Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ησοῦς
δὲ ἐπορεύθη εἰς τὸ ὅρος
τῶν ἐλαιῶν·
|
δὲ
Ἰησοῦς ἐπῆγεν εἰς τὸ ὅρος
τῶν ἐλαιῶν. |
Ἰησοῦς
ὅμως ἐπῆγεν εἰς τὸ ὅρος
τῶν ἐλαιῶν, ὅπου ἐσυνήθιζε νὰ
περνᾷ τὴν νύκτα του. |
2
ὄρθρου δὲ πάλιν παρεγένετο εἰς
τὸ ἱερόν, καὶ πᾶς ὁ λαὸς
ἤρχετο πρὸς αὐτόν· καὶ
καθίσας ἐδίδασκεν αὐτούς.
|
2
Ἐνῶ δὲ ἀκόμη ἦτο πρωΐ,
ἦλθεν πάλιν εἰς τὸν ναὸν καὶ
ὅλος ὁ λαὸς ἤρχετο πρὸς αὐτόν.
Καὶ ἀφοῦ ἐκάθισε, τοὺς
ἐδίδασκε. |
2
Πολὺ πρωῒ δὲ ἦλθε πάλιν εἰς
τὸν ἱερὸν περίβολον τοῦ ναοῦ
καὶ ὅλος ὁ λαὸς ἤρχετο πρὸς
αὐτόν. Καὶ ἀφοῦ ἐκάθισε, τοὺς
ἐδίδασκε. |
3
Ἄγουσι δὲ οἱ γραμματεῖς καὶ
οἱ Φαρισαῖοι γυναῖκα ἐπὶ μοιχεία
κατειλημμένην, καὶ στήσαντες αὐτὴν
ἐν μέσῳ |
3
Οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι
φέρουν τότε μίαν γυναῖκα, ἡ
ὁποία εἶχε συλληφθῆ ἐπ' αὐτοφώρῳ
καταπατοῦσα τὴν συζυγικὴν πίστιν.
Καὶ ἀφοῦ τὴν ἔβαλαν ὀρθίαν
εἰς τὸ μέσον τοῦ συγκεντρωμένου
πλήθους, |
3
Ἐν τῷ μεταξὺ δὲ οἱ γραμματεῖς
καὶ οἱ Φαρισαῖοι φέρουν ἐκεῖ
μίαν γυναῖκα ἔγγαμον, ἡ ὁποία εἶχε
συλληφθῇ ἐπάνω εἰς τὴν πρᾶξιν
τῆς μοιχείας, καὶ ἀφοῦ τὴν ἔστησαν
εἰς τὸ μέσον τοῦ συνηγμένου πλήθους,
|
4
λέγουσιν αὐτῷ· διδάσκαλε, αὕτη
ἡ γυνὴ κατείληπται ἐπ' αὐτοφώρῳ
μοιχευομένη·
|
4
τοῦ λέγουν· <Διδάσκαλε, αὐτὴ
ἡ γυναίκα ἔχει συληφθῆ ἐπ' αὐτοφώρῳ
νὰ καταπατῇ τὴν συζυγικὴν πίστιν·
|
4
εἶπαν εἰς αὐτόν· Διδάσκαλε, αὐτὴ
ἡ γυναῖκα ἔχει συλληφθῇ κατ’ αὐτὴν
ἀκριβῶς τὴν ὥραν, ποὺ ἀτιμάζετο.
|
5
καὶ ἐν τῷ νόμῳ ἡμῶν
Μωϋσῆς ἐνετείλατο τὰς τοιαύτας
λιθάζειν. |
5
καὶ εἰς τὸν νόμον μας ὁ Μωϋσῆς
διέταξε νὰ λιθοβολοῦνται αὐταὶ
αἱ γυναῖκες. |
5
Καὶ εἰς τὸν νόμον μας ὁ Μωϋσῆς
μᾶς ἐδίδαξεν αἱ τοιαῦται γυναῖκες
νὰ λιθοβολοῦνται. |
6
Σὺ οὖν τί λέγεις; Τοῦτο δὲ
εἶπον ἐκπειράζοντες αὐτόν, ἵνα
σχῶσι κατηγορίαν κατ' αὐτοῦ. Ὁ
δὲ Ἰησοῦς κάτω κύψας τῷ
δακτύλῳ ἔγραφεν εἰς τὴν γῆν.
|
6
Σύ, λοιπόν, τί λέγεις;> Αὐτὸ
δὲ εἶπαν, διὰ νὰ τὸν θέσουν
εἰς πειρασμὸν καὶ νὰ ἔχουν ἐναντίον
του κατηγορίαν. (Διότι ἐὰν ἠμπόδιζε
τὸν λιθοβολισμόν, θὰ ἐφαίνετο
καταλύων τὸν μωσαϊκὸν νόμον, ἐὰν
τὸν ἐπέτρεπε, θὰ παρέβαινε τὸν
ρωμαϊκὸν νόμον). Ὁ δὲ Ἰησοῦς
ἔσκυψε κάτω καὶ μὲ τὸ δάκτυλόν
του ἔγραφεν εἰς τὸ ἔδαφος.
|
6
Τί λέγεις λοιπὸν σὺ διὰ τὴν περίπτωσιν
αὐτήν; Εἶπον δὲ αὐτὸ μὲ
τὸν σκοπὸν νὰ τὸν παγιδεύσουν καὶ
νὰ τοῦ δημιουργήσουν πειρασμόν, διὰ νὰ
ἔχουν ἐναντίον του κατηγορίαν ἢ ὅτι
εἶναι ἐπιεικὴς ἀντιθέτως πρὸς
τὰς διατάξεις τοῦ νόμου, ἢ ὅτι συνέστησε
τὸν λιθοβολισμὸν καὶ δὲν ἐσεβάσθη
τὴν ρωμαϊκὴν ἐξουσίαν. Ὁ Ἰησοῦς
ὅμως διὰ νὰ τοὺς ἀποφύγῃ,
ἔσκυψε κάτω καὶ ἐπροσποιεῖτο, ὅτι
ἔγραφεν εἰς τὸ χῶμα μὲ τὸν
δάκτυλον, χωρὶς νὰ τοὺς προσέχῃ.
|
7
Ὡς δὲ ἐπέμενον ἐρωτῶντες
αὐτόν, ἀνέκυψε καὶ εἶπεν
αὐτοῖς· ὁ ἀναμάρτητος ὑμῶν
πρῶτος βαλέτω λίθον ἐπ' αὐτήν.
|
7
Ἐπειδὴ δὲ ἐκεῖνοι ἐπέμενον
νὰ τὸν ἐρωτοῦν, ἐσήκωσε
τὴν κεφαλὴν καὶ τοὺς εἶπεν·
<ὁ ἀναμάρτητος ἀπὸ σᾶς
ἂς ρίψῃ πρῶτος λίθον ἐπάνω
της>. |
7
Ἐπειδὴ δὲ ἐπέμεναν νὰ τὸν
ἐρωτοῦν, ἐσήκωσε τὴν κεφαλήν του καὶ
εἶπεν· Ὁ ἀναμάρτητος ἀπὸ
σᾶς ἂς κάμῃ τὴν ἀρχὴν
καὶ ἂς ρίψῃ πρῶτος τὸν λίθον
κατ’ αὐτῆς. |
8
Καὶ πάλιν κάτω κύψας ἔγραφεν
εἰς τὴν γῆν. |
8
Καὶ ἀφοῦ ἔσκυψε πάλιν κάτω,
διὰ νὰ τοὺς δώσῃ καιρὸν
νὰ συναισθανθοῦν τὴν ἰδικήν
των ἁμαρτωλότητα ἔγραφεν εἰς τὴν
γῆν. |
8
Καὶ ἀφοῦ ἔσκυψε πάλιν κάτω, ἔγραφεν
εἰς τὴν γῆν διὰ νὰ τοὺς
δώσῃ καιρὸν νὰ φύγουν.
|
9
Οἱ δὲ ἀκούσαντες ἐξήρχοντο
εἷς καθ' εἷς, ἀρξάμενοι ἀπὸ
τῶν πρεσβυτέρων, καὶ κατελείφθη ὁ
Ἰησοῦς καὶ ἡ γυνὴ ἐν μέσῳ
οὖσα. |
9
Ἐκεῖνοι δέ, ὅταν ἤκουσαν τὸ
λόγια του, ἤρχισαν ὁ ἔνας μετὰ
τὸν ἄλλον νὰ φεύγουν, ἀρχῆς
γενομένης ἀπὸ τοὺς γεροντοτέρους
(διότι ὅλοι ἤρχισαν νὰ δοκιμάζουν
ἐλέγχους τῆς συνειδήσεως διὰ
τὰ ἰδικά των ἁμαρτήματα). Καὶ
ἀπέμεινεν ὁ Ἰησοῦς καὶ
ἡ γυναίκα, ἡ ὁποία ἐστέκετο
ὀρθία εἰς τὸ μέσον τῶν
ἄλλων. |
9
Οἱ γραμματεῖς δὲ καὶ οἱ Φαρισαῖοι,
ὅταν ἤκουσαν τοὺς λόγους αὐτοὺς
καὶ ἐπειδὴ ἠλέγχοντο ἀπὸ
τὴν συνείδησίν τους, διότι δὲν ἦσαν ἀναμάρτητοι,
ἤρχισαν νὰ βγαίνουν ἕνας - ἕνας, ἀρχίσαντες
ἀπὸ τοὺς γεροντοτέρους μέχρι τῶν τελευταίων.
Καὶ ἔτσι ἔμεινε μοναχὸς ὁ Ἰησοῦς
καὶ ἡ γυναῖκα ἔστεκε ἐν μέσῳ
τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, ποὺ ἤκουαν
τὴν διδασκαλίαν του. |
10
Ἀνακύψας δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν
αὐτῇ· γύναι, ποῦ εἶσιν;
Οὐδεὶς σὲ κατέκρινεν;
|
10
Ἐσήκωσε τότε ὁ Ἰησοῦς
τὴν κεφαλὴν καὶ τῆς εἶπε·
<γυναίκα, ποῦ εἶναι αὐτοὶ
ποὺ σὲ κατηγόρησαν; Κανεὶς δὲν
σὲ κατέκρινε ἀξίαν λιθοβολισμοῦ;>
|
10
Ἐσήκωσε δὲ τότε τὴν κεφαλήν του ὁ
Ἰησοῦς καὶ τῆς εἶπε· Γυναῖκα,
ποὺ εἶναι οἱ κατήγοροί σου; Κανεὶς
δὲν σὲ κατέκρινεν ὡς ἀξίαν τιμωρίας;
|
11
Ἡ δὲ εἶπεν· οὐδείς, Κύριε.
Εἶπε δὲ ὁ Ἰησοῦς· οὐδὲ
ἐγὼ σὲ κατακρίνω· πορεύου
καὶ ἀπὸ τοῦ νῦν μηκέτι
ἁμάρτανε. |
11
Ἐκείνη δὲ εἶπε· <κανείς,
Κύριε>. Εἶπε δὲ ὁ Ἰησοῦς·
<οὔτε ἐγώ, ποὺ εἶμαι ἀναμάρτητος,
σὲ κατακρίνω. Πήγαινε καὶ ἀπὸ
τώρα καὶ πέρα μὴ ἁμαρτάνεις
πλέον>. |
11
Αὐτὴ δὲ εἶπε· Κανένας, Κύριε.
Εἶπε δὲ πρὸς αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς·
Οὔτε ἐγώ, ποὺ εἶμαι ἀναμάρτητος
καὶ μπορῶ νὰ ρίψω τὸν πρῶτον
λίθον κατὰ σοῦ, δὲν σὲ καταδικάζω.
Πήγαινε καὶ ἀπὸ τώρα καὶ εἰς
τὸ ἑξῆς μὴ ἁμαρτάνῃς πλέον.
|
12
Πάλιν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς
ἐλάλησε λέγων· ἐγώ εἰμι
τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν
ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ
ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ' ἕξει
τὸ φῶς τῆς ζωῆς. |
12
Πάλιν, λοιπόν, ὡμίλησε πρὸς
αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς λέγων·
<ἐγὼ εἶμαι τὸ φῶς ὅλου
τοῦ κόσμου, ἐκεῖνος ποὺ μὲ
ἀκολουθεῖ πιστὰ δὲν θὰ περιπατήσῃ
εἰς τὸ σκότος μὲ ἄμεσον τὸν
κίνδυνον νὰ κρημνισθῇ εἰς τὰ
βάραθρα, ἀλλὰ θὰ ἔχῃ τὸ
πνευματικὸν φῶς ποὺ ἀκτινοβολεῖται
ἀπὸ τὸν Θεόν, τὴν πηγὴν
τῆς ζωῆς. |
12
Πάλιν λοιπὸν ὡμίλησε πρὸς αὐτοὺς
ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς εἶπεν·
Ἐγὼ εἶμαι τὸ φῶς ὄχι μόνον
τῶν Ἰουδαίων, ἀλλ’ ὁλοκλήρου τοῦ
κόσμου. Ἐκεῖνος ποὺ μὲ ἀκολουθεῖ
μὲ πλήρῃ ἐμπιστοσύνην καὶ ἐλπίδα
καὶ μὲ πρόθυμον ὑπακοὴν εἰς
τοὺς λόγους μου, δὲν θὰ περιπατήσῃ
οὔτε θὰ εὑρεθῇ ποτὲ εἰς
τὸ σκότος τῆς πλάνης καὶ τῆς ἁμαρτίας,
ἀλλὰ θὰ ἔχῃ μέσα του τὸ
ζωηφόρον καὶ πνευματικὸν φῶς, ποὺ
προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀληθινὴν
ζωήν, τὸν Θεόν. |
13
Εἶπον οὖν αὐτῷ οἱ Φαρισαῖοι·
σὺ περὶ σεαυτοῦ μαρτυρεῖς· ἡ
μαρτυρία σου οὐκ ἐστὶν ἀληθής.
|
13
Εἶπαν τότε πρὸς αὐτὸν οἱ
Φαρισαῖοι· <σὺ δίδεις μόνος
σου μαρτυρίαν διὰ τὸν εὐατόν
σου. Ἡ μαρτυρία σου ὅμως αὐτὴ
δὲν εἶναι ἀληθινή, ἐφ' ὅσον
κανεὶς ἄλλος δὲν τὴν ἐπιβεβαιώνει>.
|
13
Κατόπιν λοιπὸν ἀπὸ τὴν τολμηρὰν
αὐτὴν βεβαίωσιν τοῦ Ἰησοῦ περὶ
τοῦ ἑαυτοῦ του, εἶπαν πρὸς αὐτὸν
οἱ Φαρισαῖοι· Σὺ αὐτοσυσταινόμενος
ἐγωϊστικῶς δίδεις μαρτυρίαν διὰ τὸν
ἑαυτόν σου. Διὰ τὴν μαρτυρίαν σου ὅμως
αὐτὴν δὲν ἐγγυᾶται κανείς, ὅτι
εἶναι ἀληθὴς καὶ δὲν προέρχεται
ἐκ φιλαυτίας καὶ αὐτοθαυμασμοῦ.
|
14
Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν
αὐτοῖς· κἂν ἐγὼ μαρτυρῶ
περὶ ἐμαυτοῦ, ἀληθής ἐστιν
ἡ μαρτυρία μου, ὅτι οἶδα πόθεν
ἦλθον καὶ ποῦ ὑπάγω· ὑμεῖς
δὲ οὐκ οἴδατε πόθεν ἔρχομαι
ἢ ποῦ ὑπάγω. |
14
Ἀπήντησεν ὁ Ἰησοῦς καὶ
τοὺς εἶπε· <καὶ ἐὰν
ἀκόμη ἐγὼ μόνος μαρτυρῶ
διὰ τὸν εὐατόν μου, ἡ μαρτυρία
μου εἶναι ἀληθινή, διότι τὴν
ἀλήθειαν πάντοτε λέγω καὶ διότι
ἐγὼ γνωρίζω πολὺ καλά, ἀπό
ποῦ ἦλθα καὶ ποῦ ὑπάγω.
Ἦλθα ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ
ἐπιστρέφω πρὸς τὸν Πατέρα. Σεῖς
ὅμως δὲν γνωρίζετε ἀπὸ ποῦ
ἔρχομαι καὶ ποῦ πηγαίνω.
|
14
Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς
εἶπε· Καὶ ἐὰν ἐγὼ
δίδω μαρτυρίαν διὰ τὸν ἑαυτόν μου, ἡ
μαρτυρία μου εἶναι ἀληθὴς καὶ ἀξιόπιστος,
διότι ἐγὼ γνωρίζω καλῶς ἀπὸ
ποὺ ἦλθον διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεώς
μου καὶ ποὺ θὰ ὑπάγω μετὰ τὴν
ἀνάληψίν μου. Ἦλθον ἀπὸ τὸν
ἐν οὐρανοῖς Πατέρα μου καὶ θὰ
ὑπάγω πάλιν εἰς αὐτόν. Ἡ ἀποστολὴ
δὲ καὶ ἡ ἐπάνοδός μου αὐτὴ
ἐγγυῶνται περὶ τοῦ ὅτι ἡ
μαρτυρία μου εἶναι ἀληθής. Σεῖς ὅμως
δὲν ἐλάβετε ἐνδιαφέρον νὰ μάθετε καὶ
δι’ αὐτὸ δὲν ἠξεύρετε ἀπὸ
ποὺ ἦλθον ἢ ποὺ θὰ ὑπάγω.
|
15
Ὑμεῖς κατὰ τὴν σάρκα κρίνετε·
ἐγὼ οὐ κρίνῳ οὐδένα.
|
15
Σεῖς σχηματίζετε κρίσιν σύμφωνα μὲ
τὰ ἐξωτερικὰ φαινόμενα τῆς ἀνθρωπίνης
μου φύσεως. Ἐγὼ καίτοι ἔχω τὸ
δικαίωμα νὰ κρίνω καὶ νὰ ἐπιβάλω
τιμωρίας, δὲν κρίνω καὶ δὲν
καταδικάζω κανένα μέχρι τῆς δευτέρας
παρουσίας μου. |
15
Σεῖς κρίνετε ἐπιπόλαια, σύμφωνα μὲ τὸ
ἐξωτερικὸν φαινόμενον τῆς ἀνθρωπίνης
μου φύσεως. Ἐγὼ δὲ πρὸς τὸ παρὸν
καὶ πρὸ τῆς δευτέρας μου παρουσίας δὲν
καταδικάζω κανένα, ὥστε νὰ σᾶς τιμωρήσω
διὰ τὴν ἀπιστίαν σας αὐτήν.
|
16
Καὶ ἐὰν κρίνῳ δὲ ἐγώ,
ἡ κρίσις ἡ ἐμὴ ἀληθής
ἐστιν, ὅτι μόνος οὐκ εἰμί,
ἀλλ' ἐγὼ καὶ ὁ πέμψας
με πατήρ. |
16
Καὶ ἐὰν ἀπὸ τώρα θελήσω
ἐγὼ νὰ κρίνω, ἡ κρίσις
μου θὰ εἶναι ἀληθινή, διότι
δὲν εἶμαι ἐγὼ μόνος, ἀλλὰ
εἴμεθα ἐγὼ καὶ ὁ Πατήρ,
ὁ ὁποῖος μὲ ἔστειλε, καὶ
ἡ κρίσις μας εἶναι ἀπολύτως
ὀρθὴ καὶ δικαία.
|
16
Καὶ ἐὰν δὲ ἀναλάβω ἀπὸ
τώρα τὸ ἔργον τοῦ Κριτοῦ, ἡ
ἀπόφασίς μου καὶ ἡ κρίσις μου θὰ εἶναι
ἀληθὴς καὶ δικαία, διότι δὲν εἶμαι
μόνος, ἀλλ’ εἴμεθα ἐγὼ καὶ ὁ
Πατήρ, ὁ ὁποῖος μὲ ἀπέστειλε,
καὶ κρίνομεν καὶ οἱ δύο μαζί.
|
17
Καὶ ἐν τῷ νόμῳ δὲ τῷ
ὑμετέρῳ γέγραπται ὅτι δύο
ἀνθρώπων ἡ μαρτυρία ἀληθής
ἐστιν. |
17
Ἄλλωστε καὶ εἰς τὸν νόμον σας
ἔχει γραφῆ, ὅτι ἡ μαρτυρία δύο
ἀνθρώπων εἶναι ἀληθινὴ καὶ
βάσει αὐτῆς δύναται ὁ δικαστὴς
νὰ ἀποφασίσῃ. |
17
Καὶ εἰς τὸν νόμον δέ, διὰ τὸν
ὁποῖον καυχᾶσθε, ὅτι εἶναι ἰδικός
σας, εἶναι γραμμένον ὅτι δύο ἀνθρώπων ἡ
μαρτυρία εἶναι ἔγκυρος καὶ δύναται εἰς
αὐτὴν νὰ στηριχθῇ ἀπόφασις νόμιμος
καὶ ἰσχυρά. |
18
Ἐγώ εἰμι ὁ μαρτυρῶν περὶ
ἐμαυτοῦ, καὶ μαρτυρεῖ περὶ ἐμοῦ
ὁ πέμψας με πατήρ. |
18
Καὶ ἐπὶ τοῦ προκειμένου ἐγὼ
εἶμαι ὁ ἔνας ποὺ μαρτυρῶ διὰ
τὸν ἑαυτόν μου, ἀλλὰ δι' ἐμὲ
μαρτυρεῖ καὶ ὁ Πατήρ, ὁ ὁποῖος
μὲ ἔστειλε>. |
18
Καὶ εἰς τὴν προκειμένην περίστασιν, ἐγὼ
εἶμαι ὁ ἕνας μάρτυς, ποὺ μαρτυρῷ
διὰ τὸν ἑαυτόν μου, καὶ δεύτερος μάρτυς
μαρτυρεῖ δι’ ἐμὲ ὁ Πατήρ, ποὺ
μὲ ἔστειλεν εἰς τὸν κόσμον. Δὲν
εἶναι λοιπὸν μεμονωμένη ἡ μαρτυρία μου,
ἀλλὰ βασίζεται καὶ ἐπὶ τῆς
μαρτυρίας τοῦ Πατρός μου. |
19
Ἔλεγον οὖν αὐτῷ· ποῦ ἐστιν
ὁ πατήρ σου; Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς·
οὔτε ἐμὲ οἴδατε οὔτε τὸν
πατέρα μου· εἰ ἐμὲ ᾔδειτε,
καὶ τὸν πατέρα μου ᾔδειτε ἄν.
|
19
Ἔλεγαν τότε πρὸς αὐτόν·
<ποῦ εἶναι ὁ Πατήρ σου, διὰ
τὸν ὁποῖον λέγεις ὅτι μαρτυρεῖ;>
Ἀπήντησεν ὁ Ἰησοῦς· <οὔτε
ἐμὲ ὡς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ
καὶ Θεὸν γνωρίζετε οὔτε τὸν
Πατέρα μου. Ἐὰν εἴχατε γνωρίσει
ἐμέ, θὰ ἐγνωρίζατε καὶ
τὸν Πατέρα μου, διότι ἐγὼ περὶ
αὐτοῦ πολλὲς φορὲς ὡμίλησα
καὶ αὐτὸν εἰς τοὺς πιστοὺς
ἀκροατάς μου ἐφανέρωσα>.
|
19
Ἔλεγον λοιπὸν πρὸς αὐτόν· Ποὺ
εἶναι ὁ πατήρ σου διὰ νὰ ἀκούσωμεν
τὴν μαρτυρίαν του; Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς·
Οὔτε ἐμὲ γνωρίζετε, ὅτι εἶμαι
φύσει Υἱός τοῦ Θεοῦ, οὔτε τὸν
Πατέρα μου. Ἐὰν ἐξ ἀρχῆς ἐδίδετε
ἐμπιστοσύνην εἰς ἐμὲ καὶ διὰ
τῆς συμμορφώσεώς σας πρὸς τὴν διδασκαλίαν
μου εἶχατε ἐκ πείρας γνωρίσει ποῖος εἶμαι,
θὰ ἐγνωρίζατε καὶ τὸν Πατέρα μου.
τὸν ὁποῖον φανερώνω εἰς τοὺς
πιστοὺς ἀκολούθους μου μὲ τὸ φῶς
τῆς διδασκαλίας μου καὶ τὴν θείαν ζωήν μου.
|
20
Ταῦτα τὰ ρήματα ἐλάλησεν ὁ
Ἰησοῦς ἐν τῷ γαζοφυλακίῳ,
διδάσκων ἐν τῷ ἱερῷ, καὶ
οὐδεὶς ἐπίασεν αὐτόν,
ὅτι οὔπω ἐληλύθει ἡ ὥρα
αὐτοῦ. |
20
Αὐτὰ τὰ λόγια εἶπεν ὁ
Ἰησοῦς κοντὰ εἰς τὸ θησαυροφυλάκιον
τῶν προσφορῶν καὶ βοηθημάτων, διδάσκων
εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ ναοῦ
καὶ κανεὶς δὲν συνέλαβεν αὐτόν,
διότι δὲν εἶχε ἔλθει ἀκόμη
ἡ προσδιωρισμένη ἀπὸ τὸν Θεὸν
ὥρα του. |
20
Αὐτούς, τοὺς τόσον σοβαροὺς καὶ τολμηροὺς
λόγους, τοὺς εἶπεν ὁ Ἰησοῦς
πλησίον τοῦ θησαυροφυλακίου τοῦ ναοῦ, διδάσκων
εἰς αὐτὸν τὸν ἱερὸν περίβολον
τοῦ ναοῦ. Καὶ ὅμως, μολονότι τὸ
θησαυροφυλάκιον ἦτο πολὺ πλησίον τῆς αἰθούσης,
ὅπου ἐδίκαζε τὸ συνέδριον, κανεὶς
δὲν τὸν συνέλαβε, διότι δὲν εἶχεν
ἔλθει ἀκόμη ἡ ὡρισμένη ἀπὸ
τὸν Θεὸν ὥρα τῆς συλλήψεως καὶ
τοῦ θανάτου του. |
21
Εἶπεν οὖν πάλιν αὐτοῖς ὁ
Ἰησοῦς· ἐγὼ ὑπάγω
καὶ ζητήσετέ με, καὶ ἐν τῇ
ἁμαρτίᾳ ὑμῶν ἀποθανεῖσθε·
ὅπου ἐγὼ ὑπάγω, ὑμεῖς
οὐ δύνασθε ἐλθεῖν.
|
21
Εἶπε, λοιπόν, πάλιν εἰς αὐτοὺς
ὁ Ἰησοῦς· <ἐγὼ πηγαίνω
πρὸς τὸν Πατέρα μου, ἀφοῦ τελειώσω
τὸ ἔργον μου, καὶ θὰ μὲ ἀναζητήσετε
ὡς Σωτῆρα σας, ὅταν αἱ συμφοραὶ
ἐπιπέσουν ἐναντίον σας, ἀλλὰ
διὰ τὴν ἀπιστίαν σας θὰ ἀποθάνετε
ζυμωμένοι μὲ τὴν ἁμαρτίαν σας.
Δι' αὐτὸ καὶ ὅπου ἐγὼ
πηγαίνω, δὲν ἠμπορεῖτε σεῖς
νὰ ἔλθετε>. |
21
Ἐφ’ ὅσον λοιπὸν κανεὶς δὲν ἐτόλμα
νὰ τὸν ἐμποδίσῃ ἀπὸ τοῦ
νὰ διδάσκῃ, εἶπε πάλιν εἰς αὐτοὺς
ὁ Ἰησοῦς· Ἐγὼ φεύγω ἀπὸ
τὴν παροῦσαν ζωὴν καὶ πηγαίνω πρὸς
τὸν ἐν οὐρανοῖς Πατέρα μου. Εἰς
στιγμὰς δὲ ἀπελπισίας θὰ μὲ
ζητήσετε ὡς Μεσσίαν καὶ λυτρωτήν σας. Λόγῳ
τῆς ἀπιστίας σας ὅμως θὰ ἀποθάνετε
μέσα εἰς τὴν ἁμαρτίαν σας, χωρισμένοι ἐντελῶς
ἀπὸ τὸν Θεόν. Ἐκεῖ ποὺ
πηγαίνω ἐγώ, σεῖς δὲν ἠμπορεῖτε
νὰ ἔλθετε, διὰ νὰ εὔρετε πλησίον
μου τὴν σωτηρίαν σας. |
22
Ἔλεγον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι·
μήτι ἀποκτενεῖ ἑαυτόν, ὅτι
λέγει, ὅπου ἐγὼ ὑπάγω,
ὑμεῖς οὐ δύνασθε ἐλθεῖν;
|
22
Ἔλεγαν τότε οἱ Ἰουδαῖοι·
<μήπως θανατώσῃ μόνος του τὸν
εὐατόν του; Διότι λέγει, ὅτι
ὅπου ἐγὼ πηγαίνω, σεῖς δὲν
ἠμπορεῖτε νὰ ἔλθετε>.
|
22
Ἔλεγον λοιπὸν οἱ Ἰουδαῖοι·
Μήπως αὐτοκτονήσῃ καὶ θανατώσῃ μόνος
του τὸν ἑαυτόν του; Διότι λέγει, ὅπου ἐγὼ
πηγαίνω, σεῖς δὲν ἠμπορεῖτε νὰ
ἔλθετε. Ὡρισμένως δέ, ἐὰν σκέπτεται
νὰ αὐτοκτονήση, ἡμεῖς δὲν θὰ
τὸν ἀκολουθήσωμεν ποτὲ εἰς τὸν
Ἅδην. |
23
Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ὑμεῖς
ἐκ τῶν κάτω ἐστέ, ἐγὼ
ἐκ τῶν ἄνω εἰμί· ὑμεῖς
ἐκ τοῦ κόσμου τούτου ἐστέ,
ἐγὼ οὐκ εἰμὶ ἐκ τοῦ
κόσμου τούτου. |
23
Καὶ εἶπεν πρὸς αὐτούς·
<σεῖς εἶσθε ἀπὸ τὰ κάτω,
ἀπὸ τὴν γῆν καὶ ἔχετε
γήϊνα καὶ ὑλικὰ φρονήματα καὶ
ἐλατήρια. Ἐγὼ ὅμως εἶμαι
ἐκ τῶν ἄνω, ἀπὸ τὸν οὐρανὸν
μὲ οὐράνιον πνευματικὸν πλοῦτον.
Σεῖς εἶσθε ἀπὸ τὸν ἁμαρτωλὸν
τοῦτον κόσμον, ποὺ ζῇ μακρὰν
ἀπὸ τὸν Θεόν. Ἐνῶ ἐγώ,
καίτοι ζῶ τώρα εἰς τὸν κόσμον,
δὲν προέρχομαι ἀπὸ τὸν κόσμον
τοῦτον. |
23
Καὶ εἶπεν εἰς αὐτούς· Σεῖς
εἶσθε ἀπὸ τὰ κάτω, ἀπὸ
τὴν γῆν, καὶ εἶσθε κυριευμένοι ἀπὸ
γηΐνας σκέψεις καὶ ἐλατήρια. Ἐγὼ εἶμαι
ἀπὸ τὰ ἐπάνω, ἀπὸ τὸν
οὐρανόν, μὲ φρονήματα καὶ σκέψεις ἐντελῶς
ἀντίθετα ἀπὸ τὰ ἰδικά σας. Σεῖς
εἶσθε ἀπὸ τὸν μάταιον καὶ ἁμαρτωλὸν
αὐτὸν κόσμον, διότι κατέχεσθε ἀπὸ
τὰ σαρκικὰ φρονήματα τῶν μακρὰν τοῦ
Θεοῦ ἀνθρώπων. Ἐγὼ δὲν εἶμαι
ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτόν. Πῶς λοιπὸν
εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ χωρισθῶμεν
διὰ παντός; |
24
Εἶπον οὖν ὑμῖν ὅτι ἀποθανεῖσθε
ἐν ταῖς ἁμαρτίαις ὑμῶν·
ἐὰν γὰρ μὴ πιστεύσητε ὅτι
ἐγώ εἰμι, ἀποθανεῖσθε
ἐν ταῖς ἁμαρτίαις ὑμῶν.
|
24
Δι' αὐτὸ καὶ σᾶς εἶπα ὅτι
θὰ ἀποθάνετε ζυμωμένοι μὲ τὰς
ἁμαρτίας σας, διότι εἶσθε, καὶ
ἐπιμένετε νὰ εἶσθε, ἄνθρωποι
τοῦ ἁμαρτωλοῦ τούτου κόσμου.
Ἐὰν δὲ δὲν πιστεύσετε ὅτι
ἐγὼ εἶμαι ὁ Μεσσίας, ὁ
ἀληθινὸς καὶ μοναδικὸς Σωτήρ,
θὰ ἀποθάνετε βυθισμένοι εἰς
τὰς ἁμαρτίας σας>.
|
24
Ἀφοῦ λοιπὸν εἶσθε ἀπὸ
τὸν κόσμον αὐτόν, σᾶς εἶπα, ὅτι
θὰ ἀποθάνετε βυθισμένοι εἰς τὰς ἁμαρτίας
σας. Διότι, ἐὰν δὲν πιστεύσετε, ὅτι
ἐγὼ εἶμαι ὁ μόνος καὶ πραγματικὸς
Σωτήρ, θὰ ἀποθάνετε θαμμένοι εἰς τὰς
ἁμαρτίας σας. |
25
Ἔλεγον οὖν αὐτῷ· σὺ τίς
εἶ; Καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ
Ἰησοῦς· τὴν ἀρχὴν ὅ,τι
καὶ λαλῶ ὑμῖν. |
25
Εἶπαν τότε πρὸς αὐτόν·
<ποῖος εἶσαι σύ, ποὺ ἰσχυρίζεσαι
ὅτι χωρὶς σὲ δὲν ἠμποροῦμεν
νὰ σωθῶμεν;> Καὶ ἀπήντησεν
εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς·
<εἶμαι ὅ,τι εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς
καὶ συνεχῶς λέγω πρὸς σᾶς.
|
25
Κατόπιν λοιπὸν τῆς βεβαιώσεως αὐτῆς
τοῦ Ἰησοῦ, τοῦ ἔλεγαν ἐκεῖνοι:
Καὶ ποῖος εἶσαι σύ, ὥστε χωρὶς
σὲ νὰ εἶναι ἀδύνατον νὰ σωθῶμεν;
Καὶ εἰς ἀπάντησιν ὁ Ἰησοῦς
εἶπεν εἰς αὐτούς· Ἀκριβῶς
καὶ ἐξ ὁλοκλήρου εἶμαι ἐκεῖνο,
ποὺ σᾶς λέγω τώρα. |
26
Πολλὰ ἔχω περὶ ὑμῶν λαλεῖν
καὶ κρίνειν· ἀλλ' ὁ πέμψας
με ἀληθής ἐστι, κἀγὼ ἃ
ἤκουσα παρ' αὐτοῦ, ταῦτα λέγω
εἰς τὸν κόσμον. |
26
Πολλὰ ἀκόμη ἔχω νὰ πῶ
διὰ σᾶς καὶ νὰ σᾶς κρίνῳ,
δὲν θὰ τὰ δεχθῆτε ὅμως. Ἀλλὰ
ἐκεῖνος ποὺ μὲ ἔστειλε, εἶναι
ἀπολύτως ἀληθινός, καὶ ἐγὼ
ὅσα ἤκουσα ἀπὸ αὐτόν,
αὐτὰ ἀκριβῶς λέγω εἰς
τὸν κόσμον, πάντοτε δηλαδὴ ἀληθινὰ
καὶ δίκαια>. |
26
Καὶ διὰ νὰ ἐπανέλθω εἰς τὴν
σειρὰν τῶν λόγων μου, σᾶς προσθέτω, ὅτι
ἔχω ἀκόμη πολλὰ νὰ εἰπῶ
διὰ σᾶς καὶ νὰ σᾶς κατακρίνω
δι’ αὐτά. Καὶ δὲν θὰ δεχθῆτε
μὲν σεῖς ὡς ἀληθῆ καὶ
δικαίαν τὴν κρίσιν μου. Ἀλλ’ ἐκεῖνος
ποὺ μὲ ἔστειλεν, εἶναι ἀληθής,
καὶ δὲν πλανᾶται, οὔτε ψεύδεται ποτέ.
Καὶ ἐγὼ ἐκεῖνα, ποὺ ἤκουσα
ἀπὸ αὐτόν, αὐτὰ λέγω εἰς
τὸν κόσμον, καὶ συνεπῶς ὅσα λέγω,
εἶναι δίκαια καὶ ἀληθῆ.
|
27
Οὐκ ἔγνωσαν ὅτι τὸν πατέρα αὐτοῖς
ἔλεγεν. |
27
Οἱ Ἰουδαῖοι ὅμως δὲν ἀντελήφθησαν
ὅτι τοὺς ἔκανε λόγον διὰ τὸν
οὐράνιον Πατέρα του.
|
27
Οἱ Ἰουδαῖοι ὅμως δὲν ἐκατάλαβαν,
ὅτι τοὺς ἔλεγε διὰ τὸν Πατέρα
του καὶ διὰ τὴν ἰδιαιτέραν σχέσιν
καὶ κοινωνίαν, εἰς τὴν ὁποίαν καὶ
ὡς ἄνθρωπος διετέλει πρὸς αὐτόν.
|
28
Εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς·
ὅταν ὑψώσητε τὸν υἱὸν
τοῦ ἀνθρώπου, τότε γνώσεσθε
ὅτι ἐγώ εἰμι, καὶ ἀπ'
ἐμαυτοῦ ποιῶ οὐδέν, ἀλλὰ
καθὼς ἐδίδαξέ με ὁ πατήρ
μου, ταῦτα λαλῶ. |
28
Εἶπε τότε πρὸς αὐτοὺς ὁ
Ἰησοῦς· <ὅταν ὑψώσετε
ἐπάνω εἰς τὸν σταυρὸν τὸν
υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου, τότε
θὰ μάθετε ὅτι εἶμαι ὁ Υἱὸς
τοῦ Θεοῦ, ὁ Σωτὴρ τοῦ κόσμου
καὶ ὅτι ἀπὸ τὸν εὐατόν
μου ἐγὼ δὲν κάνω τίποτε ἀπολύτως,
ἀλλὰ ὅπως μὲ ἐδίδαξε ὁ
Πατήρ μου, αὐτὰ ἀκριβῶς λέγω.
|
28
Εἶπε λοιπὸν εἰς αὐτοὺς ὁ
Ἰησοῦς· Ὅταν ὑψώσετε ἐπὶ
τοῦ σταυροῦ τὸν υἱὸν τοῦ
ἀνθρώπου, τότε θὰ μάθετε ὅτι ἐγὼ
εἶμαι ὁ μόνος Σωτήρ, καὶ ὅτι τίποτε
ἀπολύτως δὲν κάμνω ἀπὸ τὸν ἑαυτόν
μου, ἀλλὰ συμφωνῶ ἀπολύτως πρὸς
τὸν Πατέρα μου. Καὶ διὰ νὰ σᾶς
ὁμιλήσω σύμφωνα μὲ ἐκεῖνα, ποὺ
συμβαίνουν μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, ὥστε
νὰ μὲ καταλάβετε καλύτερα, σᾶς προσθέτω:
Καθὼς μὲ ἐδίδαξεν ὁ Πατήρ μου, ἔτσι
ὁμιλῶ καὶ αὐτὰ ἀκριβῶς
λέγω. |
29
Καὶ ὁ πέμψας με μετ' ἐμοῦ ἐστιν·
οὐκ ἀφῆκέ με μόνον ὁ πατήρ,
ὅτι ἐγὼ τὰ ἀρεστὰ αὐτῷ
ποιῶ πάντοτε. |
29
Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ μὲ ἔστειλε,
εἶναι μαζῆ μου. Δὲν μὲ ἀφῆκε
ποτὲ μόνον ὁ Πατήρ, ἀλλὰ
ἔχει συνεχῆ καὶ ἀδιατάρακτον
ἐπικοινωνίαν μὲ ἐμέ, διότι
ἐγὼ πράττω πάντοτε αὐτά
ποὺ τοῦ εἶναι εὐάρεστα>.
|
29
Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ μὲ ἔστειλεν,
εἶναι μαζί μου. Δὲν μὲ ἀφῆκε
ποτὲ μοναχὸν ὁ Πατήρ, διότι ἐγὼ
πράττω πάντοτε ἐκεῖνα, ποὺ τοῦ ἀρέσουν,
καὶ δι’ αὐτὸ διατηρῶ ἀδιάσπαστον
πάντοτε καὶ πολὺ στενὴν τὴν ἐπικοινωνίαν
καὶ σχέσιν πρὸς τὸν Πατέρα μου.
|
30
Ταῦτα αὐτοῦ λαλοῦντος πολλοὶ
ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν.
|
30
Ἐνῶ δὲ ἐδίδασκεν αὐτὰ
ὁ Ἰησοῦς, πολλοὶ ἐπίστευσαν
εἰς αὐτόν. |
30
Ὅταν δὲ ἔλεγε αὐτὰ ὁ Ἰησοῦς,
πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν, ὅτι
εἶναι ὁ Μεσσίας. |
31
Ἔλεγεν οὖν ὁ Ἰησοῦς πρὸς
τοὺς πεπιστευκότας αὐτῷ Ἰουδαίους·
ἐὰν ὑμεῖς μείνητε ἐν τῷ
λόγῳ τῷ ἐμῷ,ἀληθῶς
μαθηταί μού ἐστε,
|
31
Πρὸς αὐτούς, λοιπόν, τοὺς Ἰουδαίους
ποὺ εἶχαν πιστεύσει, εἶπεν ὁ
Ἰησοῦς καὶ τὰ ἐξῆς·
<ἐὰν σεῖς μείνετε ἀκλόνητοι
εἰς τὴν διδασκαλίαν μου καὶ τὴν
ἐφαρμόζετε εἰς τὴν ζωήν σας,
τότε θὰ εἶσθε ἀληθινοὶ μαθηταί
μου |
31
Διὰ νὰ καταστήσῃ λοιπὸν βαθυτέραν
καὶ στερεωτέραν τὴν πίστιν των ὁ Ἰησοῦς,
ἔλεγε πρὸς τοὺς Ἰουδαίους αὐτούς,
οἱ ὁποῖοι εἶχον πιστεύσει εἰς
αὐτόν· Ἐὰν σεῖς μείνετε στερεοὶ
εἰς τὴν διδασκαλίαν μου καὶ συμμορφώσετε
τὴν συμπεριφορὰν καὶ τὴν ζωήν σας
πρὸς αὐτήν, εἶσθε πράγματι καὶ ἀληθινοὶ
μαθηταί μου. |
32
καὶ γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν καὶ
ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς.
|
32
καὶ θὰ γνωρίσετε, ὄχι μόνον
ἀπὸ τὴν διδασκαλίαν μου, ἀλλὰ
καὶ ἀπὸ τὴν προσωπικήν σας πεῖραν,
τὴν ἀλήθειαν καὶ ἡ ἀλήθεια
θὰ σᾶς ἐλευθερώσῃ ἀπὸ
τὴν τυραννίαν καὶ τὸν θάνατον,
ποὺ φέρνει ἡ ἁμαρτία>.
|
32
Καὶ καθ’ ὅσον θὰ ζῆτε αὐτά,
ποὺ σᾶς διδάσκω, θὰ μάθετε πειραματικῶς
τὴν ἀλήθειαν καὶ ἡ ἀλήθεια θὰ
σᾶς ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τὴν
δουλείαν τῆς ἁμαρτίας. |
33
Ἀπεκρίθησαν αὐτῷ· σπέρμα
Ἀβραάμ ἐσμεν καὶ οὐδενὶ
δεδουλεύκαμεν πώπωτε· πῶς σὺ
λέγεις ὅτι ἐλεύθεροι γενήσεσθε;
|
33
Ἐκεῖνοι δὲν ἐνόησαν τὰ
λόγια του, ἐνόμισαν ὅτι τοὺς
ἀποκαλεῖ δούλους ξένων κατακτητῶν,
καὶ μὲ ἔξαψιν εἶπον· <ἡμεῖς
εἴμεθα ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραὰμ
προωρισμένοι νὰ κατακτήσωμεν τὸν κόσμον
καί ποτὲ ἕως τώρα δὲν ἐγίναμεν
δοῦλοι εἰς κανένα. Πῶς, λοιπόν,
σὺ λέγεις ὅτι θὰ γίνετε ἐλεύθεροι;>
(Καὶ ἔλεγον αὐτὰ λησμονοῦντες
ὅτι τὸ ἔθνος των εἰς πολλοὺς
κατακτητὰς εἶχεν ὑποδουλωθῆ, ὅπως
καὶ τώρα εἰς τοὺς Ρωμαίους).
|
33
Ἀπεκρίθησαν εἰς αὐτὸν οἰ Ἰουδαῖοι,
οἰ ὁποῖοι ὑπὸ τὸ κράτος
τῆς παραφορᾶς των ἐλησμόνησαν τὴν
δουλείαν τῆς Αἰγύπτου καὶ τῆς Βαβυλῶνος,
καθὼς καὶ τὸν ρωμαϊκὸν ζυγόν·
Εἴμεθα ἀπόγονοι καὶ κληρονόμοι τοῦ
Ἀβραάμ, προωρισμένοι νὰ κατακτήσωμεν ὁλόκληρον
τὸν κόσμον καὶ δὲν ἐγίναμεν ποτὲ
ἕως τώρα δοῦλοι εἰς κανένα, ἀλλὰ
μόνον κυβερνήτην καὶ Κύριόν μας ἔχομεν τὸν
Θεόν. Πῶς σὺ λέγεις, ὅτι θὰ γίνετε
ἐλεύθεροι; |
34
Ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς·
ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν
ὅτι πᾶς ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν
δοῦλός ἐστι τῆς ἁμαρτίας.
|
34
Τοὺς ἀπήντησεν ὁ Ἰησοῦς·
<σᾶς διαβεβαιώνω ὅτι καθένας, ποὺ
πράττει τὴν ἁμαρτίαν καὶ μένει
ἀμετανόητος εἰς τὴν ἁμαρτίαν,
εἶναι δοῦλος τῆς ἁμαρτίας.
|
34
Ἀπεκρίθη εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς·
Σᾶς διαβεβαιῶ κατηγορηματικῶς, ὅτι
καθένας, ποὺ συστηματικῶς ἐπιμένει νὰ
κάνῃ τὴν ἁμαρτίαν καὶ δὲν μετανοεῖ
διὰ νὰ ἐγκολπωθῇ τὴν ἀλήθειαν,
εἶναι δοῦλος καὶ αἰχμάλωτος τῆς
ἁμαρτίας. |
35
Ὁ δὲ δοῦλος οὐ μένει ἐν
τῇ οἰκίᾳ εἰς τὸν αἰῶνα·
ὁ υἱὸς μένει εἰς τὸν αἰῶνα.
|
35
Ὁ δὲ δοῦλος δὲν μένει εἰς
τὴν οἰκίαν τοῦ κυρίου του, κληρονόμος
καὶ ἰδιοκτήτης. Ὁ Υἱὸς
ὅμως μένει πάντοτε εἰς τὴν οἰκίαν,
διότι ἔχει κληρονομικῶς ἀπὸ
τὸν πατέρα του αὐτὰ τὰ δικαιώματα.
|
35
Ὁ δοῦλος δὲ δὲν παραμένει ὡς
κληρονόμος καὶ παντοτεινὸς κάτοχος εἰς τὴν
οἰκίαν τοῦ κυρίου, διότι δὲν ἔχει
δικαιώματα εἰς αὐτήν, καὶ ἐκδιώκεται
ἐκ ταύτης, ὅταν καταστῇ ἀνεπιθύμητος.
Τουναντίον ὁ υἱός, ἐπειδὴ κληρονομεῖ
ὅλα τὰ δικαιώματα τοῦ πατρός του, μένει
παντοτεινὰ εἰς τὴν οἰκίαν.
|
36
Ἐὰν οὖν ὁ υἱὸς ὑμᾶς
ἐλευθερώσῃ ὄντως ἐλεύθεροι
ἔσεσθε. |
36
Ἐὰν λοιπὸν ὁ σαρκωθεὶς Υἱὸς
τοῦ Θεοῦ σᾶς ἐλευθερώσῃ
ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, τότε
πράγματι θὰ εἶσθε ἐλεύθεροι.
|
36
Ἐὰν λοιπὸν ὁ μονογενὴς Υἱὸς
τοῦ Θεοῦ σᾶς δώσῃ τὴν ἐλευθερίαν,
τότε θὰ εἶσθε πράγματι ἐλεύθεροι καὶ
θὰ ἀποκτήσετε τὴν ἀληθινὴν ἐλευθερίαν
τῆς ψυχῆς. |
37
Οἶδα ὅτι σπέρμα Ἀβραὰμ ἔστε·
ἀλλὰ ζητεῖτέ με ἀποκτεῖναι,
ὅτι ὁ λόγος ὁ ἐμὸς οὐ
χωρεῖ ἐν ὑμῖν. |
37
Γνωρίζω ὅτι εἶσθε ἀπόγονοι τοῦ
Ἀβραάμ. Ἀλλὰ δὲν τοῦ ὁμοιάζετε
καὶ ζητεῖτε νὰ μὲ φονεύσετε,
διότι ἡ διδασκαλία μου δὲν εἰσχωρεῖ
εἰς τὴν ψυχήν σας, ποὺ εἶναι
δούλη τῆς ἁμαρτίας.
|
37
Γνωρίζω, ὅτι κατὰ τὴν σαρκικὴν καταγωγὴν
εἶσθε ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραάμ. Παρὰ
ταῦτα ὅμως, ἐπειδὴ δὲν ὁμοιάζετε
κατὰ τὴν ἀρετὴν πρὸς τὸν
Ἀβραάμ, δὲν εἶσθε ἐλεύθερα τέκνα του,
ἀλλ’ εἶσθε δοῦλοι τῆς ἁμαρτίας.
Καὶ ἀπόδειξις τούτου εἶναι, ὅτι ζητεῖτε
νὰ μὲ φονεύσετε, μόνον καὶ μόνον διότι ὁ
λόγος μου καὶ ἡ διδασκαλία μου δὲν εἰσχωρεῖ
καὶ δὲν ἔχει τόπον μέσα σας.
|
38
Ἐγὼ ὃ ἑώρακα παρὰ τῷ
πατρί μου λαλῶ· καὶ ὑμεῖς
οὖν ὃ ἑωράκατε παρὰ τῷ
πατρὶ ὑμῶν ποιεῖτε.
|
38
Ἐγὼ ἐκεῖνο ποὺ ἔχω ἰδεῖ
πλησίον τοῦ οὐρανίου Πατρός
μου αὐτὸ καὶ διδάσκω. Καὶ σεῖς
αὐτὸ ποὺ εἴδατε καὶ ἐμάθατε
πλησίον τοῦ πατρός σας, τὸν ὁποῖον
δὲν θέλω νὰ ὀνομάσω, αὐτὸ
κάνετε>. |
38
Ἐγὼ ἐκεῖνο, ποὺ ἔχω ἴδει
καὶ ἔμαθα μὲ πλήρη βεβαιότητα πλησίον τοῦ
ἐν οὐρανοῖς Πατρός μου, αὐτὸ
καὶ μόνον λέγω. Καὶ σεῖς πάλιν ἐκεῖνο,
ποὺ ἐμάθατε ἀπὸ τὸν πατέρα σας
διάβολον, αὐτὸ πράττετε. Πῶς εἶναι
λοιπὸν δυνατὸν ὁ λόγος τοῦ Πατρός
μου νὰ εἰσχωρήσῃ καὶ νὰ εὕρῃ
θέσιν μέσα σας; |
39
Ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ·
ὁ πατὴρ ἡμῶν Ἀβραάμ ἐστι.
Λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς·
εἰ τέκνα τοῦ Ἀβραὰμ ἦτε,
τὰ ἔργα τοῦ Ἀβραὰμ ἐποιεῖτε.
|
39
Ἀπεκρίθησαν καὶ τοῦ εἶπαν·
<ὁ πατὴρ μας εἶναι ὁ Ἀβραὰμ
καὶ ὄχι ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον
ὑπονοεῖς σύ>. Εἶπαν εἰς αὐτούς·
<ἐὰν πράγματι ἤσασθε τέκνα
τοῦ Ἀβραάμ, θὰ ἐκάνατε
τὰ ἔργα τοῦ Ἀβραάμ. |
39
Ἀπεκρίθησαν καὶ τοῦ εἶπαν· Ὁ
πατήρ μας εἶναι ὁ Ἀβραάμ, καὶ κανένας
ἄλλος. Λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς·
Ἐὰν ἤσασθε τέκνα τοῦ Ἀβραάμ,
θὰ τοῦ ὠμοιάζατε καὶ εἰς τὴν
ἀρετὴν καὶ θὰ ἐκάνατε τὰ
ἔργα τοῦ Ἀβραάμ. |
40
Νῦν δὲ ζητεῖτέ με ἀποκτεῖναι,
ἄνθρωπον ὃς τὴν ἀλήθειαν ὑμῖν
λελάληκα, ἣν ἤκουσα παρὰ τοῦ
Θεοῦ· τοῦτο Ἀβραὰμ οὐκ
ἐποίησεν. |
40
Τώρα δὲ ζητεῖτε νὰ μὲ φονεύσετε,
ἄνθρωπον ὁ ὁποῖος σᾶς εἶπα
τὴν ἀλήθειαν, ποὺ ἔχω ἀκούσει
ἀπὸ τὸν Θεόν. Αὐτὸ τὸ
ἐγκληματικὸν ἔργον ὁ Ἀβραὰμ
δὲν τὸ ἔκανε. |
40
Τώρα ὅμως σεῖς θέλετε νὰ μὲ θανατώσετε,
ἄνθρωπον ὁ ὁποῖος εἶπα εἰς
σᾶς τὴν ἀλήθειαν. Ποίαν δὲ ἀλήθειαν;
Αὐτὴν τὴν ὁποίαν ἤκουσα ἀπὸ
τὸν Θεόν. Τὸ ἔγκλημα αὐτὸ δὲν
τὸ ἔκαμεν ὁ Ἀβραάμ. |
41
Ὑμεῖς ποιεῖτε τὰ ἔργα τοῦ
πατρὸς ὑμῶν. Εἶπον οὖν αὐτῷ·
ἡμεῖς ἐκ πορνείας οὐ γεγεννήμεθα·
ἕνα πατέρα ἔχομεν, τὸν Θεόν.
|
41
Σεῖς πράττετε τὰ ἔργα τοῦ πατρός
σας, δηλαδὴ τοῦ διαβόλου>. Εἶπαν
τότε εἰς αὐτόν· <ἡμεῖς
δὲν ἔχομεν γεννηθῇ ἀπὸ παράνομον
ἐπιμιξίαν μὲ τοὺς εἰδωλολάτρας.
Δὲν ἔχομεν πατέρα τὸν διάβολον.
Ἕνα πατέρα ἔχομεν, τὸν Θεόν>.
|
41
Σεῖς πράττετε τὰ ἔργα τοῦ πατρός σας,
τὸν ὁποῖον ἀποφεύγω νὰ κατονομάσω.
Κατόπιν λοιπὸν τῆς κατηγορίας ταύτης τοῦ
Κυρίου, εἶπαν πρὸς αὐτὸν οἱ
Ἰουδαῖοι· Ἡμεῖς δὲν ἔχομεν
γεννηθῆ ἀπὸ ἀθέμιτον καὶ πορνικὴν
ἐπιμιξίαν μὲ εἰδωλολάτρας, ὥστε νὰ
ἔχῃ νοθευθῇ ἡ καταγωγή μας ἀπὸ
τὸν Ἀβραάμ. Δὲν ἀνήκομεν εἰς
τὴν οἰκογένειαν τοῦ σατανᾶ, τοὺς
εἰδωλολάτρας, ἀλλ’ ἀνήκομεν εἰς τὸν
ἐκ τοῦ Ἀβραὰμ καταγόμενον λαὸν
τοῦ Θεοῦ. Ἕνα πατέρα ἔχομεν, τὸν
Θεόν. |
42
Εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς·
εἰ ὁ Θεὸς πατὴρ ὑμῶν ἦν,
ἠγαπᾶτε ἂν ἐμέ· ἐγὼ
γὰρ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐξῆλθον
καὶ ἥκω· οὐδὲ γὰρ ἀπ'
ἐμαυτοῦ ἐλήλυθα, ἀλλ' ἐκεῖνός
με ἀπέστειλε. |
42
Ἀπεκρίθη εἰς αὐτοὺς ὁ
Ἰησοῦς· <ἐὰν πράγματι
ὁ Θεὸς ἦτο πατήρ σας, θὰ ἀγαπούσατε
ἐμέ· διότι ἐγὼ ἔχω
προέλθει ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ
ἔχω ἔλθει εἰς σᾶς μὲ τὴν
ἐνανθρώπησίν μου. Διότι καὶ
εἰς τὸν κόσμον δὲν ἦλθα ἀπὸ
τὸν εὐατόν μου, ἀλλὰ μὲ
ἔστειλεν Ἐκεῖνος. |
42
Εἰς ἀπάντησιν λοιπὸν τῆς καυχησιολογίας
των ταύτης εἶπε πρὸς αὐτοὺς ὁ
Ἰησοῦς· Ἐὰν ὁ Θεὸς
ἦτο πατέρας σας, θὰ εἴχατε ἀγάπην
καὶ εἰς ἐμέ, διότι ἐγὼ ἀπὸ
τὸν Θεὸν ἐβγῆκα διὰ τῆς
ἐνανθρωπήσεώς μου καὶ ἔχω ἔλθει μεταξύ
σας. Ναί· εἶμαι ἐν μέσῳ ὑμῶν
ὡς πρέσβυς ἀντιπροσωπεύων τὸν Θεόν·
διότι καὶ εἰς τὸν κόσμον, ποὺ ἦλθα,
δὲν ἔχω ἔλθει ἀπὸ τὸν
ἑαυτόν μου, ἀλλὰ μὲ ἀπέστειλεν
ἐκεῖνος. |
43
Διατὶ τὴν λαλιὰν τὴν ἐμὴν
οὐ γινώσκετε; Ὅτι οὐ δύνασθε
ἀκούειν τὸν λόγον τὸν ἐμόν.
|
43
Διατὶ δὲ δὲν κατανοεῖτε καὶ
δὲν δέχεσθε τὴν διδασκαλίαν μου; Διότι,
σᾶς τὸ λέγω ἐγώ, δὲν ἠμπορεῖτε
λόγῳ τῆς ἁμαρτωλότητός
σας νὰ ἀκούετε μὲ ἠρεμίαν
καὶ μὲ εὐλάβειαν τὰ λόγια
μου. |
43
Διατὶ δὲν ἐννοεῖτε καὶ δὲν
ἐκτιμᾶτε ἐκεῖνο, ποὺ σᾶς
λέγω μὲ τὴν διδασκαλίαν μου καὶ τὸ
κήρυγμά μου; Θὰ σᾶς εἶπω ἐγὼ
τὴν αἰτίαν. Δὲν ἐννοεῖτε τὴν
διδασκαλίαν μου, διότι ἕνεκα τῆς κακίας καὶ
διαφθορᾶς τῶν ψυχῶν σας δὲν ἠμπορεῖτε
νὰ τὴν παρακολουθῆτε μὲ ἐνδιαφέρον
καὶ εὐλάβειαν. |
44
Ὑμεῖς ἐκ τοῦ πατρὸς τοῦ
διαβόλου ἐστέ, καὶ τὰς ἐπιθυμίας
τοῦ πατρὸς ὑμῶν θέλετε ποιεῖν.
Ἐκεῖνος ἀνθρωποκτόνος ἦν ἀπ'
ἀρχῆς καὶ ἐν τῇ ἀληθείᾳ
οὐχ ἕστηκεν, ὅτι οὐκ ἔστιν ἀλήθεια
ἐν αὐτῷ· ὅταν λαλῇ τὸ
ψεῦδος, ἐκ τῶν ἰδίων λαλεῖ,
ὅτι ψεύστης ἐστὶ καὶ ὁ
πατὴρ αὐτοῦ. |
44
Σεῖς ἔχετε πατέρα τὸν διάβολον,
ἀπὸ τὸν ὁποῖον καὶ κατάγεσθε
καὶ θέλετε νὰ ἐκτελῆτε τὰς
πονηρὰς ἐπιθυμίας τοῦ πατρός
σας. Ἐκεῖνος ἀπὸ τὴν ἀρχὴν
τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου
ἦτο ἀνθρωποκτόνος καὶ ποτὲ δὲν
ἔχει σταθῇ οὔτε καὶ στέκεται
εἰς τὴν ἀλήθειαν, διότι δὲν
ὑπάρχει μέσα του, οὔτε ἀλήθεια
οὔτε ἐπιθυμία διὰ τὴν ἀλήθειαν.
Ὅταν λέγῃ τὸ ψεῦδος, τὸ
ἀνασύρει καὶ τὸ λέγει ἀπὸ
τὸν εὐατόν του, διότι εἶναι
ψεύτης, καὶ ὁ πατὴρ καὶ ὁ
ἐφευρέτης τοῦ ψεύδους.
|
44
Σεῖς, οἱ ὁποῖοι καυχᾶσθε ὅτι
εἶσθε τέκνα τοῦ Θεοῦ, πατέρα, ἀπὸ
τὸν ὁποῖον κατάγεσθε καὶ τοῦ
ὁποίου τὸν χαρακτῆρα καὶ τὰ
ἰδιώματα ἐκληρονομήσατε, ἔχετε τὸν
διάβολον καὶ τὰς ἁμαρτωλὰς καὶ
φονικὰς ἐπιθυμίας τοῦ πατέρα σας αὐτοῦ
θέλετε καὶ εἶσθε ἀποφασισμένοι νὰ
πράττετε. Ἐκεῖνος ἀπ’ ἀρχῆς
τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου ἦτο φονέας
τοῦ ἀνθρώπου, καὶ μὲ τὸ ψεῦδος
του παρέσυρεν αὐτὸν εἰς τὴν ἁμαρτίαν
καὶ τὸν θάνατον. Καὶ δὲν στέκεται
εἰς τὴν ἀλήθειαν, διότι δὲν ὑπάρχει
μέσα του πόθος πρὸς αὐτὴν καὶ διάθεσις
νὰ εἶπῃ κάποτε τὴν ἀλήθειαν.
Ὅταν λαλῇ τὸ ψεῦδος, τὸ βγάζει
ἀπὸ μέσα του καὶ τὸ λέγει, διότι εἶναι
ψεύστης καὶ πατέρας τοῦ ψεύδους, ὁ πρῶτος
ἐπινοητὴς καὶ ὁ κύριος ὑποβολεὺς
αὐτοῦ. |
45
Ἐγὼ δὲ ὅτι τὴν ἀλήθειαν
λέγω, οὐ πιστεύετέ μοι.
|
45
Ἐγὼ ὅμως λέγω πάντοτε τὴν
ἀλήθειαν, καὶ ἐν τούτοις σεῖς
δὲν μὲ πιστεύετε, διότι ἀκριβῶς
σεῖς εἶσθε τέκνα τοῦ ψεύτου
διαβόλου. |
45
Ἐγὼ ὅμως εἶμαι τὸ στόμα τῆς
ἀληθείας καὶ διότι λέγω τὴν ἀλήθειαν,
δι’ αὐτὸ σεῖς, ποὺ εἶσθε τέκνα
τοῦ ψεύστου διαβόλου, δὲν μὲ πιστεύετε.
|
46
Τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει μὲ
περὶ ἁμαρτίας; Εἰ δὲ ἀλήθειαν
λέγω, διατὶ ὑμεῖς οὐ πιστεύετέ
μοι; |
46
Ποῖος ἀπὸ σᾶς εἶναι δυνατὸν
νὰ μὲ ἐλέγξῃ ἔστω καὶ
διὰ τὴν παραμικροτέραν ἁμαρτίαν;
Ἐὰν δὲ ἐγώ, καθὸ ἀναμάρτητος,
λέγω πάντοτε τὴν ἀλήθειαν, διατὶ
σεῖς δὲν μὲ πιστεύετε; |
46
Ποῖος ἀπὸ σᾶς ἠμπορεῖ
ἐξετάζων καὶ ἐλέγχων τὴν ζωήν μου
νὰ ἀποδείξῃ, ὅτι ὑπέπεσα ἔστω
καὶ εἰς κάποιαν παραμικρὰν ἁμαρτίαν;
Κανείς. Καὶ συνεπῶς οὔτε ὡς ψεύστην
ἠμπορεῖτε νὰ μὲ κατηγορήσετε. Ἀλλ’
ἐὰν λέγω πάντοτε τὴν ἀλήθειαν, διατὶ
σεῖς δὲν μὲ πιστεύετε;
|
47
Ὁ ὢν ἐκ τοῦ Θεοῦ τὰ ρήματα
τοῦ Θεοῦ ἀκούει· διὰ τοῦτο
ὑμεῖς οὐκ ἀκούετε, ὅτι
ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἐστέ.
|
47
Ἐκεῖνος ποὺ κατάγεται ἀπὸ
τὸν Θεόν, ἀκούει μὲ προσοχὴν
καὶ εὐλάβειαν τὰ λόγια
τοῦ Θεοῦ· διὰ τοῦτο σεῖς
δὲν δίδετε σημασίαν εἰς τοὺς
λόγους τοῦ Θεοῦ, διότι δὲν εἶσθε
ἀπὸ τὸν Θεόν>. |
47
Ἐκεῖνος ποὺ κατάγεται ἀπὸ τὸν
Θεὸν καὶ ἀπέκτησε διὰ τῆς ἀσκήσεως
τῆς ἀρετῆς πραγματικὴν συγγένειαν
πρὸς τὸν Θεόν, ἀκούει μὲ προσοχὴν
καὶ ἐνδιαφέρον τοὺς λόγους τοῦ Θεοῦ,
καὶ ἐγκολπώνεται αὐτούς. Δι’ αὐτὸ
σεῖς ἀδιαφορεῖτε καὶ δὲν ἀκούετε
τοὺς λόγους τοῦ Θεοῦ, διότι ἡθικῶς
δὲν κατάγεσθε ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ
δὲν ἔχετε πραγματικὴν συγγένειαν πρὸς
αὐτόν. |
48
Ἀπεκρίθησαν οὖν οἱ Ἰουδαῖοι
καὶ εἶπον αὐτῷ· οὐ καλῶς
λέγομεν ἡμεῖς ὅτι Σαμαρείτης
εἶ σὺ καὶ δαιμόνιον ἔχεις;
|
48
Ὠργισμένοι, διότι ἐθεώρησαν
αὐτὰ ὕβριν ἐναντίον των οἱ
Ἰουδαῖοι, ἀπήντησαν καὶ τοῦ
εἶπαν· <καλὰ δὲν λέγομεν ἡμεῖς,
ὅτι εἶσαι Σαμαρείτης, δηλαδὴ ἐχθρὸς
τῶν Ἰουδαίων, καὶ ὅτι ἔχεις
δαιμόνιον, ποῦ σὲ κινεῖ νὰ λέγῃς
αὐτὰς τὰς ὕβρεις ἐναντίον
μας;> |
48
Ὕστερα λοιπὸν ἀπὸ τὸν ἔλεγχον
αὐτὸν ἀπεκρίθησαν οἱ Ἰουδαῖοι
καὶ τοῦ εἶπαν· Ἀφοῦ τόσον
περιφρονητικὰ ἐκφράζεσαι διὰ τοὺς
Ἰσραηλίτας, καλὰ δὲν λέγομεν ἡμεῖς
ὅτι εἶσαι Σαμαρείτης καὶ ὅτι ἔχεις
δαιμόνιον, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἐμπνέεσαι
τὴν τρελλὴν αὐτὴν ἰδέαν, ποὺ
ἔχεις διὰ τὸν ἑαυτόν σου;
|
49
Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· ἐγὼ
δαιμόνιον οὐκ ἔχω, ἀλλὰ τιμῶ
τὸν πατέρα μου, καὶ ὑμεῖς ἀτιμάζετέ
με. |
49
Ἐγὼ δὲν ἔχω δαιμόνιον, ἀλλὰ
μὲ ὅσα λέγω καὶ πράττω, τιμῶ
τὸν Πατέρα μου καὶ σεῖς ἀντὶ
νὰ δεχθῆτε ὅσα διὰ τὸν Πατέρα
λέγω, μὲ ἐξευτελίζετε καὶ μὲ
ὑβρίζετε, |
49
Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς· Ἐγὼ
δὲν ἔχω δαιμόνιον καὶ δὲν σᾶς
ὁμιλῶ ἀπὸ μῖσος ἢ διατάραξιν
φρενῶν ἐκ διαβολικῆς ἐπιδράσεως προερχομένην,
ἀλλ’ ὅταν σᾶς λέγω, ὅτι δὲν
ἔχετε πατέρα τὸν Θεόν, τιμῶ τὸν Πατέρα
μου, διὰ τὸν ὁποῖον θὰ ἦτο
ἐντροπὴ καὶ ὕβρις νὰ ἔχῃ
τέτοια παιδιά. Ἀλλὰ σεῖς, ἀντὶ
νὰ δεχθῆτε τὴν τιμητικὴν αὐτὴν
διὰ τὸν Πατέρα μου μαρτυρίαν καὶ να διορθωθῆτε,
μὲ ἀτιμάζετε καὶ μὲ ὑβρίζετε.
|
50
Ἐγὼ δὲ οὐ ζητῶ τὴν δόξαν
μου· ἐστὶν ὁ ζητῶν καὶ
κρίνων. |
50
Δὲν δίδω ὅμως σημασίαν εἰς τὰς
ὕβρεις σας, διότι ἐγὼ δὲν ζητῶ
νὰ δοξασθῶ ἐκ μέρους τῶν ἀνθρώπων.
Ὑπάρχει ὁ Πατήρ, ὁ ὁποῖος
θέλει καὶ ζητεῖ νὰ μὲ δοξάσῃ
καὶ ὁ ὁποῖος θὰ κρίνῃ
ἀνάμεσα εἰς ἐμὲ καὶ εἰς
σᾶς. |
50
Ἐγὼ ὅμως δὲν ζητῶ νὰ δοξάσω
τὸν ἑαυτόν μου καὶ δι’ αὐτὸ
δὲν μὲ μέλει, ἐὰν μὲ ἀτιμάζετε.
Ὑπάρχει ὁ Πατήρ, ὁ ὁποῖος ζητεῖ
τὴν δόξαν μου καὶ θὰ κάμῃ αὐτὸς
τὴν κρίσιν μεταξὺ ἐμοῦ καὶ τῆς
ἰδικῆς σας ἀπιστίας καὶ τυφλότητος.
|
51
Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν,
ἐάν τις τὸν λόγον τὸν ἐμὸν
τηρήσῃ, θάνατον οὐ μὴ θεωρήσῃ
εἰς τὸν αἰῶνα.
|
51
Σᾶς διαβεβαιώνω, ὅτι ὅποιος ἐφαρμόσει
τὰ λόγια μου εἰς τὴν ζωήν του,
δὲν θὰ ἀντικρύσῃ ποτὲ
τὸν αἰώνιον πνευματικὸν θάνατον
- δηλαδὴ τὸν χωρισμόν του ἀπὸ
τὸν Θεόν - τὴν αἰωνίαν κόλασιν>.
|
51
Κατηγορηματικῶς σᾶς βεβαιῶ ὅτι, ἐὰν
κανεὶς φυλάξῃ καὶ ἐφαρμόσῃ εἰς
τὴν ζωήν του τὸν λόγον μου, δὲν θὰ
ἴδῃ ποτὲ μὲ τὰ μάτια του τὸν
πνευματικὸν καὶ αἰώνιον θάνατον, ποὺ
χωρίζει διαπαντὸς τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ
τὸν Θεὸν καὶ τὸν καταδικάζει εἰς
τὴν αἰωνίαν κόλασιν. |
52
Εἶπον οὖν αὐτῷ οἱ Ἰουδαῖοι·
νῦν ἐγνώκαμεν ὅτι δαιμόνιον
ἔχεις. Ἀβραὰμ ἀπέθανε καὶ
οἱ προφῆται, καὶ σὺ λέγεις,
ἐάν τις τὸν λόγον μου τηρήσῃ,
οὐ μὴ γεύσηται θανάτου εἰς τὸν
αἰῶνα; |
52
Εἶπαν τότε εἰς αὐτὸν οἱ
Ἰουδαῖοι· <τώρα πλέον ἐκαταλάβαμε
καλά, ὅτι ἔχεις δαιμόνιον. Ὁ
Ἀβραὰμ ἐπέθανε καὶ οἱ
προφῆται ἐπέθαναν καὶ σὺ λέγεις·
Ὅποιος τηρήσει τὸν λόγον μου δὲν
θὰ παθάνῃ ποτέ;
|
52
Κατόπιν λοιπὸν τῆς νέας ταύτης διακηρύξεως τοῦ
Ἰησοῦ, τοῦ εἶπαν οἱ Ἰουδαῖοι·
Τώρα ἐπείσθημεν τελείως, ὅτι ἔχεις δαιμόνιον.
Ὁ Ἀβραὰμ καθὼς καὶ οἱ
προφῆται, μολονότι ἐτήρησαν τὸν λόγον τοῦ
Θεοῦ, ἀπέθανον, καὶ σὺ λέγεις, ἐὰν
κανεὶς τηρήσῃ τὸν λόγον μου, δὲν θὰ
ἀποθάνῃ ποτέ; |
53
Μὴ σὺ μείζων εἶ τοῦ πατρὸς
ἡμῶν Ἀβραάμ, ὅστις ἀπέθανε;
Καὶ οἱ προφῆται ἀπέθανον·
τίνα σεαυτὸν σὺ ποιεῖς;
|
53
Μήπως εἶσαι σὺ ἀνώτερος ἀπὸ
τὸν πατέρα μας τὸν Ἀβραάμ, ὁ
ὁποῖος ἐπέθανε; Καὶ οἱ
προφῆται, ποὺ ἐτήρησαν τὸ θέλημα
τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐκεῖνοι ἐπέθαναν.
Σὰν ποιὸν ἐσὺ θεωρεῖς τὸν
ἑαυτόν σου; Πόσον μεγάλον; Τί
θέλεις νὰ μᾶς παραστήσῃς;>
|
53
Μήπως εἶσαι σὺ ἀνώτερος ἀπὸ
τὸν πατέρα μας τὸν Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖος
μ’ ὅλα ταῦτα ἀπέθανε; Καὶ οἱ
προφῆται ἀπέθανον. Ποῖος φαντάζεσαι, ὅτι
εἶσαι καὶ πόσον μεγάλον κάνεις σὺ τὸν
ἑαυτόν σου; |
54
Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· ἐὰν
ἐγὼ δοξάζω ἐμαυτόν, ἡ
δόξα μου οὐδέν ἐστιν· ἔστιν
ὁ πατήρ μου ὁ δοξάζων με, ὃν
ὑμεῖς λέγετε ὅτι Θεὸς ὑμῶν
ἐστι, |
54
Ἀπήντησεν ὁ Ἰησοῦς· <ἐὰν
ἐγὼ μόνος μου τιμῶ καὶ δοξάζω
τὸν εὐατόν μου, ἡ δόξα μου,
δὲν εἶναι τίποτε. Ὑπάρχει ὅμως
ὁ Πατήρ μου, ὁ ὁποῖος μὲ
δοξάζει μὲ τὰ θαύματα καὶ τὰ
σημεῖα τὰ ὁποῖα κάνω, καὶ
τὸν ὁποῖον σεῖς, ποὺ μὲ
περιφρονεῖτε, λέγετε ὅτι εἶναι Θεός
σας. |
54
Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς· Ἐὰν
ἐγὼ τιμῶ καὶ δοξάζω τὸν ἑαυτόν
μου, ἡ δόξα μου δὲν εἶναι τίποτε, διότι
ἐκεῖνοι, ποὺ καυχῶνται καὶ ἐπαινοῦν
μόνοι των τοὺς ἑαυτούς των, γίνονται καταγέλαστοι.
Δι’ ἐμὲ ὅμως ὑπάρχει ὁ Πατήρ
μου, ὁ ὁποῖος μὲ δοξάζει διὰ
τῶν θαυμάτων, ποὺ διὰ τῆς δυνάμεώς
του ἐνεργῶ. Καὶ ὁ Πατήρ μου εἶναι
ἐκεῖνος ἀκριβῶς, διὰ τὸν
ὁποῖον λέγετε σεῖς, ὅτι εἶναι
Θεὸς ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον ἰδικός
σας. |
55
καὶ οὐκ ἐγνώκατε αὐτόν·
ἐγὼ δὲ οἶδα αὐτόν, καὶ
ἐὰν εἴπω ὅτι οὐκ οἶδα
αὐτόν, ἔσομαι ὅμοιος ὑμῶν
ψεύστης· ἀλλ' οἶδα αὐτὸν
καὶ τὸν λόγον αὐτοῦ τηρῶ.
|
55
Εἰς τὴν πραγματικότητα ὅμως δὲν
τὸν ἔχετε γνωρίσει. Ἐγὼ ὅμως
τὸν γνωρίζω. Καὶ ἐὰν εἴπω
ὅτι δὲν τὸν γνωρίζω, θὰ εἶμαι
ὅμοιος μὲ σᾶς, ψεύτης. Ἀλλὰ
τὸν γνωρίζω πολὺ καλὰ καὶ τὸ
θέλημα αὐτοῦ φυλάττω πάντοτε.
|
55
Καὶ ὅμως δὲν τὸν ἐγνωρίσατε,
διότι ἀγνοεῖτε καὶ τὴν φύσιν του καὶ
τὴν ἀγάπην του καὶ τὸ θέλημά του.
Ἐγὼ ὅμως τὸν γνωρίζω καλά. Καὶ
ἐὰν εἴπω, ὅτι δὲν τὸν
γνωρίζω, θὰ εἶμαι ὅμοιός σας ψεύστης. Ἀλλὰ
τὸν γνωρίζω καλῶς, ἀκριβῶς δὲ
δι’ αὐτὸ καὶ φυλάττω τὸν λόγον του.
|
56
Ἀβραὰμ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἠγαλλιάσατο
ἵνα ἵδῃ τὴν ἡμέραν τὴν
ἐμήν, καὶ εἶδε καὶ ἐχάρη.
|
56
Ὁ Ἀβραάμ, ὁ πατέρας σας, γεμᾶτος
ἀγαλλίασιν καὶ χαρὰν ἐπόθησε
νὰ ἴδῃ τὴν ἡμέραν τῆς
ἐνανθρωπήσεώς μου καὶ τὴν εἶδε
καὶ ἐχάρη>. |
56
Ὁ Ἀβραάμ, ποὺ καυχάσθε ὅτι τὸν
ἔχετε πατέρα, γεμᾶτος ἐλπίδα, ποὺ
τοῦ ἐπροκάλει μεγάλην χαράν, ἐπεθύμησε νὰ
ἴδῃ τὰς ἡμέρας τῆς ἐνανθρωπήσεώς
μου καὶ τὰς εἶδε τώρα ἀπὸ τὸν
τόπον τῆς μακαριότητος, ὅπου ζῇ, καὶ
ἐχάρῃ. |
57
Εἶπον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι πρὸς
αὐτόν· πεντήκοντα ἔτη οὔπω
ἔχεις καὶ Ἀβραὰμ ἑώρακας;
|
57
Τοῦ εἶπαν τότε οἱ Ἰουδαῖοι·
<δὲν ἔχεις ἀκόμη οὔτε πενήντα
ἐτῶν ἡλικίαν καὶ εἶδες
τὸν Ἀβραάμ, ποὺ ἔζησε ἐδῶ
καὶ δύο χιλιάδες χρόνια;>
|
57
Τοῦ εἶπαν λοιπὸν οἱ Ἰουδαῖοι·
Δὲν εἶσαι οὔτε πεντήκοντα ἐτῶν
ἀκόμη καὶ ἔχεις ἴδει τὸν Ἀβραάμ,
ποὺ ἔζησε πρὸ δύο χιλιάδων περίπου ἐτῶν; |
58
Εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς·
ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν,
πρὶν Ἀβραὰμ γενέσθαι ἐγὼ
εἰμι. |
58
Τοὺς εἶπε τότε ὁ Ἰησοῦς·
<σᾶς διαβεβαιώνω, ὅτι πρὶν λάβῃ
ὕπαρξιν ὁ Ἀβραὰμ ἐγὼ ὑπάρχω.
(Δηλαδὴ προαιωνίως ὑπάρχω)>. |
58
Εἶπε τότε εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς·
Ἐν πάσῃ ἀληθείᾳ σᾶς λέγω, προτοῦ
νὰ γίνῃ καὶ γεννηθῇ ὁ Ἀβραάμ,
ἐγὼ ὑπάρχω ἀϊδίως καὶ πρὸ
τῶν αἰώνων. |
59
Ἦραν οὖν λίθους ἵνα βάλωσιν
ἐπ' αὐτόν. Ἰησοῦς δὲ ἐκρύβη,
καὶ ἐξῆλθεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ
διελθὼν διὰ μέσου αὐτῶν, καὶ
παρῆγεν οὕτως. |
59
Ἀγανακτησμένοι τότε οἱ Ἰουδαῖοι
ἐπῆραν λιθάρια, διὰ νὰ ρίψουν
ἐναντίον του. Ὁ δὲ Ἰησοῦς
ἐχάθη ἀπὸ τὰ μάτια των
καὶ ἐβγῆκεν ἀπὸ τὰς αὐλὰς
τοῦ ναοῦ, περιπατώντας διὰ μέσου
αὐτῶν ἀπαρατήρητος. Καὶ ἐβάδιζεν
ἔτσι, χωρὶς νὰ τὸν βλέπουν.
|
59
Κατόπιν λοιπὸν τῆς διαβεβαιώσεως αὐτῆς,
ποὺ ἔκαμε διὰ τὸν ἑαυτόν του
ὁ Ἰησοῦς, ἐπῆραν ἀπὸ
τὸ ἔδαφος πέτρας διὰ νὰ τὰς
ρίψουν κατ’ αὐτοῦ. Ὁ Ἰησοῦς
ὅμως διὰ θαυμαστῇς ἐπεμβάσεως τῆς
θείας Προνοίας ἐχάθη ἀπὸ τὰ μάτια
τους καὶ ἐβγῆκεν ἀπὸ τὸ
ἱερόν, ἀφοῦ ἐπέρασεν ἀπαρατήρητος
διὰ μέσου αὐτῶν. Καὶ ἐβάδιζεν
ἔτσι, χωρὶς νὰ φαίνεται εἰς αὐτούς.
|