Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ς
οὖν ἔγνω ὁ Κύριος ὅτι ἤκουσαν
οἱ Φαρισαῖοι ὅτι Ἰησοῦς πλείονας
μαθητὰς ποιεῖ καὶ βαπτίζει ἢ
᾿Ιωάννης - |
ταν,
λοιπόν, ἔμαθε ὁ Κύριος ὅτι οἱ
Φαρισαῖοι ἐπληροφορήθησαν, πὼς ὁ
Ἰησοῦς κάμνει καὶ βαπτίζει περισσοτέρους
μαθητὰς παρὰ ὁ Ἰωάννης
|
ταν
λοιπὸν ἔμαθεν ὁ Κύριος, ὅτι οἱ
Φαρισαῖοι ἤκουσαν, ὅτι ὁ Ἰησοῦς
προσελκύει καὶ βαπτίζει περισσοτέρους μαθητὰς
παρὰ ὁ Ἰωάννης, - |
2
καίτοιγε Ἰησοῦς αὐτὸς οὐκ
ἐβάπτιζεν, ἀλλ' οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ
- |
2
- ἂν καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς
δὲν ἐβάπτιζεν, ἀλλὰ οἱ
μαθηταί του ἐβάπτιζαν - |
2
μολονότι ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς δὲν
ἐβάπτιζεν, ἀλλ’ ἐβάπτιζον οἱ μαθηταί
του, - |
3
ἀφῆκε τὴν Ἰουδαίαν καὶ
ἀπῆλθεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν.
|
3
ἐγκατέλειψε τὴν Ἰουδαίαν καὶ
ἀνεχώρησε διὰ τὴν Γαλιλαίαν.
|
3
διὰ νὰ μὴ ἐρεθίζῃ τὸν
φθόνον τῶν ἐχθρῶν του, ἀφῆκε
τὴν Ἰουδαίαν καὶ ἀνεχώρησε πάλιν διὰ
τὴν Γαλιλαίαν, ὅπου δὲν ὑπῆρχον
ἀντίζηλοι πολλοί. |
4
Ἔδει δὲ αὐτὸν διέρχεσθαι διὰ
τῆς Σαμαρείας. |
4
Ἔπρεπε δὲ νὰ περάσῃ διὰ
μέσου τῆς Σαμαρείας.
|
4
Ἐπειδὴ δὲ λόγῳ τῆς ἐποχῆς
ἐπροτίμησε τὸν συντομώτερον δρόμον, ἔπρεπε
νὰ περάσῃ διὰ μέσου τῆς Σαμαρείας.
|
5
Ἔρχεται οὖν εἰς πόλιν τῆς Σαμαρείας
λεγομένην Συχάρ, πλησίον τοῦ χωρίου
ὃ ἔδωκεν Ἰακὼβ Ἰωσὴφ τῷ
υἱῷ αὐτοῦ.
|
5
Ἔρχεται, λοιπόν, εἰς πόλιν τῆς
Σαμαρείας, ἡ ὁποία ἐλέγετο
Συχάρ, πλησίον εἰς τὸ μέρος
ποὺ εἶχε δώσει ὁ Ἰακὼβ
εἰς τὸν υἱόν του τὸν Ἰωσήφ.
|
5
Ἔρχεται λοιπὸν εἰς κάποιαν πόλιν τῆς
Σαμαρείας, ἡ ὁποία ἐλέγετο Συχάρ, ποὺ
ἦτο πλησίον εἰς τὸ μέρος, τὸ ὁποῖον
ἔδωκεν ὁ Ἰακὼβ εἰς τὸν
υἱὸν τοῦ Ἰωσήφ.
|
6
Ἦν δὲ ἐκεῖ πηγὴ τοῦ Ἰακώβ.
Ὁ οὖν Ἰησοῦς κεκοπιακὼς ἐκ
τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο οὕτως
ἐπὶ τῇ πηγῇ· ὥρᾳ
ἦν ὡσεὶ ἕκτῃ.
|
6
Ὑπῆρχε δὲ ἐκεῖ τὸ πηγάδι
τοῦ Ἰακώβ. Ὁ Ἰησοῦς, λοιπόν,
κουρασμένος καθὼς ἦτο ἀπὸ τὴν
ὁδοιπορίαν, ἐκάθισε μὲ ἁπλότητα
κοντὰ εἰς τὸ πηγάδι. Ἡ ὥρα
δὲ ἦτο ἓξ ἀπὸ τὴν ἀνατολὴν
τοῦ ἡλίου, δηλαδὴ δώδεκα μεσημέρι.
|
6
Ὑπῆρχε δὲ ἐκεῖ πηγάδι, τὸ
ὁποῖον εἶχεν ἀνοιχθῆ ἀπὸ
τὸν Ἰακώβ. Ὁ Ἰησοῦς λοιπόν,
ὅπως ἦτο κοπιασμένος ἀπὸ τὴν
πεζοπορίαν, ἐκάθητο κοντὰ εἰς τὸ πηγάδι.
Ἡ ὥρα ἦτο περίπου ἓξ ἀπὸ
τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου, δηλαδὴ
μεσημβρία. |
7
Ἔρχεται γυνὴ ἐκ τῆς Σαμαρείας
ἀντλῆσαι ὕδωρ. Λέγει αὐτῇ
ὁ Ἰησοῦς· δός μοι πιεῖν.
|
7
Τὴν ὥραν ἐκείνην ἔρχεται μία
γυναίκα ἀπὸ τὴν Σαμάρειαν, νὰ
βγάλῃ νερό. Τῆς εἶπε ὁ
Ἰησοῦς· <δός μου νὰ πιῶ>.
|
7
Ἔρχεται τότε μία γυναῖκα, ποὺ κατήγετο ἀπὸ
τὴν Σαμάρειαν, διὰ νὰ βγάλῃ ἀπὸ
τὸ πηγάδι νερό. Καὶ ὁ Ἰησοῦς,
ὁ ὁποῖος πραγματικῶς ἐδιψοῦσε,
τῆς εἶπε· Δός μου νὰ πίω.
|
8
Οἱ γὰρ μαθηταὶ αὐτοῦ ἀπεληλύθεισαν
εἰς τὴν πόλιν ἵνα τροφὰς ἀγοράσωσι.
|
8
Διότι οἱ μαθηταί του, ποὺ θὰ
ἐφρόντιζαν νὰ βγάλουν νερὸ ἀπὸ
τὸ πηγάδι, εἶχαν ὑπάγει εἰς
τὴν πόλιν, διὰ νὰ ἀγοράσουν
τροφάς. |
8
Ἐζήτησε δὲ ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ
τὴν γυναῖκα νερό, διότι οἱ μαθηταί του,
ποὺ θὰ ἐφρόντιζαν νὰ βγάλουν νερὸ
ἀπὸ τὸ πηγάδι, εἶχον ὑπάγει
εἰς τὴν πόλιν διὰ νὰ ἀγοράσουν
τρόφιμα. |
9
Λέγει οὖν αὐτῷ ἡ γυνὴ
ἡ Σαμαρεῖτις· πῶς σὺ Ἰουδαῖος
ὢν παρ' ἐμοῦ πιεῖν αἰτεῖς,
οὔσης γυναικὸς Σαμαρείτιδος; Οὐ γὰρ
συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις.
|
9
Λέγει τότε εἰς αὐτὸν ἡ
Σαμαρεῖτις· <πῶς σύ, ποῦ εἶσαι
Ἰουδαῖος, ζητεῖς νερὸ νὰ πιῇς
ἀπὸ ἐμέ, ἡ ὁποία
εἶμαι Σαμαρείτισσα;> Εἶπε δὲ αὐτό,
διότι οἱ Ἰουδαῖοι ἐμισοῦσαν
καὶ ἀπεστρέφοντο τοὺς Σαμαρείτας
καὶ δὲν ἤθελαν νὰ ἔχουν καμμίαν
ἐπικοινωνίαν καὶ σχέσιν μὲ αὐτούς.
|
9
Λέγει λοιπὸν εἰς αὐτὸν ἡ γυναῖκα
ἡ Σαμαρείτισσα: Πῶς σύ, ὁ ὁποῖος
εἶσαι Ἰουδαῖος, καταδέχεσαι καὶ ζητεῖς
νὰ πίῃς νερὸν ἀπὸ ἐμέ,
ἡ ὁποία εἶμαι γυναῖκα Σαμαρείτισσα;
Ἔκαμε δὲ τὴν ἐρώτησιν αὐτὴν
ἡ γυναῖκα, διότι οἱ Ἰουδαῖοι
ἐμίσουν τοὺς Σαμαρείτας καὶ δὲν ἤρχοντο
εἰς σχέσεις μὲ αὐτούς.
|
10
Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν
αὐτῇ· εἰ ᾔδεις τὴν δωρεὰν
τοῦ Θεοῦ, καὶ τίς ἐστιν ὁ
λέγων σοι, δός μοι πιεῖν, σὺ ἂν
ᾔτησας αὐτόν, καὶ ἔδωκεν ἄν
σοι ὕδωρ ζῶν. |
10
Ἀπήντησεν ὁ Ἰησοῦς καὶ
τῆς εἶπε· <ἐὰν ἐγνώριζες
τὴν δωρεάν, τὴν ὁποίαν ὁ
Θεὸς δίδει εἰς τοὺς ἀνθρώπους,
καὶ ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ
σοῦ λέγει, δός μου νὰ πιῶ, σὺ
θὰ ἐζητοῦσες ἀπὸ αὐτὸν
καὶ θὰ σοῦ ἔδιδε πηγαῖο νερό,
ποὺ δὲν στειρεύει ποτὲ (τὰς
ἀνεκτιμήτους δωρεὰς τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, ποὺ καθαρίζουν, δροσίζουν
καὶ ζωογονοῦν τὴν ψυχὴν καὶ
τὴν κάμνουν νὰ ἀνθίζῃ
καὶ νὰ καρποφορῇ τὸν πλοῦτον
τῶν ἀρετῶν καὶ τῶν καλῶν
ἔργων, τοὺς πολυτίμους καὶ εὐαρέστους
εἰς τὸν Θεὸν πνευματικοὺς καρπούς)>.
|
10
Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ τῆς
εἶπεν· Ἐὰν ἐγνώριζες τὴν δωρεὰν
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴν ὁποίαν δίδει
εἰς τοὺς ἀνθρώπους ὁ Θεός, καὶ
ποῖος εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ σοῦ
λέγει τώρα, δός μου νὰ πίω, σὺ θὰ τοῦ
ἐζητοῦσες καὶ θὰ σοῦ ἔδιδε
νερὸ τρεχούμενον, ποὺ δὲν στειρεύει ποτέ·
θὰ σοῦ ἔδιδεν αὐτὸς τὴν
χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία
σὰν ἄλλο πνευματικὸ νερὸ καθαρίζει,
δροσίζει, παρηγορεῖ καὶ ζωοποιεῖ τὰς
ψυχάς, χωρὶς νὰ στειρεύῃ ποτέ.
|
11
Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε,
οὔτε ἄντλημα ἔχεις, καὶ τὸ φρέαρ
ἐστὶ βαθύ· πόθεν οὖν ἔχεις
τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν;
|
11
Λέγει εἰς αὐτὸν ἡ γυναίκα·
<Κύριε, οὔτε δοχεῖον ἔχεις, διὰ
νὰ βγάλῃς νερό, καὶ τὸ
πηγάδι εἶναι βαθύ. Ἀπό ποῦ
λοιπὸν ἔχεις, καὶ μάλιστα τὴν
ὥρα αὐτήν, τὸ δροσερὸ νερό;
|
11
Λέγει εἰς αὐτὸν ἡ γυνή· Κύριε,
ἀσφαλῶς τὸ νερὸ αὐτό, περὶ
τοῦ ὁποίου ὁμιλεῖς, δὲν εἶναι
ἀπὸ τὸ πηγάδι αὐτό. Διότι οὔτε
ἀγγεῖον, μὲ τὸ ὁποῖον
θὰ μποροῦσες νὰ βγάλῃς ἀπὸ
ἐδῶ νερό, ἔχεις, ἀλλὰ καὶ
τὸ πηγάδι εἶναι βαθύ. Ἀπὸ ποὺ
λοιπὸν ἔχεις τὸ τρεχούμενον καὶ ἀστείρευτον
νερόν; |
12
Μὴ σὺ μείζων εἶ τοῦ πατρὸς
ἡμῶν Ἰακώβ, ὃς ἔδωκεν
ἡμῖν τὸ φρέαρ, καὶ αὐτὸς
ἐξ αὐτοῦ ἔπιε καὶ οἱ υἱοὶ
αὐτοῦ καὶ τὰ θρέμματα αὐτοῦ;
|
12
Μήπως σὺ εἶσαι ἀνώτερος ἀπὸ
τὸν πατέρα μας τὸν Ἰακώβ, ὁ
ὁποῖος ἔδωκε τὸ πηγάδι εἰς
ἡμᾶς, καὶ ἀπὸ τὸ νερὸ
τοῦ ὁποίου ἔπιε καὶ αὐτὸς
καὶ τὰ παιδιά του καὶ ὅλα τὰ
ζῶα ποὺ ἔβοσκε;> |
12
Μήπως σὺ εἶσαι ἀνώτερος κατὰ τὴν
ἀξίαν καὶ δύναμιν ἀπὸ τὸν πατέρα
μας τὸν Ἰακώβ, ὁ ὁποῖος ἔδωκεν
εἰς ἡμᾶς κληρονομίαν τὸ πηγάδι αὐτὸ
καὶ δὲν ἐζήτησεν ἄλλο καλύτερον νερόν,
ἀλλ’ ἀπὸ αὐτὸ ἔπιε καὶ
ὁ ἴδιος, καθὼς καὶ τὰ παιδιά
του καὶ τὰ ζῷα, ποὺ ἔτρεφε καὶ
ἔβοσκε; |
13
Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν
αὐτῇ· πᾶς ὁ πίνων ἐκ
τοῦ ὕδατος τούτου διψήσει πάλιν·
|
13
Ἀπήντησεν ὁ Ἰησοῦς καὶ
τῆς εἶπε· <καθένας, ποὺ πίνει
ἀπὸ τὸ νερὸ αὐτό, θὰ
διψάσῃ πάλιν. |
13
Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ τῆς
εἶπε· Βεβαίως δὲν ἐννοῶ τὸ
νερὸ τοῦ πηγαδιοῦ αὐτοῦ. Διότι
καθένας ποὺ πίνει ἀπὸ τὸ νερὸ
αὐτό, θὰ διψάσῃ πάλιν.
|
14
ὃς δ' ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος
οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ
μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα,
ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ,
γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος
ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον.
|
14
Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ θὰ πιῇ
ἀπὸ τὸ νερό, τὸ ὁποῖον
ἐγὼ θὰ τοῦ δώσω, δὲν θὰ
διψάσῃ ποτέ, ἀλλὰ τὸ νερό,
ποὺ ἐγὼ θὰ τοῦ δώσω, θὰ
μεταβληθῇ μέσα του εἰς ἀστείρευτον
πηγὴν πνευματικοῦ ὕδατος, ποὺ θὰ
ἀναβλύζῃ πάντοτε καὶ θὰ
τοῦ χαρίζῃ αἰωνίαν ζωήν>.
|
14
Ἐκεῖνος ὅμως, ποὺ θὰ πίῃ
ἀπὸ τὸ νερό, τὸ ὁποῖον
θὰ τοῦ δώσω ἐγώ, δὲν θὰ διψάσῃ
ποτὲ εἰς τὸν αἰῶνα, ἄλλα
τὸ νερὸ ποὺ θὰ τοῦ δώσω, θὰ
μεταβληθῇ μέσα του εἰς πηγὴν νεροῦ,
ποὺ δὲν θὰ στερεύῃ, ἀλλὰ
θὰ ἀναβλύζῃ καὶ θὰ πηδᾷ
καὶ θὰ τρέχῃ πάντοτε, διὰ νὰ
τοῦ παρέχῃ ζωὴν αἰώνιον.
|
15
Λέγει πρὸς αὐτὸν ἡ γυνή·
Κύριε, δός μοι τοῦτο τὸ ὕδωρ,
ἵνα μὴ διψῶ μηδὲ ἔρχομαι ἐνθάδε
ἀντλεῖν. |
15
Λέγει πρὸς αὐτὸν ἡ γυναίκα·
<Κύριε, δός μου αὐτὸ τὸ νερό,
γιὰ νὰ μὴ διψῶ καὶ νὰ
μὴ ἔρχωμαι ἐδῶ, νὰ βγάζω
νερό>. |
15
Λέγει τότε πρὸς αὐτὸν ἡ γυναῖκα·
Κύριε, δός μου τὸ νερὸ αὐτό, διὰ νὰ
μὴ διψῶ καὶ διὰ νὰ μὴ
ὑποβάλλωμαι εἰς τὸν τόσον κόπον τοῦ
νὰ ἔρχωμαι ἐδῶ διὰ νὰ
βγάζω νερὸ ἀπὸ τὸ πηγάδι.
|
16
Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς·
ὕπαγε φώνησον τὸν ἄνδρα σου καὶ
ἐλθὲ ἐνθάδε. |
16
Τότε εἶπε πρὸς αὐτὴν ὁ
Ἰησοῦς· <πήγαινε, φώναξε τὸν
ἄνδρα σου καὶ ἔλα ἐδῶ μαζῆ
μὲ αὐτόν>. |
16
Λέγει εἰς αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς·
Ἐφ’ ὅσον τὸ νερὸ αὐτὸ
δὲν τὸ θέλεις μόνον διὰ τὸν ἑαυτόν
σου, ἀλλὰ καὶ δι’ ἐκείνους μὲ
τοὺς ὁποίους συζῇς, πήγαινε φώναξε τὸν
ἄνδρα σου, καὶ ἔλα ἐδῶ μαζὶ
μὲ αὐτόν, ὥστε καὶ ἐκεῖνος
νὰ λάβῃ μαζί σου τὴν δωρεὰν αὐτήν.
|
17
Ἀπεκρίθη ἡ γυνὴ καὶ εἶπεν·
οὐκ ἔχω ἄνδρα. Λέγει αὐτῇ
ὁ Ἰησοῦς· καλῶς εἶπας ὅτι
ἄνδρα οὐκ ἔχω·
|
17
Ἀπεκρίθη ἡ γυναῖκα καὶ εἶπε·
<δὲν ἔχω ἄνδρα>. Λέγει εἰς
αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς· <καλὰ
εἶπες ὅτι, δὲν ἔχω ἄνδρα.
|
17
Ἀπεκρίθη ἡ γυνὴ καὶ εἶπε·
Δὲν ἔχω ἄνδρα. Λέγει πρὸς αὐτὴν
ὁ Ἰησοῦς· Καλὰ εἶπες, ὅτι
δὲν ἔχω ἄνδρα. |
18
πέντε γὰρ ἄνδρας ἔσχες, καὶ
νῦν ὃν ἔχεις οὐκ ἔστι σου ἀνήρ·
τοῦτο ἀληθὲς εἴρηκας.
|
18
Διότι πέντε συζύγους τὸν ἕνα
κατόπιν τοῦ ἄλλου ἐπῆρες καὶ
τώρα αὐτόν ποὺ ἔχεις δὲν
εἶναι νόμιμος σύζυγός σου· τοῦτο
ποὺ εἶπες ἀληθινὸ εἶναι>.
|
18
Διότι ἔχεις πάρει πέντε ἄνδρας, τὸν ἕνα
ὕστερα ἀπὸ τὸν ἄλλον. Καὶ
τώρα μὲ αὐτόν, ποὺ ἔχεις, εἶσαι
συνδεδεμένη μαζί του κρυφὰ καὶ δι’ αὐτὸ
δὲν εἶναι ἄνδρας σου. Αὐτὸ τὸ
εἶπες ἀλήθεια. |
19
Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε,
θεωρῶ ὅτι προφήτης εἶ σύ.
|
19
Λέγει εἰς αὐτὸν ἡ γυναίκα·
<Κύριε, ἀπὸ ὅσα μοῦ ἐφανέρωσες,
βλέπω ὅτι σὺ εἶσαι προφήτης.
Θὰ ἐπωφεληθῶ ἀπὸ αὐτὴν
τὴν εὐκαιρίαν νὰ σὲ ρωτήσω
δι' ἕνα πολὺ σοβαρὸν θρησκευτικὸν
ζήτημα. |
19
Λέγει πρὸς αὐτὸν ἡ γυναῖκα·
Κύριε, ἀπὸ τὰ μυστικὰ τῆς ζωῆς
μου, τὰ ὁποῖα μοῦ εἶπες, μολονότι
δὲν μὲ ἔχεις συναντήσει ἄλλοτε, ἀλλὰ
μόλις σήμερον μὲ βλέπεις διὰ πρώτην φοράν, καταλαβαίνω,
ὅτι σὺ εἶσαι προφήτης. Σὲ παρακαλῶ
λοιπὸν νὰ μὲ διαφωτίσῃς ἐπὶ
τοῦ ἀκολούθου σπουδαίου ζητήματος.
|
20
Οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν τῷ
ὅρει τούτῳ προσεκύνησαν· καὶ
ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἐν Ἱεροσολύμοις
ἐστὶν ὁ τόπος ὅπου δεῖ
προσκυνεῖν. |
20
Οἱ πατέρες μας ἐλάτρευσαν τὸν
Θεὸν εἰς τοῦτο ἐδῶ τὸ
ὅρος, τὸ Γαριζίν. Σεῖς ὅμως
οἱ Ἰουδαῖοι λέγετε ὅτι εἰς
τὰ Ἱεροσόλυμα εἶναι ὁ τόπος,
ὅπου πρέπει νὰ λατρεύωμεν τὸν
Θεόν>. |
20
Οἱ πατέρες μας ἐπροσκύνησαν κι’ ἐλάτρευσαν
τὸν Θεὸν εἰς τὸ ὅρος αὐτό,
τὸ Γαριζεῖν, καὶ σεῖς οἱ Ἰουδαῖοι
λέγετε, ὅτι εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα εἶναι
ὁ τόπος, ὅπου πρέπει νὰ λατρεύωμεν τὸν
Θεόν. Σὺ λοιπὸν ὡς προφήτης, τί λέγεις δι’
αὐτό; |
21
Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς·
γύναι, πίστευσόν μοι ὅτι ἔρχεται
ὥρα ὅτε οὔτε ἐν τῷ ὅρει
τούτῳ οὔτε ἐν Ἱεροσολύμοις
προσκυνήσετε τῷ πατρί,
|
21
Λέγει εἰς αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς·
<πίστευσέ με, γυναίκα, ὅτι ἔρχεται
πολὺ σύντομα καιρός, ποὺ οὔτε
εἰς τὸ ὅρος τοῦτο οὔτε εἰς
τὰ Ἱεροσόλυμα μόνον θὰ λατρεύσετε
τὸν οὐράνιον Πατέρα.
|
21
Λέγει εἰς αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς·
Πίστευσέ με, γυναῖκα, ὅτι γρήγορα ἔρχεται
καιρός, ὁπότε οὔτε εἰς τὸ ὅρος
αὐτὸ τὸ Γαριζεῖν μόνον, οὔτε
εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα ἀποκλειστικὰ
θὰ λατρεύσετε τὸν οὐράνιον Πατέρα.
|
22
Ὑμεῖς προσκυνεῖτε ὃ οὐκ οἴδατε,
ἡμεῖς προσκυνοῦμεν ὃ οἴδαμεν·
ὅτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν Ἰουδαίων
ἐστίν. |
22
Σεῖς οἱ Σαμαρεῖται, ποὺ ἔχετε
ἀπορρίψει τὰ περισσότερα βιβλία
τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, προσκυνεῖτε
ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον πολὺ
ὀλίγον γνωρίζετε. Ἡμεῖς οἱ
Ἰουδαῖοι προσκυνοῦμεν ἐκεῖνο
ποὺ περισσότερον ἀπὸ σᾶς καὶ
ἀπὸ τοὺς ἄλλους λαοὺς γνωρίζομεν.
Διότι ὁ Μεσσίας, ὁ ὁποῖος
θὰ δώσῃ τὴν σωτηρίαν εἰς
ὅλους τοὺς λαούς, προέρχεται ἀπὸ
τοὺς Ἰουδαίου. |
22
Σεῖς οἱ Σαμαρεῖται, οἱ ὁποῖοι
ἀπερρίψατε τὰ βιβλία τῶν προφητῶν,
προσκυνεῖτε ἐκεῖνο, διὰ τὸ ὁποῖον
δὲν ἔχετε σαφῆ καὶ πλήρη γνῶσιν.
Ἡμεῖς οἱ Ἰουδαῖοι προσκυνοῦμεν
ἐκεῖνο, ποὺ γνωρίζομεν περισσότερον ἀπὸ
κάθε ἄλλον. Ἀπόδειξις δὲ τούτου εἶναι,
ὅτι ὁ Μεσσίας, ποὺ θὰ σώσῃ τὸν
κόσμον, προέρχεται ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους,
τοὺς ὁποίους ὁ Θεὸς ἐξέλεξεν
ὡς λαὸν ἰδικόν του καὶ οἱ ὁποῖοι
τελειότερον ἀπὸ κάθε ἄλλον τὸν ἐγνώρισαν
καὶ τὸν ἐλάτρευσαν. |
23
Ἀλλ' ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν,
ὅτε οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ
προσκυνήσουσι τῷ πατρὶ ἐν πνεύματι
καὶ ἀληθείᾳ· καὶ γὰρ
ὁ πατὴρ τοιούτους ζητεῖ τοὺς
προσκυνοῦντας αὐτόν.
|
23
Ἀλλὰ ἔρχεται πλέον ὥρα, καὶ
μάλιστα τώρα ἦλθε, ὁπότε οἱ
γνήσιοι καὶ πραγματικοὶ προσκυνηταὶ
θὰ τιμήσουν καὶ θὰ λατρεύσουν
τὸν οὐράνιον Πατέρα μὲ τὸ
φωτισμένον καὶ καθαρὸν πλέον πνεῦμα
των καὶ μὲ λατρείαν ὄχι τυπικὴν
καὶ συμβολικήν, ἀλλὰ ἀληθινὴν
καὶ σαφῆ. Διότι καὶ ὁ Πατὴρ
ζητεῖ τέτοιοι νὰ εἶναι, φωτισμένοι
τὸν νοῦν καὶ καθαροὶ κατὰ τὴν
καρδίαν, αὐτοί ποὺ θὰ τὸν
λατρεύουν. |
23
Πολὺ σύντομα ὅμως ἔρχεται ὥρα, καὶ
μπορῶ νὰ εἴπω, ὅτι ἡ ὥρα
αὐτὴ ἦλθε τώρα, ὁπότε οἱ πραγματικοὶ
προσκυνηταὶ θὰ προσκυνήσουν καὶ θὰ
λατρεύσουν τὸν Πατέρα μὲ θεοφωτίστους τὰς
πνευματικὰς δυνάμεις των, καὶ μὲ λατρείαν
ὄχι τυπικὴν καὶ σκιώδη, ἀλλὰ
πραγματικὴν καὶ ἐμπνευσμένην ἀπὸ
πλήρη ἐπίγνωσιν τῆς ἀληθείας. Διότι καὶ
ὁ Πατὴρ ζητεῖ ἐπιμόνως τέτοιοι ἀληθινοὶ
καὶ πραγματικοὶ προσκυνηταὶ νὰ εἶναι
ἐκεῖνοι, ποὺ τὸν λατρεύουν.
|
24
Πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας
αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ
δεῖ προσκυνεῖν. |
24
Ὁ Θεὸς εἶναι Πνεῦμα, πανυπερτέλειον
καὶ πανταχοῦ παρὸν καὶ δὲν κατοικεῖ
εἰς ὡρισμένους μόνον τόπους.
Καὶ ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι
τὸν λατρεύουν πρέπει νὰ τὸν
προσκυνοῦν μὲ ὅλην των τὴν ψυχήν,
μὲ ἀφωσιωμένην τὴν καρδίαν καὶ
τὴν διάνοιάν των εἰς αὐτόν,
μὲ φωτισμένην καὶ ἀληθινὴν γνῶσιν
περὶ αὐτοῦ καὶ τῆς λατρείας,
ποὺ τοῦ ταιριάζει>. |
24
Ὁ Θεὸς εἶναι πνεῦμα, δι’ αὐτὸ
καὶ δὲν περιορίζεται εἰς τόπους. Καὶ
ἐκεῖνοι, ποὺ τὸν λατρεύουν, πρέπει
νὰ τὸν προσκυνοῦν μὲ τὰς ἐσωτερικάς
των πνευματικὰς δυνάμεις, μὲ ἀφοσίωσιν τῆς
καρδίας καὶ τοῦ νοῦ, ἀλλὰ καὶ
μὲ ἀληθῆ ἐπίγνωσιν τοῦ Θεοῦ
καὶ τῆς λατρείας, ποὺ τοῦ πρέπει.
|
25
Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· οἶδα
ὅτι Μεσσίας ἔρχεται ὁ λεγόμενος
Χριστός· ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος,
ἀναγγελεῖ ἡμῖν πάντα.
|
25
Λέγει πρὸς αὐτὸν ἡ γυναίκα·
<γνωρίζω ὅτι ἔρχεται ὁ Μεσσίας,
ποὺ ἑλληνικὰ λέγεται Χριστός.
Ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, θὰ
μᾶς τὰ ἀναγγείλῃ ὅλα>.
|
25
Λέγει εἰς αὐτὸν ἡ γυναῖκα·
Γνωρίζω, ὅτι ἔρχεται ὁ Μεσσίας, ὄνομα
τὸ ὁποῖον εἰς τὴν Ἑλληνικὴν
μεταφράζεται μὲ τὴν λέξιν Χριστός. Ὅταν
ἔλθῃ ἐκεῖνος, θὰ μᾶς τὰ
διδάξῃ ὅλα. |
26
Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς·
ἐγώ εἰμι ὁ λαλῶν σοι.
|
26
Λέγει εἰς αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς·
<ἐγὼ εἶμαι ὁ Χριστός, ὁ
ὁποῖος αὐτὴν τὴν στιγμὴν
σοῦ ὁμιλῶ>. |
26
Λέγει εἰς αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς·
Ὁ Μεσσίας εἶμαι ἐγώ, ποὺ τὴν
στιγμὴν αὐτὴν σοῦ ὁμιλῶ.
|
27
Καὶ ἐπὶ τούτῳ ἦλθον οἱ
μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ ἐθαύμασαν
ὅτι μετὰ γυναικός ἐλάλει·
οὐδείς μέντοι εἶπε, τί ζητεῖς
ἢ τί λαλεῖς μετ' αὐτῆς;
|
27
Καὶ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν
ὥρα ἦλθαν οἱ μαθηταί του καὶ
ἠπόρησαν, διότι ὁ διδάσκαλός
των συνωμιλοῦσε μὲ γυναῖκα εἰς δημόσιον
τόπον (πρᾶγμα τὸ ὁποῖον ἀπηγόρευαν
οἱ ραββῖνοι τῶν Ἰουδαίων). Ἀλλὰ
κανεὶς δὲν εἶπε· τί ζητεῖς
ἀπὸ αὐτὴν ἢ διὰ ποῖον
θέμα συζητεῖς μαζῆ της.
|
27
Καὶ κατ’ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν
στιγμὴν ἦλθαν οἱ μαθηταί του καὶ ἐθαύμασαν,
διότι ὁ Διδάσκαλος ὡμίλει δημοσίᾳ μὲ
γυναῖκα, πρᾶγμα ποὺ ἀπηγορεύετο ἀπὸ
τὰς παραδόσεις τῶν ραββίνων. Κανεὶς ὅμως
δὲν εἶπεν· εἰς τί ζητεῖς νὰ
σὲ ὑπηρετήσῃ ἡ γυναῖκα αὐτὴ
ἢ περὶ ποίου θέματος ὁμιλεῖς μαζί
της; |
28
Ἀφῆκεν οὖν τὴν ὑδρίαν
αὐτῆς ἡ γυνὴ καὶ ἀπῆλθεν
εἰς τὴν πόλιν, καὶ λέγει τοῖς
ἀνθρώποις· |
28
Ἡ δὲ γυναίκα ἀφῆκε ἀπὸ
τὴν μεγάλην της συγκίνησιν τὴν στάμνα
της εἰς τὸ πηγάδι καὶ ἔφυγε
διὰ τὴν πόλιν, ὅπου καὶ εἶπεν
εἰς τοὺς ἀνθρώπους·
|
28
Ἡ γυναῖκα δὲ γεμᾶτη συγκίνησιν ὕστερον
ἀπὸ αὐτά, ποὺ ἤκουσεν, ἀφῆκε
τὴν στάμναν της εἰς τὸ πηγάδι καὶ
ἐπῆγε τρέχουσα εἰς τὴν πόλιν καὶ
εἶπεν εἰς τοὺς ἀνθρώπους·
|
29
δεῦτε ἴδετε ἄνθρωπον ὃς εἶπέ
μοι πάντα ὅσα ἐποίησα· μήτι
οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός;
|
29
<ἐλᾶτε νὰ ἰδῆτε ἕνα
ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος μοῦ εἶπε
ὅλα ὅσα ἔχω κάμει. Μήπως αὐτὸς
εἶναι ὁ Χριστός;>
|
29
Ἐλᾶτε νὰ ἴδετε ἔναν ἄνθρωπον,
ὁ ὁποῖος μοῦ εἶπεν ὅλα
ὅσα ἔκαμα, καὶ αὐτὰ ἀκόμη
τὰ μυστικὰ καὶ ἰδιαίτερά μου. Μήπως
εἶναι αὐτὸς ὁ Χριστός;
|
30
Ἐξῆλθον οὖν ἐκ τῆς πόλεως
καὶ ἤρχοντο πρὸς αὐτόν.
|
30
Ἐβγῆκαν, λοιπόν, ἀπὸ τὴν
πόλιν οἱ ἄνθρωποι καὶ ἤρχοντο
πρὸς αὐτόν. |
30
Ἐβγῆκαν λοιπὸν ἀπὸ τὴν
πόλιν οἱ Σαμαρεῖται καὶ ἤρχοντο πρὸς
αὐτόν. |
31
Ἐν δὲ τῷ μεταξὺ ἠρώτων
αὐτὸν οἱ μαθηταὶ λέγοντες·
ραββί, φάγε. |
31
Ἐν τῷ μεταξὺ οἱ μαθηταὶ παρακαλοῦσαν
τὸν διδάσκαλον καὶ ἔλεγαν· <ραββί,
φάγε>. |
31
Ἐν τῷ μεταξὺ δέ, ἕως ὅτου εἰδοποιηθοῦν
οἱ Σαμαρεῖται καὶ ἔλθουν εἰς
συνάντησιν τοῦ Ἰησοῦ, ἐπειδὴ
ὁ Κύριος εἶχεν ἀπορροφηθῆ ἀπὸ
τὸ πνευματικόν του ἔργον καὶ δὲν ἐνδιεφέρετο
διόλου διὰ τὸ φαγητόν, τὸν παρεκάλουν οἱ
μαθηταὶ καὶ τοῦ ἔλεγον: Διδάσκαλε,
φάγε. |
32
Ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἐγὼ
βρῶσιν ἔχω φαγεῖν, ἣν ὑμεῖς
οὐκ οἴδατε. |
32
Αὐτὸς δὲ ἀπορροφημένος ἀπὸ
τὸ ὑψηλὸν πνευματικὸν ἔργον
του καὶ ἀδιάφορος διὰ τὸ ὑλικὸν
φάγητον, τοὺς εἶπε· <ἐγὼ
ἔχω φάγητον νὰ φάγω, ποὺ σεῖς
δὲν τὸ ξέρετε>. |
32
Αὐτὸς ὅμως τοὺς εἶπεν·
Ἐγὼ ἔχω φαγητὸν νὰ φάγω, τὸ
ὁποῖον σεῖς δὲν ἠξεύρετε.
|
33
Ἔλεγον οὖν οἱ μαθηταὶ πρὸς ἀλλήλους·
μή τις ἤνεγκεν αὐτῷ φαγεῖν;
|
33
Ἔλεγαν τότε μεταξύ των οἱ μαθηταί·
<μήπως τοῦ ἔφερε κανεὶς νὰ
φάγῃ;> |
33
Ἐπειδὴ λοιπὸν δὲν ἐκατάλαβαν
τὴν σημασίαν τῶν λόγων αὐτῶν τοῦ
Κυρίου, ἔλεγαν μεταξύ τους οἱ μαθηταί· Μήπως
τὴν ὥραν, ποὺ ἐλείπαμεν ἡμεῖς,
τοῦ ἔφερε κανένας ἄλλος φαγητὸν καὶ
ἔφαγε; |
34
Λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς·
ἐμὸν βρῶμά ἐστιν ἵνα ποιῶ
τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με καὶ
τελειώσω αὐτοῦ τὸ ἔργον.
|
34
Λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς·
<ἰδικόν μου πολυτιμότατον φαγητόν
εἶναι νὰ πράττω τὸ θέλημα Ἐκείνου,
ὁ ὁποῖος μὲ ἔστειλε καὶ
νὰ ἀποπερατώσω εἰς τὸν τέλειον
βαθμὸν καὶ μὲ τὸν τέλειον τρόπον
τὸ ἔργον του, δηλαδὴ τὴν σωτηρία
τῶν ἀνθρώπων. |
34
Λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς·
Ἰδικόν μου φαγητόν, τὸ ὁποῖον μὲ
χορταίνει καὶ μὲ τρέφει, εἶναι νὰ
πράττω πάντοτε τὸ θέλημα ἐκείνου, ποὺ μὲ
ἀπέστειλεν εἰς τὸν κόσμον καὶ νὰ
φέρω εἰς τέλειον πέρας τὸ ἔργον του, τὸ
ὁποῖον εἶναι ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
Καὶ τὸ θερμὸν ἐνδιαφέρον μου διὰ
τὸ ἔργον αὐτὸ μὲ ἀπερρόφησεν
ὁλόκληρον τώρα, ποὺ πρόκειται νὰ ἔλθουν
ἐδῶ οἱ Σαμαρεῖται, καὶ μοῦ
ἔκοψε κάθε ὄρεξιν, ποὺ προέρχεται ἀπὸ
τὴν φυσικὴν πεῖναν. |
35
Οὐχ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἔτι
τετράμηνός ἐστι καὶ ὁ θερισμὸς
ἔρχεται; Ἰδοὺ λέγω ὑμῖν,
ἐπάρατε τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν
καὶ θεάσασθε τὰς χώρας, ὅτι
λευκαί εἰσι πρὸς θερισμὸν ἤδη.
|
35
Δὲν λέγετε σεῖς, ὅτι τετράμηνος
εἶναι ἀκόμη καὶ ὁ θερισμὸς
ἔρχεται; ᾿Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ
τὸν ὑλικὸν θερισμόν, ὑπάρχει
καὶ ὁ πνευματικός. Ἰδοὺ σᾶς
λέγω, σηκώσατε τὰ μάτια σας καὶ
κυττάξατε τοὺς Σαμαρείτας, ποὺ ἔρχονται,
καὶ τὰς ἄλλας χώρας καὶ θὰ
ἰδῆτε ὅτι εἶναι ἕτοιμοι πλέον
διὰ τὸν θερισμόν, ὅπως, ὅταν
ἀπὸ πράσινα σιτηρὰ ὠριμάσουν
καὶ φαίνωνται λευκὰ τὰ στάχυα,
εἶναι ἕτοιμα πρὸς θερισμόν.
|
35
Δὲν λέγετε σεῖς, ὅτι τέσσαρες μῆνες
ὑπολείπονται ἀκόμη καὶ ὁ θερισμὸς
ἔρχεται; Εἰς τὴν πνευματικὴν ὅμως
σπορὰν εἶναι δυνατὸν ὁ λόγος τοῦ
Θεοῦ νὰ καρποφορήσῃ καὶ εἰς
χρονικὸν διάστημα πολὺ σύντομον. Καὶ διὰ
νὰ πεισθῆτε περὶ αὐτοῦ, ποὺ
σᾶς λέγω, σηκώσατε τὰ μάτια σας καὶ κυττάξετε
τὸ πλῆθος αὐτὸ τῶν Σαμαρειτῶν,
ποὺ ἔρχονται. Εἶναι αὐτοὶ λογικὰ
χωράφια, εἱς τὰ ὁποῖα δὲν ἐπρόφθασε
νὰ σπαρῇ ὁ λόγος τῆς ἀληθείας
καὶ ὅμως εἶναι λευκὰ καὶ ὥριμα
πλέον, ἕτοιμα διὰ νὰ θερισθοῦν. Ἔτσι
καὶ εἰς ὅλα τὰ μέρη τοῦ κόσμου
αἱ ψυχαὶ τῶν ἀνθρώπων εἶναι
τώρα ὥριμοι διὰ νὰ δεχθοῦν τὴν
σωτηρίαν. |
36
Καὶ ὁ θερίζων μισθὸν λαμβάνει
καὶ συνάγει καρπὸν εἰς ζωὴν
αἰώνιον, ἵνα καὶ ὁ σπείρων
ὁμοῦ χαίρῃ καὶ ὁ θερίζων.
|
36
Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ θερίζει εἰς
τὸν πνευματικὸν αὐτὸν ἀγρόν,
παίρνει τὸν μισθόν του καὶ χαίρει,
διότι προσκαλεῖ καὶ συγκεντρώνει τοὺς
ἀνθρώπους διὰ τὴν αἰώνιον
ζωήν. Ἔτσι καὶ εἰς τὴν πνευματικὴν
καλλιέργειαν καὶ ἐκεῖνος ποὺ
σπείρει, δηλαδὴ ἐγώ, χαίρει,
ὅπως ἐπίσης χαίρετε καὶ σεῖς
ποὺ θὰ θερίσετε. |
36
Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ θερίζει εἰς
τὸν πνευματικὸν αὐτὸν ἀγρὸν
λαμβάνει μισθόν, ὄχι μόνον διότι χαίρει καὶ ἐδῶ
βλέπων τὴν πνευματικὴν συγκομιδήν, ἀλλὰ
καὶ διότι θὰ ἀνταμειφθῇ καὶ
εἰς τὸν μέλλοντα βίον ὑπὸ τοῦ
Κυρίου. Ἐπειδὴ δὲ ἑλκύει εἰς
τὴν σωτηρίαν ψυχὰς ἀθανάτους, συναθροίζει
καρπὸν διὰ τὴν αἰώνιον ζωήν. Καὶ
ἔτσι εἰς τὴν πνευματικὴν σποράν, ποὺ
γίνεται τώρα, ἐγὼ ὁ σπορεὺς χαίρω
μαζὶ μὲ σᾶς, ποὺ θὰ θερίσετε.
|
37
Ἐν γὰρ τούτῳ ὁ λόγος ἐστὶν
ὁ ἀληθινός, ὅτι ἄλλος ἐστὶν
ὁ σπείρων καὶ ἄλλος ὁ θερίζων.
|
37
Καὶ εἰς τὴν περίστασιν αὐτὴν
ἐφαρμόζεται ἡ ἀληθινὴ παροιμία,
ποὺ λέγει ὅτι ἄλλος ἔχει σπείρει
καὶ ἄλλος θερίζει. Ἐγὼ ἔσπειρα,
σεῖς καὶ οἱ διάδοχοί σας θὰ
θερίσετε. |
37
Διότι εἰς αὐτήν, τὴν ἰδικήν μας δηλαδὴ
περίπτωσιν, ἐφαρμόζεται ἡ σωστὴ παροιμία,
ὅτι ἄλλος ἔσπειρε καὶ ἄλλος
θερίζει. Ἔσπειρα ἐγὼ καὶ θὰ
θερίσετε σεῖς, ὅπως καὶ εἰς τὸ
μέλλον θὰ σπείρετε σεῖς καὶ θὰ θερίσουν
οἱ διάδοχοί σας. |
38
Ἐγὼ ἀπέστειλα ὑμᾶς θερίζειν
ὃ οὐχ ὑμεῖς κεκοπιάκατε·
ἄλλοι κεκοπιάκασι, καὶ ὑμεῖς
εἰς τὸν κόπον αὐτῶν εἰσεληλύθατε.
|
38
Ἐγὼ σᾶς ἔστειλα διὰ νὰ
θερίσετε ἐκεῖνο, διὰ τὸ ὁποῖον
σεῖς δὲν ἔχετε κοπιάσει. Ἄλλοι,
ἐγὼ καὶ οἱ πρὸ ἐμοῦ
προφῆται, ἐκοπίασαν, καὶ σεῖς
ἔχετε εἰσέλθει εἰς τοὺς κόπους
των, διὰ νὰ θερίσετε.
|
38
Ἐγώ, ὁ Κύριος τοῦ ἀγροῦ, σᾶς
ἔστειλα, διὰ νὰ θερίζετε ἐκεῖνο,
ποὺ σεῖς δὲν ἔχετε κοπιάσει διὰ
νὰ σπαρῇ. Ἄλλοι, ἤτοι ἐγὼ
καὶ οἱ πρὸ ἐμοῦ προφῆται,
ἔχουν κοπιάσει καὶ ἔχουν σπείρει, καὶ
σεῖς ἔχετε ἔμβει εἰς τοὺς κόπους
καὶ τὴν σποράν τους διὰ νὰ θερίσετε.
|
39
Ἐκ δὲ τῆς πόλεως ἐκείνης
πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν
τῶν Σαμαρειτῶν διὰ τὸν λόγον
τῆς γυναικός, μαρτυρούσης ὅτι εἶπέ
μοι πάντα ὅσα ἐποίησα.
|
39
Ἀπὸ δὲ τὴν πόλιν ἐκείνην
πολλοὶ Σαμαρεῖται ἐπίστευσαν εἰς
αὐτὸν ἀπὸ τὰ λόγια τῆς
γυναικὸς ἐκείνης, ποὺ ἐπεβεβαίωνε
ὅτι μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα.
|
39
Ἀπὸ τὴν πόλιν δὲ ἐκείνην Συχὰρ
πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Σαμαρείτας ἐπίστευσαν
εἰς αὐτόν, ὅτι ἦτο ὁ Μεσσίας,
ἕνεκα τοῦ λόγου τῆς γυναικός, ποὺ
ἐμαρτύρει, ὅτι μοῦ εἶπεν ὅλα
ὅσα ἔπραξα, καὶ αὐτὰ ἀκόμη
τὰ ἰδιαίτερά μου, τὰ ὁποῖα δὲν
ἤξευραν οὔτε ἐκεῖνοι, μὲ τοὺς
ὁποίους συζῶ καὶ ἀπὸ χρόνον
πολὺν μὲ γνωρίζουν. |
40
Ὡς οὖν ἦλθον πρὸς αὐτὸν
οἱ Σαμαρεῖται, ἠρώτων αὐτὸν
μεῖναι παρ' αὐτοῖς· καὶ ἔμεινεν
ἐκεῖ δύο ἡμέρας.
|
40
Ὅταν, λοιπόν, ἦλθον εἰς αὐτὸν
οἱ Σαμαρεῖται, τὸν παρακαλοῦσαν νὰ
μείνῃ μαζῆ τους· καὶ ἔμεινε
ἐκεῖ δύο ἡμέρας. |
40
Ὅταν λοιπὸν ἦλθον πρὸς αὐτὸν
οἱ Σαμαρεῖται, τὸν παρεκάλουν νὰ μείνῃ
διὰ παντὸς μαζί τους. Καὶ ἔμεινεν
ἐκεῖ δύο ἡμέρας. |
41
Καὶ πολλῷ πλείους ἐπίστευσαν
διὰ τὸν λόγον αὐτοῦ, |
41
Καὶ ἀπὸ τὴν διδασκαλίαν, ποὺ
τοὺς ἔκαμε, ἐπίστευσαν πολὺ
περισσότεροι εἰς αὐτόν. |
41
Καὶ ἀπὸ τὴν διδασκαλίαν, τὴν
ὁποίαν τοὺς ἔκαμε κατὰ τὰς δύο
αὐτὰς ἡμέρας, ἐπίστευσαν πολὺ
περισσότεροι ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ ἦλθαν
εἰς τὸ πηγάδι καὶ τὸν προσεκάλεσαν
νὰ μείνῃ εἰς τὴν πόλιν των.
|
42
τῇ τε γυναικὶ ἔλεγον ὅτι οὐκέτι
διὰ τὴν σὴν λαλιὰν πιστεύομεν·
αὐτοὶ γὰρ ἀκηκόαμεν, καὶ
οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς
ὁ σωτὴρ τοῦ κόσμου ὁ Χριστός.
|
42
Καὶ εἰς τὴν γυναῖκα ἔλεγαν ὅτι
<εἰς τὸν Ἰησοῦν δὲν πιστεύομεν
πλέον ἀπὸ ὅσα σὺ μᾶς εἶπες
περὶ αὐτοῦ, ἀλλὰ διότι
ἡμεῖς, οἱ ἴδιοι τὸν ἔχομεν
ἀκούσει καὶ γνωρίζομεν καλὰ
ὅτι πράγματι αὐτὸς εἶναι ὁ
Σωτὴρ τοῦ κόσμου, ὁ Χριστός>.
|
42
Καὶ εἰς τὴν γυναῖκα ἔλεγον,
ὅτι δὲν πιστεύομεν πλέον διὰ τὰ ὅσα
μᾶς εἶπες σύ· διότι ἡμεῖς οἱ
ἴδιοι ἔχομεν ἀκούσει αὐτὸν καὶ
γνωρίζομεν, ὅτι αὐτὸς εἶναι ἀληθῶς
ὁ Σωτὴρ ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου, ὁ
ἀναμενόμενος Μεσσίας, ὁ Χριστός.
|
43
Μετὰ δὲ τὰς δύο ἡμέρας
ἐξῆλθεν ἐκεῖθεν καὶ ἀπῆλθεν
εἰς τὴν Γαλιλαίαν. |
43
Ὕστερα δὲ ἀπὸ τὰς δύο
αὐτὰς ἡμέρας ἀνεχώρησεν
ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ ἐκεῖ
καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν.
|
43
Ὕστερα δὲ ἀπὸ τὰς δύο ἡμέρας
ποὺ ἔμεινεν εἰς τὴν πόλιν Συχάρ, ἔφυγεν
ἀπ’ ἐκεῖ ὁ Ἰησοῦς καὶ
ἀνεχώρησεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν.
|
44
Αὐτὸς γὰρ ὁ Ἰησοῦς ἐμαρτύρησεν
ὅτι προφήτης ἐν τῇ ἰδίᾳ
πατρίδι τιμὴν οὐκ ἔχει.
|
44
Ἀπέφευγε δὲ νὰ μεταβῇ εἰς
τὴν Ναζαρέτ, ποὺ ἐθεωρεῖτο ἰδιαιτέρα
του πατρίς, διότι ὁ ἴδιος ὁ
Ἰησοῦς εἶχε διαβεβαιώσει ὅτι
κανεὶς προφήτης δὲν τιμᾶται εἰς
τὴν πατρίδα του. |
44
Ἀπέφυγε δὲ νὰ μεταβῇ εἰς τὴν
πατρίδα του Ναζαρέτ, διότι αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς
εἶχε διακηρύξει, ὅτι κάθε προφήτης δὲν τιμᾶται
εἰς τὴν πατρίδα του μὲ τὴν τιμήν,
ἡ ὁποία τοῦ ἀξίζει.
|
45
Ὅτε οὖν ἦλθεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν,
ἐδέξαντο αὐτὸν οἱ Γαλιλαῖοι,
πάντα ἑωρακότες ἃ ἐποίησεν
ἐν Ἱεροσολύμοις ἐν τῇ ἑορτῇ·
καὶ αὐτοὶ γὰρ ἦλθον εἰς
τὴν ἑορτήν. |
45
Ὅταν, λοιπόν, ἦλθεν εἰς τὴν
Γαλιλαίαν, τὸν ὑπεδέχθησαν οἱ
Γαλιλαίοι, διότι εἶχαν ἴδει ὅλα
τὰ θαύματα, ποὺ ἔκανε εἰς τὰ
Ἱεροσόλυμα κατὰ τὴν ἑορτὴν
τοῦ Πάσχα. Διότι καὶ αὐτοὶ
εἶχαν ἔλθει εἰς τὴν ἑορτήν.
|
45
Ὅταν λοιπὸν ἦλθεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν,
τὸν ὑπεδέχθησαν οἱ Γαλιλαίοι, ἐπειδὴ
εἶχον ἴδει τὰ θαύματα, ποὺ ἔκαμεν
εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα κατὰ τὴν ἑορτὴν
τοῦ Πάσχα. Καὶ τὰ εἶχον ἴδει,
διότι καὶ αὐτοὶ ἦλθον εἰς τὴν
ἑορτήν. |
46
Ἦλθεν οὖν πάλιν ὁ Ἰησοῦς
εἰς τὴν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας,
ὅπου ἐποίησε τὸ ὕδωρ οἶνον,
καὶ ἦν τις βασιλικός, οὖν ὁ
υἱὸς ἠσθένει ἐν Καπερναούμ·
|
46
Ἦλθε, λοιπόν, πάλιν ὁ Ἰησοῦς
εἰς τὴν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας,
ὅπου εἶχε μεταβάλει τὸ νερὸ
εἰς κρασί. Ὑπῆρχε δὲ ἐκεῖ
κάποιος αὐλικὸς τοῦ βασιλέως
Ἡρῴδου, τοῦ ὁποίου τὸ
παιδὶ εἰς τὴν Καπερναοὺμ ἦτο
ἄρρωστον. |
46
Ἦλθε λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς πάλιν εἰς
τὴν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, ὅπου εἶχε
μεταβάλει τὸ νερὸ εἰς οἶνον. Ὑπῆρχε
δὲ κάποιος ἄνθρωπος, ποὺ ἀνῆκεν
εἰς τὴν βασιλικὴν αὐλὴν τοῦ
Ἡρῴδου, τοῦ ὁποίου τὸ παιδὶ
ἦτο ἄρρωστον εἰς τὴν Καπερναούμ.
|
47
οὗτος ἀκούσας ὅτι Ἰησοῦς
ἥκει ἐκ τῆς Ἰουδαίας εἰς
τὴν Γαλιλαίαν, ἀπῆλθε πρὸς αὐτὸν
καὶ ἠρώτα αὐτὸν ἵνα καταβῇ
καὶ ἰάσηται αὐτοῦ τὸν
υἱόν· ἤμελλε γὰρ ἀποθνῄσκειν.
|
47
Αὐτός, ὅταν ἤκουσε ὅτι ὁ
Ἰησοῦς εἶχεν ἔλθει ἀπὸ
τὴν Ἰουδαίαν εἰς τὴν Γαλιλαίαν,
ἔφυγε ἀπὸ τὴν Καπερναούμ, ἦλθε
πρὸς τὸν Ἰησοῦν καὶ τὸν
παρακαλοῦσε νὰ κατεβῇ ἀπὸ τὴν
Κανᾶ εἰς τὴν Καπερναοὺμ καὶ
νὰ θεραπεύσῃ τὸ παιδί του·
διότι αὐτὸ ἐκινδύνευε νὰ
ἀποθάνῃ. |
47
Αὐτὸς λοιπόν, ὅταν ἤκουσεν, ὅτι
ὁ Ἰησοῦς εἶχεν ἔλθει ἀπὸ
τὴν Ἰουδαίαν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, ἀνεχώρησε
ἀπὸ τὴν Καπερναοὺμ πρὸς συνάντησίν
του καὶ τὸν παρεκάλει νὰ καταβῇ ἀπὸ
τὴν Κανᾶ εἰς τὴν Καπερναοὺμ
καὶ νὰ θεραπεύσῃ τὸν υἱόν του·
διότι λόγῳ τῆς βαρείας ἀσθενείας του ἐκινδύνευε
νὰ ἀποθάνῃ. |
48
Εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς πρὸς
αὐτόν· ἐὰν μὴ σημεῖα
καὶ τέρατα ἴδητε, οὐ μὴ πιστεύσητε.
|
48
Εἶπε, λοιπόν, ὁ Ἰησοῦς πρὸς
αὐτόν· <ἐὰν δὲν ἴδετε
θαύματα μεγάλα καὶ παράδοξα ἔξω
ἀπὸ τοὺς φυσικοὺς νόμους, δὲν
θὰ πιστεύσετε>. |
48
Εἶπε λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς εἰς
αὐτόν, τὸ ἤκουον δὲ καὶ οἱ
ἄλλοι, ποὺ ἦσαν ἐκεῖ· Ἐὰν
δὲν ἴδετε θαύματα, ποὺ νὰ δείχνουν
φανερὰ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ καὶ
νὰ προκαλοῦν τρόμον καὶ κατάπληξιν, δὲν
θὰ πιστεύσετε. |
49
Λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ βασιλικός·
Κύριε, κατάβηθι πρὶν ἀποθανεῖν
τὸ παιδίον μου. |
49
Λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ βασιλικός·
<Κύριε, σὲ παρακαλῶ, κατέβα γρήγορα
εἰς τὴν Καπερναοὺμ πρὶν πεθάνῃ
τὸ παιδί μου>. |
49
Λέγει πρὸς αυτὸν ὁ αὐλικός·
Κύριε, κατέβα εἰς τὴν Καπερναοὺμ
γρήγορα, προτοῦ ν' ἀποθάνῃ το
παιδί μου. |
50
Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς·
πορεύου· ὁ υἱός σου ζῇ.
Καὶ ἐπίστευσεν ὁ ἄνθρωπος τῷ
λόγῳ ὧ εἶπεν αὐτῷ ὁ
Ἰησοῦς, καὶ ἐπορεύετο.
|
50
Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς·
<πήγαινε, τὸ παιδί σου ζῇ καὶ
εἶναι καλά>. Καὶ ἐπίστευσεν
ὁ ἄνθρωπος εἰς τὸν λόγον, ποὺ
τοῦ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς, καὶ
ἐπέστρεψε εἰρηνικὸς καὶ χαρούμενος
εἰς τὴν Καπερναούμ. |
50
Λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς·
Πήγαινε· τὸ παιδί σου ζῇ καὶ δὲν
κινδυνεύει πλέον. Καὶ ἐπίστευσεν ὁ ἄνθρωπος
εἰς τὸν λόγον, ποὺ τοῦ εἶπεν
ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἐλεύθερος ἀπὸ
κάθε ἀνησυχίαν ἐπέστρεφεν εἰς Καπερναούμ.
|
51
Ἤδη δὲ αὐτοῦ καταβαίνοντος οἱ
δοῦλοι αὐτοῦ ἀπήντησαν αὐτῷ
καὶ ἀπήγγειλαν λέγοντες ὅτι
ὁ παῖς σου ζῇ.
|
51
Ἐνῶ δὲ αὐτὸς κατέβαινε
πρὸς τὴν πόλιν, τὸν προϋπήντησαν
οἱ δοῦλοι του καὶ τοῦ ἀνήγγειλαν
ὅτι <τὸ παιδί σου ζῇ>.
|
51
Ὅταν δὲ αὐτὸς κατέβαινεν εἱς
τὴν πόλιν καὶ εὑρίσκετο ἀκόμη εἰς
τὸν δρόμον, τὸν συνήντησαν οἱ δοῦλοι
του, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν καλυτέρευσιν
τῆς ὑγείας τοῦ ἀσθενοῦς ἔτρεξαν
εἰς ἀπάντησίν του, καὶ μὲ χαρὰν
τοῦ ἀνήγγειλαν, ὅτι τὸ παιδίον σου
ζῇ. |
52
Ἐπύθετο οὖν παρ' αὐτῶν τὴν
ὥραν ἐν ᾗ κομψότερον ἔσχε. Καὶ
εἶπον αὐτῷ ὅτι χθὲς ὥραν
ἑβδόμην ἀφῆκεν αὐτὸν ὁ
πυρετός. |
52
Ἐζήτησε τότε ἀπὸ αὐτοὺς
νὰ πληροφορηθῇ, ποίαν ὥραν τὸ
παιδί του ἐπῆρε τὸ καλύτερον
καὶ ἐκεῖνοι τοῦ εἶπαν ὅτι,
χθὲς κατὰ τὴν ἑβδόμην ὥραν,
δηλαδὴ τὴν μίαν μετὰ τὸ μεσημέρι
τὸ ἀφῆκεν ἐντελῶς ὁ πυρετός.
|
52
Πεπεισμένος λοιπὸν ὁ αὐλικός, ὅτι
ὁ Ἰησοῦς διὰ τοῦ λόγου του ἐθεράπευσε
τὸν ἀσθενῆ, διὰ νὰ ἐπιβεβαιώσῃ
τὴν πίστιν του, ἠρώτησε τοὺς δούλους καὶ
διὰ τὴν ὥραν, ποὺ ἐπῆρε
τὸ καλύτερον ὁ υἱός του. Καὶ αὐτοὶ
τοῦ εἶπαν, ὅτι χθὲς εἰς τὰς
ἑπτά, ἤτοι εἰς τὴν μίαν μετὰ
τὸ μεσημέρι, τὸν ἀφῆκεν ὁλότελα
ὁ πυρετός. |
53
Ἔγνω οὖν ὁ πατὴρ ὅτι ἐν
ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ ἐν
ᾗ εἶπεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς
ὅτι ὁ υἱός σου ζῇ· καὶ
ἐπίστευσεν αὐτὸς καὶ ἡ
οἰκία αὐτοῦ ὅλη.
|
53
Ἐκατάλαβε, λοιπόν, ὁ πατέρας
ὅτι τὸ παιδί του ἔγινε καλὰ
κατὰ τὴν ὥρα ἀκριβῶς ποὺ
ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶχεν εἴπει
ὅτι ὁ υἱός σου ζῇ. |
53
Ἐκατάλαβε λοιπὸν ὁ πατέρας, ὅτι ἐθεραπεύθη
τὸ παιδί του κατ’ ἐκείνην ἀκριβῶς
τὴν ὥραν, κατὰ τὴν ὁποίαν τοῦ
εἶπεν ὁ Ἰησοῦς, ὅτι ὁ
υἱός σου ζῇ. Καὶ ἐστηρίχθη πολὺ
περισσότερον τώρα εἰς τὴν πίστιν αὐτὸς
καὶ ὅλοι ὅσοι ἦσαν εἰς τὸ
σπίτι του. |
54
Τοῦτῳ πάλιν δεύτερον σημεῖον
ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς ἐλθὼν
ἐκ τῆς Ἰουδαίας εἰς τὴν
Γαλιλαίαν. |
54
Αὐτὸ πάλιν ἦτο τὸ δεύτερον
θαῦμα ποὺ ἔκαμεν ὁ Ἰησοῦς
(τὸ πρῶτον ἦτο ἡ μεταβολὴ τοῦ
ὕδατος εἰς οἶνον κατὰ τὸν γάμον
τῆς Κανᾶ) ὅταν ἦλθεν ἀπὸ
τὴν Ἰουδαίαν εἰς τὴν Γαλιλαίαν.
|
54
Αὐτὴν τὴν θεραπείαν, ὡς δεύτερον θαῦμα,
ποὺ ἐδείκνυε τὴν ἀποστολήν του, ἔκαμε
πάλιν εἰς τὴν Κανᾶ ὁ Ἰησοῦς,
ὅταν ἦλθε ἀπὸ τὴν Ἰουδαίαν
εἰς τὴν Γαλιλαίαν. |