Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
περιεπάτει ὁ Ἰησοῦς μετὰ ταῦτα
ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ· οὐ γὰρ
ἤθελεν ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ περιπατεῖν,
ὅτι ἐζήτουν αὐτὸν οἱ Ἰουδαῖοι
ἀποκτεῖναι. |
αὶ
ὕστερα ἀπὸ τὰ γεγονότα αὐτὰ
περιώδευεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν
Γαλιλαίαν. Διότι δὲν ἤθελε νὰ
περιέρχεται τὴν Ἰουδαίαν, ἐπειδὴ
ἐζητοῦσαν οἱ Ἰουδαῖοι νὰ
τὸν θανατώσουν. |
αὶ
ἐπὶ ἀρκετὸν χρόνον ὕστερον ἀπὸ
αὐτὰ ὁ Ἰησοῦς περιώδευεν εἰς
τὴν Γαλιλαίαν. Διότι δὲν ἤθελε να κάμῃ
τὰς περιοδείας τοῦ κηρύγματός του εἰς τὴν
Ἰουδαίαν, ἐπειδὴ οἱ Ἰουδαῖοι
ἐζήτουν νὰ τὸν φονεύσουν.
|
2
Ἦν δὲ ἐγγὺς ἡ ἑορτὴ
τῶν Ἰουδαίων ἡ σκηνοπηγία.
|
2
Ἐπλησίαζε δὲ τότε ἡ ἑορτὴ
τῶν Ἰουδαίων, ἡ Σκηνοπηγία.
|
2
Ἐπλησίαζε δὲ ἡ ἑορτὴ τῶν
Ἰουδαίων, ἡ καλουμένη σκηνοπηγία, κατὰ τὴν
ὁποίαν ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας
παρέμενον οἱ Ἰουδαῖοι κάτω ἀπὸ
σκηνάς, εἰς ἀνάμνησιν τῆς ζωῆς, τὴν
ὁποίαν ὡς σκηνῖται ἐπέρασαν οἱ
πρόγονοι των εἰς τὴν ἔρημον.
|
3
Εἶπον οὖν πρὸς αὐτὸν οἱ
ἀδελφοὶ αὐτοῦ· μετάβηθι
ἐντεῦθεν καὶ ὕπαγε εἰς τὴν
Ἰουδαίαν, ἵνα καὶ οἱ μαθηταί
σου θεωρήσωσι τὰ ἔργα σου ἃ ποεῖς·
|
3
Εἶπαν, λοιπόν, πρὸς αὐτὸν οἱ
θεωρούμενοι ἀπὸ τοὺς ἄλλους
ἀνθρώπους ἀδελφοί του· <φύγε
ἀπ' ἐδῶ καὶ πήγαινε εἰς
τὴν Ἰουδαίαν, ὥστε νὰ ἴδουν
τὰ θαύματα, τὰ ὁποῖα κάμνεις
καὶ οἱ ἐκεῖ μαθηταί σου.
|
3
Ἐξ ἀφορμῆς λοιπὸν τῆς ἑορτῆς
αὐτῆς τοῦ εἶπον οἱ νομιζόμενοι
ἀδελφοί του, τὰ τέκνα δηλαδὴ τοῦ Ἰωσὴφ
ἐκ τῆς γυναικός, ποὺ εἶχε προτοῦ
ἀρραβωνιασθῇ μὲ τὴν Μαρίαν· Φύγε
ἀπὸ ἐδῶ καὶ πήγαινε εἰς
τὴν Ἰουδαίαν, διὰ νὰ ἰδοῦν
τὰ θαυμαστὰ ἔργα, ποὺ κάνεις
ἐδῶ, τόσον οἱ ἐκεῖ μαθηταί σου,
ὅσον καὶ ἐκεῖνοι, ποὺ ἕνεκα
τῆς ἑορτῆς θὰ ἀναβοῦν
εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα. |
4
οὐδεὶς γὰρ ἐν κρυπτῷ τι ποιεῖ
καὶ ζητεῖ αὐτὸς ἐν παρησίᾳ
εἶναι. Εἰ ταῦτα ποιεῖς, φανέρωσον
σεαυτὸν τῷ κόσμῳ. |
4
Διότι κανεὶς δὲν κάνει τίποτε
εἰς τὰ κρυφὰ καὶ μάλιστα ὅταν
ζητῇ νὰ γίνῃ φανερὰ γνωστὸς
καὶ νὰ ἀναγνωρισθῇ ἡ ἀξία
του ἀπὸ ὅλους. Ἀφοῦ τέτοια
ἔργα κάνεις, φανέρωσε τὸν εὐατόν
σου εἰς τὸν πολυπληθῆ κόσμον, ποὺ
θὰ μαζευθῇ εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ
κατὰ τὴν ἑορτήν>.
|
4
Πήγαινε ἐκεῖ, διότι κανένας δὲν κάνει τίποτε
κρυφά, ὅταν ζητῇ αὐτὸς νὰ γίνῃ
δημοσίως γνωστός, ὥστε νὰ τὸν ἀναγνωρίσουν
ὅλοι. Ἐφ’ ὅσον κάνεις τὰ θαυμαστὰ
αὐτὰ ἔργα, φανέρωσε τὸν ἑαυτόν
σου εἰς τὸ πολὺ πλῆθος, ποὺ
θὰ συναχθῇ κατὰ τὴν ἑορτὴν
εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα. |
5
Οὐδὲ γὰρ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ
ἐπίστευον εἰς αὐτόν.
|
5
Τοῦ ἐφέροντο δὲ ἔτσι οἱ
ἀδελφοί του, διότι οὔτε αὐτοὶ
δὲν τὸν ἐπίστευαν ὡς Μεσσίαν.
|
5
Τοῦ ὡμίλησαν δὲ μὲ τὸν τρόπον
αὐτόν, διότι οὔτε αὐτοὶ οἱ ἀδελφοί
του ἐπίστευον εἰς αὐτόν, ὅτι εἶναι
ὁ Μεσαίας. |
6
Λέγει οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς·
ὁ καιρὸς ὁ ἐμὸς οὔπω πάρεστιν,
ὁ δὲ καιρὸς ὁ ὑμέτερος
πάντοτέ ἐστιν ἕτοιμος. |
6
Λέγει, λοιπόν, εἰς αὐτοὺς ὁ
Ἰησοῦς· <ὁ ἰδικός μου
καιρός, διὰ νὰ φανερωθῶ εἰς
τοὺς Ἰουδαίους ὡς Μεσσίας, δὲν
ἦλθεν ἀκόμη, ὁ ἰδικός
σας ὅμως καιρός, ποὺ πρέπει νὰ
ἀνεβῆτε εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα,
εἶναι πάντοτε ἕτοιμος. |
6
Λέγει λοιπὸν πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς·
Ὁ ἰδικός μου χρόνος, ὁ προκαθωρισμένος ἀπὸ
τὸν Πατέρα μου ὡς κατάλληλος διὰ νὰ
φανερώσω τὸν ἑαυτόν μου εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα
ὡς Μεσσίαν, ὁπότε καὶ θὰ σταυρωθῶ,
δὲν ἦλθεν ἀκόμη· ὁ ἰδικός
σας ὅμως χρόνος, ὁ κατάλληλος διὰ νὰ
ἀναβῆτε ὡς προσκυνηταὶ Ἰουδαῖοι
εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, εἶναι πάντοτε ἕτοιμος.
|
7
Οὐ δύναται ὁ κόσμος μισεῖν ὑμᾶς·
ἐμὲ δὲ μισεῖ, ὅτι ἐγὼ
μαρτυρῶ περὶ αὐτοῦ ὅτι τὰ
ἔργα αὐτοῦ πονηρά ἐστιν.
|
7
Σᾶς δὲν ἠμπορεῖ καὶ δὲν
ἔχει κανένα λόγον νὰ σᾶς μισῇ
ὁ κόσμος, ἐμὲ ὅμως μὲ
μισεῖ, διότι ἐγὼ μαρτυρῶ καὶ
φανερώνω, ὅτι τὰ ἔργα του εἶναι
πονηρά. |
7
Δὲν ὑπάρχει λόγος ὁ κόσμος νὰ σᾶς
μισῇ, καὶ δι’ αὐτὸ δὲν ἐμποδίζεσθε
νὰ ὑπάγετε ὀποτεδήποτε εἰς τὰ
Ἱεροσόλυμα. Ἐμὲ ὅμως ὁ κόσμος
μὲ μισεῖ, διότι ἐγὼ μαρτυρῶ
δι’ αὐτόν, ὅτι τὰ ἔργα του εἶναι
πονηρά, καὶ τὸν ἐλέγχω δι’ αὐτά. Ὅταν
λοιπὸν ὑπάγω εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα,
θὰ μὲ θανατώσουν. |
8
Ὑμεῖς ἀνάβητε εἰς ἑορτὴν
ταύτην, ἐγὼ οὔπω ἀναβαίνω
εἰς τὴν ἑορτὴ ταύτην, ὅτι
ὁ καιρὸς ὁ ἐμὸς οὔπω πεπλήρωται.
|
8
Σεῖς νὰ ἀνεβῆτε εἰς τὰ
Ἱεροσόλυμα διὰ τὴν ἑορτὴν
αὐτήν· ἐγὼ δὲν ἀνεβαίνω
ἀκόμη φανερὰ καὶ ἐπίσημα
εἰς αὐτὴν τὴν ἑορτήν,
διότι δὲν ἔχει συμπληρωθῇ ἀκόμη
ὁ κατάλληλος καιρός. Δὲν ἔφθασε
ἀκόμη ἡ ὥρα τῆς μεγάλης
θυσίας>. |
8
Σεῖς νὰ ἀναβῆτε εἰς τὰ
Ἱεροσόλυμα καὶ νὰ λάβετε μέρος εἰς
τὴν ἑορτὴν αὐτὴν τῆς σκηνοπηγίας·
δι’ ἐμὲ δὲν ἦλθεν ἀκόμη ἡ
ὥρα διὰ νὰ ἀναβῶ ἐπισήμως
καὶ φανερὰ εἰς τὴν ἑορτὴν
αὐτήν, διότι ὁ καιρὸς ὁ ἰδικός
μου, κατὰ τὸν ὁποῖον θὰ ἔχῃ
περατωθῆ τὸ ἔργον μου καὶ θὰ
σταυρωθῶ, δὲν ἔχει ἀκόμη συμπληρωθῇ.
|
9
Ταῦτα δὲ εἰπὼν αὐτοῖς
ἔμεινεν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ.
|
9
Αὐτὰ δὲ ἀφοῦ τοὺς εἶπε,
ἔμεινε εἰς τὴν Γαλιλαίαν.
|
9
Ἀφοῦ δὲ εἶπεν εἰς αὐτοὺς
ταῦτα, ἔμεινεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν.
|
10
Ὡς δὲ ἀνέβησαν οἱ ἀδελφοὶ
αὐτοῦ, τότε καὶ αὐτὸς
ἀνέβη εἰς τὴν ἑορτήν,
οὐ φανερῶς, ἀλλ' ὡς ἐν κρυπτῷ.
|
10
Ὅταν δὲ ἀνέβησαν οἱ ἀδελφοί
του εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, τότε
καὶ αὐτὸς ἀνέβηκε εἰς
τὴν ἑορτήν, ὄχι φανερὰ καὶ
ἐπίσημα, ἀλλὰ σὰν εἰς
τὰ κρυφά. |
10
Ὅταν δὲ ἀνέβησαν οἱ ἀδελφοί
του εἰς Ἱεροσόλυμα, τότε καὶ αὐτὸς
ἀνέβη εἰς τὴν ἑορτήν, ὄχι φανερὰ
καὶ μὲ συνοδείαν πολλῶν, ἀλλ’ ἰδιωτικῶς
καὶ σὰν κρυφά. |
11
Οἱ οὖν Ἰουδαῖοι ἐζήτουν
αὐτὸν ἐν τῇ ἑορτῇ καὶ
ἔλεγον· ποῦ ἐστι ἐκεῖνος;
|
11
Οἱ Ἰουδαῖοι, λοιπόν, τὸν ἀναζητοῦσαν
κατὰ τὰς ἡμέρας τῆς ἑορτῆς
καὶ ἔλεγαν· <ποῦ εἶναι ἐκεῖνος;>
|
11
Ἀφοῦ λοιπὸν ἀνέβη, χωρὶς νὰ
γίνῃ δημοσίᾳ ἀντιληπτός, οἱ Ἰουδαῖοι
τὸν ἐζήτουν κατὰ τὴν διαρκειαν τῆς
ἑορτῆς καὶ ἔλεγον· Ποὺ
εἶναι ἐκεῖνος; |
12
Καὶ γογγυσμὸς πολὺς περὶ αὐτοῦ
ἦν ἐν τοῖς ὄχλοις, οἱ μὲν
ἔλεγον ὅτι ἀγαθός ἐστιν·
ἄλλοι ἔλεγον, οὔ, ἀλλὰ πλανᾷ
τὸν ὄχλον. |
12
Καὶ πολλοὶ ψυθιρισμοὶ καὶ σχόλια
ἐγίνοντο δι' αὐτὸν μεταξὺ τοῦ
λαοῦ. Ἄλλοι μὲν ἔλεγαν, ὅτι
εἶναι ἀγαθός, ἄλλοι δὲ ἔλεγαν
<ὄχι, ἀλλὰ ξεγελᾷ τὸν λαόν>.
|
12
Καὶ πολλὰ κρυφομιλήματα μὲ παράπονα καὶ
σχόλια ἄλλοτε δυσμενῆ καὶ ἄλλοτε εὐμενῆ
ἐγίνοντο δι’ αὐτὸν μεταξὺ τῶν
διαφόρων ὁμάδων τοῦ λαοῦ. Καὶ ἄλλοι
μὲν ἔλεγον, ὅτι ὁ Ἰησοῦς
εἶναι καλὸς καὶ εἰλικρινής, ἄλλοι
δὲ ἔλεγον· ὄχι, δὲν εἶναι
καλός, ἀλλ’ ἐξαπατᾷ τὸν εὔπιστον
λαόν. |
13
Οὐδεὶς μέντοι παρρησίᾳ ἐλάλει
περὶ αὐτοῦ διὰ τὸν φόβον
τῶν Ἰουδαίων.
|
13
Κανένας ὅμως δὲν ὠμιλοῦσε δι'
αὐτὸν φανερὰ καὶ μὲ θάρρος,
διότι ἐφοβοῦντο τοὺς ἄρχοντας
τῶν Ἰουδαίων, ποὺ εἶχαν πλέον
κηρυχθῇ ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ.
|
13
Κανένας ὅμως δὲν ὡμίλει περὶ αὐτοῦ
ἐλεύθερα καὶ φανερά, ἕνεκα τοῦ φόβου
πρὸς τοὺς Ἰουδαίους ἄρχοντας, οἱ
ὁποῖοι ἐμίσουν τὸν Ἰησοῦν
καὶ κατεδίωκον τοὺς ὀπαδούς του.
|
14
Ἤδη δὲ τῆς ἑορτῆς μεσούσης
ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ
ἱερὸν καὶ ἐδίδασκε. |
14
Ὅταν δὲ ἡ ἑορτὴ εὑρίσκετο
εἰς τὸ μέσον, δηλαδὴ κατὰ τὴν
τετάρτην ἡμέραν, ἀνέβηκε ὁ
Ἰησοῦς εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ
ναοῦ καὶ ἐδίδασκε τὰ πλήθη.
|
14
Ἀλλ’ ὅταν πλέον ἡ ἑορτὴ ἦτο
εἰς τὸ μέσον καὶ εἶχον περάσει αἱ
τέσσαρες πρῶται ἡμέραι της, ὁ Ἰησοῦς
ἀνέβη εἰς τὸν ἱερὸν περίβολον
τοῦ ναοῦ καὶ ἐδίδασκεν ἐκεῖ
δημοσίᾳ. |
15
Καὶ ἐθαύμαζον οἱ Ἰουδαῖοι
λέγοντες· πῶς οὗτος γράμματα
οἵδε μὴ μεμαθηκώς;
|
15
Καὶ ἐθαύμαζαν οἱ Ἰουδαῖοι
καὶ ἔλεγαν· <πῶς αὐτὸς
γνωρίζει γράμματα, χωρὶς νὰ ἔχῃ
μαθητεύσει εἰς καμμίαν ραββινικὴν
σχολήν;> |
15
Καὶ ἐξέφραζαν τὴν ἀπορίαν καὶ
ἔκπληξίν των οἱ Ἰουδαῖοι καὶ
ἔλεγαν· Πῶς αὐτὸς γνωρίζει γράμματα,
χωρὶς νὰ ἔχῃ φοιτήσει ὡς μαθητὴς
εἰς ραββινικὴν σχολήν; |
16
Ἀπεκρίθη οὖν αὐτοῖς ὁ
Ἰησοῦς καὶ εἶπεν· ἡ ἐμὴ
διδαχὴ οὐκ ἐστὶν ἐμή,
ἀλλὰ τοῦ πέμψαντός με,
|
16
Ἀπήντησεν εἰς αὐτοὺς ὁ
Ἰησοῦς καὶ εἶπε· <ἡ
διδασκαλία μου δὲν εἶναι ἀνθρωπίνη,
ὡσὰν αὐτήν ποὺ διδάσκουν
οἱ ραββίνοι εἰς τὰς σχολάς των,
ἀλλὰ οὔτε καὶ ἰδική μου·
εἶναι διδασκαλία ἐκείνου, ὁ
ὁποῖος μὲ ἔστειλε εἰς τὸν
κόσμον. |
16
Εἰς αὐτοὺς λοιπόν, οἱ ὁποῖοι
ἀποροῦσαν, ποῦ ἔμαθε τὰ γράμματα,
ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν·
Ἡ διδασκαλία, τὴν ὁποίαν διδάσκω, δὲν
εἶναι ἐπινόησις ἰδική μου, ἀλλ’ εἶναι
διδασκαλία τοῦ Θεοῦ, ποὺ μὲ ἔστειλεν
εἰς τὸν κόσμον, διὰ νὰ τὴν καταστήσω
γνωστὴν εἰς τοὺς ἀνθρώπους.
|
17
ἐάν τις θέλῃ τὸ θέλημα
αὐτοῦ ποιεῖν, γνώσεται περὶ
τῆς διδαχῆς, πότερον ἐκ τοῦ
Θεοῦ ἐστιν ἢ ἐγὼ ἀπ' ἐμαυτοῦ
λαλῶ. |
17
Ὅποιος θέλει εἰλικρινῶς νὰ πράττῃ
τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, θὰ γνωρίσῃ
ἀπὸ τὴν προσωπικήν του πεῖραν,
ποῖον ἀπὸ τὰ δύο εἶναι
ἀληθινό· Ἀπὸ τὸν Θεὸν
προέρχεται ἡ διδασκαλία μου ἢ ἐγὼ
ἀπὸ τὸν εὐατόν μου τὴν
ἔχω ἐπινοήσει. |
17
Ὅποιος ἔχει πόθον καὶ εἰλικρινῆ
διάθεσιν νὰ πράττῃ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ,
θὰ γνωρίσῃ αὐτὸς ἐκ πείρας περὶ
τῆς διδασκαλίας μου, ποῖον ἐκ τῶν
δύο εἶναι ἀληθές· προέρχεται δηλαδὴ
αὕτη ἐκ τοῦ Θεοῦ ἢ ἐγὼ
ἀπὸ τὸν ἑαυτόν μου καὶ κατὰ
ἐπινοήσεις ἴδικάς μου διδάσκω.
|
18
Ὁ ἀφ' ἑαυτοῦ λαλῶν τὴν
δόξαν τὴν ἰδίαν ζητεῖ, ὁ
δὲ ζητῶν τὴν δόξαν τοῦ πέμψαντος
αὐτόν, οὗτος ἀληθής ἐστι,
καὶ ἀδικία ἐν αὐτῷ οὐκ
ἔστιν. |
18
Ἐκεῖνος ποὺ διδάσκει ἀπὸ
τὸν εὐατόν του, ζητεῖ νὰ δοξασθῇ
ὁ ἴδιος ὡς διδάσκαλος. Αὐτὸς
ὅμως ποὺ ζητεῖ τὴν δόξαν ἐκείνου
ποὺ τὸν ἔχει στείλει, αὐτὸς
εἶναι ἀληθινὸς εἰς ὅλα ὅσα
λέγει, διότι κινεῖται ἀπὸ ἀνιδιοτελῆ
ἐλατήρια καὶ δὲν ὑπάρχει
εἰς αὐτὸν καμμία ἁμαρτία.
|
18
Ἐκεῖνος, ποὺ διδάσκει ἀπὸ τὸν
ἑαυτόν του, διδασκαλίαν δηλαδὴ ποὺ ἐπενόησε
μόνος του, ἐπιδιώκει νὰ ἐπιβάλῃ τὸν
ἑαυτόν του εἰς τοὺς ἄλλους ὡς
διδάσκαλον καὶ ζητεῖ τὴν δόξαν τὴν
ἰδικήν του· ὅποιος ὅμως ζητεῖ
τὴν δόξαν ἐκείνου, ὁ ὁποῖος
τὸν ἀπέστειλεν, ὅπως εἶμαι ἐγώ,
αὐτὸς ὁμιλεῖ μὲ ἀνιδιοτελῆ
ἐλατήρια τὴν ἀλήθειαν καὶ δὲν
ὑπάρχει εἰς αὐτὸν καμμία παράβασις
τοῦ νόμου καὶ ἁμαρτία.
|
19
Οὐ Μωϋσῆς δέδωκεν ὑμῖν τὸν
νόμον; Καὶ οὐδεὶς ἐξ ὑμῶν
ποιεῖ τὸν νόμον. Τί μὲ ζητεῖτε
ἀποκτεῖναι; |
19
Ὁ Μωϋσῆς δὲν ἔδωκε εἰς σᾶς
τὸν νόμον; Καὶ ὅμως κανεὶς ἀπὸ
σᾶς δὲν φυλάσσει τὸν νόμον.
Διότι ἐὰν τηρῆτε τὸν νόμον,
τότε διατὶ ζητεῖτε νὰ μὲ φονεύσετε,
ἀφοῦ ὁ νόμος ρητὸς ἀπαγορεύει
τὸν φόνον;> |
19
Σεῖς ὅμως μὲ θεωρεῖτε παραβάτην τοῦ
νόμου καὶ δὲν δέχεσθε τὴν διδασκαλίαν μου.
Ἀλλὰ πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ
δεχθῆτε αὐτήν, ἀφοῦ ἀπορρίπτετε
καὶ τὴν διδασκαλίαν τοῦ Μωϋσέως, τὸν
ὁποῖον τόσον πολὺ τιμᾶτε; Δὲν
σᾶς ἔχει δώσει τὸν νόμον ὁ Μωϋσῆς;
Καὶ ὅμως κανεὶς ἀπὸ σᾶς
δὲν φυλάττει τὸν νόμον. Πράγματι· ἐὰν
φυλάττετε τὰς ἐντολὰς τοῦ νόμου, τότε
διατὶ ἀντίθετα πρὸς τὴν ἕκτην
ἐντολὴν ζητεῖτε νὰ μὲ φονεύσετε;
|
20
Ἀπεκρίθη ὁ ὄχλος καὶ εἶπε·
δαιμόνιον ἔχεις· τίς σε ζητεῖ
ἀποκτεῖναι; |
20
Ἀπήντησεν ὁ ὄχλος καὶ εἶπε·
<ἔχεις δαιμόνιον ποὺ σοῦ σκοτίζει
τὸν νοῦν. Ποιὸς ζητεῖ νὰ σὲ
φονεύσῃ;> |
20
Ἀπεκρίθη ὁ πολὺς λαὸς καὶ εἶπεν·
Εἶσαι δαιμονισμένος καὶ τὸ δαιμόνιον σοῦ
διετάραξε τὰς φρένας καὶ σοῦ δημιουργεῖ
μελαγχολίαν καὶ μανίαν καταδιώξεως, ὥστε νὰ
νομίζῃς, ὅτι ζητοῦν νὰ σὲ φονεύσουν.
Ποῖος ζητεῖ νὰ σὲ φονεύσῃ;
|
21
Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν
αὐτοῖς· ἓν ἔργον ἐποίησα,
καὶ πάντες θαυμάζετε διὰ τοῦτο.
|
21
Ἀπήντησεν ὁ Ἰησοῦς καὶ
τοὺς εἶπε· <ἔκαμα ἕνα ἔργον
(ἐθεράπευσα τὸν παράλυτον) καὶ
ὅλοι ἀπορήσατε, διότι ἐνομίσατε
ὅτι κατέλυσα τὴν ἀργίαν τοῦ
Σαββάτου. |
21
Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς
εἶπεν· Ἕνα μόνον ἔργον ἔκαμα.
Ἐθεράπευσα τὸν παράλυτον. Καὶ ὅλοι
ἐκυριεύθητε ἀπὸ ταραχὴν καὶ
ἀπορίαν, ἐπειδὴ νομίζετε, ὅτι μὲ
αὐτὸ κατελύθη ἡ ἐντολὴ τοῦ
Σαββάτου. |
22
Μωϋσῆς δέδωκεν ὑμῖν τὴν περιτομήν,
οὐχ ὅτι ἐκ τοῦ Μωϋσέως ἐστίν,
ἀλλ' ἐκ τῶν πατέρων, καὶ ἐν
σαββάτῳ περιτέμνετε ἄνθρωπον.
|
22
Ὁ Μωϋσῆς σᾶς ἔδωσε τὴν περιτομήν.
Διὰ τὴν ἀκρίβειαν, δὲν ἔχει
καθιερωθῆ ἀπὸ τὸν Μωϋσέα ἡ
περιτομή, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν
παράδοσιν τῶν παλαιοτέρων προγόνων
σας. Καὶ ἐὰν τύχῃ ἡ ὀγδόη
ἡμέρα ἀπὸ τὴν γέννησιν
τοῦ βρέφους νὰ εἶναι Σάββατον,
καὶ τότε κάνετε περιτομὴν εἰς
τὸν ἄνθρωπον. |
22
Ἀλλὰ διότι τοιαύτη εἶναι ἡ αἰτία
τῆς ταραχῆς σας, σᾶς λέγω τὰ ἑξῆς:
Σᾶς ἔδωκεν ὁ Μωϋσῆς τὴν περιτομήν,
ἀφοῦ γίνεται λόγος περὶ αὐτῆς
εἰς τὸν μωσαϊκὸν νόμον. Λέγω δέ, ὅτι
σᾶς ἔδωκεν ὁ Μωϋσῆς τὴν περιτομήν,
ὄχι διότι ἡ περιτομὴ ὡρίσθη ἀπὸ
τὸν Μωϋσὴν καὶ ἔλαβεν ἀρχὴν
ἀπὸ τὴν νομοθεσίαν του, ἀλλ’ εἶναι
αὕτη παράδοσις ἐκ τῶν παλαιῶν προγόνων
μας. Καὶ ἐὰν τύχῃ νὰ εἶναι
Σάββατον ἡ ὀγδόη ἡμέρα τοῦ βρέφους,
κατὰ τὴν ὁποίαν γίνεται ἡ περιτομή
του, δὲν ἀναβάλλετε αὐτὴν διὰ
τὴν ἑπομένην ἡμέραν, ἀλλὰ περιτέμνετε
κατὰ τὸ Σάββατον τὸν ἄνθρωπον.
|
23
Εἰ περιτομὴν λαμβάνει ἄνθρωπος ἐν
σαββάτῳ ἵνα μὴ λυθῇ ὁ
νόμος Μωϋσέως, ἐμοὶ χολᾶτε ὅτι
ὅλον ἄνθρωπον ὑγιῆ ἐποίησα
ἐν σαββάτῳ! |
23
Ἐάν, λοιπόν, ὑποχρεωτικῶς παίρνῃ
ὁ ἄνθρωπος περιτομὴν κατὰ τὸ
Σάββατον, διὰ νὰ μὴ καταλυθῇ
ὁ νόμος τοῦ Μωϋσέως, ποὺ ὁρίζει
πὼς ὀπωσδήποτε κατὰ τὴν ὀγδόην
ἡμέραν πρέπει νὰ γίνῃ
ἡ περιτομή, σεῖς ἐκδηλώνετε
ὅλην τὴν πικρίαν σας ἐναντίον
μου, διότι ὁλόκληρον ἄνθρωπον τὸν
ἔκαμα ὑγιῆ κατὰ τὴν ἡμέραν
τοῦ Σαββάτου! |
23
Ἐὰν λοιπὸν θεωρῆτε ἐπιβεβλημένον
νὰ λαμβάνῃ περιτομὴν ὁ ἄνθρωπος
κατὰ τὸ Σάββατον, διὰ νὰ μὴ
ἀθετηθῇ ὁ νόμος τοῦ Μωϋσέως, ὁ
ὁποῖος ὁρίζει νὰ γίνεται ἡ περιτομὴ
κατὰ τὴν ὀγδόην ἀπὸ τῆς
γεννήσεως ἡμέραν, πῶς θυμώνετε ἔναντίον
μου, διότι οὐχὶ μέλος τι τοῦ σώματος ἐπεμελήθην,
ὅπως γίνεται ἐν τῇ περιτομῇ, ἀλλ’
ἄνθρωπον ὁλόκληρον ἰάτρευσα κατὰ τὴν
ἡμέραν τοῦ Σαββάτου, ἀποδώσας τὴν
ὑγείαν εἰς τὸ παραλυμένον σῶμα του
καὶ ὁδηγήσας τὴν ψυχήν του διὰ τῆς
πίστεως εἰς τὸν δρόμον τῆς σωτηρίας;
|
24
Μὴ κρίνετε κατ' ὄψιν, ἀλλὰ τὴν
δικαίαν κρίσιν κρίνατε.
|
24
Μὴ σχηματίζετε κρίσεις ἀπὸ τὰ
ἐξωτερικὰ φαινόμενα, ἀλλὰ νὰ
κρίνετε δικαίως, ὅπως ἐπιβάλλουν
τὰ πράγματα, ἡ λογικὴ καὶ ὁ
Θεός>. |
24
Μὴ δικάζετε καὶ μὴ σχηματίζετε κρίσεις μὲ
ἐπιπολαιότητα σύμφωνα μὲ τὴν ἐξωτερικὴν
ὄψιν καὶ τὰ ἐξωτερικὰ φαινόμενα.
Ἀλλὰ κρίνατε δίκαια. Κρίνατε τὴν κρίσιν,
ποὺ βγαίνει ἀπὸ αὐτὰ τὰ
πράγματα. Φαινομενικῶς ἡ θεραπεία τοῦ παραλύτου
ἐν ἡμέρᾳ Σαββάτου παρουσιάζεται ὡς
παράβασις τοῦ νόμου. Πραγματικῶς ὅμως εἶναι
συμμόρφωσις πρὸς τὸ πνεῦμα τοῦ νόμου,
ὁ ὁποῖος μᾶς ἐπιβάλλει νὰ
μὴ χάνωμεν καμμίαν εὐκαιρίαν πρὸς ἀγαθοεργίαν.
|
25
Ἔλεγον οὖν τινες ἐκ τῶν Ἱεροσολυμιτῶν·
οὐχ οὗτός ἐστιν ὃν ζητοῦσιν
ἀποκτεῖναι; |
25
Ἔλεγαν, λοιπόν, μερικοὶ ἀπὸ
τοὺς Ἱεροσολυμίτας· <δὲν εἶναι
αὐτός, ποὺ οἱ ἄρχοντες ζητοῦν
νὰ τὸν φονεύσουν; |
25
Ὕστερα λοιπὸν ἀπὸ αὐτά, ποὺ
εἶπεν ὁ Ἰησοῦς, ἔλεγον μερικοὶ
ἀπὸ τοὺς Ἱεροσολυμίτας. Δὲν
εἶναι αὐτός, τὸν ὁποῖον οἱ
ἄρχοντες ζητοῦν νὰ φονεύσουν;
|
26
Καὶ ἴδε παρρησίᾳ λαλεῖ, καὶ
οὐδὲν αὐτῷ λέγουσι. Μήποτε
ἀληθῶς ἔγνωσαν οἱ ἄρχοντες ὅτι
οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ Χριστός;
|
26
Καὶ ἰδού, ὅτι ὁμιλεῖ ἄφοβα
καὶ φανερὰ καὶ τίποτε δὲν ἀντιλέγουν
εἰς αὐτόν. Μήπως πραγματικὰ
ἐκατάλαβαν οἱ ἄρχοντες, ὅτι
αὐτὸς ἀληθῶς εἶναι ὁ Χριστός;
|
26
Καὶ ὅμως ἰδού, ὅτι ὁμιλεῖ
ἐλεύθερα καὶ φανερὰ καὶ δὲν
τὸν διακόπτει κανείς, οὔτε τοῦ λέγουν τίποτε.
Μήπως εἰς τὰ σωστὰ ἀνεγνώρισαν οἱ
ἄρχοντες, ὅτι αὐτὸς εἶναι πράγματι
ὁ Χριστός; |
27
Ἀλλὰ τοῦτον οἴδαμεν πόθεν ἐστίν·
ὁ δὲ Χριστὸς ὅταν ἔρχηται, οὐδεὶς
γινώσκει πόθεν ἐστίν.
|
27
Ἀλλὰ τοῦτον ἐδῶ γνωρίζομεν
καλὰ ἀπὸ ποῦ καὶ ἀπὸ
ποιοὺς κατάγεται. Ὁ Χριστὸς ὅμως
ὅταν ἔλθῃ, κανεὶς δὲν γνωρίζει
ἀπὸ ποῦ καὶ πότε ἔρχεται>.
|
27
Ἀλλὰ αὐτὸς ἐδῶ γνωρίζομεν
ἀπὸ ποὺ εἶναι καὶ ἀπὸ
ποίους κατάγεται· ὁ Χριστὸς ὅμως, ὅταν
θὰ ἔλθῃ, κανεὶς δὲν ἠξεύρει
οὔτε τὸν χρόνον τῆς ἐμφανίσεώς του,
ἀλλ’ οὔτε καὶ τὸν τρόπον μὲ
τὸν ὁποῖον θὰ ἔλθῃ.
|
28Ἔκραξεν
οὖν ἐν τῷ ἱερῷ διδάσκων
ὁ Ἰησοῦς καὶ λέγων· κἀμέ
οἴδατε, καὶ οἴδατε πόθεν εἰμί·
καὶ ἀπ' ἐμαυτοῦ οὐκ ἐλήλυθα,
ἀλλ' ἔστιν ἀληθινὸς ὁ πέμψας
με, ὃν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε·
|
28
Ἐφώναξε μὲ μεγάλην φωνὴν ὁ
Ἰησοῦς τότε εἰς τὰς αὐλὰς
τοῦ ναοῦ διδάσκων καὶ λέγων·
<καὶ ἐμὲ γνωρίζετε καὶ ἀπό
ποῦ εἶμαι γνωρίζετε. Ἡ γνῶσις
σας ὅμως εἶναι ἀτελής. Διότι
δὲν γνωρίζετε, ὅτι ἐγὼ δὲν
ἔχω ἔλθει ἀπὸ τὸν ἑαυτόν
μου, ἀλλὰ ἔχω ἔλθει ἀπὸ
τὸν Θεόν, ποὺ μὲ ἔστειλε καὶ
ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ ἀπολύτως
ἀληθινός. Αὐτὸν ὅμως ἐσεῖς
δὲν τὸν γνωρίζετε. Δι' αὐτὸ
δὲ καὶ δὲν εἶσθε εἰς θέσιν
νὰ γνωρίσετε τὴν γνησίαν καὶ
ἀληθῆ ἀποστολή μου.
|
28
Κατόπιν λοιπὸν τῆς ἀπιστίας καὶ τῆς
θεληματικῆς τυφλώσεως, ποὺ ἐδείκνυον οἱ
Ἰουδαῖοι, ὕψωσεν ὁ Ἰησοῦς
τὴν φωνήν του μέσα εἰς τὸν ἱερὸν
περίβολον τοῦ ναοῦ διδάσκων καὶ λέγων·
Καὶ ἐμὲ γνωρίζετε καὶ ἠξεύρετε
ἀπὸ ποὺ εἶμαι. Ἀλλ’ ἡ
γνῶσις σας αὐτὴ περὶ ἐμοῦ
δὲν εἶναι πλήρης. Σεῖς γνωρίζετε μόνον,
ὅτι εἶμαι ἀπὸ τὴν Ναζαρέτ. Καὶ
ὅμως δὲν ἔχω ἔλθει ἀπὸ
τὸν ἑαυτόν μου, ὅπως ὑποθέτετε σεῖς,
ἀλλ’ ἡ ἀποστολή μου εἶναι γνησία καὶ
ἀληθινή, διότι πραγματικὸς καὶ ἀληθινὸς
εἶναι ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος μὲ
ἔστειλε, τὸν ὁποῖον σεῖς δὲν
ἠξεύρετε. |
29
ἐγὼ οἶδα αὐτόν, ὅτι παρ'
αὐτοῦ εἰμι κἀκεῖνός με
ἀπέστειλεν. |
29
Ἐγὼ ὅμως τὸν γνωρίζω, διότι
ἔχω γεννηθῆ προαιωνίως ἀπὸ αὐτὸν
καὶ ἔχω, ὡς Θεός, τὴν αὐτὴν
μὲ ἐκεῖνον οὐσίαν καὶ
φύσιν, καὶ ἐκεῖνος μὲ ἔστειλεν
εἰς τὸν κόσμον>. |
29
Ἐγὼ ὅμως τὸν γνωρίζω, διότι ἔχω
γεννηθῇ ἀπὸ αὐτὸν καὶ
ἔχω ὡς Θεὸς τὴν αὐτὴν
φύσιν καὶ οὐσίαν μὲ αὐτόν. Ἀλλ’
ἐπὶ πλέον αὐτὸς μὲ ἀπέστειλεν
εἰς τὸν κόσμον καὶ δι’ αύτὸ μὲ
βλέπετε μεταξύ σας ὡς ὅμοιόν σας ἄνθρωπον.
|
30
Ἐζήτουν οὖν αὐτὸν πιάσαι,
καὶ οὐδεὶς ἐπέβαλεν ἐπ'
αὐτὸν τὴν χεῖρα, ὅτι οὔπω
ἐληλύθει ἡ ὥρα αὐτοῦ.
|
30
Ἐξ αἰτίας αὐτῶν ποὺ εἶπε,
ἐζητοῦσαν πάλιν νὰ τὸν πιάσουν
οἱ Ἰουδαῖοι. Κανεὶς ὅμως δὲν
ἄπλωσε εἰς αὐτὸν τὸ χέρι,
διότι ἀκόμη δὲν εἶχεν ἔλθει
ἡ ὥρα, ἡ ὡρισμένη ἀπὸ
τὸν Θεόν. |
30
Ἕνεκα λοιπὸν τῶν διακηρύξεων καὶ ἀξιώσεων
αὐτῶν τοῦ Ἰησοῦ ἐπεδίωκον
οἱ Ἰουδαῖοι νὰ τὸν συλλάβουν,
καὶ ὅμως κανεὶς δὲν ἔβαλεν ἐπάνω
του χέρι, διότι δὲν εἶχεν ἔλθει ἀκόμη
ὁ ὑπὸ τῆς θείας Προνοίας ὡρισμένος
καιρὸς καὶ ἡ προκαθορισμένη ὥρα, κατὰ
τὴν ὁποίαν θὰ ὑφίστατο τὸν σταυρικόν
του θάνατον. |
31
Πολλοὶ δὲ ἐκ τοῦ ὄχλου ἐπίστευσαν
εἰς αὐτὸν καὶ ἔλεγον ὅτι
ὁ Χριστὸς ὅταν ἔλθῃ, μήτι
πλείονα σημεῖα τούτων ποιήσει ὧν
οὗτος ἐποίησεν;
|
31
Πολλοὶ δὲ ἀπὸ τὸν λαὸν
ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν καὶ
ἔλεγαν, ὅτι <ὁ Χριστός, ὅταν
ἔλθῃ, μήπως θὰ κάμῃ περισσότερα
θαύματα ἀπὸ ὅσα ἔκαμε αὐτός;>
|
31
Πολλοὶ δὲ ἀπὸ τὰς κατωτέρας
τάξεις τοῦ λαοῦ ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν
καὶ ἔλεγαν, ὅτι· Ὅταν ἔλθῃ
ὁ Χριστός, μήπως θὰ κάμῃ περισσότερα θαύματα
ἀπὸ αὐτά, τὰ ὁποῖα ἔκαμεν
αὐτός; |
32
Ἤκουσαν οἱ Φαρισαῖοι τοῦ ὄχλου
γογγύζοντος περὶ αὐτοῦ ταῦτα,
καὶ ἀπέστειλαν ὑπηρέτας οἱ
Φαρισαῖοι καὶ οἱ ἀρχιερεῖς ἵνα
πιάσωσιν αὐτόν.
|
32
Ἤκουσαν οἱ Φαρισαῖοι τὸν ὄχλον
νὰ κρυφομιλοῦν εὐνοϊκὰ διὰ τὸν
Χριστὸν καὶ νὰ γογγύζουν κατὰ
τῶν ἀρχόντων καὶ ἔστειλαν ὑπηρέτας
οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ ἀρχιερεῖς,
διὰ νὰ τὸν συλλάβουν.
|
32
Ἤκουσαν οἱ Φαρισαῖοι τὸν πολὺν
λαὸν νὰ κρυφομιλῇ τὰ εὐνοϊκὰ
αὐτὰ σχόλια δι’ αὐτόν, καὶ ἀπέστειλαν
ὑπηρέτας οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ
ἀρχιερεῖς διὸ νὰ τὸν συλλάβουν.
|
33
Εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς· ἔτι
μικρὸν χρόνον μεθ' ὑμῶν εἰμι
καὶ ὑπάγω πρὸς τὸν πέμψαντά
με. |
33
Εἶπε, λοιπόν, τότε ὁ Ἰησοῦς·
<ἀκόμη ὀλίγον χρόνον εἶμαι
μαζῆ σας καὶ πηγαίνω πρὸς τὸν
Πατέρα, ὁ ὁποῖος μὲ ἔστειλεν
εἰς τὸν κόσμον. |
33
Ὡς ἐκ τούτου λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς,
ὁ ὁποῖος διέκρινε τὰς προθέσεις αὐτὰς
τῶν ἀρχόντων, εἶπεν· Ἀκόμη ὀλίγον
χρόνον εἶμαι μαζί σας ἐπὶ τῆς γῆς
φροντίζων διὰ τὴν σωτηρίαν σας. Σπεύσατε λοιπὸν
νὰ πιστεύσητε καὶ νὰ σωθῆτε. Διότι
φεύγω καὶ πηγαίνω πάλιν πρὸς τὸν Πατέρα,
ὁ ὁποῖος μὲ ἀπέστειλεν εἰς
τὸν κόσμον. |
34
Ζητήσετέ με καὶ οὐχ εὑρήσετε·
καὶ ὅπου εἰμὶ ἐγώ, ὑμεῖς
οὐ δύνασθε ἐλθεῖν.
|
34
Θὰ μὲ ζητήσετε κάποτε (ὅταν
βαρειὲς πέσουν ἐπάνω σας οἱ
συμφορές), καὶ δὲν θὰ μὲ εὕρετε.
Καὶ ἐκεῖ, πλησίον τοῦ Πατρὸς
εἰς τοὺς οὐρανούς, ποὺ εἶμαι
ὡς Θεός, πηγαίνω δὲ καὶ ὡς
ἄνθρωπος, δὲν ἠμπορεῖτε σεῖς
νὰ ἔλθετε>. |
34
Καὶ ἐὰν ὑποτεθῇ, ὅτι εἰς
τὴν ἀπελπισίαν σας μὲ ζητήσετε κάποτε, δὲν
θὰ μὲ εὕρετε. Καὶ ἐκεῖ,
ὅπου εἶμαι καὶ τώρα ὡς Θεὸς
καὶ ὅπου θὰ ὑπάγω μετ’ ὀλίγον
καὶ ὡς ἄνθρωπος, σεῖς δὲν ἠμπορεῖτε
νὰ ἔλθετε, διότι μόνον ἐγώ, εἰς τὸν
ὁποῖον σεῖς ἀπιστεῖτε, δύναμαι
ἐκεῖ νὰ σᾶς ὁδηγησω.
|
35
Εἶπον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι πρὸς
ἑαυτούς· ποῦ οὗτος μέλλει
πορεύεσθαι, ὅτι ἡμεῖς οὐχ εὑρήσομεν
αὐτόν; Μὴ εἰς τὴν διασπορὰν
τῶν Ἑλλήνων μέλλει πορεύεσθαι
καὶ διδάσκειν τοὺς Ἕλληνας;
|
35
Εἶπαν, λοιπόν, οἱ Ἰουδαῖοι μεταξύ
των· <ποῦ αὐτὸς πρόκειται
νὰ ὑπάγῃ καὶ ἡμεῖς
δὲν θὰ τὸν εὕρωμεν; Μήπως πρόκειται
νὰ πορευθῇ εἰς τοὺς διασκορπισμένους
μεταξὺ τῶν Ἑλλήνων Ἰουδαίους
καὶ νὰ διδάκῃ τοὺς Ἕλληνας;
|
35
Εἶπον λοιπὸν οἱ Ἰουδαῖοι μεταξύ
των· Εἰς ποῖον μέρος πρόκειται νὰ ὑπάγῃ
αὐτός, ὥστε ἡμεῖς δὲν θὰ
τὸν εὕρωμεν πλέον; Μήπως πρόκειται νὰ ἀφήσῃ
τὴν εὐλογημενην χώραν τοῦ Ἰσραὴλ
καὶ νὰ ὑπάγῃ εἱς τοὺς
μεταξὺ τῶν Ἑλλήνων ἐγκατεστημένους
καὶ διεσπαρμένους Ἰουδαίους καὶ νὰ
διδάσκῃ τοὺς Ἕλληνας ἐξευτελίζων οὕτω
τὸν ἑαυτόν του; |
36
Τίς ἐστιν οὗτος ὁ λόγος ὃν
εἶπε, ζητήσετέ με καὶ οὐχ εὑρήσετε,
καὶ ὅπου εἰμὶ ἐγώ, ὑμεῖς
οὐ δύνασθε ἐλθεῖν;
|
36
Ποῖον εἶναι τὸ νόημα αὐτοῦ
τοῦ λόγου ποὺ εἶπε, ὅτι δηλαδὴ
θὰ μὲ ἀναζητήσετε καὶ δὲν
θὰ μὲ εὕρετε καὶ ὅπου εἶμαι
ἐγώ, σεῖς δὲν ἠμπορεῖτε
νὰ ἔλθετε;> |
36
Τί σημαίνει αὐτὸς ὁ λόγος, τὸν ὁποῖον
εἶπε· θὰ μὲ ζητήσετε καὶ δὲν
θὰ μὲ εὕρετε, καὶ ὅπου εἶμαι
ἐγώ, σεῖς δὲν μπορεῖτε νὰ ἔλθετε;
|
37
Ἐν δὲ τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ
τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἰστήκει
ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων·
ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός
με καὶ πινέτω. |
37
Κατὰ τὴν τελευταίαν δὲ μεγάλην
ἡμέραν τῆς ἑορτῆς ἐστάθη
ὁ Ἰησοῦς καὶ μὲ ἰσχυρὰν
φωνὴν εἶπεν· <ἐὰν κανεὶς
διψᾷ πνευματικὰ καὶ αἰώνια ἀγαθά,
λύτρωσιν, εἰρήνην καὶ χαράν,
ἂς ἔλθῃ κοντά μου καὶ ἂς
πίνῃ τὴν ἀλήθειαν ποὺ
προσφέρω, διὰ νὰ ἰκανοποιηθοῦν
ἔτσι οἱ πλέον βαθεῖς καὶ εὐγενεῖς
πόθοι του. |
37
Κατὰ τὴν τελευταίαν δὲ καὶ ἐπισημοτέραν
ἀπὸ ὅλας τὰς ἄλλας ἡμέρας
τῆς ἑορτῆς ἔστεκεν ὄρθιος ὁ
Ἰησοῦς καὶ μὲ ζωηρὰν φωνὴν
εἶπεν· Ἐὰν κανεὶς αἰσθάνεται
πόθον καὶ δίψαν ὄχι δι’ ἀγαθὰ ὑλικὰ
καὶ φθαρτά, ἀλλὰ διὰ τὴν ἐσωτερικὴν
γαλήνην καὶ τὴν μακαριότητα τῆς θείας ζωῆς,
ἂς ἔρχεται πρὸς ἐμὲ διὰ
τῆς πίστεως καὶ ἂς πίνῃ ἐλεύθερα.
Πλησίον μου θὰ ἰκανοποιηθοῦν ὅλοι
οἱ εὐγενεῖς του πόθοι καὶ θὰ
εὕρῃ ἀνάπαυσιν ἡ ψυχή του.
|
38
Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς
εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς
κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος
ζῶντος.
|
38
Ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει εἰς ἐμέ,
ὅπως εἶπε καὶ ἡ Γραφή, θὰ
γίνῃ ἀστείρευτος πνευματικὴ
πηγή· καὶ ἀπὸ τὴν καρδίαν
του θὰ ἀναβλύζουν καὶ θὰ τρέχουν
ποταμοὶ ἀπὸ ὁλόδροσο τρεχούμενο
νερό>. |
38
Ἀπὸ τὴν καρδίαν καὶ τὰ βάθη
τῆς ψυχῆς ἐκείνου, ποὺ πιστεύει εἰς
ἐμέ, σύμφωνα μὲ τοὺς λόγους τῆς Γραφῆς,
θὰ τρέξουν ποταμοὶ ὕδατος, ποὺ θὰ
εἶναι πάντα τρεχούμενο, διὰ νὰ ποτίζεται
ὄχι μόνον ὁ ἴδιος, ἀλλὰ καὶ
οἱ ἄλλοι, ποὺ ἔρχονται εἰς σχέσιν
μὲ αὐτόν. |
39
Τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος
οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες
εἰς αὐτόν· οὔπω γὰρ ἦν
Πνεῦμα Ἅγιον, ὅτι Ἰησοῦς οὐδέπω
ἐδοξάσθη. |
39
Αὐτὸ δὲ εἶπε ὁ Κύριος
διὰ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τὸ ὁποῖον
ἔμελλον νὰ λάβουν ὅσοι θὰ ἐπίστευον
εἰς αὐτόν, διότι ἡ χάρις
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ ἀναγεννᾷ
καὶ σῴζει, δὲν εἶχε ἀκόμη
δοθῇ εἰς κανένα, ἐπειδὴ ὁ
Ἰησοῦς δὲν εἶχε ἀκόμη
δοξασθῇ μὲ τὴν μεγάλην θυσίαν
καὶ μὲ τὴν ἔνδοξον ἀνάληψίν
του. |
39
Τοὺς λόγους δὲ αὐτοὺς εἶπεν
ὁ Κύριος διὰ τὸ Πνεῦμα, τὸ ὁποῖον
ἔμελλον μετὰ τὴν ἀνάληψίν του εἰς
τοὺς οὐρανοὺς νὰ λαμβάνουν ἐκεῖνοι
ποὺ θὰ ἐπίστευον εἰς αὐτόν.
Διότι εἶχον μὲν δοθῇ προτήτερα χαρίσματα
προφητικὰ καὶ θαυματουργικὰ εἰς ἄνδρας
δικαίους καὶ προφήτας, ἀλλ’ ἡ χάρις τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ ἀναγεννᾷ τοὺς
ἀνθρώπους, καὶ μεταδίδει εἰς αὐτοὺς
τὴν θείαν καὶ μακαρίαν ζωήν, δὲν εἶχε
δοθῇ εἰς κανένα. Καὶ δὲν εἶχε
δοθῇ ἡ χάρις αὐτὴ τοῦ Πνεύματος,
διότι ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶχεν ἀκόμη
δοξασθῆ διὰ τοῦ παθήματος καὶ τῆς
ἀναλήψεώς του. |
40
Πολλοὶ οὖν ἐκ τοῦ ὄχλου ἀκούσαντες
τὸν λόγον ἔλεγον· οὗτός
ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης·
|
40
Πολλοί, λοιπόν, ἀπὸ τὸν λαόν,
ὅταν ἤκουσαν τὴν διδασκαλίαν αὐτήν,
ἔλεγαν· <αὐτὸς εἶναι πράγματι
ὁ προφήτης, ποὺ ἔχει προαναγγείλει
ὁ Μωϋσῆς. |
40
Πολλοὶ λοιπὸν ἀπὸ τὸν λαόν,
οἱ ὁποῖοι ἤκουσαν τοὺς λόγους
αὐτούς, ποὺ ἐκήρυξεν ὁ Κύριος κατὰ
τὴν διαρκειαν τῆς ἑορτῆς, ἔλεγον·
Πράγματι αὐτὸς εἶναι ὁ προφήτης, ποὺ
μᾶς προανήγγειλεν ὁ Μωϋσῆς.
|
41
ἄλλοι ἔλεγον· οὗτός ἐστιν
ὁ Χριστός· ἄλλοι ἔλεγον·
μὴ γὰρ ἐκ τῆς Γαλιλαίας ὁ
Χριστὸς ἔρχεται; |
41
Ἄλλοι ἔλεγαν· <αὐτὸς εἶναι
πράγματι ὁ Χριστός>. Ἄλλοι ἔλεγαν·
<δὲν εἶναι ὁ Χριστός, διότι
μήπως ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν θὰ
ἔλθῃ ὁ Χριστός;
|
41
Ἄλλοι ἔλεγον· Αὐτὸς εἶναι
ὁ Χριστός. Ἄλλοι ἔλεγον· Δὲν
εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι ὁ Χριστός·
διότι μήπως ἔρχεται ὁ Χριστὸς ἀπὸ
τὴν Γαλιλαίαν; |
42
Οὐχὶ ἡ γραφὴ εἶπεν ὅτι
ἐκ τοῦ σπέρματος Δαυῒδ καὶ ἀπὸ
Βηθλεὲμ τῆς κώμης, ὅπου ἦν Δαυΐδ,
ὁ Χριστὸς ἔρχεται;
|
42
Δὲν εἶπε ἡ Γραφή, ὅτι ὁ
Χριστὸς κατάγεται ἀπὸ τὸ γένος
τοῦ Δαυΐδ καὶ ἔρχεται ἀπὸ
τὸ χωρίον Βηθλεέμ, ὅπου ἐγεννήθη
καὶ ἔζησεν ὁ Δαυΐδ;>
|
42
Δὲν εἶπεν ἡ Γραφή, ὅτι ὁ Χριστὸς
ἔρχεται ἀπὸ τὸ γένος τοῦ Δαβὶδ
καὶ ἀπὸ τὸ χωρίον Βηθλεέμ, ὅπου
ἐγεννήθη καὶ ἐμεγαλωσεν ὁ Δαβίδ;
|
43
Σχίσμα οὖν ἐν τῷ ὄχλῳ
ἐγένετο δι' αὐτόν.
|
43
Ἔγινε, λοιπόν, ἀντιγνωμία καὶ
διαίρεσις μεταξὺ τοῦ λαοῦ ἐξ
αἰτίας αὐτοῦ. |
43
Προεκλήθη λοιπὸν διαίρεσις καὶ διαφωνία μεταξὺ
τοῦ λαοῦ δι’ αὐτόν. |
44
Τινὲς δὲ ἤθελον ἐξ αὐτῶν
πιάσαι αὐτόν, ἀλλ' οὐδεὶς
ἐπέβαλεν ἐπ' αὐτὸν τὰς
χεῖρας. |
44
Μερικοὶ δὲ ἀπὸ αὐτοὺς
ἤθελαν νὰ τὸν πιάσουν, ἀλλὰ
κανεὶς δὲν ἄπλωσε ἐπάνω του
τὸ χέρι. |
44
Μερικοὶ δὲ ἀπὸ αὐτοὺς
ἤθελον νὰ τὸν συλλάβουν, ἀλλὰ
κανεὶς δὲν ἐτόλμησε νὰ βάλῃ
ἐπάνω του τὰς χεῖρας, καθ’ ὅσον ἀόρατος
δύναμις συνεκράτει καὶ παρημπόδιζεν αὐτούς.
|
45
Ἦλθον οὖν οἱ ὑπηρέται πρὸς
τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαίους,
καὶ εἶπον αὐτοῖς ἐκεῖνοι·
διατὶ οὐκ ἠγάγετε αὐτόν;
|
45
Ἐπέστρεψαν, λοιπόν, οἱ ὑπηρέται
εἰς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαίους,
χωρὶς νὰ ἔχουν συλλάβει τὸν
Χριστὸν καὶ τοὺς εἶπαν ἐκεῖνοι·
<διατὶ δὲν τὸν ἐφέρατε ἐδῶ;>
|
45
Ἐπειδὴ λοιπὸν κανεὶς δὲν ἠδύνατο
νὰ τὸν συλλάβῃ, ἦλθαν εἰς τοὺς
ἀρχιερεῖς καὶ εἰς τοὺς Φαρισαίους
οἱ ὑπηρέται, χωρὶς νὰ κάμουν τίποτε.
Καὶ εἶπον εἰς αὐτοὺς ἐκεῖνοι·
Διατὶ δὲν τὸν ἐφέρατε, ἀφοῦ
καὶ δημοσίᾳ ἐνεφανίσθη καὶ πολλοὶ
ἀπὸ τὸ πλῆθος μὲ δυσμένειαν
τὸν ἤκουαν καὶ ἦσαν ἕτοιμοι
νὰ σᾶς βοηθήσουν διὰ νὰ μὴ σᾶς
διαφύγῃ; |
46
Ἀπεκρίθησαν οἱ ὑπηρέται·
οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος,
ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος. |
46
Ἀπεκρίθησαν οἱ ὑπηρέται·
<ποτὲ μέχρι σήμερα ἄλλος ἄνθρωπος
δὲν ἐδίδαξε ἔτσι, ὅπως διδάσκει
αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος>. |
46
Ἀπεκρίθησαν οἱ ὑπηρέται· Ποτὲ
ἄλλοτε δὲν ἐδίδαξεν ἄλλος ἄνθρωπος
μὲ τόσην σοφίαν καὶ δύναμιν καὶ χάριν, μὲ
ὅσην διδάσκει ὁ ἄνθρωπος αὐτός.
|
47
Ἀπεκρίθησαν οὖν αὐτοῖς οἱ
Φαρισαῖοι· μὴ καὶ ὑμεῖς
πεπλάνησθε; |
47
Ἀπεκρίθησαν τότε οἱ Φαρισαῖοι
εἰς αὐτούς· <μήπως καὶ
σεῖς ἔχετε παρασυρθῆ ἀπὸ αὐτὸν
εἰς τὴν πλάνην; |
47
Ὕστερα λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἀνέλπιστον
αὐτὴν ἀπάντησιν τῶν ὑπηρετῶν
ἀπεκρίθησαν πρὸς αὐτοὺς οἰ Φαρισαῖοι·
Μήπως καὶ σεῖς, ποὺ εἶσθε πάντοτε
πλησίον μας καὶ ἀκούετε τὴν διδασκαλίαν
μας, ἔχετε πλανηθῇ ἀπὸ αὐτόν,
ὅπως τὰ ἀμαθῆ πλήθη τοῦ λαοῦ;
|
48
Μή τις ἐκ τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν
εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν Φαρισαίων;
|
48
Μήπως ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν
κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἄρχοντας ἢ
ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους; Κανεὶς
δὲν ἐπίστευσε, διότι αὐτοὶ
μόνοι γνωρίζουν τὴν ἀλήθειαν
καὶ ἔχουν ὀρθὴ κρίσιν.
|
48
Μήπως ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν κανεὶς
ἀπὸ τοὺς ἄρχοντας, μόνους ἁρμοδίους
νὰ κρίνουν ἐπὶ θρησκευτικῶν ζητημάτων,
ἢ ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους, οἱ ὁποῖοι
εἶναι ἄγρυπνοι φύλακες τῶν παραδόσεων καὶ
τῆς ὀρθῆς πίστεως; |
49
Ἀλλ' ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μὴ
γινώσκων τὸν νόμον ἐπικατάρατοί
εἰσι! |
49
Ἀλλὰ ἐπίστευσεν αὐτὸς
ὁ ἀγράμματος ὄχλος, ποὺ δὲν
γνωρίζει τὸν νόμον καὶ δι' αὐτὸ
εἶναι καταράμενοι!> |
49
Κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς δὲν
ἐπίστευσεν, ἀλλὰ μόνον ὁ ὄχλος
αὐτός, ποὺ δὲν ἠξεύρει τὸν νόμον
καὶ δι’ αὐτὸ εἶναι καταραμένοι.
|
50
Λέγει Νικόδημος πρὸς αὐτούς,
ὁ ἐλθὼν νυκτὸς πρὸς αὐτόν,
εἶς ὧν ἐξ αὐτῶν·
|
50
Λέγει τότε πρὸς αὐτοὺς ὁ
Νικόδημος, ποὺ ἦτο ἔνας ἀπὸ
αὐτοὺς καὶ ὁ ὁποῖος εἶχεν
ἐπισκεφθῇ νύκτα τὸν Χριστόν·
|
50
Λέγει πρὸς αὐτοὺς ὁ Νικόδημος, ἐκεῖνος
ποὺ ἦλθεν εἰς τὸν Ἰησοῦν
ἐν καιρῷ νυκτὸς καὶ ὁ ὁποῖος
ἦτο ἕνας ἀπὸ αὐτούς, διότι ἦτο
καὶ αὐτὸς μέλος τοῦ συνεδρίου.
|
51
μὴ ὁ νόμος ἡμῶν κρίνει
τὸν ἄνθρωπον, ἐὰν μὴ ἀκούσῃ
παρ' αὐτοῦ πρότερον καὶ γνῷ
τί ποιεῖ; |
51
<μήπως ὁ νόμος μας καταδικάζει
τὸν ἄνθρωπον, ἐὰν ὁ δικαστὴς
δὲν ἀκούσῃ πρῶτον ἀπὸ
αὐτὸν τὴν ἀπολογίαν του καὶ
μάθῃ τί ἔχει κάμει;> |
51
Μήπως ὁ νόμος μας καταδικάζει τὸν ἄνθρωπον,
ἐὰν δὲν τὸν ἀκούσῃ προτήτερα
ὁ δικαστής, ποὺ ἐκπροσωπεῖ τὸν
νόμον καὶ μάθῃ ἀπὸ τὴν ἀπολογίαν
του τί ἀξιοκατάκριτον καὶ ἀξιόποινον ἔκαμε;
|
52
Ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ·
μὴ καὶ σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας
εἶ; Ἐρεύνησον καὶ ἴδε ὅτι
προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ
ἐγήγερται. |
52
Ἀπήντησαν καὶ τοῦ εἶπαν·
<μήπως καὶ σὺ εἶσαι ἀπὸ
τὴν Γαλιλαίαν; Ἐρεύνησε καὶ
μάθε, ὅτι προφήτης δὲν ἔχει
ἕως τώρα βγῆ ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν>.
(Ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου δὲν
ἔγκειται εἰς τὸν τόπον καταγωγῆς,
ἀλλὰ εἰς τὴν ἀρετὴν καὶ
τὰ ἔργα του). |
52
Ἀπεκρίθησαν ἐκεῖνοι καὶ τοῦ
εἶπαν· Μήπως καὶ σὺ εἶσαι ἀπὸ
τὴν Γαλιλαίαν; Ἐξέτασε καὶ εὔκολα
θὰ ἴδῃς καὶ θὰ πεισθῇς
ἀπὸ τὰ πράγματα ὅτι προφήτης ἀπὸ
τὴν Γαλιλαίαν δὲν ἔχει βγῇ ἕως
τώρα. |
53
Καὶ ἀπῆλθεν ἕκαστος εἰς τὸν
οἶκον αὐτοῦ. |
53
Διέλυσαν τότε τὴν συνεδρίασίν
των μὲ ταραχὴν καὶ ἐπῆγε ὁ
καθένας εἰς τὸ σπίτι του.
|
53
Καὶ ἐπῆγεν ὁ καθένας των εἰς
τὸ σπίτι του, διαλύσαντες ἐν ταραχῇ καὶ
συγχύσει τὴν συνεδρίαν των. |