Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ρὸ
δὲ τῆς ἑορτῆς τοῦ πάσχα
εἰδὼς ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐλήλυθεν
αὐτοῦ ἡ ὥρα ἵνα μεταβῇ
ἐκ τοῦ κόσμου τούτου πρὸς τὸν
πατέρα, ἀγαπήσας τοὺς ἰδίους
τοὺς ἐν τῷ κόσμῳ, εἰς
τέλος ἠγάπησεν αὐτούς.
|
ρὸ
τῆς ἑορτῆς δὲ τοῦ Πάσχα,
ἐπειδὴ ἐγνώριζεν ὁ Ἰησοῦς
καθαρώτατα, ὅτι ἔφθασε ἡ προσδιωρισμένη
ἀπὸ τὸν Θεὸν ὥρα, νὰ προσφέρῃ
τὴν μεγάλη θυσίαν καὶ νὰ μεταβῇ
ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτὸν πρὸς
τὸν Πατέρα, καὶ τώρα μὲ στοργικωτάτην
καὶ τελεία ἀγάπην ἠγάπησε
τοὺς μαθητάς του, τοὺς ὁποίους
καθὸ ἰδικούς του ἰδιαιτέρως
εἶχε ἀγαπήσει εἰς τὸν κόσμον
αὐτόν. |
ροτοῦ
ἔλθῃ δὲ ἡ ἑορτὴ τοῦ
Πάσχα, ἐπειδὴ ἐγνώριζεν ὁ Ἰησοῦς,
ὅτι ἦλθεν ἡ προκαθωρισμένη ἀπὸ
τὴν θείαν Πρόνοιαν ὥρα του νὰ φύγῃ
ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτὸν καὶ
νὰ μεταβῇ πρὸς τὸν Πατέρα του, εἰς
τοὺς ἰδικούς του, τοὺς ὁποίους τώρα
ἄφινεν εἰς τὸν κόσμον, καὶ τοὺς
ὁποίους καθ’ ὅλην τὴν διάρκειαν τῆς
γνωριμίας των εἶχεν ἀγαπήσει, ἔδειξεν εἰς
αὐτοὺς καὶ τώρα θερμὴν καὶ στοργικωτάτην
ἀγάπην. |
2
Καὶ δείπνου γενομένου, τοῦ διαβόλου
ἤδη βεβληκότος εἰς τὴν καρδίαν
Ἰούδα Σίμωνος Ἰσκαριώτου ἵνα
αὐτὸν παραδῶ, |
2
Καὶ ὅταν εἶχε ἐτοιμασθῇ τὸ
δεῖπνον, ὅταν πλέον καὶ ὁ διάβολος
εἶχε βάλει μέσα εἰς τὴν καρδίαν
τοῦ Ἰούδα τοῦ Ἰσκαριώτου,
υἱοῦ τοῦ Σίμωνος, τὴν κακὴν
σκέψιν καὶ ἀπόφασιν, νὰ τὸν
παραδώσῃ εἰς τοὺς ἐχθρούς
του, |
2
Καὶ ὅταν εἶχεν ἐτοιμασθῇ δεῖπνον,
εἰς καιρὸν ποὺ ὁ διάβολος εἶχε
πλέον βάλει μέσα εἰς τὴν καρδίαν τοῦ Ἰσκαριώτου
Ἰούδα, υἱοῦ τοῦ Σίμωνος, τὴν
πονηρὰν σκέψιν καὶ ἀπόφασιν νὰ τὸν
παραδώσῃ εἰς τοὺς σταυρωτάς του,
|
3
εἰδὼς ὁ Ἰησοῦς ὅτι πάντα
δέδωκεν αὐτῷ ὁ πατὴρ εἰς
τὰς χεῖρας, καὶ ὅτι ἀπὸ
Θεοῦ ἐξῆλθε καὶ πρὸς τὸν
Θεὸν ὑπάγει, |
3
ὁ Ἰησοῦς, ἂν καὶ ἐγνώριζε
πολὺ καλὰ ὅτι ὁ Πατὴρ τοῦ
εἶχε παραδώσει τὰ πάντα εἰς
τὰ χέρια του καὶ ὅτι ἀπὸ
τὸν Θεὸν ἐξῆλθε, διὰ νὰ
ἔλθῃ εἰς τὸν κόσμον καὶ
πρὸς τὸν Θεὸν τώρα ἐπιστρέφει,
|
3
ὁ Ἰησοῦς μολονότι εἶχεν ἐπίγνωσιν
τοῦ θεοπρεποῦς μεγαλείου του καὶ ἐγνώριζεν,
ὅτι τοῦ εἶχε παραδώσει ὁ Πατὴρ
τὰ πάντα εἰς τὰς χεῖρας καὶ
εἰς τὴν ἐξουσίαν του καὶ ὅτι
ἀπὸ τὸν Θεὸν ἐγεννήθη καὶ
ἀπεστάλη εἰς τὸν κόσμον καὶ εἰς
τὸν Θεὸν ἐπρόκειτο μετ’ ὀλίγον νὰ
ἐπιστρέψῃ πάλιν, ἐν τούτοις ὑπηρέτησεν
ἤδη τοὺς μαθητάς του ὡς δοῦλος.
|
4
ἐγείρεται ἐκ τοῦ δείπνου καὶ
τίθησι τὰ ἱμάτια, καὶ λαβὼν
λέντιον διέζωσεν ἑαυτόν.
|
4
παρὰ τὸ θεῖον καὶ ἄπειρον μεγαλεῖον
του, σηκώνεται ἀπὸ τὸ τραπέζι,
διὰ νὰ ἀναλάβῃ ἔργον δούλου
καὶ βγάζει τὰ ἐξωτερικά του
ἐνδύματα καὶ ἀφοῦ ἐπῆρε
μίαν ποδιάν, ἐζώσθη μὲ αὐτήν.
|
4
Σηκώνεται δηλαδὴ ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ
δείπνου εἰς ὤραν, ποὺ εἶχαν καταλάβει
ὅλοι τὰς θέσεις των εἰς αὐτὸ
καὶ βγάζει τὰ ἐξωτερικά του ἐνδύματα
καὶ ἀφοῦ ἔλαβε μίαν ἐμπροσθέλλαν
ἐζώσθη μὲ αὐτήν. |
5
Εἴτα βάλλει ὕδωρ εἰς τὸν νιπτῆρα,
καὶ ἤρξατο νίπτειν τοὺς πόδας
τῶν μαθητῶν καὶ ἐκμάσσειν τῷ
λεντίῳ ᾧ ἦν διεζωσμένος.
|
5
Ἔπειτα ρίπτει νερὸ εἰς τὴν λεκάνην,
ὅπου ἔπλυναν τὰ πόδια οἱ ἄνθρωποι
τοῦ σπιτιοῦ καὶ ἤρχισε νὰ πλύνῃ
τὰ πόδια τῶν μαθητῶν καὶ νὰ
τὰ σπογγίζῃ μὲ τὴν πετσέτα,
μὲ τὴν ὁποία ἦτο ζωσμένος.
|
5
Ἔπειτα ρίπτει νερὸ εἰς τὴν λεκάνην
τοῦ νιψίματος καὶ ἤρχισε νὰ πλύνῃ
τοὺς πόδας τῶν μαθητῶν καὶ νὰ
τοὺς σφογγίζῃ μὲ τὴν πετσέταν, μὲ
τὴν ὁποίαν ἦτο ζωσμένος.
|
6
Ἔρχεται οὖν πρὸς Σίμωνα Πέτρον,
καὶ λέγει αὐτῷ ἐκεῖνος·
Κύριε, σύ μου νίπτεις τοὺς πόδας;
|
6
Ἔρχεται, λοιπόν, καὶ πρὸς τὸν
Σίμωνα Πέτρον καὶ λέγει εἰς
αὐτὸν ἐκεῖνος· <Κύριε,
σὺ ὁ Διδάσκαλος καὶ ὁ Κύριος
θὰ μοῦ πλύνῃς τὰ πόδια;>.
|
6
Ἔρχεται λοιπὸν πρὸς τὸν Σίμωνα Πέτρον
διὰ νὰ πλύνῃ καὶ τούτου τοὺς
πόδας καὶ λέγει εἰς αὐτὸν ἐκεῖνος·
Κύριε, σὺ ὁ Διδάσκαλος καὶ Θεός μου θὰ
μοῦ νίψῃς τοὺς πόδας;
|
7
Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν
αὐτῷ· ὃ ἐγὼ ποιῶ,
σὺ οὐκ οἶδᾳς ἄρτι, γνώσῃ
δὲ μετὰ ταῦτα. |
7
Ἀπήντησε ὁ Ἰησοῦς καὶ
τοῦ εἶπε· <τί σημαίνει αὐτό,
τὸ ὁποῖον ἐγὼ κάμνω, δὲν
τὸ καταλαβαίνεις τώρα, θὰ τὸ
γνωρίσῃς καὶ θὰ τὸ ἐννοήσῃς
ὕστερα ἀπὸ αὐτά>.
|
7
Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ τοῦ
εἶπε· Τὴν σημασίαν καὶ τὴν ἔννοιαν
αὐτοῦ, τὸ ὁποῖον ἐγὼ
πράττω αὐτὴν τὴν στιγμήν, σὺ δὲν
τὴν ἐννοεῖς τώρα, θὰ τὴν καταλάβῃς
ὅμως ὑστερώτερα. |
8
Λέγει αὐτῷ Πέτρος· οὐ μὴ
νίψῃς τοὺς πόδας μου εἰς τὸν
αἰῶνα. Ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ
Ἰησοῦς· ἐὰν μὴ νίψω
σε, οὐκ ἔχεις μέρος μετ' ἐμοῦ.
|
8
Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Πέτρος·
<ποτὲ εἰς τὸν αἰῶνα τὸν
ἅπαντα δὲν θὰ δεχθῶ νά μοῦ
πλύνῃς ἐσὺ τὰ πόδια>.
Ἀπήντησεν εἰς αὐτὸν ὁ
Ἰησοῦς· <ἐὰν δὲν σοῦ
πλύνω τώρα τὰ πόδια, ἐὰν
μὲ ταπεινοφροσύνην καὶ ἐμπιστοσύνην
εἰς ἐμὲ δὲν ὑπακούσῃς,
δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχῃς
πλέον μέρος μαζῆ μου>.
|
8
Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Πέτρος· Ποτὲ
δὲν θὰ δεχθῶ νὰ μοῦ πλύνῃς
σὺ τὰ πόδια. Ἀπεκρίθη εἰς αὐτὸν
ὁ Ἰησοῦς· Ἐὰν δὲν
διδαχθῇς ἀπὸ τὸ παράδειγμα τῆς
ταπεινοφροσύνης, ποὺ σᾶς δίδω, ἀλλ’ ἑξακολουθήσῃς
νὰ ἀνθίστασαι ἐγωϊστικῶς διὰ
νὰ μὴ σὲ νίψω, δὲν ἔχεις καμμίαν
θέσιν μαζί μου, οὔτε θὰ συμμετάσχῃς εἰς
τὴν δόξαν μου. |
9
Λέγει αὐτῷ Σίμων Πέτρος·
Κύριε, μὴ τοὺς πόδας μου μόνον,
ἀλλὰ καὶ τὰς χεῖρας καὶ
τὴν κεφαλήν. |
9
Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Σίμων
Πέτρος· <Κύριε, ἐὰν ἡ
ἀνυπακοή μου αὐτὴ πρόκειται
νὰ μὲ χωρίσῃ ἀπὸ σέ,
τότε πλύνε μου ὄχι μόνον τὰ
πόδια, ἀλλὰ καὶ τὰ χέρια
καὶ τὸ κεφάλι>. |
9
Λέγει τότε πρὸς αὐτὸν ὁ Σίμων Πέτρος·
Κύριε, ἂν πρόκειται νὰ πάθω τὴν συμφορὰν
αὐτήν, πλύνε ὄχι μόνον τὰ πόδια μου, ἀλλὰ
καὶ τὰς χεῖρας καὶ τὴν κεφαλήν
μου. |
10
Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς·
ὁ λελουμένος οὐ χρείαν ἔχει
ἢ τοὺς πόδας νίψασθαι, ἀλλ'
ἔστι καθαρὸς ὅλος· καὶ ὑμεῖς
καθαροὶ ἐστε, ἀλλ' οὐχὶ πάντες.
|
10
Τοῦ λέγει ὁ Ἰησοῦς· <ἐκεῖνος
ποὺ εἶναι λουσμένος εἰς ὁλόκληρον
τὸ σῶμα, δὲν ἔχει ἀνάγκην
παρὰ μόνον τὰ πόδια νὰ πλύνῃ,
ποὺ λερώνονται εὔκολα καθὼς βαδίζει
εἰς τὸν δρόμον, διότι εἶναι
καθαρὸς κατὰ τὸ ὑπόλοιπον σῶμα.
Καὶ σεῖς, παρὰ τὰς μικρὰς ἀτελείας
ποὺ παρουσιάζετε, εἶσθε καθαροὶ πνευματικῶς.
Ἀλλὰ ὄχι ὅλοι>.
|
10
Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς·
Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει λούσει ὁλόκληρον
τὸ σῶμα του, δὲν ἔχει ἀνάγκην
παρὰ νὰ πλύνῃ τὰ πόδια του μόνον,
τὰ ὁποῖα λερώνονται διαρκῶς ἀπὸ
τὴν σκόνην καὶ τὴν λάσπην τοῦ ἐδάφους.
Τὸ ὑπόλοιπον ὅμως σῶμα του παραμένει
ὁλόκληρον καθαρόν. Ἔτσι καὶ σεῖς,
ποὺ προσεκολλήθητε εἰς ἐμὲ καὶ
ἐχωρίσθητε διὰ παντὸς ἀπὸ τὴν
ἁμαρτίαν. Μόνον ἀπὸ ἐλαφροὺς
τίνας μολυσμούς, εἰς τοὺς ὁποίους ἐξ
ἀσθενείας συναρπάζεσθε, ἔχετε ἀνάγκην νὰ
καθαρίζεσθε. Κατὰ τὰ ἄλλα δὲ εἶσθε
καθαροί· δυστυχῶς ὅμως δὲν εἶσθε
καθαροὶ ὅλοι. |
11
Ἦδει γὰρ τὸν παραδιδόντα αὐτόν·
διὰ τοῦτο εἶπεν· οὐχὶ πάντες
καθαροί ἐστε. |
11
Καὶ εἶπεν ὁ Κύριος ὅτι δὲν
εἶσθε καθαροὶ ὅλοι, διότι ἐγνώριζε
ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἔμελλε
νὰ τὸν παραδώσῃ.
|
11
Καὶ εἶπε τοῦτο ὁ Ἰησοῦς,
διότι ἐγνώριζεν ἐκεῖνον, ποὺ ἐπρόκειτο
νὰ τὸν παραδώσῃ εἰς τοὺς σταυρωτάς
του. Δι’ αὖτο εἶπε· Δὲν εἶσθε
ὅλοι καθαροί. |
12
Ὅτε οὖν ἔνιψε τοὺς πόδας αὐτῶν
καὶ ἔλαβε τὰ ἱμάτια αὐτοῦ,
ἀναπεσὼν πάλιν εἶπεν αὐτοῖς·
γινώσκετε τί πεποίηκα ὑμῖν;
|
12
Ὅταν, λοιπόν, ἔπλυνε τὰ πόδια
των καὶ ξαναφόρεσε τὰ ἐξωτερικά
του ἐνδύματα, ἐκάθισε πάλιν
κοντὰ εἰς τὸ τραπέζι καὶ τοὺς
εἶπε· <γνωρίζετε τί νόημα
ἔχει αὐτό, τὸ ὁποῖον ἔκαμα
εἰς σᾶς; |
12
Ὅταν λοιπὸν ἔπλυνε τὰ πόδια των καὶ
ξαναφόρεσε τὰ ἐξωτερικὰ ἐνδύματά του,
ἑξαπλώθη πάλιν πλησίον τῆς τραπέζης καὶ
τοὺς εἶπε· Γνωρίζετε τὴν σημασίαν αὐτοῦ,
ποὺ σᾶς ἔκαμα διὰ νὰ σᾶς
διδάξω; |
13
Ὑμεῖς φωνεῖτέ με, ὁ Διδάσκαλος
καὶ ὁ Κύριος, καὶ καλῶς λέγετε·
εἰμὶ γάρ. |
13
Θὰ σᾶς τὸ ἐξηγήσω. Σεῖς
μὲ ὀνομάζετε, ὁ Διδάσκαλος καὶ
ὁ Κύριος καὶ καλὰ λέτε. Διότι
πράγματι εἷμαι. |
13
Ἰδοὺ αὐτή· Σεῖς μὲ φωνάζετε·
ὁ Διδάσκαλος καὶ ὁ Κύριος. Καὶ καλῶς
λέγετε. Διότι εἶμαι καὶ ὁ Διδάσκαλος καὶ
ὁ Κύριος. |
14
Εἶ οὖν ἐγὼ ἔνιψα ὑμῶν
τοὺς πόδας, ὁ Κύριος καὶ ὁ
Διδάσκαλος, καὶ ὑμεῖς ὀφείλετε
ἀλλήλων νίπτειν τοὺς πόδας.
|
14
Ἐάν, λοιπόν, ἐγώ, ὁ Κύριος
καὶ ὁ Διδάσκαλος, ἔπλυνα τὰ
πόδια σας, ὀφείλετε καὶ σεῖς
μὲ ταπεινοφροσύνη καὶ ἀγάπην
νὰ πλύνετε ὁ ἔνας τοῦ ἄλλου
τὰ πόδια. |
14
Ἐὰν λοιπὸν ἔπλυνα τὰ πόδια σας,
ἐγώ, ποὺ εἶμαι ὁ Κύριος καὶ
ὁ Διδάσκαλος, ὀφείλετε πολὺ περισσότερον
καὶ σεῖς ὑπὸ τῆς ταπεινοφροσύνης
καὶ τῆς ἀγάπης ἐμπνεόμενοι νὰ
πλύνετε μεταξύ σας ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου
τὰ πόδια καὶ νὰ ἔχετε τὴν διάθεσιν
καὶ εἰς τὴν ταπεινωτικωτέραν ὑπηρεσίαν
χάριν τοῦ πλησίον νὰ ὑποβληθῆτε.
|
15
Ὑπόδειγμα γὰρ δέδωκα ὑμῖν,
ἵνα καθὼς ἐγὼ ἐποίησα
ὑμῖν, καὶ ὑμεῖς ποιῆτε.
|
15
Διότι ἐγὼ σᾶς ἔδωσα ἕνα
τέλειον παράδειγμα, νὰ πράττετε καὶ
σεῖς ὅπως καὶ ἐγὼ ἔπραξα
εἰς σᾶς. |
15
Διότι μὲ αὐτὸ ποὺ σᾶς ἔκαμα,
σᾶς ἔδωκα τέλειον παράδειγμα, ὥστε καθὼς
ἐγὼ ἔκαμα εἰς σᾶς, ἔτσι
καὶ σεῖς νὰ κάνετε ὁ ἕνας εἰς
τὸν ἄλλον καὶ ἐξ ἀγάπης νὰ
ταπεινοῦσθε καὶ νὰ ὑπηρετῆσθε
μεταξύ σας. |
16
Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν,
οὐκ ἔστι δοῦλος μείζων τοῦ κυρίου
αὐτοῦ, οὐδὲ ἀπόστολος
μείζων τοῦ πέμψαντος αὐτόν.
|
16
Σᾶς διαβεβαιώνω, ὅτι δὲν ὑπάρχει
δοῦλος ἀνώτερος ἀπὸ τὸν
κύριόν του οὔτε ἀπεσταλμένος
μεγαλύτερος ἀπὸ ἐκεῖνον, ποὺ
τὸν ἔστειλε. Ἐγὼ εἶμαι ὁ
Κύριος καὶ ὁ Διδάσκαλος, σεῖς
δὲ οἱ δοῦλοι καὶ οἱ Ἀπόστολοί
μου. Ἐὰν ἐγὼ τόσον ἐταπεινώθηκα
ἀπέναντί σας, ὥστε νὰ πλύνω
τὰ πόδια σας καὶ σεῖς, ποὺ εἶσθε
σύνδουλοι καὶ συνάδελφοι μεταξύ σας,
πρέπει νὰ ὑπηρετῆτε ὁ ἔνας
τὸν ἄλλον μὲ πρόθυμον ταπεινοφροσύνην
καὶ ἀγάπην. |
16
Ἀληθῶς, ἀληθῶς σᾶς λέγω, δὲν
εἶναι δοῦλος μεγαλύτερος καὶ ἀνώτερος
ἀπὸ τὸν κύριον του, οὔτε ἀπεσταλμένος
μεγαλύτερος ἀπὸ ἐκεῖνον, ποὺ
τὸν ἔστειλεν. Ἐὰν λοιπὸν ἐγώ,
τοῦ ὁποίου εἶσθε δοῦλοι καὶ
ἀπόστολοι, ἐταπεινώθην ἐξ ἀγάπης καὶ
σᾶς ὑπηρέτησα, πολὺ περισσότερον ὀφείλετε
νὰ τὸ πράξετε καὶ σεῖς εἰς τοὺς
ἄλλους, οἱ ὁποίοι δὲν εἶναι
δοῦλοι σας, ἀλλὰ συνάδελφοι καὶ σύνδουλοί
σας. |
17
Εἰ ταῦτα οἴδατε, μακάριοι ἔστε
ἐὰν ποιῆτε αὐτά.
|
17
Ἐὰν καταλαβαίνετε καλὰ αὐτὰ
ποὺ σᾶς εἶπα, θὰ εἶσθε μακάριοι,
ἐὰν τὰ ἐφαρμόζετε. |
17
Ἐὰν γνωρίζετε καὶ καταλαβαίνετε αὐτὰ
ποὺ σᾶς εἶπον, εἶσθε μακάριοι ἐὰν
τὰ ἐπιτελῆτε. |
18
Οὐ περὶ πάντων ὑμῶν λέγω·
ἐγὼ οἶδα οὓς ἐξελεξάμην·
ἀλλ' ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ, ὁ
τρώγων μετ' ἐμοῦ τὸ ἄρτον
ἐπῇρεν ἐπ' ἐμὲ τὴν πτέρναν
αὐτοῦ. |
18
Καὶ αὐτὰ δὲν τὰ λέγω δι'
ὅλους σας, διότι δὲν εἶσθε ὅλοι
πρόθυμοι να τὰ τηρήσετε. Ἐγὼ
εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς ξέρω πολὺ
καλὰ ποίας ποιότητος ἄνθρωποι ἦσαν
αὐτοὶ τοὺς ὁποίους ἐξέλεξα
ὡς στενούς μου μαθητάς. Ἐγνώριζα
πολὺ καλὰ ὅτι καὶ ἔνας ἀνάξιος
εἰσεχώρησε μεταξύ σας, διὰ νὰ
ἐκπληρωθῇ ἔτσι ἡ προφητεία τῆς
Γραφῆς· Ἐκεῖνος ποὺ τρώγει
συνεχῶς μαζῆ μου ὡς φίλος τὸ
ψωμὶ εἰς τὸ αὐτὸ τραπέζι,
ἐσήκωσε τὴν πτέρναν του καὶ
μὲ ἐκλώτσησε. |
18
Καὶ ὅταν σᾶς προτρέπω νὰ ἐφαρμόζετε
ταῦτα διὰ νὰ γίνετε μακάριοι, δὲν
λέγω τοῦτο δι’ ὅλους σας· Ἐγὼ
ἀπὸ τῆς πρώτης στιγμῆς τῆς ἐκλογῆς
ἠξεύρω καλὰ τί εἴδους ἄνθρωποι ἦσαν
ἐκεῖνοι, τοὺς ὁποίους ἐξέλεξα
διὰ τὸ ἀποστολικὸν ἀξίωμα. Ἐν
γνώσει μου ὄμως εἰσεχώρησε μεταξύ σας καὶ
κάποιος ἀνάξιος, διὰ νὰ πληρωθῇ ὁ
προφητικὸς λόγος τῆς Γραφῆς· Ἐκεῖνος
ποὺ τρώγει μαζί μου ὡς οἰκεῖος καὶ
φίλος μου τὸν ἄρτον τῆς τραπέζης μου, ἐσήκωσεν
ἐναντίον μου τὴν πτέρναν του καὶ μὲ
ἐκλώτσησε. |
19
Ἐπ' ἄρτι λέγω ὑμῖν πρὸ
τοῦ γενέσθαι, ἵνα ὅταν γένηται
πιστεύσητε ὅτι ἐγώ εἰμι.
|
19
Σᾶς ἀναγγέλῳ αὐτὰ ἀπὸ
τώρα, πρὶν πραγματοποιηθοῦν, ὥστε
ὅταν ἡ προδοσία γίνῃ, νὰ
πιστεύσετε ὅτι ἐγὼ εἶμαι ὁ
Χριστός, διὰ τὸν ὁποῖον ὅλα
αὐτὰ εἶχαν προαναγγείλει οἱ
προφῆται. |
19
Σᾶς προλέγω ἀπὸ τώρα, ὅτι θὰ
μὲ κλωτσήσῃ καὶ θὰ μὲ προδώσῃ
κάποιος, προτοῦ νὰ πραγματοποιήσῃ ἡ
ἐπιβουλὴ καὶ ἡ προδοσία αὐτή,
ὥστε ὅταν γίνῃ νὰ πιστεύσετε, ὅτι
ἐγὼ εἶμαι ὁ Μεσσίας, ποὺ προανήγγειλαν
οἱ προφῆται. |
20
Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν,
ὁ λαμβάνων ἐάν τινα πέμψω, ἐμὲ
λαμβάνει, ὁ δὲ ἐμὲ λαμβάνων
λαμβάνει τὸν πέμψαντά με.
|
20
Σᾶς διαβεβαιώνω, ὅτι ἐκεῖνος
ποὺ δέχεται κάποιον ποὺ ἐγὼ
θὰ στείλω, δέχεται ἐμέ. Καὶ
ἐκεῖνος ποὺ δέχεται ἐμέ,
δέχεται αὐτὸν ποὺ μ' ἔστειλε.
Ἐπομένως ἐκεῖνος ποὺ δέχεται
σᾶς τοὺς μαθητὰς καὶ ᾿Αποστόλους
μου, εἶναι ὡσὰν νὰ δέχεται ἐμὲ
καὶ τὸν Πατέρα>. |
20
Σᾶς ὠνόμασα προηγουμένως δούλους καὶ ἀποστόλους
μου. Μὴ νομίσετε, ὅτι μὲ αὐτὸ
ἐλαττοῦται ἡ ἀξία σας. Σᾶς διαβεβαιῶ
κατηγορηματικῶς ὅτι, ἐκεῖνος ποὺ
δέχεται κάποιον, ποὺ θὰ στείλω ἐγώ, δέχεται
ἐμέ. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ δέχεται
ἐμέ, δέχεται τὸν Πατέρα μου, ποὺ μὲ
ἔστειλεν εἰς τὸν κόσμον.
|
21
Ταῦτα εἰπὼν ὁ Ἰησοῦς ἐταράχθη
τῷ πνεύματι, καὶ ἐμαρτύρησε
καὶ εἶπεν· ἀμὴν ἀμὴν
λέγω ὑμῖν ὅτι εἶς ἐξ ὑμῶν
παραδώσει με. |
21
Ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ ὁ Ἰησοῦς,
ἐταράχθη ἐσωτερικῶς πολύ, διότι
εἶδε μὲ ἀπέραντον λύπην τὸ
φρικτὸν κατάντημα τοῦ προδότου μαθητοῦ
καὶ καθαρὰ καὶ ξάστερα ἐμαρτύρησε
περὶ αὐτοῦ καὶ εἶπε· <σᾶς
ἀποκαλύπτω καὶ σᾶς διαβεβαιώνω
κατὰ τὸν πλέον ἐπίσημον τρόπον,
ὅτι ἔνας ἀπὸ σᾶς θὰ μὲ
παραδώσῃ>. |
21
Ὅταν εἶπε ταῦτα ὁ Ἰησοῦς,
λυπούμενος διὰ τὸ κατάντημα τοῦ Ἰούδα,
ἐταράχθη εἰς τὸ βάθος τῆς ψυχῆς
του καὶ ἔδωκε καθαρὰν καὶ σαφῆ
μαρτυρίαν περὶ τοῦ προδότου καὶ εἶπεν·
Ὀσονδήποτε καὶ ἂν σᾶς φανῇ ἀπίστευτον,
ἐν πάσῃ ἀληθείᾳ σᾶς λέγω, ὅτι
ἕνας ἀπὸ σᾶς θὰ μὲ παραδώσῃ
εἰς τοὺς ἐχθρούς μου.
|
22
Ἔβλεπον οὖν εἰς ἀλλήλους οἱ
μαθηταί, ἀπορούμενοι περὶ τίνος
λέγει. |
22
Ἐκύτταζαν τότε μὲ ἀνησυχίαν
καὶ φόβον ὁ ἔνας τὸν ἄλλον
οἱ μαθηταὶ καὶ
εὑρίσκοντο εἰς ἀπορίαν διὰ
ποῖον τὰ ἔλεγε αὐτὰ ὁ
Κύριος. |
22
Κατόπιν λοιπὸν τῆς βεβαιώσεως αὐτῆς,
ποὺ δὲν τὴν ἐπερίμενε κανείς, οἱ
μαθηταὶ ἔβλεπαν μεταξύ των ὁ ἕνας
τὸν ἄλλον καὶ εὑρίσκοντο εἰς
ἀπορίαν διὰ ποῖον ἔλεγε τοῦτο
ὁ Κύριος. |
23
Ἦν δὲ ἀνακείμενος εἶς ἐκ
τῶν μαθητῶν αὐτοῦ ἐν τῷ
κόλπῳ τοῦ Ἰησοῦ, ὃν ἠγάπα
ὁ Ἰησοῦς·
|
23
Κατὰ τὴν ὥραν ἐκείνην εἶχε
γείρει εἰς τὸ στῆθος τοῦ Ἰησοῦ
ἔνας ἀπὸ τοὺς μαθητάς του -
ὁ Ἰωάννης - τὸν ὁποῖον
ἰδιαιτέρως ἀγαποῦσε ὁ Ἰησοῦς.
|
23
Κατ’ ἐκείνην δὲ τὴν στιγμὴν ἦτο
γυρμένος πλησίον εἰς τὸ στῆθος τοῦ
Ἰησοῦ ἕνας ἀπὸ τοὺς μαθητάς
του, τὸν ὁποῖον ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς.
Αὐτὸς δὲ ἦτο ὁ Ἰωάννης,
ὁ συγγραφεὺς τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ
ὁποῖος ἐκ ταπεινοφροσύνης ἀποφεύγει
νὰ ἀναφέρῃ τὸ ὄνομά του.
|
24
νεύει οὖν τούτῳ Σίμων Πέτρος
πυθέσθαι τίς ἂν εἴη περὶ οὐ
λέγει. |
24
Ἔκαμε, λοιπόν, νόημα εἰς αὐτὸν
ὁ Σίμων Πέτρος, νὰ ἐρωτήσῃ
ποιὸς ἆράγε εἶναι αὐτός,
διὰ τὸν ὁποῖον λέγει ὁ
διδάσκαλος. |
24
Ἔκαμε λοιπὸν πρὸς αὐτὸν νεῦμα
ὁ Σίμων Πέτρος νὰ ἐρωτήσῃ, ποῖος
ἄραγε νὰ εἶναι ἐκεῖνος, περὶ
τοῦ ὁποίου εἶπε τοῦτο ὁ Ἰησοῦς.
|
25
Ἐπιπεσὼν δὲ ἐκεῖνος ἐπὶ
τὸ στῆθος τοῦ Ἰησοῦ λέγει
αὐτῷ· Κύριε, τίς ἐστιν;
|
25
Ἀφοῦ δὲ ἔπεσε μὲ στοργὴν
καὶ εὐλάβειαν ἐκεῖνος εἰς
τὸ στῆθος τοῦ Ἰησοῦ, τὸν
ἠρώτησε· <Κύριε, ποιὸς εἶναι
ἐκεῖνος ποὺ θὰ σὲ παραδώσῃ;>
|
25
Ἔπεσε δὲ ἐκεῖνος μὲ πολλὴν
στοργὴν εἱς τὸ στῆθος τοῦ Ἰησοῦ
καὶ τοῦ εἶπε· Κύριε, ποῖος εἶναι
αὐτός, ποὺ θὰ σὲ προδώσῃ,
|
26
Ἀποκρίνεται ὁ Ἰησοῦς· ἐκεῖνός
ἐστιν ᾧ ἐγὼ βάψας τὸ ψωμίον
ἐπιδώσω. Καὶ ἐμβάψας τὸ
ψωμίον δίδωσιν Ἰούδᾳ Σίμωνος
Ἰσκαριώτῃ. |
26
Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς· <εἶναι
ἐκεῖνος πρὸς τὸν ὁποῖον
ἐγώ, εἰς ἀπόδειξιν τῆς
ἀγάπης μου, θὰ τοῦ δώσω ψωμί,
ἀφοῦ προηγουμένως τὸ βουτήξω
εἰς τὸν ζωμόν>. Καὶ ἀφοῦ
πράγματι ἐβούτηξε εἰς τὸ πιάτο
ἕνα κόμματι ψωμί, τὸ ἔδωσεν
εἰς τὸν Ἰούδαν τὸν Ἰσκαριώτην,
τὸν υἱὸν τοῦ Σίμωνος, διὰ
νὰ τοῦ δείξῃ μὲ τὸν τρόπον
αὐτόν, ὅτι καὶ αὐτὴν ἀκόμη
τὴν στιγμὴν τὸν κατεδίωκε μὲ
τὴν ἀγάπην καὶ τὸ ἔλεός
του. |
26
Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς· Ἐκεῖνος
εἶναι ὁ προδότης, εἰς τὸν ὁποῖον
ἐγώ, ἀφοῦ βάψω εἰς τὸν ζωμὸν
τὸ τεμάχιον τοῦ ἄρτου, θὰ τοῦ
τὸ δώσω, δεικνύων δι’ αὐτοῦ ὅτι ἑξακολουθῶ
καὶ τώρα νὰ τὸν ἀγαπῶ καὶ
νὰ τὸν προτιμῶ. Καὶ ἀφοῦ
ἐβούτηξε τὸ τεμάχιον τοῦ ἄρτου εἰς
τὴν πιατέλλαν, ἔδωκεν αὐτὸ εἰς
τὸν Ἰούδαν τὸν Ἰσκαριώτην τὸν
υἱὸν τοῦ Σίμωνος. |
27
Καὶ μετὰ τὸ ψωμίον τότε εἰσῆλθεν
εἰς ἐκεῖνον ὁ σατανᾶς. Λέγει
οὖν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς·
ὃ ποιεῖς, ποίησον τάχιον.
|
27
Καὶ εἰς τὸν Ἰούδαν, ἀφοῦ
ἐπῆρε τὸ ψωμὶ ἀπὸ τὰ
χέρια τοῦ Διδασκάλου, εἰσῆλθεν
εἰς αὐτὸν ὁ σατανᾶς καὶ
τὸν ἐκυρίευσε ἐξ ὁλοκλήρου.
Ἀδιόρθωτον καθὼς τὸν εἶδε ὁ
Κύριος, τοῦ εἶπε· <αὐτὸ
ποὺ πρόκειται νὰ κάμῃς, κάμε
το τὸ ταχύτερον>.
|
27
Καὶ ὅταν ἔδωκεν ὁ Ἰησοῦς
τὸ τεμάχιον τοῦ ἄρτου εἰς τὸν
Ἰούδαν, ἐπειδὴ αὐτὸς παρέμεινε
σκληρὸς καὶ ἀσυγκίνητος πρὸ τῆς
εὐνοίας καὶ τῆς τιμῆς ταύτης τοῦ
Κυρίου, ὁ Θεὸς τὸν ἐγκατέλιπεν ὁλοτελῶς
καὶ ἐμβῆκεν εἰς ἐκεῖνον
ὁ σατανᾶς καὶ τὸν ἐκυρίευσεν.
Ἐφ’ ὅσον λοιπὸν ὁ Ἰούδας ἀπεδείχθη
ἀδιόρθωτος, λέγει εἰς αὐτὸν ὁ
Ἰησοῦς· Ἐκεῖνο ποὺ μελετᾶς
να κάμῃς, κάμε το τὸ ταχύτερον.
|
28
Τοῦτο δὲ οὐδεὶς ἔγνω τῶν
ἀνακειμένων πρὸς τί εἶπεν αὐτῷ·
|
28
Αὐτὸν τὸν τελευταῖον λόγον κανεὶς
ἀπὸ τοὺς μαθητάς, ποὺ ἐκάθητο
εἰς τὸ τραπέζι, δὲν ἐκατάλαβε,
πρὸς ποῖον σκοπὸν τὸν εἶπε ὁ
Κύριος. |
28
Τοὺς τελευταίους δὲ αὐτοὺς λόγους
τοὺς ἤκουσαν μὲν ὅλοι, κανεὶς
ὅμως ἀπὸ αὐτούς, ποὺ ἐκάθηντο
εἰς τὴν τράπεζαν, δὲν ἐκατάλαβε, μὲ
ποίαν ἔννοιαν καὶ πρὸς ποῖον σκοπὸν
ὁ Ἰησοῦς εἶπε τούτους εἰς αὐτόν.
|
29
τινὲς γὰρ ἐδόκουν, ἐπεὶ
τὸ γλωσσόκομον εἶχεν ὁ Ἰούδας,
ὅτι λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς,
ἀγόρασον ὧν χρείαν ἔχομεν εἰς
τὴν ἑορτήν, ἢ τοῖς πτωχοῖς
ἵνα τι δῷ. |
29
Ἐπειδὴ δὲ ὁ Ἰούδας εἶχε
τὸ κουτὶ τοῦ κοινοῦ ταμείου,
μερικοὶ ἐνόμισαν ὅτι τοῦ εἶπε
ὁ Ἰησοῦς: Ἀγόρασε αὐτὰ
ποὺ μᾶς χρειάζονται διὰ τὴν
ἑορτὴν ἢ ὅτι τοῦ εἶπε
νὰ δώσῃ κάτι εἰς τοὺς
πτωχούς. |
29
Καὶ δὲν τοὺς ἐκατάλαβαν, διότι μερικοὶ
ἐνόμιζαν ὅτι, ἐπειδὴ ὁ Ἰούδας
εἶχε τὸ κουτὶ τῶν συνεισφορῶν,
εἶπεν εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς·
ἀγόρασε ἐκεῖνα, ποὺ χρειαζόμεθα διὰ
τὴν ἑορτήν· ἢ τοῦ εἶπε
ταῦτα διὰ νὰ δώσῃ κάποιο ποσὸν
χρημάτων πρὸς βοήθειαν τῶν πτωχῶν.
|
30
Λαβὼν οὖν τὸ ψωμίον ἐκεῖνος
εὐθέως ἐξῆλθεν· ἦν δὲ
νύξ. |
30
Ὅταν, λοιπόν, ἐκεῖνος ἐπῆρε
τὸ ψωμί, ἐβγῆκε ἀμέσως
ἔξω ἀπὸ τὸ ὑπερῶον. Εἶχε
δὲ πέσει πλέον ἡ νύκτα ὅταν
ἡ σκοτεινὴ καὶ φρικτὴ νύκτα
τῆς ἀποστασίας καὶ τῆς προδοσίας
εἶχε κυριεύσει τὸν Ἰούδαν.
|
30
Ὅταν λοιπὸν ἐκεῖνος ἔλαβε τὸ
τεμάχιον τοῦ ἄρτου, ἀμέσως ἐβγῆκεν.
Ἦτο δὲ νύκτα καὶ ὑπὸ τὸ
φρικῶδες σκοτάδι της ἐπιχειρεῖ ὁ Ἰούδας
τὸ σκοτεινὸν καὶ ἀπαίσιον ἔργον
τῆς προδοσίας του. |
31
Ὅτε οὖν ἐξῆλθε, λέγει ὁ
Ἰησοῦς· νῦν ἐδοξάσθη ὁ
υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, καὶ
ὁ Θεὸς ἐδοξάσθη ἐν αὐτῷ.
|
31
Ὅταν, λοιπόν, ἔφυγε ὁ Ἰούδας,
τότε εἶπε ὁ Ἰησοῦς· <τώρα,
ποὺ τὸ ἔργον τῆς προδοσίας ἀρχίζει
νὰ πραγματοποιῆται καὶ ἡ σταυρικὴ
λυτρωτικὴ θυσία μου θὰ γίνῃ
πραγματικότης, τώρα ἐδοξάσθη ὁ
υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου. Μὲ
τὴν μέχρι σταυρικοῦ θανάτου δὲ
ὑπακοήν του ἐδοξάσθη καὶ ὁ
Θεός. |
31
Ὅταν λοιπὸν ἐξῆλθεν ἀπὸ
τὴν αἴθουσαν τοῦ δείπνου ὁ Ἰούδας,
εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· Τώρα ποὺ
πηγαίνει ὁ Ἰούδας νὰ μὲ παραδώσῃ
καὶ ποὺ ἀρχίζει τὸ πάθημά μου, ἐδοξάσθη
ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου διὰ
τοῦ σταυρικοῦ του θανάτου, ἀφοῦ δι’
αὐτοῦ καταργεῖ τὴν ἁμαρτίαν
καὶ τὸν θάνατον. Καὶ ὁ Θεὸς
ἐδοξάσθη μὲ ὅλον ἐν γένει τὸν
βίον τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου,
μάλιστα δὲ μὲ τὴν μέχρι σταυρικοῦ
θανάτου ὑπακοήν του. |
32
Εἰ ὁ Θεὸς ἐδοξάσθη ἐν
αὐτῷ, καὶ ὁ Θεὸς δοξάσει
αὐτὸν ἐν ἑαυτῷ, καὶ εὐθὺς
δοξάσει αὐτόν.
|
32
Ἐὰν δὲ ὁ Θεὸς ἐδοξάσθη
δι' αὐτοῦ καὶ ὁ Θεὸς θὰ
δοξάσῃ αὐτὸν κατ' εὐθεῖαν
διὰ τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ εἰς
τὸν ἑαυτόν του μὲ τὴν ἄπειρον
θείαν του δύναμιν καὶ μεγαλειότητα,
διότι θὰ τὸν ἀναστήσῃ
καὶ θὰ τὸν ἀνυψώσῃ ἐνδόξως
καὶ ὡς ἄνθρωπον εἰς τὴν μακαριότητα
καὶ τὴν λαμπρότητα τοῦ οὐρανοῦ.
Καὶ θὰ τὸν δοξάσῃ ἐντὸς
ὀλίγου. |
32
Ἐὰν δὲ ὁ Θεὸς ἐδοξάσθη
διὰ τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου
καὶ ὁ Θεὸς θὰ δοξάσῃ αὐτόν,
οὐχὶ δι’ ἀγγέλου ἢ ἄλλης δυνάμεως,
ἀλλὰ κατ’ εὐθεῖαν διὰ τοῦ
ἑαυτοῦ του, διότι θὰ ἀναστήσῃ
μὲ τὴν δύναμίν του τὴν ἀνθρωπίνην
φύσιν του καὶ θὰ ὑψώσῃ αὐτὴν
ἐνδόξως εἰς τὸν οὐρανόν. Ἡ ἀνάστασις
δὲ καὶ ἡ ἔνδοξος ἀνάληψις, μὲ
τὴν ὁποῖαν θὰ δοξασθῇ ὁ
υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, θὰ ἐπακολουθήσουν
ἐντὸς ὀλίγου. |
33
Τεκνία, ἔτι μικρὸν μεθ' ὑμῶν
εἰμι. Ζητήσετέ με, καὶ καθὼς
εἶπον τοῖς Ἰουδαίοις ὅτι ὅπου
ὑπάγω ἐγώ, ὑμεῖς οὐ
δύνασθε ἐλθεῖν, καὶ ὑμῖν
λέγω ἄρτι. |
33
Παιδιά μου, ἀγαπημένα μου παιδιά,
ὀλίγον ἀκόμη θὰ εἶμαι
μαζῆ σας. Καὶ ὅπως εἶπα εἰς
τοὺς Ἰουδαίους, ὅτι ἐκεῖ
ποὺ πηγαίνω ἐγώ, δὲν ἠμπορεῖτε
σεῖς νὰ ἔλθετε, τὸ ἴδιο λέγω
καὶ εἰς σᾶς τώρα, ὅτι δηλαδὴ
θὰ μὲ ἀναζητήσετε, ἀλλὰ
δὲν θὰ μὲ εὕρετε, διότι ἐγὼ
θὰ εἶμαι εἰς τοὺς οὐρανούς,
ἐνῶ σεῖς θὰ εὑρίσκεσθε
ἐπὶ ἀρκετὸν ἀκόμη χρονικὸν
διάστημα εἰς τὴν γῆν, διὰ νὰ
κηρύξετε ὡς ἀπόστολοί μου τὴν
σωτηρίαν εἰς τοὺς ἀνθρώπους.
|
33
Παιδάκια μου, ἀκόμη ὀλίγον χρόνον εἶμαι
μαζί σας, μὲ τὴν ὁρατὴν σάρκα ὡς
άνθρωπος ἐξ ὁλοκλήρου ὅμοιός σας. Καὶ
ὅπως εἶπα εἰς τοὺς Ἰουδαίους,
ὅτι ἐκεῖ ποὺ πηγαίνω ἐγώ, δηλαδὴ
εἰς τοὺς οὐρανούς, σεῖς δὲν
δύνασθε νὰ ἔλθετε, τὸ ἴδιο λέγω τώρα
καὶ εἰς σᾶς, οἱ ὁποῖοι
δὲν ἐτελειώσατε ἀκόμη τὴν ἀποστολήν
σας καὶ δὲν πρόκειται ἀμέσως τώρα νὰ
ἀποθάνετε, ὥστε νὰ συναντηθῶμεν ἀμέσως
τώρα καὶ εἰς τοὺς οὐρανούς. Ὁ
ἀποχωρισμός μας ὅμως αὐτὸς πρέπει
νὰ σᾶς ἐνώσῃ στενώτερον.
|
34
Ἐντολὴ καινὴν δίδωμι ὑμῖν
ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθὼς
ἠγάπησα ὑμᾶς ἵνα καὶ ὑμεῖς
ἀγαπᾶτε ἀλλήλους.
|
34
Σᾶς δίδω μίαν νέαν ἐντολήν·
νὰ ἀγαπᾶτε μὲ ὅλην σας τὴν
δύναμιν ὁ ἔνας τὸν ἄλλον·
ὅπως ἐγὼ σᾶς ἠγάπησα μὲ
πλήρη καὶ τελείαν ἀγάπην, ἔτσι
καὶ σεῖς μὲ τὴν ἴδιαν ἀγάπην
πρέπει νὰ συνδέεσθε μεταξύ σας.
|
34
Καὶ σᾶς δίδω πρὸς τοῦτο ἐντολὴν
νέαν: νὰ ἀγαπᾶτε δηλαδὴ ὁ ἕνας
τὸν ἄλλον· καθὼς ἐγὼ σᾶς
ἠγάπησα, ἔτσι καὶ σεῖς νὰ ἀγαπᾶσθε
μεταξύ σας. |
35
Ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι
ἐμοὶ μαθηταὶ ἐστε, ἐὰν
ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις.
|
35
Μὲ αὐτὸ θὰ μάθουν καὶ
θὰ πεισθοῦν ὅλοι ὅτι εἶσθε μαθηταί
μου, ἐὰν ἔχετε ἀγάπην μεταξύ
σας>.
|
35
Μὲ αὐτὸ θὰ μάθουν ὅλοι, ὅτι
εἶσθε μαθηταὶ ἰδικοί μου, ἐὰν
ἔχετε ἀγάπην μεταξύ σας. Ἡ ἀγάπη αὐτὴ
θὰ σᾶς ἑξασφαλίσῃ τὸν σεβασμὸν
καὶ τὴν ἐκτίμησιν τῶν ἀνθρώπων
περισσότερον ἀπὸ τὴν θαυματουργικήν σας
δρᾶσιν. |
36
Λέγει αὐτῷ Σίμων Πέτρος·
Κύριε, ποῦ ὑπάγεις; Ἀπεκρίθη
αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ὅπου
ἐγὼ ὑπάγω, οὐ δύνασαί
μοι νῦν ἀκολουθῆσαι, ὕστερον δὲ
ἀκολουθήσεις μοι. |
36
Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Σίμων
Πέτρος· <Κύριε, ποῦ πηγαίνεις;>
Τοῦ ἀπήντησεν ὁ Ἰησοῦς·
<ὅπου ἐγὼ πηγαίνω, σὺ δὲν
ἠμπορεῖς τώρα νὰ μὲ ἀκολουθήσῃς.
Ὕστερα δέ, ἀφοῦ τελειώσῃς
τὴν ἀποστολήν σου, θὰ μὲ ἀκολουθήσῃς>.
|
36
Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Σίμων Πέτρος·
Κύριε, ποὺ πηγαίνεις; Ἀπεκρίθη εἰς αὐτὸν
ὁ Ἰησοῦς· Ὅπου πηγαίνω ἐγὼ
δὲν δύνασαι τώρα νὰ μὲ ἀκολουθήσῃς,
ὕστερον ὅμως, ἀφοῦ πληρώσῃς
τὴν ἐπὶ γῆς ἀποστολήν σου, θὰ
μὲ ἀκολουθήσῃς. |
37
Λέγει αὐτῷ ὁ Πέτρος· Κύριε,
διατὶ οὐ δυνάμαί σοι ἀκολουθῆσαι
ἄρτι; Τὴν ψυχήν μου ὑπὲρ σοῦ
θήσω. |
37
Τοῦ λέγει ὁ Πέτρος· <Κύριε,
διατὶ δὲν ἠμπορῶ τώρα νὰ
σὲ ἀκολουθήσω; Εἶμαι ἕτοιμος
καὶ τὴν μεγαλυτέραν θυσίαν νὰ
προσφέρω καὶ τὴν ζωήν μου νὰ
θυσιάσω πρὸς χάριν σου, ἐὰν
ἔτσι δὲν θὰ χωρισθῶ ποτὲ ἀπὸ
σέ>. |
37
Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Πέτρος· Κύριε,
διατὶ δὲν ἡμπορῶ νὰ σὲ
ἀκολουθήσω τώρα; Ό,τιδήποτε καὶ ἂν χρειασθῇ
νὰ ὑποστῶ, θὰ σὲ ἀκολουθήσω.
Καὶ αὐτὴν τὴν ζωήν μου ἀκόμη
θὰ διαθέσω πρὸς χάριν σου. |
38
Ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς·
τὴν ψυχήν σου ὑπὲρ ἐμοῦ
θήσεις! Ἀμὴν ἀμὴν λέγω
σοι, οὐ μὴ ἀλέκτωρ φωνήσει ἕως
οὗ ἀπαρνήσῃ με τρίς.
|
38
Τοῦ ἀπήντησεν ὁ Ἰησοῦς·
<τὴν ζωήν σου θὰ θυσιάσῃς
πρὸς χάριν μου! Σὲ διαβεβαιώνω ὅτι
αὐτὴν τὴν νύκτα δὲν θὰ
λαλήσῃ ὁ πετεινός, μέχρις ὅτου
σὺ μὲ ἀπαρνηθῇς τρεῖς φορές>.
|
38
Ἀπεκρίθη εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς·
Τὴν ζωήν σου θὰ δώσῃς δι’ ἐμέ; Σὲ
διαβεβαιῶ, ὅτι προτοῦ λαλήσῃ ἀπόψε
ὁ πετεινός, θὰ μὲ ἀρνηθῇς τρεῖς
φοράς. |