Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
λόγος
ὁ γενόμενος πρὸς Ἱερεμίαν παρὰ
Κυρίου εἰπεῖν· |
ὐτὸς
εἶναι ὁ λόγος, ὁ ὁποῖος
ἐκ μέρους τοῦ Κυρίου ἐλέχθη
πρὸς τὸν Ἱερεμιαν·
|
ὐτὸς
εἶναι ὁ λόγος, ὁ ὁποῖος ἀπηνθύνθη
ἐκ μέρους τοῦ Κυρίου πρὸς τὸν
προφήτην Ἱερεμίαν: |
2
οὕτως εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραὴλ
λέγων· γράψον πάντας τοὺς λόγους,
οὓς ἐχρημάτισα πρὸς σέ, ἐπὶ
βιβλίου. |
2
Ἔτσι ὡμίλησε Κύριος ὁ Θεὸς
τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ καὶ εἶπε:
Γράψε εἰς βιβλίον ὅλους αὐτοὺς
τοὺς λόγους, τοὺς ὁποίους ἐγὼ
ἐφανέρωσα καὶ παρέδωσα εἰς σέ.
|
2
<Ἔτσι ὡμίλησεν ὁ Κύριος, ὁ Θεὸς
τοῦ Ἰσραήλ, καὶ εἶπε <πρὸς
τὸν Ἱερεμίαν>: <Γράψε εἰς βιβλίον
ὅλους τοὺς λόγους, τοὺς ὁποίους ἐλάλησα
πρὸς σέ. |
3
Ὅτι ἰδοὺ ἡμέραι ἔρχονται,
φησοὶ Κύριος, καὶ ἀποστρέψω
τὴν ἀποικίαν λαοῦ μου Ἰσραὴλ
κοὶ Ἰούδα, εἶπε Κύριος, καὶ
ἀποστρέψω αὐτοὺς εἰς τὴν
γῆν, ἣν ἔδωκα τοῖς πατράσιν
αὐτῶν, καὶ κυριεύσουσιν αὐτῆς.
|
3
Διότι ἰδού, ἔρχονται ἡμέραι,
λέγει ὁ Κύριος, κατὰ τὰς ὁποίας
ἐπαναφέρω ἐλευθέρους ἀπὸ
τὴν παροικίαν τῆς ἐξορίας των
τοὺς αἰχμαλώτους τοῦ ἰσραηλιτικοῦ
καὶ ἰουδαϊκοῦ λαοῦ μου, λέγει
ὁ Κύριος. Θὰ τοὺς ἐπαναφέρω
εἰς τὴν πατρίδα των, εἰς τὴν
χώραν, τὴν ὁποίαν ἐγὼ
ἔδωκα εἰς τοὺς προγόνους των, καὶ
αὐτοὶ θὰ γίνουν κάτοχοί
της. |
3
Διότι, ἰδού! Ἔρχονται ἡμέρες, λέγει ὁ
Κύριος, κατὰ τὶς ὅποιες θὰ ἐπιστρέψω
ἐλευθέρους τοὺς αἰχμαλώτους Ἰσραηλῖτες
καὶ Ἰουδαίους, εἶπεν ὁ Κύριος·
θὰ τοὺς ἐπαναφέρω εἰς τὴν πατρίδα
των, τὴν ὁποίαν ἔδωκα ὡς κληρονομίαν
εἰς τοὺς πατέρας των, καὶ αὐτοὶ
θὰ γίνουν κάτοχοί της>. |
-4
Καὶ οὗτοι οἱ λόγοι, οὓς ἐλάλησε
Κύριος ἐπὶ Ἰσραὴλ καὶ
Ἰούδα. |
4
Αὐτοὶ εἶναι ἀκόμη οἱ λόγοι,
τοὺς ὁποίους ὁ Κύριος εἶπε
πρὸς τοὺς Ἰσραηλίτας καὶ Ἰουδαίους·
|
4
Αὐτοὶ δὲ εἶναι οἱ λόγοι, τοὺς
ὁποίους εἶπεν ὁ Κύριος σχετικῶς μὲ
τοὺς Ἰσραηλῖτες καὶ τοὺς Ἰουδαίους.
|
5
Οὕτως εἶπε Κύριος· φωνὴν φόβου
ἀκούσεσθε· φόβος, καὶ οὐκ
ἔστιν εἰρήνη. |
5
ἔτσι ὡμίλησεν ὁ Κύριος: Θὰ
ἀκούσετε προηγουμένως φωνήν, ἡ
ὁποία θὰ σᾶς προκαλέσῃ
φόβον· φόβος θὰ ἔλθῃ εἰς
σᾶς καὶ εἰρήνη δὲν θὰ
ὑπάρχῃ.
|
5
<Τοιουτοτρόπως εἶπεν ὁ Κύριος: <Προηγουμένως
θὰ ἀκούσετε φωνήν, ποὺ θὰ σᾶς
προκαλέσῃ συγκλονισμὸν καὶ πανικόν·
φόβος καὶ τρόμος θὰ σᾶς κυριεύσῃ,
καὶ εἰρήνη δὲν θὰ ὑπάρχῃ!
|
6
Ἐρωτήσατε καὶ ἴδετε εἰ ἔτεκεν
ἄρσεν, καὶ περὶ φόβου, ἐν ᾧ
καθέξουσιν ὀσφὺν καὶ σωτηρίαν·
διότι ἑώρακα πάντα ἄνθρωπον
καὶ αἱ χεῖρες αὐτοῦ ἐπὶ
τῆς ὀσφύος αὐτοῦ, ἐστράφησαν
πρόσωπα, εἰς ἴκτερον ἐγενήθη.
|
6
Ἐρωτήσατε καὶ μάθετε, ἐὰν
ἀπὸ τὰς μεγάλας αὐτὰς
ὠδῖνας τῶν συμφορῶν ἐγεννήθη
ἀρσενικὸ παιδί· ἐρωτήσατε
διὰ τὸ φοβερὸν γεγονός, ἐξ αἰτίας
τοῦ ὁποίου οἱ ἄνθρωποι θὰ
πιάνουν πονοῦντες τὴν μέσην των καὶ
ἀποροῦντες πῶς νὰ σωθοῦν. Διότι
ἐγὼ εἶδα ὅλους τοὺς ἀνθρώπους,
οἱ ὁποῖοι πιάνουν μὲ τὰ
χέρια των τὴν μέσην των ἐξ αἰτίας
τοῦ συγκλονισμοῦ, ποὺ δοκιμάζουν.
Τὰ πρόσωπά των ἠλλοιώθησαν,
ἔγιναν κίτρινα ἀπὸ τὸν φόβον,
σὰν ἀπὸ ἴκτερον.
|
6
Πληροφορηθῆτε καὶ μάθετε ἐὰν ἀπὸ
τοὺς φοβεροὺς πόνους καὶ τὶς ὠδῖνες
τὸν τοκετοῦ ἐγεννήθη ἀρσενικὸν
παιδί· <κατὰ τὸ Ἑβραϊκόν: Ἐὰν
ἄνδρας δύναται νὰ γεννήσῃ τέκνον>· πληροφορηθῆτε
διὰ τὸ τρομερὸν γεγονός, ἕνεκα τοῦ
ὁποίου οἱ ἄνθρωποι θὰ πιάνουν ἔκπληκτοι
καὶ κυριευμένοι ἀπὸ πόνον τὴν μέσην
των, ἀποροῦντες πῶς νὰ σωθοῦν.
Διότι εἶδα ὅλους τοὺς ἀνθρώπους νὰ
πιάνουν τὴν μέσην των ἐξ αἰτίας τῶν
πόνων καὶ τῆς καταπλήξεως ποὺ δοκιμάζουν.
Τὰ πρόσωπά των, ἕνεκα τοῦ φόβου, παρεμορφώθησαν,
ἔγιναν κατακίτρινα, ὡσὰν τὰ πρόσωπα
ἐκείνων ποὺ ἔχουν ἴκτερον.
|
7
Ὅτι μεγάλη ἡ ἡμέρα ἐκείνη
καὶ οὐκ ἔστι τοιαύτη, καὶ χρόνος
στενός ἐστι τῷ Ἰακώβ, καὶ
ἀπὸ τούτου σωθήσεται.
|
7
Καὶ ταῦτα, διότι ἦτο τρομερὰ
ἡ ἡμέρα ἐκείνη. Ὁμοία
πρὸς αὐτὴν δὲν θὰ ὑπάρξῃ
ἄλλη. Ὁ χρόνος στενόχωρος καὶ
κρίσιμος διὰ τοὺς Ἰσραηλίτας,
ἀλλὰ καὶ ἀπὸ αὐτὸν
θὰ σωθοῦν.
|
7
Ἀλλοίμονον· ὅλα αὐτὰ συνέβησαν,
διότι, λόγῳ τῶν δεινῶν καὶ τῆς
τιμωρίας, ἦταν τρομερὴ ἡ ἡμέρα ἐκείνη·
δὲν θὰ ὑπάρξῃ ἄλλη παρομοία
πρὸς αὐτήν. Καὶ ὁ καιρὸς ἦταν
ἀπελπιστικὰ ἐπικίνδυνος καὶ κρίσιμος
διὰ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰακώβ,
τοὺς Ἰσραηλῖτες, ἀλλὰ θὰ
σωθοῦν καὶ ἀπὸ αὐτόν.
|
8
Ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ
εἶπε Κύριος, συντρίψω τὸν ζυγὸν
ἀπὸ τοῦ τραχήλου αὐτῶν
καὶ τοὺς δεσμοὺς αὐτῶν διαρρήξω,
καὶ οὐκ ἐργῶνται αὐτοὶ
ἔτι ἀλλοτρίοις·
|
8
Κατὰ τὴν ἡμέραν ὅμως ἐκείνην,
εἶπεν ὁ Κύριος, θὰ συντρίψω
ἐγὼ τὸν ζυγὸν ἀπὸ τὸν
τράχηλόν των καὶ θὰ διαρρήξω
τὰ δεσμὰ τῆς αἰχμαλωσίας των
καὶ δὲν θὰ δουλεύουν πλέον αὐτοὶ
διὰ τοὺς ξένους λαούς.
|
8
Ὅμως κατὰ τὴν ἱστορικὴν ἐκείνην
ἡμέραν, εἶπεν ὁ Κύριος, θὰ συντρίψω
τὸν ζυγὸν τῆς δουλείας ἀπὸ τὸν
τράχηλόν των καὶ τὰ δεσμὰ τῆς
αἰχμαλωσίας των θὰ τὰ διαρρήξω· καὶ
εἰς τὸ ἐξῆς αὐτοὶ δὲν
θὰ ἐργάζωνται εἰς ξένους λαούς.
|
9
καὶ ἐργῶνται τῷ Κυρίῳ
Θεῷ αὐτῶν, καὶ τὸν Δαυὶδ
Βασιλέα αὐτῶν ἀναστήσω αὐτοῖς.
|
9
Θὰ δουλεύουν εἰς Κύριον τὸν
Θεόν των καὶ ἐγὼ θὰ ἀνορθώσω
καὶ θὰ ἐγκαταστήσω μεταξὺ αὐτῶν
βασιλέα, ἀπόγονον τοῦ οἴκου
Δαδίδ.
|
9
Καὶ οἱ Ἰσραηλῖται θὰ ἐργάζωνται
πλέον εἰς τὸν Κύριον τὸν Θεόν των,
Ἐγὼ δὲ θὰ ἀναστήσω καὶ
θὰ ἐγκαταστήσω ἀπόγονον τοῦ Δαβὶδ
ὡς βασιλιᾶ ἰδικόν των <ἤ,
κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Θὰ ἀναστήσω
καὶ θὰ ἐγκαταστήσω τὸν νέον Δαβίδ,
τὸν Μεσσίαν, ὡς βασιλιᾶ ἰδικόν
των>. |
-12
Οὕτως εἶπε Κύριος· ἀνέστησα
σύντριμμα, ἀλγηρὰ ἡ πληγή σου·
|
12
Ἔτσι εἶπεν ὁ Κύριος: Ἀνώρθωσα
τὰ συντρίμματά σου, πολὺ ὀδυνηρὰ
ὑπῆρξεν ἡ πληγή σου, ὦ ἰσραηλιτικὲ
λαέ!
|
12
<Ἔτσι εἶπεν ὁ Κύριος: <Ἀνώρθωσα
καὶ ἐθεράπευσα τὰ συντρίμματα σὺν
πολὺ ὀδυνηρὴ ὑπῆρξεν ἡ
πληγή σου, Ἰσραηλιτικὲ λαέ!
|
13
οὐκ ἐστι κρίνων κρίσιν σου, εἰς
ἀλγηρὸν ἰατρεύθης, ὠφέλειά
σοι οὐκ ἔστι. |
13
Δὲν ὑπῆρχε μεταξύ σας ἄνθρωπος,
νὰ κρίνῃ δικαίως καὶ νὰ
ὑπερασπίζῃ τὰς ὑποθέσεις
σας. Κάθε προσπάθεια θεραπείας ἔκαμνεν
ὀξύτερον τὸν πόνον σου. Καμμία
ὠφέλεια δὲν προῆλθεν εἰς σέ.
|
13
Δὲν ὑπῆρχεν ἄνθρωπος νὰ σὲ
βοηθήσῃ, νὰ σταθῇ δίπλα σου καὶ
νὰ κρίνῃ τὴν δικαίαν ὑπόθεσίν σου·
κάθε προσπάθεια θεραπείας καθιστοῦσε χειροτέραν τὴν
κατάστασίν σου καὶ περισσότερον ἐπώδυνον·
σὺ καμμίαν καλλιτέρευσιν καὶ ὠφέλειαν δὲν
ἔλαβες. |
14
Πάντες οἱ φίλοι σου ἐπελάθοντό
σου, οὐ μὴ ἐπερωτήσωσιν· ὅτι
πληγὴν ἐχθροῦ ἔπαισά σε, παιδείαν
στερεάν· ἐπὶ πᾶσαν ἀδικίαν
σου ἐπλήθυναν αἱ ἁμαρτίαι σου.
|
14
Ὅλοι οἱ φίλοι σου σὲ ἐλησμόνησαν.
Δὲν θὰ ἐρωτήσουν, διὰ νὰ
μάθουν τὸ κατάντημά σου. Καὶ
τοῦτο, διότι ἐγὼ σοῦ κατέφερα
κτυπήματα μὲ τὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν,
σὲ ἐπαίδευσα μὲ σκληρὰν τιμωρίαν,
ἐπειδὴ μὲ τὰς πολυαρίθμους παραβάσεις
τοῦ Νόμου μου ἐπληθύνθησαν αἱ
ἁμαρτίαι σου.
|
14
Ὅλοι οἱ φίλοι σου <τὰ ἔθνη, εἰς
τὰ ὁποῖα ἐστήριξες τὶς
ἐλπίδες σου> σὲ ἐλησμόνησαν·
δὲν θὰ ἐρωτήσουν κἂν διὰ
νὰ πληροφορηθοῦν διὰ σέ. Καὶ τοῦτο
θὰ συμβῇ, διότι δὲν ἐχρησιμοποίησα
ἀπέναντί σου τὴν συνήθη μακροθυμίαν μου, ἀλλὰ
σὲ ἐκτύπησα μὲ τιμωρίαν σκληρὰν
καὶ σοῦ ἐδημιούργησα πληγὴν βαθεῖαν,
ὁμοίαν μὲ αὐτὴν ποὺ προξενεῖ
ὁ ἐχθρός· σὲ ἐπαιδαγώγησα
μὲ πολλὴν αὐστηρότητα. Καὶ τοῦτο,
διότι μὲ τὶς συνεχεῖς καὶ πολλὲς
ἀδικίες καὶ παρανομίες σου οἱ ἁμαρτίες
σου ἐπληθύνθησαν. |
16
Διὰ τοῦτο πάντες οἱ ἔσθοντές
σε βρωθήσονται, καὶ πάντες οἱ ἐχθροί
σου κρέας αὐτῶν πᾶν ἔδονται·
ἐπὶ πλῆθος ἀδικιῶν σου ἐπληθύνθησαν
αἱ ἁμαρτίαι σου, ἐποίησαν ταῦτά
σοι· καὶ ἔσονται οἱ διαφοροῦντές
σε εἰς διαφόρημα, καὶ πάντας τοὺς
προνομεύσαντάς σε δώσω εἰς προνομήν.
|
16
Ἀλλὰ ὅλοι ἐκεῖνοι, οἱ
ὁποῖοι σὲ κατέφαγον, θὰ καταφαγωθοῦν·
καὶ ὅλοι οἱ ἐχθροί σου θὰ
φάγουν τὰς σάρκας των. Ἐξ αἰτίας
τῶν πολυαρίθμων παρανομιῶν σου ἐπληθύνθησαν
αἱ ἁμαρτίαι σου. Διὰ τοῦτο δὲ
καὶ οἱ ἐχθροί σου ἐπέφεραν
ἐναντίον σου αὐτὰς τὰς συμφοράς.
Ἐκεῖνοι ὅμως, οἱ ὁποῖοι
σὲ διεσκόρπισαν εἰς διαφόρους περιοχάς,
θὰ διασκορπισθοῦν, καὶ ὅλους ἐκείνους
οἱ ὁποῖοι σὲ ἐλεηλάτησαν,
θὰ παραδώσω εἰς λεηλασίαν.
|
16
Διὰ τοῦτο ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ
ἐχθροί σου, οἱ ὁποῖοι σὲ
κατέφαγαν, θὰ καταφαγωθοῦν· καὶ ὅλοι
οἱ ἐχθροί σου θὰ καταφάγουν τὶς
σάρκες των <θὰ ἀλληλοεξοντωθοῦν μὲ
ἐμφυλίους πολέμους>. Οἱ ἐχθροί
σου σοῦ ἐπροξένησαν ὅλες αὐτὲς
τὶς συμφορὲς καὶ τὰ δεινὰ ἐξ
αἰτίας τοῦ πλήθους τῶν ἀδικιῶν
καὶ παρανομιῶν σου. Ὅμως ὅλοι ἐκεῖνοι,
οἱ ὁποῖοι σὲ διεσκόρπισαν καὶ
σὲ κατέστησαν ἀντικείμενον χλεύης, θὰ διασκορπισθοῦν
καὶ θὰ χλευασθοῦν· ὅλους δὲ
ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι σὲ ἐλεηλάτησαν
καὶ σὲ ἐλαφυραγώγησαν, θὰ παραδώσω
εἰς λεηλασίαν καὶ λαφυραγωγίαν.
|
17
Ὅτι ἀνάξω τὸ ἴαμά σου,
ἀπὸ πληγῆς ὀδυνηρᾶς ἰατρεύσω
σε, φησὶ Κύριος, ὅτι ἐσπαρμένη
ἐκλήθης· θήρευμα ὑμῶν ἐστιν,
ὅτι ζητῶν οὐκ ἔστιν αὐτήν.
|
17
Ἐγὼ θὰ ἐπιφέρω τὴν θεραπείαν
σου, θὰ σὲ θεραπεύσω ἀπὸ τὴν
ὀδυνηρὰν πληγήν σου, λέγει ὁ
Κύριος. Διότι ὠνομάσθης <Διεσπαρμένη>,
Διασπορά. Τὰ ἔθνη λέγουν· <ἡ
Ἰουδαία εἶναι θήραμα τοῦ καθενὸς
ἀπὸ ἡμᾶς, διότι δὲν ὑπάρχει
πλέον κανεὶς νὰ ἐνδιαφέρεται
δι' αὐτήν>.
|
17
Ἐπειδὴ Ἐγὼ θὰ ἀποκαταστήσω
τὴν ὑγείαν σου, θὰ θεραπεύσω τὴν ὀδυνηρὰν
πληγήν σου, λέγει ὁ Κύριος, διότι ὠνομάσθης <Διεσκορπισμένη>
<διασπορά>. Τὰ ἔθνη λέγουν μεταξύ
των: <Ἡ Ἰουδαία εἶναι θήραμα τοῦ
καθενός μας, διότι δὲν ὑπάρχει πλέον κανείς,
ὁ ὁποῖος νὰ φροντίζῃ καὶ
νὰ ἐνδιαφέρεται δι’ αὐτήν>!
|
18
Οὕτως εἶπε Κύριος· ἰδοὺ
ἐγὼ ἀποστρέψω τὴν ἀποικίαν
Ἰακὼβ καὶ τὴν αἰχμαλωσίαν
αὐτοῦ ἐλεήσω· καὶ οἰκοδομηθήσεται
πόλις ἐπὶ τὸ ὕψος αυτῆς,
καὶ ὁ ναὸς κατὰ τὸ κρίμα
αὐτοῦ καθεδεῖται. |
18
Ὁ Κύριος ὅμως ἔτσι λέγει: Ἰδοὺ
ἐγὼ θὰ ἐπαναφέρω ἐλευθέρους
εἰς τὴν πατρίδα των τοὺς αἰχμαλωτισθέντας
καὶ παροικοῦντας εἰς τὴν Βαβυλῶνα
Ἰουδαίους. Θὰ εύσπλαγχνισθῶ
καὶ θὰ ἐλεήσω τοὺς αἰχμαλώτους
αὐτούς. Τότε κάθε πόλις τῆς
Ἰουδαίας θὰ ἀνοικοδομηθῇ
μεγαλοπρεπής, καὶ
ὁ ναὸς θὰ ἀποκατασταθῇ,
ὅπως ἔχει ὁρισθῇ
δι' αὐτόν.
|
18
Ὅμως ἔτσι λέγει ὁ Κύριος: <Ἰδού!
Ἐγὼ θὰ ἐπιστρέψω καὶ θὰ
ἀποκαταστήσω τὸν αἰχμάλωτον εἰς τὴν
Βαβυλῶνα Ἰσραηλιτικὸν λαὸν ἐλεύθερον
εἰς τὴν πατρίδα του καὶ θὰ εὐσπλαγχνισθῶ
τοὺς αἰχμαλώτους αὐτούς. Καὶ τότε
κάθε πόλις θὰ οἰκοδομηθῇ εἰς τὸ
ὕψωμά της μεγαλοπρεπής, ὁ δὲ Ναὸς
θὰ ἀποκατασταθῇ, ὅπως ἔχει καθορισθῇ
δι’ αὐτόν. |
19
Καὶ ἐξελεύσονται ἀπ' αὐτῶν
ἄδοντες καὶ φωνὴ παιζόντων· καὶ
πλεονάσω αὐτούς, καὶ οὐ μὴ
ἐλαττωθῶσι. |
19
Καὶ θὰ ἐξέρχωνται οἱ λυτρωμένοι
Ἰσραηλῖται ἀπὸ τὰς
οἰκίας των
καὶ τὰς αὐλὰς τοῦ ναοῦ
ᾄδοντες καὶ παίζον χαρμόσυνα
μουσικὰ ὄργανα.
Θὰ πληθύνω αὐτοὺς καὶ δὲν
θὰ ὀλιγοστεύσουν πλέον.
|
19
Καὶ οἱ ἐλεύθεροι πλέον Ἰσραηλῖται
θὰ βγαίνουν ἀπὸ τὰ νεόκτιστα σπίτια
των καὶ τὸν Ναὸν ψάλλοντες ἄσματα
καὶ ὕμνους εὐχαριστίας, φωνὲς δὲ
χαρούμενες θὰ ἀκουσθοῦν ἀπὸ
ἐκείνους ποὺ παίζουν μουσικὰ ὄργανα.
Ἐξ ἄλλου θὰ πληθύνω τοὺς Ἰσραηλῖτες,
καὶ αὐτοὶ δὲν θὰ ὀλιγοστεύσουν
πλέον. |
20
καὶ εἰσελεύσονται οἱ υἱοὶ
αὐτῶν ὡς τὸ πρότερον, καὶ
τὰ μαρτύρια αὐτῶν κατὰ πρόσωπόν
μου ὀρθωθήσεται· καὶ ἐπισκέψομαι
τοὺς θλίβοντας αὐτούς.
|
20
Τὰ τέκνα των θὰ εἰσέρχονται
εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τὰς
αὐλὰς του ναοῦ, ὅπως καὶ προηγουμένως,
ἀσφαλῆ καὶ χαίροντα καὶ ἡ
πιστοποίησις, ὅτι
αὐτὰ εἶναι τὰ χαρούμενα τέκνα
τῶν λυτρωμένων πατέρων των, θὰ εἶναι
ὀρθὴ ἐνώπιόν μου. Θὰ τοὺς
ἐπισκεφθῶ μὲ εὐμένειαν καὶ
θὰ συντρίψω ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι
θὰ θελήσουν νὰ τοὺς θλίψουν.
|
20
Καὶ οἱ υἱοί των θὰ εἰσέρχονται
εὐτυχισμένοι εἰς τὴν πόλιν καὶ τὶς
αὐλὲς τοῦ Ναοῦ, ὅπως καὶ
προηγουμένως, τὰ δὲ πειστήριά των, ὅτι
αὐτοὶ εἶναι τέκνα τῶν ἐλευθέρων
πλέον Ἰσραηλιτῶν, καὶ ἄρα τέκνα ἰδικά
μου, θὰ εἶναι ὁλοφάνερα ἐνώπιόν
μου. Καὶ θὰ ἐπισκεφθῶ καὶ θὰ
τιμωρήσω ἐκείνους ποὺ τοὺς θλίβουν.
|
21
Καὶ ἔσονται ἰσχυρότεροι αὐτοῦ
ἐπ' αὐτούς, καὶ ὁ ἄρχων
αὐτοῦ ἐξ αὐτοῦ ἐξελεύσεται·
καὶ συνάξω αὐτοὺς, καὶ ἀποστρέψουσι
πρός με, ὅτι τίς ἐστιν οὗτος,
ὃς ἔδωκε τὴν καρδίαν αὐτοῦ
ἀποστρέψαι πρός με; Φησὶ Κύριος.
|
21
Καὶ θὰ ἀναδειχθοῦν ἄνδρες ἰσχυροὶ
καὶ ἱκανοὶ μεταξὺ
τῶν Ἰσραηλιτῶν ἄρχοντες
αὐτῶν. Καὶ ὁ ἔνας ἄρχων
ὁ πλέον ἐπίσημος θὰ ἐξέλθῃ
ἀπὸ τὸν λαὸν
αὐτόν. Θὰ τοὺς συγκεντρώσω καὶ
θὰ ἐπιστρέψουν αὐτοὶ πρὸς
ἐμέ, διότι ποῖος εἶναι ἐκεῖνος,
ὁ ὁποῖος ἔχει παραδώσει τὴν
καρδίαν του ἐπιστρέφων εἰς ἐμέ;
Λέγει ὁ Κύριος.
|
21
Καὶ θὰ ὑπάρχουν λαοὶ ἰσχυρότεροι
ἀπὸ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν, οἱ
ὁποῖοι θὰ ἐπιτίθενται ἐναντίον
του <ἤ, κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Καὶ
θὰ ἀναδειχθοῦν μεταξὺ τῶν Ἰσραηλιτῶν
ἄνδρες ἰσχυροὶ καὶ ἱκανοί, οἱ
ὁποῖοι θὰ ἡγοῦνται τούτων>.
Ὁ δὲ ἀρχηγὸς καὶ ἡγέτης
τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ θὰ ἀναδειχθῇ
ἀπὸ τὸν λαὸν αὐτόν, καὶ
ὄχι ὅπως ἀνεδεικνύετο μέχρι τώρα ἀπὸ
τοὺς Χαλδαίους κατακτητάς. Καὶ Ἐγὼ
θὰ συγκεντρώσω τοὺς Ἰσραηλῖτες, αὐτοὶ
δὲ θὰ ἐπιστρέψουν πρὸς Ἐμέ·
διότι ποῖος εἶναι ἐκεῖνος, ὁ
ὁποῖος ἔστρεψε κατὰ τρόπον μοναδικὸν
ὅλην τὴν θέλησιν καὶ τὴν καρδίαν του
πρὸς Ἐμέ;>, λέγει ὁ Κύριος.
|
23
Ὅτι ὀργὴ Κυρίου ἐξῆλθε
θυμώδης, ἐξῆλθεν ὀργὴ στρεφομένη,
ἐπ' ἀσεβεῖς ἥξει.
|
23
Μεγάλη ὀργὴ Κυρίου ἐξέσπασεν,
ἐξῆλθεν ὀργὴ Κυρίου στρεφομένη
πρὸς ὅλας τὰς κατευθύνσεις. Ἐναντίον
τῶν ἀσεβῶν θὰ ἐπέλθῃ.
|
23
Ὀργὴ Κυρίου μεγάλη ἐξέσπασεν·
ὀργὴ Κυρίου ἐξῆλθεν, ἡ ὁποία
στρέφεται πρὸς ὅλες τὶς κατευθύνσεις. Ἡ
φοβερὰ αὐτὴ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ
θὰ ἐκσπάσῃ κατὰ τῶν ἀσεβῶν.
|
24
Οὐ μὴ ἀποστροφῇ ὀργῇ θυμοῦ
Κυρίου, ἔως ποιήσει καὶ ἕως
καταστήσῃ ἐγχείρημα καρδίας
αὐτοῦ· ἐπ' ἐσχάτων τῶν
ἡμερῶν γνώσεσθε αὐτά.
|
24
Ἡ ὀργὴ καὶ ὁ θυμὸς τοῦ
Κυρίου δὲν θὰ καταπαύσουν, ἕως
ὅτου πραγματοποιήσουν καὶ φέρουν
εἰς πέρας τὴν
ἀπόφασιν τῆς
καρδίας αὐτοῦ. Θὰ ἴδετε
κατὰ τὰς τελευταίας ἡμέρας
μὲ τὰ μάτια σας καὶ θὰ
γνωρίσετε τὰ προφητευόμενα αὐτά.
|
24
Ὁ θυμὸς τῆς σφοδρᾶς ἀγανακτήσεως
τοῦ Κυρίου δὲν θὰ ὑποχωρήσῃ,
παρὰ μόνον μέχρις ὅτου ὁλοκληρώσω ἐκεῖνο,
τὸ ὁποῖον ἐσχεδίασεν εἰς
τὴν καρδίαν του. <Ὅλα ὅμως αὐτὰ
μὴ ζητεῖτε νὰ τὰ κατανοήσετε τώρα·
διότι τώρα εἶναι καιρὸς τῆς ἰδικῆς
σας τιμωρίας>. Κατὰ τὶς τελευταῖες ἡμέρες
θὰ ἐννοήσετε καθαρὰ αὐτά, τὰ
ὁποῖα προφητεύονται. |