Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
λόγος
ὁ γενόμενος παρὰ Κυρίου πρὸς
Ἱερεμίαν λέγων·
|
λόγος,
τὸν ὁποῖον ἀπηύθυνεν ὁ
Κύριος πρὸς τὸν Ἱερεμίαν λέγων:
|
λόγος,
ποὺ ἀπηυθύνθη ἀπὸ τὸν
Κύριον πρὸς τὸν Ἱερεμίαν, ἔχει ὡς
ἑξῆς: |
2
ἀνάστηθι, καὶ κατάβηθι εἰς οἶκον
τοῦ κεραμέως, καὶ ἐκεῖ ἀκούσῃ
τοὺς λόγους μου. |
2
Σήκω καὶ κατέβα εἰς τὸ ἐργαστήριον
τοῦ ἀγγειοπλάστου καὶ ἐκεῖ
θὰ ἀκούσῃς τοὺς λόγους
μου. |
2
<Σήκω ἀπὸ τὸν λόφον, ὅπου εὑρίσκεσαι
τώρα εἰς τὸν Ναὸν καὶ προφητεύεις,
καὶ κατέβα κάτω χαμηλὰ εἰς τὸ ἐργαστήριον
τοῦ ἀγγειοπλάστου <κεραμοποιοῦ>,
ἐκεῖ δὲ θὰ ἀκούσῃς τί
ἔχω νὰ σοῦ εἰπῷ>.
|
3
Καὶ κατέβην εἰς τὸν οἶκον τοῦ
κεραμέως, καὶ ἰδοὺ αὐτὸς
ἐποίει ἔργον ἐπὶ τῶν λίθων·
|
3
Κατέβηκα εἰς τὸ ἐργαστήριον
τοῦ ἀγγειοπλάστου καὶ ἰδού,
αὐτὸς ἔκαμνε τὴν ἐργασίαν
του μὲ τοὺς λιθίνους τροχούς.
|
3
Ἔτσι <ἐγώ, ὁ Ἱερεμίας> κατέβηκα
εἰς τὸ ἐργαστήριον τοῦ ἀγγειοπλάστου
καὶ ἰδού, αὐτὸς ἦταν ἐκεῖ
καὶ εἰργάζετο τὴν ἀγγειοπλαστικὴν
μὲ τὴν βοήθειαν τῶν πέτρινων τροχῶν.
|
4
καὶ ἔπεσε τὸ ἀγγεῖον, ὃ
αὐτὸς ἐποίει ἐν ταῖς χερσὶν
αὐτοῦ, καὶ πάλιν αὐτὸς
ἐποίησεν αὐτὸ ἀγγεῖον
ἕτερον, καθὼς ἤρεσεν ἐνώπιον
αὐτοῦ τοῦ ποιῆσαι.
|
4
Ἔπεσε δὲ τὸ πήλινον ἀγγεῖον,
τὸ ὁποῖον αὐτὸς κατεσκεύαζε
μὲ τὰ χέρια του. Ὁ κεραμοποιὸς
καὶ πάλιν ἔκαμε ἄλλο ἀγγεῖον·
τὸ ἔκαμεν, ὅπως ἤρεσεν εἰς αὐτόν.
|
4
Ἔπεσε δὲ τὸ πήλινον ἀγγεῖον,
τὸ ὁποῖον ἔπλαθε μὲ τὰ
χέρια του αὐτὸς ὅμως ἀνέπλασε πάλιν
τὸν πηλὸν καὶ ἀπὸ αὐτὸν
ἔπλασεν ἄλλο ἀγγεῖον, ὅπως ἐφάνη
ἀρεστὸν εἰς τὸν ἴδιον νὰ
τὸ μορφοποιήσῃ καὶ νὰ τὸ
κατασκευάσῃ. |
5
Καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρός
με λέγων· |
5
Τότε ὁ Κύριος ἀπηύθυνε λόγον
πρὸς ἐμὲ
καὶ μοῦ εἶπε:
|
5
Τότε ὁ Κύριος ὡμίλησε πρὸς ἐμὲ
καὶ εἶπεν: |
6
εἰ καθὼς ὁ κεραμεὺς οὗτος οὐ
δυνήσομαι τοῦ ποιῆσαι ὑμᾶς,
οἶκος Ἰσραήλ; Ἰδοὺ ὡς
ὁ πηλὸς τοῦ κεραμέως ὑμεῖς
ἐστε ἐν ταῖς χερσί μου. |
6
Μήπως καὶ ἐγὼ δὲν ἠμπορῶ
νὰ κάμω σᾶς τοὺς Ἰσραηλίτας,
ὅπως ἔκαμεν ὁ κεραμεὺς
αὐτός; Διότι, ἰδού, εἰς
τὰ χέρια μου σεῖς
εἶσθε ὦσαν τὸν πηλὸν
τοῦ κεραμέως.
|
6
<Ἀπόγονοι τοῦ Ἰσραήλ, μήπως <Ἐγώ,
ὁ Θεός> δὲν ἠμπορῶ νὰ
κάμω εἰς σᾶς, ὅπως ἔκαμε καὶ
ὁ ἀγγειοπλάστης αὐτός; Ἀσφαλῶς
ἠμπορῶ. Διότι ἰδού· σεῖς
εἶσθε εἰς τὰ χέρια μου ὅπως ὁ
πηλὸς τοῦ ἀγγειοπλάστου, ὁ ὁποῖος
εὔκολα μεταπλάσσεται εἰς τὸ χέρια του.
|
7
Πέρας λαλήσω ἐπὶ ἔθνος ἢ
ἐπὶ βασιλείαν τοῦ ἐξᾶραι
αὐτοὺς καὶ τοῦ ἀπολλύειν,
|
7
Ἐὰν προαναγγείλω καὶ ἀποφασίσω
τὸ τέλος ἑνὸς
ἔθνους ἢ ὅτι
θὰ ἐξολοθρεύσω καὶ θὰ
ἐξαφανίσω μίαν
βασιλείαν καὶ τοὺς πολίτας
της,
|
7
Μὴ ἀπελπισθῆτε διὰ τὴν σωτηρίαν
σας. Ἐὰν ἀποφασίσω καὶ προαναγγείλω
ὅτι θὰ καταστρέψω ἕνα ἔθνος ἢ
μίαν βασιλείαν, ὥστε νὰ ἐξαφανίσω
τὸ ἔθνος καὶ τὸ βασίλειον τοῦτο,
|
8
καὶ ἐπιστροφῇ τὸ ἔθνος ἐκεῖνο
ἀπὸ πάντων τῶν κακῶν αὐτῶν,
καὶ μετανοήσω περὶ τῶν κακῶν,
ὧν ἐλογισάμην τοῦ ποιῆσαι αὐτοῖς.
|
8
ἐὰν ἐκεῖνο τὸ ἔθνος ἐπιστρέψῃ
πρὸς ἐμὲ ἐν μετανοίᾳ,
ἀπαρνηθῇ δὲ καὶ ἀπομακρυνθῇ
ἀπὸ ὅλας τὰς κακίας, ἐγὼ
θὰ ἀλλάξω γνώμην σχετικῶς μὲ
τὰς θλίψεις καὶ τιμωρίας, τὰς
ὁποίας εἶχα σκεφθῇ νὰ ἐπιφέρω
ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων
τοῦ λαοῦ αὐτοῦ.
|
8
ἐπιστρέψῃ ὅμως τὸ ἔθνος ἐκεῖνο
εἰς Ἐμὲ μὲ μετάνοιαν καὶ μεταμεληθῇ
δι’ ὅλες τὶς κακίες ποὺ ἔπραξε, τότε
καὶ Ἐγὼ θὰ ἀλλάξω γνώμην διὰ
τὶς τίμωρίες καὶ συμφορές, ποὺ ἐσκέφθην
καὶ ἤμουν διατιθειμένος νὰ ἐπιφέρω
ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων τοῦ λαοῦ
ἐκεῖνου. |
9
Καὶ πέρας λαλήσω ἐπὶ ἔθνος
καὶ βασιλείαν τοῦ ἀνοικοδομεῖσθαι
καὶ τοῦ καταφυτεύεσθαι,
|
9
Ἐὰν ἐξ ἀντιθέτου ὁμιλήσω
καὶ ἀποφασίσω περὶ ἑνὸς
ἔθνους καὶ ἑνὸς βασιλείου, ὅτι
θὰ ἀνοικοδομηθῇ, θὰ φυτευθῇ
καὶ θὰ προοδεύσῃ,
|
9
Ἐὰν πάλιν, ἀπὸ τὸ ἄλλο
μέρος, ἀποφασίσω καὶ προαναγγείλω ὅτι ἕνα
ἔθνος καὶ μία βασιλεία θὰ ἀνοικοδομηθῇ,
θὰ φυτευθῇ, θὰ ριζώσῃ καὶ θὰ
προοδεύσῃ, |
10
καὶ ποιήσωσι τὰ πονηρὰ ἐναντίον
μου τοῦ μὴ ἀκούειν τῆς φωνῆς
μου, καὶ μετανοήσω περὶ τῶν ἀγαθῶν,
ὧν ἐλάλησα τοῦ ποιῆσαι αὐτοῖς.
|
10
οἱ δὲ ἄνθρωποι τοῦ
ἔθνους αὐτοῦ
πράξουν πονηρὰ ἐνώπιόν
μου καὶ
δὲν θέλουν
νὰ ἀκούσουν καὶ νὰ ὑπακούσουν
εἰς τὴν φωνήν μου, τότε
θὰ ἀλλάξω
γνώμην σχετικῶς μὲ τὰ ἀγαθά,
ποὺ εἶχα προαναγγείλει, ὅτι θὰ
ἀποστείλω εἰς αὐτούς.
|
10
οἱ ἄνθρωποι ὅμως τὸν ἔθνους
τούτου ἢ τῆς βασιλείας ἐκείνης ἐργασθοῦν
ἔργα ἁμαρτωλὰ ἐνώπιόν μου καὶ
ἀρνηθοῦν νὰ συμμορφωθοῦν πρὸς
τὸς ἐντολές μου, τότε καὶ Ἐγὼ
θὰ ἀλλάξω γνώμην διὰ τὰ ἀγαθά,
τὰ ὁποῖα εἶχα ὑποσχεθῆ
νὰ χορηγήσω εἰς τοὺς ἀνθρώπους τοῦ
λαοῦ ἐκείνου. |
11
Καῖ νῦν εἰπὸν πρὸς ἄνδρας
Ἰούδα καὶ πρὸς τοὺς κατοικοῦντας
Ἱερουσαλήμ· ἰδοὺ ἐγὼ
πλάσσω ἐφ' ὑμᾶς κακὰ καὶ
λογίζομαι ἐφ' ὑμᾶς λογισμόν·
ἀποστραφήτω δὴ ἕκαστος ἀπὸ
ὁδὸν αὐτοῦ τῆς πονηρᾶς,
καὶ καλλίονα ποιήσατε τὰ ἐπιτηδεύματα
ὑμῶν. |
11
Καὶ τώρα εἰπὲ εἰς τοὺς
ἀνθρώπους τοῦ
βασιλείου Ἰούδα καὶ πρὸς
τοὺς κατοίκους τῆς Ἱερουσαλήμ.
Ἰδού, ἐγὼ παρασκευάζω ἐναντίον
σας θλίψεις καὶ τιμωρίας,
μελετῶν σχέδια εἰς βάρος σας. Ἂς
ἀπομακρυνθῇ, λοιπόν, ὁ
καθένας σας ἀπὸ
τὸν δρόμον τῶν πονηριῶν
του καὶ πράξατε ἔργα
καλύτερα.
|
11
Τώρα λοιπὸν εἰπὲ πρὸς τὸν Ἰουδαϊκὸν
λαὸν καὶ πρὸς τοὺς κατοίκους τῆς
Ἱερουσαλήμ: <Ἰδού, Ἐγὼ ἑτοιμάζω
ἐναντίον σας θλίψεις καὶ καταστροφές, μελετῶ
δὲ καὶ ἐπεξεργάζομαι σχέδια, ποὺ ἀφοροῦν
εἰς τὴν τιμωρίαν καὶ τὴν καταστροφήν
σας. Ἂς ἀπαρνηθῇ λοιπὸν ὁ καθένας
σας καὶ ἂς ἐπιστρέψῃ ἀπὸ
τὰ πονηρὰ καὶ ἁμαρτωλὰ ἔργα
του, ἂς σωφρονισθῇ, ἂς ἀλλάξῃ
διαγωγὴν καὶ ἂς ἐργασθῇ ἔργα
καλύτερα, ἀγαθὰ καὶ χρηστά.
|
12
Καὶ εἶπαν· ἀνδριούμεθα, ὅτι
ὀπίσω τῶν ἀποστροφῶν ἡμῶν
πορευσόμεθα καὶ ἕκαστος τὰ ἀρεστὰ
τῆς καρδίας αὐτοῦ τῆς πονηρᾶς
ποιήσομεν. |
12
Ἐκεῖνοι ὅμως
ἀπήντησαν: Ἡμεῖς εἴμεθα
ἀνδρεῖοι, δι' αύτὸ καὶ θὰ
προχωρήσωμεν εἰς τὰς
παραβάσεις μας, καὶ ὁ καθένας
ἀπὸ ἡμᾶς θὰ
πράξῃ ὅ,τι
εὐχαριστεῖ τὴν πονηρὰν αὐτοῦ
καρδίαν.
|
12
Ἐκεῖνοι ὅμως δὲν ἐδέχθησαν τὶς
συμβουλὲς τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ καὶ
ἀπάντησαν μὲ θράσος καὶ ἀναίδειαν:
<Ἔχομεν ἀνδρισμόν, παλληκαριά, γενναιότητα!
Θὰ συνεχίσωμεν καὶ θὰ ἐπιμείνωμεν
σταθερὰ εἰς τὴν μέχρι σήμερον διαγωγήν
μας· θὰ βαδίσωμεν τὸν φαῦλον δρόμον μας
καὶ ὁ καθένας μας θὰ πράξῃ ὅ,τι
ἀρέσει εἰς τὴν πονηρὴ καρδιά
του, δηλαδὴ σύμφωνα μὲ τὶς ἁμαρτωλὲς
κλίσεις καὶ ροπές της>. |
13
Διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος·
ἐρωτήσατε δὴ ἐν ἔθνεσι·
τίς ἤκουσε τοιαῦτα φρικτὰ, ἐποίησε
σφόδρα παρθένος Ἰσραήλ;
|
13
Διὰ τοῦτο αὐτὰ λέγει ὁ
Κύριος: Ἐρωτήσατε τὰ εἰδωλολατρικὰ
ἔθνη· ποιὸ ἀπὸ αὐτὰ
ἤκουσε τέτοια φρικτὰ πράγματα, τὰ
ὁποῖα τόσον πολὺ διέπραξεν ἡ
θυγάτηρ μου αὐτή, τὸ ἔθνος Ἰσραήλ;
|
13
Διὰ τοῦτο αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος:
<Ἐρωτήσατε λοιπὸν τὰ εἰδωλολατρικὰ
ἔθνη· ποιὸ ἀπὸ αὐτὰ
ἄκουσε τέτοια φρικτὰ πράγματα, τὰ ὁποῖα
ἔκαμεν εἰς τόσον ὑπερβολικὸν βαθμὸν
ἡ παρθένος αὐτὴ θυγατέρα μου, ποὺ
σεμνύνεται διὰ τὴν ὡραιότητα καὶ τὸ
κάλλος της, δηλαδὴ ὁ Ἰσραηλιτικὸς
λαός; |
14
Μὴ ἐκλείψουσιν ἀπὸ πέτρας
μαστοὶ ἢ χιὼν ἀπὸ τοῦ
Λιβάνου; Μὴ ἐκκλινῇ ὕδωρ βιαίως
ἀνέμῳ φερόμενον;
|
14
Μήπως θὰ λείψουν ποτὲ αἱ πηγαὶ
ὕδατος ἀπὸ τοὺς βράχους ἢ
τὰ χιόνια ἀπὸ τὸ ὄρος
Λίβανον; Μήπως καὶ θὰ παρεκκλίνῃ
τὸ ὔδωρ τοῦ ποταμοῦ ἀπὸ
τὴν φυσικὴν πορείαν του, ἔστῶ
καὶ ἂν βίαιος ἄνεμος ἐκσπάσῃ
εἰς αὐτό;
|
14
Μήπως θὰ ἐκλείψουν ποτὲ οἱ πηγὲς
τῶν ὑδάτων, ποὺ ἀναβλύζονν ἀπὸ
τοὺς βράχους, ἢ τὰ χιόνια ἀπὸ
τὸ ὄρος Λίβανος; Μήπως θὰ παρεκκλίνω τὸ
τρεχούμενο νερὸ ἀπὸ τὴν φυσικήν
του πορείαν, ἔστω καὶ ἂν τὸ κτυπήσῃ
βίαιος ἄνεμος; Ἔτσι καὶ ὁ Ἰσραηλιτικὸς
λαὸς ἁμαρτάνει συνεχῶς καὶ μένει ἀμετακίνητος
εἰς τὴν παρανομίαν. |
15
Ὅτι ἐπελάθοντό μου ὁ λαός
μου, εἰς κενὸν ἐθυμίασαν· καὶ
ἀσθενήσουσιν ἐν ταῖς ὀδοῖς
αὐτῶν σχοίνους αἰωνίους τοῦ
ἐπιβῆναι τρίβους οὐκ ἔχοντας
ὁδὸν εἰς πορεῖαν
|
15
Ὁ ἰσραηλιτικὸς ὅμως λαὸς μὲ
ἐλησμόνησε, προσέφερε θυσίαν θυμιάματος
εἰς τὰ κούφια καὶ ψευδῆ εἴδωλα.
Αὐτοὶ ποὺ παρεκκλίνουν εἰς τὴν
εἰδωλολατρείαν, θὰ ἀποκάμουν
καὶ θὰ παραλύσουν εἰς τοὺς δρόμους
των, διότι ἀφῆκαν τὰς αἰωνίους
ὁδούς, διὰ νὰ τραποῦν εἰς
μονοπάτια, ποὺ δὲν εἶναι κἂν
δρόμος καὶ δὲν διέρχονται ἀπὸ
αὐτὰ ἄνθρωποι.
|
15
Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Ἰσραηλιτικὸς
λαός μου μὲ ἐλησμόνησε καὶ μὲ
ἀρνήθηκε, προσέφεραν θυμίαμα εἰς τὰ
κούφια εἴδωλα, τοὺς ἀνυπάρκτους εἰδωλολατρικοὺς
θεούς. Οἱ Ἰσραηλῖται, λόγῳ τῆς
εἰδωλολατρίας των, θὰ σκοντάφτουν, θὰ τρικλίζουν
καὶ θὰ παραλύσουν εἰς τοῖς δρόμους
των, διότι ἀφῆκαν τοὺς αἰωνίους, σταθεροὺς
καὶ ἀσφαλεῖς δρόμους τῶν ἐντολῶν
τοῦ Θεοῦ διὰ νὰ ἀκολουθήσουν
δύσβατα μονοπάτια, ποὺ εἶναι δύσκολον νὰ
διέλθῃ ἀπὸ αὐτὰ ἄνθρωπος.
|
16
Τοῦ τάξαι τὴν γῆν αὐτῶν
εἰς ἀφανισμὸν καὶ σύριγμα αἰώνιον·
πάντες οἱ διαπορευόμενοι δι' αὐτῆς
ἐκστήσονται καὶ κινήσουσι τὴν
κεφαλὴν αὐτῶν. |
16
Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι
νὰ καταντήσῃ ἡ χώρα αὐτῶν
εἰς ὄλεθρον, αἰώνιον σφύριγμα
καταπλήξεως καὶ εἰρωνείας ἐκ
μέρους τῶν ἀνθρώπων. Ὅλοι ὅσοι
διέρχονται πλησίον αὐτῆς θὰ
μείνουν ἔκπληκτοι, θὰ κινοῦν μὲ
θλῖψιν τὴν κεφαλήν των
|
16
Ἀποτέλεσμα τῆς διαγωγῆς των αὐτῆς
ἦταν νὰ καταστραφῇ ἐντελῶς ἡ
χώρα των καὶ νὰ καταντήσῃ ἀντικείμενον
παντοτινοῦ καὶ αἰωνίου εἰρωνικοῦ
σφυρίγματος ἐκ μέρους ἐκείνων ποὺ διέρχονται
ἀπὸ αὐτήν. Ὅλοι, ὅσοι διέρχονται
πλησίον της, θὰ μείνουν κατάπληκτοι καὶ
ἐκστατικοὶ ἐμπρὸς εἰς τὸ
τρομερὸν θέαμα τῆς ἐρημώσεως καὶ θὰ
κινοῦν μὲ θλῖψιν καὶ πόνον τὴν
κεφαλήν των. |
17
Ὡς ἄνεμον καύσωνα διασπερῶ αὐτοὺς
κατὰ πρόσωπον ἐχθρῶν αὐτῶν,
δείξω αὐτοῖς ἡμέραν ἀπωλείας
αὐτῶν. |
17
Ὡσὰν τὸν καυστικὸν ἄνεμον θὰ
τοὺς διασκορπίσω ἐνώπιον τῶν
ἐχθρῶν των. Θὰ παρουσιάσω ἐνώπιόν
των τὴν ἡμέραν τῆς καταστροφῆς
των. |
17
Θὰ διασκορπίσω τοὺς Ἰσραηλῖτες ἐνώπιον
τῶν ἐχθρῶν των ὡσὰν τὸν
καυστικὸν ἄνεμον, ποὺ διασκορπίζει ἐδῶ
καὶ ἐκεῖ τὴν ἄμμον καὶ
τὸ χῶμα· θὰ δείξω εἰς αὐτοὺς
καὶ θὰ τοὺς παρουσιάσω τὴν ἡμέραν
τῆς καταστροφῆς των>. |
18
Καὶ εἶπαν· δεῦτε καὶ λογισώμεθα
ἐπὶ Ἱερεμίαν λογισμῶν, ὅτι
οὐκ ἀπολεῖται νόμος ἀπὸ
ἱερέως, καὶ βουλὴ ἀπὸ
συνετοῦ καὶ λόγος ἀπὸ προφήτου·
δεῦτε καὶ πατάξωμεν αὐτὸν ἐν
γλώσσῃ καὶ ἀκουσόμεθα πᾶντας
τοὺς λόγους αὐτοῦ.
|
18
Οἱ ἐν Ἱερουσαλὴμ ἐχθροὶ
τοῦ προφήτου εἶπαν: Ἐλᾶτε καὶ
ἂς σκεφθῶμεν, τί πρέπει νὰ κάμωμεν
ἐναντίον τοῦ Ἱερεμίου, διότι
ἐπὶ τέλους δὲν ἐχάθη ἀπὸ
ἀνάμεσά μας νόμος διδασκόμενος
ἀπὸ ἱερεῖς καὶ σοφὴ συμβουλὴ
ἀπὸ συνετὸν ἄνθρωπον καὶ λόγος
προερχόμενος ἀπὸ προφήτην. Ἂς
τὸν κτυπήσωμεν μὲ τὰ ἴδια του
τὰ λόγια, ἂς ἀκοῦμε μὲ
προσοχὴν ὅλους τοὺς λόγους του καὶ
ἂς ἐπισημαίνωμεν τοὺς ἐπιληψίμους.
|
18
Οἱ ἐχθροὶ τοῦ προφήτου Ἱερεμία
εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ συνωμότησαν ἐναντίον
του καὶ εἶπαν: <Ἐλᾶτε καὶ
ἂς σκευωρήσωμεν ἐναντίον τοῦ Ἱερεμία
σκευωρίαν, διότι δὲν ἐχάθη ὁ νόμος,
ἀλλὰ συνεχίζει νὰ διδάσκεται ἀπὸ
ἱερεῖς, οὔτε καὶ σοφὴ συμβουλὴ
λόγῳ ἐλλείψεως σοφῶν καὶ συνετῶν
ἀνθρώπων, οὔτε καὶ λόγος ἕνεκα ἐλλείψεως
προφητῶν. Ἐμπρός, ἂς τὸν σνκοφαντήσωμεν·
ἂς ἀκούσωμεν δὲ μὲ προσοχὴν
τὰ λόγια του καὶ ἂς διαπιστώσωμεν εἰς
ποία εἶναι ἔνοχος, ὥστε νὰ ψηφίσωμεν
τὴν καταδίκην του>. |
19
Εἰσάκουσόν μου, Κύριε, καὶ εἰσάκουσον
τῆς φωνῆς τοῦ δικαιώματός μου.
|
19
Καὶ ὁ προφήτης λέγει: Ἂκουσέ
με, Κύριε, πρόσεξε τὴν φωνήν μου,
διὰ τῆς ὁποίας ζητῶ τὸ
δίκαιόν μου.
|
19
Ὁ προφήτης Ἱερεμίας προσεύχεται πρὸς τὸν
Θεὸν καὶ λέγει: <Εἰσάκουσε, Κύριε,
τὴν προσευχήν μου· εὐδόκησε νὰ
προσέξῃς τὴν φωνὴν τῆς ἱκεσίας
καὶ παρακλήσεως μου, διὰ τῆς ὁποίας
ζητῶ ἀπὸ Σὲ τὸ δίκαιόν μου.
|
20
Εἰ ἀνταποδίδοται ἀντὶ ἀγαθῶν
κακά; Ὅτι συνελάλησαν ρήματα κατὰ
τῆς ψυχῆς μου καὶ τὴν κόλασιν
αὐτῶν ἔκρυψάν μοι· μνήσθητι
ἐστηκότος μου κατὰ πρόσωπόν
σου τοῦ λαλῆσαι ὑπὲρ αὐτῶν
ἀγαθά, τοῦ ἀποστρέψαι
τὸν θυμόν σου ἀπ' αὐτῶν.
|
20
Πρέπει, λοιπόν, νὰ ἀνταποδίδωνται
ἀντὶ τῶν ἀγαθῶν κακά;
Διότι αὐτοὶ συνεφώνησαν καὶ
ἀπεφάσισαν κακὰ ἐναντίον τῆς
ζωῆς μου. Καὶ τὸ κακόν, ποὺ
σκέπτονται ἐναντίον μου, μοῦ τὸ
ἀπέκρυψαν. Ἐνθυμήσου, Κύριε,
ὅτι ἐγὼ ὄρθιος ἐνώπιόν
σου σὲ παρεκάλεσα δι' αὐτούς, νὰ
τοὺς στείλῃς ἀγαθά, νὰ
ἀποτρέψῃς ἀπὸ αὐτοὺς
τὴν δικαίαν σου ὀργήν.
|
20
Πρέπει νὰ πληρώνωνται οἱ εὐεργεσίες μὲ
κακὰ καὶ ἀχαριστίαν; Διότι οἱ ἐχθροί
μου συνομίλησαν καὶ συνωμότησαν κατὰ τῆς
ζωῆς μου, ἀπέκρυψαν δὲ ἀπὸ ἐμὲ
τὴν τιμωρίαν, ποὺ ἀπεφάσισαν νὰ μοῦ
ἐπιβάλουν. Ἐνθυμήσου, Κύριε, ὅτι
ἐστεκόμουν ὄρθιος ἐνώπιόν σου
καὶ Σὲ ἰκέτευα νὰ τοὺς εὐεργετήσῃς
καὶ νὰ μὴ τοὺς τιμωρήσῃς, ἀλλὰ
νὰ ἀποστρέψῃς καὶ ἀπομακρύνῃς
ἀπὸ αὐτοὺς τὴν δικαίαν ὀργήν
σου. |
21
Διὰ τοῦτο δὸς τοὺς υἱοὺς
αὐτῶν εἰς λιμὸν καὶ ἄθροισον
αὐτοὺς εἰς χεῖρας μαχαίρας·
γενέσθωσαν αἱ γυναῖκες αὐτῶν
ἄτεκνοι καὶ χῆραι, καὶ οἱ ἄνδρες
αὐτῶν γενέσθωσθαν ἀνηρημένοι
θανάτῳ καὶ οἱ νεανίσκοι αὐτῶν
πεπτωκότες μαχαίρᾳ ἐν πολέμῳ.
|
21
Διὰ τὴν ἀχαριστίαν των αὐτὴν
καὶ διὰ τὰ ἐγκληματικά των σχέδια
παράδωσε τὰ παιδιά των εἰς λιμόν,
συνάθροισέ τους πρὸς σφαγὴν ἀπὸ
ἐχθρικὰς μαχαίρας. Ἂς γίνουν
καὶ ἂς μείνουν αἱ γυναῖκες των
ἄτεκνοι καὶ χῆραι, οἱ ἄνδρες
αὐτῶν ἂς ἐξολοθρευθοῦν μὲ
θανατηφόρον ἀσθένειαν καὶ οἱ
νέοι αὐτῶν ἄνδρες ἂς σφαγοῦν
διὰ μαχαίρας κατὰ τὸν πόλεμον.
|
21
Διὰ τὴν ἀχαριστίαν καὶ ἐχθρότητά
των αὐτὴν παράδωσε τοὺς υἱούς
των εἰς πεῖναν, μάζεψέ τους καὶ παράδωσέ
τους ὁμαδικῶς εἰς σφαγὴν ἀπὸ
τὰ μαχαίρια τῶν ἐχθρῶν. Οἱ γυναῖκες
των ἂς γίνουν ἄτεκνες καὶ ἂς μείνουν
χῆρες, καὶ οἱ ἄνδρες των ἂς
ἀποθάνουν ἀπὸ θανατηφόρον μολυσματικὴν
ἀρρώστιαν, οἱ δὲ νέοι ἄνδρες των ἂς
πέσουν εἰς τὸν πόλεμον, φονευόμενοι ἀπὸ
ἐχθρικὸν μαχαίρι. |
22
Γενηθήτω κραυγὴ ἐν ταῖς οἰκίαις
αὐτῶν. Ἐπάξεις ἐπ' αὐτοὺς
λῃστὰς ἄφνω, ὅτι ἐνεχείρησαν
λόγον εἰς σύλληψίν μου, καὶ
παγίδας ἔκρυψαν ἐπ' ἐμέ·
|
22
Ἂς ἀκουσθοῦν κραυγαὶ πόνου καὶ
ἀπελπισίας μέσα εἰς τὰ σπίτια
των. Φέρε αἰφνιδίως ἐναντίον
αὐτῶν λῃστάς, διότι συνεφώνησαν
καὶ ἀπεφάσισαν μεταξύ των νὰ
μὲ συλλάβουν καὶ ἔστησαν παγίδας
ἐναντίον μου.
|
22
Ἂς ἀκουσθοῦν καὶ ἂς ἀντηχήσουν
εἰς τὰ σπίτια των κραυγὲς ἀγωνίας
καὶ θρήνων φέρε ἔξαφνα ἐναντίον των λῃστάς,
διότι συνεφώνησαν μυστικὰ ἐναντίον μου καὶ
ἀπεφάσισαν νὰ μὲ συλλάβουν, ἔστησαν
κρυφὲς παγίδες διὰ νὰ μὲ παγιδεύσουν
καὶ ἐξοντώσουν. |
23
καὶ σύ, Κύριε, ἔγνως ἅπασαν
τὴν βουλὴν αὐτῶν ἐπ' ἐμὲ
εἰς θάνατον· μὴ ἀθῳώσῃς
τὰς ἀδικίας αὐτῶν, καὶ
τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν ἀπὸ
προσώπου σου μὴ ἐξαλείψῃς·
γενέσθω ἡ ἀσθένεια αὐτῶν
ἐναντίον σου, ἐν καιρῷ θυμοῦ
σου ποίησον ἐν αὐτοῖς. |
23
Καὶ σύ, Κύριε, ἐγνώρισες ὅλην
τὴν ἐναντίον μου πονηρὰν σκέψιν
καὶ ἀπόφασίν των, διὰ νὰ
μὲ θανατώσουν. Μὴ ἀμνηστεύσῃς
καὶ μὴ ἀφήσῃς ἀτιμωρήτους
τὰς κακίας των. Μὴ σβήσῃς ἀπὸ
ἐμπρός σου καὶ ἐξαλείψῃς
τὰς ἁμαρτίας των. Ἀσθενεῖς καὶ
ἀδύνατοι ἂς πέσουν ἐνώπιόν
σου. Εἰς τὸν καιρὸν τοῦ δικαίου
σου θυμοῦ πράξε τοῦτο ἐναντίον
των. |
23
Ἀλλὰ Σύ, Κύριε, ἐγνώρισες ὅλην
τὴν δολοφονικὴν συνωμοσίαν, ποὺ ἐξύφαναν
εἰς βάρος μου. Μὴ συγχωρήσῃς τὴν ἐνοχήν
των καὶ μὴ ἀθωώσῃς τὶς
πονηρίες των καὶ μὴ ἐξαλείψῃς
τὶς ἁμαρτίες των ἀπὸ ἐμπρός
σου. Ἂς πέσουν ἐνώπιόν σου ἀσθενεῖς
καὶ ἀδύνατοι· κάμε δὲ τοῦτο κατὰ
τὴν περίοδον τῆς δικαίας ὀργῆς σου!>
|