Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ν
δὲ ἄνθρωπος ἐκ τῶν Φαρισαίων,
Νικόδημος ὄνομα αὐτῷ, ἄρχων
τῶν Ἰουδαίων. |
πῆρχε
δὲ ἐκεῖ εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ,
κάποιον ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν τάξιν
τῶν Φαρισαίων, ὀνόματι Νικόδημος,
ἄρχων τῶν Ἰουδαίων, διότι ἦτο
μέλλος τοῦ συνεδρίου.
|
το
δὲ κάποιος ἄνθρωπος, ἀπὸ τὴν
τάξιν τῶν Φαρισαίων, ποὺ ἐλέγετο Νικόδημος,
μέλος τοῦ συνεδρίου καὶ ὡς ἐκ τούτου
ἄρχων τῶν Ἰουδαίων. |
2
Οὗτος ἦλθε πρὸς αὐτὸν νυκτὸς
καὶ εἶπεν αὐτῷ· ραββί,
οἴδαμεν ὅτι ἀπὸ Θεοῦ ἐλήλυθας
διδάσκαλος· οὐδεὶς γὰρ ταῦτα
τὰ σημεῖα δύναται ποιεῖν ἃ σὺ
ποιεῖς, ἐὰν μὴ ᾖ ὁ Θεὸς
μετ' αὐτοῦ. |
2
Αὐτὸς ἦλθε νύκτα πρὸς τὸν
Ἰησοῦν καὶ τοῦ εἶπε· <Διδάσκαλε,
γνωρίζομεν ὅτι σὺ ἦλθες ἀπὸ
τὸν Θεὸν ὡς ὁ μοναδικὸς διδάσκαλος
τῶν πλέον ὑψηλῶν ἀληθειῶν.
Διότι κανένας δὲν ἠμπορεῖ νὰ
κάνῃ τὰ καταπληκτικὰ αὐτὰ
θαύματα, τὰ ὁποῖα κάμνεις σύ,
ἐὰν ὁ Θεὸς δὲν εἶναι μαζῆ
του. (ἀπὸ σὲ λοιπὸν περιμένομεν
νὰ ἀκούσωμεν καθαρὰ τὸ θέλημα
τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν τρόπον, μὲ
τὸν ὁποῖον θὰ ἠμπορέσωμεν
νὰ ἀποκτήσωμεν τὰ ἀγαθὰ
τῆς βασιλείας)>. |
2
Οὗτος διὰ νὰ ἀποφύγῃ τὰ
σχόλια καὶ τὴν δυσμένειαν τῶν συναδέλφων
του, ἦλθε νύκτα πρὸς τὸν Ἰησοῦν
καὶ τοῦ εἶπε· Διδάσκαλε, καὶ
ἐγὼ καὶ μερικοὶ ἄλλοι συνάδελφοί
μου ἡξεύρομεν, ὅτι ἦλθες ἀπὸ
τὸν Θεὸν ἀπεσταλμένος καὶ φωτισμένος
διδάσκαλος. Τὸ καταλαβαίνομεν δὲ αὐτό, διότι
κανεὶς δὲν ἡμπορεῖ νὰ κάμῃ
τὰ θαύματα, ποὺ κάνεις σύ, ἐὰν δὲν
εἶναι ὁ Θεὸς μαζί του. Δίδαξέ μας λοιπὸν
περὶ τοῦ πῶς θὰ ἀπολαύσωμεν
καὶ ἡμεῖς τὰ ἀγαθὰ τῆς
βασιλείας. |
3
Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν
αὐτῷ· ἀμὴν ἀμὴν λέγω
σοι, ἐὰν μή τις γεννηθῇ ἄνωθεν,
οὐ δύναται ἰδεῖν τὴν βασιλείαν
τοῦ Θεοῦ. |
3
Ἀπήντησε ὁ Ἰησοῦς καὶ
εἶπε· <σὲ διαβεβαιώνω, ὅτι
ἐὰν δὲν γεννηθῇ κανεὶς ἀπὸ
τὸν οὐρανόν, δὲν ἠμπορεῖ
νὰ ἴδῃ καὶ νὰ ἀπολαύσῃ
τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ>.
|
3
Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ τοῦ
εἶπε· Ἐν πάσῃ ἀληθείᾳ σὲ
διαβεβαιῶ, ὅτι ἐὰν κανεὶς δέν
γεννηθῇ ἀπό ἐπάνω, δηλαδὴ ἀπὸ
τὸν οὐρανόν, δὲν δύναται νὰ ἴδῃ
τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ
ἀπολαύσῃ τὰ ἀγαθά της.
|
4
Λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Νικόδημος·
πῶς δύναται ἄνθρωπος γεννηθῆναι γέρων
ὤν; Μὴ δύναται εἰς τὴν κοιλίαν
τῆς μητρὸς αὐτοῦ δεύτερον εἰσελθεῖν
καὶ γεννηθῆναι; |
4
Λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Νικόδημος·
<πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ γεννηθῇ
πάλιν ὁ ἄνθρωπος, καὶ μάλιστα
ὅταν εἶναι γέρων; Μήπως ἠμπορεῖ
νὰ εἰσέλθῃ διὰ δευτέραν
φορὰν εἰς τὴν κοιλίαν τῆς μητρός
του καὶ νὰ γεννηθῇ πάλιν;>
|
4
Λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Νικόδημος·
Πῶς ἡμπορεῖ νὰ γεννηθῆ πάλιν
ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἔχῃ πλέον γηράσει;
Μήπως ἠμπορεῖ νὰ ἔμβῃ διὰ
δευτέραν φορὰν εἰς τὴν κοιλίαν τῆς
μητέρας του καὶ νὰ ξαναγεννηθῇ;
|
5
Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· ἀμὴν
ἀμὴν λέγω σοι, ἐὰν μή
τις γεννηθῇ ἐξ ὕδατος καὶ Πνεύματος,
οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τὴν
βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.
|
5
Ἀπήντησεν ὁ Ἰησοῦς· <ἀληθῶς
σοῦ λέγω, ὅτι ἐὰν δὲν
ἀναγενηθῇ κανεὶς πνευματικῶς ἀπὸ
τὸ νερὸ τοῦ βαπτίσματος καὶ
ἀπὸ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, δὲν ἠμπορεῖ νὰ εἰσέλθῃ
εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.
|
5
Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς· ἀληθῶς,
ἀληθῶς, σοῦ λέγω ὅτι, ἐὰν
δὲν γεννηθῇ κανεὶς πνευματικῶς ἀπό
τὸ νερὸν τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος, καὶ
ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τὸ
ὁποῖον ἀοράτως διὰ τοῦ νεροῦ
τούτου ἐνεργεῖ τὴν ἀναγέννησιν τοῦ
ἀνθρώπου, δὲν ἡμπορεῖ νὰ ἔμβῃ
εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.
|
6
Τὸ γεγεννημένον ἐκ τῆς σαρκὸς
σάρξ ἐστι, καὶ τὸ γεγεννημένον
ἐκ τοῦ Πνεύματος πνεῦμά ἐστι.
|
6
Κάθε τι ποὺ ἔχει γεννηθῇ κατὰ
τρόπον φυσικὸν ἀπὸ τὴν σάρκα,
εἶναι καὶ αὐτὸ σαρκικόν, δηλαδὴ
γεμᾶτο ἀτελείας καὶ ἀδυναμίας.
Καὶ ἐκεῖνο ποὺ ἔχει γεννηθῇ
ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, εἶναι
πνευματικὴ ὕπαρξις, ποὺ θὰ ἀπολαύσῃ
τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.
|
6
Κάθε τι ποὺ ἔχει γεννηθῆ μὲ φυσικὴν
γέννησιν ἀπὸ τὴν σάρκα, εἶναι καὶ
αὐτὸ σαρκικόν, καὶ δὲν ἡμπορεῖ
νὰ εἰσέλθη εἰς τὴν πνευματικὴν
ταύτην βασιλείαν. Καὶ ἐκεῖνο, ποὺ
ἔχει γεννηθῆ ἀπὸ τὸ Ἅγιον
Πνεῦμα, εἶναι ὕπαρξις καὶ προσωπικότης
πνευματική, καὶ αὐτὴ θὰ ἀπολαύσῃ
τὴν πνευματικὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.
|
7
Μὴ θαυμάσῃς ὅτι εἶπόν
σοι, δεῖ ὑμᾶς γεννηθῆναι ἄνωθεν.
|
7
Μὴ ἀπορεῖς, διότι σοῦ εἶπα
ὅτι πρέπει ὅλοι σας νὰ ἀναγεννηθῆτε
ἀπὸ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, ποὺ κατεβαίνει ἐκ τῶν
ἄνω. |
7
Μὴν ἀπορήσῃς, διότι σοῦ εἶπα·
Πρέπει σεῖς ὅλοι νὰ γεννηθῆτε ἀπὸ
τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία
καταβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανόν.
|
8
Τὸ πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ, καὶ
τὴν φωνὴν αὐτοῦ ἀκούεις,
ἀλλ' οὐκ οἶδᾳς πόθεν ἔρχεται
καί ποῦ ὑπάγει· οὕτως ἐστὶ
πᾶς ὁ γεγεννημένος ἐκ τοῦ Πνεύματος.
|
8
Ὁ ἀέρας ὅπου θέλει φῦσᾳ
καὶ ἀκούεις τὴν βοήν του, ἀλλὰ
δὲν γνωρίζεις ἀπό ποῦ ἔρχεται
καὶ ποῦ θὰ καταλήξῃ. Ἔτσι
γίνεται καὶ μὲ κάθε ἕνα, ὁ
ὁποῖος ἀναγεννᾶται ἀπὸ
τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ὁ τρόπος αὐτῆς
τῆς ἀναγεννήσεως εἶναι ἀκατάληπτος
τὸ ἀποτέλεσμα ὅμως φανερόν>.
|
8
Ὁ ἄνεμος πνέει ὅπου θέλει, καὶ ἀκούεις
τὴν βοήν του, ἀλλὰ δὲν ἡξεύρεις,
ἀπὸ ποὺ ἀκριβῶς ἐξεκίνησε
καὶ ποὺ θὰ σταματήσῃ. Ἔτσι γίνεται
καὶ εἰς κάθε ἄνθρωπον, ποὺ ἀναγεννᾶται
ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ὁ
τρόπος τῆς ἀναγεννήσεώς του μένει μυστηριώδης,
ἡ ἐπενέργεια ὅμως τοῦ Πνεύματος εἶναι
δραστικὴ καὶ τὸ ἀποτέλεσμα αὐτῆς
γίνεται φανερόν. |
9
Ἀπεκρίθη Νικόδημος καὶ εἶπεν
αὐτῷ· πῶς δύναται ταῦτα
γενέσθαι; |
9
Ἀπήντησεν ὁ Νικόδημος καὶ τοῦ
εἶπε· <πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ
γίνουν αὐτά;> |
9
Ἀπεκρίθη ὁ Νικόδημος καὶ εἶπε εἰς
αὐτόν· Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ
γίνουν αὐτὰ καὶ νὰ πραγματοποιηθῇ
ἡ πνευματικὴ αὐτὴ καὶ οὐράνια
ἀναγέννησις; |
10
Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν
αὐτῷ· σὺ εἶ ὁ διδάσκαλος
τοῦ Ἰσραὴλ καὶ ταῦτα οὐ
γινώσκεις; |
10
Ἀπεκρίθη δὲ εἰς αὐτὸν
ὁ Ἰησοῦς· <σὺ εἶσαι
ὁ ἐπίσημος διδάσκαλος τοῦ Ἰσραὴλ
καὶ δὲν γνωρίζεις αὐτά, διὰ
τὰ ὁποῖα ὁμιλοῦν αἱ Γραφαί;
|
10
Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ τοῦ
εἶπε· Σὺ εἶσαι ἀνεγνωρισμένος
διδάσκαλος τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ,
καὶ δὲν γνωρίζεις αὐτά, διὰ τὰ
ὁποῖα ἔκαμαν λόγον οἱ προφῆται;
|
11
Ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι ὅτι
ὃ οἴδαμεν λαλοῦμεν καὶ ὃ ἑωράκαμεν
μαρτοῦμεν, καὶ τὴν μαρτυρίαν ἡμῶν
οὐ λαμβάνετε. |
11
Ἀληθῶς σοῦ λέγω, ὅτι ἐκεῖνο
ποὺ γνωρίζομεν καλά, λέγομεν·
καὶ αὐτὸ ποὺ εἴδαμεν μαρτυροῦμεν.
Κάθε τι ποὺ λέγομεν εἶναι ἡ
ἀπόλυτος καὶ καθαρὰ ἀλήθεια.
Καὶ ὅμως σεῖς δὲν δέχεσθε τὴν
μαρτυρίαν μας. |
11
Ἐν πάσῃ ἀληθείᾳ σοῦ λέγω, ὅτι
ἐκεῖνο, ποῦ γνωρίζομεν καλά, αὐτὸ
λέγομεν, καὶ περὶ ἐκείνου, τὸ ὁποῖον
ἐξ ἀμέσου ἀντιλήψεως καὶ θεωρίας ἔχομεν
ἴδει, περὶ αὐτοῦ μαρτυροῦμεν.
Καὶ ὅμως δὲν δέχεσθε τὴν μαρτυρίαν
μας. |
12
Εἶ τὰ ἐπίγεια εἶπον ὑμῖν
καὶ οὐ πιστεύετε, πῶς ἐὰν
εἴπω ὑμῖν τὰ ἐπουράνια
πιστεύσετε; |
12
Ἐὰν σᾶς εἶπα διδασκαλίας θείας,
αἱ ὁποῖαι σχετίζονται μὲ ὅσα
συμβαίνουν εἰς τὴν γῆν καὶ εἶναι
ἐπομένως εὔκολον νὰ τὰς ἐννοήσετε
καὶ ὅμως δὲν τὰς πιστεύετε,
πῶς, ἐὰν σᾶς εἴπω ὑψηλὰς
ἀληθείας, ποὺ ἀναφέρονται εἰς
τὸν ἐπουράνιον κόσμον, θὰ τὰς
παραδεχθῆτε καὶ θὰ τὰς πιστέψετε;
|
12
Ἐὰν σᾶς εἶπα θείας μὲν ἀληθείας,
ἀλλ’ αἱ ὁποῖαι ἀναφέρονται εἰς
ἐκεῖνα, ποὺ συμβαίνουν ἐπὶ τῆς
γῆς, καὶ τῶν ὁποίων λαμβάνουν οἱ
πιστοὶ πεῖραν ἐν τῇ ἐπιγείῳ
ζωῇ των, καὶ ὅμως δὲν πιστεύετε εἰς
αὐτάς, πῶς θὰ πιστεύσετε, ἐὰν
σᾶς εἴπω ἀληθείας ὑψηλάς, ποὺ
ἀναφέρονται εἰς οὐράνια μυστήρια;
|
13
Καὶ οὐδεὶς ἀναβέβηκεν εἰς
τὸν οὐρανὸν εἰ μὴ ὁ ἐκ
τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, ὁ υἱὸς
τοῦ ἀνθρώπου ὃ ὧν ἐν τῷ
οὐρανῷ. |
13
Κανεὶς δὲ δὲν ἀνέβηκε εἰς
τὸν οὐρανόν, διὰ νὰ μάθῃ
ἐκεῖ καὶ διδάξῃ εἰς σᾶς
αὐτὰς τὰς ἀληθείας, παρὰ
μόνον αὐτὸς ποὺ κατέβηκε ἀπὸ
τὸν οὐρανὸν καὶ ἔγινε διὰ
τῆς ἐνανθρωπήσεως υἱὸς τοῦ
ἀνθρώπου καὶ ὁ ὅποιος ἐξακολουθεῖ,
καθ' ὃν χρόνον ζῇ εἰς τὴν γῆν,
νὰ εἶναι καὶ εἰς τὸν οὐρανὸν
ὡς Θεός. |
13
Καὶ ὅμως μόνον ἀπὸ ἐμὲ
θὰ μάθετε τὰ ἐπουράνια ταῦτα. Διότι
κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους δὲν
ἔχει ἀναβῇ εἰς τὸν οὐρανὸν
διὰ νὰ μάθῃ τὰ ἐπουράνια καὶ
νὰ σᾶς διδάξῃ περὶ αὐτῶν,
παρὰ μόνον ἐκεῖνος, ποὺ κατέβη ἀπὸ
τὸν οὐρανὸν καὶ ἔγινε διὰ
τῆς ἐνανθρωπήσεως υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου,
ὁ ὁποῖος, ἐνῷ τώρα εἶναι
εἰς τὴν γῆν, ἐξακολουθεῖ ὡς
πανταχοῦ παρὼν Θεός, νὰ εἶναι καὶ
εἰς τὸν οὐρανόν. |
14
Καὶ καθὼς Μωϋσῆς ὕψωσε τὸν ὄφιν
ἐν τῇ ἐρήμῳ, οὕτως ὑψωθήναι
δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου,
|
14
Ὅπως δὲ ὁ Μωϋσῆς ἐκρέμεσε
ὑψηλὰ τὸ χάλκινι φίδι εἰς
τὴν ἔρημον, διὰ
νὰ τὸ ἀντικρύζουν μὲ πίστιν
οἱ Ἰσραηλῖται καὶ νὰ σῴζωνται
ἀπὸ τὸ θανατηφόρον δηλητήριον
τῶν φιδιῶν τῆς ἐρήμου, ἔτσι,
σύμφωνα μὲ τὸ πάνσοφον σχέδιον
τοῦ Θεοῦ, πρέπει νὰ κρεμασθῇ
καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
ἐπάνω εἰς τὸν σταυρόν.
|
14
Καὶ διὰ νὰ σοῦ ἀποκαλύψω καὶ
ἄλλην ἄγνωστον καὶ ψυχοσωτήριον ἀλήθειαν,
σοῦ λέγω· Ὅπως ἄλλοτε ὁ Μωϋσῆς
ἐκρέμασεν ὑψηλὰ τὸ χάλκινο φίδι, διὰ
νὰ σώζωνται δι’ αὐτοῦ οἱ Ἰσραηλῖται
ἀπὸ τὰ θανατηφόρα δαγκώματα τῶν φιδιῶν
τῆς ἐρήμου, ἔτσι σύμφωνα μὲ τὸ
μυστηριῶδες σχέδιον τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ
κρεμασθῇ ὑψηλὰ ἐπὶ τοῦ
σταυροῦ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
προσλαμβάνων τὸ ὁμοίωμα τῆς ἁμαρτίας,
ἀλλὰ μὴ ἔχων καμμίαν πραγματικὴν
σχέσιν μὲ αὐτήν. |
15
ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν
μὴ ἀπόληται, ἀλλ' ἔχῃ
ζωὴν αἰώνιον.
|
15
Καὶ τοῦτο, διὰ νὰ μὴ καταδικασθῇ
εἰς τὴν αἰωνίαν ἀπώλειαν
κανένας ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ
θὰ πιστεύσουν εἰς αὐτόν, ἀλλὰ
νὰ κερδήσῃ καὶ νὰ ἔχῃ
τὴν αἰώνιον ζωήν. |
15
Καὶ θὰ ὑψωθῇ ἐπὶ τοῦ
σταυροῦ, διὰ νὰ μὴ χαθῇ εἰς
τὸν αἰώνιον θάνατον κανένας ἀπὸ ἐκείνους,
ποὺ πιστεύουν εἰς αὐτόν, ἀλλὰ
νὰ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον.
|
16
Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς
τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν
αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα
πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν
μὴ ἀπόληται, ἀλλ' ἔχῃ
ζωὴν αἰώνιον. |
16
Διότι τόσον πολὺ ἠγάπησεν ὁ
Θεὸς τὸν βυθισμένον εἰς τὰς
ἁμαρτίας κόσμον, ὥστε παρέδωκεν
εἰς σταυρικὸν θάνατον τὸν μονογενῆ
του Υἱόν· διὰ νὰ μὴ καταδικασθῇ
εἰς τὴν αἰωνίαν ἀπώλειαν
κάθε ἔνας ποὺ θὰ πιστεύῃ
εἰς αὐτόν, ἀλλὰ νὰ ἔχῃ
ζωὴν αἰώνιον. |
16
Μὴ σοῦ φαίνεται δὲ παράδοξον τὸ ὅτι
πρόκειται διὰ τὴν σωτηρίαν σας νὰ ὑψωθῇ
ἐπὶ τοῦ σταυροῦ ὁ υἱὸς
τοῦ ἀνθρώπου. Διότι τόσον πολὺ ἠγάπησεν
ὁ Θεὸς τὸν κόσμον τῶν ἀνθρώπων,
ποὺ ἔζῃ εἰς τὴν ἁμαρτίαν,
ὥστε παρέδωκεν εἰς θάνατον τὸν μονάκριβον
Υἱόν του, διὰ νὰ μὴ χαθῇ εἰς
αἰώνιον θάνατον καθένας, ποὺ πιστεύει εἰς
αὐτόν, ἀλλὰ νὰ ἔχῃ ζωὴν
αἰώνιον. |
17
Οὐ γὰρ ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς
τὸν υἱὸν αὐτοῦ εἰς τὸν
κόσμον ἵνα κρίνῃ τὸν κόσμον,
ἀλλ' ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος δι' αὐτοῦ.
|
17
Διότι δὲν ἔστειλεν ὁ Θεὸς τὸν
Υἱόν του εἰς τὸν κόσμον διὰ
νὰ κρίνῃ καὶ καταδικάσῃ
τὸν κόσμον, ἀλλὰ διὰ νὰ
σωθῇ ὁ κόσμος μὲ τὴν θυσίαν
αὐτοῦ. |
17
Διότι δὲν ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν
Υἱόν του εἰς τὸ ἁμαρτωλὸν γένος
τῶν ἀνθρώπων, διὰ νὰ κατακρίνῃ
καὶ καταδικάσῃ τὸ γένος αὐτό, ὅπως
φρονεῖτε σεῖς οἱ Ἰουδαῖοι περὶ
τοῦ Μεσσίου, ὅτι θὰ σώσῃ μόνον τοὺς
Ἰουδαίους καὶ θὰ κατακρίνῃ τὰ
λοιπὰ ἔθνη. Ἀλλὰ τὸν ἀπέστειλε
διὰ νὰ σωθῇ ὁλόκληρος ὁ κόσμος
τῶν ἀνθρώπων δι’ αὐτοῦ.
|
18
Ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν οὐ
κρίνεται, ὁ δὲ μὴ πιστεύων ἤδη
κέκριται, ὅτι μὴ πεπίστευκεν εἰς
τὸ ὄνομα τοῦ μονογενοῦς υἱοῦ
τοῦ Θεοῦ. |
18
Κάθε ἕνας ποὺ πιστεύει εἰς αὐτόν,
εἰς ὁποιοδήποτε ἔθνος καὶ ἂν
ἀνήκῃ, δὲν καταδικάζεται. Ὅποιος
ὅμως δὲν πιστεύει, ἔχει καταδικασθῇ
ἀπὸ τώρα, ἀκριβῶς διότι
δὲν ἐπίστεψε εἰς τὸ ὄνομα
τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ,
καὶ μὲ τὴν ἀπιστίαν του ἀπέκλεισεν
αὐτὸς μόνος τὸν ἑαυτόν
του ἀπὸ τὴν σωτηρίαν. |
18
Ὅποιος πιστεύει εἰς αὐτὸν εἴτε
Ἰουδαῖος εἶναι, εἴτε ἐθνικός,
δὲν κατακρίνεται· ὅποιος ὅμως δὲν
πιστεύει, ἔχει κατακριθῇ μόνος του ἀπὸ
τώρα, διότι δὲν ἔχει πιστεύσει εἰς τὸ
ὄνομα τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ
Θεοῦ καὶ διὰ τῆς ἀπιστίας του
ἀπέκλεισε μόνος τὸν ἑαυτόν του ἀπὸ
τὸν προσκαλοῦντα αὐτὸν εἰς σωτηρίαν
Λυτρωτήν. |
19
Αὕτη δέ ἐστιν ἡ κρίσις, ὅτι
τὸ φῶς ἐλήλυθεν εἰς τὸν
κόσμον, καὶ ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι
μᾶλλον τὸ σκότος ἢ τὸ φῶς·
ἦν γὰρ πονηρὰ αὐτῶν τὰ
ἔργα. |
19
Αὐτὴ δὲ εἶναι καὶ ἡ αἰτία
τῆς καταδίκης τῶν ἀπίστων·
ὅτι δηλαδὴ τὸ φῶς, ὁ Υἱὸς
τοῦ Θεοῦ, ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον,
ἀλλὰ οἱ ἄνθρωποι ἠγάπησαν
καὶ ἔδωσαν μᾶλλον τὴν καρδιά
τους εἰς τὸ σκοτάδι καὶ ὄχι
εἰς τὸ φῶς. Καὶ τοῦτο, διότι
τὰ ἔργα των ἦσαν πονηρά.
|
19
Ὁ λόγος λοιπὸν καὶ ἡ αἰτία,
διὰ τὴν ὁποίαν κρίνονται καὶ καταδικάζονται
οἱ ἄπιστοι, εἶναι οὗτος, ὅτι
τὸ φῶς τῆς ἀληθείας, ὁ Υἱὸς
τοῦ Θεοῦ, ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον,
ἀλλ’ οἱ ἄνθρωποι ἐπροτίμησαν τὸ
σκοτάδι τῆς πλάνης καὶ ὄχι τὸ φῶς.
Καὶ ἔκαμαν τὴν προτίμησιν αὐτήν, διότι
ἦσαν πονηρὰ τὰ ἔργα τους.
|
20
Πᾶς γὰρ ὁ φαῦλα πράσσων μισεῖ
τὸ φῶς καὶ οὐκ ἔρχεται πρὸς
τὸ φῶς, ἵνα μὴ ἐλεχθῇ
τὰ ἔργα αὐτοῦ·
|
20
Διότι κάθε ἔνας ποὺ ἀμετανοήτως
πράττει ἔργα κακὰ καὶ διεστραμμένα,
ἀντιπαθεῖ καὶ ἀποστρέφεται τὸ
φῶς καὶ δὲν ἔρχεται εἰς τὸ
φῶς, διὰ νὰ μὴ φανερωθοῦν τὰ
φαῦλα ἔργα του. |
20
Διότι καθένας, ποὺ ἐπιμένει νὰ πράττῃ
ἔργα πονηρὰ καὶ κακά, δὲν ἀδιαφορεῖ
ἁπλῶς, ἀλλ’ ἀποστρέφεται τὸ
φῶς καὶ δὲν ἔρχεται εἰς τὸ
φῶς, διὰ νὰ μὴ γίνῃ φανερὰ
ἡ ἀσχημία καὶ ἡ φαυλότης τῶν
ἔργων του καὶ προκληθῇ οὕτως ἡ
ἀποδοκιμασία του καὶ ἡ ἐξέγερσις τῆς
συνειδήσεώς του. |
21
ὁ δὲ ποιῶν τὴν ἀλήθειαν
ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς, ἵνα φανερωθῇ
αὐτοῦ τὰ ἔργα, ὅτι ἐν
Θεῷ ἐστιν εἰργασμένα.
|
21
Καθένας δὲ ποὺ ζῇ καὶ πράττει
σύμφωνα μὲ τὴν ἀλήθειαν τοῦ
Θεοῦ, ἔρχεται εἰς τὸ φῶς, πλησιάζει
μὲ ἐμπιστοσύνην εἰς τὸν Κύριον
Ἰησοῦν, διὰ νὰ φανερωθῇ ἡ
ποιότης καὶ ἡ ἀξία τῶν
ἔργων του, νὰ πληροφορηθῇ δὲ καὶ
ὁ ἴδιος ὅτι πράγματι αὐτὰ
ἔχουν γίνει σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα
τοῦ Θεοῦ>. |
21
Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ πράττει τὰ
ἔργα, τὰ ὁποῖα ἐπιβάλλει τὸ
θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖον εἶναι
ἀλήθεια, ὅπως ἀλήθεια εἶναι καὶ
αὐτὸς ὁ Θεός, ἔρχεται κοντὰ
εἰς τὸ φῶς καὶ πλησιάζει εἰς
τὸν Ἰησοῦν παραδιδόμενος εἰς αὐτὸν
μετὰ πάσης ἐμπιστοσύνης. Πράττει δὲ τοῦτο,
διότι θέλει νὰ γίνῃ φανερὰ ἡ ποιότης
καὶ ἡ ἠθικὴ ἀξία τῶν ἔργων
του, διὰ νὰ βεβαιωθῇ ἔτσι καὶ
αὐτὸς καὶ πληροφορηθῇ ἡ συνείδησίς
του, ὅτι τὰ ἔργα αὐτὰ ἔχουν
γίνει σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
|
22
Μετὰ ταῦτα ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς
καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ εἰς
τὴν Ἰουδαίαν γῆν, καὶ ἐκεῖ
διέτριβε μετ' αὐτῶν καὶ ἐβάπτιζεν.
|
22
Ὕστερα ἀπὸ αὐτά, ποὺ συνέβησαν
εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, ἦλθεν ὁ
Ἰησοῦς καὶ οἱ μαθηταί του εἰς
τὴν ἄλλην περιοχὴν τῆς Ἰουδαίας
καὶ ἐκεῖ ἔμενε μαζῆ τους καὶ
ἐβάπτιζε διὰ μέσῳ αὐτῶν
ἐκείνους ποὺ ἤρχοντο μὲ τὴν
διάθεσιν νὰ πιστεύσουν εἰς αὐτόν.
|
22
Ὕστερον ἀπὸ αὐτά, ποὺ συνέβησαν
εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς
καὶ οἱ μαθηταί του εἰς τὴν χώραν τῆς
Ἰουδαίας καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ μαζὶ
μὲ αὐτοὺς καὶ ἔβαπτιζε δι’ μέσου
τῶν μαθητῶν του, οἱ ὁποῖοι εἰς
τοὺς προσερχομένους νὰ βαπτισθοῦν ἐδείκνυον
τὸν φανερωθέντα Μεσσίαν. |
23
Ἦν δὲ καὶ Ἰωάννης βαπτίζων
ἐν Αἰνὼν ἐγγὺς τοῦ Σαλείμ,
ὅτι ὕδατα πολλὰ ἦν ἐκεῖ,
καὶ παρεγίνοντο καὶ ἐβαπτίζοντο·
|
23
Ὁ δὲ Ἰωάννης ἐβάπτιζε
τότε εἰς τὴν πηγὴν Αἰνών,
πλησίον τῆς πόλεως Σαλείμ, διότι
ἐκεῖ ἦσαν πολλὰ ὕδατα, καὶ
ἤρχοντο ἄνθρωποι καὶ ἐβαπτίζοντο.
|
23
Ἐξηκολούθει δὲ καὶ ὁ Ἰωάννης
νὰ βαπτίζῃ εἰς τὴν πηγὴν Αἰνὼν
πλησίον τῆς πόλεως Σαλείμ. Καὶ εἶχε προτιμήσει
ὁ Ἰωάννης τὴν Αἰνών, διότι ἦσαν
ἐκεῖ ἄφθονα νερά, καὶ ἤρχοντο
καὶ ἐβαπτίζοντο. |
24
οὔπω γὰρ ἦν βεβλημένος εἰς τὴν
φυλακὴν ὁ Ἰωάννης.
|
24
Δὲν εἶχε δὲ ἀκόμη συλληφθῇ
καὶ φυλακισθῆ ἀπὸ τὸν Ἡρῴδην
ὁ Ἰωάννης. |
24
Ἐσυνεχίζετο λοιπόν ἀκόμη ἡ δράσις καὶ
τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου, διότι οὗτος
δὲν εἶχεν ἀκόμη ριφθῇ εἰς τὴν
φυλακήν. |
25
Ἐγένετο οὖν ζήτησις ἐκ τῶν
μαθητῶν Ἰωάννου μετὰ Ἰουδαίου
περὶ καθαρισμοῦ. |
25
Ἔγινε λοιπὸν συζήτησις ἀπὸ τοὺς
μαθητὰς τοῦ Ἰωάννου μὲ κάποιον
Ἰουδαῖον διὰ τὸν καθαρισμόν,
τὸν ὁποῖον τὸ βάπτισμα τῶν
μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ βάπτισμα
τοῦ Ἰωάννου ἔδιδεν εἰς τοὺς
ἀνθρώπους. |
25
Ἐπειδὴ λοιπὸν καὶ ὁ Ἰωάννης
καὶ οἱ μαθηταὶ τοῦ Ἰησοῦ
ἐβάπτιζον, ἔγινε συζήτησις ἀπὸ τοὺς
μαθητὰς τοῦ Ἰωάννου μὲ κάποιον Ἰουδαῖον
διὰ τὸν καθαρισμόν, τὸν ὁποῖον
τὰ βαπτίσματα ταῦτα ἔδιδαν.
|
26
Καὶ ἦλθον πρὸς τὸν Ἰωάννην
καὶ εἶπον αὐτῷ· ραββί,
ὃς ἦν μετὰ σοῦ πέραν τοῦ
Ἰορδάνου, ᾧ σὺ μεμαρτύρηκας,
ἴδε οὗτος βαπτίζει καὶ πάντες
ἔρχονται πρὸς αὐτόν.
|
26
Καὶ ἦλθαν πρὸς τὸν Ἰωάννην
οἱ μαθηταί του μαζῆ μὲ τὸν Ἰουδαῖον
καὶ τοῦ εἶπαν· <διδάσκαλε,
αὐτός, ποὺ ἦτο μαζῆ σου πέραν
ἀπὸ τὸν Ἰορδάνην καὶ διὰ
τὸν ὁποῖον σὺ ἐμαρτύρησες
καὶ ἐβεβαίωσες περὶ τῆς ἀποστολῆς
του εἰς τοὺς ἀνθρώπους, κύτταξε
βαπτίζει τώρα καὶ ὅλοι πηγαίνουν
εἰς αὐτόν>. |
26
Καὶ ἐπειδὴ οἱ μαθηταὶ αὐτοὶ
δὲν ἠμπόρεσαν νὰ πείσουν τὸν Ἰουδαῖον
διὰ τὴν ἀξίαν τοῦ βαπτίσματος τοῦ
Ἰωάννου, ἦλθαν εἰς αὐτὸν καὶ
τοῦ εἶπαν· Διδάσκαλε, ἐκεῖνος
ποὺ ἦτο μαζί σου πέραν ἀπὸ τὸν
Ἰορδάνην, διὰ τὸν ὁποῖον σὺ
ἔδωκες μαρτυρίαν καὶ τὸν ἀνέδειξες
μὲ τὰς συστάσεις, ποὺ ἔκαμες δι’ αὐτὸν
εἰς τοὺς ἀνθρώπους, κύτταξε αὐτὸς
τώρα βαπτίζει καὶ ὅλοι πηγαίνουν εἰς αὐτόν.
|
27
Ἀπεκρίθη Ἰωάννης καὶ εἶπεν·
οὐ δύναται ἄνθρωπος λαμβάνειν οὐδέν,
ἐὰν μὴ ᾖ δεδομένον αὐτῷ
ἐκ τοῦ οὐρανοῦ.
|
27
Ἀπεκρίθη ὁ Ἰωάννης καὶ
εἶπε· <τίποτε δὲν ἠμπορεῖ
νὰ πάρῃ ὁ ἄνθρωπος ἐὰν
δὲν τοῦ ἔχῃ δοθῇ ἀπὸ
τὸν οὐρανόν. |
27
Ἀπεκρίθη ὁ Ἰωάννης καὶ εἶπε·
Τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ λάβῃ ὁ
ἄνθρωπος, ἐὰν δὲν τοῦ ἔχῃ
δοθῆ τοῦτο ἀπὸ τὸν ἐν
οὐρανοῖς Θεόν. Ἀπὸ τὸν Θεὸν
λοιπὸν ἔλαβε καὶ ὁ Ἰησοῦς
τὴν προτίμησιν καὶ τἠν δόξαν αὐτήν,
τὴν ὁποίαν οἱ ἄνθρωποι τοῦ ἀποδίδουν,
ἀλλὰ καὶ ἐγὼ τὸ περιωρισμένον
μέτρον τῆς τιμῆς καὶ τῆς δράσεως,
διὰ τὸ ὁποῖον παραπονεῖσθε.
|
28
Αὐτοὶ ὑμεῖς μοι μαρτυρεῖτε ὅτι
εἶπον· οὐκ εἰμὶ ἐγὼ
ὁ Χριστός, ἀλλ' ὅτι ἀπεσταλμένος
εἰμὶ ἔμπροσθεν ἐκείνου.
|
28
Σεῖς, ἄλωστε, οἱ ἴδιοι ποὺ μὲ
ἠκούσατε, ἐπιβεβαιώνετε ὅτι
ἐγὼ εἶπα· Δὲν εἶμαι ἐγὼ
ὁ Χριστός, ἀλλ' ὅτι ἐγὼ
εἶμαι ἀπεσταλμένος ἀπὸ τὸν
Θεὸν ἐνωρίτερα ἀπὸ ἐκεῖνον,
διὰ νὰ προπαρασκευάσω τοὺς ἀνθρώπους.
|
28
Σεῖς οἱ ἴδιοι μὲ ἠκούσατε καὶ
εἶσθε μάρτυρές μου, ὅτι εἶπα· Δὲν
εἶμαι ἐγὼ ὁ Χριστός, ἀλλ’ ὅτι
εἶμαι ἀπεσταλμένος ἀπὸ τὸν Θεὸν
προτήτερα ἀπὸ ἐκεῖνον ὡς πρόδρομός
του. Διατὶ λοιπὸν τώρα δυσαρεστεῖσθε, ἐπειδὴ
βλέπετε τὸν Χριστὸν νὰ εὐδοκιμῇ
περισσότερον ἀπὸ ἐμέ;
|
29
Ὁ ἔχων τὴν νύμφην νυμφίος ἐστίν·
ὁ δὲ φίλος τοῦ νυμφίου, ὁ
ἐστηκὼς καὶ ἀκούων αὐτοῦ
χαρᾷ χαίρει διὰ τὴν φωνὴν τοῦ
νυμφίου. Αὕτη οὖν ἡ χαρὰ ἡ
ἐμὴ πεπλήρωται. |
29
Ἔπειτα δὲ μὴ λησμονεῖτε ὅτι
αὐτός ποὺ ἔλαβε καὶ ἔχει
τὴν νύμφην εἶναι ὁ νυμφίος,
ὁ δὲ φίλος τοῦ νυμφίου, ὁ
ὁποῖος κατὰ τὸν γάμον στέκεται
κοντὰ εἰς αὐτὸν καὶ τὸν
ἀκούει, χαίρει πάρα πολὺ διὰ
τὰ λόγια, μὲ τὰ ὁποῖα
ὁ νυμφίος ἐκδηλώνει τὴν χαράν
του. Αὐτή, λοιπόν, εἶναι ἡ ἰδική
μου χαρά, νὰ βλέπω τὸν νυμφίον
εὐχαριστημένον καὶ ἡ ὁποία
χαρά μου εἶναι πλήρης καὶ τελεία.
(Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ νυμφίος,
νύμφη ἡ Ἐκκλησία. Χαίρω βαθύτατα,
διότι βλέπω τοὺς ἀνθρώπους,
ποὺ θὰ ἐνταχθοῦν εἰς τὴν
Ἐκκλησίαν του, νὰ τὸν ἀκολουθοῦν).
|
29
Μὴ παραξενεύεσθε, ἐὰν ὅλοι πηγαίνουν
εἰς αὐτὸν καὶ τὸν ἀκολουθοῦν.
Ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖον ἀκολουθεῖ
ἡ νύμφη καὶ πηγαίνει εἰς αὐτὸν
ὡς ἰδική του, εἶναι ὁ γαμβρός·
ὁ φίλος δὲ τοῦ γαμβροῦ, ὁ παράνυμφος
καὶ κουμπάρος, ποὺ ἐμεσίτευσεν εἰς
τὸ συνοικέσιον καὶ κατὰ τὸν γάμον
στέκεται κοντά του καὶ τὸν ἀκούει, χαίρει
ὑπερβολικὰ διὰ τὴν φωνήν, μὲ
τὴν ὁποίαν ὁ γαμβρός ἐκδηλώνει τὴν
ἀγάπην του πρὸς τὴν νύμφην καὶ τὴν
εὐχαρίστησίν του διὰ τὸν γάμον του μετ’
αὐτῆς. Χαίρω λοιπὸν καὶ ἐγὼ
ὡς φίλος τοῦ οὐρανίου γαμβροῦ, εἰς
τὸν ὁποῖον πηγαίνουν τώρα ὅλοι, οἱ
ὁποῖοι μετ’ ὀλίγον θὰ ἀποτελέσουν
τὴν νύμφην του, τὴν Ἐκκλησίαν. Καὶ
αὐτὴ ἡ χαρὰ ποὺ δοκιμάζω, διότι
ἐπέτυχεν ὁ πνευματικὸς αὐτὸς
γάμος εἰς τὸν ὁποῖον ἐμεσίτευσα,
εἶναι πλήρης καὶ τελεία. |
30
Ἐκεῖνον δεῖ αὐξάνειν, ἐμὲ
δὲ ἐλαττοῦσθαι.
|
30
Ἐκεῖνος πρέπει νὰ αὐξάνῃ,
ἐγὼ δέ, ὁ πρόδρομός του,
νὰ μικραίνω, ὥστε ὅλοι πλέον
νὰ ἀκολουθοῦν ἐκεῖνον καὶ
ὄχι ἐμέ. |
30
Σύμφωνα μὲ τὸ σχέδιον τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ
τὸν ὁποῖον ἀπεστάλην, ἐκεῖνος
πρέπει νὰ αὐξάνῃ εἰς ἐπιρροὴν
καὶ δόξαν, ἐγὼ δὲ νὰ μικραίνω,
ὥστε ὅλοι νὰ μὴ ἀκολουθοῦν
πλέον ἐμὲ, ἀλλ’ ἐκεῖνον.
|
31
Ὁ ἄνωθεν ἐρχόμενος ἐπάνω
πάντων ἐστίν. Ὁ ὢν ἐκ
τῆς γῆς ἐκ τῆς γῆς ἐστι
καὶ ἐκ τῆς γῆς λαλεῖ· ὁ
ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐρχόμενος
ἐπάνω πάντων ἐστί,
|
31
Ἐκεῖνος ποὺ ἔρχεται ἀπὸ
τὸν οὐρανόν, δηλαδὴ ὁ Χριστός,
εἶναι ἐπάνω ἀπὸ ὅλους.
Ἐκεῖνος δὲ ποὺ εἶναι ἀπὸ
τὴν γῆν, ὅπως εἶμαι ἐγώ,
ἀπὸ γονεῖς ποὺ εἶναι ἐπίσης
τῆς γῆς, ὁμιλεῖ περὶ τοῦ
θελήματος καὶ τῶν ἔργων τοῦ
Θεοῦ, σὰν ἄνθρωπος ἐκ τῆς γῆς,
δηλαδὴ ἀτελῶς. Ἐκεῖνος ὅμως
ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὸν οὐρανὸν
εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ ὅλους.
|
31
Ἐκεῖνος, ποὺ ἔρχεται ἀπ’ ἐπάνω
καὶ κατάγεται ἀπὸ τὸν οὐρανόν,
εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ ὅλους. Ἐκεῖνος,
ποὺ ἐγεννήθη εἰς τὴν γῆν ἀπὸ
γονεῖς, ποὺ ἔζησαν εἰς τὴν γῆν,
ὅπως εἶμαι ἐγώ, εἶναι ἀπὸ
τὴν γῆν καὶ ὁμιλεῖ περὶ
τῶν οὐρανίων τόσον μόνον, ὅσον ἠμπορεῖ
ἀπὸ τὴν γῆν νὰ τὰ διακρίνῃ
καὶ νὰ τὰ γνωρίσῃ. Ἐκεῖνος,
ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τοὺς οὐρανούς,
ὅπως εἶναι ὁ Ἰησοῦς, εἶναι
ἀνώτερος ἀπὸ ὅλους.
|
32
καὶ ὃ ἑώρακε καὶ ἤκουσε,
τοῦτο μαρτυρεῖ, καὶ τὴν μαρτυρίαν
αὐτοῦ οὐδεὶς λαμβάνει.
|
32
Καὶ αὐτὸ ποὺ εἶδε καὶ
ἤκουσε καὶ τὸ γνωρίζει ἄριστα
καὶ κάλλιστα, αὐτὸ καὶ μὲ
ἀπόλυτον βεβαιότητα καὶ σαφήνειαν
κηρύσσει. Ἀλλὰ τὴν μαρτυρίαν
αὐτοῦ ὀλίγοι τὴν δέχονται.
|
32
Καὶ ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον
λόγῳ τῆς σχέσεώς του πρὸς τὸν ὲν
οὐρανοῖς Πατέρα του ἔχει ἴδει μόνος
αὐτὸς καὶ ἤκουσε παρ’ αὐτοῦ
καὶ τὸ ἠξεύρει καλά, ὅπως κανένας
ἄλλος, αὐτὸ μαρτυρεῖ. Δυστυχῶς
ὅμως τὴν μαρτυρίαν του πολὺ ὀλίγοι
τὴν πιστεύουν καὶ τὴν δέχονται.
|
33
Ὁ λαβὼν αὐτοῦ τὴν μαρτυρίαν
ἐσφράγισεν ὅτι ὁ Θεὸς ἀληθής
ἐστιν. |
33
Ἐκεῖνος δὲ ποὺ ἐπίστευσε
καὶ ἐδέχθη αὐτὴν τὴν διδασκαλίαν,
αὐτὸς ἔβαλε τὴν σφραγῖδα του
καὶ ὑπέγραψε μὲ τὸ ὄνομά
του τοὺς λόγους τοῦ Υἱοῦ καὶ
ἀπεσταλμένου τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπεβεβαίωσε
ἔτσι ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι πάντοτε
ἀληθινός. |
33
Ἐκεῖνος, ποὺ ἐπίστευσεν εἰς
τὴν μαρτυρίαν του καὶ ἐνεκολπώθη τὴν
διδασκαλίαν του, αὐτὸς ἔβαλε τὴν σφραγίδα
του ὑποκάτω ἀπὸ τοὺς λόγους τούτους
τοῦ υἱοῦ καὶ ἀπεσταλμένου τοῦ
Θεοῦ καὶ ἐπεβεβαίωσεν ἐπισήμως, ὅτι
ὁ Θεὸς εἶναι ἀληθὴς καὶ
δὲν ψεύδεται. |
34
῝Ον γὰρ ἀπέστειλεν ὁ Θεός,
τὰ ρήματα τοῦ Θεοῦ λαλεῖ·
οὐ γὰρ ἐκ μέτρου δίδωσιν ὁ
Θεὸς τὸ Πνεῦμα.
|
34
Καὶ ὅτι αὐτός, τὸν ὁποῖον
ὁ Θεὸς ἀπέστειλε, δηλαδὴ ὁ
Ἰησοῦς Χριστός, διδάσκει τὸ
λόγια τοῦ Θεοῦ ἀλάνθαστα καὶ
πλήρη, διότι ὁ Θεὸς δὲν ἔδωσεν
εἰς αὐτὸν περιωρισμένον τὸν
φωτισμὸν καὶ τὴν ἐνέργειαν τοῦ
῾Αγίου Πνεύματος, ὅπως εἰς τοὺς
προφήτας, ἀλλὰ ἔδωκεν εἰς αὐτὸν
αὐτὸ τοῦτο τὸ Ἅγιον Πνεῦμα.
|
34
Ἐπεβεβαίωσε δὲ οὗτος διὰ τῆς
πίστεως ταύτης, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀληθής,
διότι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, τὸν ὁποῖον
ἀπέστειλεν ὁ Θεός, δὲν λέγει τίποτε τὸ
ἰδικόν του, ἀλλὰ λαλεῖ τὰ λόγια
τοῦ Θεοῦ. Διδάσκει δὲ αὐτὰ ἀλανθάστως,
διότι ὁ Θεὸς δὲν ἔδωκε καὶ εἰς
αὐτὸν τὸ Πνεῦμα, ὅπως ἄλλοτε
εἰς τοὺς προφήτας μὲ μέτρον καὶ εἰς
ὡρισμένας στιγμὰς τῆς ζωῆς των, ἀλλὰ
τοῦ τὸ ἔδωκεν ἀφθόνως, συνεχῶς
καὶ ἀπεριορίστως, καὶ συνεπῶς αὐτὸς
κατέχει τἠν πλήρη καὶ ἀπόλυτον θείαν ἀποκάλυψιν
καὶ διδάσκει ἀκριβῶς τὴν διδασκαλίαν
τοῦ Θεοῦ. |
35
Ὁ πατὴρ ἀγαπᾷ τὸν υἱὸν
καὶ πάντα δέδωκεν ἐν τῇ χειρὶ
αὐτοῦ. |
35
Καὶ τοῦτο, διότι ὁ Πατὴρ ἀγαπᾷ
τὸν Υἱὸν καὶ ἀπὸ τότε
ποὺ ὁ Υἱὸς ἔγινε ἄνθρωπος
τοῦ ἔχει δώσει ὅλα ὑπὸ
τὴν ἐξουσίαν του, ὥστε καὶ ὡς
ἄνθρωπος νὰ δύναται νὰ ἐνεργῇ
καὶ νὰ πράττῃ καὶ νὰ διαχειρίζεται
τὰ πάντα πρὸς σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων.
|
35
Ναί· τοῦ ἔδωκεν ὁλόκληρον τὸ
Πνεῦμα, διότι ὁ Πατὴρ ἀγάπησε τὸν
Υἱόν, καὶ λόγῳ τῆς ἀγάπης του
ταύτης, ἀπὸ τότε ποὺ ὁ Υἱός
του ἔγινεν ἄνθρωπος, ἔχει δώσει ὅλα
εἰς τὴν ἐξουσίαν του, ὥστε νὰ
τὰ ὁρίζῃ καὶ ὡς ἄνθρωπος
καὶ νᾳ ἔχῃ δικαίωμα νὰ διαθέτῃ
ταῦτα πρὸς σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων.
|
36
Ὁ πιστεύων εἰς τὸν υἱὸν
ἔχει ζωὴν αἰώνιον· ὁ δὲ
ἀπειθῶν τῷ υἱῷ οὐκ ὄψεται
ζωήν, ἀλλ' ἡ ὀργὴ τοῦ
Θεοῦ μένει ἐπ' αὐτόν.
|
36
Ἔτσι δὲ καθένας ποὺ πιστεύει
εἰς τὸν Υἱόν, ἔχει ἐξασφαλίσει
τὴν αἰωνίαν ζωήν. Ἐκεῖνος
δὲ ποὺ δὲν πιστεύει καὶ δὲν
ὑπακούει εἰς τὸν Υἱόν,
δὲν θὰ ἴδῃ τὴν μακαρίαν
ζωήν, ἀλλὰ ἡ ὀργὴ τοῦ
Θεοῦ θὰ μένῃ συνεχῶς ἐπάνω
του>. |
36
Πράγματι δὲ ἐκεῖνος, ποὺ πιστεύει
εἰς τὸν Υἱόν, ἔχει ἀπὸ
τὸν παρόντα βίον ζωήν αἰώνιον. Ἐκεῖνος
δὲ πού, ἕνεκα τῆς ἀπιστίας του, ἀπειθεῖ
εἰς τὸν Υἱόν, ὄχι μόνον δὲν
θὰ κληρονομήσῃ, ἀλλ’ οὐδὲ θὰ
ἴδῃ ποτὲ τὴν μακαρίαν ζωήν, καὶ
ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ μένει διαπαντὸς
ἐπάνω του, τιμωροῦσα καὶ κολάζουσα αὐτὸν
αἰωνίως. |