Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
λόγος
ὁ γενόμενος παρὰ Κυρίου πρὸς
Ἱερεμίαν, ὅτε ἀπέστειλε πρὸς
αὐτὸν ὁ βασιλεὺς Σεδεκίας τὸν
Πασχὼρ υἱὸν Μελχίου καὶ Σοφονίαν
υἱὸν Μαασαίου τὸν ἱερέα
λέγων· |
όγος
τὸν ὁποῖον ἀπηύθυνεν ὁ
Κύριος πρὸς τὸν Ἱερεμίαν, ὅταν
ὁ βασιλεύς Σεδεκίας ἀπέστειλε
πρὸς αὐτὸν τὸν Πασχὼρ υἱὸν
τοῦ Μελχίου, καὶ τὸν Σοφονίαν
υἱὸν τοῦ Μαασαίου τὸν ἱερέα,
οἱ ὁποῖοι τὸν παρεκάλεσαν λέγοντες:
|
λόγος,
τὸν ὁποῖον ἀπηύθυνεν ὁ Κύριος
πρὸς τὸν προφήτην Ἱερεμίαν, ὅταν ὁ
Σεδεκίας, ὁ βασιλιᾶς τῆς Ἰουδαίας,
ἀπέστειλε πρὸς αὐτὸν τὸν Πασχώρ,
τὸν υἱὸν τοῦ Μελχίου, καὶ τὸν
ἱερέα Σοφονίαν, τὸν υἱὸν τοῦ
Μαασαίου, μὲ τὴν ἀκόλουθον παράκλησιν:
|
2
ἐπερώτησον περὶ ἡμῶν τὸν
Κύριον, ὅτι βασιλεὺς Βαβυλῶνος ἐφέστηκεν
ἐφ' ἡμᾶς, εἰ ποιήσει Κύριος
κατὰ πάντα τὰ θαυμάσια αὐτοῦ,
καὶ ἀπελεύσεται ἀφ' ἡμῶν.
|
2
Ἐρώτησε δι' ἡμᾶς τὸν Κύριον,
διότι ὁ βασιλεὺς τῆς Βαβυλῶνος
ἐπῆλθεν ἐναντίον μας καὶ ἔφθασεν,
ἐὰν ὁ Κύριος θὰ ἐνεργήσῃ
ὑπὲρ ἡμῶν σύμφωνα μὲ ὅλα
τὰ θαυμαστὰ ἔργα, τὰ ὀποῖα
ἄλλοτε ἔκαμε, καὶ ἂν ἀναχωρήσῃ
ἔτσι ὁ βασιλεὺς αὐτὸς ἀπὸ
ἡμᾶς.
|
2
<Ἐρώτησε, ζήτησε τὴν συμβουλὴν τοῦ
Κυρίου δι' ἡμᾶς, διότι ὁ Ναβουχοδονόσορ,
ὁ βασιλιᾶς τῆς Βαβυλῶνος, ἐπετέθη
ἐναντίον μας καὶ ἤδη ἔφθασεν· ἐρώτησε
λοιπόν, ἐὰν ὁ Κύριος θὰ ἐνεργήσῃ
ὑπὲρ ἡμῶν καὶ θὰ ἐργασθῇ
διὰ τὴν σωτηρίαν μας σύμφωνα μὲ ὅλα
τὰ θαυμαστὰ ἔργα, ποὺ εἰργάσθη
ἄλλοτε, καὶ ἐὰν θὰ ἐξαναγκάσῃ
δι' αὐτοῦ τοῦ τρόπου τὸν Βαβυλώνιον
βασιλιᾶ νὰ ἀποσυρθῇ καὶ ἀναχωρήσῃ
ἀπὸ ἡμᾶς>. |
3
Καὶ εἶπε πρὸς αὐτοὺς Ἱερεμίας.
Οὕτως ἐρεῖτε πρὸς Σεδεκίαν βασιλέα
Ἰούδα· |
3
Εἶπε πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἱερεμίας.
Αὐτὰ θὰ εἴπετε πρὸς τὸν
Σεδεκίαν, τὸν βασιλέα τῆς χώρας
Ἰούδα·
|
3
Ὁ Ἱερεμίας ἀπάντησε πρὸς τοὺς
ἀπεσταλμένους τοῦ Σεδεκία καὶ εἶπεν:
<Ἔτσι θὰ ἀπαντήσετε εἰς τὸν
Σεδεκίαν, τὸν βασιλιᾶ τοῦ Ἰούδα.
|
4
τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ
ἐγὼ μεταστρέψω τὰ ὅπλα τὰ
πολεμικά, ἐν οἷς ὑμεῖς πολεμεῖτε
ἐν αὐτοῖς πρὸς τοὺς Χαλδαίους
τοὺς συγκεκλεικότας ὑμᾶς ἔξωθεν
τοῦ τείχους, καὶ συνάξω αὐτοὺς
εἰς τὸ μέσον τῆς πόλεως ταύτης
|
4
αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Ἰδοὺ
ἐγὼ θὰ στρέψω εἰς τὰ ὀπίσω
ἄχρηστα τὰ πολεμικά σας ὅπλα, μὲ
τὰ ὁποῖα σεῖς θέλετε νὰ
πολεμήσετε ἐναντίον τῶν Χαλδαίων,
οἱ ὁποῖοι ἔξω ἀπὸ τὸ
τεῖχος σᾶς ἔχουν περικλείσει. Καὶ
θὰ συγκεντρώσω αὐτοὺς εἰς τὸ
μέσον αὐτῆς τῆς πόλεως.
|
4
Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Ἰδού, Ἐγὼ
θὰ στρέψω εἰς τὰ ὀπίσω <θὰ
καταστήσω ἄχρηστα> τὰ πολεμικά σας ὅπλα,
μὲ τὰ ὁποῖα πολεμεῖτε ἐναντίον
τῶν Χαλδαίων, οἱ ὁποῖοι τώρα σᾶς
πολιορκοῦν ἔξω ἀπὸ τὸ τεῖχος
καὶ σᾶς ἔχουν κλείσει ἀπὸ παντοῦ·
θὰ συνάξω δὲ τοὺς ἐχθρούς σας Χαλδαίους
εἰς τὸ κέντρον τῆς πόλεως αὐτῆς,
τῆς Ἱερουσαλήμ. |
5
καὶ πολεμήσω ἐγὼ ὑμᾶς
ἐν χειρὶ ἐκτεταμένῃ καὶ
ἐν βραχίονι κραταιῷ μετὰ θυμοῦ
καὶ ὀργῆς μεγάλης
|
5
Ἐγὼ θὰ πολεμήσω ἐναντίον
σας μὲ τὸ χέρι μου ἀπλωμένον
καὶ μὲ τὸν παντοδύναμον βραχίονά
μου, μὲ θυμὸν καὶ μεγάλην ὀργήν.
|
5
Καὶ Ἐγὼ θὰ σᾶς πολεμήσω μὲ
ἀπλωμένον τὸ χέρι μου καὶ μὲ τὸν
πανίσχυρον βραχίονά μου, μὲ θυμὸν καὶ μεγάλην
ὀργήν· |
6
καὶ πατάξω πάντας τοὺς κατοικοῦντας
ἐν τῇ πόλει ταύτῃ, τοὺς
ἀνθρώπους καὶ τὰ κτήνη, ἐν
θανάτῳ μεγάλῳ, καὶ ἀποθανοῦνται.
|
6
Θὰ κτυπήσω ὅλους τοὺς κατοίκους
εἰς τὴν πόλιν αὐτήν, τοὺς
ἀνθρώπους καὶ τὰ κτήνη, μὲ
μεγάλο θανατικὸ καὶ θὰ ἀποθάνουν.
|
6
καὶ θὰ κτυπήσω ὅλους τοὺς κατοίκους
τῆς πόλεως αὐτῆς, τόσον τοὺς ἀνθρώπους,
ὅσον καὶ τὰ κτήνη, μὲ μεγάλην λοιμικήν
<μολυσματικήν> θανατηφόρον ἀρρώστιαν, καὶ
θὰ ἀποθάνονν. |
7
Καὶ μετὰ ταῦτα - οὕτως λέγει
Κύριος - δώσω τὸν Σεδεκίαν βασιλέα
Ἰούδα καὶ τοὺς παῖδας αὐτοῦ
καὶ τὸν λαὸν τὸν καταλειφθέντα
ἐν τῇ πόλει ταύτῃ ἀπὸ
τοῦ θανάτου καὶ ἀπὸ τοῦ
λιμοῦ καὶ ἀπὸ τῆς μαχαίρας
εἰς χεῖρας ἐχθρῶν αὐτῶν
τῶν ζητούντων τὰς ψυχὰς αὐτῶν,
καὶ κατακόψουσιν αὐτοὺς ἐν στόματι
μαχαίρας· οὐ φείσομαι ἐπ' αὐτοῖς
καὶ οὐ μὴ οἱ κτειρήσω αὐτούς.
|
7
Μετὰ ταῦτα, ἔτσι λέγει ὁ Κύριος,
θὰ παραδώσω τὸν Σεδεκίαν τὸν
βασιλέα τοῦ βασιλείου Ἰούδα
καὶ τοὺς αὐλικούς του καὶ τὸν
λαόν του, ὅλους ὅσοι ἀπέμειναν
εἰς τὴν πόλιν αὐτὴν ζῶντες
ἀπὸ τὴν θανατηφόρον ἀσθένειαν,
ἀπὸ τὸν λιμὸν καὶ ἀπὸ
τὴν ἐχθρικὴν μάχαιραν, θὰ τοὺς
παραδώσω εἰς τὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν
των, οἱ ὁποῖοι ζητοῦν νὰ ἀφαιρέσουν
τὴν ζωήν των, καὶ θὰ τοὺς κατακόψουν
ἐν στόματι μαχαίρας. Ἐγὼ δὲν
θὰ λυπηθῶ δι' αὐτοὺς οὔτε θὰ
τοὺς σπλαγχνισθῶ.
|
7
Ἔπειτα δὲ ἀπὸ αὐτὲς τὶς
πληγές - ἔτσι λέγει ὁ Κύριος - θὰ παραδώσω
τὸν βασιλιᾶ τοῦ Ἰούδα Σεδεκίαν, τοὺς
ἀξιωματούχους καὶ ὑπηρέτας του καὶ
τὸν λαόν, ὁ ὁποῖος ἀπέμεινεν
εἰς τὴν πόλιν αὐτήν, ἀφοῦ ἐπέζησεν
ἀπὸ τὴν λοιμικήν, θανατηφόρον ἀρρώστιαν
καὶ ἀπὸ τὴν πεῖναν καὶ
ἀπὸ τὴν σφαγήν, εἰς τὰ χέρια
τῶν ἐχθρῶν των, οἱ ὁποῖοι
ζητοῦν νὰ τοὺς ἀφαιρέσουν τὴν
ζωήν· οἱ δὲ ἐχθροὶ θὰ τοὺς
κατασφάξουν καὶ θὰ τοὺς κατακόψουν μὲ
τὴν κόψιν τῆς μαχαίρας. Δὲν θὰ λυπηθῶ
δι’ ἀυτοὺς καὶ δὲν θὰ τοὺς
εὐσπλαγχνισθῶ! |
8
Καὶ πρὸς τὸν λαὸν τοῦτον ἐρεῖς·
τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ
ἐγὼ δέδωκα πρὸ προσώπου ὑμῶν
τὴν ὁδὸν τῆς
ζωῆς καὶ τὴν ὁδὸν τοῦ
θανάτου· |
8
Καὶ πρὸς τὸν λαὸν τοῦτον θὰ
εἴπῃς· αὐτὰ λέγει ὁ
Κύριος: Ἰδού, ἐγὼ ἔχω
θέσει ἐνώπιόν σας τὴν ὁδὸν
τῆς ζωῆς καὶ τὴν ὁδόν,
ποὺ ὁδηγεῖ εἰς τὸν θάνατον.
|
8
Εἰς δὲ τὸν λαὸν αὐτὸν
θὰ εἰπῇς: <Αὐτὰ λέγει ὁ
Κύριος: Ἰδού, Ἐγὼ ἔχω παρουσιάσει
ἐμπρός σας τὸν δρόμον ποὺ ὁδηγεῖ
εἰς τὴν ζωὴν καὶ τὸν δρόμον
ποὺ ὁδηγεῖ εἰς τὸν θάνατον.
|
9
Ὁ καθήμενος ἐν τῇ πόλει ταύτῃ
ἀποθανεῖται ἐν μαχαίρᾳ καὶ
ἐν λιμῷ, καὶ ὁ ἐκπορευόμενος
προσχωρῆσαι πρὸς τοὺς Χαλδαίους τοὺς
συγκεκλεικότας ὑμᾶς ζήσεται, καὶ
ἔσται ἡ ψυχὴ
αὐτοῦ εἰς σκῦλα, καὶ ζήσεται.
|
9
Ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος θὰ καθίσῃ
εἰς τὴν πόλιν αὐτήν, θὰ
ἀποθάνῃ φονευόμενος ἀπὸ
ἐχθρικὴν μάχαιραν ἢ ἀπὸ
λιμόν. Ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος
θὰ ἐξέλθῃ ἀπὸ τὴν
πόλιν αὐτήν, διὰ νὰ παραδοθῇ
εἰς τοὺς Χαλδαίους, ποὺ σᾶς
ἔχουν ἀποκλείσει, θὰ ζήσῃ,
ἀλλὰ ἡ ζωή του θὰ εἶναι
ὡσὰν τὰ λάφυρα, ποὺ περιπίπτουν
εἰς χεῖρας τῶν ἐχθρῶν. Ὀπωσδήποτε
ὅμως θὰ ζήσῃ.
|
9
Ὅποιος μείνῃ εἰς τὴν πόλιν αὐτήν,
θὰ ἀποθάνῃ ἀπὸ ἐχθρικὸν
μαχαίρι καί <ἢ> ἀπὸ τὴν πεῖναν.
Ὅποιος ὅμως ἐγκαταλείψῃ τὴν
πόλιν αὐτὴν καὶ βγῇ διὰ νὰ
παραδοθῇ εἰς τοὺς Χαλδαίους, οἱ ὁποῖοι
σᾶς ἔχουν κυκλώσει γύρω - γύρω, θὰ κερδίσῃ
τὴν ζωήν του καὶ θὰ ζήσῃ· ἡ
δὲ ζωή του θὰ εἶναι ὡσὰν λάφυρον
πολέμου εἰς τὰ χέρια τῶν Βαβυλωνίων, καὶ
θὰ ζήσῃ. |
10
Διότι ἐστήρικα τὸ πρόσωπόν
μου ἐπὶ τὴν πόλιν ταύτην εἰς
κακὰ καὶ οὐκ εἰς ἀγαθά·
εἰς χεῖρας βασιλέως Βαβυλῶνος παραδοθήσεται,
καὶ κατακαύσει αὐτὴν ἐν πυρί.
|
10
Αὐτὰ θὰ γίνουν, διότι ἐγὼ
ἔχω στρέψει καὶ στηρίξει τὸ
πρόσωπόν μου ἐναντίον τῆς πόλεως
αὐτῆς, διὰ νὰ ἀποστείλω
συμφορὰς καὶ ὄχι εὐεργεσίας.
Θὰ πέσῃ ἡ πόλις εἰς τὰ
χέρια τοῦ βασιλέως τῆς Βαβυλῶνος,
ὁ ὁποῖος καὶ θὰ τὴν παραδὼσῃ
εἰς τὸ πῦρ καὶ θὰ τὴν
κατακαύσῃ.
|
10
Αὐτὰ ὅλα θὰ πραγματοποιηθοῦν
ὁπωσδήποτε. Διότι ἐστήριξα τὸ πρόσωπόν μου
καὶ ἐκάρφωσα τὰ μάτια μου μὲ ἀπόφασιν
στερεὰν καὶ ἀκλόνητον ἐναντίον τῆς
πόλεως αὐτῆς, διὰ νὰ τὴν καταστρέψω
καὶ ὄχι νὰ τὴν ὠφελήσω καὶ
εὐεργετήσω. Ἡ Ἱερουσαλὴμ θὰ
παραδοθῇ εἰς τὰ χέρια τοῦ βασιλιᾶ
τῆς Βαβυλῶνος, ὁ ὁποῖος θὰ
τὴν πυρπολήσῃ καὶ θὰ τὴν κατακαύσῃ>.
|
11
Ὁ οἶκος βασιλέως Ἰούδα, ἀκούσατε
λόγον Κυρίου· |
11
Ὅλος ὁ βασιλικὸς οἶκος τοῦ βασιλέως
τοῦ Ἰούδα, ὅπως καὶ ὁ
βασιλικὸς οἶκος τοῦ Δαβίδ, ἀκούσατε
τὸν λόγον τοῦ Κυρίου.
|
11
<Ὅλη ἡ οἰκογένεια τοῦ βασιλιᾶ
του Ἰούδα, ἀκοῦστε τὸν λόγον τοῦ
Κυρίου: |
12
οἶκος Δαυίδ, τάδε λέγει Κύριος·
κρίνατε πρωῒ κρῖμα καὶ κατευθύνατε
καὶ ἐξέλεσθε διηρπασμένον ἐκ
χειρὸς ἀδικοῦντος αὐτόν, ὅπως
μὴ ἀναφθῇ ὡς πῦρ ἡ ὀργή
μου καὶ καυθήσεται, καὶ οὐκ ἔσται
ὁ σβέσων. |
12
Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Ἀποδώσατε
ἐκάστην πρωΐαν τὸ δίκαιον, εὐθύνατε
τοὺς δρόμους τῆς ζωῆς σας πρὸς
τὰς ἐντολὰς τοῦ Κυρίου, ἀποσπάσατε
ἀθῷον ἀπὸ τὰ χέρια ἐκείνου,
ὁ ὁποῖος τὸν ἀδικεῖ καὶ
τὸν καταπιέζει, διὰ νὰ μὴ ἀνάψῃ
ὡσὰν φωτιὰ ἡ ὀργή μου
καὶ γίνῃ πυρκαϊὰ μεγάλη καὶ
δὲν θὰ ὑπάρχῃ κανείς,
ποὺ θὰ ἠμπορέσῃ νὰ τὴν
σβήσῃ.
|
12
<Βασιλικὴ οἰκογένεια, ποὺ ἔχεις
πρόγονόν σου τὸν Δαβίδ, αὐτὰ λέγει ὁ
Κύριος: Μὴ ἀργεῖτε, μετανοῆστε γρήγορα·
ἀποδῶστε κάθε πρωῒ δικαιοσύνην, φέρεσθε
μὲ εὐθύτητα καὶ εἰλικρίνειαν καὶ
γλυτῶστε τὸν ἀθῶον, ποὺ καταπιέζεται,
ἀπὸ τὰ χέρια ἐκείνου, ὁ ὁποῖος
τὸν ἀδικεῖ, διὰ νὰ μὴ
ἀνάψῃ ὡσὰν φωτιὰ ἡ ὀργή
μου καὶ φουντώσῃ καὶ γίνῃ πυρκαϊά,
ὁπότε κανεὶς δὲν θὰ εἶναι ἱκανὸς
νὰ τὴν σβήσῃ>. |
13
Ἰδοὺ ἐγὼ πρός σε τὸν κατοικοῦντα
τὴν κοιλάδα Σόρ, τὴν πεδεινήν,
τοὺς λέγοντας· τίς πτοήσει ἡμᾶς;
Ἢ τίς εἰσελεύσεται πρὸς τὸ
κατοικητήριον ἡμῶν; |
13
Ἰδού, ἐγὼ ἔρχομαι ἐναντίον
σοῦ, ὁ ὁποῖος κατοικεῖς τὴν
κοιλάδα Σὸρ καὶ εἰς τὴν πεδινήν,
πρὸς ὅλους σᾶς, οἱ ὁποῖοι
πιστεύοντες εἰς τὰ ἀπόρθητα
τῆς περιοχῆς σας λέγετε· ποιὸς
θὰ μᾶς καταπτοήσῃ; Ποιὸς εἶναι
δυνατὸν νὰ εἰσέλθῃ εἰς
τὸ καταφύγιόν μας;
|
13
Ἰδού· Ἐγὼ ἔρχομαι ἐναντίον
σοῦ, ὁ ὁποῖος κατοικεῖς εἰς
τὴν κοιλάδα Σόρ, τὴν πεδινὴν περιοχήν·
ἔρχομαι πρὸς ὅλους σᾶς, οἱ ὁποῖοι,
ἐπειδὴ ἔχετε ἐμπιστοσύνην εἰς
τὰ ὀχυρά σας, λέγετε: <Ποιὸς θὰ
τολμήσῃ νὰ ἐπιτεθῇ ἐναντίον
μας καὶ νὰ μᾶς ἐκφοβίσῃ; Ἢ
ποιὸς θὰ ἠμπορέσῃ νὰ εἰσχωρήσῃ
εἰς τὸ καταφύγιόν μας;> |
14
Καὶ ἀνάψω πῦρ ἐν τῷ δρυμῷ
αὐτῆς, καὶ ἔδεται πάντα τὰ
κύκλῳ αὐτῆς. |
14
Ἐγὼ θὰ ἀνάψω φωτιὰ καταστροφῆς
εἰς τὰ δάση τῆς περιοχῆς, ἡ
ὁποία καὶ θὰ καταφάγῃ
ὅλα τὰ γύρω ἀπὸ αὐτὴν
μέρη. |
14
Καὶ θὰ ἀνάψω φωτιὰ εἰς τὰ
δάση τῆς Ἱερουσαλήμ <ἤ, κατ’ ἄλλην
ἑρμηνείαν: Εἰς τὸ πλῆθος τῶν
οἰκημάτων καὶ τῶν κατοίκων τῆς Ἱερουσαλήμ>,
ἡ ὁποία καὶ θὰ καταφάγῃ ὅλα
τὰ γύρω ἀπὸ αὐτὴν μέρη>.
|