Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
οῖς
υἱοῖς Ἀμμών. <Μοσ. Μθ', 1-5>.
|
ναντίον
τῶν ἀμμωνιτῶν <Μασ. Μθ', 1-5>.
|
ναντίον
τῶν ἀμμωνιτῶν <Μασ. Μθ', 1-5>.
|
Οὕτως
εἶπε Κύριος· μὴ υἱοὶ οὐκ
εἶσιν ἐν Ἰσραήλ, ἢ παραληψόμενος
οὐκ ἔστιν αὐτοῖς; Διατὶ παρέλαβε
Μελχὸλ τὴν Γαλαάδ, καὶ ὁ λαὸς
αὐτῶν ἐν πόλεσιν αὐτῶν
ἐνοικήσει; |
Ἐτσι
ὡμίλησε καὶ εἶπεν ὁ Κύριος·
Μήπως ἔλειψαν καὶ δὲν ὑπάρχουν
ἀπόγονοι τοῦ Ἰσραὴλ εἰς
τὴν χώραν; Μήπως δὲν ὑπάρχει
μεταξὺ αὐτῶν οὔτε ἔνας κληρονόμος
Ἰσραηλίτης; Διατὶ τότε ὁ Μελχόλ,
θεός ψευδὴς τῶν Ἀμμωνιτῶν, κατέλαβε
τὴν χώραν Γαλαάδ, καὶ ὁ λαὸς
αὐτῶν τῶν Ἀμμωνιτῶν κατοικεῖ
εἰς τὰς πόλεις τῶν Ἰσραηλιτῶν;
|
Ἔτσι
ὡμίλησε καὶ εἶπεν ὁ Κύριος: <Μήπως
ἐξέλιπαν καὶ δὲν ὑπάρχουν πλέον ἀπάγονοι
τῶν Ἰσραηλιτῶν ἢ μήπως δὲν ὑπάρχει
πλέον μεταξύ των κανεὶς κληρονόμος Ἰσραηλίτης;
Διατὶ λοιπὸν ὁ Μελχόλ, ὁ ἐθνικὸς
εἰδωλολατρικὸς θεὸς τῶν Ἀμμωνιτῶν,
κατέλαβε καὶ ἐσφετερίσθη τὴν Γαλαάδ, καὶ
ὁ λαός του <οἱ Ἀμμωνῖται> κατοικεῖ
εἰς τὶς πόλεις τῶν Ἰσραηλιτῶν
τῆς φυλῆς Γάδ; |
2
Διὰ τοῦτο ἰδοὺ ἡμέραι
ἔρχονται, Κύριος, καὶ ἀκουτιῶ
ἐπὶ Ραββάθ θόρυβον πολέμων,
καὶ ἔσονται εἰς ἄβατον καὶ εἰς
ἀπώλειαν, καὶ βωμοὶ αὐτῆς
ἐν πυρὶ κατακαυθήσονται, καὶ παραλήψεται
᾿Ισραὴλ τὴν ἀρχὴν αὐτοῦ.
|
2
Διὰ τοῦτο ἰδού, ἔρχονται ἡμέραι,
λέγει ὁ Κύριος, καὶ θὰ κάμω
νὰ ἀκουσθῇ πολεμικὸς θόρυβος
ἐναντίον τῆς Ραββάθ, τῆς πρωτευούσης
τῶν Ἀμμωνιτῶν. Ἡ χώρα θὰ
παραδοθῇ εἰς τὴν καταστροφήν, θὰ
γίνῃ ἔρημος καὶ ἄβατος. Οἱ
βωμοί της θὰ παραδοθοῦν εἰς τὸ
πῦρ καὶ θὰ κατακαοῦν, ὁ δὲ
ἰσραηλιτικὸς λαὸς θὰ παραλάβῃ
τὴν ἀρχικήν του κληρονομίαν.
|
2
Διὰ τοῦτο, ἰδού· ἔρχονται ἡμέρες,
λέγει ὁ Κύριος, κατὰ τὶς ὁποῖες
θὰ κάμω νὰ ἀκουσθῇ ἡ πολεμικὴ
κραυγὴ εἰς τὴν Ραββάθ, τὴν πρωτεύουσαν
τῶν Ἀμμωνιτῶν. Καὶ ἡ χώρα τῶν
Ἀμμωνιτῶν θὰ παραδοθῇ εἰς ὄλεθρον
καὶ καταστροφήν, θὰ ἐρημωθῇ καὶ
θὰ γίνῃ ἄβατος· οἱ εἰδωλολατρικοὶ
βωμοί της θὰ παραδοθοῦν εἰς τὴν φωτιά,
καὶ τότε ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς
θὰ ἀνακαταλάβῃ καὶ θὰ παραλάβῃ
πάλιν τὴν κληρονομίαν, ἡ ὁποία τοῦ
ἀνήκει. |
3
Ἀλάλαξον Ἐσεβών, ὅτι ὤλετο
καὶ Γαΐ· κεκράξατε θυγατέρες Ραββάθ,
περιζώσασθε σάκκους καὶ κόψασθε, ὅτι
Μελχὸλ βαδιεῖται ἐν ἀποικίᾳ,
οἱ ἱερεῖς αὐτοῦ καὶ οἱ
ἄρχοντες αὐτοῦ ἅμα.
|
3
Κραύγασε καὶ θρήνησε, Ἐσεβών,
πόλις τῶν Μωαβιτῶν, διότι κατεστράφη
ἡ Γαΐ! Κράξατε καὶ ὀλολύξατε
θυγατέρες Ραββάθ, φορέσατε καὶ ζωσθῆτε
σάκκινα ἐνδύματα πένθους. Ἀρχίσατε
κοπετοὺς καὶ θρήνους, διότι ὁ
ψευδοθεὸς Μελχὸλ θὰ μεταφερθῆ εἰς
ἐξορίαν, ὅπως ἐπίσης καὶ
οἱ ἱερεῖς αὐτοῦ καὶ οἱ
ἄρχοντες τῶν Ἀμμωνιτῶν μαζῆ.
|
3
Φώναξε δυνατὰ καὶ θρήνησε, Ἐσεβών, διότι
κατεστράφη ἡ Γαί! Κραυγάσατε, ὀλολύξατε, γυναῖκες
τῆς Ραββάθ, φορέσατε, ζωσθῆτε σάκκινα ἐνδύματα
πένθους καὶ κτυπήσατε τὰ στήθη καὶ τὴν
κεφαλήν σας κλαίουσαι ἀπαρηγόρητα. Διότι ὁ εἰδωλολατρικὸς
θεὸς Μελχὸλ θὰ πορευθῇ εἰς ἐξορίαν
μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς ἱερεῖς
του καὶ τοὺς ἄρχοντές του.
|
4
Τί ἀγαλλιᾶσθε ἐν τοῖς πεδίοις
Ἐνακείμ, θύγατερ ἰταμίας, ἡ
πεποιθυῖα ἐπὶ θησαυροῖς αὐτῆς,
ἡ λέγουσα· τίς εἰσελεύσεται
ἐπ' ἐμέ; |
4
Διατὶ χαίρετε καὶ εὐφραίνεσθε
εἰς τὰς πεδιάδας τῶν γιγάντων,
σκληροὶ καὶ ἐγωπαθεὶς κάτοικοι
τῆς περιοχῆς; Σεῖς, οἱ ὁποῖοι
ἔχετε στηρίξει τὴν πεποίθησίν
σας εἰς τοὺς θησαυροὺς τῆς ἰσχύος
σας καὶ τοῦ πλούτου σας καὶ οἱ
ὁποῖοι λέγετε: Ποιὸς θὰ τολμήσῃ
νὰ ἔλθῃ ἐναντίον μας καὶ
νὰ εἰσελθῃ εἰς τὴν χώραν
μας; |
4
Διατὶ χαίρεσθε καὶ πανηγυρίζετε εἰς τὶς
πεδιάδες τῶν Γιγάντων, ἀναιδεῖς, σκληροί,
ἀπάνθρωποι καὶ θρασεῖς κάτοικοι τῆς
περιοχῆς; Σεῖς, οἱ ὁποῖοι ἐστηρίξατε
τὶς ἐλπίδες σας εἰς τὰ πλούτη καὶ
τοὺς θησαυροὺς τῆς εὔφορης περιοχῆς
σας καὶ γεμᾶτοι αὐτοπεποίθησιν λέγετε: <Ποῖος
θὰ τολμήσῃ νὰ μᾶς ἐπιτεθῇ;>
|
5
Ἰδοὺ ἐγὼ φέρω φόβον ἐπὶ
σέ, εἶπε Κύριος, ἀπὸ πάσης
τῆς περιοίκου σου, καὶ διασπαρήσεσθε
ἕκαστος εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ,
καὶ οὐκ ἔσται ὁ συνάγων.
|
5
Ἰδού, ἐγὼ θὰ ἐπιφέρω
ἐναντίον σας φόβον, εἶπεν ὁ
Κύριος, καὶ θὰ φοβηθῆτε ἐκ μέρους
ὅλων τῶν γειτονικῶν σας περιοχῶν.
Τρομαγμένοι θὰ διασκορπισθῆτε ὁ καθένας
πρὸς ἰδικήν του κατεύθυνσιν καὶ
δὲν θὰ ὑπάρχῃ ἄνθρωπος,
ὁ ὁποῖος νὰ σᾶς συγκρατήσῃ
καὶ νὰ σᾶς συγκεντρώσῃ.
|
5
Ἰδού· Ἐγὼ θὰ φέρω ἐναντίον
σας φόβον, εἶπεν ὁ Κύριος, ἀπὸ κάθε
κατεύθυνσιν, ἀπὸ ὅλους τοὺς γείτονές
σου· καὶ γεμᾶτοι τρόμον θὰ διασκορπισθῆτε,
ὅπου ὁ καθένας σας θὰ ἠμπορέσῃ
νὰ τρέξῃ καὶ νὰ διαφύγῃ·
καὶ δὲν θὰ ὑπάρχῃ κανείς, ὁ
ὁποῖος νὰ σᾶς ἀναχαιτίσῃ
καὶ νὰ σᾶς συγκεντρώσῃ <κατ' ἄλλους:
Νὰ σᾶς δεχθῇ>. |
6
Τῇ Κηδὰρ τῇ βασιλίσσῃ τῆς
αὐλῆς, ἣν ἐπάταξε Ναβουχοδονόσορ
βασιλεὺς Βαβυλῶνος. |
6
Εἰς τὴν φυλὴν τῶν σκηνιτῶν τῆς
Κηδάρ, ἡ ὁποία ἐβασίλευε
καὶ ἐκυριαρχοῦσεν εἰς τὴν περιοχὴν
ἐκείνην, τὴν ὁποίαν ἐκτύπησεν
ὁ Ναβουχοδονόσορ ὁ βασιλεὺς τῆς
Βαβυλῶνος, ἀπευθύνονται οἱ κατωτέρω
λόγοι· |
6
Οἱ λόγοι ποὺ ἀκολουθοῦν, ἀπευθύνονται
ἐναντίον τῆς Ἀραβικῆς φυλῆς
Κηδάρ <τῶν Σαρακηνῶν>, ἡ ὁποία
ἐβασίλευεν εἰς τὴν περιοχὴν ἐκείνην,
τὴν ὁποίαν ἐκτύπησεν ὁ βασιλιᾶς
τῶν Βαβυλωνίων Ναβουχοδονόσορ. |
<Μασ.
Μθ', 28-33>.
Οὕτως εἶπε Κύριος· ἀνάστητε
καὶ ἀνάβητε ἐπὶ Κηδὰρ
καὶ πλήσατε τοὺς υἱοὺς Κεδέμ·
|
<Μασ.
Μθ', 28-33>. Ἔτσι εἶπεν ὁ Κύριος:
Σηκωθῆτε καὶ ἐπέλθετε ἐναντίον
τῆς Κηδάρ, κτυπήσατε καὶ καταστρέψατε
τοὺς υἱοὺς τῆς Κεδέμ.
|
<Μασ.
Μθ', 28-33>. Ἔτσι
ὡμίλησε καὶ εἶπεν ὁ Κύριος: <Σηκωθῆτε
καὶ βαδίσατε ἐναντίον τῆς Κηδάρ, κτυπήσατε
καὶ καταστρέψατε τοὺς υἱοὺς τῆς
Κεδέμ, ποὺ κατοικοῦν εἰς τὰ ἀνατολικὰ
τῆς Ἰουδαίας. |
7
σκηνὰς αὐτῶν καὶ τὰ πρόβατα
αὐτῶν λήψονται, ἱμάτια αὐτῶν
καὶ πάντα τὰ σκεύη αὐτῶν
καὶ καμήλους αὐτῶν λήψονται
ἑαυτοῖς· καὶ
καλέσατε ἐπ' αὐτοὺς ἀπώλειαν
κυκλόθεν. |
7
Οἱ ἐχθροί των θὰ πάρουν τὰς
σκηνὰς καὶ τὰ πρόβατά των καὶ
τὰ ἐνδύματά των καὶ ὅλα
τὰ σκεύη των καὶ τὰς καμήλους
αὐτῶν.Ὅλα θὰ τὰ πάρουν
διὰ τὸν ἑαυτόν των. Προσκαλέσατε
ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν σας τοὺς
κύκλῳ λαοὺς πρὸς καταστροφήν
των. |
7
Οἱ ἐχθροὶ θὰ λεηλατήσουν τὶς
σκηνὲς τῶν Κηδαριτῶν καὶ τὰ
πρόβατά των· θὰ πάρουν ἐπίσης ὡς λάφυρα
τὰ ροῦχα των καὶ ὅλα τὰ σκεύη
των καὶ τὶς καμῆλες των. Προσκαλέσατε ἐναντίον
των τοὺς γύρω λαοὺς διὰ τὴν καταστροφήν
των. |
8
Φεύγετε λίαν, βαθύνατε εἰς κάθισιν,
καθήμενοι ἐν τῇ αὐλῇ, ὅτι
ἐβουλεύσατο ἐφ' ὑμᾶς βασιλεὺς
Βαβυλῶνος βουλὴν καὶ ἐλογίσατο
ἐφ' ὑμᾶς λογισμόν.
|
8
Φύγετε ταχέως καὶ μακράν. Ἀναζητήσατε
καταφύγιον καὶ ἀσφάλειαν εἰς
βαθεῖς λάκκους σεῖς, οἱ ὁποῖοι
κατοικεῖτε τὴν περιοχὴν αὐτήν.
Διότι ὁ βασιλεὺς τῆς Βαβυλῶνος
ἐσκέφθη καὶ ἔλαβεν ἐναντίον
σας ἀπόφασιν· κατέστρωσε σχέδιον
καταστροφῆς σας.
|
8
Φεύγετε ὄσον τὸ δυνατὸν γρηγορώτερα, κρυφθῆτε
καὶ ἀσφαλισθῆτε εἰς τὰ βαθιὰ
κρησφύγετά σας, σεῖς οἱ ὁποῖοι κατοικεῖτε
εἰς τὴν περιοχὴν αὐτήν, διότι ὁ
Ναβουχοδονόσορ, ὁ βασιλιᾶς τῆς Βαβυλῶνος,
συνέλαβε καὶ κατέστρωσεν ἐναντίον σας σχέδιον
καταστροφῆς καὶ ἐξοντώσεως.
|
9
Ἀνάστηθι καὶ ἀνάβηθι ἐπ'
ἔθνος εὐσταθοῦν, καθήμενον εἰς
ἀναψυχήν οἷς οὐκ εἰσι θύραι,
οὐ βάλανοι,οὐ μοχλοί, μονοὶ
καταλύουσι. |
9
Ἔθνος ἐχθρικὸν ἂς ἐξεγερθῇ
καὶ ἂς ἐπέλθῃ ἐναντίον
ἄλλου ἔθνους, ἐναντίον τῶν νομάδων,
ποὺ ζοῦν ἥσυχοι καὶ ἀμέριμνοι
εἰς τὰς περιοχάς των, εἰς τοὺς
ὁποίους δὲν ὑπάρχουν θύραι,
οὔτε δοκάρια ἀπὸ σκληρὰν δρῦν
καὶ μοχλοὶ ἀσφαλείας τῶν πυλῶν.
Μόνοι των καὶ ἄνευ συμμάχων κατοικοῦν.
|
9
Ἐχθροὶ τῶν Κηδαριτῶν, σηκωθῆτε
καὶ βαδίσατε ἐναντίον ἔθνους, τὸ ὁποῖον
ζῇ ἄνετα, ἥσυχα, ἀμέριμνα εἰς
τὴν περιοχήν του· ἐναντίον τῶν Ἀραβικῶν
νομάδων τῆς φυλῆς Κηδάρ, εἰς τοὺς
ὁποίους δὲν ὑπάρχουν τοῖχοι καὶ
θύρες, οὔτε δρύϊνα δοκάρια προστασίας οὔτε μοχλοὶ
ἀσφαλείας· ἐναντίον νομάδων, οἱ ὁποῖοι
ζοῦν σκορπισμένοι, μόνοι των, χωρὶς συμμάχους.
|
10
Καὶ ἔσονται κάμηλοι αὐτῶν εἰς
προνομὴν καὶ πλῆθος κτηνῶν αὐτῶν
εἰς ἀπώλειαν· καὶ λικμήσω
αὐτοὺς παντὶ πνεύματι κεκαρμένους
πρὸ προσώπου αὐτῶν, ἐκ παντὸς
πέραν αὐτῶν οἴσω τὴν τροπὴν
αὐτῶν, εἶπε Κύριος.
|
10
Τὰς καμήλους αὐτῶν θὰ τὰς
ἀρπάσουν καὶ θὰ τὰς πάρουν
λείαν οἱ ἐχθροί των. Τὸ πλῆθος
τῶν κατοικιδίων ζώων των θὰ παραδοθῇ
εἰς ὄλεθρον. Θὰ λιχνίσω πρὸς
κάθε ἄνεμον καὶ θὰ διασκορπίσω
αὐτούς, ποὺ ἔχουν κουρευμένα
τὰ πρόσωπά των. Ἀπὸ ὅλα
τὰ ὅριά των θὰ φέρω ἐναντίον
των ἐχθρούς, λέγει ὁ Κύριος.
|
10
Οἱ καμῆλες των θὰ λεηλατηθοῦν καὶ
τὸ πλῆθος τῶν κατοικιδίων ζώων των θὰ
καταστροφῇ. Θὰ διασκορπίσω καὶ θὰ
λιχνίσω αὐτοὺς ποὺ ἔχουν κουρεμένο
τὸ γένι τοῦ προσώπου των, εἰς πάντα ἄνεμον
<πρὸς πᾶσαν κατεύθυνσιν>· καὶ ἀπὸ
ὅλα τὰ σύνορά των θὰ ὁδηγήσω καὶ
θὰ φέρω τοὺς ἐχθροὺς ἐναντίον
των>, εἶπεν ὁ Κύριος. |
11
Καὶ ἔσται ἡ αὐλὴ διατριβὴ
στρουθῶν καὶ ἄβατος ἕως αἰῶνος,
οὐ μὴ καθίσῃ ἐκεῖ ἄνθρωπος,
καὶ οὐ μὴ κατοικήσῃ ἐκεῖ
υἱὸς ἀνθρώπου. |
11
Θὰ γίνῃ δὲ ἡ βασιλικὴ
αὐλὴ καὶ ἡ περιοχή των τόπος
διαμονῆς στρουθίων, ἄβατος ἀπὸ
ἀνθρώπους διὰ παντός. Δὲν θὰ
καθίσῃ ἐκεῖ ἀνθρώπους!
Δὲν θὰ ἐγκατασταθῇ ἐκεῖ
υἱὸς ἀνθρώπου!
|
11
<Ἡ δὲ βασιλικὴ αὐλὴ καὶ
ἡ περιοχή των θὰ καταντήσῃ τόπος, ὅπου
θὰ κατοικοῦν στρουθία <σπουργίτια>·
καὶ τόπος ἔρημος καὶ ἄβατος αἰωνίως.
Καὶ κανεὶς δὲν θὰ ἐγκατασταθῇ
πλέον ἐκεῖ ναί, δὲν θὰ κατοικήσῃ
πλέον ἐκεῖ ἀπόγονος ἀνθρώπου>.
|
12
Τῇ Δαμασκῷ. <Μασ. Μθ' , 23-27>. Κατῃσχύνθη
Ἠμάθ καὶ Ἀρφάδ, ὅτι ἤκουσαν
ἀκοὴν πονηράν· ἐξέστησαν,
ἐθυμώθησαν, ἀναπαύσασθαι οὐ
μὴ δύνωνται. |
12
Ἐναντίον τῆς Δαμασκοῦ <Μασ. Μθ',
23-27>. Ἡ Ἠμὰθ καὶ ἡ Ἀρφὰδ
ἔχουν καταισχυνθῇ, διότι ἤκουσαν μίαν
τρομερὰν εἴδησιν. Ἐξεπλάγησαν, ἀνεστατώθησαν,
δὲν ἠμποροῦν νὰ εὕρουν ἡσυχίαν.
|
12
Ἐναντίον τῆς Δαμασκοῦ.
<Μασ.
Μθ', 23-27>. Οἱ
Συριακὲς πόλεις Ἠμὰθ καὶ Ἀρφὰδ
ἐγέμισαν ἐντροπὴν καὶ καταισχύνην,
διότι ἄκουσαν εἴδησιν τρομεράν. Ἐξ ἀφορμῆς
τῆς εἰδήσεως αὐτῆς ἐδοκίμασαν
μεγάλην καὶ βαθεῖαν ἔκπληξιν, συνεκλονίσθησαν
καὶ ἀνεστατώθησαν, δὲν ἠμποροῦν
νὰ ἠσυχάσουν. |
13
Ἐξελύθη Δαμασκός, ἀπεστράφη
εἰς φυγήν, τρόμος ἐπελάβετο
αὐτῆς. |
13
Παρέλυσεν ἡ Δαμασκός. Οἱ κάτοικοί
της ἐτράπησαν πανικόβλητοι εἰς φυγήν.
Τρόμος κατέλαβεν αὐτούς.
|
13
Ἡ Δαμασκὸς ἐκυριεύθη ἀπὸ κατάπληξιν,
παρέλυσεν οἱ κάτοικοί της ἐπανικοβλήθησαν, ἐτράπησαν
εἰς φυγήν, τοὺς ἐκυρίευσε φόβος καὶ
τρόμος. |
14
Πῶς οὐχὶ ἐγκατέλιπε πόλιν
ἐμήν; Κώμην ἠγάπησαν·
|
14
Διατὶ ὅμως οἱ κάτοικοι τῆς Δαμασκοῦ,
καίτοι προειδοποιήθησαν, δὲν ἐγκατέλειψαν
τὴν πόλιν μου; Διότι ἠγάπησαν
τὴν πόλιν αὐτήν.
|
14
Διατὶ ὅμως οἱ κάτοικοι τῆς Δαμασκοῦ
δὲν ἐγκατέλειψαν ἐγκαίρως τὴν πόλιν
μου; Διότι ἀγάπησαν τὴν Δαμασκόν, τὴν ὀνομαστήν,
ὡραίαν καὶ εὔθυμον αὐτὴν πόλιν.
|
15
διὰ τοῦτο πεσοῦνται νεανίσκοι ἐν
πλατείαις σου, καὶ πάντες οἱ ἄνδρες
οἱ πολεμισταί σου πεσοῦνται, φησὶ
Κύριος· |
15
Διὰ τοῦτο, ὦ Δαμασκός, οἱ νεαροὶ
ἄνδρες σου θὰ πέσουν νεκροὶ καὶ
τραυματίαι εἰς τὰς πλατείας σου, ὅπως
ἐπίσης καὶ ὅλοι οἱ ἄνδρες
σου οἱ πολεμισταὶ θὰ πέσουν νεκροὶ
κατὰ τὰς μάχας, λέγει ὁ Κύριος.
|
15
Διὰ τοῦτο, πόλις τῆς Δαμασκοῦ, θὰ
πέσουν νεκροὶ οἱ νεαροὶ ἄνδρες εἰς
τὶς πλατεῖες σου, καὶ ὅλοι οἱ
ἄνδρες οἱ πολεμισταί σου θὰ φονευθοῦν
εἰς τὸ πεδίον τῆς μάχης, λέγει ὁ Κύριος.
|
16
καὶ καύσω πῦρ ἐν τείχει Δαμασκοῦ,
καὶ καταφάγεται ἄμφοδα υἱοῦ
Ἄδερ. |
16
Φωτιὰ θὰ ἀνάψω ἐπάνω εἰς
τὰ τείχη τῆς Δαμασκοῦ, ἡ ὁποία
θὰ καταφάγῃ τὰς ὁδοὺς
τῆς χώρας καὶ τὰ ἀνάκτορα
τῶν βασιλέων της. |
16
Καὶ θὰ ἀνάψω φωτιὰ εἰς τὰ
τείχη τῆς Δαμασκοῦ, ἡ ὁποία θὰ
κατακαύσῃ τὶς συνοικίες τῆς χώρας καὶ
τὰ βασιλικὰ ἀνάκτορα τοῦ υἱοῦ
Ἄδερ. |