Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
γώ
εἰμι ἡ ἄμπελος ἡ ἀληθινή,
καὶ ὁ πατήρ μου ὁ γεωργός ἐστι.
|
γὼ
εἶμαι ἡ ἀληθινὴ κληματαριὰ (καὶ
ὄχι ἡ παλαιὰ καὶ ἄκαρπος ἄμπελος
τῆς ἑβραϊκῆς συναγωγῆς, τὴν
ὁποίαν ὁ Πατὴρ μετέφερε ἀπὸ
τὴν Αἴγυπτον καὶ ἐφύτευσεν ἐδῶ,
ὅπως λέγει καὶ ὁ ψαλμωδός).
Ἐγὼ εἶμαι ἡ ἀληθινὴ ἄμπελος
καὶ ὁ Πατήρ μου εἶναι ὁ ἀμπελουργός.
|
γὼ
εἶμαι ἡ κληματαριὰ ἡ πραγματικὴ
καὶ ἄφθαρτος καὶ πνευματικὴ καὶ
διὰ τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ὁποῖας
θὰ εἶμαι ἡ κεφαλή, θὰ ἀντικαταστήσω
καὶ θὰ ξανακαινουργώσω τὴν παλαιὰν
ἄμπελον τῆς συναγωγῆς· καὶ ὁ
Πατήρ μου εἶναι ὁ ἀμπελουργός.
|
2
Πᾶν κλῆμα ἐν ἐμοὶ μὴ φέρον
καρπόν, αἴρει αὐτό, καὶ πᾶν
τὸν καρπὸν φέρον, καθαίρει αὐτό,
ἵνα πλείονα καρπὸν φέρῃ.
|
2
Κάθε κλῆμα, ποὺ εἶναι ἐνωμένο
μὲ ἐμέ, ἀλλὰ δὲν φέρει
καρπόν, τὸ κόβει καὶ τὸ ἀφαιρεῖ
ὁ Πατήρ. Κάθε κλῆμα, τὸ ὁποῖον
φέρει καρπόν, τὸ καθαρίζει καὶ
τὸ περιποιεῖται, διὰ νὰ φέρῃ
περισσότερον καρπόν. (Κάθε ἄνθρωπον,
ποὺ λέγει ὅτι πιστεύει εἰς ἐμέ,
ἀλλὰ δὲν ἔχει ὡς καρπὸν
τῆς πίστεώς του τὴν ἀρετήν,
τὸν ἀποκόπτει καὶ τὸν ἀποχωρίζει
ἀπὸ ἕμενα ὁ Πατήρ. Ἐξ
ἀντιθέτου, τὸν πιστόν, ποὺ ἔχει
ἔργα ἀρετῆς, τὸν φωτίζει, τὸν
ἐνισχύει, τὸν καθαρίζει, ὥστε
νὰ κάμῃ περισσότερα ἐνάρετα
ἔργα). |
2
Κάθε ἄνθρωπον, ποὺ σὰν ἄλλος κλάδος
καὶ σὰν κλῆμα πνευματικὸν εἶναι
μὲν ἑνωμένος μὲ ἐμὲ διὰ
τῆς πίστεως, δὲν παράγει ὅμως καρποὺς
ἀρετῆς, ὁ ἀμπελουργὸς Πατήρ
μου τὸν ἀποκόπτει καὶ τὸν ἀποχώριζει
ἀπὸ τὴν κληματαριά. Καὶ κάθε πνευματικὸν
κλῆμα, ποὺ εἶναι καρποφόρον, τὸ καθαρίζει
καὶ τὸ κλαδεύει διὰ νὰ φέρῃ
περισσότερον καρπόν. |
3
Ἤδη ὑμεῖς καθαροὶ ἔστε διὰ
τὸν λόγον ὃν λελάληκα ὑμῖν.
|
3
Καὶ σεῖς χάρις εἰς τὴν διδασκαλίαν
ποὺ σᾶς ἔχω διδάξει, εἶσθε καθαροί,
εἶσθε σὰν πνευματικὰ κλήματα περιποιημένα
καὶ καρποφόρα. |
3
Σεῖς δὲ τώρα εἶσθε καθαροί. Καὶ σᾶς
ἔχει καθαρίσει ὁ λόγος τῆς ἀληθείας,
τὸν ὁποῖον σᾶς ἔχω εἴπει
καὶ διδάξει. Εἶσθε λοιπὸν πνευματικὰ
κλήματα, καθαρισμένα καὶ ἑτοιμασμένα, διὰ
νὰ παραγάγετε καρπόν. |
4
Μείνατε ἐν ἐμοί, κἀγὼ
ἐν ὑμῖν. Καθὼς τὸ κλῆμα
οὐ δύναται καρπὸν φέρειν ἀφ'
ἑαυτοῦ, ἐὰν μὴ μείνῃ
ἐν τῇ ἀμπέλῳ, οὕτως οὐδὲ
ὑμεῖς, ἐὰν μὴ ἐν ἐμοὶ
μείνητε. |
4
Μείνετε, λοιπόν, ἐνωμένοι μὲ
ἐμὲ καὶ ἐγὼ μὲ σᾶς.
Ὅπως τὸ κλῆμα δὲν ἠμπορεῖ
ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του νὰ
φέρῃ καρπόν, ἐὰν δὲν μείνῃ
ἐνωμένον μὲ τὴν κληματαριά,
ἔτσι καὶ σεῖς δὲν ἠμπορεῖτε
νὰ πράττετε ἔργα ἀρετῆς, ἐὰν
δὲν μείνετε ἐνωμένοι μὲ ἐμέ.
|
4
Μείνατε ἑνωμένοι μὲ ἐμέ, διὰ νὰ
μένω καὶ ἐγὼ ἑνωμένος μὲ σᾶς.
Καθὼς τὸ κλῆμα δὲν ἠμπορεῖ
νὰ φέρῃ ἀπὸ τὸν ἑαυτόν
του καρπόν, ἐὰν δὲν μείνῃ προσκολλημένον
εἰς τὴν κληματαριάν, ἔτσι οὔτε καὶ
σεῖς δὲν θὰ καρποφορήσετε ἔργα ἀρετῆς
καὶ ἁγιότητος, ἐὰν δὲν μείνετε
ἑνωμένοι μὲ ἐμέ. |
5
Ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς
τὰ κλήματα. Ὁ μένων ἐν ἐμοὶ
κἀγὼ ἐν αὐτῷ, οὗτος φέρει
καρπὸν πολύν, ὅτι χωρὶς ἐμοῦ
οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν.
|
5
Ἐγὼ εἶμαι ἡ κληματαριὰ καὶ
σεῖς εἶσθε τὰ κλήματα. Ἐκεῖνος
ποὺ μένει ἐνσωματωμένος εἰς
ἐμὲ καὶ ἐγὼ εἰς αὐτόν,
αὐτὸς καὶ μόνον φέρνει πολὺν
καρπόν. Διότι χωρὶς ἐμέ, χωρὶς
τὴν σωτήριον χάριν μου καὶ τὴν
ζωτικὴν ἐνέργειάν μου, δὲν ἠμπορεῖτε
νὰ κάνετε τίποτε τὸ ἀγαθόν.
|
5
Ἐγὼ εἶμαι ἡ κληματαριὰ καὶ
σεῖς εἶσθε οἱ κλάδοι της. Ἐκεῖνος
ποὺ μένει ἑνωμένος μαζί μου καὶ μένω καὶ
ἐγὼ μέσα του, αὐτὸς φέρει ἄφθονον
καὶ ἐκλεκτὸν καρπόν, διότι χωρὶς ἐμὲ
καὶ χωρὶς νὰ ἔχετε τὴν ζωτικὴν
δύναμιν, ποὺ πηγάζει ἀπὸ ἐμέ, δὲν
ἠμπορεῖτε νὰ κάνετε τίποτε διὰ τὴν
δικαίωσιν καὶ τὸν ἐξαγιασμόν σας.
|
6
Ἐὰν μή τις μείνῃ ἐν ἐμοί,
ἐβλήθη ἔξω ὡς τὸ κλῆμα
καὶ ἐξηράνθη, καὶ συνάγουσιν
αὐτὰ καὶ εἰς τὸ πῦρ βάλλουσι,
καὶ καίεται. |
6
Ὅποιος δὲν μείνει ἐνωμένος μαζῆ
μου, ἔχει ἤδη πεταχθῆ ἔξω, ὅπως
τὸ ἄχρηστο κλῆμα καὶ θὰ ξηραθῇ
καὶ ὅπως οἱ ἄνθρωποι μαζεύουν
τὰ κομμένα κλήματα, τὰ ρίπτουν
εἰς τὸ πῦρ καὶ τὰ καίουν,
ἔτσι καὶ ἐκεῖνοι, ποὺ χωρισμένοι
ἀπὸ ἐμὲ μένουν ἄκαρποι
καὶ ἄχρηστοι, θὰ ριφθοῦν ἀπὸ
τοὺς ἀγγέλους εἰς τὸ πῦρ
τῆς αἰωνίου κολάσεως. |
6
Ὅποιος δὲν μείνῃ ἑνωμένος μαζί μου,
ὡρισμένως θὰ πεταχθῇ ἔξω ὅπως
καὶ τὸ ἄκαρπον καὶ ἄχρηστον
κλῆμα. Καὶ τότε θὰ ξεραθῇ καὶ
δὲν θὰ τοῦ μείνῃ κανὲν ἴχνος
χάριτος καὶ πνευματικῆς δυνάμεως καὶ ζωῆς.
Καὶ τὰ πνευματικὰ κλήματα, ποῦ ἐξεράθησαν
ἔτσι, τὰ μαζεύουν οἱ ἄγγελοι καὶ
τὰ ρίπτουν εἰς τὸ πῦρ τῆς κολάσεως
καὶ ἐκεῖ καίονται συνεχῶς καὶ
ἐξακολουθητικῶς. |
7
Ἐὰν μείνητε ἐν ἐμοὶ καὶ
τὰ ρήματά μου ἐν ὑμῖν
μείνῃ, ὃ ἐὰν θέλητε αἰτήσασθε,
καὶ γενήσεται. |
7
Ἐὰν μείνετε ἐνωμένοι μαζῆ
μου καὶ τὰ λόγια μου μείνουν ὡς
θησαυρὸς τῆς καρδιᾶς σας καὶ κατεύθυνσις
εἰς τὴν ζωήν σας, κάθε τι ἀγαθὸν
ποὺ θέλετε, ζητήσατέ το καὶ
θὰ γίνῃ πρὸς χάριν σας.
|
7
Ἐὰν παραμείνετε ἑνωμένοι μὲ ἐμὲ
καὶ ἐὰν οἱ λόγοι μου μείνουν εἰς
τὸ βάθος τῶν καρδιῶν σας ὡς παντοτεινὸς
φωτισμὸς καὶ ὁδηγός σας, ὁ,τιδήποτε
θέλετε ὑπὸ τὸ φῶς τῶν λόγων
μου, ζητήσατέ το διὰ προσευχῆς καὶ θὰ
σᾶς γίνῃ. Μὴ ἀμφιβάλλετε δὲ
ὅτι, ὅταν θὰ τοῦ ζητήσετε νὰ
σᾶς βοηθήσῃ διὰ νὰ παραγάγετε τὸν
καρπὸν τῆς ἀρετῆς καὶ ἁγιότητος,
θὰ εἰσακουσθῇ τὸ αἴτημά σας.
|
8
Ἐν τούτῳ ἐδοξάσθη ὁ πατήρ
μου, ἵνα καρπὸν πολὺν φέρητε, καὶ
γενήσεσθε ἐμοὶ μαθηταί.
|
8
Αὐτὴ εἶναι ἡ δόξα τοῦ
Πατρός μου, νὰ φέρετε σεῖς πολλοὺς
καρποὺς ἀρετῆς καὶ νὰ γίνετε
ἄξιοι μαθηταί μου. |
8
Ἀκριβῶς διὰ τούτου ὁ Πατήρ μου θὰ
δοξοσθῇ πραγματικῶς, ἐὰν φέρετε πολὺν
καρπὸν ἀρετῆς καὶ γίνετε τέλειοι μαθηταί
μου. |
9
Καθὼς ἠγάπησέ με ὁ πατήρ,
κἀγὼ ἠγάπησα ὑμᾶς·
μείνατε ἐν τῇ ἀγάπῃ τῇ
ἐμῇ. |
9
Ὅπως μὲ ἔχει ἀγαπήσει ὁ
Πατήρ, ἔτσι καὶ ἐγὼ σᾶς
ἠγάπησα. Μείνετε, λοιπόν, εἰς
τὴν ἀγάπην μου αὐτήν, νὰ
φανῆτε ἄξιοι αὐτῆς.
|
9
Ὁ σύνδεσμος δέ, ποὺ μᾶς ἐνώνει σὰν
κλήματα μὲ τὴν κληματαριάν, εἶναι σύνδεσμος
ἀγάπης. Πράγματι. Καθὼς μὲ ἡγάπησεν
ὁ Πατήρ, ὅταν ἔγινα ἄνθρωπος καὶ
ἔδειξα ὑπακοὴν εἰς αὐτόν, ἔτσι
καὶ ἐγὼ σᾶς ἡγάπησα. Ἐξακολουθήσατε
νὰ μένετε εἰς τὴν ἀγάπην μου δεικνυόμενοι
ἄξιοι αὐτῆς. |
10
Ἐὰν τὰς ἐντολάς μου τηρήσητε,
μενεῖτε ἐν τῇ ἀγάπῃ μου,
καθὼς ἐγὼ τὰς ἐντολὰς
τοῦ πατρός μου τετήρηκα καὶ μένω
αὐτοῦ ἐν τῇ ἀγάπῃ.
|
10
Θὰ μείνετε δὲ εἰς τὴν ἀγάπη
μου, ἐὰν φυλάξετε καὶ ἐφαρμόσετε
εἰς τὴν ζωήν σας τὰς ἐντολάς
μου, ὅπως ἐγὼ ἔχω τηρήσει τὰς
ἐντολὰς τοῦ Πατρός μου καὶ μένω
πάντοτε εἰς τὴν ἄπειρον ἀγάπην
του. |
10
Θὰ μείνετε δὲ εἰς τὴν ἀγάπην
ποὺ σᾶς ἔχω, ἐὰν φυλάξετε τὰς
ἐντολάς μου, καθὼς καὶ ἐγὼ,
ἀφ’ ὅτου ἔγινα καὶ ἄνθρωπος,
ἔχω τηρήσει τὰς ἐντολὰς τοῦ
Πατρός μου καὶ μένω εἰς τὴν ἀγάπην
του, ἐξακολουθῶν πάντοτε νὰ τοῦ εἶμαι
ἀγαπητός, χωρὶς ποτὲ ἡ πρὸς
ἐμὲ ἀγάπη του νὰ ὀλιγοστεύῃ.
|
11
Ταύτα λελάληκα ὑμῖν ἵνα ἡ
χαρὰ ἡ ἐμὴ ἐν ὑμῖν
μείνῃ καὶ ἡ χαρὰ ὑμῶν
πληρωθῇ. |
11
Αὐτὰ σᾶς τὰ εἶπα, διὰ
νὰ μεταδοθῇ καὶ μείνῃ εἰς
σᾶς ἡ ἰδική μου χαρὰ καὶ
νὰ γίνῃ ἔτσι πλήρης καὶ
τελεία ἡ χαράς σας. |
11
Σᾶς εἶπα αὐτά, ἴνα ἡ χαρὰ
τὴν ὁποῖαν ἔχω ἐγὼ αἰσθανόμενος,
ὅτι εἶμαι ἀγαπητὸς ἀπὸ
τὸν Πατέρα, μεταδοθῇ καὶ εἰς σᾶς
καὶ μείνῃ μέσα σας. Καὶ οὕτω ἡ
χαρά σας θὰ γίνῃ πλήρης καὶ τελεία, διότι
ὅπως ἐγώ, ἔτσι καὶ σεῖς, ποῦ
θὰ εἶσθε ἑνωμένοι μὲ ἐμέ, θὰ
αἰσθάνεσθε, ὅτι εἶσθε ἀγαπητοὶ
ἀπὸ τὸν Πατέρα, καὶ θὰ χαίρετε,
ὅπως χαίρω καὶ ἐγώ. |
12
Αὕτη ἐστὶν ἡ ἐντολὴ ἡ
ἐμή, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους
καθὼς ἠγάπησα ὑμᾶς.
|
12
Ἐπαναλαμβάνω καὶ τονίζω· αὐτὴ
εἶναι ἡ ἰδική μου ἐντολή,
νὰ ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τὸν
ἄλλον, ὅπως καὶ ἐγὼ σᾶς
ἠγάπησα. |
12
Δὲν εἶναι δὲ ἀνάγκη νὰ σᾶς
εἴπω πολλὰ διὰ τὰς ἐντολάς,
τὰς ὁποῖας πρέπει νὰ τηρήσετε, διὰ
νὰ μείνετε εἰς τὴν ἀγάπην ἐμοῦ
καὶ τοῦ Πατρός μου, ἡ ὁποῖα
θὰ σᾶς καταστήσῃ καὶ συμμετόχους τῆς
χαρᾶς μου. Μία εἶναι ἡ ἐντολὴ
ἡ ἰδική μου· αὐτὴ καὶ μόνη:
Νὰ ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τὸν
ἄλλον, καθὼς ἐγὼ σᾶς ἠγάπησα.
|
13
Μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς
ἔχει, ἵνα τις τὴν ψυχὴν αὐτοῦ
θῇ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ.
|
13
Μεγαλυτέραν ἀγάπην ἀπὸ αὐτὴν
κανεὶς δὲν ἔχει, ὥστε τὴν ζωήν
του νὰ δώσῃ χάριν τῶν φίλων
του. |
13
Μεγαλυτέραν ἀγάπην πρὸς τοὺς φίλους κανεὶς
δὲν ἔχει ἀπὸ αὐτήν, ἤτοι
ἀπὸ τὸ νὰ δώσῃ τὴν ζωήν
του χάριν τῶν φίλων του. |
14
Ὑμεῖς φίλοι μού ἐστε, ἐὰν
ποιῆτε ὅσα ἐγὼ ἐντέλλομαι
ὑμῖν. |
14
Σεῖς δέ, διὰ τοὺς ὁποίους
ἐγὼ θυσιάζομαι, εἶσθε φίλοι
μου καὶ θὰ εἶσθε πάντοτε φίλοι
μου, ἐὰν πράττετε ὅσα ἐγὼ
σᾶς παραγγέλλω. |
14
Σεῖς, πρὸς τοὺς ὁποῖους δεικνύω
μὲ τὴν θυσίαν τῆς ζωῆς μου τὴν
τελείαν καὶ ἀνυπέρβλητον ἀγάπην μου, εἶσθε
φίλοι μου, καὶ θὰ ἐξακολουθῆτε νὰ
εἶσθε φίλοι μου, ἐὰν πράττετε ὅσα
ἐγὼ σᾶς παραγγέλλω. |
15
Οὐκέτι ὑμᾶς λέγω δούλους,
ὅτι ὁ δοῦλος οὐκ οἶδε τί
ποιεῖ αὐτοῦ ὁ κύριος· ὑμᾶς
δὲ εἴρηκα φίλους, ὅτι πάντα
ἃ ἤκουσα παρὰ τοῦ πατρός μου
ἐγνώρισα ὑμῖν.
|
15
Δὲν σᾶς λέγω πλέον δούλους,
διότι ὁ δοῦλος δὲν γνωρίζει
τί πράττει ὁ κύριός του. Σᾶς
ὠνόμασα δὲ καὶ σᾶς ὀνομάζω
φίλους μου, διότι κατέστησα εἰς σᾶς
γνωστὰ ὅλα ὅσα ἤκουσα ἀπὸ
τὸν Πατέρα μου καὶ ἐπομένως
ἔχετε πολλὴν γνῶσιν τοῦ τί πράττω
καὶ πρὸς ποῖον σκοπὸν πράττω
ἐγώ. |
15
Δὲν σᾶς λέγω πλέον δούλους. Διότι ὁ δοῦλος
χρησιμοποιεῖται ὡς ἁπλοῦν ὄργανον
ἀπὸ τὸν κύριόν του καὶ δὲν γνωρίζει,
ποῖον σκοπὸν καὶ ποῖον λόγον ἔχει
ἐκεῖνο, ποὺ πράττει δι’ αὐτοῦ
ὁ κύριός του. Σᾶς ὠνόμασα δὲ φίλους,
διότι ὅλα, ὅσα ἤκουσα ἀπὸ τὸν
Πατέρα μου, σᾶς τὰ ἐγνωστοποίησα, διότι
σᾶς θέλω συνεργάτας μου διὰ νὰ συνεχίσετε
μὲ πλήρη ἐπίγνωσιν τὸ ἔργον μου.
|
16
Οὐχ ὑμεῖς με ἐξελέξασθε, ἀλλ'
ἐγὼ ἐξελεξάμην ὑμᾶς, καὶ
ἔθηκα ὑμᾶς ἵνα ὑμεῖς ὑπάγητε
καὶ καρπὸν φέρητε, καὶ ὁ καρπὸς
ὑμῶν μένῃ, ἵνα ὅ,τι ἂν
αἰτήσητε τὸν πατέρα ἐν τῷ
ὀνόματί μου, δῷ ὑμῖν.
|
16
Δὲν μὲ ἐξελέξατε σεῖς, ἀλλ'
ἐγὼ σᾶς ἐξέλεξα ἀνάμεσα
ἀπ' ὅλους τοὺς ἄλλους καὶ σᾶς
ἔθεσα εἰς τὸ ὑψηλὸν ἔργον
τοῦ Ἀποστόλου, διὰ νὰ ὑπάγετε
καὶ κηρύξετε τὸ Εὐαγγέλιον καὶ
νὰ κάμετε ἔτσι καρπὸν σὰν τὰ
καλὰ κλήματα τῆς ἀμπέλου. Καὶ
ὁ καρπός σας αὐτός, ἡ σωτηρία
ἀθανάτων ψυχῶν, θὰ μένῃ
αἰώνιος. Σᾶς ἔδωσα τὸ μέγα
προνόμιον, ὥστε ὅ,τι ζητήσετε ἀπὸ
τὸν Πατέρα ἐν τῷ ὀνόματί
μου, νὰ σᾶς τὸ δίδῃ.
|
16
Δὲν μὲ ἐξελέξατε σεῖς, ἀλλ’
ἐγὼ σᾶς ἐξέλεξα, καὶ σᾶς
ἐγκατέστησα εἰς τὸ ὑψηλὸν ἔργον
σας, διὰ νὰ ὑπάγετε πρὸς πλήρωσιν
τῆς ἀποστολῆς σας καὶ σὰν καλὰ
κλήματα νὰ παράγετε καρπόν, ὁδηγοῦντες πλήθη
πολλὰ εἰς τὴν σωτηρίαν καὶ ὁ
καρπός σας αὐτὸς νὰ μένῃ αἰωνίως,
διότι αἰώνιαι καὶ ἄφθαρτοι εἶναι καὶ
αἱ ψυχαί, αἱ ὁποῖαι θὰ σωθοῦν
μὲ τὸ κήρυγμά σας καὶ τὸ ἔργον
σας. Σᾶς ἐγκατέστησα εἰς τὸ ἀποστολικὸν
ἀξίωμα καὶ σᾶς ἔδωκα τὸ προνόμιον
καὶ τὴν χάριν τοῦ νὰ σᾶς δίδῃ
καὶ πραγματοποιῇ ὁ Πατήρ μου κάθε τι, ποὺ
θὰ τοῦ ζητῆτε διὰ προσευχῆς,
ὡς πιστοὶ ἑνωμένοι μὲ ἐμέ.
|
17
Ταῦτα ἐντέλλομαι ὑμῖν, ἵνα
ἀγαπᾶτε ἀλλήλους.
|
17
Αὐτὰς τὰς ἐντολὰς σᾶς
δίδω, νὰ ἀγαπᾶτε ὁ ἔνας
τὸν ἄλλον καὶ νὰ μένετε ἐνωμένοι
καὶ ἰσχυροὶ μὲ τὴν ἀγάπην
αὐτήν. |
17
Σᾶς δίδω τὰς παραγγελίας αὐτὰς διὰ
νὰ ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τὸν
ἄλλον. Ἔτσι ἑνωμένοι διὰ τῆς
ἀγάπης θὰ παρουσιασθῆτε ἰσχυροὶ
καὶ ἀνίκητοι εἰς ὅσους θὰ σᾶς
μισοῦν. |
18
Εἰ ὁ κόσμος ὑμᾶς μισεῖ,
γινώσκετε ὅτι ἐμὲ πρῶτον ὑμῶν
μεμίσηκεν. |
18
Ἐὰν ὁ πονηρὸς καὶ κακὸς
κόσμος σᾶς μισῇ, μάθετε ὅτι
ἐμὲ πρῶτα ἀπὸ σᾶς ἔχει
μισήσει. |
18
Ἐὰν ὁ μακράν τοῦ Θεοῦ κόσμος
σᾶς μισῃ, μὴ ξεχάνετε ποτέ, ὅτι προτήτερα
ἀπὸ σᾶς ἐμίσησεν ἐμέ.
|
19
Εἰ ἐκ τοῦ κόσμου ἦτε, ὁ
κόσμος ἂν τὸ ἴδιον ἐφίλει·
ὅτι δὲ ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ
ἐστέ, ἀλλ' ἐγὼ ἐξελεξάμην
ὑμᾶς ἐκ τοῦ κόσμου, διὰ
τοῦτο μισεῖ ὑμᾶς ὁ κόσμος.
|
19
Ἐὰν σεῖς ἤσαστε ἀπὸ τὸν
ἁμαρτωλὸν κόσμον καὶ εἴχατε
τὴν ἁμαρτωλὴν ζωὴν τοῦ κόσμου,
τότε ὁ κόσμος θὰ σᾶς ἀγαποῦσε,
διότι θὰ σᾶς ἐθεωροῦσε ὡς
ἰδικούς του. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν
εἶσθε ἀπὸ τὸν κόσμον, ἀλλ'
ἐγὼ σᾶς ἐδιάλεξα ἀπὸ
τὸν κόσμον, διὰ τοῦτο ὁ πονηρὸς
καὶ ἀμετανόητος κόσμος σᾶς μισεῖ.
|
19
Ἐὰν ἤσασθε ἀπὸ τὸν κόσμον
καὶ εἴχατε καὶ σεῖς τὰ ἁμαρτωλὰ
φρονήματα τοῦ κόσμου, ὁ κόσμος θὰ σᾶς
ἠγάπα ὡς ἰδικούς του. Διότι ὅμως δὲν
εἶσθε ἀπὸ τὸν κόσμον, ἀλλ’ ἐγὼ
σᾶς ἐξέλεξα ἀπὸ μέσα ἀπὸ
τὸν κόσμον καὶ σᾶς ἐξεχώρισα ἀπὸ
αὐτόν, δι’ αὐτὸ σᾶς μισεῖ ὁ
κόσμος. |
20
Μνημονεύετε τοῦ λόγου οὗ ἐγὼ
εἶπον ὑμῖν· οὐκ ἐστὶ
δοῦλος μείζων τοῦ κυρίου αὐτοῦ.
Εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν, καὶ ὑμᾶς
διώξουσιν· εἰ τὸν λόγον μου ἐτήρησαν,
καὶ τὸν ὑμέτερον τηρήσουσιν.
|
20
Νὰ ἐνθυμῆσθε δὲ τὸν λόγον,
τὸν ὁποῖον ἐγὼ σᾶς εἶπα·
δὲν ὑπάρχει δοῦλος ἀνώτερος
ἀπὸ τὸν κύριόν του. Ἐὰν
ἐμὲ κατεδίωξαν οἱ ἄνθρωποι τοῦ
κόσμου, θὰ καταδιώξουν καὶ σᾶς·
ἐὰν ἐφύλαξαν τὸν λόγον
μου, θὰ φυλάξουν καὶ τὸν ἰδικόν
σας. |
20
Μὴ παραξενεύεσθε ἀπὸ τὸ ὅτι
θὰ συναντᾶτε τὸ μίσος αὐτὸ εἰς
τὸν κόσμον, ἀλλὰ νὰ ἐνθυμῆσθε
τὸν λόγον, ποῦ σᾶς εἶπα· Δὲν
ὑπάρχει δοῦλος ἀνώτερος ἀπὸ
τὸν κύριόν του. Ἐὰν ἐμὲ τὸν
Κύριον κατεδίωξαν, θὰ καταδιώξουν καὶ σᾶς,
ποὺ εἶσθε δοῦλοι μου. Ἐὰν ἐφύλαξαν
τὸν λόγον μου, θὰ φυλάξουν καὶ τὸν
ἰδικόν σας λόγον. |
21
Ἀλλὰ ταῦτα πάντα ποιήσουσιν
ὑμῖν διὰ τὸ ὄνομά μου,
ὅτι οὐκ οἴδασι τὸν πέμψαντά
με. |
21
Ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ θὰ κάμουν
εἰς σᾶς οἱ ἄνθρωποι διὰ τὴν
πίστιν, ποὺ ἔχετε εἰς ἐμὲ
νὰ ὁμολογῆτε καὶ νὰ κηρύσσετε
τὸ ὄνομά μου, διότι αὐτοὶ
δὲν γνωρίζουν - διότι δὲν θέλουν
νὰ γνωρίσουν - ἐκεῖνον ποὺ μὲ
ἔστειλε. |
21
Ἀλλ’ ὅλα αὐτὰ θὰ σᾶς τὰ
κάμουν, ὄχι διότι θὰ τοὺς πταίετε εἰς
τίποτε, ἀλλὰ διὰ τὴν πίστιν, ποὺ
ἔχετε καὶ θὰ ὁμολογῆτε εἰς
τὸ πρόσωπόν μου, διότι δὲν ἔχουν τὴν
ὀρθὴν καὶ ἀληθῆ γνῶσιν
περὶ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος
μὲ ἀπέστειλεν εἰς τὸν κόσμον. Ἡ
ἄγνοιά των ὅμως αὐτὴ εἶναι ἀδικαιολόγητος.
|
22
Εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα
αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον·
νῦν δὲ πρόφασιν οὐκ ἔχουσι περὶ
τῆς ἁμαρτίας αὐτῶν.
|
22
Ἐὰν δὲν εἶχα ἔλθει εἰς
τὴν γῆν καὶ δὲν τοὺς εἶχα
διδάξει τὴν ἀλήθειαν, δὲν θὰ
εἶχαν ἁμαρτίαν διὰ τὴν ἄγνοιαν
καὶ ἀπιστίαν των αὐτήν. Τώρα
ὅμως δὲν ἔχουν καμμίαν πρόφασιν,
ποὺ νὰ δικαιολογῇ τὴν ἁμαρτίαν
των. Διὰ τοῦτο καὶ εἶναι ὑπεύθυνοι
τιμωρίας ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ.
|
22
Ἐὰν δὲν εἶχον ἔλθει καὶ
δὲν τοὺς εἶχον ὁμιλήσει ἀποδεικνύων
εἰς αὐτοὺς μὲ τὴν διδασκαλίαν
μου καὶ τὰ θαύματά μου, ὅτι εἶμαι
ὁ Μεσσίας, δὲν θὰ εἶχον ἁμαρτίαν
διὰ τὴν ἀπιστίαν, ποὺ ἔδειξαν
εἰς ἐμέ. Τώρα ὅμως δὲν ἔχουν
πρόφασιν, ἡ ὁποῖα νὰ δικαιολογῇ
τὴν ἁμαρτίαν των. Εἶναι δὲ βαρεῖα
καὶ ἀσυγχώρητος ἡ ἁμαρτία των αύτή.
|
23
Ὁ ἐμὲ μισῶν καὶ τὸν πατέρα
μου μισεῖ. |
23
Διότι ἐκεῖνος ποὺ μισεῖ ἐμένα,
μισεῖ καὶ τὸν Πατέρα μου.
|
23
Διότι ἐκεῖνος ποὺ μισεῖ ἐμέ,
μισεῖ συγχρόνως καὶ τὸν Πατέρα μου, ὁ
ὁποῖος μὲ ἀπέστειλε.
|
24
Εἶ τὰ ἔργα μὴ ἐποίησα
ἐν αὐτοῖς ἃ οὐδεὶς ἄλλος
πεποίηκεν, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον·
νῦν δὲ καὶ ἑωράκασι καὶ
μεμισήκασι καὶ ἐμὲ καὶ τὸν
πατέρα μου. |
24
Ἐὰν δὲν εἶχα κάμει ἐμπρὸς
εἰς τὰ μάτια των τόσα καὶ τέτοια
ὑπερφυσικὰ ἔργα, τὰ ὁποῖα
κανεὶς ἄλλος ποτὲ δὲν ἔκαμε,
τότε δὲν θὰ εἶχαν ἁμαρτίαν
καὶ ἐνοχήν. Τώρα ὅμως ἔχουν
ἁμαρτίαν, διότι καὶ εἶδαν τὰ
ἔργα μου καὶ ἐμίσησαν ἐμὲ
καὶ τὸν Πατέρα μου, ποὺ μὲ ἔστειλε
εἰς τὴν γῆν. |
24
Ἐὰν δὲν εἶχα κάμει ἐν μέσῳ
αὐτῶν τὰ καταπληκτικὰ καὶ ὑπερφυσικὰ
ἔργα, τὰ ὁποῖα κανεὶς ἄλλος
ἀπὸ τοὺς ἐν τῇ Π. Διαθήκῃ
προφήτας καὶ ἀπεσταλμένους τοῦ Θεοῦ
δὲν ἔχει κάμει, δὲν θὰ εἶχαν
ἁμαρτίαν. Τώρα ὅμως ἡ ἐνοχή των διὰ
τὴν ἀπιστίαν των εἶναι μεγάλη. Διότι καὶ
ἔχουν ἴδει τὰ θαύματά μου αὐτὰ
καὶ ἔχουν μισήσει καὶ ἐμέ, ἐν
τῷ προσώπῳ δὲ ἐμοῦ καὶ
τὸν Πατέρα μου. |
25
Ἀλλ' ἵνα πληρωθῇ ὁ λόγος ὁ
γεγραμμένος ἐν τῷ νόμῳ αὐτῶν,
ὅτι ἐμίσησάν με δωρεάν.
|
25
Αὐτὸ ὅμως συνέβη, διὰ νὰ
πραγματοποιηθῇ καὶ ὁ προφητικὸς λόγος,
ποὺ εἶναι γραμμένος εἰς τὸν
νόμον των, ὅτι μὲ ἐμίσησαν δωρεάν.
|
25
Ἀλλ’ αὐτὸ συνέβη, διὰ νὰ πληρωθῇ
ὁ προφητικὸς λόγος, ποὺ ἔχει γραφῆ
εἰς τὸν νόμον, ὁ ὁποῖος ἐδόθη
εἰς αὐτοὺς καὶ διὰ τὸν
ὁποῖον καυχῶνται. Ἐπαληθεύει δηλαδὴ
μὲ τὸ μίσος των αὐτὸ ἐκεῖνο,
ποὺ λέγουν οἱ εἰς τὸν νόμον περιλαμβανόμενοι
ψαλμοί, ὅτι μὲ ἐμίσησαν χωρὶς λόγον
καὶ αἰτίαν. |
26
Ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ παράκλητος
ὃν ἐγὼ πέμψω ὑμῖν παρὰ
τοῦ πατρός, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας
ὃ παρὰ τοῦ πατρὸς ἐκπορεύεται,
ἐκεῖνος μαρτυρήσει περὶ ἐμοῦ·
|
26
Ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ Παράκλητος,
τὸν ὁποῖον ἐγὼ θὰ στείλω
εἰς σᾶς ἐκ μέρους τοῦ Πατρός,
τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ποὺ εἶναι ἡ
ἀλήθεια καὶ ἡ πηγὴ τῆς
ἀληθείας καὶ τὸ ὁποῖον
ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα,
ἐκεῖνος θὰ μαρτυρήσῃ δι' ἐμέ.
|
26
Ἀντιθέτως ὅμως πρὸς τὸ ἀδικαιολόγητον
καὶ ἀσυγχώρητον αὐτὸ μίσος τῶν
Ἰουδαίων, θὰ φανερωθῇ εἰς τοὺς
καλοπροαιρέτους ἀνθρώπους, ποῖος εἶμαι.
Ὅταν δηλαδὴ θὰ ἔλθῃ ὁ
Παράκλητος, τὸν ὁποῖον ἐγὼ ὡς
ὁδηγὸν καὶ βοηθόν σας θὰ σᾶς
στείλω ἀπὸ τὸν Πατέρα, τὸ Ἅγιον
Πνεῦμα δηλαδή, τὸ ὁποῖον ὡς
πηγὴ τῆς ἀληθείας φανερώνει καὶ εἰς
τοὺς ἀνθρώπους τὴν ἀλήθειαν καὶ
τὸ ὁποῖον ἐκπορεύεται ἀπὸ
τοὺς κόλπους τοῦ Πατρός, ὅπως ἀναπηδᾷ
ὁ ποταμὸς ἀπὸ τὴν φυσικὴν
πηγήν του, ἐκεῖνος θὰ μαρτυρήσῃ περὶ
ἐμοῦ. |
27
καὶ ὑμεῖς δὲ μαρτυρεῖτε, ὅτι
ἀπ' ἀρχῆς μετ' ἐμοῦ ἐστε.
|
27
Καὶ σεῖς ἐπίσης θὰ δώσετε
τὴν καλὴν μαρτυρίαν, διότι εἶσθε
ἀπὸ τὴν ἀρχὴν μαζῆ μου
καὶ εἴδατε καὶ ἀκούσατε ὅσα
ἐγὼ ἔπραξα καὶ εἶπα καὶ
τὰ ὁποῖα μὲ τὸν φωτισμὸν
τοῦ Ἅγίου Πνεύματος θὰ ἐννοήσετε
βαθύτερα καὶ θὰ τὰ κηρύσσεται
μὲ παρρησίαν. |
27
Ἀλλὰ καὶ σεῖς θὰ μαρτυρῆτε
δι’ ἐμέ, διότι ἀπ’ ἀρχῆς τῆς
δημοσίας δράσεώς μου εἶσθε μαζί μου ἄμεσοι μάρτυρες
τῆς διδασκαλίας μου καὶ τῶν ἔργων
μου, φωτιζόμενοι δὲ τώρα καὶ ἀπὸ τὸν
Παράκλητον θὰ δίδετε περὶ ἐμοῦ σύμφωνον
μαρτυρίαν πρὸς αὐτόν. |