
συνετρίβη τὸ ποίμνιον Κυρίου.
|
17
Ἐὰν δὲν ἀκούσετε καὶ δὲν
δεχθῆτε τὰ λόγιά μου, θὰ κλαύσετε
κρυφίως μὲ σπαραγμὸν καρδίας ἐξ
αἰτίας τῆς ὑπερηφανείας σας.
Τὰ μάτια σας θὰ ἀναβλύσουν καὶ
θὰ τρέξουν δάκρυα, διότι τὸ
ποίμνιον τοῦ Κυρίου θὰ ἔχῃ
συντριβῇ καὶ καταστραφῇ.
|
17
Ἐὰν δὲν ὑπακούσετε εἰς τὴν
προειδοποίησίν μου αὐτήν, θὰ κλαύσετε καὶ
θὰ θρηνήσετε κρυφὰ ἕνεκα τῆς ἀλαζονείας
σας· καὶ τὰ μάτια σας θὰ χύσουν δάκρυα,
διότι σεῖς, ὁ Ἰουδαϊκὸς λαός, ποὺ
εἶσθε τὸ λογικὸν ποίμνιον τοῦ Κυρίου,
θὰ ὁδηγηθῆτε εἰς τὴν αἰχμαλωσίαν
καὶ θὰ καταστροφῆτε. |
18
Εἴπατε τῷ βασιλεῖ καὶ τοῖς δυναστεύουσι·
ταπεινώθητε καὶ καθίσατε, ὅτι καθῃρέθη
ἀπὸ κεφαλῆς ὑμῶν στέφανος
δόξης ὑμῶν. |
18
Εἴπατε εἰς τὸν βασιλέα καὶ τοὺς
ἄρχοντας· ταπεινωθῆτε, καθήσατε κατὰ
γῆς, διότι ἀφῃρέθη ἀπὸ
τὴν κεφαλήν σας ὁ στέφανος τῆς
δόξης σας.
|
18
Εἴπατε εἰς τὸν βασιλιᾶ καὶ εἰς
τοὺς ἄρχοντες τῆς αὐλῆς του:
<Ταπεινωθῆτε καὶ καθῆστε κατὰ γῆς,
διότι ἔχει ἀφαιρεθῇ ἀπὸ τὴν
κεφαλήν σας τὸ ἔνδοξον στεφάνι σας.
|
19
Πόλεις αἱ πρὸς νότον συνεκλείσθησαν,
καὶ οὐκ ἦν ἀνοίγων· ἀπῳκίσθη
Ἰούδας, συνετέλεσεν ἀποικίαν
τελείαν. |
19
Πόλεις, ποὺ εὑρίσκονται εἰς
τὰς νοτίους περιοχάς, θὰ κλεισθοῦν,
ἐπειδὴ δὲν θὰ ὑπάρχῃ
ἄνθρωπος νὰ τοὺς ἀνοίξῃ
καὶ κατοικήσῃ εἰς αὐτάς.
Τὸ βασίλειον τοῦ Ἰούδα θὰ
ἔχῃ ὁδηγηθῆ ἐξόριστον
εἰς αἰχμολωσίαν. Πλήρης θὰ εἶναι
ὁ ἐποικισμός του εἰς τὴν ξένην
χώραν.
|
19
Πόλεις ποὺ εὑρίσκονται εἰς τὰ νότια
τῆς Ἰουδαίας <εἰς τὴν ἔρημον
περιοχὴν Νεγκέβ> θὰ κλεισθοῦν ἀπὸ
παντοῦ, καὶ δὲν θὰ ὑπάρχῃ
κανείς, ὁ ὁποῖος θὰ τὶς ἀνοίξῃ
διὰ νὰ δώσῃ πρόσβασιν πρὸς αυτές.
Οἱ κάτοικοι τὸν βασιλείου τοῦ Ἰούδα
θὰ ἀπελαθοῦν, θὰ ὁδηγηθοῦν
αἰχμάλωτοι εἰς ξένην χώραν· ἡ ἐξορία
καὶ ὁ ἀποικισμός των θὰ εἶναι
ὁλοκληρωτικός>. |
-20
Ἀνάλαβε ὀφθαλμούς σου, Ἱερουσαλήμ,
καὶ εἶδε τοὺς ἐρχομένους ἀπὸ
βορρᾶ· ποῦ ἐστι τὸ ποίμνιον,
ὃ ἐδόθη σοι, πρόβατα δόξης σου;
|
20
Σήκωσε τὰ μάτια σου,
Ἱερουσαλήμ, καὶ ἰδὲ
τοὺς ἐχθρούς σου,
ποὺ ἔρχονται ἀπὸ τὸν βορρᾶν.
Ποῦ εἶναι τὸ ποίμνιον, ποὺ εἶχε
δοθῆ εἰς σέ; Ποῦ εἶναι τὰ
πρόβατα, ποὺ ἀποτελοῦσαν τὴν
δόξαν σου;
|
20
Σήκωσε τὰ μάτια σου, Ἱερουσαλήμ, κύτταξε
μὲ ἐπιμονὴν καὶ προσοχὴν καὶ
ἰδὲ τοὺς ἐχθρούς σου, οἱ
ὁποῖοι ἔρχονται ἐναντίον σου ἀπὸ
τὸν βορρᾶν. Ποὺ εἶναι τὸ ποίμνιον,
οἱ κατοικοί σου, τοὺς ὁποίους σοῦ
εἶχεν ἐμπιστευθῇ ὁ Θεός; Τὸ
ποίμνιον, οἱ κατοικοί σου, οἱ ὁποῖοι
ἀποτελοῦσαν τὸ καύχημα καὶ τὴν
δόξαν σου; |
21
Τί ἐρεῖς ὅταν ἐπισκέπτωνταί
σε; Καὶ σὺ ἐδίδαξας αὐτοὺς
ἐπὶ σὲ μαθήματα εἰς ἀρχήν·
οὐκ ὠδῖνες καθέξουσί σε καθὼς
γυναῖκα τίκτουσαν; |
21
Τί θὰ εἴπῃς, ὅταν οἱ ἐχθροί
σου αὐτοὶ θὰ σὲ ἐπισκεφθοῦν
ἀπειλητικοί; Σὺ τοὺς ἐδίδαξες
καὶ τοὺς ἐξεπαίδευσες, διὰ νὰ
εἶναι φίλοι σου. Τώρα ὅμως, ποῦ
ἔρχονται ἐναντίον σου ὡς ἐχθροί,
δὲν θὰ σὲ καταλάβουν ὠδῖνες,
ὅμοιαι πρὸς τὰς ὠδῖνας ποὺ
καταλαμβάνουν τὴν ἐπίτοκον γυναῖκα;
|
21
Τί θὰ ἔχῃς νὰ εἴπῃς,
ὅταν οἱ ἐχθροὶ σὲ ἐπισκεφθοῦν
ὡς τιμωροί; Σὺ τοὺς ἐδίδαξες
ἀπ’ ἀρχῆς, ἀπὸ τότε ποὺ
ἐγνωρίσθης μαζί των καὶ ἐζητοῦσες
τὴν βοήθειάν των, καὶ ἔτσι τοὺς
προπαρεσκεύασες μὲ τὴν προσχώρησίν σου εἰς
τὴν εἰδωλολατρίαν, πῶς νὰ σὲ
ἐξουσιάζουν. Τώρα λοιπόν, ποὺ ἔρχονται ἐναντίον
σου διὰ νὰ σὲ καθυποτάξουν, δὲν θὰ
σὲ καταλάβουν ὠδῖνες, ὅπως αὐτὲς
ποὺ καταλαμβάνουν τὴν γυναῖκα, ἡ ὁποία
πρόκειται νὰ γεννήσῃ; |
22
Καὶ ἐὰν εἴπῃς ἐν τῇ
καρδίᾳ σου· διατὶ ἀπήντησέ
μοι ταῦτα; Διὰ τὸ πλῆθος τῆς
ἀδικίας σου ἀνεκαλύφθη τὰ ὀπίσθιά
σου παραδειγματισθῆναι τὰς πτέρνας σου.
|
22
Ἐὰν ὅμως διαλογισθῇς καὶ πῇς
ἐν τῇ καρδίᾳ σου·
Διατὶ συνέβησαν εἰς ἐμε αὐταὶ
αἱ συμφοραί; Θὰ σοῦ εἴπω·
ἐξ αἰτίας τοῦ πλήθους τῶν
ἀδικιῶν σου περιέπεσες εἰς ἐξευτελισμόν.
Ἀνεσύρθη τὸ πίσω μέρος τοῦ
φορέματός σου, ὥστε νὰ φαίνωνται
αἱ πτέρναι σου.
|
22
Ἐὰν ὅμως σκεφθῇς καὶ εἰπῇς
καθ' ἑαυτήν· <διατί μοῦ συνέβησαν
ὅλα αὐτὰ τὰ κακά;>, Θὰ σοῦ
<ἀπαντήσω: Ἐξ αἰτίας τῶν πολλῶν
ἀδικιῶν καὶ τῆς μεγάλης ἐνοχῆς
σου ἔχεις ἐξευτελισθῆ· ἀνεσύρθη
τὸ πίσω μέρος τοῦ φορέματός σου, ὥστε νὰ
φαίνωνται οἱ γυμνὲς πτέρνες τῶν ποδιῶν
σου. |
23
Εἰ ἀλλάξεται Αἰθίοψ τὸ
δέρμα αὐτοῦ καὶ πάρδαλις τὰ
ποικίλματα αὐτῆς, καὶ ὑμεῖς
δυνήσεσθε εὖ ποιῆσαι μεμαθηκότες τὰ
κακά. |
23
Ὅσον εἶναι δυνατόν, νὰ ἀλλάξῃ
ὁ Αἰθίοψ τὸ μαύρο δέρμα
του καὶ ἡ πάρδαλις τὰ ποικίλματά
της, ἄλλο τόσον καὶ σεῖς θὰ
ἠμπορέσετε νὰ πράξετε τὸ καλόν,
διότι ἔχετε πλέον μάθει καὶ
συνηθίσει νὰ πράττετε τὸ κακόν.
|
23
Ὅπως εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀλλάξῃ
ὁ Αἰθίοπας τὸ μαῦρο δέρμα του καὶ
ἡ πολύχρωμη πάρδαλις τὰ ποικίλματα, ποὺ
στολίζουν τὸ δέρμα της, ἔτσι εἶναι ἀδύνατον
νὰ ἠμπορέσετε καὶ σεῖς νὰ
ἐργασθῆτε τὸ ἀγαθόν, διότι ἔχετε
πλέον μάθει καὶ συνηθίσει νὰ ἐργάζεσθε τὸ
κακὸν καὶ τὴν ἀδικίαν ἔχετε
ζυμωθῆ μὲ τὴν ἁμαρτίαν.
|
24
Καὶ διέσπειρα αὐτοὺς ὡς φρύγανα
φερόμενα ἀπὸ ἀνέμου εἰς
ἔρημον. |
24
Θὰ τοὺς διασκορπίσω, ὅπως διασκορπίζονται
εἰς τὴν ἔρημον τὰ φρύγανα, τὰ
ὁποῖα παρασύρει ὁ ἄνεμος.
|
24
Ἐπειδὴ λοιπὸν ἡ ἁμαρτία
ἔγινε εἰς αὐτοὺς δευτέρα φύσις, θὰ
τοὺς διασκορπίσω μὲ τόσην εὐκολίαν,
μὲ ὅσην διασκορπίζονται τὰ ξερὰ χαμόκλαδα,
τὰ ὁποῖα παρασύρονται ἀπὸ τὸν
ἄνεμον εἰς τὴν ἔρημον.
|
25
Οὕτως ὁ κλῆρός σου καὶ μερὶς
τοῦ ἀπειθεῖν ὑμᾶς ἐμοί,
λέγει Κύριος, ὡς ἐπελάθου μου
καὶ ἤλπισας ἐπὶ ψεύδεσι.
|
25
Τέτοιος θὰ εἶναι ὁ κλῆρος σας,
αὐτὸ θὰ εἶναι τὸ
μερίδιόν σας, διότι σεῖς ἐδείξατε
ἀνυπακοὴν πρὸς ἐμέ, λέγει
ὁ Κύριος. Μὲ ἐλησμονήσατε καὶ
ἔστηρίξατε τὰς ἐλπίδας σας εἰς
τοὺς ψευδεῖς θεούς, εἰς τὰ εἴδωλα.
|
25
Τέτοια θὰ εἶναι ἡ τύχη σας, τέτοιο τὸ
μερίδιόν σας, ἐπειδὴ σεῖς ἐδείξατε
ἀνυπακοὴν εἰς Ἐμέ, λέγει ὁ
Κύριος· διότι σεῖς μὲ ἐλησμονήσατε
καὶ ἐστηρίξατε ὅλες τὶς ἐλπίδες
σας εἰς ψευδεῖς θεούς, τὰ μηδαμινὰ
καὶ τιποτένια εἴδωλα. |
26
Κἀγὼ ἀποκαλύψω τὰ ὀπίσω
ἐπὶ τὸ πρόσωπόν σου,
καὶ ὀφθήσεται ἡ ἀτιμία
σου. |
26
Καὶ ἐγὼ πρὸς
ἐξευτελισμόν σου, θὰ
σηκώσω τὸ ἔνδυμά σου, μὲ
τὸ ὁποῖον θὰ καλύψω τὸ
πρόσωπόν σου καὶ θὰ ἀφήσω
νὰ γίνουν φανερὰ τὰ ὀπίσω
μέρη τοῦ σώματός σου, ἡ καταισχύνῃ
σου· |
26
Καὶ Ἐγώ, λοιπόν, διὰ νὰ σὲ ἐξευτελίσω
καὶ διασύρω, θὰ ἀνασύρω τὸ πίσω μέρος
τοῦ φορέματός σου καὶ μὲ αὐτὸ
θὰ σκεπάσω τὸ πρόσωπόν σου, καὶ τότε θὰ
φανοῦν τὰ ὀπίσθια μέρη τοῦ σώματός
σου, κάτι ποὺ ἀποτελεῖ καταισχύνην καὶ
ἐντροπήν. |
27
Καὶ ἡ μοιχεία σου καὶ χρεμετισμός
σου καὶ ἡ ἁπαλλοτρίωσις τῆς
πορνείας σου ἐπὶ τῶν βουνῶν,
ἐν τοῖς ἀγροῖς ἑώρακα
τὰ βδελύγματά σου· οὐαὶ
σοι, Ἱερουσαλήμ, ὅτι οὐκ ἐκαθαρίσθης
ὀπίσω μου· ἕως τίνος ἔτι;
|
27
ἡ μοιχεία σου, ὁ ὀργασμός σου
ὡσὰν θηλυμανοῦς ἵππου, ἡ ἐπάνω
εἰς τὰ βουνὰ πνευματική σου πορνεία
μὲ ξένους θεούς, ἡ εἰδωλολατρειά
σου, ὅλα αὐτὰ εἶναι γνωστὰ εἰς
ἐμέ. Εἶδα καὶ τὰ βδελυρὰ
εἴδωλά σου ποὺ ἔχεῖς
εἰς τοὺς ἀγροὺς τῶν πεδιάδων.
Ἀλλοίμονον εἰς σέ, Ἱερουσαλήμ,
διότι δὲν ἐκαθαρίσθης ἀπὸ
τοὺς μολυσμοὺς τῆς ἁμαρτίας
σου, ἐπειδὴ δὲν μὲ ἠκολούθησες.
Ἕως πότε ἀκόμη
θὰ ἐπιμένῃς
εἰς τὴν φαυλότητά σου; |
27
Ὦ! οἱ μοιχεῖες <ἡ συνεχὴς
εἰδωλολατρία> σου καὶ ὁ ἀσίγαστος
καὶ ἀχαλίνωτος ὀργασμός σου πρὸς τὰ
εἴδωλα, ποὺ εἶναι ὅμοιος πρὸς
ἐκεῖνον τοῦ θηλυμανοῦς ἵππου·
ὦ! ἡ πνευματική σου πορνεία μὲ ξένους
θεοὺς ἐπάνω εἰς τὰ βουνά·
ὅλα αὐτὰ εἶναι γνωστὰ εἰς
Ἐμέ. Εἶδα, ἐγνώρισα καὶ τὰ
σιχαμερὰ εἴδωλά σου, ποὺ ἔχεις στήσει
εἰς τὶς πεδιάδες τῶν ἀγρῶν.
Ἀλλοίμονόν σου, Ἱερουσαλήμ, διότι ἔρχεται
ἐναντίον σου ὄλεθρος καὶ καταστροφή, ἐπειδὴ
δὲν ἐκαθαρίσθης ἀπὸ τὸν
μολυσμὸν τῆς εἰδωλολατρίας μὲ τὸ
νὰ ἀκολουθήσῃς Ἐμέ, τὸν μόνον
ἀληθινὸν Θεόν. Μέχρι πότε θὰ ἐπιμένῃς
ἀκόμη εἰς τὴν ἀποστασίαν καὶ
τὴν εἰδωλολατρίαν σου; |