Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
οὖν
Ἰησοῦς πρὸ ἓξ ἡμερῶν τοῦ
πάσχα ἦλθεν εἰς Βηθανίαν, ὅπου
ἦν Λάζαρος ὁ τεθνηκώς, ὃν ἤγειρεν
ἐκ νεκρῶν.
|
δὲ
Ἰησοῦς, ἐξ ἡμέρας πρὸ
τοῦ πάσχα ἦλθεν εἰς τὴν Βηθανίαν,
ὅπου ἦτο ὁ Λάζαρος, ὁ ὁποῖος
εἶχε πεθάνει καὶ τὸν ὁποῖον
εἶχε ἀναστήσει ἐκ νεκρῶν.
|
Ἰησοῦς,
λοιπόν, χωρὶς νὰ ἐμποδισθῇ ἀπὸ
τὴν ἐπιβουλὴν αὐτὴν τῶν
ἐχθρῶν του, ἓξ ἡμέρας πρὸ τῆς
ἑορτῆς τοῦ Πάσχα, ἦλθεν εἰς
τὴν Βηθανίαν, ὅπου ἦτο ὁ Λάζαρος,
ὁ ὁποῖος εἶχεν ἀποθάνει καὶ
τὸν ὁποῖον ὁ Κύριος ἀνέστησεν
ἐκ νεκρῶν. |
2
Ἐποίησαν οὖν αὐτῷ δεῖπνον
ἐκεῖ, καὶ ἡ Μάρθα διηκόνει·
ὁ δὲ Λάζαρος εἰς ἦν τῶν
ἀνακειμένων σὺν αὐτῷ.
|
2
Παρέθεσαν, λοιπόν, εἰς αὐτὸν
δεῖπνον ἐκεῖ καὶ ἡ Μάρθα
ὑπηρετοῦσε. Ὁ Λάζαρος ἦτο ἔνας
ἀπὸ τοὺς συνδαιτυμόνας.
|
2
Λόγῳ δὲ τοῦ σεβασμοῦ καὶ τῆς
εὐγνωμοσύνης, ποὺ ἐξ αἰτίας τοῦ
θαύματος ᾐσθάνοντο οἱ συγγενεῖς τοῦ
Λαζάρου πρὸς αὐτόν, τοῦ ἔκαμαν δεῖπνον
ἐκεῖ καὶ ἡ Μάρθα ὑπηρέτει. Ὁ
δὲ Λάζαρος ἦτο ἕνας ἀπὸ ἐκείνους,
ποὺ ἐκάθηντο καὶ συνέτρωγον εἰς τὸ
τραπέζι μαζί του. |
3
Ἡ οὖν Μαρία, λαβοῦσα λίτραν
μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτίμου, ἤλειψε
τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ καὶ
ἐξέμαξε ταῖς θριξὶν αὐτῆς
τοὺς πόδας αὐτοῦ· ἡ δὲ
οἰκία ἐπληρώθη ἐκ τῆς
ὀσμῆς τοῦ μύρου. |
3
Ἐν τῷ μεταξὺ ἡ Μαρία ἐπῆρε
μίαν λίτραν μύρου γνησίου καὶ
πολυτίμου, καμωμένου ἀπὸ τὸ
ἀρωματικὸν φυτὸν ποὺ λέγεται
νάρδος, καὶ ἄλειψε τὰ πόδια
τοῦ Ἰησοῦ, τὰ ὁποῖα καὶ
ἐσπόγγισε κατόπιν μὲ τὰς τρίχας
τῆς κεφαλῆς της. (Τοῦτο δὲ ἔκαμε
ἀπὸ βαθεῖαν πίστιν πρὸς τὸν
Σωτῆρα καὶ ἀπὸ θερμὴν εὐγνωμοσύνην
πρὸς αὐτόν, ποὺ εἶχεν ἀναστήσει
τὸν ἀδελφόν της). Ὅλο δὲ τὸ
σπίτι ἐγέμισε ἀπὸ τὴν
εὐωδίαν τοῦ μύρου.
|
3
Ἐν τῷ μεταξὺ ἡ Μαρία, ἀφοῦ
ἠγόρασε περὶ τὰ ἑκατὸν δράμια
μύρον κατασκευασμένον ἀπὸ ἓν εἶδος
τοῦ ἀρωματικοῦ φυτοῦ τῆς βαλεριάνας,
τὸ ὁποῖον καλεῖται νάρδος, μύρον γνήσιον
καὶ ἀνόθευτον καὶ πάρα πολὺ ἀκριβόν,
ἤλειψε μὲ αὐτὸ τοὺς πόδας τοῦ
Ἰησοῦ. Καὶ ἔπειτα ἐκδηλοῦσα
τὴν βαθεῖαν ταπείνωσίν της πρὸς τὸν
Ἰησοῦν ἐκαθάρισε μὲ τὰς τρίχας
τῆς κεφαλῆς της τοὺς πόδας του· ἡ
οἰκία δὲ ἐγέμισεν ἀπὸ τὴν
εὐωδίαν τοῦ μύρου. |
4
Λέγει οὖν εἶς ἐκ τῶν μαθητῶν
αὐτοῦ, ᾿Ιούδας Σίμωνος Ἰσκαριώτης,
ὁ μέλλων αὐτὸν παραδιδόναι·
|
4
Λέγει τότε ἕνας ἀπὸ τοὺς
μαθητὰς τοῦ Ἰησοῦ, ὁ Ἰούδας,
ὁ υἱὸς τοῦ Σίμωνος ὁ Ἰσκαριώτης,
ὁ ὁποῖος μετ' ὁλίγον ἔμελε
νὰ τὸν παραδώσῃ εἰς τοὺς
σταυρωτάς· |
4
Ὕστερα λοιπὸν ἀπὸ τὴν πρᾶξιν
αὐτὴν τῆς Μαρίας εἶπεν ἕνας
ἀπὸ τοὺς μαθητάς του, ὁ Ἰούδας
ὁ υἱὸς τοῦ Σίμωνος ὁ Ἰσκαριώτης,
ἐκεῖνος ποὺ ἔμελλε νὰ τὸν
παραδώσῃ διὰ προδοσίας εἰς τοὺς σταυρωτάς
του. |
5
διατὶ τοῦτο τὸ μύρον οὐκ ἐπράθη
τριακοσίων δηναρίων καὶ ἐδόθη
πτωχοῖς; |
5
<διατὶ τὸ μύρον αὐτὸ δὲν
ἐπωλήθη ἀντὶ τριακοσίων δηναρίων,
ἀντὶ ἑξῆντα περίπου χρυσῶν
λιρῶν καὶ δὲν ἐδόθη τὸ
ἀντίτιμόν του εἰς τοὺς πτωχούς;>
|
5
Τὸ μύρον αὐτὸ ἀντὶ νὰ
χυθῇ καὶ σπαταληθῇ ἄσκοπα, διατὶ
δὲν ἐπωλήθη ἀντὶ τριακοσίων δηναρίων,
ἤτοι ἀντὶ διακοσίων πεντήκοντα περίπου χρυσῶν
δραχμῶν, καὶ δὲν ἐδόθη τὸ ἀντίτιμόν
του ἐλεημοσύνη εἰς τοὺς πτωχούς;
|
6
Εἶπε δὲ τοῦτο οὐχ ὅτι περὶ
τῶν πτωχῶν ἔμελεν αὐτῷ, ἀλλ'
ὅτι κλέπτῃς ἦν, καὶ τὸ
γλωσσόκομον εἶχε καὶ τὸ βαλλόμενα
ἐβάσταζεν. |
6
Εἶπε αὐτό, ὄχι διότι εἶχε
κανένα ἐνδιαφέρον διὰ τοὺς πτωχούς,
ἀλλὰ διότι ἦτο κλέπτης, καὶ
εἶχε τὸ κουτὶ τῶν εἰσφορῶν,
καὶ ἐκρατοῦσε διὰ τὸν εὐατόν
του τὰ χρήματα, ποὺ ἔρριπταν εἰς
αὐτό. |
6
Εἶπε δὲ τοῦτο, ὄχι διότι ἐνδιεφέρετο
διὰ τοὺς πτωχούς, ἀλλὰ διότι ἦτο
κλέπτῃς καὶ εἶχεν αὐτὸς τὸ
κυτίον τῶν συνεισφορῶν καὶ κατεκράτει κρυφίως
ὑπὲρ τοῦ ἑαυτοῦ του τὰ
ριπτόμενα εἰς αὐτὸ χρήματα.
|
7
Εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς· ἄφες
αὐτήν, εἰς τὴν ἡμέραν
τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό.
|
7
Εἶπε τότε ὁ Ἰησοῦς· <ἀφῆστε
ἤσυχην αὐτὴν τὴν γυναῖκα·
ἐφύλαξε τὸ μύρον αὐτὸ
σὰν νὰ προῃσθάνετο καὶ τὸ
ἐχρησιμοποίησε δι' ἐμὲ τώρα,
τὰς παραμονὰς τοῦ ἐνταφιασμοῦ
μου. |
7
Ὅταν λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς ἤκουσε
τὴν ἐπίκρισιν αὐτήν, εἶπεν· Ἄφησέ
την ἥσυχον καὶ μὴ τὴν ἐλέγχῃς.
Ἡ γυναῖκα αὐτὴ σὰν νὰ
προησθάνετο, ὅτι πρόκειται μετ’ ὀλίγον νὰ
ταφῶ, ἔχει φυλάξει τὸ μύρον αὐτὸ
ὡς συμβολισμὸν καὶ προαναγγελίαν τῆς
διὰ μύρου ἑτοιμασίας τοῦ σώματός μου κατὰ
τὴν ἡμέραν τῆς ταφῆς μου.
|
8
Τοὺς πτωχοὺς γὰρ πάντοτε ἔχετε
μεθ' ἑαυτῶν, ἐμὲ δὲ οὐ
πάντοτε ἔχετε. |
8
Διότι τοὺς πτωχοὺς τοὺς ἔχετε
πάντοτε μαζῆ σας, ἐμὲ ὅμως δὲν
μὲ ἔχετε πάντοτε. Μετ' ὁλίγον
θὰ παραδοθῶ εἰς χεῖρας τῶν σταυρωτῶν
μου>. |
8
Μὴ τὴν ἐμποδίζετε λοιπόν. Διότι τοὺς
πτωχοὺς τοὺς ἔχετε πάντοτε μαζί σας, καὶ
μπορεῖτε εἰς οἰανδήποτε στιγμὴν νὰ
τοὺς ἐλεήσετε, ἐμὲ ὅμως δὲν
μὲ ἔχετε πάντοτε, διότι μετ’ ὀλίγον θὰ
ἀποθάνω. |
9
Ἔγνω οὖν ὄχλος πολὺς ἐκ τῶν
Ἰουδαίων ὅτι ἐκεῖ ἐστι,
καὶ ἦλθον οὐ διὰ τὸν Ἰησοῦν
μόνον, ἀλλ' ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον
ἴδωσιν ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν.
|
9
Ἐπληροφορήθηκε τότε πολὺς λαὸς
ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους ὅτι
ὁ Ἰησοῦς εὑρίσκετο εἰς
τὴν Βηθανίαν καὶ ἦλθαν ἐκεῖ,
ὄχι μόνον διὰ τὸν Ἰησοῦν,
ἀλλὰ διὰ νὰ ἴδουν καὶ
τὸν Λάζαρον, τὸν ὁποῖον εἶχεν
ἀναστήσει ἐκ νεκρῶν.
|
9
Ἀπὸ τὸ δεῖπνον λοιπὸν αὐτὸ
καὶ ἀπὸ ὅσα συνέβησαν κατ’ αὐτό,
ἔμαθε λαὸς πολὺς ἀπὸ τοὺς
Ἰουδαίους, ὅτι ὁ Ἰησοῦς εὑρίσκετο
εἰς Βηθανίαν καὶ ἦλθον ἐκεῖ
ὄχι μόνον διὰ τὸν Ἰησοῦν, ἀλλὰ
διὰ νὰ ἴδουν καὶ τὸν Λάζαρον,
τὸν ὁποῖον ἀνέστησεν ἐκ νεκρῶν.
|
10
Ἐβουλεύσαντο δὲ οἱ ἀρχιερεῖς
ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἀποκτείνωσιν,
|
10
Οἱ ἀρχιερεῖς ὅταν ἐπληροφορήθησαν
αὐτά, ἀπεφάσισαν νὰ φονεύσουν
καὶ τὸν Λάζαρον, |
10
Κατόπιν ὅμως αὐτοῦ ἀπεφάσισαν οἱ
ἀρχιερεῖς νὰ θανατώσουν καὶ τὸν
Λάζαρον, |
11
ὅτι πολλοὶ δι' αὐτὸν ὑπῆγον
τῶν Ἰουδαίων καὶ ἐπίστευον
εἰς τὸν Ἰησοῦν.
|
11
διότι πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους
ἐπῆγαν δι' αὐτὸν εἰς τὴν
Βηθανίαν καὶ ὅταν τὸν ἔβλεπαν
ζωντανὸν καὶ ὑγιῆ, ἀναστημένον
ἐκ νεκρῶν, ἐπίστευαν εἰς τὸν
Ἰησοῦν. |
11
διότι ἐξ αἰτίας του πολλοὶ ἀπὸ
τοὺς Ἰουδαίους ἐπῆγαν εἰς τὴν
Βηθανίαν διὰ νὰ βεβαιωθοῦν, ἐὰν
πράγματι ἀνεστήθη ἐκ νεκρῶν καὶ ὅταν
διεπίστωναν τοῦτο, ἐπίστευον εἰς τὸν
Ἰησοῦν. |
12
Τῇ ἐπαύριον ὄχλος πολὺς ὁ
ἐλθὼν εἰς τὴν ἑορτήν,
ἀκούσαντες ὅτι ἔρχεται Ἰησοῦς
εἰς Ἱεροσόλυμα, |
12
Τὴν ἄλλην ἡμέραν πολὺς λαός,
ποὺ εἶχε ἔλθει διὰ τὴν ἑορτήν,
ὅταν ἤκουσαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς
ἔρχεται εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα,
|
12
Τὴν κατόπιν ἀπὸ τὸ δεῖπνον ἡμέραν
λαὸς πολύς, ὁ ὁποῖος εἶχεν ἔλθει
εἰς τὴν ἑορτήν, ὅταν ἤκουσαν
ὅτι ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς εἰς
τὰ Ἱεροσόλυμα, |
13
ἔλαβον τὰ βαΐα τῶν φοινίκων
καὶ ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν
αὐτῷ, καὶ ἔκραζον· ὡσαννά,
εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν
ὀνόματι Κυρίου, ὁ βασιλεὺς τοῦ
Ἰσραήλ. |
13
ἐπῆραν εἰς τὰ χέρια των κλάδους
ἀπὸ φοίνικας καὶ ἐβγῆκαν
νὰ τὸν προϋπαντήσουν καὶ ἐφώναζαν·
<δόξα καὶ τιμὴ εἰς αὐτόν·
εὐλογημένος καὶ δοξασμένος ἂς
εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔρχεται ἐκ
μέρους τοῦ Κυρίου, αὐτὸς ποὺ
εἶναι ὁ ἔνδοξος καὶ ἀληθινὸς
βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ.
|
13
ἐπῆραν εἰς τὰ χέρια τους κλαδιὰ
ἀπὸ τὶς χουρμαδιές, ποὺ ἦσαν
κατὰ μῆκος τοῦ δρόμου καὶ ἐβγῆκαν
ἀπὸ τὴν πόλιν διὰ νὰ τὸν
ὑποδεχθοῦν καὶ ἐφώναζαν δυνατά·
Δόξα καὶ τιμὴ εἰς αὐτὸν ποὺ
ὑποδεχόμεθα· εὐλογημένος καὶ δοξασμένος
νὰ εἶναι αὐτός, ποὺ ἔρχεται
ἀπεσταλμένος ἀπὸ τὸν Κύριον ὡς
ἀντιπρόσωπός του. Αὐτὸς εἶναι ὁ
ἔνδοξος βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ, ποὺ
τόσον καιρὸν ἐπεριμέναμεν. |
14
Εὐρῶν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὀνάριον
ἐκάθισεν ἐπ' αὐτό, καθώς
ἐστι γεγραμμένον· |
14
Εὑρῆκε δὲ ὁ Ἰησοῦς ἕνα
πουλάρι καὶ ἐκάθισεν ἐπάνω
εἰς αὐτό, σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο
ποὺ εἶναι γραμμένο εἰς τὶς προφητεῖες·
|
14
Ἐζήτησε δὲ καὶ εὗρεν ὁ Ἰησοῦς
ἕνα πουλαράκι καὶ ἐκάθησεν ἐπ’ αὐτοῦ,
σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο ποὺ εἶναι
γραμμένον εἰς τὸν προφήτην Ζαχαρίαν·
|
15
μὴ φοβοῦ, θύγατερ Σιών· ἰδοὺ
ὀ βασιλεύς σου ἔρχετε καθήμενος ἐπὶ
πῶλον ὄνου. |
15
Μὴ φοβᾶσαι, Ἱερουσαλήμ, κόρη
τῆς Σιών, ἰδοὺ ὁ βασιλεὺς
σου ἔρχεται ταπεινός, γλυκύς, γεμᾶτος
ἀγάπην διὰ σέ, καθισμένος ἐπάνω
εἰς πουλάρι ὄνου. |
15
Μὴ φοβεῖσαι, Ἱερουσαλήμ, κόρη τοῦ
ὄρους Σιών· ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου
ἔρχεται, ὄχι σὰν τύραννος καὶ κατακτητὴς
ἐπὶ ἵππου ἢ ἅρματος πολεμικοῦ,
ἀλλὰ καθήμενος ἐπάνω εἰς πουλάριον
ὄνου. |
16
Ταῦτα δὲ οὐκ ἔγνωσαν οἱ μαθηταὶ
αὐτοῦ τὸ πρῶτον, ἀλλ' ὅτε
ἐδοξάσθη ὁ Ἰησοῦς, τότε
ἐμνήσθησαν ὅτι ταῦτα ἦν ἐπ'
αὐτῷ γεγραμμένα, καὶ ταῦτα ἐποίησαν
αὐτῷ. |
16
Τί ἐσήμαιναν τὰ λόγια καὶ
τὰ γεγονότα αὐτὰ δὲν εἶχαν
ἐννοήσει οἱ μαθηταί του προηγουμένως,
ἀλλ' ὅταν ὁ Ἰησοῦς μὲ
τὴν θριαμβευτικὴν ἀνάστασιν του καὶ
τὴν ἔνδοξον ἀνάληψίν του ἐδοξάσθη,
τότε ἐθυμήθηκαν, ὅτι αὐτὰ
ὅλα εἶχαν γραφῆ ἀπὸ τὸ
Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ δι' αὐτὸν καὶ
εἰς τὴν ἐκπλήρωσιν αὐτῶν
συνείργησαν αὐτοὶ καὶ ὁ λαός,
χωρὶς νὰ τὸ ἐνοοῦν.
|
16
Τί ἐσήμαιναν δὲ οἱ λόγοι αὐτοὶ
τοῦ Ζαχαρίου, δὲν ἐνόησαν οἱ μαθηταί
του εἰς τὰς ἀρχάς, κατὰ τὴν
ὥραν τῆς θριαμβευτικῆς του ταύτης εἰσόδου,
ἀλλ’ ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἐδοξάσθη
διὰ τῆς ἀναστάσεως καὶ ἀναλήψεως
αὐτοῦ, τότε, ποὺ ἐφωτίσθησαν ἀπὸ
τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ἐνεθυμήθησαν, ὅτι
τὰ προφητικὰ αὐτὰ λόγια τοῦ
Ζαχαρίου ἦσαν δι’ αὐτὸν γραμμένα. Καὶ
ἀκριβῶς διὰ νὰ πληρωθῇ ἡ
προφητεία αὐτή, συνειργάσθησαν χωρὶς νὰ
τὸ ἐννοοῦν καὶ αὐτοὶ καὶ
ἔκαμαν διὰ τὸν Ἰησοῦν ταῦτα.
|
17
Ἐμαρτύρει οὖν ὁ ὄχλος ὁ
ὢν μετ' αὐτοῦ ὅτε τὸν Λάζαρον
ἐφώνησεν ἐκ τοῦ μνημείου καὶ
ἤγειρεν αὐτὸν ἐκ νεκρῶν.
|
17
Κατὰ τὰς ὥρας τῆς μεγάλης ἐκείνης
ὑποδοχῆς ὁ λαός, ποὺ ἦτο
μαζῆ του ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἐφώναξε
τὸν Λάζαρον ἀπὸ τὸ μνημεῖον
καὶ καὶ τὸν ἀνέστησε ἐκ
νεκρῶν, ἐμαρτυροῦσε καὶ ἐπεβεβαίωνε
εἰς τὰ ἄλλα πλήθη τὸ μεγάλο
αὐτὸ θαῦμα. |
17
Κατὰ τὴν ὑποδοχὴν λοιπὸν ἐκείνην
ἔδιδε μαρτυρίαν περὶ τοῦ θαύματος τοῦ
Λαζάρου εἰς ὅσους δὲν τὸ εἶχαν
ἴδει, ὁ λαός, ποὺ ἦτο τότε μαζί του,
ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἐφώναξεν ἀπὸ
τὸ μνημεῖον τὸν Λάζαρον καὶ τὸν
ἀνέστησεν ἐκ νεκρῶν. |
18
Διὰ τοῦτο καὶ ὑπάντησεν αὐτῷ
ὁ ὄχλος, ὅτι ἤκουσαν τοῦτο αὐτὸν
πεποιηκέναι τὸ σημεῖον.
|
18
Δι' αὐτὸ δὲ καὶ τὰ πολλὰ
πλήθη τοῦ λαοῦ τὸν προϋπήντησαν,
διότι εἶχαν πληροφορηθῇ ἀπὸ
αὐτόπτας μάρτυρας, ὅτι αὐτὸς
εἶχε κάμει τὸ μεγάλο τοῦτο θαῦμα.
|
18
Δι’ αὐτὸ καὶ τὸν προϋπάντησαν τὰ
πλήθη τοῦ λαοῦ, διότι ἤκουσαν ἀπὸ
τοὺς αὐτόπτας μάρτυρας, ὅτι αὐτὸς
εἶχε κάμει τὸ μέγα τοῦτο θαῦμα.
|
19
Οἱ οὖν Φαρισαῖοι εἶπον πρὸς
ἑαυτούς· θεωρεῖτε ὅτι οὐκ
ὠφελεῖτε οὐδέν; Ἴδε ὁ
κόσμος ὀπίσω αὐτοῦ ἀπῆλθεν.
|
19
Οἱ Φαρισαῖοι εἶπον τότε μεταξύ
των· <βλέπετε ὅτι δὲν ὠφελεῖσθε
τίποτε μὲ τὸ νὰ ἀναβάλλετε
τὴν σύλληψίν του; Ἰδοὺ ὅτι
ὅλος ὁ κόσμος τώρα ἐπῆγε
κοντά του>. |
19
Ὕστερα λοιπὸν ἀπὸ τὸν ἐνθουσιασμὸν
αὐτὸν τοῦ λαοῦ εἶπαν οἱ
Φαρισαῖοι μεταξύ τους· Βλέπετε, ὅτι δὲν
κερδίζετε τίποτε μὲ τὸ νὰ περιμένετε καὶ
νὰ ἀναβάλλετε τὴν σύλληψίν του; Ἰδοὺ
τώρα, ὅτι ὅλος ὁ λαὸς μᾶς ἐγκατέλειψε
καὶ ἠκολούθησεν αὐτόν.
|
20
Ἦσαν δέ τινες Ἕλληνες ἐκ τῶν
ἀναβαινόντων ἵνα προσκυνήσωσιν ἐν
τῇ ἑορτῇ. |
20
Ἦσαν δὲ ἐκεῖ κατὰ τὰς
ἡμέρας ἐκείνας μερικοὶ προσήλυτοι
Ἕλληνες, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἀνεβῆ
εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, διὰ νὰ
προσκυνήσουν κατὰ τὴν ἑορτὴν
τοῦ Πάσχα. |
20
Ἦσαν δὲ τότε μερικοὶ Ἕλληνες προσήλυτοι
ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ συνήθως ἀνέβαινον
εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα διὰ νὰ προσκυνήσουν
κατὰ τὴν ἑορτὴν τοῦ Πάσχα.
|
21
Οὗτοι οὖν προσῆλθον Φιλίππῳ
τῷ ἀπὸ Βηθσαϊδὰ τῆς Γαλιλαίας,
καὶ ἠρώτων αὐτὸν λέγοντες·
κύριε, θέλομεν τὸν Ἰησοῦν ἰδεῖν.
|
21
Αὐτοί, λοιπόν, ἦλθαν εἰς τὸν
Φίλιππον, ποὺ κατήγετο ἀπὸ τὴν
Βηθσαϊδὰ τῆς Γαλιλαίας καὶ τὸν
παρακαλοῦσαν, λέγοντες· <κύριε,
θέλομεν νὰ ἴδωμεν τὸν Ἰησοῦν
καὶ νὰ ὁμιλήσωμεν μαζῆ του>.
|
21
Αὐτοὶ λοιπὸν ἦλθαν πρὸς τὸν
Φίλιππον, ποὺ ἦτο ἀπὸ τὴν Βηθσαϊδὰ
τῆς Γαληλαίας, καὶ τὸν παρεκάλουν λέγοντες·
Κύριε, θέλομεν νὰ ἴδωμεν ἰδιαιτέρως τὸν
Ἰησοῦν καὶ νὰ συνομιλήσωμεν μετ’ αὐτοῦ.
|
22
Ἔρχεται Φίλιππος καὶ λέγει τῷ
Ἀνδρέᾳ, καὶ πάλιν Ἀνδρέας
καὶ Φίλιππος λέγουσι τῷ Ἰησοῦ·
|
22
Ἔρχεται ὁ Φίλιππος καὶ λέγει
τοῦτο εἰς τὸν Ἀνδρέαν, μαζῆ
δὲ κατόπιν, διὰ λόγους σεβασμοῦ,
ὁ Ἀνδρέας καὶ ὁ Φίλιππος
λέγουν εἰς τὸν Ἰησοῦν ὅτι
οἱ Ἕλληνες θέλουν νὰ τὸν ἴδουν.
|
22
Ἐπειδὴ δὲ ὁ Φίλιππος ἐδίσταζε
νὰ ἀναγγείλῃ τοῦτο εἰς τὸν
Διδάσκαλον, ἦλθε καὶ ἀνεκοίνωσεν αὐτὸ
εἰς τὸν συμπολίτην καὶ συμμαθητήν του Ἀνδρέαν.
Καὶ πάλιν ὁ Ἀνδρέας καὶ ὁ Φίλιππος
λέγουν εἰς τὸν Ἰησοῦν, ὅτι οἱ
Ἕλληνες προσήλυτοι θέλουν νὰ τὸν ἴδουν.
|
23
ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπεκρίνατο
αὐτοῖς λέγων· ἐλήλυθεν
ἡ ὥρα ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱὸς
τοῦ ἀνθρώπου. |
23
Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπεκρίθη καὶ
τοὺς εἶπε· <ἔφθασε τώρα ἡ
ὡρισμένη ἀπὸ τὸν Θεὸν
ὥρα, διὰ νὰ δοξασθῇ μὲ τὴν
σταύρωσιν καὶ τὴν ἀνάληψίν
του ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
καὶ νὰ ἀναγνωρισθῇ ὡς Μεσσίας
καὶ Λυτρωτὴς ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας,
οἱ ὁποῖοι αὐτὴν τὴν στιγμὴν
ἀντιπροσωπεύουν καὶ ὅλον τὸν
ἐθνικὸν κόσμον. |
23
Ὁ Ἰησοῦς δὲ ἀπεκρίθη πρὸς
αὐτοὺς καὶ εἶπεν· Ἦλθεν
ἡ ὥρα ἡ ὡρισμένη κατὰ τὸ
προκαθωρισμένον σχέδιον τοῦ Θεοῦ διὰ νὰ
δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
διὰ τοῦ θανάτου του καὶ τῆς ἀναλήψεώς
του, ὁπότε καὶ θὰ ἀναγνωρισθῇ
ὡς Μεσσίας καὶ ὑπὸ τῶν ἐθνικῶν.
|
24
Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν,
ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου
πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ,
αὐτὸς μόνος μένει· ἐὰν
δὲ ἀποθάνῃ, πολὺν καρπὸν
φέρει. |
24
Σᾶς διαβεβαιώνω, ἐὰν ὁ κόκκος
τοῦ σιταριοῦ δὲν πέσῃ εἰς
τὸ χῶμα καὶ δὲν ἀποθάνῃ,
αὐτὸς μένει μόνος. Ἐὰν
ὅμως σπαρῇ καὶ ταφῇ εἰς τὴν
γῆν, τότε βλαστάνει καὶ φέρει
πολὺν καρπόν. (Ἔτσι καὶ ἐγὼ
θὰ ἀποθάνω ἐπὶ τοῦ σταυροῦ,
διὰ νὰ φέρω μὲ τὴν μεγάλην
αὐτὴν θυσίαν πολλὴν καρποφορίαν).
|
24
Ἐν πάσῃ ἀληθείᾳ σᾶς λέγω, ἐὰν
τὸ μικρὸ σπυρὶ τοῦ σιταριοῦ
δὲν πέσῃ εἰς τὴν γῆν καὶ
δὲν σαπίσῃ μέσα εἰς τὸ χῶμα,
μένει μοναχό του καὶ δὲν πολλαπλασιάζεται. Ἐὰν
ὅμως διὰ τῆς σπορᾶς του εἰς
τὴν γῆν ἀποθάνῃ καὶ ταφῇ,
βγάζει πολὺν καρπόν. Ἔτσι καὶ ἐγὼ
ἐὰν ἀποθάνω, καθὼς ὁ Πατήρ μου
ὥρισε, θὰ καρποφορήσω τὴν σωτηρίαν τοῦ
ἀνθρωπίνου γένους. |
25
Ὁ φιλῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ
ἀπολέσει αὐτήν, καὶ ὁ
μισῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἐν
τῷ κόσμῳ τούτῳ, εἰς ζωὴν
αἰώνιον φυλάξει αὐτήν.
|
25
Ἐκεῖνος, ποὺ τὴν ἀγαπᾷ
τὴν ζωήν του καὶ ἀποφεύγει νὰ
τὴν θυσιάσῃ, ὅταν τὸ καθῆκον
τὸ ἐπιβάλλῃ, αὐτὸς θὰ
τὴν χάσῃ εἰς τὴν αἰωνιότητα.
Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ χάριν τοῦ
καθήκοντός του δὲν ὑπολογίζει
τὴν ζωήν του εἰς τὸν κόσμον
αὐτόν, θὰ τὴν ἐξασφαλίσῃ
καὶ θὰ ἀπολαύσῃ τὴν αἰώνιον
ζωήν. |
25
Ἐκεῖνος, ποὺ ἀγαπᾷ τὴν
ζωήν του καὶ ἀποφεύγει τὸν θάνατον, τὸν
ὁποῖον τοῦ ἐπιβάλλει τὸ καθῆκον,
θὰ τὴν χάσῃ ἐν τῇ αἰωνίᾳ
βασιλείᾳ· καὶ ἐκεῖνος, ὁ
ὁποῖος διὰ τὸ καθῆκον περιφρονεῖ
καὶ μισεῖ τὴν ζωήν του εἰς τὸν
κόσμον αὐτόν, θὰ διατηρήσῃ καὶ θὰ
φυλάξῃ αὐτήν, διὰ νὰ ἀπολαύσῃ
τὴν αἰώνιον ζωὴν τοῦ μέλλοντος.
|
26
Ἐὰν ἐμοὶ διακονῇ τις, ἐμοὶ
ἀκολουθείτω, καὶ ὅπου εἰμὶ
ἐγώ, ἐκεῖ καὶ ὁ διάκονος
ὁ ἐμὸς ἔσται· καὶ ἐάν
τις ἐμοὶ διακονῇ, τιμήσει αὐτὸν
ὁ πατήρ. |
26
Ὅποιος μὲ ὑπηρετεῖ μὲ πίστιν,
ἂς μὲ ἀκολουθήσῃ μὲ αὐταπάρνησιν.
Καὶ ὅπου εἶμαι ἐγώ, μετὰ
τὴν σταύρωσιν εἰς τὴν αἰωνίαν
δόξαν, ἐκεῖ θὰ εἶναι καὶ
ὁ ἰδικός μου διάκονος. Μάθετε
δὲ καὶ τοῦτο, ὅτι ἐκεῖνον
ποὺ μὲ ὑπηρετεῖ, θὰ τὸν
δοξάσῃ ὁ Πατήρ.
|
26
Ἐὰν κανεὶς μὲ ὑπηρετῇ
καὶ εἶναι μαθητῆς μου, ἂς μὲ
ἀκολουθῇ εἰς τὴν ὁδὸν
τῆς αὐταπαρνήσεως μιμούμενος τὸ παράδειγμά
μου. Καὶ ὅπου εἶμαι ἐγώ, τώρα μὲν
κακοπαθῶν καὶ θυσιαζόμενος, εἰς τὸ
μέλλον ὅμως δοξαζόμενος εἰς τοὺς οὐρανούς,
ἐκεῖ θὰ εἶναι καὶ ὁ ἰδικός
μου διάκονος. Πρέπει λοιπὸν καὶ αὐτὸς
νὰ εἶναι πρόθυμος εἰς θυσίας ἐδῶ,
διὰ νὰ δοξάζεται μαζί μου εἰς τὸ μέλλον.
Καὶ ἐὰν κανεὶς μὲ ὑπηρετῇ,
θὰ τὸν τιμήσῃ καὶ θὰ τὸν
δοξάσῃ ἐν τῷ αἰωνίῳ μέλλοντι
ὁ Πατήρ. |
27
Νῦν ἡ ψυχή μου τετάρακται, καὶ
τί εἴπω; Πάτερ, σῶσόν με ἐκ
τῆς ὥρας ταύτης. Ἀλλὰ διὰ
τοῦτο ἦλθον εἰς τὴν ὥραν ταύτην.
|
27
Τώρα ποὺ πλησιάζει ἡ μεγάλη
ὥρα τοῦ σταυρικοῦ μου θανάτου, ἡ
ψυχή μου ἔχει ταραχθῇ ἀπὸ τὴν
τόσον φυσικὴν ὀδύνην ἕνεκα τοῦ
ὑψίστου αὐτοῦ μαρτυρίου. Καὶ
τί νὰ εἴπω; Πάτερ, γλύτωσέ
με ἀπὸ τὴν ὥραν αὐτήν.
Ἀλλὰ διὰ τοῦτο ἀκριβῶς
ἔφθασα εἰς τὴν ὥραν αὐτήν,
διὰ νὰ προσφέρω τὴν μεγάλην
λυτρωτικὴν θυσίαν πρὸς σωτηρίαν τοῦ
κόσμου. |
27
Τώρα, ὅταν ἡ ὥρα τοῦ θανάτου μου ἐπλησίασεν,
ἡ ψυχή μου ἔχει ταραχθῇ ἐκ τῆς
ἀγωνίας, τὴν ὁποίαν φυσικῶς δοκιμάζει
ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἀντιμετωπίζῃ
τὸν θάνατον. Καὶ τί νὰ εἴπω; Πάτερ
μου, σῶσε μὲ καὶ ἁπάλλαξέ με ἀπὸ
τὴν σκληρὰν αὐτὴν ὥραν τοῦ
μαρτυρικοῦ μου θανάτου. Ἀλλὰ ἔφθασα
μετ’ ἐγκαρτερήσεως καὶ αὐταπαρνήσεως μέχρι
τῆς ὥρας αὐτῆς, ἀκριβῶς
δι’ αὐτό, διὰ νὰ ὑποστῶ τουτέστι
τὸν θάνατον αὐτὸν καὶ αὐτὸ
ὑπῆρξεν ὁ ὅλος σκοπὸς τῆς
ζωῆς μου. Θὰ εἶπω λοιπὸν τοῦτο:
|
28
Πάτερ, δόξασόν σου τὸ ὄνομα.
Ἦλθεν οὖν φωνὴ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ·
καὶ ἐδόξασα καὶ πάλιν δοξάσω.
|
28
Πάτερ, μὲ τὴν θυσίαν καὶ τὸ
ὅλον ἔργον μου, κάμε νὰ δοξασθῇ
τὸ ὄνομά σου>. Ἦλθε τότε
φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ
εἶπε· <καὶ ἐδόξασα τὸ
ὄνομά μου μὲ ὅλην τὴν μέχρι
σήμερα ἁγιωτάτην ζωήν σου καὶ
δρᾶσιν σου καὶ πάλιν θὰ τὸ δοξάσω
μὲ τὴν λυτρωτικὴν θυσίαν σου καὶ
τὴν ἔνδοξον ἀνάστασίν σου>.
|
28
Πάτερ, ὁ,τιδήποτε καὶ ἂν πρόκειται νὰ
πάθω ἐγώ, φέρε σὺ εἰς αἴσιον πέρας
τὸ ἔργον τῆς σωτηρίας καὶ ἀπολυτρώσεως
τῶν ἀνθρώπων καὶ δόξασε οὕτω τὸ
ὄνομά σου. Εἰς ἀπάντησιν λοιπὸν τῆς
ἐπικλήσεως αὐτῆς τοῦ Ἰησοῦ
ἦλθε φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανόν,
ἡ ὁποία ἔλεγε· Καὶ ἐδόξασα
τὸ ὄνομά μου διὰ τῆς μέχρι τοῦδε
ἐν μέσῳ τοῦ Ἰσραὴλ δράσεώς σου
καὶ πάλιν θὰ δοξάσω αὐτὸ διὰ
τοῦ ἐνδόξου παθήματος καὶ τῆς ἀναστάσεώς
σου καὶ διὰ τῆς ἑξαπλώσεως τοῦ
εὐαγγελίου εἰς τὰ ἔθνη.
|
29
Ὁ οὖν ὄχλος ὁ ἑστὼς καὶ
ἀκούσας ἔλεγε βροντὴν γεγονέναι·
ἄλλοι ἔλεγον· ἄγγελος αὐτῷ
λαλάληκεν. |
29
Ὁ λαός, ποὺ ἐστέκετο ἐκεῖ
καὶ ἤκουσε τὴν φωνήν, ἔλεγεν
ὅτι ἔγινε βροντή. Ἄλλοι ἔλεγαν
ὅτι ἄγγελος ὡμίλησεν εἰς αὐτόν.
|
29
Κατόπιν λοιπὸν τῆς φωνῆς αὐτῆς
ὁ πολὺς λαός, ποὺ ἐστέκετο ἐκεῖ
καὶ ἤκουσαν τὸν ἦχον της, χωρὶς
νὰ ξεχωρίσουν καὶ τοὺς λόγους της, ἔλεγαν
ὅτι ἔγινε βροντή· ἄλλοι ἔλεγαν,
ὅτι ἄγγελος ὡμίλησεν εἰς αὐτόν.
|
30
Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ
εἶπεν· οὐ δι' ἐμὲ αὕτη
ἡ φωνὴ γέγονεν, ἀλλὰ δι' ὑμᾶς.
|
30
Ἀπήντησεν ὁ Ἰησοῦς καὶ
εἶπε· <ἡ φωνὴ δὲν ἔγινε
δι' ἐμέ, ἀλλὰ ἔγινε γιὰ
σᾶς, διὰ νὰ βεβαιωθῆτε δηλαδὴ
ὅτι πράγματι μὲ ἔστειλε ὁ Θεός.
|
30
Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπε·
Δὲν ἔγινε ἡ φωνὴ αὐτὴ
δι’ ἐμέ, ὁ ὁποῖος γνωρίζω τὴν
πρὸς ἐμὲ ἀγάπην τοῦ Πατρός μου,
ἀλλὰ διὰ σᾶς, διὰ νὰ πληροφορηθῆτε
ὅτι ἀπεστάλην ἀπὸ τὸν Θεόν.
|
31
Νῦν κρίσις ἐστὶ τοῦ κόσμου
τούτου, νῦν ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου
τούτου ἐκβληθήσεται ἔξω·
|
31
Τώρα, ποὺ ἐγὼ θὰ σταυρωθῶ,
κρίνεται ὁ κόσμος καὶ θὰ ξεχωρίσουν
οἱ πιστοὶ ἀπὸ τοὺς ἀπίστους.
Τώρα ὁ ἄρχων τοῦ ἁμαρτωλοῦ
τούτου κόσμου θὰ κρημνισθῇ ἀπὸ
τὴν ἐξουσίαν του, θὰ χάσῃ
τοὺς ὑπηκόους του καὶ θὰ ριφθῇ
ἔξω. |
31
Τώρα, ποὺ θὰ μὲ ἴδουν οἱ ἄνθρωποι
περιφρονημένον καὶ σταυρωμένον, θὰ κριθῇ
ὁ κόσμος αὐτὸς καὶ θὰ χωρισθοῦν
οἱ πιστοὶ ἀπὸ τοὺς ἀπίστους.
Τώρα ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου, ὁ
σατανᾶς, θὰ πεταχθῇ ἔξω ἀπὸ
τὸ κράτος του καὶ θὰ χάσῃ τὴν
ἐξουσίαν του. |
32
κἀγὼ ἐὰν ὑψωθῶ ἐκ
τῆς γῆς, πάντας ἑλκύσω πρὸς
ἐμαυτόν. |
32
Τουναντίον ὅμως ἐγώ, ἐὰν
ὑψωθῶ ἐπάνω εἰς τὸν σταυρὸν
καὶ διὰ τοῦ σταυροῦ ἀναληφθῶ
εἰς τοὺς οὐρανούς, ὅλους τοὺς
καλοπροαιρέτους Ἰουδαίους καὶ Ἕλληνας
θὰ ἑλκύσω πρὸς τὸν εὐατόν
μου>. |
32
Τουναντίον δὲ ἐγώ, ἐὰν ὑψωθῶ
διὰ τοῦ σταυροῦ ἀπὸ τὴν
γῆν καὶ ἀναληφθῶ εἰς τοὺς
οὐρανούς, θὰ ἀποσπάσω ἀπὸ τὴν
δουλείαν τοῦ διαβόλου καὶ θὰ ἑλκύσω
πρὸς τὸν ἑαυτόν μου ὅλους, ὄχι
μόνον τοὺς Ἰουδαίους, ἀλλὰ καὶ
τοὺς Ἕλληνας, ὅσοι θὰ πιστεύσουν εἰς
ἐμέ. |
33
Τοῦτο δὲ ἔλεγε σημαίνων ποίῳ
θανάτῳ ἤμελλεν ἀποθνῄσκειν.
|
33
Ἔλεγε δὲ τοῦτο, ὑποδουλώνων
τὸν σταυρικὸν θάνατον, μὲ τὸν
ὁποῖον ἐπρόκειτο νὰ πεθάνῃ.
|
33
Ἔλεγε δὲ τοὺς περὶ τῆς ὑψώσεώς
του ἐκ τῆς γῆς λόγους τούτους ὑποδεικνύων
συνεσκιασμένως μὲ ποῖον εἶδος θανάτου ἔμελλε
νὰ ἀποθάνῃ. |
34
Ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ὄχλος·
ἡμεῖς ἠκούσαμεν ἐκ τοῦ
νόμου ὅτι ὁ Χριστὸς μένει εἰς
τὸ αἰῶνα, καὶ πῶς σὺ λέγεις,
δεῖ ὑψωθήναι τὸν υἱὸν
τοῦ ἀνθρώπου; Τίς ἐστιν οὗτος
ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου;
|
34
Ἀπήντησεν εἰς αὐτὸν ὁ
λαός· <ἡμεῖς ἔχομεν πληροφορηθῆ
ἀπὸ τὸν νόμον ὅτι ὁ Χριστὸς
μένει ἀθάνατος εἰς τὸν αἰῶνα·
καὶ πῶς σὺ λέγεις ὅτι πρέπει
νὰ ὑψωθῇ ἐπάνω εἰς τὸν
σταυρὸν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου;
Ποῖος εἶναι αὐτὸς ὁ υἱὸς
τοῦ ἀνθρώπου; Εἶναι ὁ Χριστὸς
ἢ ὄχι;> |
34
Ἀπεκρίθη εἰς αὐτὸν τὸ πλῆθος
τοῦ λαοῦ· Ἡμεῖς ἔχομεν
ἀκούσει ἀπὸ τὴν ἀνάγνωσιν τοῦ
νόμου, ποὺ γίνεται εἰς τὰς συναγωγάς, ὅτι
ὁ Χριστὸς μένει εἰς τὸν αἰῶνα
καὶ δὲν ἀποθνήσκει ποτέ. Καὶ πῶς
σὺ λέγεις, ὅτι πρέπει νὰ ὑψωθῇ
ἐπὶ τοῦ σταυροῦ καὶ νὰ
ἀποθάνῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου;
Ποῖος εἶναι αὐτὸς ὁ υἱὸς
τοῦ ἀνθρώπου, περὶ τοῦ ὁποίου
ὁμιλεῖς; |
35
Εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς·
ἔτι μικρὸν χρόνον τὸ φῶς μεθ'
ὑμῶν ἐστι· περιπατεῖτε ἕως
τὸ φῶς ἔχετε, ἵνα μὴ σκοτία
ὑμᾶς καταλάβῃ· καὶ ὁ
περιπατῶν ἐν τῇ σκοτίᾳ οὐκ
οἵδε ποῦ ὑπάγει. |
35
Εἶπε τότε εἰς αὐτοὺς ὁ
Ἰησοῦς· <ὀλίγον ἀκόμη
χρόνον ἔχετε μαζῆ σας ἐμέ, ποὺ
εἶμαι τὸ φῶς τοῦ κόσμου·
βαδίζετε, ἕως ὅτου ἔχετε τὸ
φῶς, διὰ νὰ μὴ σᾶς καταλάβῃ
τὸ σκοτάδι. Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ
περιπατεῖ μέσα εἰς τὸ σκοτάδι,
δὲν ξέρει ποῦ πηγαίνει. |
35
Κατόπιν λοιπὸν τῆς ἐρωτήσεώς των αὐτῆς
εἶπε πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς·
Ὀλίγον χρόνον ἀκόμη ἔχετε μαζί σας ἐμέ,
ὁ ὁποῖος εἶμαι τὸ φῶς
τοῦ κόσμου. Ἐφ’ ὅσον λοιπὸν ἔχετε
τὸ φῶς μεταξύ σας, περιπατεῖτε ὑπὸ
τὴν ὁδηγίαν του καὶ τὸν φωτισμόν του,
διὰ νὰ μὴ σᾶς κατακυριεύσῃ τὸ
σκότος τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς πλάνης.
Διότι ἐκεῖνος, ποὺ περιπατεῖ εἰς
τὸ σκότος, δὲν ξεύρει ποὺ πηγαίνει.
|
36
Ἕως τὸ φῶς ἔχετε, πιστεύετε
εἰς τὸ φῶς ἵνα υἱοὶ φωτὸς
γένησθε. Ταῦτα ἐλάλησεν ὁ Ἰησοῦς,
καὶ ἀπελθὼν ἐκρύβη ἀπ'
αὐτῶν. |
36
Ἕως ὅτου ἔχετε μεταξύ σας τὸ
φῶς, πιστεύετε εἰς τὸ φῶς, δηλαδὴ
εἰς ἐμέ, ποὺ εἶμαι τὸ
φῶς τοῦ κόσμου, διὰ νὰ γίνετε
καὶ σεῖς παιδιὰ τοῦ φωτός, φωτισμένοι
ἀπὸ τὴν διδασκαλίαν μου>. Αὐτὰ
ἐδίδαξεν ὁ Ἰησοῦς καὶ
ἐβγῆκεν ἔξω ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ
καὶ ἐκρύβη ἀπὸ αὐτούς,
διὰ νὰ μὴ ἐξερεθίζωνται περισσότερον
οἱ ἐχθροί του. |
36
Ἕως ὅτου ἔχετε μεταξύ σας ἐμέ, ποὺ
εἶμαι τὸ φῶς, πιστεύετε εἰς τὸ
φῶς καὶ ἀναγνωρίσατε, ὅτι ἐγὼ
εἶμαι τὸ φῶς, διὰ νὰ γίνετε
παιδιὰ τοῦ φωτός, ὁλόκληροι φωτισμένοι ἀπὸ
τὸ φῶς τῆς ἀληθείας καὶ τῆς
ἁγιότητος. Αὐτὰ ἐλάλησεν ὁ Ἰησοῦς
καὶ ἀναχωρήσας ἀπὸ τὸ ἱερὸν
καὶ τὰ Ἱεροσόλυμα ἐκρύβη ἀπὸ
αὐτούς, διὰ νὰ μὴ ἐρεθίζωνται
ἀπὸ τὴν παρουσίαν του περισσότερον.
|
37
Τοσαύτα δὲ αὐτοῦ σημεῖα πεποιηκότος
ἔμπροσθεν αὐτῶν οὐκ ἐπίστευον
εἰς αὐτόν, |
37
Καίτοι δὲ τόσα πολλὰ θαύματα
εἶχε κάμει ἐνώπιόν των, δὲν
ἐπίστευαν ἀκόμη εἰς αὐτόν.
|
37
Καίτοι δὲ τόσον πολλὰ θαύματα εἶχε κάμει
ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια των ὁ Ἰησοῦς,
ὅμως αὐτοὶ ἐπέμεναν νὰ μὴ
πιστεύουν εἰς αὐτόν, |
38
ἵνα ὁ λόγος Ἡσαΐου τοῦ
προφήτου πληρωθῇ ὃν εἶπε· Κύριε,
τὶς ἐπίστευσε τῇ ἀκοῇ
ἡμῶν; Καὶ ὁ βραχίων Κυρίου
τίνι ἀπεκαλύφθη;
|
38
Διὰ νὰ πραγματοποιηθῇ ἡ προφητεία
τοῦ Ἡσαΐου, ποὺ εἶχεν εἴπει·
<Κύριε, ποιὸς ἐπίστευσεν εἰς
τὸ ἰδικόν μας κήρυγμα, ποὺ τοὺς
ἐκάμαμε νὰ ἀκούσουν, καὶ
ἡ δύναμις τοῦ Κυρίου, μὲ τὰ
τόσα θαύματά της, εἰς ποῖον
ἐφανερώθη;> |
38
διὰ νὰ πραγματοποιηθῇ καὶ ἐπαληθεύσῃ
ὁ λόγος τοῦ προφήτου Ἡσαΐου, τὸν ὁποῖον
εἶπε· Κύριε, ποῖος ἐπίστευσεν εἰς
τὸ κήρυγμα, ποὺ ἀκούεται ἀπὸ
τὸ στόμα μας; Καὶ ἡ δύναμις τοῦ Κυρίου,
ποὺ εἰργάσθη διὰ τοῦ Χριστοῦ
θαύματα, εἰς ποῖον ἐφανερώθη; Εἰς
ἐλαχίστους μόνον. |
39
Διὰ τοῦτο οὐκ ἠδύναντο πιστεύειν,
ὅτι πάλιν εἶπεν Ἡσαῒας·
|
39
Ἕνεκα δὲ αὐτῆς τῆς σκληροκαρδίας
των, δὲν ἠμποροῦσαν νὰ πιστεύσουν,
διότι καὶ πάλιν εἶχε προείπει
ὁ Ἡσαΐας· |
39
Ἕνεκα δὲ τῆς δυστροπίας των αὐτῆς,
τὴν ὁποίαν προεῖδεν ὁ Θεὸς καὶ
προεῖπεν ὁ Ἡσαΐας, ἐπειδὴ ἦλθεν
ἡ ὥρα νὰ πληρωθῇ ἡ προφητεία
αὐτή, δὲν ἠμποροῦσαν νὰ πιστεύσουν,
διότι πάλιν εἶπεν ὁ Ἡσαΐας·
|
40
τετύφλωκεν αὐτῶν τοὺς ὀφθαλμοὺς
καὶ πεπώρωκεν αὐτῶν τὴν καρδίαν,
ἵνα μὴ ἴδωσιν τοῖς ὀφθαλμοῖς
καὶ νοήσωσι τῇ καρδίᾳ καὶ
ἐπιστραφῶσι, καὶ ἰάσομαι αὐτούς.
|
40
<διὰ τὴν κακίαν των παρεχώρησεν
ὁ Θεὸς νὰ τυφλωθοῦν τὰ μάτια
τῆς ψυχῆς των καὶ νὰ σκληρυνθῇ
ἡ καρδιάν των, διὰ νὰ μὴν ἴδουν
μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς των τὰ
θαυμαστὰ ἔργα καὶ νὰ μὴ ἐννοήσουν
μὲ τὴν ἀσύνετον καρδιάν των
καὶ γυρίσουν μετανοημένοι εἰς ἐμέ,
διὰ νὰ τοὺς θεραπεύσω>.
|
40
Λόγῳ τῆς κακῆς των διαθέσεως καὶ προαιρέσεως
παρεχώρησεν ὁ Θεὸς νὰ τυφλωθοῦν οἱ
ὀφθαλμοὶ τῆς διανοίας των καὶ νὰ
σκοτισθῇ ἡ καρδία των, διὰ νὰ μὴ
ἴδουν μὲ τοὺς πνευματικοὺς ὀφθαλμοὺς
καὶ νὰ μὴ ἐννοήσουν μὲ τὴν
καρδίαν τους καὶ ἐπιστραφοῦν διὰ τῆς
μετανοίας καὶ ἰατρεύσω τὰς ψυχάς των.
|
41
Ταῦτα εἶπεν Ἡσαῒας ὅτε εἶδε
τὴν δόξαν αὐτοῦ καὶ ἐλάλησε
περὶ αὐτοῦ. |
41
Αὐτὰ εἶπεν ὁ Ἡσαΐας, ὅταν
εἰς ἕνα ἀποκαλυπτικὸν ὅραμα
εἶδε ἔνδοξον τὸν Χριστὸν νὰ
κάθεται εἰς ὑψηλὸν θρόνον καὶ
ὡμίλησε ἔπειτα δι'αὐτόν.
|
41
Ταῦτα εἶπεν ὁ Ἡσαΐας, ὅταν δι’
ἀποκαλυπτικῆς ὀπτασίας εἶδε τὴν
δόξαν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ
ἐκάθητο πρὸ τῆς ἐνανθρωπήσεώς του
εἰς θρόνον ὑψηλόν, καὶ ὡμίλησεν ἀκολούθως
περὶ αὐτῶν, ποὺ εἶδεν.
|
42
Ὅμως μέντοι καὶ ἐκ τῶν ἀρχόντων
πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν,
ἀλλὰ διὰ τοὺς Φαρισαίους οὐχ
ὡμολόγουν, ἵνα μὴ ἀποσυνάγωγοι
γένωνται· |
42
Ὅμως καὶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς
ἄρχοντας ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν,
ἀλλὰ διὰ τὸν φόβον τῶν
Φαρισαίων δὲν ὠμολογοῦσαν τὴν
πίστιν των, διὰ νὰ μὴ διωχθοῦν
ἀπὸ τὴν συναγωγὴν καὶ γίνουν
ἀποσυνάγωγοι. |
42
Μ’ ὅλα ταῦτα καὶ ἀπὸ τοὺς
ἄρχοντας πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν,
ἐξ αἰτίας ὅμως τῶν Φαρισαίων δὲν
ὡμολόγουν φανερὰ τὴν πίστιν των, διὰ
νὰ μὴ ἀφορισθοῦν καὶ διωχθοῦν
ἀπὸ τὴν συναγωγήν. |
43
ἠγάπησαν γὰρ τὴν δόξαν τῶν
ἀνθρώπων μᾶλλον ἤπερ τὴν δόξαν
τοῦ Θεοῦ. |
43
Καὶ τοῦτο, διότι εἶχαν ἀγαπήσει
τὴν δόξαν καὶ τὴν τιμὴν ἐκ
μέρους τῶν ἀνθρώπων περισσότερον,
παρὰ τὴν δόξαν καὶ τὴν τιμήν,
ποὺ θὰ τοὺς ἔδιδεν ὁ Θεός.
|
43
Τοὺς ἐφόβιζε δὲ ὁ ἀφορισμὸς
αὐτός, διότι ἠγάπησαν τὴν τιμὴν καὶ
ἐπιδοκιμασίαν τῶν ἀνθρώπων πολὺ περισσότερον,
παρὰ τὴν δόξαν καὶ ἐπιδοκιμασίαν τοῦ
Θεοῦ. |
44
Ἰησοῦς δὲ ἔκραξε καὶ εἶπεν·
ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ
πιστεύει εἰς ἐμέ, ἀλλ' εἰς
τὸν πέμψαντά με,
|
44
Ὁ Ἰησοῦς δὲ ἐφώναξε δυνατὰ
καὶ εἶπε· <ἐκεῖνος ποὺ
πιστεύει εἰς ἐμέ, δὲν πιστεύει
εἰς ἐμέ, ἀλλὰ εἰς τὸν
Θεὸν ποὺ μὲ ἔστειλε.
|
44
Ὁ Ἰησοῦς δὲ ἐφώναξε διὰ
νὰ τὸν ἀκούσουν ὅλοι καὶ εἶπε·
Διατί φοβεῖσθε νὰ ὁμολογήσετε τὴν
εἰς ἐμὲ πίστιν σας; Μάθετε, ὅτι ἐκεῖνος
ποὺ πιστεύει εἰς ἐμέ, δὲν πιστεύει
εἰς ἐμέ, ἀλλ’ εἰς τὸν Θεόν,
ὁ ὁποῖος μὲ ἔστειλε.
|
45
καὶ ὁ θεωρῶν ἐμὲ θεωρεῖ
τὸν πέμψαντά με. |
45
Καὶ ἐκεῖνος ποὺ βλέπει ἐμὲ
μὲ τὸ φῶς τῆς πίστεως, βλέπει
ἐκεῖνον ποὺ μὲ ἔστειλε. |
45
Καὶ ἐκεῖνος ποὺ μὲ τὰ
πνευματικὰ μάτια, τὰ ὁποῖα ἀνοίγει
καὶ φωτίζει ἡ πίστις, βλέπει ἐμέ, βλέπει
τὸν Πατέρα ποὺ μὲ ἀπέστειλεν εἰς
τὸν κόσμον. |
46
Ἐγὼ φῶς εἰς τὸν κόσμον
ἐλήλυθα, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων
εἰς ἐμὲ ἐν τῇ σκοτίᾳ
μὴ μείνῃ. |
46
Ἐγὼ φῶς πνευματικὸν ἦλθα εἰς
τὸν κόσμον, διὰ νὰ μὴ μείνῃ
εἰς τὸ σκοτάδι τῆς πλάνης καὶ
τῆς ἁμαρτίας κανένας ἀπὸ
ἐκείνους ποὺ πιστεύουν εἰς ἐμέ.
|
46
Ἐγὼ ἦλθα εἰς τὸν κόσμον διὰ
νὰ εἶμαι φῶς πνευματικὸν δι’ αὐτόν,
διὰ νὰ μὴ μείνῃ εἰς τὸ
ἠθικὸν σκότος τῆς ἁμαρτίας καὶ
τῆς πλάνης κανεὶς ἀπὸ ἐκείνους,
ποὺ πιστεύουν εἰς ἐμέ.
|
47
Καὶ ἐάν τίς μου ἀκούσῃ
τῶν ρημάτων καὶ μὴ πιστεύσῃ,
ἐγὼ οὐ κρίνῳ αὐτόν·
οὐ γὰρ ἦλθον ἵνα κρίνῳ
τὸν κόσμον, ἀλλ' ἵνα σώσω τὸν
κόσμον. |
47
Καὶ ἐὰν κανεὶς ἀκούσῃ
τοὺς λόγους μου καὶ δὲν τοὺς
πιστεύσῃ, ἐγὼ δὲν καταδικάζω
αὐτόν. Διότι δὲν ἦλθα τώρα
διὰ νὰ κρίνω τὸν κόσμον, ἀλλὰ
διὰ νὰ σώσω τὸν κόσμον. |
47
Καὶ ἐὰν κανεὶς ἀκούσῃ
τοὺς λόγους μου καὶ δὲν τοὺς πιστεύσῃ,
ὥστε νὰ ἐγκολπωθῇ αὐτοὺς
καὶ νὰ τοὺς τηρήσῃ εἰς τὸν
βίον του, ἐγὼ δὲν καταδικάζω αὐτὸν
ἀπὸ τώρα, οὔτε θὰ εἶμαι ἐγὼ
ὁ κύριος αἴτιος τῆς καταδίκης του. Διότι
δὲν ἦλθα διὰ νὰ κατακρίνω τὸν
κόσμον, ἀλλὰ διὰ νὰ σώσω τὸν
κόσμον. |
48
Ὁ ἀθετῶν ἐμὲ καὶ μὴ
λαμβάνων τὰ ρήματά μου, ἔχει
τὸν κρίνοντα αὐτόν· ὁ λόγος
ὃν ἐλάλησα, ἐκεῖνος κρινεῖ
αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ
ἡμέρᾳ· |
48
Αὐτός, ποὺ παρακούει εἰς ἐμὲ
καὶ δὲν δέχεται τὰ λόγια μου,
ἔχει ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος
μέλλει νὰ τὸν κρίνῃ· ἐκεῖνος
δηλαδὴ ποὺ θὰ τὸν κρίνῃ
καὶ θὰ τὸν δικάσῃ κατὰ
τὴν μεγάλην ἡμέραν τῆς κρίσεως,
θὰ εἶναι ὁ λόγος τὸν ὁποῖον
ἐγὼ ἐκήρυξα. |
48
Ἐκεῖνος ποὺ μὲ παρακούει καὶ
δὲν δέχεται τὰ λόγια μου, ἔχει μόνος του
δημιουργήσει αὐτόν, ποὺ θὰ τὸν καταδικάσῃ·
ὁ λόγος τὸν ὁποῖον ἐλάλησα,
ἐκεῖνος θὰ τὸν κρίνῃ κατὰ
τὴν ἐσχάτην ἡμέραν τῆς παγκοσμίου
Κρίσεως. |
49
ὅτι ἐγὼ ἐξ ἐμαυτοῦ οὐκ
ἐλάλησα, ἀλλ' ὁ πέμψας με πατὴρ
αὐτός μοι ἐντολὴν ἔδωκε τί
εἴπω καὶ τί λαλήσω·
|
49
Διότι ἐγὼ δὲν ἐδίδαξα
τίποτε ἀπὸ τὸν εὐατόν
μου, ἀλλὰ ὁ Πατήρ, ὁ ὁποῖος
μὲ ἔστειλε εἰς τὸν κόσμον, ἐκεῖνος
μοῦ ἔδωσεν ἐντολὴν τί νὰ
εἴπω καὶ τί νὰ διδάξω.
|
49
Θὰ κρίνῃ δὲ ὁ λόγος μου κάθε ἄπιστον
κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην, διότι ἐγὼ
δὲν ἐλάλησα ποτὲ ἀπὸ τὸν
ἑαυτόν μου, ἀλλ’ ὁ Πατήρ, ποὺ μὲ
ἀπέστειλεν, αὐτὸς μοῦ ἔδωκεν
ἐντολήν, τί νὰ διδάξω καὶ μὲ ποίους
λόγους νὰ τὸ εἴπω. |
50
καὶ οἶδα ὅτι ἡ ἐντολὴ
αὐτοῦ ζωὴν αἰώνιόν ἐστιν.
Ἂ οὖν λαλῶ ἐγώ, καθὼς
εἴρηκέ μοι ὁ πατήρ, οὕτω λαλῶ.
|
50
Καὶ γνωρίζω ὅτι ἡ ἐντολὴ
τοῦ Θεοῦ εἶναι ζωὴ αἰώνιος,
διότι ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπον εἰς
τὴν αἰώνιον ζωήν. Ἐκεῖνα,
λοιπόν, τὰ ὁποῖα ἐγὼ λαλῶ,
σᾶς τὰ διδάσκω, ὅπως ἀκριβῶς
μοῦ τὰ ἔχει εἴπει ὁ Πατήρ>.
|
50
Καὶ γνωρίζω, ὅτι ἡ ἐντολή του εἶναι
ζωὴ αἰώνιος, διότι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ
ἐγκλείει ζωοποιὸν καὶ ἀνακαινιστικὴν
δύναμιν. Δι’ αὐτὸ λοιπὸν καὶ ἐγώ,
ποὺ ἦλθα διὰ νὰ σᾶς μεταδώσω
ζωὴν αἰώνιον, ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα
λέγω καὶ διδάσκω, ὅπως μου τὰ ἔχει
εἴπει ὁ Πατήρ, ἔτσι ἀκριβῶς
τὰ λέγω καὶ τὰ διδάσκω. |