Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
πὶ
τοὺς ἀλλοφύλους. (Μασ. ΜΖ' 1-7).
Τάδε λέγει Κύριος:
|
ατὰ
τῶν Φιλισταίων (Μασ. ΜΖ'
1-7). Αὐτὰ
λέγει ὁ Κύριος:
|
ατὰ
τῶν Φιλισταίων (Μασ. ΜΖ'
1-7). Αὐτὰ
λέγει ὁ Κύριος: |
2
ἰδοὺ ὕδατα ἀναβαίνει ἀπὸ
βορρᾶ καὶ ἔσται εἰς χειμάρρουν
κατακλύζοντα καὶ κατακλύσει γῆν καὶ
τὸ πλήρωμα αὐτῆς, πόλιν καὶ
τοὺς κατοικοῦντας ἐν αὐτῇ·
καὶ κεκράξονται οἱ ἄνθρωποι, καὶ
ἀλαλάξουσιν ἅπαντες οἱ κατοικοῦντες
τὴν γῆν. |
2
Ἰδού, ἀναβαίνουν ἀπὸ τὸν
βορρᾶν ὕδατα, ὡσὰν χείμαρροι
κατακλύζοντες τὰ πάντα. Θὰ πλημμυρίσουν
τὴν γῆν καὶ ὅ,τι ὑπάρχει
ἐπάνω εἰς αὐτήν, τὰς πόλεις
καὶ τοὺς κατοίκους αὐτῶν. Οἱ
ἄνθρωποι θὰ ἐκβάλουν κραυγάς,
θὰ ἀλαλάξουν θρηνολογοῦντες ὅλοι,
ὅσοι κατοικοῦν εἰς τὴν γῆν.
|
2
Ἰδού! Ὕδατα <πολυάριθμα στρατεύματα Βαβυλωνίων>
ἀνεβαίνουν ἀπὸ τὸν βορρᾶν καὶ
ὡς ὑπερχειλισμένος χείμαρρος θὰ πλημμυρίσουν
τὴν γῆν καὶ πᾶν ὅ,τι ὑπάρχει
εἰς αὐτήν <δηλαδὴ τὶς πόλεις καὶ
ὅσους κατοικοῦν εἰς αὐτές>. Καὶ
ἐξ ἀφορμῆς τῆς πολυαρίθμου καὶ
ὁρμητικῆς αὐτῆς εἰσβολῆς
τῶν Βαβυλωνίων οἱ ἄνθρωποι θὰ κραυγάσουν
δυνατά, ὅλοι δὲ οἱ κάτοικοι τῆς γῆς
θὰ ἐκβάλουν κραυγὴν πόνου καὶ θρήνου.
|
3
Ἀπὸ φωνῆς ὁρμῆς αὐτοῦ,
ἀπὸ τῶν ὁπλῶν τῶν ποδῶν
αὐτοῦ καὶ ἀπὸ σεισμοῦ
τῶν ἁρμάτων αὐτοῦ, ἤχου
τροχῶν αὐτοῦ οὐκ ἐπέστρεψαν
πατέρες ἐφ υἱοὺς αὐτῶν
ἀπὸ ἐκλύσεως χειρῶν αὐτῶν
|
3
Ἀπὸ τὰς κραυγὰς τῶν ἐπερχομένων
μὲ ὁρμὴν ἐχθρῶν, ἀπὸ
τὰς ὁπλὰς τῶν ποδῶν τοῦ
ἱππικοῦ τοῦ καὶ ἀπὸ τὸν
μεγάλον πάταγον τῶν πολεμικῶν ἁρμάτων
του, ἀπὸ τὸν θόρυβον τῶν τροχοφόρων
ὀχημάτων, κατετρόμαξαν τόσον πολὺ
καὶ οἱ γονεῖς, ὥστε δὲν ἐγύρισαν
πίσω εἰς ἀναζήτησιν τῶν παιδιῶν
των, διότι παρέλυσαν τὰ χέρια των.
|
3
Ἀπὸ τὶς κραυγὲς καὶ τὸν
θόρυβον τοῦ ἐπερχομένου ἐχθροῦ, ἀπὸ
τὸ ποδοβολητὸ τοῦ προελαύνοντος ἱππικοῦ
του καὶ ἀπὸ τὸν μεγάλον πάταγον τῶν
πολεμικῶν του ἁρμάτων καὶ ἀπὸ
τὸν ὑπόκωφον θόρυβον τῶν τροχοφόρων ὀχημάτων
του ἐπανικοβλήθησαν ὅλοι τόσον πολύ, ὥστε
καὶ αὐτοὶ ἀκόμη οἱ πατέρες ἐλησμόνησαν
τοὺς υἱούς των καὶ δὲν ἐπέστρεψαν
διὰ νὰ τοὺς ἀναζητήσουν, διότι ἀπὸ
τὸν φόβον παρέλυσαν τὰ χέρια των.
|
4
ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἐπερχομένῃ
τοῦ ἀπολέσαι πάντας τοὺς ἀλλοφύλους.
Καὶ ἀφανιῶ τὴν Τύρον καὶ
τὴν Σιδῶνα καὶ πάντας τοὺς καταλοίπους
τῆς βοηθείας αὐτῶν, ὅτι ἐξολοθρεύσει
Κύριος τοὺς καταλοίπους τῶν νήσων.
|
4
Αὐτὰ θὰ γίνουν κατὰ τὴν
ἡμέραν, ποὺ ἔρχεται, διὰ νὰ
καταστρέψῃ ὁ Κύριος ὅλους τοὺς
Φιλισταίους. Τότε θὰ ἐξαφανίσω,
λέγει ὁ Κύριος, τὴν Τύρον καὶ
τὴν Σιδῶνα καὶ ὅλους τοὺς βοηθούς
των, ποὺ ἔχουν ἀπομείνει. Ὁ
Κύριος θὰ ἐξολοθρεύσῃ ἐπίσης
καὶ τοὺς ἐναπομείναντος εἰς
τὰς νήσους.
|
4
Αὐτὰ θὰ συμβοῦν, διότι ἔφθασεν
ἡ ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ
καταστραφοῦν ὅλοι οἰ Φιλισταῖοι. Τότε
<λέγει ὁ Κύριος> θὰ ἐξαφανίσω τὴν
Τύρον καὶ τὴν Σιδῶνα καὶ ὅλους
τοὺς ὑπολοίπους συμμάχους των. Ὁ Κύριος
θὰ ἐξολοθρεύσῃ ἐπίσης ὅσους
ἔχουν ἀπομείνει εἰς τὰ νησιά.
|
5
Ἥκει φαλάκρωμα ἐπὶ Γάζαν, ἀπερρίφη
Ἀσκάλων καὶ οἱ κατάλοιποι Ἐνακίμ.
|
5
Ἡ Γάζα θὰ ἀποψιλωθῇ, θὰ
ὁμοιάζῃ πρὸς φαλακρὰν κεφαλήν·
θὰ ἀπορριφθῇ ἡ Ἀσκάλων,
ὅπως ἐπίσης καὶ οἱ ἀπομείναντες
γίγαντες Ἐνακίμ.
|
5
Ἡ Γάζα θὰ ἀποψιλωθῇ τόσον πολύ, ὥστε
θὰ ὁμοιάζῃ μὲ φαλακρὰν κεφαλήν,
ἡ Ἀσκάλων θὰ ἀπορριφθῇ καὶ
θὰ βυθισθῇ εἰς σιωπήν, ὅπως ἐπίσης
καὶ ὅσοι γίγαντες ἀπέμειναν, δηλαδὴ
ὅλοι οἱ ἰσχυροὶ ἄνδρες.
|
6
Ἕως τίνος κόψεις, ἡ μάχαιρα
τοῦ Κυρίου; Ἕως τίνος οὐχ ἡσυχάσεις;
Ἀποκατάστηθι εἰς τὸν κολεόν
σου, ἀνάπαυσαι καὶ ἐπάρθητι.
|
6
Σύ, μάχαιρα τοῦ Κυρίου, ἕως
πότε θὰ κατακόπτῃς; Ἕως πότε
δὲν θὰ ἠσυχάσῃς; Ἔμπα
εἰς τὴν θήκην σου, στάσου καὶ
ἀναπαύσου!
|
6
Ὦ, μάχαιρα τοῦ Κυρίου <βασιλιᾶ Ναβουχοδονόσορ,
ποὺ πολεμεῖς τοὺς Φιλισταίους κατὰ
παραχώρησιν τοῦ Κυρίου>, μέχρι πότε θὰ κόπτῃς
καὶ θὰ κατασφάζῃς Φιλισταίους; Μέχρι πότε
δὲν θὰ ἠσυχάσῃς; Ἐπίστρεψε καὶ
τοποθετήσου πάλιν εἰς τὴν θήκην σου· ἀναπαύσου
καὶ στάσου ὄρθια! |
7
Πῶς ἡσυχάσει; Καὶ Κύριος ἐνετείλατο
αὐτῇ ἐπὶ τὴν Ἀσκάλωνα
καὶ ἐπὶ τὰς παραθαλασσίους,
ἐπὶ τὰς καταλοίπους, ἐπεγερθῆναι.
|
7
Πῶς ὅμως θὰ ἠσυχάσῃ; Διότι
ὁ Κύριος τὴν διέταξε, νὰ ἐπέλθῃ
ἐναντίον τῆς Ἀσκάλωνος, ὅλων
τῶν παραλίων μερῶν καὶ τῶν πόλεων,
ποὺ ἀπέμειναν. |
7
Ἀλλὰ πῶς νὰ ἀναπαυθῇ καὶ
πῶς νὰ ἠσυχάσῃ, ὅταν ὁ
Κύριος τὴν διέταξε νὰ ἐπιτεθῇ κατὰ
τῆς Ἀσκάλωνος καὶ ἐναντίον ὅλων
τῶν παραλίων πόλεων καὶ τῶν ἄλλων
περιοχῶν, ποὺ ἔχουν ἀπομείνει;
|
Τῇ
Ἰδουμαίᾳ. |
Ἐναντίον
τῆς Ἰδουμαίας |
Κατὰ
τῆς Ἰδουμαίας. |
<Μασ.
Μθ', 7-22>. Τάδε λέγει Κύριος· οὐκ
ἔστιν ἔτι σοφία ἐν Θαιμάν, ἀπώλετο
βουλὴ ἐκ συνετῶν, ᾤχετο σοφία
αὐτῶν, |
<Μασ.
Μθ', 7-22>. Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος:
Δὲν ὑπάρχει πλέον σοφία εἰς
τὴν Θαιμάν. Ἐχάθη ἡ σοφὴ
συμβουλὴ τῶν συνετῶν ἀνθρώπων,
ἔφυγε
πλέον ἡ σοφία των.
|
<Μασ.
Μθ', 7-22>.
Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Δὲν ὑπάρχει
πλέον ἡ περίφημος σοφία εἰς τὴν πόλιν Θαιμὰν
τῆς Ἰδουμαίας, ἐξέλιπεν ἡ σοφὴ
συμβουλὴ τῶν συνετῶν ἀνθρώπων, ἐχάθη
ἡ σοφία των· |
8
ἠπατήθη ὁ τόπος αὐτῶν.
Βαθύνατε εἰς κάθισιν οἱ κατοικοῦντες
ἐν Δαιδάν, ὅτι δύσκολα ἐποίησεν·
ἤγαγον ἐπ' αὐτὸν ἐν χρόνῳ,
ᾧ ἐπεσκεψάμην ἐπ' αὐτόν.
|
8
Εἰς τὴν ἀπάτην καὶ τὴν
πλάνην ἐβυθίσθη ὁ τόπος. Οἱ
κάτοικοι τῆς Δαιδάν, κατεβῆτε πρὸς
ἀσφάλειάν σας εἰς βάθη κρυπτῶν,
μείνατε ἐκεῖ, διότι εἰς δύσκολον
θέσιν προμηνύουσαν ὅλεθρον σᾶς ἔφερεν
ὁ Θεός. Ἐπέφερα ἐναντίον
τῆς Ἰδουμαίας καταστροφὴν εἰς
χρόνον, κατὰ τὸν ὁποῖον τὴν
ἐπεσκέφθην, διὰ νὰ ἀποδώσω
εἰς αὐτὴν τὴν δικαίαν τιμωρίαν.
|
8
ἡ χώρα των ἐβυθίσθη εἰς τὴν ἀπάτην
καὶ τὴν πλάνην. Οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως
Δαιδὰν τῆς Ἰδουμαίας, καταφύγετε καὶ
κρυφθῆτε εἰς τὶς ὑπόγειες βαθειὲς
κρύπτες, διότι ὁ Κύριος σᾶς ἔφερεν εἰς
δύσκολον θέσιν. Ἔφερα <λέγει ὁ Κύριος> κατὰ
τῶν Ἰδουμαίων τὴν καταστροφήν, τότε ποὺ
τοὺς ἐπεσκέφθην διὰ νὰ τοὺς
τιμωρήσω. |
9
Ὅτι τρυγηται ἦλθόν σοι, οἳ οὐ
καταλείψουσί σοι κατάλειμμα· ὡς
κλέπται ἐν νυκτὶ ἐπιθήσουσι
χεῖρα αὐτῶν. |
9
Ἰδού, ἦλθαν οἱ τρυγηταί, οἱ
ἐχθροί σου, οἱ ὁποῖοι θὰ
περισυλλέξουν καὶ θὰ καταστρέψουν
τὰ πάντα καὶ δὲν θὰ ἀφήσουν
τίποτε διὰ σέ. Ὅπως αἰφνιδίως
ἔρχονται οἱ κλέπται κατὰ τὸν
καιρὸν τῆς νυκτός, ἔτσι θὰ ἐπέλθουν
καὶ θὰ ἐπιβάλουν τὰς χεῖρας
των ἐναντίον σου οἱ ἐχθροί σου.
|
9
Διότι, πράγματι· ἐπέδραμαν ἐναντίον σου ὡς
τρυγητοὶ ἐκεῖνοι <οἱ Βαβυλώνιοι>
ποὺ θὰ σὲ καταστρέφουν καὶ οἱ
ὁποῖοι δὲν θὰ ἀφήσουν εἰς
σὲ κανένα ὑπόλοιπον. Ὅπως οἱ κλέπται
ἔρχονται ἔξαφνα μέσα εἰς τὸ σκοτάδι
τῆς νύχτας, ἔτσι καὶ οἱ Βαβυλώνιοι
θὰ ἐπιτεθοῦν ἐναντίον σου ἔξαφνα
καὶ ἀπροειδοποίητα καὶ θὰ σὲ
κυριεύσουν. |
10
Ὅτι ἐγὼ κατέσυρα τὸν Ἡσαῦ,
ἀνεκάλυψα τὰ κρυπτὰ αὐτῶν,
κρυβῆναι οὐ μὴ δύνωνται· ὤλοντο
διὰ χεῖρα ἀδελφοῦ αὐτοῦ
καὶ γείτονος αὺτοῦ, καὶ οὐκ
ἔστιν |
10
Ἐγὼ ἔσυρα πρὸς τὰ κάτω
καὶ ἐταπείνωσα τὸν Ἡσαῦ,
ἀπεκάλυψα τὰ κρησφύγετα τῶν
Ἰδουμαίων, ὥστε νὰ μὴ ἠμποροῦν
νὰ ἀποκρυβοῦν.
Ἐξωλοθρεύθησαν μὲ τὰ χέρια τῶν
ἀδελφῶν των καὶ τῶν γειτόνων
των, |
10
Ἐγὼ ἀνέσυρα τὸν Ἡσαῦ <τοὺς
Ἰδουμαίους> ἀπὸ τὰ ὑψηλὰ
καὶ ἀπρόσιτα κρησφύγετά των καὶ τοὺς
ἔσυρα κατὰ γῆς, ἀπεκάλυψα τοὺς
κρυψῶνες των, καὶ ἑπομένως δὲν ἠμποροοῦν
πλέον νὰ κρυφθοῦν. Ἐξωλοθρεύθησαν ἀπὸ
ἐμφυλίους πολέμους, ἀπὸ τὰ χέρια τῶν
ἀδελφῶν καὶ τῶν γειτόνων των, καὶ
δὲν ὑπάρχει πλέον |
11
ὑπολείπεσθαι ὀρφανόν σου, ἵνα
ζήσητε· καὶ ἐγὼ ζήσομαι,
καὶ αἱ χῆραι ἐπ' ἐμὲ πεποίθασιν.
|
11
καὶ δὲν ἀπέμεινεν οὔτε ἕνα
ὀρφανὸν ἰδικόν σου, ὥστε νὰ
τὸ ἀναζήσετε. Ἐγὼ ὅμως
θὰ εἶμαι ὁ αἰωνίως ζῶν,
καὶ αἱ χῆραι, αἱ ὀποῖαι
ἔχουν στηρίξει εἰς ἐμὲ τὴν
πεποίθησίν των, θὰ
ζοῦν ἐν ἀσφαλεία.
|
11
μεταξύ σου <λαὲ τῆς Ἰδουμαίας> οὔτε
ἕνα ὀρφανὸν ἰδικόν σου, ὥστε
δι’ αὐτὸν νὰ ἀναστηθῆτε ὡς
ἔθνος καὶ νὰ ζήσετε πάλιν. Ἐγὼ
ὅμως, ὁ Κύριος, εἶμαι Ἐκεῖνος
ὁ ὁποῖος ζῇ ἀϊδίως, καὶ
οἱ εὐσεβεῖς χῆρες σας, ποὺ ἐστηρίχθησαν
μὲ ἀπόλυτον πίστιν εἰς Ἐμέ, θὰ
ζήσουν. |
12
Ὅτι τάδε εἶπε Κύριος· οἷς
οὐκ ἦν νόμος πιεῖν τὸ ποτήριον,
ἔπιον· καὶ σὺ ἀθωωμένη
οὐ μὴ ἀθῳωθῇς, ὅτι πίνων
πίεσαι· |
12
Αὐτὰ εἶπεν ὁ Κύριος: Ἐκεῖνοι
οἱ Ἰουδαῖοι, εἰς τοὺς ὁποίους
ὁ Νόμος τῆς
θείας δικαιοσύνης δὲν ἐπέβαλε
νὰ πιοῦν τὸ ποτήριον τοῦ ὀλέθρου,
τὸ ἔπιαν. Σύ, λοιπόν, ἡ Ἰδουμαία
κατ' οὐδένα λόγον δὲν θὰ ἀπαλλαγῇς
ἀπὸ τὸ ποτήριον αὐτό.
Ὀπωσδήποτε θὰ τὸ πίῃς
διὰ τὰς ἁμαρτίας σου.
|
12
Διότι αὐτὰ εἶπεν ὁ Κύριος: Ἐκεῖνοι,
τοὺς ὁποίους ὁ νόμος τῆς θείας δικαιοσύνης
δὲν ὑπεχρέωνε νὰ πιοῦν τὸ ποτήριον
τῆς θλίψεως καὶ τῆς καταστροφῆς, τὸ
ἤπιαν. Ἑπομένως σύ, ἡ Ἰδουμαία, διατὶ
θὰ ἀθωωθῇς; Καὶ σὺ λοιπὸν
δὲν θὰ μείνῃς ἀτιμώρητη, δὲν
θὰ ἀθωωθῇς, ἀλλὰ θὰ πιῇς
ὁπωσδήποτε τὸ ποτήριον τοῦτο τοῦ ὀλέθρου.
|
13
ὅτι κατ' ἐμαυτοῦ ὤμοσα, λέγει
Κύριος, ὅτι εἰς ἄβατον καὶ εἰς
ὀνειδισμὸν καὶ εἰς κατάρασιν
ἔσῃ ἐν μέσῳ αὐτῆς,
καὶ πᾶσαι αἱ πόλεις αὐτῆς
ἔσονται ἔρημοι εἰς αἰῶνα.
|
13
Ὠρκίσθηκα εἰς τὸν ἑαυτόν
μου, λέγει ὁ Κύριος, ὅτι θὰ
εἶσαι ἐν μέσῳ τῶν ἄλλων
χωρῶν ἀντικείμενον χλευασμοῦ καὶ
κατάρας καὶ ὅλαι αἱ πόλεις σου
θὰ μείνουν ἔρημοι διὰ παντός.
|
13
Διότι ὠρκίσθηκα εἰς τὸν ἑαυτόν μου
<ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχει κανεὶς
μεγαλύτερός μου, εἰς τὸν ὁποῖον νὰ
ὁρκισθῶ>, λέγει ὁ Κύριος, ὅτι σύ,
ἡ Ἰδουμαία, θὰ εἶσαι μεταξὺ
τῶν ἄλλων χωρῶν ἀδιάβατη, ἀκατοίκητη,
ἀντικείμενον χλευασμοῦ, ὀνειδισμοῦ
καὶ κατάρας, ὅλες δὲ οἱ πόλεις σου
θὰ εἶναι ἔρημες αἰωνίως.
|
14
Ἀκοὴν ἤκουσα παρὰ Κυρίου, καὶ
ἀγγέλους εἰς ἔθνη ἀπέστειλε·
συνάχθητε καὶ παραγένεσθε εὶς αὐτήν,
ἀνάστητε εἰς πόλεμον.
|
14
Ἤκουσα ἀπὸ τὸν Κύριον πληροφορίαν,
λέγει ὁ Ἱερεμίας, ὅτι ἀπέστειλεν
ἀγγελιαφόρους εἰς τὰ ἔθνη νὰ
εἴπουν: Συγκεντρωθῆτε,
ἐλᾶτε ἐναντίον τῆς
Ἰδουμαίας, ἐξεγερθῆτε εἰς
πόλεμον κατ' αὐτῆς.
|
14
Ἄκουσα πληροφορίαν, ἔλαβα μήνυμα ἀπὸ
τὸν Κύριον <λέγει ὁ προφήτης Ἱερεμίας>
ὅτι ἀπέστειλεν ἀγγελιαφόρους εἰς τὰ
ἔθνη νὰ διακηρύξουν: <Συγκεντρωθῆτε,
οἱ πολεμισταί, καὶ βαδίσατε ἐναντίον τῆς
Ἰδουμαίας· ἐξεγερθῆτε καὶ ἐτοιμασθῆτε
διὰ πόλεμον ἐναντίον της>.
|
15
Μικρὸν ἔδωκά σε ἐν ἔθνεσιν,
εὐαταφρόνητον ἐν ἀνθρώποις.
|
15
Μικρὸν ἔθνος σὲ κατέστησα
μεταξὺ τῶν ἄλλων ἐθνῶν, ὦ
Ἰδουμαία, ἄξιον καταφροήσεως ἐν
μέσῳ τῶν ἀνθρώπων.
|
15
Ἰδουμαία· ἄσημον, μικρὸν καὶ ἀδύνατον
ἔθνος σὲ κατέστησα μεταξὺ τῶν ἄλλων
ἐθνῶν, ἄξιον περιφρονήσεως μεταξὺ
τῶν ἀνθρώπων. |
16
Ἡ παιγνία σου ἐνεχείρησέ σοι,
ἰταμία καρδίας σου κατέλυσε τρυμαλιὰς
πετρῶν, συνέλαβεν ἰσχὺν βουνοῦ
ὑψηλοῦ· ὅτι ὕψωσεν ὥσπερ
ἀετὸς νοσσιὰν αὐτοῦ, ἐκεῖθεν
καθελῶ σε· |
16
Ἡ ἀσύνετος καὶ
παιγνιώδης ζωή σου σὲ παρέδωσεν,
ἡ ἐγωϊστικὴ καρδία σου σὲ ἔκαμε
νὰ ἀναζητῇς καταλύματα εἰς τὰς
ὀπὰς τῶν βράχων.
Κατέλαβες ἀπρόσιτον ὑψηλὸν
ὄρος· ἐπάνω εἰς τὰ ὑψώματα
ἐθεμελίωσες κατοικίας, ὅπως ὁ
ἀετὸς τὴν φωλεάν του. Ἀλλὰ
καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἐγὼ
θὰ σὲ κρημνίσω.
|
16
Ἡ εἰδωλολατρικὴ ζωή σου, ἡ τρυφηλὴ
καὶ ἀκόλαστη, οἱ σαρκικὲς ἐπιθυμίες
σου σὲ παρεπλάνησαν <σὲ ἀπάτησαν>·
ἡ ἐγωϊστικὴ καὶ θρασεῖα καρδία
σου σὲ ἀνάγκασε νὰ καταφύγῃς εἰς
τὶς σχισμὲς τῶν βράχων, κατέλαβες καὶ
ὀχυρὰ ὑψώματα εἰς τὰ ὑψηλὰ
καὶ ἀπρόσιτα βουνά· διότι ἀνέβηκες
ὑψηλὰ καὶ ἔστησες τὸ καταφύγιόν
σου, ὅπως ὁ ἀετὸς κτίζει τὴν
φωλιά του εἰς τὶς ὑψηλὲς καὶ
ἀπρόσιτες κορυφὲς τῶν βουνῶν. Ὅμως
καὶ ἀπὸ Ἐκεῖ ψηλὰ Ἐγὼ
θὰ σὲ κρημνίσω! |
17
καὶ ἔσται ἡ Ἰδουμαία εἰς
ἄβατον, πᾶς ὁ παραπορευόμενος ἐπ'
αὐτὴν συριεῖ. |
17
Ἡ Ἰδουμαία θὰ γίνῃ χώρα
ἔρημος καὶ ἄβατος,
καθένας, ποὺ θὰ διέρχεται διὰ
μέσου αὐτῆς, θὰ συρίζῃ
ἀπὸ ἔκπληξιν εἰς βάρος της.
|
17
Τοιουτοτρόπως ἡ Ἰδουμαία θὰ ἐρημωθῇ,
θὰ καταστῇ ἄβατος, καὶ κάθε ἕνας
ποὺ θὰ διέρχεται ἀπὸ αὐτήν,
θὰ σφυρίζῃ γεμᾶτος χαιρεκακίαν καὶ
ἔκπληξιν διὰ τὸ κατάντημά της.
|
18
Ὥσπερ κατεστράφη Σόδομα καὶ Γόμορρα
καὶ αἱ πάροικοι αὐτῆς, εἶπε
Κύριος παντοκράτωρ, οὐ μὴ καθίσει
ἐκεῖ ἄνθρωπος, καὶ οὐ μὴ
κατοικήσει ἐκεῖ υἱοὶ ἀνθρώπου.
|
18
Ὅπως κατεστράφησαν τὰ Σόδομα καὶ
τὰ Γόμμορα καὶ αἱ πλησίον αὐτῶν
πόλεις, εἶπεν ὁ Κύριος, ὁ παντοκράτωρ,
ἔτσι θὰ καταστραφῇ καὶ θὰ ἐρημωθῇ
ἡ Ἰδουμαία. Δὲν θὰ ἔγκατασταθῇ
ἐκεῖ ἄνθρωπος, δὲν θὰ κατοικήσουν
πλέον ἐκεῖ υἱοὶ ἀνθρώπων.
|
18
Ὅπως κατεστράφησαν παλαιότερα τὰ Σόδομα καὶ
τὰ Γόμορρα καὶ οἱ γειτονικές των πόλεις,
εἶπεν ὁ παντοκράτωρ Κύριος, κατὰ παρόμοιον
τρόπον καὶ εἰς τὴν Ἰδουμαίαν δὲν
θὰ ἐγκατασταθῇ ἄνθρωπος· δὲν
θὰ κατοικήσῃ πλέον εἰς αὐτὴν
ἀπόγονος ἀνθρώπου, ἀνθρωπίνη ὕπαρξις!
|
19
Ἰδοὺ ὥσπερ λέων ἀναβήσεται
ἐκ μέσου τοῦ Ἰορδάνου εἰς
τόπον Αἰθάμ, ὅτι ταχὺ ἐκδιώξω
αὐτοὺς ἀπ' αὐτῆς· καὶ
τοὺς νεανίσκους ἐπ' αὐτὴν ἐπιστήσατε.
Ὅτι τίς ὥσπερ ἐγώ; Καὶ
τίς ἀντιστήσεταί μοι; Καὶ τίς
οὗτος ποιμήν, ὃς στήσεται κατὰ
πρόσωπόν μου; |
19
Ἰδού, ὅπως ἀνεβαίνει ὁρμητικὸς
καὶ ἄγριος ὁ λέων ἀνάμεσα
ἀπὸ τὴν κοιλάδα τοῦ Ἰορδάνου
εἰς τὸν τόπον Αἰθάμ, κατὰ
παρόμοιον τρόπον θὰ ἐπέλθῃ
καὶ ὁ ἐχθρὸς ἐναντίον
της. Διότι ἐγὼ διὰ τῶν ἐχθρῶν
θὰ ἐκδιώξω τοὺς Ἰδουμαίους
ἀπὸ τὴν χώραν αὐτήν. Ἐτοιμάσατε
καὶ ἐξαπολύσατε ἐναντίον αὐτῆς
τοὺς νεαροὺς πολεμιστάς σας, ἐχθροὶ
τῆς Ἰδουμαίας. Ποιὸς ἄλλος εἶναι
ὅπως ἐγώ, λέγει ὁ Κύριος;
Ποιὸς ἠμπορεῖ νὰ ἀντισταθῇ
εἰς ἐμέ; Ποιὸς εἶναι ὁ
ποιμὴν καὶ ἄρχων ἐκεῖνος, ὁ
ὁποῖος ἠμπορεῖ νὰ σταθῇ
ὅρθιος ἐνώπιόν μου;
|
19
Ἰδού! Ὅπως ἀνεβαίνει τὸ ἄγριον
λιοντάρι ἀπὸ τὴν κοιλάδα τοῦ ποταμοῦ
Ἰορδάνη πρὸς τὴν τοποθεσίαν Αἰθάμ,
ἔτσι ἐπέρχονται οἱ ἐχθροὶ Βαβυλώνιοι
ἐνάντιον τῆς Ἰδουμαίας, διότι Ἐγώ,
ὁ Κύριος, θὰ διώξω πολὺ γρήγορα τοὺς
Ἰδουμαίους ἀπὸ τὴν χώραν των. Ἐχθροὶ
τῆς Ἰδουμαίας, τοποθετήσατε καὶ παρατάξατε
κατὰ τῆς Ἰδουμαίας τοὺς νεαροὺς
πολεμιστάς σας. Ὅλα αὐτὰ θὰ πραγματοποιηθοῦν,
διότι ποῖος εἶναι τόσον ἰσχυρός, ὅσον
εἶμαι Ἐγώ, ὁ παντοκράτωρ Κύριος; Ποῖος
δὲ ἠμπορεῖ νὰ ἀντισταθῇ
εἰς Ἐμέ; Καὶ ποῖος εἶναι ὁ
ποιμένας ἐκεῖνος τῶν λαῶν, ὁ
ὁποῖος δύναται νὰ σταθῇ ἐμπρός
μου καὶ νὰ μὲ ἀντιμετωπίσῃ;
|
20
Διὰ τοῦτο ἀκούσατε βουλὴν Κυρίου,
ἣν ἐβουλεύσατο ἐπὶ τὴν
Ἰδουμαίαν, καὶ λογισμὸν αὐτοῦ,
ὃν ἐλογίσατο ἐπὶ τοὺς
κατοικοῦντας Θαιμάν· ἐὰν μὴ
συμψηθῶσι τὰ ἐλάχιστα τῶν προβάτων,
ἐὰν μὴ ἀβατωθῇ ἐπ' αὐτοὺς
κατάλυσις αὐτῶν· |
20
Διὰ τοῦτο ἀκούσατε τὴν ἀπόφασίν
του Κυρίου, τὴν ὅποίαν ἔλαβεν
ἐναντίον τῆς Ἰδουμαίας καὶ
τὸ σχέδιόν του, τὸ ὁποῖον
κατήρτισεν ἐναντίον τῶν κατοίκων
τῆς Θαιμάν. Ἀσφαλῶς καὶ βεβαίως
καὶ τὰ ἐλάχιστα ἀπὸ τὰ
ἀπομείναντα πρόβατά της θὰ ψηθοῦν
καὶ θὰ φαγωθοῦν ἀπὸ τοὺς
ἐχθρούς. Ἐξάπαντος θὰ γίνῃ
ἄβατον καὶ ἀκατοίκητον τὸ κατάλυμά
των ἀπὸ τοὺς κατοίκους του.
|
20
Διὰ τοῦτο ἀκούσατε τὴν ἀπόφασιν
τοῦ Κυρίου, τὴν ὁποίαν ἔλαβε διὰ
τὴν Ἰδουμαίαν, καὶ τὸ σχέδιον του,
τὸ ὁποῖον συνέλαβε καὶ κατέστρωσεν
ἐναντίον τῶν κατοίκων τῆς Θαιμάν: Ὁπωσδήποτε,
δίχως ἄλλο καὶ τὰ ἐλάχιστα πρόβατα
ποὺ θὰ ἀπομείνουν, θὰ συγκεντρωθοῦν
καὶ θὰ καταφαγωθοῦν ἀπὸ τοὺς
ἐχθρούς της· ὁπωσδήποτε, δίχως ἄλλο
θὰ ἀφανισθῇ, θὰ γίνῃ ἔρημον
καὶ ἄβατον τὸ κατάλυμά των μετὰ τὴν
ἐξολόθρευσιν τῶν κατοίκων της.
|
21
ὅτι ἀπὸ φωνῆς πτώσεως αὐτῶν
ἐφοβήθη ἡ γῆ, καὶ κραυγή
σου ἐν θαλάσσῃ ἠκούσθη.
|
21
Ἀπὸ τὸν κρότον τῆς πτώσεως
καὶ συντριβῇς τῶν Ἰδουμαίων
ἐτρόμαξεν ἡ γῆ. Ἡ θρηνώδης
κραυγή σου ἔφθασε μέχρι τῆς θαλάσσης.
|
21
Ἀπὸ τὸν πάταγον τῆς πτώσεως καὶ
τῆς καταστροφῆς τῶν Ἰδουμαίων ἐγέμισε
ἀπὸ φόβον καὶ τρόμον ἡ γῆ, ῆ
δὲ θρηνητικὴ κραυγή σου ἔγινε ἀκουστὴ
μέχρι τὴν θάλασσαν. |
22
Ἰδοὺ ὥσπερ ἀετὸς ὄψεται
καὶ ἐκτενεῖ τὰς πτέρυγας ἐπ'
ὀχυρώματα αὐτῆς· καὶ ἔσται
ἡ καρδία τῶν ἰσχυρῶν τῆς
Ἰδουμαίας ἐν τῇ ἡμέρᾳ
ἐκείνῃ ὡς καρδίᾳ γυναικὸς
ὠδινούσης. |
22
Ἰδού, ὅπως ὁ ἀετὸς ἀπὸ
τὰ ὕψη ἐπιβλέπει μὲ ἀκρίβειαν
τὸ θήραμά του, ἐκτείνει τὰς
πτέρυγας του καὶ ἐπιπίπτει κατ' αὐτοῦ,
ἔτσι θὰ ἐπιπέσουν ὅρμητικοὶ
ἐναντίον τῶν ὀχυρωμάτων τῆς
Ἰδουμαίας οἱ ἐχθροί της. Καὶ
τότε, κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην
τῆς ἐπιδρομῆς, ἡ καρδία τῶν
ἰσχυρῶν ἀνθρώπων τῆς Ἰδουμαίας
θὰ εἶναι ὅπως ἡ δειλὴ καὶ
πανικόβλητος καρδία γυναικός, ποὺ
εὑρίσκεται εἰς τὰς ὠδίνας
τοῦ τοκετοῦ. |
22
Ἰδού· ὁ βασιλιᾶς τῆς Βαβυλῶνος
μὲ τὰ στρατεύματά του θὰ ἐφορμήσουν
κατὰ τῶν ὀχυρωμάτων τῆς Ἰδουμαίας,
ὅπως ὁ ἀετὸς σκοπεύει ἀπὸ
ὑψηλὰ τὸ θῦμα του, στοχεύει μὲ
ἀκρίβειαν, ἀνοίγει καὶ τεντώνει τὶς
φτεροῦγες του καὶ ἐφορμᾷ ἀκάθεκτος
ἐναντίον του. Καὶ κατὰ τὴν φοβερὰν
ἐκείνην ἡμέραν ἡ καρδία τῶν ἰσχυρῶν
ἀνδρῶν τῆς Ἰδουμαίας θὰ κυριευθῇ
ἀπὸ δειλίαν καὶ ὀδύνην, ὅπως
ἡ καρδία τῆς γνναίκας, ἢ ὁποία εὑρίσκεται
εἰς τὶς ὠδῖνες τοῦ τοκετοῦ.
|