Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
λόγος
ὁ γενόμενος πρὸς Ἱερεμίαν ἅπασι
τοῖς Ἰουδαίοις τοῖς κατοικοῦσιν.
Ἐν γῇ Αἰγύπτου κοὶ τοῖς
καθημένοις ἐν Μαγδώλῳ καὶ ἐν
Τάφνας καὶ ἐν γῇ Παθούρης λέγων·
|
λόγος
τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος ἔγινε
πρὸς τὸν Ἱερεμίαν, διὰ νὰ
ἀνακοινωθῇ πρὸς ὅλους τοὺς Ἰουδαίους,
ποὺ κατοικοῦν εἰς τὴν χώραν
τῆς Αἰγύπτου, εἰς τοὺς ἐγκατεστημένους
εἰς Μάγδωλον, εἰς Τάφνας καὶ
εἰς τὴν περιοχὴν τῆς Παθούρης.
Ὁ λόγος αὐτὸς ἦτο ὁ ἑξῆς·
|
ἀποκαλυπτικὸς
λόγος τοῦ Κυρίου ποὺ ἀπηνθύνθη πρὸς
τὸν Ἱερεμίαν καὶ ἀφορᾷ εἰς
ὅλους τοὺς Ἰουδαίους ποὺ κατοικοῦν
εἰς τὴν Αἴγυπτον, δηλαδὴ ἐκείνους,
οἱ ὁποῖοι κατοικοῦν εἰς Μάγδωλον
καὶ εἰς Τάφνας καὶ εἰς τὴν περιοχὴν
τῆς Παθούρης. Ὁ λόγος αὐτός, ποὺ ἔπρεπε
νὰ ἀνακοινωθῇ εἰς ὅλους τοὺς
Ἰουδαίους, ἦταν ὁ ἀκόλουθος:
|
2
οὕτως εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραήλ·
ὑμεῖς ἑωράκατε πάντα τὰ
κακά, ἃ ἐπήγαγον ἐπὶ Ἱερουσαλὴμ
καὶ ἐπὶ τὰς πόλεις Ἰούδα,
καὶ ἰδοὺ εἰσιν ἔρημοι ἀπὸ
ἐνοίκων |
2
Ἔτσι εἶπεν ὁ Κύριος ὁ Θεὸς
τοῦ Ἰσραήλ: Σεῖς εἴδατε ὅλας
τὰς τιμωρίας καὶ τὰς συμφοράς,
τὰς ὁποίας ἐξαπέστειλα ἐναντίον
τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ
ἐναντίον τῶν πόλεων τοῦ
ἰουδαϊκοῦ βασιλείου· καὶ ἰδού,
ὅλαι αὐταὶ εἶναι ἔρημοι πλέον
ἀπὸ κατοίκους.
|
2
<Ἔτσι εἶπεν ὁ Κύριος, ὁ Θεὸς
τὸν Ἰσραήλ: <Σεῖς ἔχετε ἰδεῖ
ὅλον τὸν ὄλεθρον καὶ τὴν καταστροφὴν
ποὺ ἐξαπέστειλα ἐναντίον τῆς Ἱερουσαλὴμ
καὶ ἐναντίον τῶν πόλεων τῆς Ἰουδαίας.
Καὶ ἰδού! ὅλες αὐτὲς εἶναι
σήμερα ἔρημες καὶ ἀκατοίκητες.
|
3
ἀπὸ προσώπου πονηρίας αὐτῶν,
ἧς ἐποίησαν παραπικρᾶναί με
πορευθέντες θυμιᾶν θεοῖς ἑτέροις,
οἷς οὐκ ἔγνωτε. |
3
Τοῦτο δὲ ἐξ αἰτίας τῆς
κακίας τῶν ἀνθρώπων, τὴν ὁποίαν
αὐτοὶ διέπραξαν, ὥστε νὰ μὲ
παραπικράνουν καὶ νὰ μὲ ἐξερεθίσουν,
διότι ἐπορεύθησαν νὰ λατρεύσουν
καὶ νὰ προσφέρουν
θυμίαμα εἰς θεοὺς ξένους, εἰδωλολατρικούς,
τοὺς ὁποίους προηγουμένως δὲν
ἐγνωρίζατε.
|
3
Ὅλα δὲ αὐτὰ συνέβησαν ἕνεκα
τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς καὶ τῶν
ἔργων των, τὰ ὁποῖα ἔπραξαν
διὰ νὰ μὲ καταπικράνουν καὶ προκαλέσουν
τὴν ὀργήν μου, μὲ τὸ νὰ πορεύωνται
καὶ νὰ προσφέρουν θυσίαν θυμιάματος εἰς
θεοὺς ξένους <εἰδωλολατρικούς>, τοὺς
ὁποίους δὲν ἐγνωρίζατε προηγουμένως.
|
4
Καὶ ἀπέστειλα πρὸς ὑμᾶς
τοὺς παῖδάς μου τοὺς προφήτας
ὄρθρου καὶ ἀπέστειλα λέγων·
μὴ ποιήσητε τὸ πρᾶγμα τῆς μολύνσεως
ταύτης, ἧς ἐμίσησα.
|
4
Ἐγὼ ἀπέστειλα πρὸς σᾶς
τοὺς δούλους μου, τοὺς προφήτας, πολὺ
ἐνωρίς. Τοὺς ἀπέστειλα, διὰ
νὰ σᾶς εἴπω· Μὴ διαπράξετε
τὸ βδελυρὸν τοῦτο ἁμάρτημα τῆς
εἰδωλολατρείας, ποὺ ἐγὼ ἔχω
μισήσει. |
4
Ἐπράξατε μάλιστα ὅλα αὐτά, ἐνῷ
Ἐγὼ ἀπέστειλα πρὸς σᾶς τοὺς
δούλους μου τοὺς προφήτας πολὺ ἐνωρίς
<κατ ἄλλην γραφήν: Ἐπιμόνως καὶ ἀδιακόπως>,
διὰ νὰ σᾶς εἴπω: Μὴ κάμετε αὐτὸ
τὸ σιχαμερόν, ἀηδιαστικὸν καὶ μυσαρὸν
πρᾶγμα, τὴν εἰδωλολατρίαν, τὸ ὁποῖον
ἐμίσησα. |
5
Καὶ οὐκ ἤκουσάν μου, καὶ οὐκ
ἔκλιναν τὸ οὖς αὐτῶν ἀποστρέψαι
ἀπὸ τῶν κακῶν αὐτῶν πρὸς
τὸ μὴ θυμιᾶν θεοῖς ἑτέροις.
|
5
Ἐκεῖνοι ὅμως δὲν μὲ ἤκουσαν.
Δὲν ἔδωσαν προσοχὴν εἰς τὰ λόγια
μου, ὥστε νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ
τὰς ἁμαρτίας των καὶ νὰ μὴ
προσφέρουν θυσίας θυμιάματος εἰς ξένους
θεούς.
|
5
Αὐτοὶ ὅμως δὲν μὲ ἄκουσαν,
οὔτε ἔδωκαν προσοχὴν εἰς τὰ
λόγια μου, ὥστε νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ
τὶς ἀσέβειες καὶ τὴν εἰδωλολατρίαν
των καὶ νὰ παύσουν νὰ προσφέρουν θυσίαν
θυμιάματος εἰς ἄλλους θεούς, εἰδωλολατρικούς.
|
6
Καὶ ἔσταξεν ἡ ὀργή μου καὶ
ὁ θυμός μου καὶ ἐξεκαύθη ἐν
πόλεσιν Ἰούδα καὶ ἔξωθεν Ἱερουσαλήμ,
καὶ ἐγενήθησαν εἰς ἐρήμωσιν
καὶ εἰς ἄβατον ὡς ἡ ἡμέρα
αὔτη. |
6
Ἡ ὀργή μου ἐξέσπασε τότε
καὶ ὁ θυμός μου ἐξεκαύθη ἐναντίον
τῶν πόλεων τῆς Ἰουδαίας, ἐντὸς
καὶ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ,
καὶ ἔγιναν αὐταὶ ἔρημοι καὶ
ἄβατοι, ὅπως μαρτυρεῖ
καὶ ἡ σημερινὴ ἡμέρα.
|
6
Ἔτσι ἐξεχείλισε καὶ ἐξέσπασεν
ἡ δικαία ὀργή μου καὶ ὁ θυμός
μου ἄναψε ὡς φωτιὰ καὶ ὡς καμίνι
ποὺ καίεται κατὰ τῶν πόλεων τῆς Ἰουδαίας,
μέσα καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ,
καὶ αὐτὲς κατήντησαν ἔρημες καὶ
ἄβατες, ὅπως μαρτυρεῖ ἡ σημερινὴ
ἡμέρα>. |
7
Καὶ νῦν οὕτως εἶπε Κύριος παντοκράτωρ·
ἱνατὶ ὑμεῖς ποιεῖτε κακὰ
μεγάλα ἐπὶ ψυχαῖς ὑμῶν
ἐκκόψαι ὑμῶν ἄνθρωπον καὶ
γυναῖκα, νήπιον καὶ θηλάζοντα ἐκ
μέσου Ἰούδα πρὸς τὸ μὴ
καταλειφθῆναι ὑμῶν μηδένα,
|
7
Καὶ τώρα αὐτὰ εἶπε Κύριος
ὁ παντοκράτωρ· διατὶ σεῖς διαπράττετε
αὐτὰ τὰ μεγάλα κακὰ ἐναντίον
τῆς ζωῆς σας, ὥστε
νὰ ξεκόψετε καὶ νὰ ξερριζώσετε
ὅλους τοὺς ἄνδρας
καὶ τὰ βρέφη, τὰ ὁποῖα
θηλάζουν, ἀπὸ τὴν
Ἰουδαίαν γῆν, διὰ νὰ μὴ
μείνῃ κανεὶς ἀπὸ σᾶς ἐκεῖ;
|
7
Καὶ τώρα ἔτσι εἶπεν ὁ Κύριος ὁ
Παντοκράτωρ: <Διατὶ σεῖς προξενεῖτε πλήρη
καταστροφὴν εἰς τοὺς ἑαυτούς
σας, ὥστε νὰ ἀποσπάσετε καὶ νὰ
ξερριζώσετε ὅλους τοὺς ἄνδρες καὶ
τὶς γυναῖκες καὶ τὰ νήπια <παιδιά>
καὶ τὰ βρέφη ποὺ θηλάζουν ἀπὸ
τὴν χώραν τῆς Ἰουδαίας, διὰ νὰ
μὴ μείνῃ κανένα ὑπόλειμμα ἀπὸ
σᾶς ἐκεῖ; |
8
παραπικρᾶναί με ἐν τοῖς ἔργοις
τῶν χειρῶν ὑμῶν θυμιᾶν θεοῖς
ἑτέροις ἐν γῆ Αἰγύπτῳ,
εἰς ἣν ἤλθατε
κατοικεῖν ἐκεῖ, ἵνα ἐκκοπῆτε
καὶ ἵνα γένησθε
εἰς κατάραν καὶ εἰς
ὀνειδισμὸν ἐν πᾶσι τοῖς
ἔθνεσι τῆς γῆς; |
8
Διατὶ μὲ παρεπικράνατε καὶ μὲ
ἐξεριθίσατε μὲ τὰ ἔργα τῶν
χειρῶν σας, μὲ τὸ ὅτι
προσεφέρατε θυσίαν
θυμιάματος εἰς ξένους θεούς,
εἰδωλολατρικούς, εἰς τὴν χώραν
τῆς Αἰγύπτου, εἰς τὴν ὁποίαν
εἰσήλθατε, διὰ νὰ ἐγκατασταθῆτε
ἐκεῖ; Καὶ ταῦτα διὰ νὰ
ἐξολοθρευθῆτε καὶ νὰ γίνετε
ἀντικείμενον κατάρας καὶ ἐμπαιγμοῦ
εἰς ὅλα τὰ ἔθνη τῆς γῆς.
|
8
Διατὶ μὲ κατεπικράνατε καὶ ἐπροκαλέσατε
τὴν ὀργήν μου διὰ τῶν ἔργων
τῶν χειρῶν σας, μὲ τὸ νὰ προσφέρετε
θυσίαν θυμιάματος εἰς ξένους, εἰδωλολατρικοὺς
θεοὺς εἰς τὴν Αἴγυπτον, εἰς
τὴν ὁποίαν ἤλθατε νὰ ἐγκατασταθῆτε
Ἐκεῖ; Ὅλα λοιπὸν αὐτὰ
τὰ ἐκάματε διὰ νὰ σφαγῆτε
καὶ ἐξολοθρευθῆτε καὶ διὰ νὰ
καταντήσετε ἀντικείμενον κατάρας, χλεύης καὶ ὀνειδισμοῦ
μεταξὺ ὅλων τῶν ἐθνῶν τῆς
γῆς; |
9
Μὴ ἐπιλέλησθε ὑμεῖς τῶν
κακῶν τῶν πατέρων ὑμῶν καὶ
τῶν κακῶν τῶν βασιλέων Ἰούδα
καὶ τῶν κακῶν τῶν ἀρχόντων
ὑμῶν καὶ τῶν κακῶν τῶν
γυναικῶν ὑμῶν, ὧν ἐποίησαν
ἐν γῇ Ἰούδα καὶ ἔξωθεν
Ἱερουσαλήμ; |
9
Μήπως ἔχετε λησμονήσει τὰς πονηρίας
τῶν προγόνων σας
καὶ τῶν κακῶν βασιλέων τῆς
Ἰουδαίας καὶ τῶν κακῶν ἀρχόντων
σας καὶ τῶν πονηρῶν
γυναικῶν σας, αὐτὰ τὰ κακά,
τὰ ὁποῖα διέπραξαν
εἰς τὴν ἰουδαϊκὴν γῆν ἐντὸς
καὶ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ;
|
9
Μήπως ἔχετε λησμονήσει τὴν ἁμαρτωλὴν
διαγωγὴν τῶν πατέρων σας καὶ τὴν ἁμαρτωλὴν
ζωὴν τῶν βασιλέων τοῦ Ἰούδα καὶ
τὴν ἁμαρτωλὴν διαγωγὴν τῶν ἀρχόντων
σας καὶ τὴν ἁμαρτωλὴν εἰδωλολατρικὴν
ζωὴν τῶν γυναικῶν σας, ποὺ παρουσίασαν
εἰς τὴν χώραν τῆς Ἰουδαίας μέσα καὶ
ἔξω ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ;
|
10
Καὶ οὐκ ἐπαύσαντο ἕως τῆς
ἡμέρας ταύτης καὶ οὐκ ἀντείχοντο
τῶν προσταγμάτων μου, ὧν ἔδωκα κατὰ
πρόσωπον τῶν πατέρων αὐτῶν.
|
10
Καὶ μέχρι τῆς ἡμέρας αὐτῆς
δὲν ἔπαυσαν νὰ ἁμαρτάνουν, καὶ
δὲν ἐκράτησαν οὔτε ἐτήρησαν
τὰ προστάγματα μου· αὐτὰ τὰ
ὁποῖα ἐγὼ ἔδωκα ἐνώπιον
τῶν προγόνων των.
|
10
Καὶ μέχρι τῆς ἡμέρας αὐτῆς δὲν
ἔπαυσαν νὰ ἁμαρτάνουν, οὔτε
ὑπήκουσαν ἢ ἐτήρησαν τὰ προστάγματα
τοῦ νόμου μου, τὰ ὁποῖα ἔδωκα
ἐνώπιον τῶν προπατόρων των.
|
11
Διὰ τοῦτο οὕτως εἶπε Κύριος·
ἰδοὺ ἐγὼ ἐφίστημι τὸ
πρόσωπόν μου |
11
Διὰ τοῦτο ἔτσι εἶπεν ὁ Κύριος:
Ἰδοὺ ἐγὼ στρέφω
καὶ στηρίζω τὸ πρόσωπόν μου
ἐναντίον σας.
|
11
Διὰ τοῦτο ἔτσι εἶπεν ὁ Κύριος:
Ἰδού, Ἐγὼ ἔστρεψα καὶ ἐστήριξα
ἀποφασιστικῶς καὶ ἀπειλητικῶς
τὸ πρόσωπόν μου ἐναντίον σας, μὲ τὴν
ἀμετάκλητον ἀπόφασιν |
12
τοῦ ἀπολέσαι πάντας τοὺς καταλοίπους
τοὺς ἐν Αἰγύπτῳ, καὶ πεσοῦνται
ἐν ρομφαίᾳ καὶ ἐν λιμῷ
ἐκλείψουσιν ἀπὸ μικροῦ ἕως
μεγάλου καὶ ἔσονται εἰς ὀνειδισμὸν
καὶ εἰς ἀπώλειαν καὶ εἰς
κατάραν. |
12
Καὶ αὐτό, διὰ νὰ καταστρέψω
ὅλους τοὺς ἀπομείναντας Ἰουδαίους
εἰς τὴν Αἴγυπτον, οἱ
ὁποῖοι καὶ
θὰ πέσουν ἐν στόματι
μαχαίρας, θὰ ἐξολοθρευθοῦν ἀπὸ
τὴν πεῖναν, ἀπὸ μικρὸν ἕως
μεγάλον. Θὰ γίνουν ἀντικείμενον
ἐμπαιγμοῦ καὶ ὀλέθρου καὶ
κατάρας.
|
12
νὰ καταστρέψω ὅλους τοὺς ὑπολοίπους
Ἰουδαίους ποὺ εἶναι ἐγκατεστημένοι
εἰς τὴν Αἴγυπτον, οἱ ὁποῖοι
θὰ πέσουν σφαζόμενοι ἀπὸ πλατὺ καὶ
μεγάλο ἀμφίστομον σπαθὶ καὶ θὰ ἐξολοθρευθοῦν
ἀπὸ τὴν πεῖναν, ἀπὸ τὸν
μικρότερον μέχρι τὸν μεγαλύτερον, καὶ θὰ
καταντήσουν ἀντικείμενον χλεύης, ὀνειδισμοῦ
καὶ καταστροφῆς καὶ κατάρας.
|
13
Καὶ ἐπισκέψομαι ἐπὶ τοὺς
καθημένους ἐν γῇ Αἰγύπτῳ
ὡς ἐπεσκεψάμην ἐπὶ Ἱερουσαλὴμ
ἐν ρομφαίᾳ καὶ ἐν λιμῷ
καὶ ἐν θανάτῳ,
|
13
Θα ἐπισκεφθῶ ἐν τῇ δικαιοσύνῃ
μου καὶ θὰ τιμωρήσω αὐτούς,
ποὺ εἶναι ἐγκατεστημένοι εἰς
τὴν Αἴγυπτον, ὅπως ἐπεσκέφθην
καὶ ἐτιμώρησα τὴν Ἱερουσαλήμ
μὲ ρομφαίαν καὶ μὲ λιμὸν καὶ
μὲ θανατηφόρον νόσον.
|
13
Καὶ θὰ ἐπισκεφθῶ διὰ νὰ
τιμωρήσω ὅσους εἶναι ἐγκατεστημένοι
εἰς τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου, ὅπως
ἐτιμώρησα τὴν Ἱερουσαλὴμ μὲ
πλατὺ καὶ μεγάλο ἀμφίστομον σπαθὶ
καὶ μὲ πεῖναν καὶ μὲ λοιμικὴν
ἀρρώστιαν. |
14
καὶ οὐκ ἔσται σεσωσμένος οὐθεὶς
τῶν ἐπιλοίπων Ἰούδα τῶν
παροικούντων ἐν γῇ Αἰγύπτῳ
τοῦ ἐπιστρέψαι εἰς γῆν Ἰούδα,
ἐφ ἣν αὐτοὶ ἐλπίζουσι
ταῖς ψυχαῖς αὐτῶν τοῦ ἐπιστρέψαι
ἐκεῖ· οὐ μὴ ἐπιστρέψωσιν
ἀλλ' ἢ ἀνασεσωσμένοι.
|
14
Κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀπομείνατας
Ἰουδαίους, ποὺ κατοικοῦν
εἰς τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου,
δἐν θὰ διασωθῇ, ὥστε νὰ ἐπανέλθῃ
εἰς τὴν χώραν τῆς Ἰουδαίας,
εἰς τὴν ὁποίαν ποθοῦν καὶ
ἐλπίζουν μὲ ὅλην των τὴν
ψυχὴν νὰ ἐπανέλθουν. Δὲν θὰ
ἐπανέλθουν, παρὰ μόνον ἐλάχιστοι,
ποὺ θὰ διασωθοῦν ἀπὸ τὴν
καταστροφήν. |
14
Ἀπὸ δὲ τοὺς Ἰουδαίους ποὺ
ἀπέμειναν μετὰ τὴν ἐπιδρομὴν
τῶν Βαβυλωνίων, καὶ οἱ ὁποῖοι
παροικοῦν τώρα εἰς τὴν Αἴγυπτον, κανεὶς
δὲν θὰ διασωθῇ, ὥστε νὰ ἐπιστρέψῃ
πάλιν εἰς τὴν χώραν τῆς Ἰουδαίας,
εἰς τὴν ὁποίαν νοσταλγοῦν καὶ
ποθοῦν μὲ ὅλην των τὴν ψυχὴν
νὰ ἐπιστρέψουν. Δὲν θὰ ἐπιστρέψουν
παρὰ μόνον ἐλάχιστοι, οἱ ὁποῖοι
τελικῶς θὰ ἐπιζήσουν καὶ θὰ
διασωθοῦν ἀπὸ τὴν καταστροφήν>.
|
15
Καὶ ἀπεκρίθησαν τῷ Ἱερεμίᾳ
πάντες οἱ ἄνδρες οἱ γνόντες
ὅτι θυμιῶσιν αἱ γυναῖκες αὐτῶν
θεοῖς ἑτέροις καὶ πᾶσαι αἱ
γυναῖκες, συναγωγὴ μεγάλη, καὶ πᾶς
ὁ λαὸς οἱ καθήμενοι ἐν γῇ
Αἰγύπτῳ, ἐν Παθουρῇ, λέγοντες·
|
15
Τότε ὅλοι οἱ
ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι ἐπληροφορήθησαν
ὅτι αἱ γυναῖκες των
προσέφεραν θυσίαν θυμιάματος εἰς
ξένους θεοὺς καὶ ὅλαι αἱ γυναῖκες,
μεγάλη συγκέντρωσις λαοῦ, ὅλος ὁ
λαός, ὁ ὁποῖος εἶχεν ἐγχατασταθῆ
εἰς τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου
εἰς Παθουρήν, ἀπήντησαν πρὸς
τὸν Ἱερεμίαν καὶ εἶπαν:
|
15
Εἰς αὐτὰ ὅλοι οἱ ἄνδρες,
οἱ ὁποῖοι ἐγνώριζαν ὅτι
οἱ γυναῖκες των προσέφεραν θυσίαν θυμιάματος εἰς
ἄλλους θεούς, εἰδωλολατρικούς, καὶ
ὅλες οἱ γυναῖκες ποὺ ἦσαν παροῦσες,
πλῆθος μέγα, καὶ ὅλος ὁ Ἰουδαϊκὸς
λαὸς ποὺ ἦταν ἐγκατεστημένος εἰς
τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου, εἰς
τὴν Παθουρήν, ἀπάντησαν εἰς τὸν
Ἱερεμίαν ὡς ἀκολούθως:
|
16
ὁ λόγος, ὃν ἐλάλησας πρὸς
ἡμᾶς τῷ ὀνόματι Κυρίου,
οὐκ ἀκούσομέν σου,
|
16
<Δὲν θὰ ἀκούσωμεν σὲ καὶ
δὲν θὰ ὑπακούσωμεν εἰς τὸν
λόγον, τὸν ὁποῖον ἐξ ὀνόματος
τοῦ Κυρίου εἶπες πρὸς ἡμᾶς,
|
16
<Δὲν ἔχομεν διάθεσιν νὰ ἀκούσωμεν
τὸν λόγον, τὸν ὁποῖον τώρα εἶπες
πρὸς ἡμᾶς ἐξ ὀνόματος τοῦ
Κυρίου, |
17
ὅτι ποιοῦντες ποιήσομεν πάντα τὸν
λόγον, ὃς ἐξελεύσεται ἐκ τοῦ
στόματος ἡμῶν, θυμιᾶν τῇ βασιλίσσῃ
τοῦ οὐρανοῦ καὶ σπένδειν αὐτῇ
σπονδάς, καθὰ ἐποιήσαμεν ἡμεῖς
καὶ οἱ πατέρες ἡμῶν καὶ
οἱ βασιλεῖς ἡμῶν καὶ οἱ
ἄρχοντες ἡμῶν ἐν πόλεσιν Ἰούδα
καὶ ἔξωθεν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐπλήσθημεν
ἄρτων καὶ ἐγενόμεθα χρηστοὶ
καὶ κακὰ οὐκ εἴδομεν·
|
17
ἀλλὰ ὀπωσδήποτε θὰ πράξωμεν
αὐτό, τὸ ὁποῖον
βγαίνει ἀπὸ
τὸ στόμα μας καὶ ἀπὸ τὴν
καρδίαν μας. Θὰ προσφέρωμεν θυμίαμα
εἰς τὴν βασίλισσαν τοῦ οὐρανοῦ,
τὴν Σελήνην, θὰ προσφέρωμεν
σπονδὰς εἰς αὐτήν, ὅπως ἐπράξαμεν
ἡμεῖς προηγουμένως καὶ οἱ
πρόγονοὶ μας καὶ οἱ βασιλεῖς
μας καὶ οἱ ἄρχοντες μας, εἰς τὰς
πόλεις τοῦ Ἰούδα, εἰς τοὺς
δρόμους τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ εἴχαμεν
χορτάσει ἀπὸ ἄρτους, ἐζήσαμεν
εὐτυχεῖς, καὶ κανένα κακὸν δὲν
εἴδαμεν.
|
17
διότι ἔχομεν τὴν ἀπόφασιν νὰ πραγματοποιήσωμεν
ὁπωσδήποτε τὸν λόγον ποὺ διετυπώσαμεν ὡς
ὅρκον ὅτι θὰ πράξωμεν: Θὰ προσφέρωμεν
θυσίαν θυμιάματος εἰς τὴν βασίλισσαν τοῦ
οὐρανοῦ, τὴν σελήνην, θὰ προσφέρωμεν
εἰς αὐτὴν σπονδάς, ὅπως ἐκάμαμε
καὶ παλαιότερα ἐμεῖς καὶ οἱ
προπάτορές μας καὶ οἱ βασιλεῖς μας
καὶ οἱ ἄρχοντες μας εἰς τὶς
πόλεις τοῦ Ἰούδα καὶ μέσα καὶ ἔξω
ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ· τότε
εἴχαμε χορτάσει ψωμί <εἴχαμε ἀφθονίαν
ἀγαθῶν> καὶ ἐζούσαμε εὐτυχισμένοι
καὶ δὲν ὑπεφέραμε ἀπὸ
καμμίαν δυστυχίαν! |
18
καὶ ὡς διελίπομεν θυμιῶντες τῇ
βασιλίσσῃ τοῦ οὐρανοῦ, ἠλαττώθημεν
πάντες καὶ ἐν ρομφαίᾳ καὶ
ἐν λιμῷ ἐξελίπομεν. |
18
Ὅταν ὅμως ἐπαύσαμεν
νὰ προσφέρωμεν θυμίαμα εἰς
σελήνην, τὴν βασίλισσαν τοῦ
οὐρανοῦ, ἐστερήθημεν ὅλοι ἀπὸ
ὅλα καὶ ἐξωλοθρεύθημεν μὲ ἐχθρικὴν
ρομφαίαν καὶ μὲ τὸν λιμόν.
|
18
Ἀπὸ τότε ὅμως ποὺ ἐσταματήσαμε
νὰ προσφέρωμεν θυσίαν θυμιάματος εἰς τὴν
βασίλισσαν τοῦ οὐρανοῦ ἐστερηθήκαμε
ὅλοι τῶν ἀναγκαίων καὶ ἐξωλοθρευθήκαμε
μὲ τὸ πλατὺ καὶ μεγάλο ἀμφίστομον
σπαθὶ τοῦ ἐχθροῦ καὶ μὲ
πεῖναν! |
19
Καὶ ὅτι ἡμεῖς θυμιῶμεν τῇ
βασιλίσσῃ τοῦ οὐρανοῦ καὶ
ἐσπείσαμεν αὐτῇ σπονδάς, μὴ
ἄνευ τῶν ἀνδρῶν ἡμῶν ἐποιήσαμεν
αὐτῇ χαυῶνας καὶ ἐσπείσαμεν
αὐτῇ σπονδάς; |
19
Ἀλλὰ καὶ ἡμεῖς αἱ γυναῖκες,
ὅταν προσεφέραμεν θυσίαν θυμιάματος
εἰς τὴν βασίλισσαν τοῦ οὐρανοῦ,
καὶ ἐκάμαμεν εἰς αὐτὴν
σπονδάς, μήπως ἐν ἀγνοίᾳ
τῶν συζύγων μας προσεφέραμεν εἰς αὐτὴν
πλακούντια μὲ τὴν εἰκόνα της
καὶ ἐκάναμεν πρὸς αὐτὴν
σπονδάς;>
|
19
Ἐκτὸς αὐτοῦ, ὅταν ἐμεῖς
οἱ γυναῖκες προσεφέραμεν θυσίαν θυμιάματος εἰς
τὴν βασίλισσαν τοῦ οὐρανοῦ καὶ
ἐκάναμε θυσίες σπονδῆς εἰς αὐτήν,
μήπως ἐν ἀγνοίᾳ τῶν συζύγων
μας προσεφέραμε εἰς αὐτὴν ὡς θυσίαν
μικρὲς πίττες μὲ μορφὴν σελήνης, καὶ
ἐκάναμε εἰς αὐτὴν θυσίες σπονδῆς;>
|
-20
Καὶ εἶπεν Ἱερεμίας παντὶ τῷ
λαῷ, τοῖς δυνατοῖς καὶ ταῖς
γυναιξὶ καὶ παντὶ τῷ λαῷ, τοῖς
ἀποκριθεῖσιν αὐτῷ λόγους, λέγων·
|
20
Ὁ Ἱερεμίας ἀπήντησε τότε
εἰς ὅλον τὸν λαόν, εἰς τοὺς
ἐπισήμους ἄνδρας καὶ
εἰς τὰς γυναῖκας καὶ εἰς ὅλους
ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι τοῦ
εἶπαν τοὺς ἀνωτέρω λόγους, καὶ
εἶπεν:
|
20
Εἰς ὅλον τὸν λαόν, εἰς τοὺς
ἐπισήμους καὶ ἰσχυρούς, εἰς τὶς
γυναῖκες καὶ εἰς ὅλον τὸ πλῆθος,
οἱ ὁποῖοι τοῦ ἀπεκρίθησαν τὰ
πιὸ πάνω λόγια, ὁ Ἱερεμίας ἀνταπάντησε
ὡς ἐξῆς: |
21
οὐχὶ τοῦ θυμιάματος, οὗ ἐθυμιάσατε
ἐν ταῖς πόλεσιν Ἰούδα καὶ
ἔξωθεν Ἱερουσαλὴμ ὑμεῖς καὶ
οἱ πατέρες ὑμῶν καὶ οἱ
βασιλεῖς ὑμῶν καὶ οἱ ἄρχοντες
ὑμῶν καὶ ὁ λαὸς τῆς γῆς,
ἐμνήσθη Κύριος, καὶ ἀνέβη
ἐπὶ τὴν καρδίαν αὐτοῦ;
|
21
<Ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ θυσία
τοῦ θυμιάματος, ποὺ προσεφέρατε σεῖς
εἰς τὰς πόλεις τῆς Ἰουδαίας,
εἰς τὰς ὁδοὺς
τῆς Ἱερουσαλήμ, σεῖς καὶ οἱ
πρόγονοί σας καὶ οἱ βασιλεῖς
σας καὶ οἱ ἄρχοντές σας καὶ
ὁ λαὸς τῆς χώρας, ἀκριβῶς
αὐτὰ δὲν ἐνεθυμήθη ὁ Θεὸς
καὶ αἱ κακαί σας αὐταὶ πράξεις
δὲν ἀνέβησαν εἰς τὴν καρδίου
του;
|
21
<Αὐτὲς ἀκριβῶς οἱ θυσίες
τοῦ θυμιάματος, τὶς ὁποῖες προσεφέρατε
εἰς τὰ εἴδωλα εἰς τὶς πόλεις
τοῦ Ἰούδα καὶ μέσα καὶ ἔξω ἀπὸ
τὴν Ἱερουσαλὴμ σεῖς καὶ οἱ
προπάτορές σας καὶ οἱ βασιλεῖς καὶ
οἱ ἄρχοντές σας καὶ γενικῶς
ὁ περισσότερος πληθυσμὸς τῆς χώρας, αὐτὲς
δὲν εἶναι οἱ θυσίες ἐκεῖνες
ποὺ ἐνεθυμήθη ὁ Κύριος, οἱ ἁμαρτωλὲς
πράξεις ποὺ ἀνέβησαν εἰς τὴν καρδίαν
του; |
22
Καὶ οὐκ ἠδύνατο Κύριος ἔτι
φέρειν ἀπὸ προσώπου πονηρίας
πραγμάτων ὑμῶν καὶ ἀπὸ
τῶν βδελυγμάτων ὑμῶν, ὧν ἐποιήσατε·
καὶ ἐγενήθη ἡ γῆ ὑμῶν
εἰς ἐρήμωσιν καὶ εἰς ἄβατον
καὶ εἰς ἀρὰν ὡς ἐν τῇ
ἡμέρᾳ ταύτῃ,
|
22
Ὁ Κύριος δὲν ἠμποροῦσε
πλέον νὰ βαστάσῃ τὰ πονηρά
σας ἔργα καὶ τὰ βδελυρὰ εἴδωλα,
τὰ ὁποῖα σεῖς
κατεσκευάσατε. Διὰ τοῦτο καὶ
κατήντησεν ἡ χώρα σας ἔρημος καὶ
ἄβατος καὶ κατηραμένη, ὅπως μαρτυρεῖ
ἡ σημερινὴ ἡμέρα.
|
22
Τὶς εὐρῆκε δὲ τόσον βδελυκτὲς
καὶ ἀποκρουστικές, ὥστε δὲν ἠμποροῦσε
πλέον ὁ ἅγιος καὶ ἀκριβοδίκαιος Κύριος
νὰ ὑποφέρῃ καὶ νὰ ἀνέχεται
τὰ πονηρά σας ἔργα καὶ τὶς μισητὲς
πράξεις ποὺ ἐκάματε. Ἀποτέλεσμα ὅλων
αὐτῶν ἦταν νὰ καταντήσῃ ἡ
χώρα σας ἔρημη καὶ ἄβατη, ἀκατοίκητη
καὶ ἀντικείμενον κατάρας, ὅπως μαρτυρεῖ
ἡ σημερινὴ ἡμέρα. |
23
ἀπὸ προσώπου, ὧν ἐθυμιᾶτε
καὶ ὧν ἡμάρτετε τὸ Κυρίῳ
καὶ οὐκ ἠκούσατε τῆς φωνῆς
Κυρίου καὶ ἐν τοῖς προστάγμασιν
αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ νόμῳ
καὶ ἐν τοῖς μαρτυρίοις αὐτοῦ
οὐκ ἐπορεύθητε, καὶ ἐπελάβετο
ὑμῷν τὰ κακὰ ταῦτα.
|
23
Αὐτὰ δὲ ἐξ αἰτίας τοῦ
θυμιάματος, τὸ ὁποῖον
προσεφέρατε εἰς τὰ εἴδωλα καὶ
διὰ τοῦ ὁποίου διεπράξατε ἁμαρτήματα
ἐνώπιον τοῦ Κυρίου·
δὲν ὑπηκούσατε εἰς τὴν
ἐντολὴν τοῦ Κυρίου καὶ
εἰς τὰ προστάγματά του, εἰς
τὸν Νόμον του καὶ εἰς τὰ μαρτύριά
του δὲν ἑπορεύθητε. Διὰ τὰ ἁμαρτήματά
σας αὐτὰ σᾶς κατέλαβαν αἱ συμφοραί>.
|
23
Ὅλα αὐτὰ συνέβησαν, διότι προσεφέρατε θυσίαν
θυμιάματος εἰς τὰ εἴδωλα καὶ διότι
ἁμαρτήσατε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου καὶ
διότι δὲν ὑπακούσατε εἰς τὴν φωνὴν
τοῦ Κυρίου καὶ δὲν ἐβαδίσατε σύμφωνα
μὲ τὰ προστάγματά του καὶ τὸν νόμον
του καὶ μὲ τὶς μαρτυρίες καὶ ἐντολὲς
τοῦ στόματός του. Αὐτοὶ εἶναι οἱ
λόγοι, διὰ τοὺς ὁποίους σᾶς κατέλαβαν
ὁ ὄλεθρος καὶ οἱ συμφορὲς αὐτές>.
|
24
Καὶ εἶπεν Ἱερεμίας τῷ λαῷ
καὶ ταῖς γυναιξίν· ἀκούσατε
λόγον Κυρίου· |
24
Εἶπεν ἀκόμη ὁ Ἱερεμίας
εἰς τὸν λαὸν καὶ τὰς γυναῖκας·
<ἀκούσατε τὸν λόγον τοῦ Κυρίου·
|
24
Ἐπὶ πλέον ὁ Ἱερεμίας εἶπεν εἰς
ὅλον τὸν λαὸν καὶ ἰδιαιτέρως
εἰς τὶς γυναῖκες: <Ἀκοῦστε
λόγον Κυρίου· |
25
οὕτως εἶπε Κύριος ὁ Θεός Ἰσραήλ·
ὑμεῖς γυναῖκες τῷ στόματι ὑμῶν
ἐλαλήσατε καὶ ταῖς χερσὶν ὑμῶν
ἐπληρώσατε λέγουσαι· ποιοῦσαι
ποιήσομεν τὰς ὁμολογίας ἡμῶν
ἃς ὡμολογήσαμεν, θυμιᾶν τῇ βασιλίσσῃ
τοῦ οὐρανοῦ καὶ σπένδειν αὐτῇ
σπονδάς· ἐμμείνασαι ἐνεμεὶνατε
ταῖς ὁμολογίαις ὑμῶν καὶ
ποιοῦσα ἐποιήσατε. |
25
ἔτσι εἶπεν ὁ Κύριος ὁ Θεὸς
τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ· σεῖς,
αἱ γυναῖκες μὲ τὸ στάμα σας
εἴπατε καὶ μὲ τὰ χέρια σας διεπράξατε
τὸ ἁμάρτημα τῆς εἰδωλολατρείας
λέγουσαι· ἡμεῖς ἐξάπαντος
θὰ ἐκπληρώσωμεν τὰ τάματα, τὰ
ὁποῖα ἐτάξαμεν νὰ προσφέρωμεν,
δηλαδὴ θυσίαν θυμιάματος εἰς τὴν
βασίλισσαν τοῦ οὐρανοῦ, καὶ
νὰ προσφέρωμεν εἰς αὐτὴν σπονδάς.
Μὲ μεγάλην ἐπιμονὴν ἐπεμείνατε
εἰς τὴν ἐκπλήρωσιν τῶν ὁμολογιῶν
σας αὐτῶν καὶ
μὲ πεῖσμα ἐπράξατε αὐτά,
ποὺ εἴχατε τάξει.
|
25
ἔτσι εἶπεν ὁ Κύριος, ὁ Θεὸς
τοῦ Ἰσραήλ: <Σεῖς οἱ γυναῖκες
ὑποσχεθήκατε μὲ τὸ στόμα σας καὶ μὲ
τὰ χέρια σας τὸ ἐπραγματοποιήσατε, λέγουσαι:
<Ὁπωσδήποτε θὰ ἐκπληρώσωμεν τὶς
ὑποσχέσεις ποὺ ἐδώσαμε καὶ τὰ
τάματα ποὺ ἐκάναμε, δηλαδὴ θὰ
προσφέρωμεν θυσίαν θυμιάματος εἰς τὴν βασίλισσαν
τοῦ οὐρανοῦ καὶ θὰ κάνωμε θυσίες
σπονδῆς εἰς αὐτήν>. Πράγματι· ἐπεμείνατε
μὲ πᾶσαν ἀκρίβειαν εἰς τὶς ὑποσχέσεις
καὶ τὰ τάματά σας καὶ τὰ ἐπραγματοποιήσατε
μὲ τρόπον πεισματικόν>. |
26
Διὰ τοῦτο ἀκούσατε λόγον Κυρίου,
πᾶς Ἰούδα οἱ καθήμενοι ἐν
Αἰγύπτῳ· ἰδοὺ ὤμοσα
τῷ ὄνομάτι μου τῷ μεγάλῳ,
εἶπε Κύριος ἐὰν γένηται ἔτι
ὄνομά μου ἐν τῷ στόματι παντὸς
Ἰούδα εἰπεῖν· ζῇ Κύριος
Κύριος, ἐν πάσῃ γῇ Αἰγύπτῳ.
|
26
Διὰ τοῦτο ἀκούσατε τὸν λόγον
Κυρίου ὅλοι οἱ Ἰουδαῖοι, οἱ
ὁποῖοι παραμένουν εἰς τὴν χώραν
τῆς Αἰγύπτου· ἰδού, εἶπεν
ὁ Κύριος, ὡρκίσθην εἰς τὸ
Ὄνομά μου
τὸ μεγάλο, ὅτι
κανεὶς πλέον Ἰουδαῖος, ἀπὸ
ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἐγκατασταθῇ
εἰς ὅλην
τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου,
δὲν θὰ προφέρῃ
πλέον τὸ Ὄνομά μου
ὁρκιζόμενος καὶ λέγων·
<ζῇ Κύριος Κύριος>.
|
26
Διὰ τοῦτο ἀκοῦστε λόγον Κυρίου ὅλοι
οἱ Ἰουδαῖοι ποὺ εἶσθε ἐγκατεστημένοι
εἰς τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου: <Ἰδού,
ὠρκίσθηκα εἰς τὸ ὄνομά μου τὸ
μεγάλο, εἶπεν ὁ Κύριος, ὅτι κανεὶς
πλέον ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους ποὺ
ζοῦν εἰς ὅλην τὴν χώραν τῆς
Αἰγύπτου δὲν θὰ προφέρῃ τὸ ὄνομά
μου, ὅταν ὁρκίζεται λέγων: <Ὁ Θεὸς
τῶν δυνάμεων, ὁ Θεός, ὁ Θεὸς εἶναι
ζωντανὸς καὶ ἀκούει>.
|
27
Ὅτι ἐγὼ ἐγρήγορα ἐπ' αὐτοὺς
τοὶ κακῶσαι αὐτοὺς καὶ οὐκ
ἀγαθῶσαι, καὶ ἐκλείψουσι πᾶς
Ἰούδα, οἱ κατοικοῦντες ἐν γῇ
Αἰγύπτῳ, ἐν ρομφαίᾳ καὶ
ἐν λιμῷ, ἕως ἂν ἐκλίπωσι.
|
27
Διότι ἐγὼ εἶμαι πάντοτε ἄγρυπνος
ἐναντίον αὐτῶν, διὰ νὰ
ἀποστείλω τιμωρίας καὶ ὅχι εὐλογίας.
Ὅλοι οἱ Ἰουδαῖοι, οἱ ὁποῖοι
κατοικοῦν εἰς τὴν Αἴγυπτον, θὰ
ἐξολοθρευθοῦν, θὰ πέσουν ἐν
ρομφαίᾳ θὰ ἀποθάνουν
ἀπὸ τὴν πεῖναν, ἕως ὅτου
ἐκλείψουν τελείως.
|
27
Ὄχι, δὲν θὰ τὸ προφέρῃ, διότι
Ἐγὼ ἀγρυπνῶ ἐναντίον των, διὰ
νὰ τοὺς τιμωρήσω καὶ ὄχι διὰ
νὰ τοὺς εὐεργετήσω· ὅλοι δὲ
οἱ Ἰουδαῖοι ποὺ εἶναι ἐγκατεστημένοι
εἰς τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου θὰ
ἐξολοθρευθοῦν μὲ τὸ πλατὺ καὶ
ἀμφίστομον σπαθὶ τοῦ ἐχθροῦ
καὶ μὲ τὴν πεῖναν, μέχρις ὅτου
ἑξαλειφθοῦν ἐντελῶς.
|
28
Καὶ οἱ σεσωσμένοι ἀπὸ ρομφαίας
ἐπιστρέψουσιν εἰς γῆν Ἰούδα
ὀλίγοι ἀριθμῷ, καὶ γνώσονται
οἱ κατάλοιποι Ἰούδα οἱ καταστάντες
ἐν γῇ Αἰγύπτῳ κατοικῆσαι
ἐκεῖ, λόγος τίνος ἐμμενεῖ.
|
28
Ὀλίγαριθμοι θὰ εἶναι ἐκεῖνοι,
οἱ ὁποῖοι θὰ διασωθοῦν ἀπὸ
τὴν ἔχθρικην ρομφαίαν καὶ θὰ
ἐπανέλθουν εἰς τὴν Ἰουδαίαν.
Οἱ ὑπόλοιποι Ἰουδαῖοι, οἱ
ὁποῖοι ἔχουν ἐγκατασταθῆ
εἰς τὴν Αἴγυπτον διὰ νὰ
παραμείνουν μονίμως ἐκεῖ, θὰ
μάθουν τίνος ὁ λόγος
εἶναι ὁριστικὸς καὶ ἀμετάκλητος,
ὁ ἰδικός των ἢ ὁ ἰδικός
μου. |
28
Ὅμως οἱ ὀλίγοι κατὰ τὸν ἀριθμόν,
οἱ ὁποῖοι θὰ σωθοῦν ἀπὸ
τὴν σφαγὴν τῆς ἐχθρικῆς ρομφαίας,
θὰ ἐπιστρέψουν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον
εἰς τὴν Ἰουδαίαν, Καὶ τότε οἱ
Ἰουδαῖοι ποὺ ἀπέμειναν μετὰ
τὴν εἰσβολὴν τῶν Βαβυλωνίων εἰς
τὴν Ἰουδαίαν, καὶ οἱ ὁποῖοι
ἐγκατεστάθησαν εἰς τὴν χώραν τῆς
Αἰγύπτου διὰ νὰ παραμείνουν ἐκεῖ
μονίμως, θὰ μάθουν τίνος ὁ λόγος εἶναι σταθερός,
ἀληθὴς καὶ πιστός· ὁ ἰδικός
μου ἢ ὁ ἰδικός των.
|
29
Καὶ τοῦτο τὸ σημεῖον ὑμῖν
ὅτι ἐπισκέψομαι ἐγὼ ἐφ'
ὑμᾶς εἰς πονηρά·
|
29
Αὐτὸ δὲ εἶναι τὸ σημεῖον,
ποὺ σᾶς δίδω, ὅτι ἐγὼ
θὰ σᾶς ἐπισκεφθῶ ἐν τῇ
δικαιοσύνῃ μου, διὰ νὰ σᾶς τιμωρήσω
διὰ τὰ πονηρά σας ἔργα.
|
29
Αὐτὸ δὲ ἂς εἶναι εἰς σᾶς
τὸ σημεῖον ὅτι θὰ σᾶς ἐπισκεφθῶ
διὰ νὰ σᾶς τιμωρήσω ἐν τῇ δικαιοκρισίᾳ
μου διὰ τὴν εἰδωλολατρίαν καὶ τὴν
ἁμαρτωλὴν διαγωγήν σας>
|
30
οὕτως εἶπε Κύριος· ἰδοὺ
ἐγὼ δίδωμι τὸν Οὐαφρῆ
βασιλέα Αἰγύπτου εἰς χεῖρας
ἐχθροῦ αὐτοῦ καὶ εἰς χεῖρας
ζητούντων τὴν ψυχὴν αὐτοῦ, καθὰ
ἔδωκα τὸν Σεδεκίαν βασιλέα Ἰούδα,
εἰς χεῖρας Ναβουχοδονόσορ βασιλέως
Βαβυλῶνος ἐχθροῦ αὐτοῦ καὶ
ζητοῦντος τὴν ψυχὴν αὐτοῦ.
|
30
Ἔτσι εἶπεν ὁ Κύριος:
Ἰδοὺ ἐγὼ παραδίδω τὸν
Οὐαφρῆ, βασιλέα
τῆς Αἰγύπτου, εἰς τὰ χέρια
τῶν ἑχθρῶν του, εἰς τὰ χέρια
ἐκείνων οἱ ὅποῖοι ζητοῦν
νὰ τὸν θανατώσουν,
ὅπως παρέδωκα τὸν Σεδεκίαν,
βασιλέα τῆς Ἰουδαίας, εἰς τὰ
χέρια τοῦ Ναβουχοδονόσορος, βασιλέως
τῆς Βαβυλῶνος, ἐχθροῦ του, ὁ
ποῖος ἐζητοῦσε νὰ τὸν θανατώσῃ.
|
30
Ἔτσι εἶπεν ὁ Κύριος: <Ἰδού, Ἐγὼ
πρόκειται νὰ παραδώσω τὸν Οὐαφρῆ,
βασιλιᾶ τῆς Αἰγύπτου, εἰς τὰ
χέρια τοῦ ἐχθροῦ του καὶ εἰς
τὰ χέρια ἐκείνων ποὺ ζητοῦν νὰ
τὸν φονεύσουν, ὅπως ἀκριβῶς
παρέδωκα τὸν Σεδεκίαν, βασιλιᾶ τοῦ Ἰούδα,
εἰς τὰ χέρια τοῦ Ναβονχοδονόσορος, βασιλιᾶ
τῆς Βαβυλῶνος, τοῦ ἐχθροῦ του,
ὁ ὁποῖος ἐζητοῦσε νὰ τὸν
θανατώσῃ>. |
<Μασ.
ΜΕ'. 1-5>.
|
<Μασ.
ΜΕ'. 1-5>.
|
<Μασ.
ΜΕ'. 1-5>.
|
31
Ὁ λόγος ὃν ἐλάλησεν Ἱερεμίας
ὁ προφήτης πρὸς Βαροὺχ υἱὸν
Νηρίου, ὅτε ἔγραφε τοὺς λόγους
τούτους ἐν τῷ βιβλίῳ ἀπὸ
στόματος Ἱερεμίου ἐν τῷ ἐνιαυτῷ
τῷ τετάρτῳ Ἰωακεὶμ υἱῷ
Ἰωσία, βασιλέως Ἰούδα.
|
31
Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος, τὸν
ὁποῖον ὁ προφήτης Ἱερεμίας
εἶπε πρὸς τὸν Βαρούχ, υἱὸν
τοῦ Νηρίου, ὅταν ἐκεῖνος κατέγραφε
τοὺς λόγους τούτους εἰς περγαμηνήν,
καθ' ὑπαγόρευσιν του Ἱερεμίου, κατὰ
τὸ τέταρτον ἔτος τοῦ Ἰωακείμ,
υἱοῦ τοῦ Ἰωσίου, βασιλέως
τῆς Ἰουδαίας.
|
31
Αὐτὸς εἶναι, ὁ ἀποκαλυπτικὸς
λόγος, τὸν ὁποῖον ὑπηγόρευσεν ὁ
προφήτης Ἱερεμίας πρὸς τὸν Βαρούχ, τὸν
υἱὸν τὸν Νηρίου, ὅταν ἐκεῖνος
κατέγραφε τοὺς λόγους αὐτοὺς εἰς τὴν
περγαμηνὴν ὅπως τοὺς ὑπηγόρευεν εἰς
αὐτὸν ὁ Ἱερεμίας, κατὰ τὸ
τέταρτον ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Ἰωακείμ,
υἱοῦ τὸν Ἰωσία, βασιλιᾶ
τοῦ Ἰούδα. |
32
Οὕτως εἶπε Κύριος ἐπὶ σοί,
Βαρούχ· |
32
Ἔτσι εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς σὲ
Βαρούχ:
|
32
<Ἔτσι εἶπεν ὁ Κύριος εἰς ἐμὲ
περὶ σοῦ, Βαρούχ: |
33
ὅτι εἶπας· οἴμοι οἴμοι, ὅτι
προσέθηκε Κύριος κόπον ἐπὶ πόνον
μοι, ἐκοιμήθην ἐν στεναγμοῖς, ἀνάπαυσιν
οὐχ εὖρον, |
33
Ἐπειδὴ σὺ εἶπες ἀλλοίμόνον
ἀλλοίμονον εἰς ἐμέ, διότι
ὁ Κύριος προσέθεσε θλῖψιν ἐπάνω
εἰς τὴν ἄλλην θλῖψιν, ἐκοιμήθην
εἰς συνεχεῖς ἀναστεναγμούς, δὲν
εὑρῆκα ἀνάπαυσιν,
|
33
Ἐπειδὴ σὺ ἐσκεφθης καθ' ἑαυτὸν
καὶ εἶπες· <Ἀλλοιμονον εἰς
ἐμέ, ἀλλοίμονον, διότι ὁ Κύριος ἐπρόσθεσεν
ἐπάνω εἰς τὴν μίαν θλῖψιν μου
ἄλλην θλῖψιν! Ἐκοιμήθηκα μέσα εἰς
βαθεῖς ἀναστεναγμοὺς καὶ γογγυσμούς,
δὲν εὑρῆκα ἀνακούφισιν>,
|
34
εἰπὸν αὐτῷ· οὕτως εἶπε
Κύριος· ἰδοὺ οὓς ἐγὼ
ᾠκοδόμησα, ἐγὼ καθαιρῶ , καὶ
οὓς ἐγὼ ἐφύτευσα, ἐγὼ
ἐκτίλλω. |
34
ὁ Κύριος μου ἔδωσεν ἐντολὴν
νὰ σοῦ εἴπω· εἰπὲ εἰς
αὐτόν, ἔτσι εἶπεν ὁ Κύριος·
ἰδού, ἐγὼ θὰ κρημνίσω
ἐκείνους, τοὺς ὁποίους οἰκοδόμησα,
καὶ θὰ ξεριζώσω ἐκείνους, τοὺς
ὁποίους ἐγὼ ἐφύτευσα.
|
34
ὁ Κύριος μὲ διέταξεν: <Εἰπὲ εἰς
αὐτὸν τὰ ἀκόλουθα: Ἔτσι εἶπεν
ὁ Κύριος: <Ἰδού! ἐκείνους, τοὺς
ὁποίους Ἐγὼ ἀνοικοδόμησα, θὰ
τοὺς κατακρημνίσω καὶ κατεδαφίσω Ἐγὼ
ὁ ἴδιος, καὶ ἐκείνους, τοὺς
ὁποίους Ἐγὼ ἐφύτευσα, Ἐγὼ
ὁ ἴδιος θὰ τοὺς ξερριζώσω!
|
35
Καὶ σὺ ζητήσεις σεαυτῷ μεγάλα;
Μὴ ζητήσῃς, ὅτι ἰδοὺ ἐγὼ
ἐπάγω κακὰ ἐπὶ πᾶσαν σάρκα,
λέγει Κύριος. Καὶ δώσω τὴν ψυχήν
σου εἰς εὕρημα ἐν
παντὶ τόπῳ, οὗ ἐὰν βαδίσῃς
ἐκεῖ. |
35
Καὶ σὺ ἔπειτα ἀπὸ τὰς
συμφορὰς αὐτάς, θὰ ζητήσῃς
διὰ τὸν ἑαυτόν σου μεγάλας εὐεργεσίας;
Μὴ ζητήσῃς, διότι ἰδοὺ
ἐγὼ θὰ ἐπιφέρω συμφορὰς
καὶ τιιμωρίας ἐναντίον παντὸς
ἀνθρώπου, λέγει ὁ Κύριος. Τὴν
ζωήν σου ὅμως ἐγὼ θὰ τὴν
προφυλάξω εἰς οἰονδήποτε τόπον
καὶ ἂν πορευθῇς. |
35
Καὶ σύ, ἔπειτα ἀπὸ ὅλα αὐτά,
ζητεῖς διὰ τὸν ἑαυτόν σου εἰδικὴν
μεταχείρισιν, μεγάλα πράγματα, σπουδαία χαρίσματα; Μὴ
ζητήσῃς, Βαρούχ· διότι, ἰδού! Ἐγὼ
πρόκειται ἐν τῇ δικαιοκρισίᾳ μου νὰ
ἐπιφέρω ὄλεθρον καὶ συμφορὲς ἐναντίον
παντὸς ἄνθρωπου>, λέγει ὁ Κύριος. <Ἐγὼ
ὅμως μέσα ἀπὸ ὅλον αὐτὸν
τὸν ὄλεθρον θὰ σώσω τὴν ζωήν σου,
καὶ εἰς ὁποιονδήποτε τόπον καὶ
ἂν μεταβῇς, θὰ συναντήσῃς ἐκεῖ
τὴν ἰδικήν μου προστασίαν καὶ κηδεμονίαν>.
|