Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ετὰ
ταῦτα ἀπῆλθεν ὁ Ἰησοῦς
πέραν τῆς θαλάσσης τῆς Γαλιλαίας
τῆς Τιβεριάδος· |
πειτα
ἀπὸ αὐτὰ ἀνεχώρησεν ὁ
Ἰησοῦς εἰς τὰ μέρη τῆς
Γαλιλαίας καὶ ἐπέρασε μαζῆ μὲ
τοὺς μαθητάς του εἰς τὸ ἀπέναντι
μέρος τῆς θαλάσσης τῆς Γαλιλαίας,
ἡ ὁποία ὀνομάζεται καὶ
θάλασσα τῆς Τιβεριάδος.
|
ετὰ
ταῦτα ἀνεχώρησεν ὁ Ἰησοῦς εἰς
τὸ ἀπέναντι μέρος τῆς
λίμνης τῆς Γαλιλαίας, ἡ ὁποία ὀνομάζεται
καὶ Τιβεριάς. |
2
καὶ ἠκολούθει αὐτῷ ὄχλος
πολύς, ὅτι ἑώρων αὐτοῦ
τὰ σημεῖα ἃ ἐποίει ἐπὶ
τῶν ἀσθενούντων. |
2
Καὶ τὸν ἀκολουθοῦσε πολὺς λαός,
διότι ἔβλεπαν τὰ θαύματα ποὺ
ἔκαμνε διὰ τὴν θεραπείαν τῶν
ἀσθενῶν. |
2
Καὶ τὸν ἠκολούθει πολὺς λαός, διότι
ἔβλεπε τὰ θαύματά του, ποὺ ἔκανεν
ἐπὶ τῶν ἀρρώστων.
|
3
Ἀνῆλθε δὲ εἰς τὸ ὅρος
ὁ Ἰησοῦς καὶ ἐκεῖ ἐκάθητο
μετὰ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ.
|
3
Ἀνέβηκε δὲ εἰς τὸ ὅρος
ὁ Ἰησοῦς καὶ ἐκεῖ ἐκάθισε
μαζῆ μὲ τοὺς μαθητάς του.
|
3
Ἀνέβη δὲ εἰς τὸ πλησίον ὅρος
ὁ Ἰησοῦς καὶ ἐκάθητο ἐκεῖ
μαζὶ μὲ τοὺς δώδεκα μαθητάς του.
|
4
Ἦν δὲ ἐγγὺς τὸ πάσχα,
ἡ ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων.
|
4
Ἐπλησίαζε δὲ τὸ πάσχα, ἡ
μεγάλη αὐτὴ ἑορτὴ τῶν
Ἰουδαίων. |
4
Ἐπλησίαζε δὲ τὸ Πάσχα, ἡ μεγάλη ἑορτὴ
τῶν Ἰουδαίων. |
5
Ἐπάρας οὖν ὁ Ἰησοῦς τοὺς
ὀφθαλμοὺς καὶ θεασάμενος ὅτι
πολὺς ὄχλος ἔρχεται πρὸς αὐτόν,
λέγει πρὸς τὸν Φίλιππον· πόθεν
ἀγοράσωμεν ἄρτους ἵνα φάγωσιν
οὗτοι; |
5
Καὶ καθὼς ἐσήκωσε ὁ Ἰησοῦς
τὰ μάτια καὶ εἶδεν ὅτι πολὺς
λαὸς ἔρχεται πρὸς αὐτόν, εἶπε
πρὸς τὸν Φίλιππον· <ἀπὸ
ποῦ καὶ μὲ τί χρήματα θὰ
ἁγοράσωμεν ψωμιά, διὰ νὰ φάγουν
αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι;>.
|
5
Ἐνῷ λοιπὸν ἦτο ἀπησχολημένος
καὶ ἐδίδασκε τοὺς μαθητάς του, ἐσήκωσεν
ὁ Ἰησοῦς τὰ μάτια του καὶ ὅταν
παρετήρησεν, ὅτι ἔρχεται πρὸς αὐτὸν
πολὺς λαός, λέγει πρὸς τὸν Φίλιππον, ποὺ
κατήγετο ἀπὸ τὴν περιφέρειαν ἐκείνην·
Ἀπὸ ποῖον μέρος καὶ μὲ τί χρήματα
θὰ ἀγοράσωμεν ψωμιά, διὰ νὰ φάγουν
οἱ ἄνθρωποι αὐτοί; |
6
Τοῦτο δὲ ἔλεγε πειράζων αὐτόν·
αὐτὸς γὰρ ᾔδει τί ἔμελλε
ποιεῖν. |
6
Ἔλεγε δὲ τοῦτο ὁ Κύριος, διὰ
νὰ δοκιμάσῃ τὴν πίστιν τοῦ
Φιλίππου. Διότι αὐτὸς ἐγνώριζε
πολὺ καλὰ τί ἐπρόκειτο μὲ
τὴν παντοδυναμίαν του νὰ κάμῃ
ἐντὸς ὀλίγου. |
6
Ἔλεγε δὲ τοῦτο ὁ Κύριος δοκιμάζων
τὴν πίστιν τοῦ Φιλίππου, καὶ ὄχι ἐπειδὴ
εὑρίσκετο πραγματικῶς εἰς ἀπορίαν
περὶ τοῦ τί νὰ κάμῃ. Διότι ὁ
Κύριος εἶχε λάβει πλέον τὰς άποφάσεις του καὶ
ἐγνώριζε τί ἔμελλε νὰ κάμῃ.
|
7
Ἀπεκρίθη αὐτῷ Φίλιππος·
διακοσίων δηναρίων ἄρτοι οὐκ ἀρκοῦσιν
αὐτοῖς ἵνα ἕκαστος αὐτῶν
βραχύ τι λάβῃ. |
7
Ἀπήντησεν εἰς αὐτοὺς ὁ
Φίλιππος· <οὔτε διακοσίων δηναρίων
ψωμιὰ δὲν ἀρκοῦν εἰς αὐτούς,
ὄχι νὰ χορτάσουν, ἀλλὰ διὰ
νὰ πάρῃ ὁ κάθε ἕνας ἕνα
μικρὸ κόμματι>. |
7
Ἀπεκρίθη εἰς αὐτὸν ὁ Φίλιππος·
ψωμιὰ ἀξίας διακοσίων δηναρίων δὲν φθάνουν
εἰς αὐτούς, ὅχι διὰ νὰ χορτασθοῦν,
ἀλλὰ διὰ νὰ πάρῃ ὁ καθένας
των ἕνα μικρὸ κομμάτι. |
8
Λέγει αὐτῷ εἷς ἐκ τῶν
μαθητῶν αὐτοῦ, Ἀνδρέας ὁ
ἀδελφὸς Σίμωνος Πέτρου·
|
8
Λέγει εἰς αὐτὸν ἔνας ἀπὸ
τοὺς μαθητάς του, ὁ Ἀνδρέας,
ὁ ἀδελφὸς τοῦ Σίμωνος Πέτρου·
|
8
Λέγει εἰς αὐτὸν ἕνας ἀπὸ
τοὺς μαθητάς του, ὁ Ἀνδρέας ὁ ἀδελφὸς
τοῦ Σίμωνος Πέτρου· |
9
ἔστι παιδάριον ἓν ὧδε ὃς ἔχει
πέντε ἄρτους κριθίνους καὶ δύο
ὀψάρια· ἀλλὰ ταῦτα τί
ἐστιν εἰς τοσούτους; |
9
<εἶναι ἐδῶ κάποιος νέος,
ποὺ ἔχει πέντε κρίθινα
ψωμιὰ καὶ δύο ψάρια· ἀλλὰ
τί εἶναι αὐτὰ ἐμπρὸς εἰς
τόσο πλῆθος ἀνθρώπων;>
|
9
Ὑπάρχει ἐδῶ κάποιος νέος, ποὺ ἔχει
πέντε ψωμιὰ κρίθινα καὶ δύο ψάρια. Ἀλλὰ
τί εἶναι αὐτὰ τὰ ὁλίγα διὰ
τόσον πολὺν λαόν; |
10
Εἶπε δὲ ὁ Ἰησοῦς· ποιήσατε
τοὺς ἀνθρώπους ἀναπεσεῖν·
ἦν δὲ χόρτος πολὺς ἐν τῷ
τόπῳ. Ἀνέπεσον οὖν οἱ
ἄνδρες τὸν ἀριθμὸν ὡσεὶ
πεντακισχίλιοι. |
10
Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τοὺς εἶπε·
<Βάλτε τοὺς ἀνθρώπους νὰ
καθίσουν>. Ὑπῆρχε δὲ πολὺ
χορτάρι εἰς τὸν τόπον, διότι
ἦτο ἄνοιξις. Ἐκάθισαν, λοιπόν,
πρῶτον οἱ ἄνδρες τῶν ὁποίων
ὁ ἀριθμὸς ἔφθανε περίπου τὰς
πέντε χιλιάδας. |
10
Άλλ’ ὁ Ἰησοῦς εἶπε τότε· Βάλετε
τοὺς ἀνθρώπους νὰ καθήσουν κάτω. Ἦτο
δὲ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην χόρτος
πολὺς φυτρωμένος εἰς τὸν τόπον. Ἐκάθησαν
λοιπὸν κάτω πρῶτον οἱ ἄνδρες, τῶν
ὁποίων ὁ ἀριθμὸς ἔφθανε περίπου
τὰς πέντε χιλιάδας. |
11
Ἔλαβε δὲ τοὺς ἄρτους ὁ Ἰησοῦς
καὶ εὐχαριστήσας διέδωκε τοῖς
μαθηταῖς, οἱ δὲ μαθηταὶ τοῖς
ἀνακοιμένοις· ὁμοίως καὶ
ἐκ τῶν ὀψαρίων ὅσον ἤθελον.
|
11
Ἐπῆρε δὲ ὁ Ἰησοῦς εἰς
τὰ χέρια του τὰ ψωμιὰ καὶ ἀφοῦ
εὐχαρίστησε τὸν πατέρα, ἐμοίρασε
εἰς τοὺς μαθητάς, οἱ δὲ μαθηταὶ
ἐμοίρασαν εἰς τοὺς καθισμένους
ἐκεῖ ἀνθρώπους. Τὸ ἴδιο
ἔκαμαν καὶ μὲ τὰ ψάρια καὶ
ἔδιδαν εἰς τὸν καθένα ὄσο ἤθελε,
διὰ νὰ χορτάσῃ. |
11
Ἐπῆρε δὲ ὁ Ἰησοῦς εἰς
τὰς χεῖρας του τοὺς ἄρτους καὶ
ἀφοῦ ηὐχαρίστησε τὸν Θεόν, ὁ
ὁποῖος μᾶς παρέχει ὅλα τὰ ἀγαθά,
διεμοίρασεν εἰς τοὺς μαθητάς, οἱ δὲ
μαθηταὶ διένειμαν τὰ κομμάτια εἰς τοὺς
ἀνθρώπους, ποὺ ἐκάθηντο· ὁμοίως
ἐμοίρασαν καὶ ἀπὸ τὰ ψάρια,
ὅσον ἤθελεν ὁ καθένας διὰ νὰ
χορτάσῃ. |
12
Ὡς δὲ ἐνεπλήσθησαν, λέγει τοῖς
μαθηταῖς αὐτοῦ· συναγάγετε τὰ
περισσεύσαντα κλάσματα, ἵνα μή τι
ἀπόληται. |
12
Ἀφοῦ δὲ ἐχόρτασαν ὅλοι,
εἶπεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τοὺς
μαθητάς του· <μαζέψτε τὰ κομμάτια
ποὺ ἐπερίσσεψαν, διὰ νὰ μὴ
χαθῇ τίποτε>. |
12
Ἀφοῦ δὲ ἐχορτάσθησαν ὅλοι, λέγει
ὁ Ἰησοῦς εἰς τοὺς μαθητάς του·
Μαζεύσατε τὰ κομμάτια, ποὺ ἐπερίσσευσαν,
ὥστε νὰ μὴ χαθῇ τίποτε.
|
13
Συνήγαγον οὖν καὶ ἐγέμισαν δώδεκα
κοφίνους κλασμάτων ἐκ τῶν πέντε
ἄρτων τῶν κριθίνων ἃ ἐπερίσσευσε
τοῖς βεβρωκόσιν. |
13
Τὰ ἐμάζεψαν, λοιπόν, καὶ ἐγέμισαν
δώδεκα κοφίνια ἀπὸ τὰ κομμάτια
τῶν πέντε κριθίνων ἄρτων, τὰ
ὁποῖα ἐπερίσσεψαν εἰς ἐκείνους
ποὺ εἶχαν φάγει. |
13
Ἐμάζευσαν λοιπὸν καὶ ἐγέμισαν δώδεκα
κοφίνια μὲ κομμάτια ἀπὸ τὰ πέντε κριθαρένια
ψωμιά, τὰ ὁποῖα εἶχαν περισσεύσει
εἰς ἐκείνους, ποὺ εἶχαν φάγει.
|
14
Οἱ οὖν ἄνθρωποι, ἰδόντες ὃ
ἐποίησε σημεῖον ὁ Ἰησοῦς,
ἔλεγον ὅτι αὗτός ἐστιν ἀληθῶς
ὁ προφήτης ὁ ἐρχόμενος εἰς
τὸν κόσμον. |
14
Οἱ ἄνθρωποι, λοιπόν, ὅταν εἶδαν
αὐτὸ τὸ καταπληκτικὸ θαῦμα,
ποὺ ἔκαμεν ὁ Ἰησοῦς, ἔλεγαν
ὅτι αὐτὸς πράγματι εἶναι ὁ
προφήτης ἐκεῖνος, ποὺ σύμφωνα
μὲ τὴν προφητείαν τοῦ Μωϋσέως
ἔρχεται εἰς τὸν κόσμον.
|
14
Οἱ ἄνθρωποι λοιπόν, ὅταν εἶδαν τὸ
θαῦμα αύτό, ποὺ ἔκαμεν ὁ Ἰησοῦς,
ἔλεγαν ὅτι· Αὐτὸς εἶναι
πραγματικῶς ὁ προφήτης, ὁ ὁποῖος
σύμφωνα μὲ τὴν εἰς τὸ Δευτερονόμιον
προφητείαν τοῦ Μωϋσέως πρόκειται νὰ ἔλθῃ
εἰς τὸν κόσμον. |
15
Ἰησοῦς οὖν γνοὺς ὅτι μέλλουσιν
ἔρχεσθαι καὶ ἁρπάζειν αὐτὸν
ἵνα ποιήσωσιν αὐτὸν βασιλέα,
ἀνεχώρησε πάλιν εἰς τὸ ὅρος
αὐτὸς μόνος. |
15
Ὁ Ἰησοῦς, λοιπόν, ἐπειδὴ
ἀντελήφθη καθαρώτατα, ὅτι οἱ
ἄνθρωποι ἐκεῖνοι ἐπάνω εἰς
τὸν ἐνθουσιασμόν των, ἐπρόκειτο
νὰ ἔλθουν νὰ τὸν ἁρπάξουν,
διὰ νὰ τὸν ἀνακηρύξουν βασιλέα,
ἔφυγε πάλιν μόνος του εἰς τὸ
ὅρος. |
15
Κατόπιν λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἐντύπωσιν
καὶ τὸν ἐνθουσιασμὸν αὐτὸν
τοῦ πλήθους, ὁ Ἰησοῦς, ἐπειδὴ
ἀντελήφθη, ὅτι σκοπεύουν νὰ ἔλθουν
καὶ νὰ τὸν ἁρπάσουν διὰ νὰ
τὸν κάμουν διὰ τῆς βίας βασιλέα, ἀνεχώρησε
πάλιν εἰς τὸ ὅρος ὁλομόναχος, ἀφοῦ
προηγουμένως ἠνάγκασε τοὺς μαθητάς του νὰ
ἀναχωρήσουν μὲ πλοῖον.
|
16
Ὡς δὲ ὀψία ἐγένετο, κατέβησαν
οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπὶ τὴν
θάλασσαν, |
16
Καὶ οἱ μαθηταί, ὅταν ἐνύκτωσε,
κατέβηκαν, ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ
εἶχε γίνει τὸ θαῦμα, εἰς τὴν
θάλασσαν. |
16
Πράγματι δὲ ὅταν ἔγινε βράδυ, κατέβησαν
οἱ μαθηταί του ἀπὸ τὸ μέρος, ποὺ
ἔγινε τὸ θαῦμα τῆς διατροφῆς,
εἰς τὴν θάλασσαν. |
17
καὶ ἐμβάντες εἰς τὸ πλοῖον
ἤρχοντο πέραν τῆς θαλάσσης εἰς
Καπερναούμ. Καὶ σκοτία ἤδη ἐγεγόνει
καὶ οὐκ ἐληλύθει πρὸς αὐτοὺς
ὁ ᾿Ιησοῦς, |
17
Καὶ ἀφοῦ ἐμπῆκαν εἰς τὸ
πλοῖον, ἐπήγαιναν εἰς τὸ ἀπέναντι
μέρος τῆς θαλάσσης, εἰς τὴν
Καπερναούμ. Καὶ ἐνῶ εἶχε πλέον
γίνει σκοτάδι, ὁ Ἰησοῦς δὲν
εἶχεν ἔλθει εἰς αὐτούς.
|
17
Καὶ ἀφοῦ ἐμβῆκαν εἰς τὸ
πλοῖον, ἐπήγαιναν εἰς τὸ ἀπέναντι
μέρος τῆς λίμνης, εἰς τὴν Καπερναούμ. Καὶ
εἶχε γίνει πλέον σκοτάδι καὶ ὁ Ἰησοῦς
δὲν εἶχεν ἔλθει εἰς αὐτούς.
|
18
ἥ τε θάλασσα ἀνέμου μεγάλου
πνέοντος διηγείρετο. |
18
Ἐπειδὴ δὲ ἐφυσοῦσε δυνατὸς
ἄνεμος, ἡ θάλασσα ὅλο καὶ ἐσηκώνετο
εἰς ἀγριώτερα κύματα. |
18
Καὶ ἡ θάλασσα ἐν τῷ μεταξὺ ἐφούσκωνε
καὶ ἐσηκώνετο ὀλονὲν ἀγριωτέρα
λόγῳ τῶν κυμάτων, ἐπειδὴ ἔπνεεν
ἄνεμος σφοδρὸς καὶ βίαιος.
|
19
Ἐληλακότες οὖν ὡς σταδίους εἴκοσι
πέντε ἢ τριάκοντα θεωροῦσι τὸν
Ἰησοῦν περιπατοῦντα ἐπὶ τῆς
θαλάσσης καὶ ἐγγὺς τοῦ πλοίου
γινόμενον, καὶ ἐφοβήθησαν.
|
19
Ἀφοῦ, λοιπόν, εἶχαν προχωρήσει
εἴκοσι πέντε μὲ τριάντα στάδια,
δηλαδὴ πέντε ἕως πεντέμισυ χιλιόμετρα,
βλέπουν ἔξαφνα τὸν Ἰησοῦν νὰ
περιπατῇ ἐπάνω εἰς τὴν θάλασσαν,
νὰ ἔρχεται κοντὰ εἰς τὸ πλοῖον
καὶ ἐφοβήθησαν. |
19
Ἀφοῦ λοιπὸν εἶχαν προχωρήσει περίπου
εἴκοσι πέντε ἢ τριάκοντα στάδια, δηλαδὴ
περίπου ἓξ χιλιόμετρα, ἔξαφνα καὶ χωρὶς
νὰ τὸ περιμένουν βλέπουν τὸν Ἰησοῦν
νὰ περιπατῇ ἐπάνω εἰς τὴν θάλασσαν
καὶ νὰ ἔρχεται πλησίον τοῦ πλοίου,
καὶ ἐκυριεύθησαν ἀπὸ φόβον.
|
20
Ὁ δὲ λέγει αὐτοῖς· ἐγὼ
εἶμι· μὴ φοβεῖσθε.
|
20
Ἀλλ' ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε·
<ἐγὼ εἶμαι, μὴ φοβεῖσθε>.
|
20
Ἀλλ’ ὁ Ἰησοῦς εἶπε τότε πρὸς
αὐτούς· Ἐγὼ εἶμαι· δὲν
σᾶς παρουσιάσθη κανένα φάντασμα, μὴ φοβεῖσθε.
|
21
Ἤθελον οὖν λαβεῖν αὐτὸν εἰς
τὸ πλοῖον, καὶ εὐθέως τὸ
πλοῖον ἐγένετο ἐπὶ τῆς
γῆς εἰς ἣν ὑπῆγον.
|
21
Ὅταν πλέον ἐπείσθησαν οἱ μαθηταὶ
ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ διδάκαλος,
ἔσπευσαν νὰ τὸν πάρουν εἰς τὸ
πλοῖον. Καὶ ἀμέσως μόλις τὸν
ἐπῆραν, τὸ πλοῖον ἔφθασεν εἰς
τὴν ξηράν, ὅπου ἐπήγαιναν.
|
21
Κατόπιν λοιπὸν τῆς βεβαιώσεως αὐτῆς,
οἱ μαθηταὶ ἐξεδήλωσαν πολλὴν σπουδὴν
καὶ προθυμίαν νὰ τὸν πάρουν εἰς τὸ
πλοῖον. Καὶ ἅμα τὸν ἐπῆραν,
ἀμέσως τὸ πλοῖον ἔφθασεν εἰς
τὴν ξηράν, εἰς τὴν ὁποίαν ἐπήγαιναν.
|
22
Τῇ ἐπαύριον ὁ ὄχλος ὁ
ἐστηκὼς πέραν τῆς θαλάσσης ἱδὼν
ὅτι πλοιάριον ἄλλο οὐκ ἦν ἐκεῖ
εἰ μὴ ἓν ἐκεῖνο εἰς ὃ
ἐνέβησαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ,
καὶ ὅτι οὐ συνεισῆλθε τοῖς μαθηταῖς
αὐτοῦ ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ
πλοιάριον, ἀλλὰ μόνοι οἱ μαθηταὶ
αὐτοῦ ἀπῆλθον·
|
22
Τὴν ἄλλην ἡμέραν πολλοὶ ἀπὸ
τὸν λαόν, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκοντο
ἀκόμη εἰς τὸ ἀπέναντι
μέρος τῆς θαλάσσης, ὅπου εἶχε
γίνει τὸ θαῦμα, εἶχαν ἴδει ὅτι
ἄλλο πλοιάριον δὲν ὑπῆρχεν ἐκεῖ
παρὰ μόνον ἕνα, ἐκεῖνο εἰς
τὸ ὁποῖον εἶχαν ἐπιβιβασθῆ
οἱ μαθηταί, καὶ ὅτι δὲν ἐμπῆκε
μαζῆ μὲ τοὺς μαθητὰς εἰς τὸ
πλοιάριον ὁ Ἰησοῦς, ἀλλὰ
μόνοι οἱ μαθηταί του εἶχαν ἀναχωρήσει.
(Ἔμειναν, λοιπόν, μὲ τὴν ἰδέαν
ὅτι ὁ Ἰησοῦς εὑρίσκετο
ἀκόμη ἐκεῖ).
|
22
Τὴν ἄλλην ἡμέραν πολλοὶ ἀπὸ
τὰ πλήθη ἐπέμεναν νὰ στέκουν εἰς τὴν
ἀπέναντι παραλίαν τῆς θαλάσσης, ὅπου εἶχε
γίνει τὸ θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ
τῶν πέντε ἄρτων. Καὶ ἐπέμεναν νὰ
στέκουν ἐκεῖ, ἐπειδὴ εἶχαν ἴδει
τὴν προηγουμένην ἡμέραν, ὅτι ἄλλο
πλοιάριον δὲν ἦτο ἐκεῖ παρὰ
μόνον ἕνα, ἐκεῖνο ποὺ εἶχαν
ἔμβει οἱ μαθηταί του καὶ ὅτι δὲν
ἐμβῆκεν ὁ Ἰησοῦς μαζὶ
μὲ τοὺς μαθητάς του εἰς τὸ πλοιάριον,
ἀλλὰ μόνοι οἱ μαθηταί του ἀνεχώρησαν.
Ἐνόμιζαν, λοιπόν, ὅτι ὁ Ἰησοῦς
ἦτο ἀκόμη ἐκεῖ·
|
23
ἄλλα δὲ ἦλθε πλοιάρια ἐκ Τιβεριάδος
ἐγγὺς τοῦ τόπου, ὅπου ἔφαγον
τὸν ἄρτον εὐχαριστήσαντος τοῦ
Κυρίου· |
23
Ἐν τῷ μεταξὺ ἦλθαν ἄλλα πλοιάρια
ἀπὸ διάφορα σημεῖα τῆς Τιβεριάδος,
πλησίον εἰς τὸ τόπον, ὅπου τὰ
πλήθη εἶχαν φάγει χθὲς ψωμί,
τὸ ὁποῖον εἶχε πληθυνθῆ μὲ
τὴν εὐχαριστίαν καὶ τὸ θαῦμα
τοῦ Κυρίου. |
23
ἐν τῷ μεταξὺ ὅμως κατὰ τὸ
πρωῒ ἦλθαν ἄλλα πλοιάρια ἀπὸ
διάφορα σημεῖα τῆς λίμνης τῆς Τιβεριάδος
πλησίον εἰς τὸν τόπον, ὅπου τὰ πλήθη
τοῦ λαοῦ ἔφαγαν τὸν ἄρτον, ὁ
ὁποῖος εἶχε πληθυνθῇ μὲ τὴν
εὐχαριστίαν, ποὺ ἔκαμεν ὁ Κύριος.
|
24
ὅτε οὖν εἶδεν ὁ ὄχλος ὅτι
Ἰησοῦς οὐκ ἔστιν ἐκεῖ
οὐδὲ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ,
ἐνέβησαν αὐτοὶ εἰς τὰ
πλοῖα καὶ ἦλθον εἰς Καπερναοὺμ
ζητοῦντες τὸν Ἰησοῦν. |
24
Ὁταν, λοιπόν, εἶδεν ὁ λαὸς καὶ
ἐπείσθη, ὅτι ὁ Ἰησοῦς
δὲν εὑρίσκεται ἐκεῖ οὔτε
οἱ μαθηταί του, ἐμπῆκαν καὶ
αὐτοὶ εἰς τὰ πλοῖα καὶ
ἦλθαν εἰς τὴν Καπερναοὺμ ἀναζητοῦντες
τὸν Ἰησοῦν. |
24
Ὅταν λοιπὸν εἶδεν ὁ λαός, ὅτι
ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶναι ἐκεῖ,
οὔτε οἱ μαθηταί του, ἐμβῆκαν καὶ
αὐτοὶ εἰς τὰ πλοῖα ἐκεῖνα
καὶ ἦλθον εἰς τὴν Καπερναοὺμ
ζητοῦντες νὰ εὕρουν τὸν Ἰησοῦν.
|
25
Καὶ εὑρόντες αὐτὸν πέραν
τῆς θαλάσσης εἶπον αὐτῷ·
ραββί, πότε ὧδε γέγονας; |
25
Καὶ ἀφοῦ τὸν εὐρῆκαν εἰς
τὸ ἀπέναντι μέρος τῆς θαλάσσης,
τὸ πρὸς τὴν Καπερναούμ, τοῦ
εἶπον· <διδάσκαλε, πότε ἦλθες
ἐδῶ;> |
25
Καὶ ὅταν τὸν ηὔραν εἰς τὸ
ἀπέναντι μέρος τῆς θαλάσσης, τὸ δυτικόν,
τοῦ εἶπαν· Διδάσκαλε, πότε ἐπρόφθασες
τόσον σύντομα νὰ ἔλθῃς ἐδῶ ἀπὸ
τὸ ἀπέναντι μέρος; |
26
Ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς
καὶ εἶπεν· ἀμὴν ἀμὴν
λέγω ὑμῖν, ζητεῖτέ με, οὐχ
ὅτι εἴδετε σημεῖα, ἀλλ' ὅτι
ἐφάγετε ἐκ τῶν ἄρτων καὶ
ἐχορτάσθητε. |
26
Ὁ Ἰησοῦς ἀπεκρίθη καὶ
τοὺς εἶπε· <εἰλικρινῶς σᾶς
λέγω, ζητεῖτε νὰ μὲ εὕρετε,
ὄχι διότι εἴδατε τὰ θαύματά
μου καὶ ἔχετε πεισθῇ διὰ τὴν
θείαν μου ἀποστολήν, ἀλλὰ διότι
ἐφάγατε χθὲς καὶ ἐχορτάσατε
ἀπὸ τοὺς ἄρτους.
|
26
Τοὺς ἀπεκρίθη τότε ὁ Ἰησοῦς
καὶ τοὺς εἶπεν· Ἐν πάσῃ
ἀλήθείᾳ σᾶς λέγω, ὅτι ζητεῖτε
νὰ μὲ εὕρετε ὄχι διότι εἴδατε
θαύματα, ποὺ σᾶς ἔπεισαν διὰ τὴν
θείαν ἀποστολήν μου καὶ τὴν σωτηριώδη ἀλήθειαν
τῆς διδασκαλίας μου, ὥστε νὰ ὠφεληθῆτε
πνευματικῶς, ἀλλὰ διότι ἐφάγατε ἀπὸ
τοὺς ἄρτους καὶ ἐχορτάσθητε καὶ
ζητεῖτε πάλιν νὰ σᾶς δώσω ὑλικὰ
ἀγαθά. |
27
Ἐργάζεσθε μὴ τὴν βρώσιν τὴν
ἀπολλυμένην, ἀλλὰ τὴν βρώσιν
τὴν μένουσαν εἰς ζωὴν αἰώνιον,
ἣν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
ὑμῖν δώσει· τοῦτον γὰρ
ὁ πατὴρ ἐσφράγισεν ὁ Θεός.
|
27
Μὴ φροντίζετε ἀποκλειστικὰ καὶ
μόνον καὶ μὴ ἐργάζεσθε διὰ
τὴν ὑλικὴν τροφήν, ποὺ εἶναι
προσωρινὴ καὶ χάνεται, ἀλλὰ
διὰ τὴν πνευματικὴν τροφήν, ἡ
ὁποία ἐξασφαλίζει τὴν αἰωνίαν
ζωήν. Αὐτὴν δὲ τὴν τροφὴν
θὰ σᾶς τὴν δώσῃ ὁ υἱὸς
τοῦ ἀνθρώπου. Διότι ὁ Πατὴρ
αὐτὸν μόνον μὲ τὰ καταπληκτικὰ
θαύματα, ποὺ τοῦ ἔδωσε τὴν ἐξουσίαν
νὰ κάνῃ, τὸν ἀπέδιξε ἐπισήμως
καὶ σὰν νὰ ἔβαλε τὴν σφραγῖδα
του, ὅτι αὐτὸς εἶναι ποὺ δίνει
τὴν πνευματικὴν τροφὴν καὶ τὴν
αἰώνιον ζωήν>. |
27
Δὲν πρέπει ὅμως τὸ ἐνδιαφέρον σας
ὁλόκληρον νὰ στρέφεται εἰς τὰ ὑλικὰ
ψωμιά, ἀλλὰ νὰ ἐργάζεσθε μὲ
ζῆλον, ὅπως ἀποκτήσετε ὅχι τὴν
ὑλικὴν τροφήν, ποὺ εἶναι προσωρινὴ
καὶ φθείρεται, ἀλλὰ τὴν πνευματικὴν
τροφήν, ποὺ μένει ἄφθαρτος καὶ παράγει ὡς
ἀποτέλεσμα τὴν αἰώνιον ζωήν. Τὴν τροφὴν
αὐτὴν θὰ σᾶς δώσῃ ὁ υἱὸς
τοῦ ἀνθρώπου καὶ μόνος αὐτός. Διότι
αὐτὸν ὁ Πατήρ, δηλαδὴ αὐτὸς
ὁ Θεός, ἀπέδειξε καὶ ἐφανέρωσε διὰ
τῆς σφραγῖδος καὶ μαρτυρίας τῶν θαυμάτων
του ὡς τὸν μόνον χορηγὸν τῆς τροφῆς
καὶ τῆς ζωῆς ταύτης. |
28
Εἶπον οὖν πρὸς αὐτόν· τί
ποιῶμεν ἵνα ἐργαζώμεθα τὰ ἔργα
τοῦ Θεοῦ; |
28
Εἶπαν, λοιπόν, πρὸς αὐτόν·
<τί νὰ κάμωμεν, ὥστε νὰ ἐργαζώμεθα
τὰ ἔργα, ποὺ θέλει ὁ Θεός;>
|
28
Κατόπιν λοιπὸν τῆς παρατηρήσεως ταύτης τοῦ
Ἰησοῦ εἶπαν ἐκεῖνοι πρὸς
αὐτόν· Τί πρέπει νὰ πράττωμεν διὰ νὰ
ἐργαζώμεθα ἐκεῖνα τὰ ἔργα, ποὺ
ὁ Θεὸς ζητεῖ ἀπὸ ἡμᾶς
ὡς ὅρον ἀπαραίτητον διὰ νὰ μᾶς
δώσῃ τὴν ἄφθαρτον τροφήν;
|
29
Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν
αὐτοῖς· τοῦτό ἐστι τὸ
ἔργον τοῦ Θεοῦ, ἵνα πιστεύσητε
εἰς ὃν ἀπέστειλεν ἐκεῖνος.
|
29
Ἀπήντησε ὁ Ἰησοῦς καὶ
τοὺς εἶπε· <τοῦτο εἶνα τὸ
ἔργον, ποὺ θέλε ὁ Θεός, νὰ
πιστεύετε εἰς αὐτόν ποὺ ἐκεῖνος
ἔχει στείλει>. |
29
Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς
εἶπεν· Αὐτὸ εἶναι τὸ ἔργον,
ποὺ ὁ Θεὸς ζητεῖ, τὸ νὰ
πιστεύσετε ζωντανὰ καὶ ἐμπράκτως εἰς
αὐτόν, τὸν ὁποῖον ἀπέστειλεν
ἐκεῖνος. |
30
Εἶπον οὖν αὐτῷ· τί οὖν
ποιεῖς σὺ σημεῖον ἵνα ἴδωμεν
καὶ πιστεύσωμέν σοι; Τί ἐργάζῃ;
|
30
Εἶπαν τότε εἰς αὐτόν· <ποῖον
ὅμως ἀποδεικτικὸν θαῦμα κάμνεις
σύ, διὰ νὰ ἴδωμεν καὶ πιστεύσωμεν
εἰς τὴν ἀποστολήν σου; Ποῖον
ὑπερφυσικὸν ἔργον ἐργάζεσαι;
|
30
Κατόπιν λοιπὸν τῶν λόγων τούτων εἶπον πρὸς
αὐτὸν οἱ πρόκριτοι Ἰουδαῖοι·
Ποῖον θαῦμα, τὸ ὁποῖον νὰ
δεικνύῃ τὴν ἀποστολήν σου, ἐνεργεῖς
σύ, διὰ νὰ τὸ ἴδωμεν καὶ πιστεύσωμεν
εἰς σέ; Ποῖον ἔργον θαυμαστὸν καὶ
ὑπερφυσικὸν ἐργάζεσαι;
|
31
Οἱ πατέρες ἡμῶν τὸ μάννα
ἔφαγον ἐν τῇ ἐρήμῳ, καθώς
ἐστι γεγραμμένον· ἄρτον ἐκ τοῦ
οὐρανοῦ ἔδωκεν αὐτοῖς φαγεῖν.
|
31
Οι πατέρες μας ἔφαγαν τὸ μάννα εἰς
τὴν ἔρημον, ὅπως ἄλωστε ἔχει
γραφῆ καὶ εἰς τοὺς ψαλμούς:
Ἄρτον ἀπὸ τὸν οὐρανὸν
ἔδωκεν εἰς αὐτοὺς νὰ φάγουν>.
|
31
Οἱ πατέρες μας ἔφαγαν τὸ μάννα εἰς
τὴν ἔρημον σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο,
ποὺ ἔχει γραφῇ εἰς τοὺς Ψαλμούς·
Ἄρτον, ὁ ὁποῖος παρήχθη μὲ ὑπερφυσικὴν
καὶ οὐράνιον ἐνέργειαν, ἔδωκεν ὁ
Θεὸς εἰς αὐτοὺς νὰ φάγουν.
|
32
Εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς·
ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν,
οὐ Μωϋσῆς δέδωκεν ὑμῖν τὸν
ἄρτον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, ἀλλ'
ὁ πατήρ μου δίδωσιν ὑμῖν τὸν
ἄρτον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ τὸν
ἀληθινόν. |
32
Εἶπε, λοιπόν, εἰς αὐτοὺς ὁ
Ἰησοῦς· <σᾶς διαβεβαιώνω,
ὅτι ὁ Μωϋσῆς δὲν σᾶς ἔδωσε
τὸν ἀληθινὸν καὶ αἰώνιον
ἄρτον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, ἀλλὰ
ὑλικόν, προεικόνισμα καὶ τύπον
τοῦ πνευματικοῦ ἄρτου. Ὁ Πατήρ
μου ὅμως, ὁ ὁποῖος καὶ τότε
διὰ τοῦ Μωϋσέως, σᾶς ἔδωσε τὸν
ὑλικὸν ἐκεῖνον ἄρτον, σᾶς
δίδει τώρα καὶ τὸν ἀληθινὸν
πνευματικὸν ἄρτον ἀπὸ τὸν οὐρανόν.
|
32
Κατόπιν λοιπὸν ἀπὸ αὐτά, ποὺ
εἶπαν οἱ Ἰουδαῖοι, τοὺς εἶπεν
ὁ Ἰησοῦς· Ἐν πάσῃ ἀληθείᾳ
σᾶς λέγω, ὅτι δὲν σᾶς ἔδωκεν
ὁ Μωϋσῆς τὸν πραγματικὸν οὐράνιον
ἄρτον. Διότι τὸ μάννα οὔτε ὁ ἀληθινὸς
οὐράνιος ἄρτος ἦτο, οὔτε ἀπὸ
τὸν Μωϋσέα ἐδόθη εἰς τοὺς προγόνους
σας. Ἀλλ’ ἐδόθη ἀπὸ τὸν Πατέρα
μου, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τώρα καὶ
εἰς τὸ μέλλον ἑξακολουθεῖ νὰ
σᾶς δίδῃ ἀνελλιπῶς τὸν ἀληθινὸν
οὐράνιον ἄρτον. |
33
Ὁ γὰρ ἄρτος τοῦ Θεοῦ ἐστιν
ὁ καταβαίνων ἐκ τοῦ οὐρανοῦ
καὶ ζωὴν διδοὺς τῷ κόσμῳ.
|
33
Διότι ὁ ἀληθινὸς ἄρτος τοῦ
Θεοῦ εἶναι αὐτός, ποὺ κατεβαίνει
ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ δίδει
ζωὴν ἀτελεύτητον καὶ αἰωνίαν
εἰς ὅλον τὸν κόσμον>. |
33
Διότι ὁ ἄρτος, ποὺ πολὺ περισσότερον
ἀπὸ τὸν ὑλικὸν ἄρτον δίδεται
ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ εἶναι
δι’ αὐτὸ ὁ κατ’ ἐξοχὴν ἄρτος
τοῦ Θεοῦ, εἶναι αὐτὸς ποὺ
κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ
μεταδίδει ζωὴν ἀθάνατον ὄχι εἰς ὀλίγους
μόνον, ἀλλ’ εἰς ὁλόκληρον τὸν κόσμον.
|
34
Εἶπον οὖν πρὸς αὐτόν· Κύριε,
πάντοτε δὸς ἡμῖν τὸν ἄρτον
τοῦτον. |
34
Ἔπειτα, λοιπόν, ἀπὸ αὐτὰ
καὶ χωρὶς νὰ τὰ ἐννοήσουν,
τοῦ εἶπαν· <Κύριε, δός μας
πάντοτε αὐτὸν τὸν ἄρτον>.
|
34
Ὕστερον λοιπὸν ἀπὸ τοὺς περὶ
τοῦ οὐρανίου ἄρτου λόγους τούτους τοῦ
Κυρίου, τοὺς ὁποίους ἐκεῖνοι παρεξήγησαν
καὶ ἐξέλαβον παχυλῶς, εἶπον πρὸς
αὐτόν· Κύριε, δός μας τὸν ἄρτον τοῦτον
πάντοτε, ὅπως ἄλλοτε καθημερινῶς ἐδίδετο
καὶ τὸ μάννα εἰς τοὺς πατέρας μας.
|
35
Εἶπε δὲ αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς·
ἐγὼ εἶμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς·
ὁ ἐρχόμενος πρὸς με οὐ μὴ
πεινάσῃ, καὶ ὁ πιστεύων εἰς
ἐμὲ οὐ μὴ διψήσῃ πώποτε.
|
35
Τότε τοὺς εἶπε ὁ Ἰησοῦς·
<ἐγὼ εἶμαι ὁ ἄρτος τῆς
ζωῆς (ἐγὼ μὲ τὴν μετάληψιν
τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματός
μου, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν διδασκαλίαν
μου καὶ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος μεταδίδω τὴν πραγματικὴν
καὶ αἰωνίαν ζωήν). Ἐκεῖνος
ποὺ ἔρχεται κοντά μου, ποτὲ δὲν
θὰ πεινάσῃ πνευματικῶς καὶ ἐκεῖνος
ποὺ πιστεύει εἰς ἐμέ, ποτὲ
δὲν θὰ διψάσῃ.
|
35
Ἀλλ’ ὁ Ἰησοῦς τότε εἶπεν εἰς
αὐτούς· Ἐγὼ εἶμαι ὁ ἄρτος,
ποὺ μεταδίδω διὰ τῆς μεταλήψεως τοῦ
σώματος καὶ αἵματός μου, ἀλλὰ καὶ
διὰ τῆς διδασκαλίας μου καὶ τῆς χάριτος
τοῦ Πνεύματός μου, ζωὴν πραγματικήν. Ἐκεῖνος
ποὺ διὰ τῆς μετανοίας καὶ τῆς
πίστεως ἔρχεται πρὸς ἐμέ, δὲν θὰ
πεινάσῃ πνευματικῶς, καὶ ἐκεῖνος
ποὺ πιστεύει εἰς ἐμέ, δὲν θὰ
διψάσῃ πνευματικῶς οὐδέποτε· θὰ
λάβῃ ἐνίσχυσιν καὶ νέας δυνάμεις πνευματικὰς
καὶ θὰ εὕρῃ τὴν ἀνάπαυσιν
καὶ τὴν ἰκανοποίησιν τῆς καρδίας του
καὶ ὁλοκλήρου τῆς ψυχῆς του.
|
36
Ἀλλ' εῖπον ὑμῖν ὅτι καὶ
ἑωράκατέ μὲ καὶ οὐ πιστεύετε.
|
36
Ἀλλὰ σᾶς εἶπα, ὅτι σεῖς,
ἂν καὶ εἴδατε ἐμὲ καὶ
τὰ ἔργα μου, ἐν τούτοις δὲν
πιστεύετε, ὅτι ἐγὼ εἶμαι ὁ
Μεσσίας. |
36
Ἀλλὰ σᾶς εἶπα ὅτι, καίτοι μὲ
ἔχετε ἴδει, ποῖος εἶμαι καὶ
ποῖος ἀποδεικνύομαι διὰ τῶν θαυμάτων
μου, ὅμως σεῖς δὲν κιοτεύετε ὅτι εἶμαι
ὁ Μεσσίας. |
37
Πᾶν ὃ δίδωσί μοι ὁ πατήρ,
πρὸς ἐμὲ ἥξει, καὶ τὸν
ἐρχόμενον πρὸς μὲ οὐ μὴ
ἐκβάλω ἔξω· |
37
Θὰ πιστεύσουν ὅμως ἄλλοι, κάθε
λογικὸν πλάσμα, κάθε ἄνθρωπος ποὺ
μοῦ δίνει ὁ Πατὴρ θὰ ἔρθῃ
εἰς ἐμὲ καὶ θὰ γίνῃ
μαθητής μου. Καὶ ἐκεῖνον, ποὺ
ἔρχεται εἰς ἐμέ, ποτὲ δὲν
θὰ τὸν βγάλω ἔξω μὲ περιφρόνησιν.
|
37
Ἀλλ’ ἐὰν σεῖς ἀπιστῆτε,
ὑπάρχουν ἄλλοι, ποὺ θὰ πιστεύσουν.
Κάθε λογικὸν πλάσμα καὶ κάθε ἄνθρωπος, ποὺ
μοῦ δίδει ὁ Πατήρ, διὰ νὰ γίνῃ
ἰδικός μου καὶ σωθῇ δι’ ἐμοῦ,
θὰ πιστεύσῃ καὶ θὰ ἔλθῃ
ἀσφαλῶς εἰς ἐμέ. Καὶ ἐκεῖνον,
ποὺ ἔρχεται εἰς ἐμέ, δὲν θὰ
τὸν πετάξω ἔξω μὲ περιφρόνησιν, ἀλλὰ
θὰ τὸν δεχθῶ μετὰ πάσῃς στοργῆς.
|
38
ὅτι καταβέβηκα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ
οὐχ ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τὸ
ἐμόν, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ
πέμψαντός με. |
38
Διότι ἔχω κατεβῆ ἀπὸ τὸν
οὐρανὸν καὶ εἶμαι ὡς ἄνθρωπος
εἰς τὴν γῆν, ὄχι διὰ νὰ
πράττω τὸ ἰδικόν μου θέλημα,
ἀλλὰ τὸ θέλημα ἐκείνου,
ποὺ μὲ ἔστειλε. |
38
Θὰ τὸν δεχθῶ δέ, διότι ἔχω καταβῆ
ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ εἶμαι
ἤδη ἐν τῇ γῇ ὡς ἄνθρωπος,
ὄχι διὰ νὰ πράττω τὸ θέλημο τὸ
ἰδικόν μου ἀλλὰ τὸ θέλημα ἐκείνου,
ποὺ μὲ ἔστειλεν ἐδῶ.
|
39
Τοῦτο δέ ἐστι τὸ θέλημα τοῦ
πέμψαντός με πατρός, ἵνα πᾶν
ὃ δέδωκέ μοι μὴ ἀπολέσω
ἐξ αὐτοῦ, ἀλλὰ ἀναστήσω
αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ
ἡμέρᾳ. |
39
Τὸ δὲ θέλημα τοῦ Πατρός, ποὺ
μὲ ἔστειλεν εἰς τὸν κόσμον,
εἶναι ἀκριβῶς τοῦτο, νὰ μὴ
χάσω κανέναν ἀπὸ ὅλους ἐκείνους
ποὺ μοῦ ἔχει δώσει, ἀλλὰ
νὰ ἀναστήσω αὐτοὺς κατὰ
τὴν μεγάλην ἐκείνην ἡμέραν
τῆς δευτέρας παρουσίας μου.
|
39
Τὸ θέλημα δὲ τοῦ Πατρός, ὁ ὁποῖος
μὲ ἀπέστειλεν εἰς τὸν κόσμον, εἶναι
τοῦτο ἀκριβῶς: Ἀπὸ ὅλους
ἐκείνους ποὺ μοῦ ἔχει δώσει, νὰ
μὴ χάσω ἐξ αὐτῶν οὐδὲ
μέρος τι ἐλάχιστον, ἀλλὰ νὰ ἀναστήσω
ὅλους αὐτοὺς ἐνδόξως κατὰ τὴν
ἐσχάτην τῆς δευτέρας παρουσίας μου καὶ τῆς
παγκοσμίου Κρίσεως ἡμέραν |
40
Τοῦτο δέ ἐστι τὸ θέλημα τοῦ
πέμψαντός με, ἵνα πᾶς ὁ θεωρῶν
τὸν υἱὸν καὶ πιστεύων εἰς
αὐτὸν ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον,
καὶ ἀναστήσω αὐτὸν ἐγὼ
τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. |
40
Καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ θέλημα
ἐκείνου, ποὺ μὲ ἔστειλε·
δηλαδὴ κάθε ἔνας ποὺ βλέπει
τὸν Υἱὸν καὶ πιστεύει εἰς
αὐτὸν νὰ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον.
Καὶ ἐγὼ θὰ τὸν ἀναστήσω
ἔνδοξον κατὰ τὴν μεγάλην ἡμέραν
τῆς κρίσεως. |
40
Ναί, θὰ τοὺς ἀναστήσω. Διότι τοῦτο
εἶναι τὸ θέλημα ἐκείνου, ποὺ μὲ
ἀπέστειλεν εἰς τὸν κόσμον, καθένας, ποὺ
ἔχει τὰ μάτια τῆς ψυχῆς καθαρὰ
καὶ βλέπει μὲ αὐτὰ τὸν Υἱὸν
καὶ πιστεύει εἰς αὐτόν, νὰ ἔχῃ
ἤδη ἀπὸ τὸν παρόντα βίον ζωὴν
αἰώνιον. Καὶ ὠρισμένως ἐγὼ θὰ
ἀναστήσω αὐτὸν ἔνδοξον κατὰ
τὴν ἐσχάτην τῆς Κρίσεως ἡμέραν.
|
41
Ἐγόγγυζον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι
περὶ αὐτοῦ ὅτι εἶπεν, ἐγώ
εἰμι ὁ ἄρτος ὁ καταβὰς ἐκ
τοῦ οὐρανοῦ, |
41
Ἐγόγγυζαν τότε ἀναντίον του
οἱ Ἰουδαῖοι, διότι εἶπε, ἐγὼ
εἶμαι ὁ ἄρτος ποὺ ἔχω κατεβῆ
ἀπὸ τὸν οὐρανόν. |
41
Ἐγόγγυζον λοιπὸν ἐναντίον του καὶ
μὲ πολλὴν δυσμένειαν τὸν ἐπέκριναν
οἱ Ἰουδαῖοι, διότι εἶπεν, ὅτι
ἐγὼ εἶμαι ὁ ἄρτος, ποὺ
κατέβηκα ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ
συνεπῶς δὲν ἐγεννήθην, ὅπως γεννῶνται
ὅλοι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι.
|
42
καὶ ἔλεγον· οὐχ οὗτός ἐστιν
᾿Ἰησοῦς ὁ υἱὸς Ἰωσήφ,
οὗ ἡμεῖς οἴδαμεν τὸν πατέρα
καὶ τὴν μητέρα; Πῶς οὖν λέγει
οὗτος ὅτι ἐκ τοῦ οὐρανοῦ
καταβέβηκα; |
42
Καὶ ἔλεγαν· <δὲν εἶναι αὐτὸς
ὁ Ἰησοῦς, ὁ υἱὸς τοῦ
Ἰωσήφ, τοῦ ὁποίου ἡμεῖς
γνωρίζομεν τὸν πατέρα καὶ τὴν
μητέρα; Πῶς, λοιπόν, λέγει ὅτι
ἔχει κατεβῆ ἀπὸ τὸν οὐρανόν;>
|
42
Καὶ ἔλεγαν· Δὲν εἶναι αὐτὸς
ὁ Ἰησοῦς, ὁ υἱὸς τοῦ
Ἰωσῆ. Δὲν εἶναι αὐτός, τοῦ
ὁποίου ἡμεῖς γνωρίζομεν τὸν πατέρα
καὶ τὴν μητέρα; Πῶς λοιπὸν λέγει αὐτός,
ποὺ τὸν ξεύρομεν τόσον καλά, ὅτι ἔχω
καταβῇ ἀπὸ τὸν οὐρανόν;
|
43
Ἀπεκρίθη οὖν ὁ Ἰησοῦς
καὶ εἶπεν αὐτοῖς· μὴ γογγύζετε
μετ' ἀλλήλων.
|
43
Ἀπεκρίθη τότε ὁ Ἰησοῦς
καὶ τοὺς εἶπε· <μὴ γογγύζετε
καὶ μὴ μὲ ἐπικρίνετε μεταξύ
σας. Ὁ γογγυσμός σας εἶναι ἀποτέλεσμα
τῆς ἀπιστίας σας. |
43
Κατόπιν λοιπὸν τοῦ γογγυσμοῦ καὶ τῶν
ἐπικρίσεων αὐτῶν ἀπεκρίθη ὁ
Ἰησοῦς καὶ εἶπεν εἰς αὐτούς·
Μὴ ἀγανακτῆτε καὶ μὴ μὲ
ἐπικρίνετε μεταξύ σας. |
44
Οὐδεὶς δύναται ἐλθεῖν πρὸς
με, ἐὰν μὴ ὁ πατὴρ ὁ πέμψας
με ἑλκύσῃ αὐτόν, καὶ ἐγὼ
ἀναστήσω αὐτὸν τῇ ἐσχάτῃ
ἡμέρᾳ. |
44
Κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἔλθῃ
μὲ πίστιν κοντά μου, ἐὰν ὁ
Πατὴρ ποὺ μὲ ἀπέστειλε, δὲν
τὸν προσελκύσῃ μὲ τὴν θείαν
χάριν. Καὶ ἐγὼ αὐτὸν θὰ
τὸν ἀναστήσω κατὰ τὴν μεγάλην
ἡμέραν τῆς κρίσεως.
|
44
Ὁ γογγυσμός σας αὐτὸς προέρχεται ἀπὸ
τὴν ἀπιστίαν σας. Καὶ ἀπιστεῖτε,
διότι ὁ Πατήρ μου σᾶς εὗρεν ἀναξίους
νὰ σᾶς τραβήξῃ πρὸς ἐμέ. Κανεὶς
δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἔλθῃ πρὸς
ἐμὲ μὲ πίστιν εἰς τὴν θείαν
προέλευσιν καὶ ἀποστολήν μου, ἐὰν
ὁ Πατήρ, ποὺ μὲ ἔστειλεν εἰς
τὸν κόσμον, δὲν μεταβάλει τὸ ἐσωτερικόν
του καὶ δὲν τὸν ἑλκύσῃ διὰ
τῆς θείας του δυνάμεως. Καὶ ἐγώ, ὅταν
οὗτος ἑλκυσθῇ πρὸς ἐμέ, θὰ
φέρω εἰς πέρας τὸ ἔργον τῆς σωτηρίας
του καὶ θὰ τὸν ἀναστήσω κατὰ
τὴν ἐσχάτην ἡμέραν τῆς Κρίσεως.
|
45
Ἔστι γεγραμμένον ἐν τοῖς προφήταις·
καὶ ἔσονται πάντες διδακτοὶ Θεοῦ.
Πᾶς ὁ ἀκούων παρὰ τοῦ
πατρὸς καὶ μαθὼν ἔρχεται πρός
με· |
45
Ὅτι δὲ πιστεύουν εἰς ἐμέ,
ἐκεῖνοι ποὺ ἑλκύονται ἀπὸ
τὸν Πατέρα μου, ἔχει γραφῆ εἰς
τὰ προφητικὰ βιβλία· Καὶ ὅλοι
ὅσοι πιστεύσουν εἰς τὸν Μεσσίαν,
θὰ ἔχουν διδαχθῇ ἀπὸ τὸν
Θεόν. Κάθε ἔνας ποὺ ἀκούει
τὴν φωνὴν τοῦ Πατρός μου καὶ
μανθάνει ἔτσι τὴν ἀλήθειαν,
ἔρχεται εἰς ἕμενα. |
45
Ὅτι δὲ μόνον ἐκεῖνοι, ποὺ ἑλκύονται
ἀπὸ τὸν Πατέρα μου, ἔρχονται πρὸς
ἐμέ, ἔχει προφητευθῇ εἰς τὴν
Ἁγίαν Γραφήν. Πράγματι· εἶναι γραμμένον εἰς
τὰ προφητικὰ βιβλία τὸ ἑξῆς:
Καὶ ὅλοι, ὅσοι θὰ ἀκολουθήσουν
τὸν Μεσσίαν, θὰ εἶναι διδαγμένοι ἀπὸ
τὸν Θεόν. Κάθε ἕνας, ποὺ θὰ ἀκούσῃ
τὴν ἐσωτερικὴν πρόσκλησιν τοῦ Πατρός
μου καὶ θὰ δεχθῇ τὸν παρ’ αὐτοῦ
φωτισμόν, ὥστε νὰ μάθῃ αὐτά, ποὺ
ὁ Πατήρ μου τὸν διδάσκει, ἔρχεται πρὸς
ἐμέ. |
46
οὐχ ὅτι τὸν πατέρα τις ἑώρακεν,
εἰ μὴ ὁ ὢν παρὰ τοῦ Θεοῦ,
οὗτος ἑώρακε τὸν πατέρα.
|
46
Βεβαίως τὸν Πατέρα κανεὶς δὲν
τὸν ἔχει ἴδει, εἰ μὴ μόνον
ἐκεῖνος, ποὺ εἶναι σταλμένος
ἀπὸ τὸν Θεόν, αὐτὸς μόνος
εἶδε τὸν Πατέρα. |
46
Καὶ ὅταν σᾶς λέγω, ὅτι οἱ ἄνθρωποι
διδάσκονται ἀπὸ τὸν Θεόν, δὲν ἐννοῶ,
ὅτι συνομιλοῦν προσωπικῶς καὶ ἔρχονται
εἰς ἄμεσον ἐπικοινωνίαν πρὸς αὐτόν.
Οὔτε ὅτι ἔχει ἴδει καὶ ἄλλος
κανεὶς τὸν Πατέρα, ἐκτὸς μόνον ἐκείνου,
ὁ ὁποῖος ὄχι μόνον ἀπεστάλη,
ἀλλὰ καὶ ἐγεννήθη ἀπὸ
τὸν Θεόν. Αὐτὸς μόνος ἔχει ἴδει
τὸν Πατέρα. |
47
Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν,
ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ ἔχει
ζωὴν αἰώνιον. |
47
Σᾶς διαβεβαιώνω, ὅτι ἐκεῖνος
ποὺ πιστεύει εἰς ἐμὲ ἔχει
τὴν αἰώνιον ζωήν. |
47
Ἐν πάσῃ ἀληθείᾳ σᾶς διαβεβαιῶ,
ὅτι λόγῳ τῆς ἰδιαιτέρας ταύτης σχέσεώς
μου πρὸς τὸν Πατέρα, ἐκεῖνος ποὺ
πιστεύει εἰς ἐμέ, ἔχει ἤδη ἀπὸ
τοῦ παρόντος βίου ζωὴν αἰώνιον.
|
48
Ἐγὼ εἶμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς. |
48
Ἐγὼ εἶμαι ὁ ἄρτος, ποὺ
δίδω τὴν πραγματικήν, τὴν αἰωνίαν
ζωήν. |
48
Ἐγὼ εἶμαι ὁ ἄρτος, ποὺ
μεταδίδει ζωὴν πραγματικήν. Ὅπως ὁ ὑλικὸς
ἄρτος ἐνισχύει καὶ παρατείνει τὴν
σωματικὴν ζωήν, ἔτσι καὶ ἐγὼ
διὰ τῆς διδασκαλίας μου καὶ τοῦ σώματός
μου τρέφω καὶ ζωοποιῷ τὰς ψυχάς σας.
|
49
Οἱ πατέρες ὑμῶν ἔφαγον τὸ
μάννα ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ
ἀπέθανον· |
49
Οἱ πατέρες σας ἔφαγαν τὸ μάννα
εἰς τὴν ἔρημον, τὸν θαυμαστὸν
πράγματι ἄρτον, καὶ ἀπέθανον,
διότι ἐπρόκειτο περὶ ὑλικῆς
τροφῆς. |
49
Οἱ πατέρες σας ἔφαγαν τὸ μάννα εἰς
τὴν ἔρημον καὶ μολονότι τοῦτο τοὺς
ἐδόθη κατὰ τρόπον ὑπερφυσικόν, δὲν
εἶχε τὴν δύναμιν νὰ τοὺς ἀσφαλίσῃ
ἀπὸ τὸν σωματικὸν θάνατον, καὶ
ἐπὶ τέλους ἀπέθανον. |
50
οὗτός ἐστιν ὁ ἄρτος ὁ
ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβαίνων, ἵνα
τις ἐξ αὐτοῦ φάγῃ καὶ
μὴ ἀποθάνῃ. |
50
Αὐτὸς ὅμως ποὺ σᾶς λέγω
ἐγὼ τώρα εἶναι ὁ ἄρτος
ποὺ κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανὸν
καὶ ἔχει τέτοιαν ἀνυπολόγιστον
δύναμιν, ὥστε, ἐὰν φάγῃ
κανεὶς ἀπὸ αὐτόν, νὰ μὴ
πεθάνῃ ποτέ. (Δηλαδὴ νὰ μὴ
ἀποθάνῃ πνευματικῶς, ἀλλὰ
νὰ ἀπολαύσῃ τὴν αἰώνιον
ζωήν). |
50
Ἡ ἀληθῶς θεία καὶ οὐρανία τροφή,
ὁ ἄρτος, ποὺ πράγματι κατεβαίνει ἀπὸ
τὸν οὐρανόν, εἶναι αὐτός, ὁ
ὁποῖος μεταδίδει τέτοιαν δύναμιν καὶ ζωήν,
ὥστε ἐὰν φάγῃ κανεὶς ἀπὸ
αὐτὸν νὰ μὴ ἀποθάνῃ, ἀλλὰ
νὰ ἀπολαύσῃ δι’ αὐτοῦ τὴν
αἰώνιον ζωήν. |
51
Ἐγὼ εἶμι ὁ ἄρτος ὁ ζῶν
ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς·
ἐάν τις φάγῃ ἐκ τούτου
τοῦ ἄρτου, ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα.
Καὶ ὁ ἄρτος δὲ ὃν ἐγὼ
δώσω, ἡ σάρξ μού ἐστιν, ἣν
ἐγὼ δώσω ὑπὲρ τῆς τοῦ
κόσμου ζωῆς. |
51
Ἐγὼ εἶμαι ὁ ἄρτος ὁ ζῶν,
ποὺ ἔχω κατεβῆ ἀπὸ τὸν
οὐρανόν· ὅποιος φάγῃ ἀπὸ
τὸν ἄρτον τοῦτον, θὰ ζήσῃ
αἰωνίως. Καὶ ὁ ἄρτος, τὸν
ὁποῖον ἐγὼ θὰ σᾶς δώσω,
εἶναι ἡ σάρξ μου, ἡ ἀνθρωπίνη
μου ὑπόστασις τὴν ὁποίαν θὰ
προσφέρω θυσίαν διὰ τὴν σωτηρίαν
καὶ ζωὴν τοῦ κόσμου>. |
51
Ἐγὼ εἶμαι ὁ ἄρτος, ὁ ὁποῖος
ἔχω μέσα μου ζωήν, τὴν ὁποίαν μεταδίδω καὶ
εἰς τοὺς ἄλλους, καὶ ὁ ὁποῖος
κατέβην ἀπὸ τὸν οὐρανόν. Ὁποιοσδήποτε
φάγῃ ἀπὸ τὸν ἄρτον αὐτόν,
θὰ ζήσῃ αἰωνίως. Σᾶς προσθέτῳ
δὲ καὶ τοῦτο, ὅτι ὁ ἄρτος,
τὸν ὁποῖον ἐγὼ θὰ δώσω
διὰ νὰ τὸν κοινωνοῦν καὶ τρέφωνται
μὲ αὐτὸν οἱ πιστοί, εἶναι ἡ
ἀνθρωπίνη μου φύσις, τὴν ὁποίαν ἐγὼ
θὰ προσφέρω θυσίαν, διὰ νὰ ζωοποιηθῇ
ὁλόκληρος ὁ κόσμος. |
52
Ἐμάχοντο οὖν πρὸς ἀλλήλους
οἱ Ἰουδαῖοι λέγοντες· πῶς
δύναται οὗτος ἡμῖν δοῦναι τὴν
σάρκα φαγεῖν; |
52
Ἐφιλονεικοῦσαν, λοιπόν, μεταξύ των
οἱ Ἰουδαῖοι καὶ ἔλεγαν·
<πῶς ἠμπορεῖ αὐτὸς νὰ
μᾶς δώσῃ τὴν σάρκα του νὰ
φάγωμεν;> |
52
Ἐλογομάχουν λοιπὸν μεταξύ των οἱ Ἰουδαῖοι
καὶ ἔλεγον· Πῶς ἠμπορεῖ
αὐτὸς ἐδῶ νὰ μᾶς δώσῃ
νὰ φάγωμεν τὴν σάρκα του, καὶ νὰ μένῃ
συγχρόνως ἄρτος ζωντανός; |
53
Εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς·
ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν,
ἐὰν μὴ φάγητε τὴν σάρκα
τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου
καὶ πίητε αὐτοῦ τὸ αἷμα,
οὐκ ἔχετε ζωὴν ἐν ἑαυτοῖς.
|
53
Τοὺς εἶπε τότε ὁ Ἰησοῦς·
<εἰλικρινῶς καὶ ἀληθῶς σᾶς
λέγω, ἐὰν δὲν φάγετε τὴν
σάρκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου,
διὰ τοῦ μυστηρίου τῆς θείας
Εὐχαριστίας, καὶ πίετε τὸ αἷμα
αὐτοῦ, δὲν ἔχετε μέσα σας ζωήν.
|
53
Τοὺς εἶπε λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς·
Ἀληθῶς, ἀληθῶς σᾶς λέγω, ἐὰν
δὲν ἐμπιστευθῆτε ἐξ ὁλοκλήρου
τὴν σωτηρίαν σας εἰς τὴν θυσίαν, τὴν
ὁποίαν θὰ προσφέρω καὶ ἐὰν μὲ
τὴν ἐμπιστοσύνην καὶ πίστιν ταύτην δὲν
φάγετε διὰ τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας
τὴν σάρκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου
καὶ δὲν πίετε τὸ αἷμα του, δὲν
εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχετε μέσα σας ζωήν.
|
54
Ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων
μου τὸ αἷμα ἔχει ζωὴν αἰώνιον,
καὶ ἐγὼ ἀναστήσω αὐτὸν
ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ.
|
54
Ἐκεῖνος ποὺ τρώγει τὴν σάρκα
μου, διὰ τοῦ μυστηρίου τῆς θείας
Εὐχαριστίας, καὶ πίνει τὸ αἷμά
μου, ἔχει ζωὴν αἰώνιον καὶ ἐγὼ
θὰ τὸν ἀναστήσω ἔνδοξον κατὰ
τὴν μεγάλην ἡμέραν τῆς κρίσεως.
|
54
Ὅποιος τρώγει τὴν σάρκα μου καὶ πίνει τὸ
αἷμα μου καὶ διὰ μέσου τοῦ μυστηρίου
τῆς θείας Εὐχαριστίας γίνεται κοινωνὸς καὶ
συμμέτοχος τῆς ζωῆς μου καὶ τῆς θυσίας
μου, ἔχει ἤδη ἀπὸ τοῦ παρόντος
βίου ζωὴν αἰώνιον, καὶ ἐγὼ θὰ
ἀναστήσω αὐτὸν ἐνδόξως κατὰ
τὴν ἐσχάτην τῆς κρίσεως ἡμέραν.
|
55
Ἡ γὰρ σάρξ μου ἀληθῶς ἐστι
βρῶσις, καὶ τὸ αἷμά μου ἀληθῶς
ἐστι πόσις. |
55
Διότι ἡ σάρξ μου εἶναι πράγματι
πνευματικὴ τροφὴ καὶ τὸ αἷμα
μου εἶναι πράγματι πνευματικὸν ποτόν.
Καὶ ἐκεῖνος ποὺ κοινωνεῖ ἀπὸ
αὐτὰ ἔχει ζωὴν αἰώνιον.
|
55
Θὰ ἔχῃ δὲ οὗτος ζωὴν αἰώνιον,
διότι ἡ σάρξ μου εἶναι ἡ ἀληθὴς
καὶ πραγματικὴ τροφή, ἀπὸ τὴν
ὁποίαν δὲν λαμβάνει ὁ πιστὸς προσωρινὴν
μόνον καὶ πρόσκαιρον ἐνίσχυσιν καὶ ζωήν.
Καὶ τὸ αἷμα μου εἶναι τὸ ἀληθὲς
ποτόν, τὸ ὁποῖον δὲν ἰκανοποιεῖ
προσκαίρως μόνον τὴν δίψαν τοῦ ἀνθρώπου,
ἀλλὰ τὸν χορταίνει αἰωνίως.
|
56
Ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων
μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει,
κἀγὼ ἐν αὐτῷ. |
56
Καθένας ποὺ τρώγει τὴν σάρκα
μου καὶ πίνει τὸ αἷμα μου, ἐνώνεται
μαζῆ μου στενότατα εἰς ἕνα πνευματικὸν
σῶμα, ὥστε αὐτὸς νὰ μένῃ
μέσα εἰς ἐμὲ καὶ ἐγὼ
νὰ μένω μέσα εἰς αὐτὸν
καὶ νὰ τὸν μεταβάλλω εἰς κατοικητήριον
τῆς θεότητος. |
56
Ἐκεῖνος, ποὺ τρώγει τὴν σάρκα μου
καὶ πίνει τὸ αἷμα μου, ἐνώνεται μαζί
μου εἰς ἕνα σῶμα καὶ συνεπῶς
μένει αὐτὸς μέσα μου γινόμενος μέλος ἰδικόν
μου καὶ ἐγὼ μένω εἰς τὸ ἐσωτερικόν
του, τὸ ὁποῖον γίνεται ναός μου.
|
57
Καθὼς ἀπέστειλέ με ὁ ζῶν
πατὴρ κἀγὼ ζῶ διὰ τὸν
πατέρα, καὶ ὁ τρώγων μὲ κἀκεῖνος
ζήσεται δι' ἐμέ. |
57
Καθὼς μὲ ἔστειλε ὁ Πατήρ, ὁ
ὁποῖος ἔχει ἀπὸ τὸν εὐατόν
του τὴν ζωὴν καὶ εἶναι ἡ πηγὴ
τῆς ζωῆς, καὶ ἐγὼ ὡς ἄνθρωπος
ἔχω ζωὴν ἀθάνατον ἀπὸ
τὸν Πατέρα, καὶ ζῶ διὰ τὸν
Πατέρα, ἔτσι καὶ ἐκεῖνος, ὁ
ὁποῖος διὰ τῆς θείας Εὐχαριστίας
μὲ μεταλαμβάνει, θὰ ζήσῃ, διότι
θὰ πάρῃ ἀπὸ ἐμὲ
τὴν ζωήν. |
57
Καρπὸς δέ, τὸν ὁποῖον θὰ ἀπολαύσῃ
ἀπὸ τὴν ἕνωσιν αὐτήν, θὰ
εἶναι ἡ αἰώνιος ζωή. Διότι, καθὼς
μὲ ἀπέστειλεν εἰς τὸν κόσμον ὁ
Πατήρ, ὁ ὁποῖος ἔχει ἀπὸ
τὸν ἑαυτόν του τὴν ζωήν, καὶ ἐγὼ
ὡς ἄνθρωπος ἔχω ζωὴν ἀθάνατον
λόγῳ τοῦ ὅτι ὁ Πατήρ μου ἔδωκεν
αὐτήν, ἔτσι καὶ ἐκεῖνος, ὁ
ὁποῖος μὲ τρώγει, θὰ ζήσῃ λόγῳ
τοῦ ὅτι ἐγὼ θὰ τοῦ δώσω
τὴν ζωήν. |
58
Οὗτός ἐστιν ὁ ἄρτος ὁ
ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, οὐ
καθὼς ἔφαγον οἱ πατέρες ὑμῶν
τὸ μάννα καὶ ἀπέθανον·
ὁ τρώγων τοῦτον τὸν ἄρτον ζήσεται
εἰς τὸν αἰῶνα. |
58
Αὐτὸς ποὺ σᾶς εἶπα εἶναι
ὁ ἄρτος ποὺ ἔχει κατεβῆ ἀπὸ
τὸν οὐρανόν. Δὲν εἶναι σὰν
τὸ μάννα ποὺ ἔφαγαν οἱ πατέρες
σας εἰς τὴν ἔρημον καὶ ἔζησαν
ἐπὶ ὀλίγα ἔτη καὶ εἰς
τὸ τέλος ἀπέθαναν· ἐκεῖνος
ποὺ τρώγει αὐτὸν τὸν ἄρτον
θὰ ζήσῃ αἰωνίως>.
|
58
Αὐτὸς εἶναι ὁ ἄρτος, ποὺ
πράγματι κατέβη ἀπὸ τὸν οὐρανόν. Δὲν
εἶναι ἄρτος καθὼς τὸ μάννα, τὸ
ὁποῖον ἔφαγαν οἱ πατέρες σας καὶ
διετηρήθησαν εἰς τὴν ζωὴν προσωρινῶς
καὶ προσκαίρως, εἰς τὸ τέλος δὲ ἀπέθανον.
Ἐκεῖνος, ποὺ τρώγει τὸν ἄρτον
αὐτὸν τὸν πράγματι οὐράνιον, θὰ
ἀναστηθῇ ἐκ τοῦ τάφου ἐνδόξως
καὶ θὰ ζήσῃ αἰωνίως.
|
59
Ταῦτα εἶπεν ἐν συναγωγῇ διδάσκων
ἐν Καπερναούμ. |
59
Αὐτὰ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς μέσα
εἰς τὴν συναγωγὴν τῆς Καπερναούμ,
διδάσκων τὰ πλήθη. |
59
Ταῦτα εἶπεν ὁ Ἰησοῦς διδάσκων
δημοσίᾳ καὶ ἐν πλήρει συναθροίσει μέσα εἰς
τὴν συναγωγὴν ἐν Καπερναούμ.
|
60
Πολλοὶ οὖν ἀκούσαντες ἐκ τῶν
μαθητῶν αὐτοῦ εἶπον· σκληρός
ἐστιν ὁ λόγος· τὶς δύναται
αὐτοῦ ἀκούειν; |
60
Πολλοὶ τότε ἀπὸ τοὺς μαθητάς
του, ὅταν ἤκουσαν αὐτὰ εἶπον·
<εἶναι σκληρὸς αὐτὸς ὁ λόγος·
ποιὸς ἠμπορεῖ νὰ τὸν ἀκούῃ
καὶ νὰ τὸν πιστεύει; Πῶς εἶναι
δυνατὸν νὰ φάγῃ κανεὶς σάρκα
ἀνθρωπίνην;> |
60
Πολλοὶ λοιπὸν ἀπὸ τοὺς μαθητάς
του, ὅταν ἤκουσαν αὐτά, εἶπαν·
Βαρὺς καὶ ἀποκρουστικὸς εἶναι
ὁ λόγος αὐτός. Ποῖος μπορεῖ νὰ
τὸν ἀκούῃ ἀπαθῶς καὶ χωρὶς
ἀγανάκτησιν τὸν λόγον αὐτόν, διὰ τοῦ
ὁποίου παρουσιάζεται ὡς ὑποχρεωτικὸν
καὶ ἀπαραίτητον τὸ νὰ τρώγῃ
κανεὶς σάρκα ἀνθρωπίνην; |
61
Εἰδὼς δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐν
ἑαυτῷ ὅτι γογγύζουσι περὶ τούτου
οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, εἶπεν αὐτοῖς·
τοῦτο ὑμᾶς σκανδαλίζει; |
61
Ὁ Ἰησοῦς ἀντελήφθη, μὲ
τὴν θείαν του γνῶσιν, ὅτι γογγύζουν
διὰ τὸ ζήτημα αὐτὸ οἱ
μαθηταί του καὶ τοὺς εἶπε· <αὐτὸ
σᾶς σκανδαλίζει; |
61
Ὁ Ἰησοῦς ὅμως διὰ τῆς
ὑπερφυσικῆς γνώσεώς του ἀντελήφθη, ὅτι
γογγύζουν δι’ αὐτὸ οἱ μαθηταὶ καὶ
τοὺς εἶπε· Αὐτό, ποὺ εἶπα,
σᾶς σκανδαλίζει καὶ κλονίζει τὴν πίστιν
σας; |
62
Ἐὰν οὖν θεωρῆτε τὸν υἱὸν
τοῦ ἀνθρώπου ἀναβαίνοντα ὅπου
ἦν τὸ πρότερον;
|
62
Ἐὰν λοιπόν, ἴδετε τὸν υἱὸν
τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀνεβαίνῃ
ἐκεῖ ὅπου εὑρίσκετο πρὶν
λάβῃ σάρκα ἀνθρωπίνην, θὰ
πιστεύσετε τότε εἰς τὸ πρωτάκουστον
αὐτὸ γεγονός; |
62
Ἐὰν λοιπὸν συμβῇ νὰ ἴδετε
τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου νὰ
ἀνεβαίνῃ διὰ τῆς ἀναλήψεώς του
ἐκεῖ, ὅπου ἦτο προτήτερα, προτοῦ
νὰ καταβῇ ἐπὶ τῆς γῆς
ὡς ἄνθρωπος, θὰ πιστεύσετε τότε εἰς
τὸ πρωτοφανὲς αὐτὸ γεγονός, καὶ
δὲν θὰ σκανδαλισθῆτε κλονιζόμενοι εἰς
τὴν πίστιν πρὸς αὐτόν, ὁ ὁποῖος
θὰ φύγῃ πλέον ἀπὸ τὰ μάτια σας
διαπαντός; |
63
Τὸ πνεῦμά ἐστι τὸ ζωοποιοῦν,
ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν·
τὰ ρήματα ἃ ἐγὼ λαλῶ ὑμῖν,
πνεῦμά ἐστι καὶ ζωή ἐστιν.
|
63
Σᾶς λέγω δὲ καὶ τοῦτο·
Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι ἐκεῖνο
ποὺ ζωοποιεῖ. Ἡ δὲ σάρξ μου
δίδει ζωὴν αἰώνιον, διότι ἀκριβῶς
ἔχει συλληφθῇ ἀπὸ τὸ Πνεῦμα
τὸ Ἅγιον καὶ κατοικεῖ εἰς αὐτὴν
τὸ Πνεῦμα. Κάθε ἄλλη σὰρξ δὲν
ὠφελεῖ τίποτε. Τὰ λόγια, τὰ
ὁποῖα ἐγὼ σᾶς διδάσκω,
εἶναι πνεῦμα Θεοῦ, δι' αὐτὸ
δὲ ἔχουν καὶ μεταδίδουν ζωήν.
|
63
Ἐσκανδαλίσθητε, διότι σᾶς εἶπα, ὅτι
διὰ νὰ λάβετε ζωὴν αἰώνιον, πρέπει
νὰ φάγετε τὴν σάρκα μου. Σᾶς προσθέτω λοιπὸν
πρὸς μεγαλυτέραν διασάφησιν καὶ τὰ ἑξῆς:
Τὸ θεῖον Πνεῦμα εἶναι ἐκεῖνο,
ποὺ ζωοποιεῖ. Καὶ ἡ σάρξ μου δίδει
ζωὴν αἰώνιον, διότι συνελήφθη ἐκ τοῦ
ζωοποιοῦ Πνεύματος καὶ κατοικεῖ εἰς
αὐτὴν τὸ Πνεῦμα. Πᾶσα ἅλλη
σάρξ, ἐπειδὴ δὲν κατοικεῖ ἐν
αὐτῇ ἡ θεότης, δὲν ὠφελεῖ
τίποτε. Καὶ τὰ λόγια, τὰ ὁποῖα
ἐγὼ σᾶς λέγω, ἐπειδὴ εἶναι
λόγια Θεοῦ, ἔχουν μέσα των Πνεῦμα καὶ
δι’ αὐτὸ μεταδίδουν ζωήν. |
64
Ἀλλ' εἰσὶν ἐξ ὑμῶν τινες
οἳ οὐ πιστεύουσιν. Ἤδει γὰρ
ἐξ ἀρχῆς ὁ Ἰησοῦς τίνες
εἰσὶν οἱ μὴ πιστεύοντες καὶ
τίς ἐστιν ὁ παραδώσων αὐτόν.
|
64
Ἀλλὰ ὑπάρχουν μερικοὶ ἀπὸ
σᾶς, οἱ ὁποῖοι δὲν πιστεύουν>.
Εἶπε δὲ αὐτὰ ὁ Ἰησοῦς,
διότι ἐγνώριζε εὐθὺς ἐξ
ἀρχῆς, ποῖοι εἶναι αὐτοὶ
ποὺ δὲν πιστεύουν καὶ ποῖος
εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος
ἔμελλε νὰ τὸν παραδώσῃ.
|
64
Ἀλλ’ εἶναι μερικοὶ ἀπὸ σᾶς,
οἱ ὁποῖοι δὲν πιστεύουν εἰς
τοὺς λόγους μου, καὶ δι’ αὐτό, ἀντὶ
νὰ ζωοποιοῦνται, σκανδαλίζονται ἀπὸ
αὐτούς. Προσέθεσε δὲ τοὺς τελευταίους τούτους
λόγους ὁ Ἰησοῦς, διότι ἐξ ἀρχῆς,
ἀφ’ ὅτου τὸν ἠκολούθησαν οἱ
σκανδαλισθέντες μαθηταί, ἐγνώριζεν ἕνεκα τῆς
ὑπερφυσικῆς του γνώσεως, ποῖοι δὲν
ἐπίστευον, ἀκόμη δὲ καὶ ποῖος
ἐπρόκειτο νὰ τὸν παραδώσῃ.
|
65
Καὶ ἔλεγε· διὰ τοῦτο εἴρηκα
ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς δύναται
ἐλθεῖν πρὸς μέ, ἐὰν μὴ
ᾖ δεδομένον αὐτῷ ἐκ τοῦ
πατρός μου. |
65
Καὶ ἔλεγεν ὁ Χριστός· <διὰ
τοῦτο σᾶς εἶπα ὅτι κανεὶς δὲν
ἠμπορεῖ νὰ ἔλθῃ εἰς ἐμὲ
καὶ νὰ μὲ ἀκολουθήσῃ μὲ
πίστιν, ἐὰν δὲν τοῦ ἔχῃ
δοθῇ αὐτὸ τὸ χάρισμα ἀπὸ
τὸν Πατέρα μου>. |
65
Καὶ ἔλεγεν ὁ Ἰησοῦς· ἐπειδὴ
ἐγνώριζα, ὅτι μερικῶν ἀπὸ σᾶς
θὰ ἐκλονίζετο ἡ πίστις καὶ δὲν
θὰ παρέμενον μέχρι τέλους μαθηταί μου, δι’ αὐτὸ
σᾶς εἶπον, ὅτι κανεὶς δὲν ἡμπορεῖ
νὰ αἰσθανθῆ μέσα του, ὅτι εἶμαι
ὁ Σωτὴρ καὶ ὁ Λυτρωτής, καὶ
μὲ τὴν πίστιν αὐτὴν νὰ ἔλθη
πρὸς ἐμέ, ἐὰν δὲν ἔχῃ
δοθῇ τοῦτο εἰς αὐτὸν ἀπὸ
τὸν Πατέρα μου. |
66
Ἐκ τούτου πολλοὶ ἀπῆλθον ἐκ
τῶν μαθητῶν αὐτοῦ εἰς τὰ
ὀπίσω καὶ οὐκέτι μετ' αὐτοῦ
περιπάτουν. |
66
Ἀπὸ τὴν ἡμέραν αὐτὴν
πολλοὶ ἐκ τῶν μαθητῶν του ἐγύρισαν
εἰς τὰ σπίτια των καὶ τὰς ἐργασίας
των καὶ δὲν ἐπήγαιναν πλέον
μαζῆ του. |
66
Ἀπὸ τῆς στιγμῆς αὐτῆς
πολλοὶ ἀπὸ τοὺς μαθητάς του, ὅσοι
δὲν ἦσαν σταθεροί, ἔφυγαν καὶ ἐπέστρεψαν
εἰς τὰ συνήθη των ἐπαγγέλματα, καὶ
δὲν ἐπήγαιναν πλέον μαζί του εἰς τὰς
περιοδείας του. |
67
Εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς τοῖς
δώδεκα· μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε
ὑπάγειν; |
67
Λαβὼν ἀφορμὴν ὁ Ἰησοῦς
ἀπὸ τὴν ἀποχώρησιν ἐκείνων
εἶπεν εἰς τοὺς δώδεκα· <μήπως
καὶ σεῖς θέλετε νὰ φύγετε;>
|
67
Συνεπείᾳ λοιπὸν τῆς ἀποχωρήσεως τούτων
εἶπεν ὁ Ἰησοῦς πρὸς τοὺς
δώδεκα· Μήπως θέλετε καὶ σεῖς νὰ φύγετε;
|
68
Ἀπεκρίθη οὖν αὐτῷ Σίμων
Πέτρος· Κύριε, πρὸς τίνα ἀπελευσόμεθα;
Ρήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις·
|
68
Ἀπήντησε τότε εἰς αὐτὸν
ὁ Σίμων Πέτρος· <Κύριε, πρὸς
ποῖον ἄλλον νὰ πᾶμε; Μένομεν
πάντοτε μαζῆ σου, διότι σὺ ἔχεις
λόγια ποὺ δίδουν ζωὴν αἰωνίαν.
|
68
Εἰς τὴν ἐρώτησιν λοιπὸν τούτην ἀπήντησεν
εἰς αὐτὸν ὁ Σίμων Πέτρος· Κύριε,
πρὸς ποῖον ἄλλον διδάσκαλον νὰ ἀπέλθωμεν;
Σὺ ἔχεις λόγια, ποὺ μεταδίδουν ζωὴν
αἰώνιον. |
69
καὶ ἡμεῖς πεπιστεύκαμεν καὶ
ἐγνώκαμεν ὅτι σὺ εἶ ὁ
Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ
τοῦ ζῶντος. |
69
Καὶ ἡμεῖς ἔχομεν πιστεύσει εἰς
σὲ καὶ ἔχομεν ἀπὸ τὴν
προσωπικήν μας πεῖραν γνωρίσει, ὅτι
σὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς
τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος>. |
69
Καὶ ἡμεῖς οἱ δώδεκα ἔχομεν πλέον
πιστεύσει καὶ ἔχομεν γνωρίσει διὰ τῆς
προσωπικῆς μας πείρας, ὅτι σὺ εἶσαι
ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ,
ποὺ δὲν εἶναι νεκρὸς σὰν τὰ
εἴδωλα, ἀλλ’ ἔχει ἀπὸ τὸν
ἑαυτόν του ζωὴν καὶ μεταδίδει αὐτὴν
καὶ εἰς τοὺς ἀνθρώπους.
|
70
Ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς·
οὐκ ἐγὼ ὑμᾶς τοὺς δώδεκα
ἐξελεξάμην; Καὶ ἐξ ὑμῶν
εἰς διάβολός ἐστιν. |
70
Ἀπεκρίθη εἰς αὐτοὺς ὁ
Ἰησοῦς· <ἐγὼ δὲν ἐξέλεξα
καὶ ἐκάλεσα ἐσᾶς τοὺς
δώδεκα; Προσέξατε μήπως καὶ σεῖς
σκανδαλισθῆτε. Διότι ἔνας ἀπὸ
σᾶς εἶναι διάβολος διὰ τὸ φοβερὸν
ἔργον, τὸ ὁποῖον πρόκειται νὰ
κάμῃ>. |
70
Ἀπεκρίθη εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς·
Μὴ παραξενεύεσθε, ἐὰν ἔφυγαν ἐκεῖνοι.
Προσέξατε, μήπως ἀπὸ τὸν αὐτὸν
κίνδυνον δὲν ξεφύγετε καὶ σεῖς. Δὲν
ἐξέλεξα ἐγὼ σᾶς τοὺς δώδεκα;
Καὶ ὅμως ἕνας ἀπὸ σᾶς,
λόγῳ τοῦ ὅτι ἔγινεν ὅργανον
τοῦ διαβόλου, ἐξωμοιώθη πρὸς τὸν διάβολον.
|
71
Ἔλεγε δὲ τὸν Ἰούδαν Σίμωνος
Ἰσκαριώτην· οὗτος γὰρ ἔμελλεν
αὐτὸν παραδιδόναι, εἶς ὢν ἐκ
τῶν δώδεκα. |
71
Ὑπονοοῦσε δὲ τὸν Ἰούδαν
τὸν υἱὸν τοῦ Σίμωνος, τὸν
Ἰσκαριώτην. Διότι αὐτὸς ἔμελλε
νὰ τὸν παραδώσῃ εἰς τοὺς
ἐχθρούς, μολονότι ἦτο ἔνας ἀπὸ
τοὺς δώδεκα. |
71
Ἔλεγε δὲ ταῦτα διὰ τὸν Ἰούδαν,
τὸν υἱὸν τοῦ Σίμωνος τὸν Ἰσκαριώτην.
Διότι αὐτὸς ἔμελλε νὰ τὸν παραδώσῃ
εἰς τοὺς ἐχθρούς του, καίτοι ἦτο ἕνας
ἀπὸ τοὺς δώδεκα Ἀποστόλους.
|